Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΔΡΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ

marionett_gul

Posted by ek-fyles

 

Το πρόσημο του φύλου επισκιάζει τόσο απόλυτα την ταυτότητα της γυναίκας ώστε ανά πάσα στιγμή οφείλει να επιβεβαιώνει τον εαυτό της ως γυναίκα και να κάνει εμφανή στους άλλους τα αποτελέσματα αυτής της επιβολής που ενσωματώνεται και ως αυτοδέσμευση. Η διαδικασία αυτή κλέβει φυσικά από την ίδια κάθε στιγμή της ατομικότητάς της.

Γράφει ο Roland Barthes στις Μυθολογίες: «Διαβάζουμε τα βιογραφικά στο περιοδικό Εlle: “H Jacqueline Lenoir: ένα μυθιστόρημα, δύο παιδιά”. Τι σημαίνει αυτό; Ο συγγραφέας είναι καλλιτέχνης. Του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να ζει κάπως μποέμικα. Προσοχή όμως! Οι γυναίκες δεν πρέπει να πιστεύουν πως μπορούν να επωφελούνται από την σύμβαση αυτή χωρίς πρώτα να είναι υποταγμένες στον αιώνιο νόμο της θηλυκότητας. Οι γυναίκες ήρθαν στον κόσμο για να κάνουν παιδιά. Μπορούν να γράφουν όσο θέλουν, φτάνει η βιβλική τους μοίρα να μη διαταράσσεται από το δικαίωμα που τους παραχωρείται. Απευθυνόμενο στις γυναίκες το περιοδικό Εlle λέει: είστε αντάξιες των ανδρών. Απευθυνόμενο στους άνδρες: η γυναίκα σας θα παραμείνει πάντα γυναίκα».

Για τον άνδρα οποιαδήποτε συνθήκη απέναντι στην οποία οφείλει να ανταποκριθεί δεν είναι παρά προσθετική στην ατομικότητά του, η οποία είναι κεκτημένη και αυτονόητη. Το αυτονόητο δικαίωμα του άνδρα στον αυτοπροσδιορισμό και τον καταναγκαστικό ετεροπροσδιορισμό της γυναίκας περιγράφει ο John Berger στο Η εικόνα και το βλέμμα:

«Η κοινωνική παρουσία μιας γυναίκας είναι διαφορετικού είδους από εκείνη ενός άντρα. Η παρουσία ενός άνδρα εξαρτάται από την υπόσχεση δύναμης που ενσωματώνει. Αν η υπόσχεση είναι μεγάλη και πειστική, η παρουσία του εντυπωσιάζει. Αν είναι μικρή ή ελάχιστα πειστική, θεωρείται πως έχει ασήμαντη παρουσία. Η υποσχεμένη δύναμη μπορεί να είναι ηθική, σωματική, ιδιοσυγκρασιακή, οικονομική, κοινωνική, σεξουαλική – αλλά το αντικείμενό της είναι πάντα εξωτερικό ως προς τον άνδρα. Η παρουσία ενός άνδρα υποβάλλει το τι είναι ικανός να κάνει σε σένα ή για σένα. Η παρουσία του μπορεί να είναι φτιαχτή, με την έννοια ότι προσποιείται πως είναι ικανός για ό,τι δεν είναι. Αλλά η προσποίηση είναι πάντα για μια δύναμη που αυτός ασκεί πάνω στους άλλους.

la_femme_piege_ecran_16

Αντίθετα, η παρουσία μιας γυναίκας εκφράζει τη στάση της απέναντι στον εαυτό της και προσδιορίζει το τι μπορούν ή δεν μπορούν να της κάνουν. Η παρουσία της εκδηλώνεται στις χειρονομίες, τη φωνή, τις γνώμες, τις εκφράσεις, το ντύσιμό της, στα πράγματα που έχει επιλέξει να την περιβάλλουν, στο γούστο της – δεν υπάρχει πράγματι τίποτε απ’ όσα μπορεί να κάνει που να μη συμβάλλει στην παρουσία της. Η παρουσία μιας γυναίκας είναι τόσο σύμφωνη με το πρόσωπό της ώστε οι άνδρες τείνουν να την αντιλαμβάνονται σαν κάτι σχεδόν υλικό που αναδίνεται από αυτήν.

Το να έχεις γεννηθεί γυναίκα, ισοδυναμούσε με το να έχεις γεννηθεί σε έναν προσδιορισμένο και περιορισμένο χώρο, κάτω από τη φύλαξη των ανδρών. Η κοινωνική παρουσία των γυναικών αναπτύχθηκε σαν αποτέλεσμα της αφέλειάς τους να ζουν κάτω από μια τέτοια κηδεμονία μέσα σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο. Αλλά τούτο ακριβώς ήταν που κόστισε στο γυναικείο εγώ το διχασμό του. Μια γυναίκα πρέπει συνεχώς να παρατηρεί τον εαυτό της. Συντροφεύεται σχεδόν συνεχώς από την εικόνα του ίδιου της του εαυτού. Από την πρώτη παιδική ηλικία την έχουν διδάξει και πείσει να επιθεωρεί συνεχώς τον εαυτό της.

Κι έτσι φτάνει να θεωρεί τον επιθεωρητή και τον επιθεωρούμενο μέσα της σαν δυο συστατικά αλλά και πάντα ξεχωριστά στοιχεία της ταυτότητάς της ως γυναίκας. Πρέπει να εξετάζει καθετί που είναι και καθετί που κάνει, γιατί το πώς εμφανίζεται στους άλλους, και τελικά το πώς εμφανίζεται στους άνδρες, έχει κρίσιμη σημασία γι’ αυτό που κατά κανόνα θεωρείται σαν επιτυχία στη ζωή της. Η δική της αίσθηση του να είναι ο εαυτός της υποκαθίσταται από μια αίσθηση ότι εκτιμάται ο εαυτός της από κάποιον άλλο.

Οι άνδρες εξετάζουν τις γυναίκες πριν εκδηλώσουν τη συμπεριφορά τους προς αυτές. Επομένως το πώς μια γυναίκα εμφανίζεται σ’ έναν άνδρα καθορίζει ενδεχομένως και το πώς αυτός θα της συμπεριφερθεί. Για να αποκτήσουν κάποιον έλεγχο πάνω σ’ αυτή τη διαδικασία, οι γυναίκες πρέπει να τη συγκρατούν και να την εσωτερικεύουν. Το μέρος εκείνο του εγώ μιας γυναίκας που είναι ο επιθεωρητής μεταχειρίζεται το άλλο μέρος που είναι ο επιθεωρούμενος με τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνει στους άλλους πώς ολόκληρος ο εαυτός της θα ήθελε να του συμπεριφέρεται. Και αυτή η παραδειγματική μεταχείριση του εαυτού της από τον εαυτό της είναι που συνιστά την παρουσία της. Κάθε γυναικεία παρουσία ρυθμίζει το τι είναι και τι δεν είναι «επιτρεπτό» μέσα στην παρουσία της. Κάθε πράξη της –οποιοδήποτε άμεσο σκοπό ή κίνητρο κι αν έχει– διαβάζεται επίσης σαν μια ένδειξη του πώς θα ήθελε να της συμπεριφερθούν. Αν μια γυναίκα κάνει κάποιο καλό αστείο, αυτό είναι ένα παράδειγμα του πώς η ίδια αντιμετωπίζει τον αστειευόμενο εαυτό της και, κατ’ αναλογία, του πώς θα ήθελε να την αντιμετωπίσουν οι άλλοι σαν αστειευόμενη γυναίκα. Μόνο ένας άνδρας μπορεί να κάνει ένα καλό αστείο για χάρη του ίδιου του αστείου.

Θα μπορούσε κανείς να απλοποιήσει όλα αυτά λέγοντας: Οι άνδρες δρουν και οι γυναίκες εμφανίζονται. Οι άνδρες κοιτάζουν τις γυναίκες. Οι γυναίκες παρατηρούν τον εαυτό τους όταν τις κοιτάζουν. Αυτό καθορίζει όχι μόνο τις περισσότερες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και τη σχέση των γυναικών με τους εαυτούς τους. Ο επιθεωρητής της γυναίκας μέσα στο εγώ της είναι αρσενικός: ο επιθεωρούμενος θηλυκός. Έτσι η γυναίκα μετατρέπει τον εαυτό της σε αντικείμενο, και πιο ιδιαίτερα σε αντικείμενο θέασης: σε θέαμα».

Αναδημοσίευση από: http://ek-fyles.blogspot.gr/2007/11/blog-post_9984.html

Οι τέσσερις λέξεις *

Του Κ. Καστοριάδη

1. Φαντασία

Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Τι είναι αυτό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα; Επαναλαμβάνουν, εδώ και αιώνες, ότι είναι ο ορθός λόγος. Αρκεί όμως να προσέξουμε τη συμπεριφορά των άλλων γύρω μας αλλά και τη δική μας, για να αντιληφθούμε ότι αυτό δεν αληθεύει. Οι ατομικές και οι συλλογικές συμπεριφορές πολύ συχνά είναι παράλογες. Τα ζώα είναι πιο “λογικά” από εμάς· δεν σκοντάφτουν, δεν τρώνε δηλητηριώδη μανιτάρια, κάνουν αυτό που πρέπει, για να συντηρηθούν και να αναπαραχθούν. Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Είναι το πάθος και οι επιθυμίες; Ναι, πράγματι. Τα ζώα από ό,τι μπορούμε να ξέρουμε δεν έχουν πάθη ούτε πραγματικές επιθυμίες τα ζώα έχουν ένστικτα. Τι όμως συνιστά την ιδιαιτερότητα του πάθους και των επιθυμιών; Είναι ακριβώς το γεγονός ότι το πάθος και οι επιθυμίες -ο έρωτας, η δόξα, το κάλλος, η εξουσία, ο πλούτος- δεν είναι «φυσικά» αλλά φαντασιακά αντικείμενα.

Η φαντασία, λοιπόν, είναι το ίδιον του ανθρώπου. Η φαντασία μάς διαφοροποιεί από τα ζώα. Η φαντασία, ακόμη και εάν κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά, δεν αναχαιτίζεται. Υπάρχει πάντα μια εσωτερική ροή από εικόνες, ιδέες, αναμνήσεις, επιθυμίες, αισθήματα. Μια ροή που δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Δεν μπορούμε καν να την ελέγξουμε, τουλάχιστον όχι πάντα. Κάποιες φορές το κατορθώνουμε, λίγο ως πολύ, προκειμένου να σκεφτούμε λογικά και συστηματικά. Αλλά ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αναπάντεχες αναμνήσεις και επιθυμίες διακόπτουν τον στοχασμό μας. Η φαντασία μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην παραφροσύνη, στη διαστροφή, στην τερατωδία αλλά, επίσης, στην αυταπάρνηση και σε κάθε μεγαλειώδη δημιουργία. Χάρη στη φαντασία το ένστικτο έπαψε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής της συμπεριφοράς μας. Χάρη στη φαντασία μπορούμε να δημιουργούμε. Χάρη σ’ αυτήν δημιουργήσαμε την τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία. Η φαντασία δεν γνωρίζει όρια και κανόνες, ούτε ηθικούς και λογικούς νόμους. Πάντως, εάν είχαμε αφεθεί χωρίς περιορισμούς στη φαντασία, ασφαλώς δεν θα είχαμε επιβιώσει ως είδος. Ο άνθρωπος επιβίωσε ως είδος, επειδή δημιούργησε κοινότητες, κοινωνίες, θεσμούς, κανόνες που οριοθετούν και περιορίζουν τη φαντασία, αλλά και που συχνά επίσης την καταπνίγουν.

2. Φαντασιακό
Το ανθρώπινο ον υπάρχει μόνον ως κοινωνικό ον. Αυτό σημαίνει ότι ζει σε μια κοινωνία με θεσμούς, με νόμους, με ήθη, με έθιμα, κ.λ.π. Ερώτημα: Από πού έρχονται αυτοί οι θεσμοί, οι νόμοι, τα έθιμα; Είναι αδύνατον να πούμε, όπως συχνά πίστευαν οι λαοί, ότι υπάρχει ένας δημιουργός, ένας νομοθέτης όλων αυτών. Σε μιαν ήδη θεσμισμένη κοινωνία, τα άτομα μπορούν να προτείνουν νόμους, κάποιους ιδιαίτερους νόμους. Τούτο όμως είναι δυνατόν να γίνει, επειδή υπάρχει ήδη ένα σύστημα νόμων, επειδή αυτά τα άτομα έχουν ζήσει ήδη σε μια κοινωνία με νόμους. Ένας συγγραφέας μπορεί να επινοήσει μια νέα λογοτεχνική μορφή και ένας περιθωριακός μια λέξη της αργκό. Αυτά είναι δυνατόν να γίνουν, επειδή υπάρχει ήδη η γλώσσα και η αργκό. Όμως ποιος θα μπορούσε μόνος του να δημιουργήσει εκ προοιμίου τη γλώσσα και να την επιβάλει στους υπόλοιπους; Και με ποια γλώσσα θα επικοινωνούσε;

Όλα αυτά – οι νόμοι, οι θεσμοί, τα ήθη, τα έθιμα, η γλώσσα – είναι συλλογικές δημιουργίες. Προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας βάσει ενός συμβολαίου (το “κοινωνικό συμβόλαιο” ). Όμως ένα συμβόλαιο προϋποθέτει άτομα κοινωνικά, τα οποία γνωρίζουν τι είναι ένα τέτοιο συμβόλαιο. Προσπάθησαν επίσης να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας με τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους. Όμως κανένας φυσικός ή βιολογικός νόμος δεν μπορεί να ερμηνεύσει την καταγωγή των θεσμών, που είναι ένα καινούργιο φαινόμενο μέσα στο δημιουργημένο σύμπαν. Κανένας φυσικός και βιολογικός νόμος δεν απαντά στα ερωτήματα: Γιατί οι Εβραίοι δημιούργησαν τον μονοθεϊσμό; Γιατί οι ‘Ελληνες δημιούργησαν τις δημοκρατικές πόλεις; Γιατί η Δύση δημιούργησε τον καπιταλισμό; Για να συλλάβουμε την ύπαρξη της ανθρώπινης κοινωνίας, καθώς επίσης τις αλλαγές της μέσα στον χρόνο αλλά και τις διαφορές της μέσα στον χώρο, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτές οι ίδιες οι ανθρώπινες κοινότητες διαθέτουν μιαν χωρίς προηγούμενο δημιουργική ικανότητα. Αυτή τη δημιουργική ικανότητα μπορούμε να την ονομάσουμε: κοινωνικό φαντασιακό.

Το κοινωνικό φαντασιακό είναι η πηγή των θεσμών που ρυθμίζουν και οργανώνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αυτό επίσης δημιουργεί κάτι πολύ σημαντικό: τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες.Oι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες καθορίζουν τις αξίες της κοινωνίας δηλαδή καθορίζουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Οι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες δίνουν νόημα στη ζωή των ατόμων και, τελικά, δίνουν νόημα ακόμη και στον θάνατο τους. Το κοινωνικό φαντασιακό δεν είναι σταθερό και αμετάβλητο. Αλλάζει. Και οι αλλαγές του δηλώνουν την ύπαρξη αλλαγών στην κοινωνία, το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχει ιστορία της ανθρωπότητας. Το κοινωνικό φαντασιακό, άπαξ και δημιούργησε τους θεσμούς, μπορεί είτε να παραμείνει κατά κάποιον τρόπο σε λήθαργο (έτσι συμβαίνει στις πρωτόγονες, τις αρχαϊκές, τις παραδοσιακές κοινωνίες), είτε να προκαλέσει αλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο γρήγορες (έτσι συμβαίνει στην εποχή μας, η οποία γνωρίζει έναν γρήγορο ρυθμό από ιστορικές μεταβολές, ανήκουστο στην μέχρι τώρα ιστορία της ανθρωπότητας).

3.Δημιουργία
Οι φιλόσοφοι έχουν αναρωτηθεί: Γιατί να υπάρχει κενό; Θα μπορούσε να μην υπάρχει τίποτα. Το ερώτημα αυτό, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει απάντηση. Ίσως μάλιστα να μην έχει καν νόημα. Υπάρχει όμως ένα άλλο ερώτημα που μας βασανίζει και δεν μπορεί παρά να μας βασανίζει: Πώς γίνεται και υπάρχει μια τέτοια πολυμορφία πραγμάτων; Και φυσικά δεν εννοώ μόνον την ποσοτική πολυμορφία. Πώς γίνεται και υπάρχει αυτή η απέραντη ποικιλία μορφών, από τη μη έμβια φύση, μέχρι τις πολυάριθμες ακαθόριστες μορφές ζωής, ακόμη και μέχρι τις μορφές που ακατάπαυστα η ανθρώπινη ιστορία παράγει και δημιουργεί; Έχει υποστηριχθεί ότι η δημιουργία είναι θεία πράξη. Δεν είναι θεία πράξη. Η δημιουργία είναι αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει το ον. Κάθε ον. Το παν υπόκειται συνεχώς σε αλλαγή και αναδημιουργία. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε πως ό,τι παρουσιάζεται μπροστά μας είναι μια ατέρμων επανάληψη της ίδιας μορφής, διότι αμέσως ανακύπτει το ερώτημα: Μήπως, κάθε τι είναι καταδικασμένο να επαναλαμβάνει τις μορφές που έχουν ήδη υπάρξει από καταβολής χρόνου; Είναι όμως σαφές ότι υπάρχει ένας αληθινός χρόνος· ο χρόνος της μεταβολής. Και αληθινή μεταβολή είναι η ανάδυση νέων μορφών. Τα φαινόμενα, τα οποία παρατηρούμε μπροστά μας, προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε μέσα από τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Αυτές οι ερμηνείες είναι ασφαλώς πολύτιμες αλλά είναι πάντα μερικές. Γιατί; Διότι έχουν σημασία μόνον στις περιπτώσεις όπου τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται (οι ίδιες αιτίες δίνουν τα ίδια αποτελέσματα), αλλά δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάδυση νέων μορφών.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της ζωής. Η βιολογία μας λέει ότι σε μιαν ορισμένη στιγμή, μέσα στον «πρωταρχικό χυλό» που υπήρχε στη γη, ενας μεγάλος αριθμός μορίων συνενώθηκε τυχαία και, στη συνέχεια, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες -θερμοκρασίας, ακτινοβολίας, πίεσης- αναδύθηκαν μορφές ζωής. Αυτή όμως η απάντηση δεν στέκει. Γιατί; Διότι μια μορφή ζωής είναι κάτι άλλο από μιαν απλή συνένωση μορίων. Επί πλέον, πρόκειται για μια σύνθεση μορίων τελείως ιδιαίτερη ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των δισεκατομμυρίων που θα μπορούσαν να συντεθούν. Είναι μια συνένωση που κατορθώνει να οργανώνεται, να συντηρείται, να αναπαράγεται. Το ίδιο ισχύει, με τρόπο πολύ πιο πυκνό και έντονο, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Ιστορία δεν είναι αποτέλεσμα συνδυασμού ίδιων στοιχείων. Η Ιστορία είναι δημιουργία νέων στοιχείων. Είναι δημιουργία της μουσικής, της ζωγραφικής, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας. Και φυσικά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος τη μουσική του Μπαχ ή του Μπετόβεν. Αυτή η μουσική είναι μεγάλη, διότι είναι πρωτότυπη. Και λέγοντας πρωτότυπη, σημαίνει ότι ακριβώς δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε.

4. Αυτονομία
Υπάρχει ανθρώπινη ελευθερία και σε τι συνίσταται; Ελευθερία δεν σημαίνει να κάνουμε ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι, ούτε, όπως νόμιζαν ορισμένοι φιλόσοφοι, να δρούμε χωρίς κίνητρα. Ελευθερία σημαίνει κατ’ αρχάς να έχουμε διαύγεια απέναντι, σ’ αυτό που σκεφτόμαστε και σ’ αυτό που κάνουμε. Μπορούμε όμως να είμαστε ελεύθεροι, όταν ζούμε σε μια κοινωνία και κάτω από τον κοινωνικό νόμο; Θα διατυπώσω την απάντηση ως εξής: Μπορώ να είμαι ελεύθερος, εφόσον συμμετέχω στη διαμόρφωση αυτού του νόμου, εφόσον αποφασίζω ισότιμα μαζί με τους άλλους για τη δημιουργία αυτού του νόμου και, τέλος, εφόσον είμαι σύμφωνος με τον τρόπο που ο νόμος αυτός θεσμίστηκε. Για πολύ μεγάλο διάστημα οι ανθρώπινες κοινωνίες πίστευαν ότι τους νόμους και τους θεσμούς τους δεν τους είχαν δημιουργήσει οι ίδιες. Αλλά τότε ποιος; Οι θεοί, ο Θεός, οι πρόγονοι. Σε τέτοιες συνθήκες αυτοί οι νόμοι και οι θεσμοί προφανώς θεωρούνται ιεροί. Αδύνατον να τους αμφισβητήσει κανείς. Πώς είναι δυνατόν να πω ότι ο νόμος που τον έχει δώσει ο Θεός (αν ο Θεός είναι η πηγή κάθε δικαίου) είναι άδικος;

Σε μιαν τέτοια κοινωνία, που θα την αποκαλέσουμε ετερόνομη -επειδή είναι υπόδουλη στους δικούς της θεσμούς- τα ίδια τα άτομα είναι ετερόνομα. Δεν μπορούν να σκεφτούν μόνα τους, εκτός από τελείως τετριμμένα και δευτερεύοντα θέματα. Δεν μπορούν να ελέγξουν κριτικά τη συμπεριφορά τους. Δεν μπορούν να κρίνουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι είναι αληθές και τι ψευδές. Αυτή ήταν η μοίρα της κοινωνίας επί χιλιετίες. Κάποια στιγμή όμως έγινε μια ιστορική ρήξη, η οποία άλλαξε την κατάσταση των πραγμάτων. Η ρήξη αυτή παρατηρείται για πρώτη φορά στην Αρχαία Ελλάδα (στις πόλεις που δημιούργησαν τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία) και μετά, αφού μεσολάβησαν είκοσι αιώνες έκλειψης, ξαναξεκίνησε για δεύτερη φορά στη Δυτική Ευρώπη (με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα χειραφέτησης, το εργατικό κίνημα κ.λ.π.). Αυτά τα κινήματα -με το πρόταγμα της αυτονομίας- δημιούργησαν τις κάποιες ελευθερίες που διαθέτει η κοινωνία, στην οποία ζούμε. Όμως το πρόταγμα της αυτονομίας, το οποίο έφθασε στο κορύφωμα του ανάμεσα στο 1750 και το 1950, επί του παρόντος μοιάζει να είναι εξουδετερωμένο. Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία, στην οποία η απάθεια, ο κυνισμός και η ανευθυνότητα ολοένα επεκτείνονται. Το κίνημα της αυτονομίας πρέπει να ξαναξεκινήσει και να προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει μιαν αληθινή δημοκρατία. Μια δημοκρατία όπου όλοι θα συμμετέχουν στη ρύθμιση και τον καθορισμό των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Και αυτό είναι το μόνο πολιτικό πρόταγμα, για το οποίο αξίζει τον κόπο να εργαστούμε και να αγωνιστούμε.

*Τέσσερις λέξεις: Φαντασία, Φαντασιακό, Δημιουργία, Αυτονομία. Τέσσερις έννοιες-κλειδιά στο έργο του Κορνηλίου Καστοριάδη. Αυτές τις τέσσερις λέξεις τις “παρουσίασε” ο ίδιος στη γαλλική τηλεόραση -στην καθημερινή εκπομπή Inventer Domain του δημοσίου και με εκπαιδευτικό χαρακτήρα σταθμού La Cinquicnic-,σε τέσσερις συνεχείς ημέρες (2,3,4,5.12.1996). Τέσσερις λέξεις, τέσσερις εκπομπές διάρκειας τεσσάρων λεπτών κάθε μία, κάθε εκπομπή για μία λέξη. Αυτό εδώ το κείμενο είναι η μετάφραση, με ελάχιστες συντομεύσεις, των τεσσάρων εκπομπών, από το βιβλίο “Είμαστε η Ιστορία μας”, του Κ.Καστοριάδη

Η σημασία του συνομοσπονδισμού

 Του Murray Bookchin   

 

Ελάχιστα επιχειρήματα έχουν χρησιμοποιηθεί πιο αποτελεσματικά για την αμφισβήτη­ση της άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας από τον ισχυρισμό ότι ζούμε σε μια “πολύπλο­κη κοινωνία”. Τα σύγχρονα αστικά κέντρα, μας λένε, είναι πολύ μεγάλα και πολύ συγκε­ντρωμένα για να επιτρέψουν τη λήψη αποφάσεων απευθείας από το λαό. Και η οικονο­μία μας είναι, ενδεχομένως, πολύ “διεθνοποιημένη” για να ξεμπερδέψει τους δαιδάλους της παραγωγής και του εμπορίου.

Στο σημερινό υπερεθνικό, συχνά ιδιαίτερα συγκεντρω­τικό κοινωνικό μας σύστημα είναι προτιμότερο, μας συμβουλεύουν, να αυξήσουμε την αντιπροσώπευση μέσα στον κρατικό μηχανισμό, να βελτιώσουμε την αποδοτικότητα των γραφειοκρατικών θεσμών, από το να προωθήσουμε ουτοπικά “τοπικιστικά” σχήματα λαϊ­κού ελέγχου επί της πολιτικής και οικονομικής ζωής.

Σε τελευταία ανάλυση, καταλήγουν συχνά αυτά τα επιχειρήματα, οι υποστηρικτές του συγκεντρωτισμού είναι στην πραγματικότητα “τοπικιστές”, με την έννοια ότι πιστεύουν στην παραχώρηση “περισσότερης εξουσίας στο λαό” — ή, τουλάχιστον, στους αντιπρο­σώπους του. Και βέβαια ένας καλός βουλευτής είναι πάντοτε πρόθυμος να πληροφορηθεί τις επιθυμίες των “ψηφοφόρων” του (για να χρησιμοποιήσουμε ένα ακόμα αυθάδες  υπο­κατάστατο του όρου “πολίτης”).

Άμεση δημοκρατία; Ξεχάστε το όνειρο ότι στο σύγχρονο “πολύπλοκο” κόσμο μας μπο­ρούμε να έχουμε οποιαδήποτε άλλη -δημοκρατική εναλλακτική λύση, εκτός από το έθνος- κράτος! Πολλοί πραγματιστές, συμπεριλαμβανομένων και των σοσιαλιστών, συχνά απορ­ρίπτουν ως ουτοπικά τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν αυτή τη μορφή “τοπικισμού” — με καλοπροαίρετη συγκατάβαση στην καλύτερη περίπτωση και ολοκληρωτικό χλευασμό στη χειρότερη. Ενδεικτικά, αρκετά χρόνια πριν, το 1972, ο σοσιαλδημοκράτης  Jeremy Brecher, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Root and Branch  με προκάλεσε να εξηγήσω με ποιον τρόπο οι απόψεις περί αποκεντρωτισμού που είχα εκφράσει στο Post Scarcity Anarchism θα απέτρεπαν, παραδείγματος χάριν, τους κατοίκους  της Νέας Υόρκης από το να ρίχνουν ακατέργαστα απόβλητα στον ποταμό Ηudson από τον οποίο άλλες πόλεις, όπως το Perth Amboy, αντλούν το πόσιμο νερό τους.

Σε επιφανειακή εξέταση, επιχειρήματα όπως αυτά του Brecher υπέρ της συγκεντρωτι­κής διακυβέρνησης φαίνονται σχεδόν ακαταμάχητα. Και πράγματι, μια “δημοκρατική”, αλλά βασικά κάθετη δομή, θεωρείται απαραίτητη ώστε να εμποδίζεται η μια περιοχή να προξενεί οικολογική βλάβη στην άλλη. Τα συνηθισμένα, όμως, οικονομικά και πολιτικά επιχειρήματα κατά της αποκέντρωσης, που ποικίλλουν από τη μοίρα του πόσιμου νερού του Perth Amboy μέχρι τη δήθεν “εξάρτηση” μας από το πετρέλαιο, στηρίζονται σε μια σειρά πολύ προβληματικών υποθέσεων. Ακόμα πιο ενοχλητικό, μάλιστα, είναι το γεγο­νός ότι στηρίζονται στην ασυνείδητη αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων στον οικονομικό τομέα.

Αποκεντρωτισμός και Αυτό-συντήρηση

Η υπόθεση πως ότι υπάρχει σήμερα πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει και στο μέλλον είναι το οξύ που διαβρώνει κάθε πρωτοποριακή σκέψη (όπως φανερώνει η πρόσφατη τά­ση των ριζοσπαστών να ασπάζονται το “σοσιαλισμό της αγοράς”, αντί να ασχολούνται με τις αποτυχίες τόσο της οικονομίας της αγοράς όσο και του κρατικού σοσιαλισμού). Αναμ­φίβολα, θα πρέπει να συνεχίσουμε την εισαγωγή καφέ για όσους χρειάζονται τη δόση τους κάθε πρωί, ή εξωτικών μετάλλων για εκείνους που θέλουν να έχουν τα υπάρχοντα τους μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τα άχρηστα πράγματα, που παράγονται σε μια οικο­νομία συνειδητά οργανωμένη γύρω από τη φιλοσοφία της “μιας χρήσης”. Αφήνοντας κα­τά μέρος, όμως, τον παντελή παραλογισμό της συγκέντρωσης δεκάδων εκατομμυρίων αν­θρώπων σε συνωστισμένες, πραγματικά ασφυκτικές αστικές ζώνες, αναρωτιόμαστε κατά πόσο η ύπαρξη του σημερινού εξωφρενικού καταμερισμού εργασίας είναι απαραίτητη για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών; Ή μήπως (ο καταμερισμός αυτός) έχει δημιουργηθεί για να αποδίδει υπέρογκα κέρδη στις πολυεθνικές εταιρείες; Είναι δυνα­τόν, λοιπόν, να αγνοήσουμε τις οικολογικές συνέπειες της λεηλασίας του Τρίτου Κόσμου από τους πλουτοπαραγωγικούς του πόρους, τις συνέπειες της παράλογης εξάρτησης της σύγχρονης οικονομικής ζωής από τις πλούσιες σε πετρέλαιο χώρες, τα βασικά προϊόντα των οποίων περιλαμβάνουν ατμοσφαιρικούς ρύπους και καρκινογόνες ουσίες από τα πα­ράγωγα του πετρελαίου; Το να αγνοεί κανείς το γεγονός ότι η “πλανητική οικονομία” μας είναι το αποτέλεσμα μιας ακμάζουσας βιομηχανικής γραφειοκρατίας και μιας αντα­γωνιστικής οικονομίας της αγοράς που κινείται με την αρχή “ανάπτυξη ή θάνατος” είναι απίστευτα κοντόφθαλμο.

Είναι ελάχιστα αναγκαίο να ερευνήσουμε τους βάσιμους οικολογικούς λόγους που επι­βάλλουν την επίτευξη ενός βαθμού αυτο-συντήρησης. Οι περισσότεροι οικολογικά σκε­πτόμενοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι ο υπερμεγέθης εθνικός και διεθνής καταμερισμός ερ­γασίας είναι κυριολεκτικά περιττός. Ένας τέτοιος καταμερισμός εργασίας, όχι μόνο συμ­βάλλει στην υπερ-οργάνωση με τη μορφή τεράστιων γραφειοκρατιών και τρομερής σπα­τάλης πόρων στη μεταφορά υλικών σε μεγάλες αποστάσεις, αλλά και μειώνει επίσης τις πιθανότητες για αποτελεσματική ανακύκλωση των αποβλήτων, για αποφυγή της μόλυν­σης που δημιουργείται σε ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένα βιομηχανικά και αστικά κέντρα, καθώς και για ικανοποιητική χρήση των κατά τόπους πρώτων υλών.

Εξάλλου, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι στις σχετικά αυτο-συντηρούμενες κοι­νότητες (όπου η χειροτεχνία, η γεωργία και οι άλλοι παραγωγικοί τομείς εξυπηρετούν καθορισμένα δίκτυα συνομοσπονδιακά οργανωμένων κοινοτήτων) αυξάνονται σημαντι­κά οι ευκαιρίες και τα ερεθίσματα των μελών τους, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση πιο ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων με ανεπτυγμένη την αίσθηση της ατομικότητας και αποδοτικότητας. Το ελληνικό ιδεώδες του ολοκληρωμένου πολίτη σ’ ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον – κάτι που επανεμφανίσθηκε στα ουτοπικά κείμενα του Charles Fourier – ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα το αγαπημένο θέμα των αναρχικών και σοσιαλιστών του προηγούμενου αιώνα.

Η δυνατότητα του ατόμου να αφιερώνει την παραγωγική του/της δραστηριότητα σε πολλές διαφορετικές εργασίες κατά τη διάρκεια μιας μειωμένης εργασιακής εβδομάδας (ή στην ιδανική κοινωνία του Fourier, κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης ημέρας) θεωρή­θηκε ζωτικός παράγοντας για το ξεπέρασμα του καταμερισμού μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής δραστηριότητας, την υπέρβαση της κοινωνικής ιεραρχίας που δημιουρ­γούσε αυτός ο σημαντικός καταμερισμός εργασίας, και για την αύξηση του πλούτου εμπειριών που δημιουργούσε η ελεύθερη κίνηση εργασίας από τη βιομηχανία και βιοτε­χνία μέχρι τη γεωργία. Η αυτο-συντήρηση, επομένως, συνέβαλε στη διαφόρφωση μιας πλουσιότερης προσωπικότητας, ισχυροποιημένης από μια ποικιλία ικανοτήτων κι εμπει­ριών. Το όραμα αυτό έχει, δυστυχώς, εξαφανισθεί σήμερα από τις τάξεις πολλών αριστε­ρών και περιβαλλοντολόγων, μετά τη στροφή τους προς έναν πραγματιστικό φιλελευθε­ρισμό αλλά και την τραγική άγνοια του ριζοσπαστικού κινήματος για τα οράματα του πα­ρελθόντος του.

Δεν πρέπει, πιστεύω, να χάσουμε από τα μάτια μας το νόημα του οικολογικού τρόπου ζωής, ούτε αρκεί να ακολουθούμε απλώς ορθές οικολογικές πρακτικές. Η πληθώρα εγ­χειριδίων που μας διδάσκουν πώς να συντηρούμε, να επενδύουμε, να τρώμε και να αγο­ράζουμε με “οικολογικά υπεύθυνο” τρόπο αποτελούν παρωδία της βασικότερης ανάγκης να αναλογισθούμε τι σημαίνει να σκεφτόμαστε – ναι, διαλογισμός — και να ζούμε οικο­λογικά με την πλήρη έννοια του όρου. Θα υποστήριζα, επομένως, ότι η οργανική κηπο- καλλιέργεια δεν είναι απλά και μόνο ένα καλό είδος αγροτικής οικονομίας και μια καλή πηγή θρεπτικών ουσιών είναι, πάνω απ’ όλα, ένας τρόπος να συνδέσει κανείς άμεσα τον εαυτό του με το δίκτυο τροφίμων, καλλιεργώντας προσωπικά τις ίδιες τις ουσίες που κα­ταναλώνουμε για να ζήσουμε και επιστρέφοντας στο περιβάλλον οτιδήποτε αποσπούμε από αυτό.

Έτσι, το φαγητό γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο από μια μορφή διατροφής. Το χώμα που οργώνουμε, οι ζώντες οργανισμοί που καλλιεργούμε και καταναλώνουμε, το φουσκί που παρασκευάζουμε — όλα ενώνονται σ’ ενα οικολογικό συνεχές που τρεφει τόσο το πνεύμα όσο και το σώμα — εντείνοντας την ευαισθησία μας στον μη-ανθρώπινο και αν­θρώπινο κόσμο γυρω μας. Πολλές φορές, με διασκεδάζουν κάποιοι ενθουσιώδεις “πνευ­ματιστές”, πολλοί από τους οποίους είναι είτε παθητικοί θεατές φαινομενικά “φυσικών” τοπίων ή θιασώτες ιεροτελεστιών, μαγείας, και παγανιστικών θεοτήτων (ή όλων αυτών μαζί), που αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι μια κατ’ εξοχήν ανθρώπινη δραστηριό­τητα – η καλλιέργεια τροφίμων, συγκεκριμένα — μπορεί να συμβάλει πολύ περισσότερο στη διαμόρφωση οικολογικής ευαισθησίας (και πνευματικότητας, αν προτιμάτε) από όλα τα ξόρκια και τις ακατάλληπτες βουδιστικές φράσεις που χρησιμοποιούνται στο όνομα του οικολογικού πνευματισμού.

Κατά συνέπεια, τέτοιες μνημειώδεις αλλαγές, όπως η διάλυση του έθνους-κράτους και η αντικατάσταση του από μια συμμετοχική δημοκρατία, δεν συμβαίνουν σ’ ένα ψυχολογι­κό κενό, όπου το μόνο που αλλάζει είναι η πολιτική δομή. Η διαφωνία μου με τον Jeremy Brecher συνίστατο στο ότι σε μια κοινωνία που θα επιχειρούσε ριζοσπαστική στροφή προς μια αποκεντρωτική, συμμετοχική δημοκρατία, βασισμένη σε κοινοτικές και οικολο­γικές αρχές, είναι απλά λογικό να υποθέσει κανείς ότι οι άνθρωποι δεν θα επέλεγαν ένα τόσο ανεύθυνο σύστημα που θα επέτρεπε τη σοβαρή μόλυνση του ποταμού Hudson. Ο αποκεντρωτισμός, η άμεση συμμετοχική δημοκρατία, και μια τοπικιστική έμφαση στις κοινοτικές αξίες θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένα αδιάσπαστο “όλον” — όπως ακριβώς υπάρχουν στο όραμα που υπερασπίζομαι πάνω από τριάντα χρόνια. Αυτό το “όλον” δεν περιλαμβάνει απλά και μόνο μια νέα πολιτική, αλλά μια νέα πολιτική κουλτούρα που αγκαλιάζει νέους τρόπους σκέψης και αίσθησης, και νέες διαπροσωπικές σχέσεις, συμ­περιλαμβανομένων και των τρόπων με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε το φυσικό κόσμο. Όροι όπως “πολιτική” και “ιδιότητα του πολίτη” θα επαναπροσδιορίζονταν με βάση το πλούσιο νόημα που είχαν στο παρελθόν, και θα διευρύνονταν για τις ανάγκες του παρό­ντος.

Δεν είναι δύσκολο να δειχθεί — θέμα προς θέμα — ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να αμβλυνθεί σε μεγάλο βαθμό ο διεθνής καταμερισμός εργασίας χρησιμοποιώντας τοπι­κούς και περιφερειακούς πόρους, εφαρμόζοντας οικοτεχνολογίες, διαμορφώνοντας νέα κλίμακα ανθρώπινης κατανάλωσης σε ορθολογική (πραγματικά υγιεινή) βάση, και δίνο­ντας έμφαση στην ποιοτική παραγωγή που παρέχει διαρκή (κι όχι “μιας χρήσης”) μέσα συντήρησης της ζωής. Είναι λυπηρό που η πολύ σημαντική καταγραφή αυτών των προο­πτικών, τις οποίες συγκέντρωσα και αξιολόγησα το 1965 σ’ ένα δοκίμιο με τίτλο “Προς μια Απελευθερωτική Τεχνολογία”, γράφτηκε πολλά χρόνια πριν για να είναι προσιτή στη σημερινή γενιά ανθρώπων με οικολογικό προσανατολισμό. Πράγματι, σε εκείνο το δοκί­μιο υποστήριξα επίσης την ενοποίηση των περιφερειών και την ανάγκη διασύνδεσης των πόρων μεταξύ των οικο-κοινοτήτων. Διότι οι αποκεντρωμένες κοινότητες είναι αναπό­φευκτα αλληλεξαρτημένες.

Προβλήματα Αποκεντρωτισμού

Εάν πολλοί πραγματιστές αρνούνται να δουν τη σπουδαιότητα του αποκεντρωτισμού, πολλοί οικολόγοι τείνουν να αγνοούν τα αληθινά προβλήματα που προκύπτουν από τον “τοπικισμό” — προβλήματα που δεν είναι λιγότερο ανησυχητικά από αυτά τα οποία θέ­τει μια διεθνοποίηση που ευνοεί την πλήρη διασύνδεση της οικονομικής και πολιτικής ζωής σε παγκόσμια βάση. Χωρίς τις ολικές πολιτιστικές και πολιτικές αλλαγές που έχω υποστηρίξει, οι αντιλήψεις περί αποκεντρωτισμοΰ, που δίνουν έμφαση στην τοπικιστική απομόνωση και σ’ ένα βαθμό αυτάρκειας, μπορεί να οδηγήσουν σε πολιτιστικό επαρχιω­τισμό και σωβινισμό. Ο επαρχιωτισμός μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα τόσο σοβαρά όσο η “διεθνοποιητική” νοοτροπία που παραβλέπει τη μοναδικότητα των πολιτισμών, τις ιδιομορφίες των οικο-συστημάτων και οικο-περιφερειών, και την ανάγκη για ένα τρόπο οργάνωσης της κοινοτικής ζωής σε ανθρώπινη κλίμακα που καθιστά τη συμμετοχική δη­μοκρατία εφικτή. Αυτό δεν είναι δευτερεύον ζήτημα σήμερα, σ’ ένα οικολογικό κίνημα που τείνει να ταλαντεύεται προς καλοπροαίρετες αλλά μάλλον απλοϊκές ακρότητες. Δεν μπορώ παρά να επαναλάβω κατηγορηματικά ότι πρέπει να βρούμε τρόπο να μοιραζόμα­στε τον κόσμο τόσο με τους άλλους ανθρώπους όσο και με μη ανθρώπινες μορφές ζωής, μια άποψη που είναι συχνά δύσκολο να πραγματοποιηθεί σε υπερβολικά “αυτάρκεις” κοινότητες.

Όσο κι αν σέβομαι τις προθέσεις εκείνων που υποστηρίζουν την τοπική αυτοδυναμία και αυτο-συντήρηση, οι έννοιες αυτές μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά παραπλανητι­κές. Μπορώ βεβαίως να συμφωνήσω με τον David Morris του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτο­δυναμίας, για παράδειγμα, ότι εάν μια κοινότητα μπορεί να παράγει τα προϊόντα που χρειάζεται, θα πρέπει ίσως και να το κάνει. Οι αυτο-συντηρούμενες κοινότητες, όμως, δεν μπορούν να παράγουν όλα τα πράγματα που χρειάζονται — εκτός κι αν συζητάμε για επιστροφή στον εξαντλητικό τρόπο ζωής του χωριού, που, ιστορικά, γερνούσε πρόωρα τους άντρες και τις γυναίκες, και τους παραχωρούσε ελάχιστο χρόνο για πολιτική ζωή πέρα από τα άμεσα σύνορα της ίδιας της κοινότητας.

Μετά λύπης μου αναφέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι στο οικολογικό κίνημα που, στην ουσία, υπερασπίζονται την επιστροφή σε μια οικονομία υψηλής έντασης εργασίας, για να μην πω (την επιστροφή) πίσω στη Λίθινη Εποχή. Προφανώς, πρέπει να δώσουμε στα ιδε­ώδη του τοπικισμού, αποκεντρωτισμού και αυτο-συντήρησης βαθύτερο και πληρέστερο νόημα.

Σήμερα μπορούμε να παράγουμε τα βασικά μέσα ζωής – και πολύ περισσότερα — σε μια οικολογική κοινωνία που θα στόχευε στην παραγωγή χρήσιμων αγαθών υψηλής ποιό­τητας. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι οικολόγοι καταλήγουν πολύ συχνά να υπερασπίζονται ένα είδος “κολλεκτιβικού” καπιταλισμού, στα πλαίσια του οποίου μια κοινότητα λειτουργεί ως μεμονωμένος επιχειρηματίας, με μια αίσθηση ιδιοκτησίας ως προς τις πλουτοπαραγω­γικές πηγές της. Ένα τέτοιο σύστημα συνεταιρισμών για μια ακόμα φορά σημειώνει την απαρχή ενός συστήματος διανομής με βάση την αγορά, καθώς οι συνεταιρισμοί εμπλέκο­νται στο δίχτυ των “αστικών δικαιωμάτων” — δηλαδή, σε συμβόλαια και λογιστική κατα­γραφή που επικεντρώνονται στα ακριβή ποσά που θα λαμβάνει μια κοινότητα σε “ανταλ­λαγή” των προϊόντων που παραδίδει στις άλλες. Παρόμοια δείγματα εκφυλισμού συνέβη­σαν στη Βαρκελώνη μεταξύ ορισμένων επιχειρήσεων εργατικού ελέγχου που, μετά την απαλλοτρίωση τους από τους εργάτες τον Ιούλιο του 1936, λειτούργησαν ως καπιταλιστι­κές επιχειρήσεις – μια πρακτική που πολέμησαν οι αναρχο-συνδικαλιστές της CΝΤ στις αρχές της Ισπανικής Επανάστασης.

Αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι ούτε η αποκέντρωση ούτε η αυτο-συντήρηση από μόνες τους είναι απαραίτητα δημοκρατικές. Η ιδανική πόλη στην Πολιτεία του Πλάτωνα σχεδιάσθηκε πράγματι να είναι αυτάρκης, η αυτάρκειά της όμως στόχευε στη διατήρηση μιας ελίτ πολεμιστών και φιλοσόφων. Πράγματι, η ικανότητά της να διαφυλάσσει την αυ­τάρκειά της εξαρτάτο από την ικανότητα της να αντιστέκεται, όπως η Σπάρτη, στις φαι­νομενικά “φθοροποιούς” επιδράσεις των εξωτερικών πολιτισμών (ένα χαρακτηριστικό που, μπορώ να πω, ότι εμφανίζεται ακόμα σε πολλές κλειστές κοινωνίες της Ανατολής). Παρομοίως, η αποκέντρωση από μόνη της δεν παρέχει καμιά εξασφάλιση ότι θα έχουμε μια οικολογική κοινωνία. Μια αποκεντρωμένη κοινωνία μπορεί εύκολα να συνυπάρξει με υπερβολικά άκαμπτες ιεραρχίες. Κτυπητό παράδειγμα, σχετικά, είναι η φεουδαρχία στην Ευρώπη και την Ανατολής μια κοινωνική τάξη πραγμάτων στην οποία οι ιεραρχίες των πριγκήπων, δουκών και βαρόνων βασίζονταν σε εξαιρετικά αποκεντρωμένες κοινό­τητες. Με όλο το σεβασμό στον Fritz Schumacher, το μικρό δεν είναι απαραίτητα και ωραίο.

Ούτε επίσης συνεπάγεται ότι οι κοινότητες που έχουν οργανωθεί σε ανθρώπινη κλίμα­κα και οι “κατάλληλες τεχνολογίες” αποτελούν από μόνες τους την εγγύηση κατά των εξουσιαστικών κοινωνιών. Στην πραγματικότητα, η ανθρωπότητα έζησε για αιώνες σε χωριά και μικρές πόλεις, συχνά με σφιχτά οργανωμένους κοινωνικούς δεσμούς, ακόμα και κομμουνιστικές μορφές ιδιοκτησίας. Όλα αυτά όμως παρείχαν την υλική βάση για εξαιρετικά δεσποτικές αυτοκρατορίες. Με οικονομικούς όρους, οι κοινότητες αυτές θα κέρδιζαν υψηλή θέση μεταξύ των κοινωνιών “μηδενικής ανάπτυξης” που προτείνουν οι­κονομολόγοι όπως ο Herman Daly. Εντούτοις, (οι κοινότητες αυτές) αποτέλεσαν τη βάση για την οικοδόμηση των πιο φοβερών ανατολικών δεσποτισμών στην Ινδία και Κίνα. Τέλος, οι αυτάρκεις και αποκεντρωμένες αυτές κοινότητες, ακόμα πιο πολύ κι από τους στρατούς που τους ρήμαζαν, φοβόντουσαν τους αυτοκρατορικούς φοροεισπράκτορες που τους κατάκλεβαν.

Εάν εκθειάζαμε τέτοιες κοινότητες με βάση το μέγεθος τους ή το βαθμό στον οποίο ήταν αποκεντρωμένες, αυτάρκεις, ή χρησιμοποιούσαν “κατάλληλες τεχνολογίες”, θα έπρεπε να αγνοήσουμε το βαθμό στον οποίο ήταν επίσης πολιτιστικά στάσιμες και ευά­λωτες στην εξουσία εξωγενών ελίτ. Ο φαινομενικά οργανικός, προσκολλημένος όμως στην παράδοση καταμερισμός εργασίας τους, μπορεί κάλλιστα να έχει διαμορφώσει τις βάσεις για εξαιρετικά καταπιεστικές και διεφθαρμένες κοινωνικές κάστες σε διαφορετι­κά μέρη του κόσμου — κάστες που μαστίζουν την κοινωνική ζωή της Ινδίας μέχρι σήμε­ρα.

Με κίνδυνο να φανώ ότι επαναλαμβάνομαι, αισθάνομαι υποχρεωμένος να τονίσω ότι ο αποκεντρωτισμός, ο τοπικισμός, η αυτάρκεια, ακόμα και η συνομοσπονδία — άν λη­φθούν το καθένα ξεχωριστά — δεν παρέχουν εγγυήσεις για την επίτευξη μιας ορθολογι­κής οικολογικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά σε διάφορες χρονικές περιό­δους έχουν στηρίξει ακραίες μορφές τοπικιστικών κοινοτήτων, ολιγαρχίες, ακόμα και δε­σποτικά καθεστώτα. Επομένως, χωρίς τη θεσμική σύνθεση των παραπάνω δομών δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην επίτευξη μιας ελεύθερης κοινωνίας με οικολογικό προσα­νατολισμό.

Συνομοσπονδισμός και Αλληλεξάρτηση

Ο αποκεντρωτισμός και η αυτο-συντήρηση πρέπει να εμπεριέχουν μια αρχή κοινωνι­κής οργάνωσης πολύ ευρύτερη από τον απλό τοπικισμό. Μαζί με την αποκέντρωση, τη σχετική αυτάρκεια, την ανθρώπινη κλίμακα κοινοτικής οργάνωσης, τις οικοτεχνολογίες κ.λπ., υπάρχει επιτακτική ανάγκη για δημοκρατικές και αληθινά κοινοτικές μορφές αλ­ληλεξάρτησης — με δυο λόγια, για ελευθεριακές μορφές συνομοσπονδισμού.

Σε πολλά άρθρα και βιβλία έχω αναπτύξει λεπτομερώς την ιστορία των συνομοσπονδιακών δομών από τις αρχαίες και μεσαιωνικές μέχρι τις σύγχρονες συνομοσπονδίες, όπως στην Ισπανία στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, οι Παρισινές συνελεύσεις των δεοΐΐοη το 1793, καθώς και πιο σύγχρονες απόπειρες για συνομοσπονδία, ιδιαίτερα από τους αναρχικούς στην Ισπανική Επανάσταση της δεκαετίας του ’30. Σήμερα, οι σοβαρές παρε­ξηγήσεις που δημιουργούνται συχνά μεταξύ των υποστηρικτών της αποκέντρωσης, οφεί­λονται στην πολύ συχνή αδυναμία τους να αντιληφθούν την ανάγκη για συνομοσπονδία — η οποία, τουλάχιστον, συντελεί στην αντιστάθμιση της τάσης των αποκεντρωμένων κοινοτήτων να παρασύρονται προς την απομόνωση και τον επαρχιωτισμό. Εάν δεν έχου­με μια σαφή αντίληψη της έννοιας του συνομοσπονδισμού — το ότι, δηλαδή, αποτελεί μια αρχή-κλειδί και δίνει πληρέστερο νόημα στον αποκεντρωτισμό — τότε η ατζέντα για ελευθεριακή τοπική αυτοδιεύθυνση μπορεί εύκολα, στην καλύτερη περίπτωση, να κατα­στεί κενή, ή να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη εξαιρετικά τοπικιστικών στόχων στη χει­ρότερη.

Τι είναι, επομένως, ο συνομοσπονδισμός; Πάνω απ’ όλα είναι ένα δίκτυο εκτελεστικών συμβουλίων, τα μέλη ή οι αντιπρόσωποι των οποίων εκλέγονται από άμεσα δημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις στα διάφορα χωριά, πόλεις, ακόμα και στις γειτονιές των μεγαλουπό­λεων. Τα μέλη αυτών των συνομοσπονδιακών συμβουλίων έχουν αυστηρή εξουσιοδότη­ση, είναι ανακλητά και υπεύθυνα ενώπιον των συνελεύσεων που τους επιλέγουν για το συντονισμό και την εφαρμογή της πολιτικής που διαφορφώνεται από τις ίδιες (τις συνε­λεύσεις). Η λειτουργία τους επομένως είναι καθαρά εκτελεστική και πρακτική, κι όχι πο­λιτική (με την έννοια της λήψης αποφάσεων για τη διαμόρφωση πολιτικής) όπως είναι η λειτουργία των αντιπροσώπων στα κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης.

Η άποψη περί συνομοσπονδίας εμπεριέχει μια σαφή διάκριση μεταξύ της διαμόρφω­σης πολιτικής, άφ’ ενός, και του συντονισμού και της εκτέλεσης της πολιτικής που έχει υι­οθετηθεί, αφ’ ετέρου. Η διαμόρφωση πολιτικής είναι αποκλειστικό δικαίωμα των λαϊκών κοινοτικών συνελεύσεων που βασίζονται στις πρακτικές της συμμετοχικής δημοκρατίας. Ο συντονισμός κι η διαχείριση είναι υπευθυνότητα των συνομοσπονδιακών συμβουλίων, που γίνονται όργανα για τη διασύνδεση των χωριών, πόλεων, γειτονιών και μεγαλουπό­λεων σε συνομοσπονδιακά δίκτυα. Η εξουσία επομένως ρέει από τη βάση προς την κορυ­φή κι όχι από την κορυφή προς τη βάση, και στις συνομοσπονδίες, η ροή της εξουσίας από τη βάση στην κορυφή ελαττώνεται ανάλογα με το πεδίο δράσεως του ομοσπονδια­κού συμβουλίου, που εκτείνεται εδαφικά από τοπικές κοινότητες σε περιφέρειες και από περιφέρειες σε ακόμα ευρύτερες εδαφικές περιοχές.

Το αποφασιστικό στοιχείο που δίνει υπόσταση στο συνομοσπονδισμό είναι η αλληλε­ξάρτηση των κοινοτήτων με στόχο την αυθεντική αλληλοβοήθεια που βασίζεται στη συμ­μετοχή σε σχέση με την κατανομή των πόρων, την παραγωγή και τη διαμόρφωση πολιτι­κής. Εάν μια κοινότητα δεν είναι υποχρεωμένη να βασίζεται σε κάποια άλλη, ή άλλες γε­νικότερα, για την ικανοποίηση σημαντικών υλικών αναγκών και την πραγματοποίηση κοινών πολιτικών στόχων, με τρόπο που να αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου όλου, τότε η απομόνωση και ο ακραίος τοπικισμός είναι η πιθανότερη κατάληξη. Μόνο εφόσον αναγνωρίσουμε ότι η συνομοσπονδία πρέπει να θεωρηθεί ως η προέκταση ενός είδους συμμετοχικής διαχείρισης – δια μέσου συνομοσπονδιακών δικτύων — μπορεί η αποκέ­ντρωση και ο τοπικισμός να εμποδίσουν τις κοινότητες από το να αποσυρθούν μέσα στα τοπικιστικά τους όρια σε βάρος ευρύτερων συνασπισμών ανθρώπινης συνεργασίας.

Ο συνομοσπονδισμός είναι, επομένως, ένας τρόπος διαιώνισης της αλληλεξάρτησης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ κοινοτήτων και περιφερειών — πράγματι, είναι ένας τρό­πος εκδημοκρατισμού αυτής της αλληλεξάρτησης χωρίς να εγκαταλειφθεί η αρχή του το­πικού ελέγχου. Αν και ένας λογικός βαθμός αυτάρκειας είναι επιθυμητός σε κάθε περιο­χή ή περιφέρεια, ο συνομοσπονδισμός αποτελεί μέσο αποφυγής του ακραίου τοπικισμού αφ’ ενός, καθώς και ενός εξωφρενικού εθνικού και παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας αφ’ ετέρου. Με δυο λόγια, είναι ένας τρόπος με τον οποίο μια κοινότητα μπορεί να δια­τηρήσει την ταυτότητα και την αυτονομία της ενώ, παράλληλα, συμμετέχει ισότιμα στο μεγαλύτερο σύνολο που συγκροτεί μια ισορροπημένη οικολογική κοινωνία.

Ο συνομοσπονδισμός ως αρχή κοινωνικής οργάνωσης φθάνει στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής του όταν η ίδια η οικονομία λειτουργεί σε συνομοσπονδιακή βάση, θέτοντας τα αγροκτήματα, τα εργοστάσια και τις άλλες αναγκαίες επιχειρήσεις της περιοχής υπό τοπικό έλεγχο — όταν, δηλαδή, μια κοινότητα, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι, αρχίζει να διαχειρίζεται τους δικούς της οικονομικούς πόρους σ’ ένα αλληλένδετο δίκτυο με άλ­λες κοινότητες. Η επιβολή μιας επιλογής μεταξύ της αυτάρκειας, αφ’ ενός, και ενός συ­στήματος ανταλλαγών με βάση την αγορά, αφ’ ετέρου, αποτελεί υπερ-απλουστευμένη και μη αναγκαία διχοτόμηση. Προτιμώ να πιστεύω ότι μια συνομοσπονδιακή οικολογική κοι­νωνία θα βασίζεται στη συμμετοχή και στην ικανοποίηση που δίνει η κατανομή των αγα­θών μεταξύ των κοινοτήτων σύμφωνα με τις ανάγκες τους, κι όχι σε “συνεταιριστικές” καπιταλιστικές κοινότητες που βαλτώνουν στο δούναι και λαβείν των σχέσεων ανταλλα­γής·

Αδύνατον; Εκτός κι αν πιστέψουμε ότι η κρατικοποιημένη οικονομία (που ενισχύει με οικονομική δύναμη την πολιτική εξουσία του συγκεντρωτικού κράτους) ή μια ιδιωτική οι­κονομία της αγοράς (της οποίας ο νόμος “ανάπτυξη ή θάνατος” απειλεί με υπονόμευση την οικολογική σταθερότητα ολόκληρου του πλανήτη) είναι περισσότερο λειτουργική, μου είναι αδύνατο να δω ποια άλλη βιώσιμη εναλλακτική λύση διαθέτουμε πέρα από τη συνομοσπονδιακή τοπική αυτοδιεύθυνση της οικονομίας. Οπωσδήποτε, στην περίπτωση αυτή, δεν θα είναι πια οι προνομιούχοι γραφειοκράτες του δημοσίου ή οι άπληστοι αστοί επιχειρηματίες — ή ακόμα και οι “κολλεκτιβιστές” καπιταλιστές στις επωνομαζόμενες επιχειρήσεις εργατικού ελέγχου — προωθώντας όλοι τα δικά τους ειδικά συμφέροντα — εκείνοι που θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα μιας κοινότητας, αλλά οι πολίτες, ανεξάρ­τητα από το επάγγελμα και το χώρο εργασίας τους. Αυτή τη φορά, θα είναι απαραίτητο να ξεπερασθούν τα παραδοσιακά ειδικά συμφέροντα της εργασίας, του χώρου εργασίας, της κοινωνικής θέσης και των σχέσεων ιδιοκτησίας, και να δημιουργηθεί ένα γενικό συμ­φέρον βασισμένο σε αμοιβαία κοινοτικά προβλήματα.

Η συνομοσπονδία είναι η σύνθεση της αποκέντρωσης, του τοπικισμού, της αυτάρκειας, της αλληλεξάρτησης — και πολλών άλλων. Αυτά τα άλλα είναι η απαραίτητη ηθική εκ­παίδευση και δόμηση του χαρακτήρα – ότι, δηλαδή, οι Έλληνες αποκαλούσαν παιδεία — που οδηγεί στους ορθολογικούς και ενεργούς πολίτες της συμμετοχικής δημοκρατίας αντί για τους παθητικούς ψηφοφόρους και καταναλωτές της σημερινής “δημοκρατίας”. Τελικά, δεν υπάρχει υποκατάστατο για μια συνειδητή ανασυγκρότηση των μεταξύ μας σχέσεων και των σχέσεών μας με το φυσικό κόσμο.

Το επιχείρημα ότι η αναδιάρθρωση της κοινωνίας και της σχέσης μας με το φυσικό κό­σμο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποκέντρωση ή τον τοπικισμό ή την αυτοσυντήρη­ση μας αφήνει με μια ελλιπή συλλογή λύσεων. Οτιδήποτε παραλείπαμε μεταξύ αυτών των προϋποθέσεων για μια κοινωνία βασισμένη στις συνομοσπονδιοποιημένες τοπικές κοινό­τητες, θα άφηνε μια τεράστια “μαύρη τρύπα” σε ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα που ελπίζουμε να δημιουργήσουμε. Η τρύπα αυτή θα μεγάλωνε και τελικά θα κατέστρεφε το ίδιο το οικοδόμημα — ακριβώς όπως η οικονομία της αγοράς, σε συνδυασμό με το “σο­σιαλισμό”, την “αναρχία”, ή οποιαδήποτε άλλη ιδέα έχει κανείς για μια “ιδεατή” κοινω­νία, θα εξουσίαζε τελικά την κοινωνία στο σύνολο της. Ούτε μπορούμε να παραλείψουμε τη διάκριση μεταξύ της διαμόρφωσης πολιτικής και της διαχείρισης, γιατί μόλις η διαμόρ­φωση πολιτικής ξεφύγει από τα χέρια του λαού, καταβροχθίζεται από τους αντιπροσώ­πους του, που δεν αργούν με τη σειρά τους να γίνουν γραφειοκράτες.

Ο συνομοσπονδισμός, ουσιαστικά, πρέπει να κατανοηθεί ως ένα όλον, ως ένα συνειδη­τά συγκροτημένο σώμα αλληλεξαρτήσεων που ενώνει τη συμμετοχική δημοκρατία σε το­πικές κοινότητες μ’ ένα επιμελώς ελεγχόμενο σύστημα συντονισμού. Εμπεριέχει τη δια­λεκτική εξέλιξη της ανεξαρτησίας και της εξάρτησης σε μια σύνθεση αλληλεξάρτησης, ακριβώς όπως το άτομο σε μια ελεύθερη κοινωνία αναπτύσσεται από την εξάρτηση της παιδικής ηλικίας στην ανεξαρτησία της νεότητας, απλά και μόνο για να συνθέσει και τις δύο σε μια συνειδητή μορφή αλληλεξάρτησης μεταξύ ατόμων και μεταξύ ατόμου και κοι­νωνίας.

Ο συνομοσπονδισμός είναι κατά συνέπεια ένα ευμετάβλητο και διαρκώς εξελισσόμενο είδος κοινωνικού μεταβολισμού, στα πλαίσια του οποίου η ταυτότητα μιας οικολογικής κοινωνίας διαφυλάσσεται μέσω των διαφορών της και της ενυπάρχουσας δυνατότητάς της για ακόμα μεγαλύτερη διαφοροποίηση. Ο συνομοσπονδισμός, στην πραγματικότητα, δεν σημειώνει το τέλος της ιστορίας (όπως πρόσφατα μας ωθούν να πιστέψουμε οι ιδεο­λόγοι του “τέλους της ιστορίας” για το φιλελεύθερο καπιταλισμό) αλλά μάλλον το σημείο εκκίνησης για μια νέα οικο-κοινωνική ιστορία που χαρακτηρίζεται από μια συμμετοχική εξέλιξη μέσα στην κοινωνία και μεταξύ της κοινωνίας και του φυσικού κόσμου.

Συνομοσπονδισμός και Δυαδική Εξουσία

Στο συγγραφικό μου έργο προσπάθησα, πάνω απ’ όλα, να δείξω πως η συνομοσπονδία σε τοπική βάση βρίσκεται σε οξεία ένταση με το συγκεντρωτικό κράτος γενικά, και με το έθνος-κράτος των ημερών μας. Ο συνομοσπονδισμός, προσπάθησα να τονίσω, δεν είναι απλώς μια μοναδική κοινωνική, ιδιαίτερα τοπική, μορφή διαχείρισης. Είναι μια σφύζου­σα παράδοση στις υποθέσεις της ανθρωπότητας, παράδοση που έχει πίσω της μια ιστορία αιώνων. Οι συνομοσπονδίες για γενιές επί γενεών προσπάθησαν να αντισταθμίσουν μια εξ ίσου σχεδόν μακρόχρονη ιστορική τάση προς το συγκεντρωτισμό και τη δημιουργία του έθνους-κράτους.

Εάν δεν αντιληφθούμε ότι ο συνομοσπονδισμός και ο κρατισμός βρίσκονται σε ένταση μεταξύ τους — μια ένταση στα πλαίσια της οποίας το έθνος-κράτος έχει χρησιμοποιήσει μια ποικιλία ενδιάμεσων λύσεων, όπως οι επαρχιακές κυβερνήσεις στον Καναδά και οι πολιτειακές κυβερνήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να δημιουργήσει την ψευδαίσθη­ση “τοπικού ελέγχου” — τότε η έννοια της συνομοσπονδίας χάνει κάθε νόημα. Η αυτονο­μία των επαρχιών στον Καναδά και τα δικαιώματα των πολιτειών στις Ηνωμένες Πολι­τείες δεν έχουν μεγαλύτερη σχέση με τη συνομοσπονδία απ’ ό,τι είχαν τα “σοβιέτ” ή συμ­βούλια, που ως φορείς λαϊκού ελέγχου υπήρχαν σε ένταση με το ολοκληρωτικό κράτος του Στάλιν. Τα ρωσικά σοβιέτ κατελήφθησαν από τους μπολσεβίκους και υποσκελίστη­καν από το κόμμα τους μέσα σ’ ένα ή δύο χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Επομένως η οπορτουνιστική κάθοδος “συνομοσπονδιστών” υποψηφίων στις εκλογές για πολιτειακές κυβερνήσεις – ή, ακόμα πιο εφιαλτικά, για τη θέση του κυβερνήτη σε φαι­νομενικά δημοκρατικές πολιτείες (όπως έχουν προτείνει ορισμένοι Αμερικανοί Πράσι­νοι) — αποδυναμώνει το ρόλο των συνομοσπονδιακών τοπικών κοινοτήτων ως δύναμης αντιστάθμισης του έθνους-κράτους και μειώνει τη σπουδαιότητα της ανάγκης για ένταση μεταξύ συνομοσπονδίας και έθνους-κράτους ενώ, συγχρόνως, συσκοτίζει το γεγονός ότι αυτά τα δύο δεν μπορούν να συνυπάρξουν σε μακροπρόθεσμη βάση.

Περιγράφοντας το συνομοσπονδισμό ως ένα όλον — ως μια δομή για αποκέντρωση, συμμετοχική δημοκρατία, και τοπικισμό — και ως δυνατότητα για ακόμα μεγαλύτερη διαφοροποίηση στη βάση μιας νέας εξέλιξης, θα ήθελα να τονίσω ότι η ίδια έννοια του όλου που ισχύει για τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ τοπικών κοινοτήτων ισχύει επίσης και για τις ίδιες τις τοπικές κοινότητες. Η τοπική κοινότητα, όπως έχω επισημάνει σε παλαιό­τερα κείμενα, είναι η πιο άμεση πολιτική αρένα του ατόμου, ο κόσμος που βρίσκεται κυ­ριολεκτικά ένα σκαλοπάτι πέρα από τον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας και την οικειότη­τα των προσωπικών σχέσεων. Σ’ αυτή την πρωταρχική πολιτική αρένα, όπου η πολιτική θα πρέπει να γίνει αντιληπτή με την ελληνική έννοια της άμεσης διεύθυνσης των υποθέ­σεων της πόλης ή της κοινότητας, το άτομο μπορεί να μεταμορφωθεί από απλό πρόσωπο σε ενεργό πολίτη, από ιδιωτικό ον σε δημόσιο ον. Η σημαντική αυτή αρένα που κυριολε­κτικά διαμορφώνει τον πολίτη σε λειτουργικό ον με άμεση συμμετοχή στο μέλλον της κοι­νωνίας, συνιστά ένα επίπεδο ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων που είναι πολύ πιο βασικό (με εξαίρεση την ίδια την οικογένεια) από κάθε επίπεδο που εκφράζεται με αντιπροσω­πευτικές μορφές διακυβέρνησης, όπου η συλλογική εξουσία κυριολεκτικά μετατρέπεται σε εξουσία συγκεντρωμένη σ’ ένα ή μερικά άτομα. Η τοπική κοινότητα είναι κατά συνέ­πεια η πιο αυθεντική αρένα δημόσιας ζωής, όσο κι αν έχει παραμορφωθεί μέσα στην πο­ρεία της ιστορίας….

Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakos.gr/node/531

ΜΙΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΙΔΕΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Του Andrea Tognina

 

Οι αναρχικοί είναι λίγοι. Συνήθως αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. Καλλιεργούν μια ουτοπία η οποία στα μάτια των πολλών φαίνεται απραγματοποίητη. Η ιστορία τους έχει σημαδευτεί από πολλές ήττες. Σήμερα όμως πολλά κοινωνικά κινήματα  βασίζονται σε ελευθεριακές ιδέες και πράξεις.

«Τώρα πια ο αναρχισμός (…) καταλαμβάνει τη θέση που ανήκε στον μαρξισμό την εποχή των κινημάτων της δεκαετίας του ‘60: ακόμη και κάποιος που δεν θεωρείται αναρχικός προσφεύγει σε αναρχικές ιδέες και αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με αυτές», έγραψε πρόσφατα ο νεοϋορκέζος ανθρωπολόγος David Graeber,  ένας από τους διανοούμενους στους οποίους αναφέρεται το κίνημα Occupy Wall Street.
Η φράση μπορεί να φανεί καρπός της αισιόδοξης βούλησης ενός στρατευμένου αναρχικού, είναι όμως επίσης αλήθεια ότι στο πρόσφατο χρονικό των κοινωνικών κινημάτων όλο και πιο συχνά εμφανίζονται στοιχεία της ελευθεριακής σκέψης : η αρχή της αυτοδιαχείρισης, οι συναινετικές αποφάσεις, η απόρριψη των ιεραρχιών.
Ο αναρχισμός, με καθυστέρηση αρκετών χρόνων, φαίνεται να επηρεάζεται από τα αποτελέσματα του 1989. «Τα τελευταία 15 χρόνια ο αναρχισμός βρίσκεται σε ανάκαμψη», παρατηρεί ο Gabriel Kuhn, αναρχικός φιλόσοφος αυστριακής καταγωγής. Η πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων έδωσε κατά κάποιο τρόπο δίκιο στους αναρχικούς.
Η παραδοσιακή μαρξιστική σκέψη έχασε τη λάμψη της.
«Τη δεκαετία του ‘90 πολλοί συμμερίζονταν τις κριτικές στον αυταρχικό σοσιαλισμό, αλλά κρατούσαν τις αποστάσεις τους από τον αναρχισμό. Τον θεωρούσαν ουτοπικό, ρομαντικό και χαοτικό. Χρησιμοποίησαν όμως πολλά στοιχεία από τον αναρχισμό: τη δημοκρατία της βάσης, την οριζόντια οργάνωση, τη δυσπιστία απέναντι στις ιεραρχίες και τους πολιτικούς, και επίσης την αρχή της άμεσης δράσης », λέει ο Kuhn.
Συνάντησα τον  Gabriel Kuhn στο Saint-Imier, που βρίσκεται στο τμήμα της ελβετικής οροσειράς του Γιούρα (Jura) [1]  που ανήκει στο καντόνι της Βέρνης, στην πρόσφατη διεθνή αναρχική συνάντηση που οργανώθηκε με την ευκαιρία των 140 χρόνων από το συνέδριο που γέννησε την αντιαυταρχική Διεθνή.
Εδώ ξεκίνησε η πρώτη περίοδος της ιστορίας του αναρχικού κινήματος, η οποία σηματοδοτήθηκε από μια σημαντική παρουσία αναρχικών στο εργατικό κίνημα μερικών χωρών και από τις επαναστατικές εμπειρίες της κομούνας του Παρισιού, των σοβιέτ  στην Ουκρανία και της ισπανικής επανάστασης. Μια περίοδος η οποία μπορούμε να θεωρήσουμε  ότι ολοκληρώθηκε με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Από τον ταξικό αγώνα στην κοινωνική εξέγερση

Η αναρχική σκέψη θα επανεμφανιστεί στα κινήματα της δεκαετίας του ‘60 στα οποία ήταν ισχυρή η ελευθεριακή  τάση. « Στο πλαίσιο της νέας αριστεράς του ‘68 ο αναρχισμός αλλάζει χαρακτήρα. Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αποκτούν σημαντικότερο ρόλο. Η εξέγερση ενάντια στην αστική οργάνωση της κοινωνίας (ordine borghese) υποσκελίζει την παράδοση του ταξικού αγώνα», σημειώνει ο Gabriel Kuhn. Ο αναρχισμός επηρεάζει τη νέα αριστερά κι επηρεάζεται κι εκείνος με τη σειρά του. Το κίνημα ανοίγεται σε νέες προοπτικές. « Η παραδοσιακή κεντρικότητα των οικονομικών ζητημάτων αντιμετωπίζεται με περισσότερο κριτική ματιά, η προσοχή μετατοπίζεται και προς άλλες μορφές κυριαρχίας: την πατριαρχία, το ρατσισμό, τις έμφυλες διακρίσεις, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος».
Μετά το ‘68 ο αναρχισμός γίνεται πιο ποικιλόχρωμος και ανακαλύπτει εκ νέου όψεις της κλασικής ελευθεριακής σκέψης που είχαν ως τότε μάλλον υποβαθμιστεί: παραδείγματος χάρη τις σκέψεις γύρω από τη σεξουαλικότητα του Erich Mühsam [2], τον πρόδρομο οικολογισμό του Elisée Reclus [3] ή στην Ελβετία, τις πρωτοβουλίες της Margarethe Hardegger [4]  υπέρ του ελέγχου των γεννήσεων . «Υπάρχουν κάποιοι κύκλοι γενεών: το ‘68 είναι μια σημαντική στιγμή, μετά ίσως η δεκαετία του ‘80 με το κίνημα punk, και η δεκαετία του ‘90 με τη ζαπατιστική εξέγερση στο Μεξικό, την εμφάνιση των κινημάτων για μια ‘’άλλη παγκοσμιοποίηση’’ και τον ερχομό του internet», παρατηρεί η  Marianne Enckell, αρχειοθέτρια στο Διεθνές Κέντρο Μελετών για τον Αναρχισμό (CIRA) στη Λοζάνη.
Το όραμα του 19ου αιώνα για μια  μεγάλη επαναστατική αναγέννηση δεν εξαφανίζεται, συνήθως όμως τίθεται σε δεύτερο επίπεδο σε σχέση με τις προσπάθειες να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτόνομοι χώροι στην καθημερινότητα. « Όλο και λιγότερο το όραμα της στιγμής της αλλαγής και όλο και περισσότερο η προσπάθεια να φανταστούμε την εφαρμογή των αναρχικών ιδεών στην καθημερινή ζωή», συνοψίζει ο  Edy Zarro, ένας από τους εμπνευστές του αναρχικού εκδοτικού οίκου La Baronata, κι εκείνος στο Saint-Imier μαζί με άλλους συντρόφους από το Ticino. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλλον η λέξη κλειδί  είναι η αυτοδιεύθυνση.

logo-autogestione-1024x890


Η καθημερινή αναρχία

Τις τελευταίες δεκαετίες το ελευθεριακό κίνημα βρήκε γόνιμο έδαφος για σκέψη και πειραματισμό στις διάφορες αυτοδιαχειριζόμενες πραγματικότητες που αναδύθηκαν στην Ιταλία την Ισπανία κι αλλού. Και χάρη στην οριζόντια και ευέλικτη δομή του, μπόρεσε γρήγορα να αφουγκραστεί και να απορροφήσει τους παλμούς που προέρχονταν από άλλα κοινωνικά κινήματα. « Παραδείγματος χάρη το  Molino ( ένα αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό κέντρο στο  Ticino από το  1996) είναι πολύ επηρεασμένο από το ζαπατιστικό κίνημα στο Μεξικό. Σύντροφοι και συντρόφισσες πήγαν στην  Chiapas μετεφέροντάς μας ερεθίσματα  τα οποία μπορέσαμε να επεκτείνουμε σε θεωρίες και πρακτικές που είναι μέχρι σήμερα χρήσιμες», διηγείται ο  Paolo Casellini, ένας από τους ακτιβιστές του κοινωνικού κέντρου.
«Αυτό που έχει νόημα για εμάς τους αναρχικούς και ελευθεριακούς είναι η υιοθέτηση μεθόδων οριζόντιας, αυτοδιαχειριζόμενης, χωρίς ανάθεση, συναίνεσης. Δεν είναι ανάγκη να πάμε μακριά, μέχρι το Μεξικό, αρκεί να δούμε αυτό που συμβαίνει στην κοιλάδα Σούζα (Val di Susa), με το κίνημα No Tav (κίνημα που αντιστέκεται ενάντια στη σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας στη Γαλλία και την Ιταλία)», παρατηρεί από την πλευρά του ο Michele Bricòla, ένας από τους συντάκτες του αναρχικού περιοδικού Voce libertaria στο Ticino.
Αναμφίβολα μέσα στο αναρχικό κίνημα το άνοιγμα προς συγγενή κινήματα και η τάση να αποδεσμεύεσαι από την εξουσία αντί να την πολεμάς μετωπικά δεν έχουν την ομόφωνη αποδοχή. Όμως μεγάλο μέρος του αναρχισμού φαίνεται ότι έχει αφήσει πίσω του – αν ποτέ ήταν δικές του –  τις έννοιες της ηγεμονίας που είχαν επεξεργαστεί οι πολιτικές θεωρίες του 19ου αιώνα, προτιμώντας δικτυακές σχέσεις με άλλα κοινωνικά κινήματα. « Κάποτε διακηρύσσαμε τις ιδέες μας τώρα είμαστε εδώ για να μάθουμε», δηλώνει ο Peter Schrembs, εδώ και σαράντα χρόνια ενεργός στο αναρχικό κίνημα στο Ticino.

Ριζοσπαστικός πραγματισμός

«Σε κάθε περίπτωση, οι αναρχικοί αποτελούν μια τέτοια μειοψηφία που αν αρνηθούν να συνεργαστούν με άλλους δεν θα μπορέσουν να κάνουν και πολλά πράγματα. Κι επίσης δεν είναι οι αναρχικοί που θα κάνουν την επανάσταση, αλλά ο κόσμος. Δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τον κόσμο, δεν είμαστε μια επαναστατική πρωτοπορία», λέει ο Michel Némitz από το αυτοδιαχειριζόμενο πολιτισμικό κέντρο Espace Noir στο St-Imier, ένας από τους οργανωτές της διεθνούς συνάντησης.
Ο αναρχισμός σήμερα μάλλον ευνοεί την πράξη, τη συγκεκριμένη δράση που εμπνέεται από ελευθεριακές μεθοδολογίες. Μια προσέγγιση η οποία έχει ιστορικές ρίζες στο κίνημα. Όπως γράφει ο David Graeber, «ο αναρχισμός επιδίωξε να είναι ένας ηθικός λόγος  πάνω στην επαναστατική πρακτική». Ένας ηθικός λόγος θεμελιωμένος στην προϋπόθεση ότι η ελευθερία δεν μπορεί να κατακτηθεί με αυταρχικά μέσα και ότι η κοινωνική αλλαγή ξεκινάει από την αλλαγή των καθημερινών σχέσεων. Βέβαια, στο αναρχικό κίνημα δεν λείπει η αφέλεια, οι δογματισμοί και μερικές φορές η ασάφεια. Όμως παραμένει ο πιο ριζοσπαστικός ερμηνευτής των θεμελιωδών αρχών της γαλλικής επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.
«Είμαι πραγματικά ελεύθερος όταν όλα τα ανθρώπινα όντα που με περιβάλλουν, άντρες και γυναίκες, είναι εξίσου ελεύθερα. Η ελευθερία των άλλων ανθρώπων, αντί να αρνείται ή να περιορίζει την ελευθερία μου, είναι απεναντίας η αναγκαία προϋπόθεση και επιβεβαίωσή της» έγραψε ο Μ. Μπακούνιν. Μάλλο σήμερα οι αναρχικοί οικολόγοι θα επέκτειναν αυτή την έννοια της ελευθερίας και στα ζώα, τα δέντρα και τα βουνά.

29 Αυγούστου 2012

(Μετάφραση Ν. Χριστόπουλος)

[1]. Ή ‘’Ζυρά’’ σύμφωνα με τη γαλλόφωνη προφορά.

[2]. Erich Mühsam (1878-1934): Γερμανός επαναστάτης καλλιτέχνης (ποιητής) και αναρχικός. Πρωτοστάτησε στην ‘’επανάσταση των συμβουλίων’’ και τη βραχύβια Συμβουλιακή Δημοκρατία στο Μόναχο το 1918. Το 1933 συλλαμβάνεται από τα ναζιστικά τάγματα εφόδου (SA) για τις διεθνιστικές / ελευθεριακές του απόψεις και βέβαια για την εβραϊκή του καταγωγή και οδηγείται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Oranienburg όπου δολοφονείται το 1934  μετά από σκληρά βασανιστήρια.

[3]. Elisée Reclus (1830-1905): Φημισμένος γεωγράφος στην εποχή του, θεμελιωτής της σύγχρονης κοινωνικής γεωγραφίας, κομουνάρος στην κομούνα του Παρισιού και αναρχικός. Οι μελέτες του διεύρυναν τους ορίζοντες της επιστήμης της γεωγραφίας θέτοντας στο επίκεντρο της γεωγραφικής σκέψης τη συνάρθρωση των φυσικών με τα κοινωνικά, ιστορικά και ανθρωπολογικά στοιχεία. Το βιβλίο του L’Homme et la Terre  ( Ο Άνθρωπος και η Γη ) ανοίγει με τη φράση: ‘’Ο άνθρωπος είναι η φύση που αυτοσυνειδητοποιείται’’. Ένας πρόδρομος της ‘’κοινωνικής οικολογίας’’.

[4]. Margarethe Faas-Hardegger(1882-1963): Ελβετή ελευθεριακή συνδικαλίστρια (επηρεασμένη από τον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τις ελευθεριακές ιδέες του Gustav Landauer), φεμινίστρια, ειρηνίστρια και συγγραφέας. Στον συνδικαλιστικό της αγώνα μάχεται και για τα πολιτικά/κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών αλλά και για την αντισύλληψη, την άμβλωση, τον έλεγχο των γεννήσεων, τον ελεύθερο έρωτα, την κατάργηση του στρατού. Καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλακή γιατί βοήθησε δύο γυναίκες να διακόψουν την κύησή τους. Αφιερώθηκε επίσης στην προσπάθεια ίδρυσης αναρχο – κομουνιστικών αγροτικών κοινοτήτων.

Το κείμενο είναι μετάφραση από το αναρχικό περιοδικό VOCE libertaria (No 22, Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 2012) που εκδίδεται στο ιταλόφωνο Ticino της Ελβετίας και το οποίο συμμετείχε μαζί με τις εκδόσεις La Baronata από την ίδια πόλη στη Διεθνή αναρχική συνάντηση στο Saint-Imier τον Αύγουστο του 2012. Οι σημειώσεις είναι του μεταφραστή.

 

Διεθνής Συνάντηση Του Αναρχισμού – Saint-Imier Αύγουστος 2012


Από τις 8 έως τις 12  Αυγούστου του  2012 στο Saint-Imier (ένα μικρό ελβετικό χωριό 4800 κατοίκων που βρίσκεται στην περιοχή των οροσειρών του Γιούρα (Jura) [1] και ανήκει στο καντόνι  της Βέρνης), πραγματοποιήθηκε η Διεθνής Συνάντηση του Αναρχισμού. Ο τόπος δεν επιλέχτηκε τυχαία, 140 χρόνια πριν, το 1872 στο Saint-Imier, οργανώθηκε η πρώτη Aντιαυταρχική Διεθνής, ως απάντηση στη συγκεντρωτική και απολυταρχική Διεθνή του Μαρξ. Η Οργανωτική Επιτροπή της Διεθνούς  Συνάντησης Του Αναρχισμού στο St. Imier 2012 στο κάλεσμά της ανέφερε:

Η  ομοσπονδία του Γιούρα (Jura)
Η Διεθνής Ένωση των Εργαζομένων (AIT ή IWA στην αγγλική) ιδρύθηκε το 1864. Αμέσως συγκροτήθηκαν τμήματά της στις πόλεις Chaux-De-Fonds, Locle, St-Imier και άλλες περιοχές των ελβετικών οροσειρών του  Γιούρα. Πολλοί από τους εργάτες και τις εργάτριες που προσχώρησαν ήταν ακόμη κατ’ οίκον εργαζόμενοι/ες (ωρολογοποιοί). Τους άρεσε το διάβασμα και εμφορούνταν από ένα πνεύμα ανεξαρτησίας. Η συνάντησή τους με τον Μπακούνιν, ο οποίος επισκέφθηκε την περιοχή το 1869 , δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Η σύγκλιση των απόψεων που -αυτοί/αυτές- ανακάλυψαν κατέστησε την Ομοσπονδία του Γιούρα τον, αντιτιθέμενο στην μαρξιστική τάση, ελευθεριακό πόλο της AIT. Η αντίθεσή τους, εξαγρίωσε τον Μαρξ ο οποίος έκανε ότι μπορούσε για να εξαφανίσει αυτό το ρεύμα. Το 1872 νόμιζε ότι πέτυχε το στόχο του. Στο συνέδριο που έγινε στην Χάγη, κατάφερε να συγκεντρώσει το μέγιστο των αντιπροσώπων που απαιτούνταν, από τους οποίους μερικοί/ες παρουσιάστηκαν ως εκπρόσωποι τμημάτων τα οποία κατόπιν αποδείχτηκαν ανύπαρκτα. Χάρη σε αυτή την πλαστή πλειοψηφία πετυχαίνει την ψήφιση του αποκλεισμού του Μπακούνιν, του Τζέιμς  Γκιγιώμ και για μια χούφτα ψήφους παραλίγο και του  Adhemar Schiwitzgubel (και οι τρεις ήταν  αντιπρόσωποι της ομοσπονδίας του Γιούρα). Σοκαρισμένα, τα τμήματα της αντιαυταρχικής τάσης της AIT, ανάμεσά τους εκείνα της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, του Βελγίου και των Ηνωμένων Πολιτειών, οργανώνουν ένα συνέδριο στο  Saint-Imier όπου οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι ξεκάθαρα ελευθεριακές. Η αντιαυταρχική AIT επιβίωσε απέναντι στη μαρξιστική τάση μέχρι το τέλος του αιώνα. Εκατόν σαράντα χρόνια μετά από το συνέδριο στο  Saint-Imier η εκμετάλλευση και η αλλοτρίωση των εργαζόμενων ανδρών και γυναικών  είναι το ίδιο βάναυσες. Η μαρξιστική αυταπάτη διαλύθηκε μαζί με τις κομουνιστικές δικτατορίες. Ο καπιταλισμός ζει από κρίση σε κρίση: κοινωνική κρίση, πολιτική κρίση, στις οποίες τώρα πια προστίθεται και η οικολογική κρίση’’.

p23-3p23-1Στη συνάντηση το 2012 συμμετείχαν πάνω από 3000 άτομα και μέσα σε πέντε μέρες έγιναν ενενήντα περίπου ομιλίες/συναντήσεις/συζητήσεις, 26 αυναυλίες και μουσικές παραστάσεις, 24 προβολές ( συν τριάντα επιπλέον που προβάλλονταν κυκλικά) και μια μεγάλη έκθεση βιβλίου στο χώρο ενός παγοδρομίου. Εν κατακλείδι ένα πλήθος σχέσεων, εμπειριών, προταγμάτων, συζητήσεων κάθε είδους: από τον συνδικαλισμό, στον αναρχοφεμινισμό, από τα ελευθεριακά σχολεία, στην αυτοδιαχείριση, από τη δράση των συντρόφων σε όλη την Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία, την Αμερική, στις συναντήσεις της IFA (Διεθνής των Αναρχικών Ομοσπονδιών) και της Organisation socialiste libertaire (Ελευθεριακή Σοσιαλιστική Οργάνωση).

Από το αναρχικό περιοδικό Voce libertaria που εκδίδεται στο ιταλόφωνο Ticino της Ελβετίας και το οποίο συμμετείχε μαζί με τις εκδόσεις La Baronata από την ίδια πόλη στη Διεθνή αναρχική συνάντηση στο Saint-Imier τον Αύγουστο του 2012 , δημοσιεύουμε  το κείμενο του Andrea Tognina, σχετικά με  τις προβληματικές που αναδύθηκαν στη συνάντηση  αλλά και τη γενικότερη κατάσταση του αναρχισμού σήμερα. Οι σημειώσεις είναι του μεταφραστή.

ΜΙΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΙΔΕΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Του Andrea Tognina

Οι αναρχικοί είναι λίγοι. Συνήθως αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. Καλλιεργούν μια ουτοπία η οποία στα μάτια των πολλών φαίνεται απραγματοποίητη. Η ιστορία τους έχει σημαδευτεί από πολλές ήττες. Σήμερα όμως πολλά κοινωνικά κινήματα  βασίζονται σε ελευθεριακές ιδέες και πράξεις.

«Τώρα πια ο αναρχισμός (…) καταλαμβάνει τη θέση που ανήκε στον μαρξισμό την εποχή των κινημάτων της δεκαετίας του ‘60: ακόμη και κάποιος που δεν θεωρείται αναρχικός προσφεύγει σε αναρχικές ιδέες και αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με αυτές», έγραψε πρόσφατα ο νεοϋορκέζος ανθρωπολόγος David Graeber,  ένας από τους διανοούμενους στους οποίους αναφέρεται το κίνημα Occupy Wall Street.
Η φράση μπορεί να φανεί καρπός της αισιόδοξης βούλησης ενός στρατευμένου αναρχικού, είναι όμως επίσης αλήθεια ότι στοιχεία της ελευθεριακής σκέψης όλο και πιο συχνά εμφανίζονται στο πρόσφατο χρονικό των κοινωνικών κινημάτων : η αρχή της αυτοδιαχείρισης, οι συναινετικές αποφάσεις, η απόρριψη των ιεραρχιών.
Ο αναρχισμός, με καθυστέρηση αρκετών χρόνων, φαίνεται να επηρεάζεται από τα αποτελέσματα του 1989. «Τα τελευταία 15 χρόνια ο αναρχισμός βρίσκεται σε ανάκαμψη», παρατηρεί ο Gabriel Kuhn, αναρχικός φιλόσοφος αυστριακής καταγωγής. Η πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων έδωσε κατά κάποιο τρόπο δίκιο στους αναρχικούς.
Η παραδοσιακή μαρξιστική σκέψη έχασε τη λάμψη της.
«Τη δεκαετία του ‘90 πολλοί συμμερίζονταν τις κριτικές στον αυταρχικό σοσιαλισμό, αλλά κρατούσαν τις αποστάσεις τους από τον αναρχισμό. Τον θεωρούσαν ουτοπικό, ρομαντικό και χαοτικό. Χρησιμοποίησαν όμως πολλά στοιχεία από τον αναρχισμό: τη δημοκρατία της βάσης, την οριζόντια οργάνωση, τη δυσπιστία απέναντι στις ιεραρχίες και τους πολιτικούς, και επίσης την αρχή της άμεσης δράσης », λέει ο Kuhn.
Συνάντησα τον  Gabriel Kuhn στο Saint-Imier, που βρίσκεται στο τμήμα της ελβετικής οροσειράς του Γιούρα (Jura)  που ανήκει στο καντόνι της Βέρνης, στην πρόσφατη διεθνή αναρχική συνάντηση που οργανώθηκε με την ευκαιρία των 140 χρόνων από το συνέδριο που γέννησε την αντιαυταρχική Διεθνή.
Εδώ ξεκίνησε η πρώτη περίοδος της ιστορίας του αναρχικού κινήματος, η οποία σηματοδοτήθηκε από μια σημαντική παρουσία αναρχικών στο εργατικό κίνημα μερικών χωρών και από τις επαναστατικές εμπειρίες της κομούνας του Παρισιού, των σοβιέτ (συμβουλίων) στην Ουκρανία και της ισπανικής επανάστασης. Μια περίοδος η οποία μπορούμε να θεωρήσουμε  ότι ολοκληρώθηκε με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Από τον ταξικό αγώνα στην κοινωνική εξέγερση

Η αναρχική σκέψη θα επανεμφανιστεί στα κινήματα της δεκαετίας του ‘60 στα οποία ήταν ισχυρή η ελευθεριακή  τάση. « Στο πλαίσιο της νέας αριστεράς του ‘68 ο αναρχισμός αλλάζει χαρακτήρα. Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αποκτούν σημαντικότερο ρόλο. Η εξέγερση ενάντια στην αστική οργάνωση της κοινωνίας (ordine borghese) υποσκελίζει την παράδοση του ταξικού αγώνα», σημειώνει ο Gabriel Kuhn. Ο αναρχισμός επηρεάζει τη νέα αριστερά κι επηρεάζεται κι εκείνος με τη σειρά του. Το κίνημα ανοίγεται σε νέες προοπτικές. « Η παραδοσιακή κεντρικότητα των οικονομικών ζητημάτων αντιμετωπίζεται με περισσότερο κριτική ματιά, η προσοχή μετατοπίζεται και προς άλλες μορφές κυριαρχίας: την πατριαρχία, το ρατσισμό, τις έμφυλες διακρίσεις, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος».
Μετά το ‘68 ο αναρχισμός γίνεται πιο ποικιλόχρωμος και ανακαλύπτει εκ νέου όψεις της κλασικής ελευθεριακής σκέψης που είχαν ως τότε μάλλον υποβαθμιστεί: παραδείγματος χάρη τις σκέψεις γύρω από τη σεξουαλικότητα του Erich Mühsam [2], τον πρόδρομο οικολογισμό του Elisée Reclus [3] ή στην Ελβετία, τις πρωτοβουλίες της Margarethe Hardegger [4]  υπέρ του ελέγχου των γεννήσεων . «Υπάρχουν κάποιοι κύκλοι γενεών : το ‘68 είναι μια σημαντική στιγμή, μετά ίσως η δεκαετία του ‘80 με το κίνημα punk, και η δεκαετία του ‘90 με τη ζαπατιστική εξέγερση στο Μεξικό, την εμφάνιση των κινημάτων για μια ‘’άλλη παγκοσμιοποίηση’’ και τον ερχομό του internet», παρατηρεί η  Marianne Enckell, αρχειοθέτρια στο Διεθνές Κέντρο Μελετών για τον Αναρχισμό (CIRA) στη Λοζάνη.
Το όραμα του 19ου αιώνα για μια  μεγάλη επαναστατική αναγέννηση δεν εξαφανίζεται, συνήθως όμως τίθεται σε δεύτερο επίπεδο σε σχέση με τις προσπάθειες να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτόνομοι χώροι στην καθημερινότητα. « Όλο και λιγότερο το όραμα της στιγμής της αλλαγής και όλο και περισσότερο η προσπάθεια να φανταστούμε την εφαρμογή των αναρχικών ιδεών στην καθημερινή ζωή», συνοψίζει ο  Edy Zarro, ένας από τους εμπνευστές του αναρχικού εκδοτικού οίκου La Baronata, κι εκείνος στο Saint-Imier μαζί με άλλους συντρόφους από το Ticino. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλλον η λέξη κλειδί  είναι η αυτοδιεύθυνση.

Η καθημερινή αναρχία

Τις τελευταίες δεκαετίες το ελευθεριακό κίνημα βρήκε γόνιμο έδαφος για σκέψη και πειραματισμό στις διάφορες αυτοδιαχειριζόμενες πραγματικότητες που αναδύθηκαν στην Ιταλία την Ισπανία κι αλλού. Και χάρη στην οριζόντια και ευέλικτη δομή του, μπόρεσε γρήγορα να αφουγκραστεί και να απορροφήσει τους παλμούς που προέρχονταν από άλλα κοινωνικά κινήματα. « Παραδείγματος χάρη το  Molino ( ένα αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό κέντρο στο  Ticino από το  1996) είναι πολύ επηρεασμένο από το ζαπατιστικό κίνημα στο Μεξικό. Σύντροφοι και συντρόφισσες πήγαν στην  Chiapas μετεφέροντάς μας ερεθίσματα  τα οποία μπορέσαμε να επεκτείνουμε σε θεωρίες και πρακτικές που είναι μέχρι σήμερα χρήσιμες», διηγείται ο  Paolo Casellini, ένας από τους ακτιβιστές του κοινωνικού κέντρου.
«Αυτό που έχει νόημα για εμάς τους αναρχικούς και ελευθεριακούς είναι η υιοθέτηση μεθόδων οριζόντιας, αυτοδιαχειριζόμενης, χωρίς ανάθεση, συναίνεσης. Δεν είναι ανάγκη να πάμε μακριά, μέχρι το Μεξικό, αρκεί να δούμε αυτό που συμβαίνει στη Val di Susa, με το κίνημα No Tav (κίνημα που αντιστέκεται ενάντια στη σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας στη Γαλλία και την Ιταλία)», παρατηρεί από την πλευρά του ο Michele Bricòla, ένας από τους συντάκτες του αναρχικού περιοδικού Voce libertaria στο Ticino.
Αναμφίβολα μέσα στο αναρχικό κίνημα το άνοιγμα προς συγγενή κινήματα και η τάση να αποδεσμεύεσαι από την εξουσία αντί να την πολεμάς μετωπικά δεν έχουν την ομόφωνη αποδοχή. Όμως μεγάλο μέρος του αναρχισμού φαίνεται ότι έχει αφήσει πίσω του – αν ποτέ ήταν δικές του –  τις έννοιες της ηγεμονίας που είχαν επεξεργαστεί οι πολιτικές θεωρίες του 19ου αιώνα, προτιμώντας δικτυακές σχέσεις με άλλα κοινωνικά κινήματα. « Κάποτε διακηρύσσαμε τις ιδέες μας τώρα είμαστε εδώ για να μάθουμε», δηλώνει ο Peter Schrembs, εδώ και σαράντα χρόνια ενεργός στο αναρχικό κίνημα στο Ticino.

Ριζοσπαστικός πραγματισμός

«Σε κάθε περίπτωση, οι αναρχικοί αποτελούν μια τέτοια μειοψηφία που αν αρνηθούν να συνεργαστούν με άλλους δεν θα μπορέσουν να κάνουν και πολλά πράγματα. Κι επίσης δεν είναι οι αναρχικοί που θα κάνουν την επανάσταση, αλλά ο κόσμος. Δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε τον κόσμο, δεν είμαστε μια επαναστατική πρωτοπορία», λέει ο Michel
Némitz από το αυτοδιαχειριζόμενο πολιτισμικό κέντρο Espace Noir
στο St-Imier, ένας από τους οργανωτές της διεθνούς συνάντησης.
Ο αναρχισμός σήμερα μάλλον ευνοεί την πράξη, τη συγκεκριμένη δράση που εμπνέεται από ελευθεριακές μεθοδολογίες. Μια προσέγγιση η οποία έχει ιστορικές ρίζες στο κίνημα. Όπως γράφει ο David Graeber, «ο αναρχισμός επιδίωξε να είναι ένας ηθικός λόγος  πάνω στην επαναστατική πρακτική». Ένας ηθικός λόγος θεμελιωμένος στην προϋπόθεση ότι η ελευθερία δεν μπορεί να κατακτηθεί με αυταρχικά μέσα και ότι η κοινωνική αλλαγή ξεκινάει από την αλλαγή των καθημερινών σχέσεων. Βέβαια, στο αναρχικό κίνημα δεν λείπει η αφέλεια, οι δογματισμοί και μερικές φορές η ασάφεια. Όμως παραμένει ο πιο ριζοσπαστικός ερμηνευτής των θεμελιωδών αρχών της γαλλικής επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.
«Είμαι πραγματικά ελεύθερος όταν όλα τα ανθρώπινα όντα που με περιβάλλουν, άντρες και γυναίκες, είναι εξίσου ελεύθερα. Η ελευθερία των άλλων ανθρώπων, αντί να αρνείται ή να περιορίζει την ελευθερία μου, είναι απεναντίας η αναγκαία προϋπόθεση και επιβεβαίωσή της» έγραψε ο Μ. Μπακούνιν. Μάλλο σήμερα οι αναρχικοί οικολόγοι θα επέκτειναν αυτή την έννοια της ελευθερίας και στα ζώα, τα δέντρα και τα βουνά.

29 Αυγούστου 2012

[1]. Ή ‘’Ζυρά’’ σύμφωνα με τη γαλλόφωνη προφορά.

[2]. Erich Mühsam (1878-1934): Γερμανός επαναστάτης καλλιτέχνης (ποιητής) και αναρχικός. Πρωτοστάτησε στην ‘’επανάσταση των συμβουλίων’’ και τη βραχύβια Συμβουλιακή Δημοκρατία στο Μόναχο το 1918. Το 1933 συλλαμβάνεται από τα ναζιστικά τάγματα εφόδου (SA) για τις διεθνιστικές / ελευθεριακές του απόψεις και βέβαια για την εβραϊκή του καταγωγή και οδηγείται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Oranienburg όπου δολοφονείται το 1934  μετά από σκληρά βασανιστήρια.

[3]. Elisée Reclus (1830-1905): Φημισμένος γεωγράφος στην εποχή του, θεμελιωτής της σύγχρονης κοινωνικής γεωγραφίας, κομουνάρος στην κομούνα του Παρισιού και αναρχικός. Οι μελέτες του διεύρυναν τους ορίζοντες της επιστήμης της γεωγραφίας θέτοντας στο επίκεντρο της γεωγραφικής σκέψης τη συνάρθρωση των φυσικών με τα κοινωνικά, ιστορικά και ανθρωπολογικά στοιχεία. Το βιβλίο του L’Homme et la Terre  ( Ο Άνθρωπος και η Γη ) ανοίγει με τη φράση: ‘’Ο άνθρωπος είναι η φύση που αυτοσυνειδητοποιείται’’. Ένας πρόδρομος της ‘’κοινωνικής οικολογίας’’.

[4]. Margarethe Faas-Hardegger(1882-1963): Ελβετή ελευθεριακή συνδικαλίστρια (επηρεασμένη από τον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό και τις ελευθεριακές ιδέες του Gustav Landauer), φεμινίστρια, ειρηνίστρια και συγγραφέας. Στον συνδικαλιστικό της αγώνα μάχεται και για τα πολιτικά/κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών αλλά και για την αντισύλληψη, την άμβλωση, τον έλεγχο των γεννήσεων, τον ελεύθερο έρωτα, την κατάργηση του στρατού. Καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλακή γιατί βοήθησε δύο γυναίκες να διακόψουν την κύησή τους. Αφιερώθηκε επίσης στην προσπάθεια ίδρυσης αναρχο – κομουνιστικών αγροτικών κοινοτήτων.

 (Μετάφραση Ν. Χριστόπουλος)


Όχι στην κυριαρχία της βιοτεχνολογίας – Δεν είμαστε πειραματόζωα

Κείμενο που μοιράστηκε στη Χαλκίδα στις 8 Απριλίου 2006 με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ενάντια στα «μεταλλαγμένα», από τη συλλογικότητα «Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού».

 

 

Δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην εγκληματικότητα της χιτλερικής ή της σταλινικής επιστήμης και σε εκείνη των ερευνητικών εργαστηρίων της Novartis, της Nestle, της Aventis ή της Monsanto ( ή της Bayer ή της Rhone – Poulenc…) τα οποία διαχειρίζονται άνθρωποι σαν εκείνους τους καλούς οικογενειάρχες, που η Χ. Άρεντ ονομάζει «Φιλισταίους». Serge Latouche

Εδώ και δεκαετίες με πλάγιο και ψευδοεπιστημονικό τρόπο μεγάλες εταιρίες του αγροχημικού και του φαρμακευτικού τομέα διενεργούν ένα παγκόσμιο ανοιχτό πείραμα διοχετεύοντας στην αγορά γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και προϊόντα, παρακάμπτοντας τις νομοθεσίες και την αρνητική στάση της κοινής γνώμης και έχοντας γνώση ότι οι κίνδυνοι για το περιβάλλον και τη ζωή των ανθρώπων είναι μεγάλοι. Οι έρευνες που γίνονται γύρω από την ασφάλεια τέτοιων προϊόντων είναι λίγες, αφού δε χρηματοδοτούνται ή σαμποτάρονται, όμως τα αποτελέσματά τους είναι ανησυχητικά, προειδοποιώντας κυρίως για τον κίνδυνο αύξησης των ασθενειών και προσβολής της άμυνας του ανοσοποιητικού συστήματος. Δεν κινδυνολογούμε, εικάζονται πολύ περισσότερα, πολλά από τα πειράματα που το αποδεικνύουν έχουν ξεκινήσει με πρωτοβουλία κυβερνητικών οργανισμών ή των ίδιων των εταιριών. Όταν τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμεναν προσπάθησαν να τα κρύψουν.

Παράδειγμα η έρευνα που έγινε για λογαριασμό της αγγλικής κυβέρνησης από τον μικροβιολόγο Arpad Pusztai ( έναν υπέρμαχο των γενετικών επεμβάσεων στα τρόφιμα), γύρω από τις ενδεχόμενες επιδράσεις στην υγεία που μπορεί να έχει η διατροφή με μεταλλαγμένες πατάτες. Όταν οι έρευνές του απέδειξαν ότι σε ποντίκια που είχαν τραφεί με αυτές τις πατάτες μειώνονταν οι αντιστάσεις του ανοσοποιητικού τους συστήματος ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν σημαντικές αλλοιώσεις σε ζωτικά όργανα όπως το συκώτι, η εργασία του Arpad Pusztai διακόπηκε και τα αποτελέσματά της δε δημοσιοποιήθηκαν επίσημα, μέχρι που η είδηση διέρρευσε στον τύπο.

Οι κυρίαρχοι δε θα ήταν κυρίαρχοι αν δεν κυριαρχούσαν και στα μυαλά

Στην ουσία βρισκόμαστε μπροστά σε μια εντεινόμενη και μεθοδευμένη προσπάθεια επιβολής – ασυζητητί – των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Η δράση των εταιριών είναι μελετημένη και αφορά σε έναν ευρύ τομέα παρέμβασης. Κυρίαρχος πια είναι ο ρόλος που δίνουν στην προπαγάνδα, στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, με σκοπό να καμφθεί η αντίσταση στα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα, ώστε να γίνουν εν τέλει αποδεκτά και επιθυμητά. Η προπαγάνδα σε όλα τα μέσα και με όλα τα μέσα παγκοσμίως (εκλαϊκευτικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά που προσπαθούν να πείσουν τον καταναλωτή, συνεχείς «επιστημονικές» καταχωρήσεις στον ειδικό επιστημονικό τύπο, επιστημονικά συνέδρια χρηματοδοτούμενα και κατευθυνόμενα από αυτούς τους ίδιους, δημιουργία οργανισμών για την προώθηση της βιοτεχνολογίας, διοχέτευση ειδήσεων «θαυματουργών» ανακαλύψεων, διαφήμιση καινοφανών προϊόντων).

Προσπαθούν να προλάβουν τη γενίκευση της συζήτησης, πείθοντας εκ των προτέρων και φιμώνοντας τον αντίλογο. Το μεγάλο ψέμα των φαρμακευτικών εταιριών είναι ότι στοχεύουν στην υγεία ενώ ο βασικός τους στόχος είναι οι επενδύσεις και το κέρδος. Γι’ αυτό οι τακτικές που ακολουθούν, εφαρμόζουν τις πετυχημένες μεθόδους των διαφημιστών και του μάρκετινγκ στην προβολή και την προπαγάνδιση καταναλωτικών προϊόντων. Εξέχον παράδειγμα η συνεργασία ανάμεσα στην EuropaBio, τον οργανισμό που αντιπροσωπεύει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις βιοτεχνολογικές βιομηχανίες και την εταιρία Burston Marsteller, μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες συμβούλων δημοσίων σχέσεων. Η συνεργασία αυτή αποσκοπούσε στο σχεδιασμό μιας πολύμορφης και πολυδάπανης στρατηγικής επηρεασμού της κοινής γνώμης, με βασικό στόχο να εξωραϊστούν στη φαντασία των ευρωπαίων καταναλωτών τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα και να δημιουργηθεί θετική στάση για την κατανάλωσή τους.

Ιδού ένα απόσπασμα, όπως αποκαλύφθηκε στον τύπο, της πολιτικής που χάραξαν: «…Πρέπει να αποφεύγονται ανοικτά ντιμπέιτ στα ΜΜΕ σχετικά με τους κινδύνους των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών γιατί είναι μάχες που εύκολα θα χαθούν…Χρησιμοποιήστε πολιτικά πρόσωπα και έγκυρους δημοσιογράφους για να μεταφέρουν το μήνυμα και αποφεύγετε επίσης κατ’ ιδίαν εμφανίσεις. Αυτό κάνει πιο έγκυρο το μήνυμα και δε συνδέει την αξιοπιστία της πληροφορίας με τον χώρο των βιομηχανιών βιοτεχνολογίας και την επιδίωξη κέρδους…Μέσω των ΜΜΕ πρέπει να παρέχουν υλικό με θετικά, ανθρώπινα μηνύματα που γεννούν ελπίδα, ικανοποίηση, φροντίδα…».

Ενώ δεν υπάρχει μια ανάγκη (η μεταλλαγμένη τροφή), δημιουργείται, καλλιεργείται στο φαντασιακό, με στόχο την κοινωνική ανοχή και εν τέλει τη συναίνεση. Η ανάγκη συναίνεσης τους είναι απαραίτητη γιατί οι αλλαγές που οραματίζονται είναι τερατώδεις. Από πολλές απόψεις βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κατώφλι. Ήδη μιλάνε για τον αιώνα του γονιδίου, τη χρυσή εποχή όπου ο άνθρωπος θα εξελίξει τη φύση του («μετα-άνθρωπο» το ονομάζουν) ώστε να μπορέσει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Όμως, αυτά τα νέα δεδομένα είναι που αρνούμαστε και τη νέα ανθρώπινη «φύση» που προσπαθούν να μας επιβάλλουν. Το ζήτημα λοιπόν, δεν είναι απλά επιστημονικό, είναι ριζικά πολιτικό. Δηλαδή κατά πόσο η συγκεκριμένη τεχνολογία αποτελεί απόφαση της κοινωνίας; Ποιος αποφασίζει τελικά για τη ζωή μας; Ποιος αποφάσισε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τα φυσικά τρόφιμα και να τρώμε «μεταλλαγμένα»;

  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, επειδή είναι διαποτισμένη από το καπιταλιστικό φαντασιακό, είναι η αιχμή της εμπορευματικής κοινωνίας. Η ίδια η ζωή ακόμη και στα στοιχειώδη της μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Το γονίδιο γίνεται αντικείμενο αγοραπωλησίας κατοχυρωμένο από πατέντες. Στο βωμό του κέρδους όλα διακυβεύονται.
  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, γιατί θεωρούμε ότι η μόνη λύση από την πλευρά του οικολογικού προβλήματος είναι η αρμονική συμβίωση μέσα στη φύση και όχι η υποκατάστασή της, δεν το επιδιώκουμε, είναι ο καταστρεπτικός δρόμος που χαράσσει η καπιταλιστική ύβρις. Δεν είμαστε κατά της επιστήμης, η επιστήμη όμως σε μια οικολογική κοινωνία θα έχει διαφορετικές βλέψεις. Πραγματικά αυτόνομη κοινωνία δεν είναι η ασύδοτη κοινωνία αλλά εκείνη που θέτει η ίδια τα όριά της. Που δεν ετεροκαθορίζεται, αλλά που αυτοπεριορίζεται συνειδητά και αυτόβουλα.
  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, επειδή εναντιωνόμαστε στην κυριαρχία της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης και στο φαντασιακό που την προάγει. Στο φαντασιακό της απεριόριστης ανάπτυξης, της θρησκευτικής προσκόλλησης στην έννοια της προόδου, της ορθολογικής κυριαρχίας επί παντός επιστητού, της μεσσιανικής αποστολής της τεχνοεπιστήμης. Η βιοτεχνολογία είναι η έσχατη λύση μιας κοινωνίας η οποία έχει αποχωριστεί από τη φύση, αλλά και της καπιταλιστικής κοινωνίας ιδιαίτερα η οποία προάγει μια συγκεκριμένη τεχνολογία.
  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, ως ιδεολογία και όραμα. Είναι η θρησκεία του σύγχρονου καπιταλισμού. Υπόσχεται έναν παράδεισο που θα έρθει στο άμεσο μέλλον τελειοποιώντας το ανθρώπινο γένος και διορθώνοντας τη φύση. Πάνω σε αυτό το παραμύθι χτίζει την επιβολή της εδώ και τώρα.
  • Λέμε όχι στη βιοτεχνολογία, επειδή αρνούμαστε την ετερόνομη, καταστρεπτική καπιταλιστική θέσμιση της κοινωνίας στην οποία ζούμε και επειδή θεωρούμε ότι η οικοδόμηση μιας οικολογικής και αυτόνομης κοινωνίας είναι εφικτή.

Αν δεν αντιδράσουμε, δεν αντισταθούμε και δεν αφοσιωθούμε στη δημιουργία νέων σχέσεων και νέων σημασιών, η κοινωνία που θα ζήσουμε εμείς και σίγουρα οι επόμενες γενιές, θα μοιάζει περισσότερο με ταινία αρνητικής επιστημονικής φαντασίας. Ας βγούμε από την απάθεια κι ας σπείρουμε τους σπόρους της αντίστασης ενάντια στο ζοφερό βιοτεχνολογικό μέλλον που σχεδιάζουν στις πλάτες μας.

Χαλκίδα, Απρίλιος 2006

Μαύρο Πιπέρι

Η Ιταλία επαναπροωθεί στην Ελλάδα ασυνόδευτα παιδιά / πρόσφυγες – Στην Ελλάδα υπόκεινται σε βάναυση κακομεταχείριση και απώλεια κάθε στοιχειώδους δικαιώματος

pattugliatori
Η οργάνωση Human rights watch μετά από συνέντευξη που πήρε από 29 πρόσφυγες (παιδιά και ενήλικες)  που εκδιώχθηκαν από τα ιταλικά λιμάνια, εξέδωσε μια έκθεση στην οποία καταγγέλλει τη συμπεριφορά των ιταλικών αρχών οι οποίες επαναπροωθούν στην Ελλάδα  πρόσφυγες που προέρχονται από εμπόλεμες περιοχές, επιβιβάζοντάς τους, μαζικά και με συνοπτικές διαδικασίες, σε πλοία Στους ενήλικες δεν δίνεται η δυνατότητα να καταθέσουν αίτηση ασύλου ενώ στα παιδιά δεν παραχωρείται η φιλοξενία που προβλέπουν οι ιταλικοί νόμοι.  Κρατούμενοι υπ’ ευθύνη των πλοιάρχων εμπορικών πλοίων, ενήλικοι και ανήλικοι, αδιακρίτως, τίθενται υπό περιορισμό στα πλοία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής στην Ελλάδα, παραμένοντας έγκλειστοι σε χώρους όπως αυτοσχέδια κελιά κράτησης ή μηχανοστάσια, ενίοτε δε χωρίς να τους παρέχεται επαρκής τροφή.
Οι πρόσφυγες, επιστρέφοντας στην Ελλάδα , υπόκεινται σε κακοποιήσεις από τις αστυνομικές δυνάμεις, επιβιώνουν σε απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες κράτησης ή μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον στο οποίο τα κρούσματα ξενόφοβης βίας είναι συνεχή. Το τελευταίο έτος αυξήθηκαν οι βίαιες επιθέσεις εναντίον ξένων από τους νεοναζιστές της ”Χρυσής Αυγής”, οι οποίες καλύπτονται και υποστηρίζονται από την αστυνομία. Οι αντι-φασιστικές περιπολίες στις γειτονιές αποτελούν ένα σημαντικό εμπόδιο στη ναζιστική βία, όμως η γενικότερη στάση του κόσμου παίζει πρωτεύοντα ρόλο.
Ο Ali M., ένα αγόρι από το Αφγανιστάν, που ήταν 15 ετών όταν επαναπροωθήθηκε από την Ιταλία στην Ηγουμενίτσα τον Μάρτιο του 2012, δήλωσε ότι η ελληνική αστυνομία τον μετέφερε σε ένα κέντρο κράτησης έξω από το λιμάνι, όπου παρέμεινε υπό κράτηση για περισσότερο από δύο εβδομάδες μαζί με ενήλικες με τους οποίους δεν είχε καμία συγγένεια, σε ελεεινές συνθήκες και χωρίς επαρκή τροφή.
Το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων θεωρούν την Ελλάδα και την Ιταλία σταθμούς ενός ταξιδιού με προορισμό τη Μεγάλη Βρετανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, όμως η ευρωπαϊκή νομοθεσία επιβάλλοντας την αίτηση ασύλου στην πρώτη χώρα της Ε.Ε που θα φθάσουν καθιστά πολύ δύσκολή και επικίνδυνη αυτή τη διαδρομή.

Το ιταλικό και το διεθνές δίκαιο απαγορεύουν την απομάκρυνση ασυνόδευτων ανηλίκων χωρίς αξιολόγηση του απώτερου συμφέροντός τους. Ωστόσο, η Human Rights Watch συνάντησε 13 ανήλικους ηλικίας 13 έως 17 ετών που είχαν επαναπροωθηθεί με συνοπτικές διαδικασίες στην Ελλάδα. Σε κανέναν εξ αυτών δεν παρασχέθηκε πρόσβαση σε επίτροπο ή κοινωνικές υπηρεσίες, όπως απαιτείται από το ιταλικό και το διεθνές δίκαιο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ιταλία μπαίνει στο στόχαστρο  ανθρωπιστικών και  διεθνών οργανώσεων για την κακομεταχείριση προσφύγων και αιτούντων άσυλο.
Αρκεί να θυμηθούμε την καταδίκη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («Δικαστήριο του Στρασβούργου»)  για βασανισμούς και απάνθρωπη συμπεριφορά στις επαναπροωθήσεις προσφύγων στη Λιβύη.

Επίσης, αδιάσειστα στοιχεία που καταδεικνύουν χρόνια προβλήματα στο σύστημα ασύλου και τις συνθήκες κράτησης στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει σε ευρωπαϊκές δικαστικές αποφάσεις-ορόσημα που απαγορεύουν τις επαναπροωθήσεις  προς αυτήν τη χώρα βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ, ο οποίος γενικά προβλέπει τη διεκπεραίωση του αιτήματος ασύλου από την πρώτη χώρα εισόδου στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, πολλές χώρες της ΕΕ έχουν αναστείλει την επαναπροώθηση αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα.

Η Ιταλία δεν έχει αναστείλει τις επαναπροωθήσεις βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ στην Ελλάδα, αλλά ισχυρίζεται ότι αξιολογεί τον κίνδυνο παραβιάσεων δικαιωμάτων όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επαναπροώθησης. Ωστόσο, οι επαναπροωθήσεις με συνοπτικές διαδικασίες από τα λιμάνια της έρχονται σε αντίθεση με την πολιτική αυτή, δήλωσε η Human Rights Watch.

Πηγές: Senzafrontiere ( http://senzafrontiere.noblogs.org/post/2013/01/24/litalia-respinge-in-grecia-i-profughi-bambini/ ), Human rights watch (http://www.hrw.org/de/node/112910 ).

Τα τυπικά χαρακτηριστικά του πρωτο-φασισμού

Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε το νόημα αυτών των λέξεων να μην ξεχαστεί ξανά. Ο πρωτοφασισμός βρίσκεται ακόμα γύρω μας, πολλές φορές με πολιτικά. Θα ήταν πολύ ευκολότερο, για μας, αν εμφανιζόταν στην παγκόσμια σκηνή κάποιος και έλεγε «Θέλω να ξανανοίξω το Άουσβιτς, θέλω να παρελάσουν ξανά οι Μελανοχίτωνες στις ιταλικές πλατείες». Αλλά η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να επιστρέψει με το πιο αθώο προσωπείο. Είναι καθήκον μας να τον αποκαλύπτουμε και να καταδεικνύουμε οποιαδήποτε από τις νέες εκφάνσεις του — κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου.

 

Του Ουμπέρτο Έκο

1. Το πρώτο χαρακτηριστικό του πρωτοφασισμού είναι η λατρεία της παράδοσης. Η παραδοσιαρχία, βέβαια, είναι πολύ παλαιότερη από τον φασισμό. Δεν χαρακτήριζε μόνο την αντιεπαναστατική σκέψη των Καθολικών μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά γεννήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, ως αντίδραση στον κλασικό ελληνικό ορθολογισμό. Στη λεκάνη της Μεσογείου, λαοί διαφόρων θρησκειών (που οι περισσότερες απ’ αυτές είχαν γίνει δεκτές στο ρωμαϊκό πάνθεο) άρχισαν να ονειρεύονται κάποια αποκάλυψη που είχε συμβεί στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτή η αποκάλυψη, σύμφωνα με τη μυστηριακή αίγλη που καλλιεργούσε η παραδοσιαρχία, είχε παραμείνει για πολύ καιρό κρυμμένη κάτω από το πέπλο γλωσσών που ήταν πια ξεχασμένες — στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, στους κέλτικους ρούνους, στους παπύρους των σχεδόν άγνωστων θρησκειών της Ασίας.

Αυτή η νέα κουλτούρα έπρεπε να είναι συγκρητιστική. Ο συγκρητισμός δεν είναι απλά, όπως λένε τα λεξικά, «ο συνδυασμός διαφόρων μορφών πίστης και λατρευτικής πρακτικής»· ένας τέτοιος συνδυασμός πρέπει να ανέχεται τις αντιφάσεις. Καθένα από τα αρχικά μηνύματα περιέχει ψήγματα σοφίας, και όποτε έμοιαζαν να λένε διαφορετικά ή ασύμβατα πράγματα αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο γιατί όλα παραπέμπουν, με αλληγορικό τρόπο, στην ίδια αρχέγονη αλήθεια.

Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος στη γνώση. Η αλήθεια έχει ήδη καταγραφεί μια για πάντα, κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε το δυσνόητο μήνυμά της.

Αν κοιτάξει κανείς τις βιβλιοθήκες διαφόρων φασιστικών καθεστώτων, θα βρει όλους τους μείζονες διανοητές της παραδοσιαρχίας. Η ναζιστική εσωτερική γνώση τρεφόταν με παραδοσιαρχικά, συγκρητιστικά και μυστικιστικά στοιχεία. Η πηγή που επηρέασε περισσότερο τις θεωρίες της νέας ιταλικής δεξιάς, ο Ιούλιος Έβολα, συνδύαζε το Άγιο Δισκοπότηρο με ταΠρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, και την αλχημεία με την Αγία Ρωμαϊκή και Γερμανική Αυτοκρατορία. Και μόνο το γεγονός ότι η ιταλική δεξιά, για να δείξει πόσο ανοιχτό μυαλό διαθέτει, διεύρυνε αυτό τον κατάλογο ώστε να συμπεριλάβει και έργα του Ντε Μαιτρ, του Γκενόν και του Γκράμσι, αποτελεί ολοφάνερη απόδειξη συγκρητισμού.

Αν κοιτάξετε τα ράφια που, στα αμερικάνικα βιβλιοπωλεία, φέρουν την επιγραφή «Νέα Εποχή», θα βρείτε εκεί μέχρι και Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος, απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν ήταν φασίστας. Αλλά το να συνδυάζεις τον Άγιο Αυγουστίνο με το Στόουνχεντζ — αυτό είναι σύμπτωμα πρωτοφασισμού.

2. Η παραδοσιαρχία συνεπάγεται την απόρριψη του μοντερνισμού. Και οι φασίστες και οι εθνικοσοσιαλιστές κυριολεκτικά λάτρευαν την τεχνολογία, ενώ οι διανοητές της παραδοσιαρχίας συνήθως την απορρίπτουν ως αντίθετη προς τις παραδοσιακές πνευματικές αξίες. Όμως, παρόλο που ο ναζισμός υπερηφανευόταν για τα βιομηχανικά του επιτεύγματα, ο εγκωμιασμός του μοντερνισμού δεν ήταν παρά η επιφάνεια μιας ιδεολογίας βασισμένης στην ιδέα Αίμα και Γη (Blut und Boden). Η απόρριψη του σύγχρονου κόσμου ήταν μεταμφιεσμένη σαν αντίκρουση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αλλά αφορούσε κυρίως στην απόρριψη του Πνεύματος του 1789 (και του 1776, φυσικά). Ο Διαφωτισμός, η Εποχή του Ορθολογισμού, γίνεται αντιληπτή ως απαρχή της σύγχρονης αχρειότητας. Κατ’ αυτή την έννοια, ο πρωτοφασισμός μπορεί να οριστεί ως ανορθολογισμός.

3. Ο ανορθολογισμός βασίζεται επίσης στη λατρεία της δράσης για τη δράση. Επειδή η δράση είναι από μόνη της όμορφη, πρέπει να αναλαμβάνεται πριν, ή χωρίς, οποιαδήποτε σκέψη. Η σκέψη είναι μια μορφή αποδυνάμωσης. Επομένως, η κουλτούρα είναι ύποπτη, στο βαθμό που ταυτίζεται με την κριτική στάση. Η καχυποψία απέναντι στον κόσμο της διανόησης αποτελούσε πάντοτε σύμπτωμα του πρωτοφασισμού, από την υποτιθέμενη ρήση του Γκέμπελς («όταν ακούω να μιλάνε για κουλτούρα αρπάζω το όπλο μου») μέχρι τη συχνή χρήση εκφράσεων όπως «εκφυλισμένοι διανοούμενοι», «κουλτουριάρηδες», «παρηκμασμένοι σνομπ», «τα πανεπιστήμια είναι φωλιές κομμουνιστών». Οι επίσημοι φασίστες διανοούμενοι ασχολούνταν κυρίως με το να επιτίθενται στον σύγχρονο πολιτισμό και την αριστερή διανόηση, που έχουν προδώσει τις παραδοσιακές αξίες.

4. Καμιά συγκρητιστική πίστη δεν αντέχει στην αναλυτική κριτική. Το κριτικό πνεύμα κάνει διακρίσεις μεταξύ των εννοιών, και αυτές οι διακρίσεις αποτελούν σημάδι μοντερνισμού. Στον σύγχρονο πολιτισμό, η επιστημονική κοινότητα επαινεί τη διαφωνία ως μέθοδο βελτίωσης της γνώσης. Για τον πρωτοφασισμό, η διαφωνία είναι προδοσία.

5. Εξάλλου, η διαφωνία αποτελεί σημάδι ποικιλομορφίας. Ο πρωτοφασισμός καλλιεργεί και αναζητεί τη συναίνεση με το να οξύνει και να εκμεταλλεύεται το φυσικό φόβο του διαφορετικού. Η πρώτη έκκληση ενός φασιστικού ή πρώιμου φασιστικού κινήματος είναι η έκκληση ενάντια στους παρείσακτους. Επομένως, ο πρωτοφασισμός είναι εξ ορισμού ρατσιστικός.

6. Ο πρωτοφασισμός πηγάζει από την ατομική ή κοινωνική απογοήτευση. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος ήταν η επίκληση προς μια απογοητευμένη μεσαία τάξη που μαστιζόταν από μια οικονομική κρίση ή ένιωθε πολιτικά εξευτελισμένη και φοβισμένη από την πίεση που ασκούσαν οι χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Στην εποχή μας, που οι παλιοί «προλετάριοι» είναι πλέον μικροαστοί (και τα λούμπεν στοιχεία είναι κατά κανόνα αποκλεισμένα από την πολιτική σκηνή), ο φασισμός του αύριο θα βρει το ακροατήριό του σ’ αυτή τη νέα πλειοψηφία.

7. Στους ανθρώπους που νιώθουν πως δεν έχουν πλέον ξεκάθαρη κοινωνική ταυτότητα, ο πρωτοφασισμός λέει πως το μοναδικό τους προνόμιο είναι το πιο κοινό, ότι έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα. Αυτή είναι και η απαρχή του εθνικισμού. Άλλωστε, το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει ταυτότητα στο έθνος είναι οι εχθροί του. Έτσι, στη ρίζα της πρωτοφασιστικής ψυχολογίας υπάρχει μια εμμονή με τις συνωμοσίες, ιδιαίτερα τις διεθνείς. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν πολιορκημένοι. Ο πιο εύκολος τρόπος να πολεμήσεις μια συνωμοσία είναι η επίκληση στην ξενοφοβία. Αλλά η συνωμοσία πρέπει να έχει και εσωτερικούς μοχλούς: οι Εβραίοι είναι συνήθως ο καλύτερος στόχος, γιατί έχουν το πλεονέκτημα να είναι ταυτόχρονα και εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί. Στις Η.Π.Α., ένα εμφανές δείγμα συνωμοσιολογικής εμμονής βρίσκεται στο βιβλίο του Πατ Ρόμπερτσον Η Νέα Τάξη Πραγμάτων, αλλά, όπως έχουμε δει πρόσφατα, υπάρχουν και πολλά άλλα.

8. Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ταπεινωμένοι από τον επιδεικτικό πλούτο και την δύναμη των εχθρών τους. Όταν ήμουν μικρό παιδί, μου είχαν μάθει ότι οι Εγγλέζοι είχαν πέντε γεύματα τη μέρα. Έτρωγαν πιο συχνά από τους φτωχούς αλλά νηφάλιους Ιταλούς. Και ότι οι Εβραίοι είναι πλούσιοι και βοηθάνε ο ένας τον άλλο μέσω ενός μυστικού δικτύου αμοιβαίας αρωγής. Έτσι, με μια συνεχή μετατόπιση της ρητορικής εστίασης, οι εχθροί είναι ταυτόχρονα πολύ ισχυροί και πολύ αδύναμοι. Οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι καταδικασμένες να χάνουν τους πολέμους τους, γιατί είναι εγγενώς ανίκανες να κάνουν μια αντικειμενική εκτίμηση της δύναμης του εχθρού.

9. Για τον πρωτοφασισμό, δεν υπάρχει αγώνας για τη ζωή· αντίθετα, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας. Επομένως, ο ειρηνισμός ισοδυναμεί με συναλλαγή με τον εχθρό. Είναι κακός, γιατί η ζωή είναι ένας συνεχής πόλεμος. Αυτό, όμως, επιφέρει ένα «σύμπλεγμα Αρμαγεδδώνα». Εφόσον οι εχθροί πρέπει να ηττηθούν, θα πρέπει να υπάρξει μια τελική μάχη, μετά από την οποία το κίνημα θα έχει υπό τον έλεγχό του ολόκληρο τον κόσμο. Μια τέτοια «τελική λύση», όμως, θα σημάνει την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, μιας Χρυσής Εποχής, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με το δόγμα του συνεχούς πολέμου. Κανείς φασίστας ηγέτης δεν έχει καταφέρει ποτέ να λύσει αυτό το πρόβλημα.

10. Ο ελιτισμός αποτελεί χαρακτηριστική διάσταση κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας, στο βαθμό που είναι θεμελιωδώς αριστοκρατικός, και ο αριστοκρατικός και μιλιταριστικός ελιτισμός συνεπάγεται την περιφρόνηση προς τους αδύναμους. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να εκφράσει μόνο έναν λαϊκό ελιτισμό. Κάθε πολίτης ανήκει στον καλύτερο λαό του κόσμου, τα μέλη του κόμματος είναι οι καλύτεροι πολίτες, κάθε πολίτης μπορεί (ή πρέπει) να γίνει μέλος του κόμματος. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχουν πατρίκιοι χωρίς πληβείους. Ο Ηγέτης, που γνωρίζει ότι η εξουσία δεν του απονεμήθηκε δημοκρατικά αλλά την κατέκτησε με τη βία, γνωρίζει επίσης ότι η δύναμή του βασίζεται στην αδυναμία των μαζών· οι μάζες είναι αδύναμες, και γι’ αυτό χρειάζονται και αξίζουν έναν ηγεμόνα. Και εφόσον η ομάδα είναι οργανωμένη ιεραρχικά (σύμφωνα με το στρατιωτικό πρότυπο), κάθε ηγέτης περιφρονεί τους υφισταμένους του, και καθένας απ’ αυτούς περιφρονεί τους κατωτέρους του. Αυτό ενισχύει την αίσθηση του μαζικού ελιτισμού.

11. Μέσα σ’ αυτή την προοπτική, όλοι μαθαίνουν πως πρέπει να γίνουν ήρωες. Σε κάθε μυθολογία, ο ήρωας είναι ένα εξαιρετικό ον, αλλά για την πρωτοφασιστική ιδεολογία ο ηρωισμός είναι ο κανόνας. Αυτή η λατρεία του ηρωισμού συνδέεται στενά με τη λατρεία του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα συνθήματα που είχαν οι ισπανοί φαλαγγίτες ήταν το «viva la muerte» («ζήτω ο θάνατος»). Στις μη φασιστικές κοινωνίες, ο απλός λαός μαθαίνει ότι ότι ο θάνατος είναι κάτι το δυσάρεστο που όμως πρέπει να το αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια· και οι πιστοί μαθαίνουν ότι είναι ένας οδυνηρός τρόπος για να περάσουν σε μια μεταφυσική ευτυχία. Αντίθετα, ο πρωτοφασίστας ήρωας αποζητά τον ηρωικό θάνατο, ο οποίος διαφημίζεται ως η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μια ηρωική ζωή. Ο πρωτοφασίστας ήρωας ανυπομονεί να πεθάνει. Μέσα στην ανυπομονησία του, συχνά στέλνει κι άλλους ανθρώπους στο θάνατο.

12. Επειδή και ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι δύσκολα παιχνίδια, ο πρωτοφασίστας μεταθέτει τον πόθο του για εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Έτσι προκύπτει ο ματσισμός [σ.τ.Μ.: το αντριλίκι] (που συνεπάγεται αφενός την περιφρόνηση προς τη γυναίκα και αφετέρου την καταδίκη παρεκκλινουσών ερωτικών συνηθειών, όπως η αγνότητα ή η ομοφυλοφιλία). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο πρωτοφασίστας ήρωας προτιμά να παίζει με τα όπλα – σαν φαλλικό υποκατάστατο.

13. Ο πρωτοφασισμός βασίζεται σε έναν επιλεκτικό λαϊκισμό, έναν ποιοτικό λαϊκισμό, θα έλεγε κανείς. Σε μια δημοκρατία, οι πολίτες έχουν ατομικά δικαιώματα, αλλά οι πολίτες συνολικά έχουν πολιτική επιρροή μόνο από ποσοτική άποψη — ακολουθούνται οι αποφάσεις της πλειοψηφίας. Για τον πρωτοφασισμό, όμως, τα άτομα ως άτομα δεν έχουν δικαιώματα, και ο Λαός γίνεται αντιληπτός σαν ποιότητα, σαν μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. Και επειδή κανένα μεγάλο σύνολο ατόμων δεν μπορεί ποτέ να έχει κοινή βούληση, ο Ηγέτης παριστάνει το διερμηνέα τους. Έχοντας χάσει την εξουσία της αντιπροσώπευσης, οι πολίτες δεν πράττουν· καλούνται μόνο να παίξουν το ρόλο του Λαού. Έτσι, ο Λαός δεν είναι παρά ένα θεατρικό εφεύρημα. Για να πάρουμε μια γεύση ποιοτικού λαϊκισμού δεν χρειαζόμαστε πλέον την Πιάτσα Βενέτσια της Ρώμης, ούτε το Στάδιο της Νυρεμβέργης. Υπάρχει στο μέλλον μας ένας τηλεοπτικός ή διαδικτυακός λαϊκισμός, στον οποίο η συναισθηματική αντίδραση μιας επιλεγμένης ομάδας πολιτών θα μπορεί να παρουσιάζεται και να γίνεται αποδεκτή ως η Φωνή του Λαού.

Λόγω του ποιοτικού λαϊκισμού του, ο πρωτοφασισμός πρέπει να είναι κατά των «διεφθαρμένων» κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Μια από τις πρώτες φράσεις που είπε ο Μουσολίνι στο ιταλικό κοινοβούλιο ήταν «Θα μπορούσα να μετατρέψω αυτό το βουβό και καταθλιπτικό μέρος σε στρατόπεδο για τις σπείρες μου» — οι «σπείρες» είναι μια υποδιαίρεση της παραδοσιακής ρωμαϊκής λεγεώνας. Βέβαια, αμέσως βρήκε καλύτερο καταυλισμό για τις σπείρες του, αλλά λίγο αργότερα διέλυσε το κοινοβούλιο. Όποτε ένας πολιτικός αμφισβητεί τη νομιμότητα ενός κοινοβουλίου γιατί δεν αντιπροσωπεύει πλέον τη Φωνή του Λαού, αρχίζει και μυρίζει πρωτοφασισμό.

14. Ο πρωτοφασισμός μιλάει την «Νέα Ομιλία». Η Νέα Ομιλία επινοήθηκε από τον Όργουελ στο βιβλίο του 1984, ως επίσημη γλώσσα του Αγγλικού Σοσιαλισμού. Αλλά σε πολλές μορφές δικτατορίας συναντά κανείς πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά. Όλα τα ναζιστικά και φασιστικά σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούσαν φτωχό λεξιλόγιο και στοιχειώδη σύνταξη, με σκοπό να περιορίσουν τη διάδοση των εργαλείων της σύνθετης και κριτικής σκέψης. Αλλά πρέπει να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε άλλα είδη Νέας Ομιλίας, ακόμα κι αν παίρνουν τη φαινομενικά αθώα μορφή ενός δημοφιλούς τοκ-σόου.

Το πρωινό της 27ης Ιουλίου 1943, έμαθα ότι, σύμφωνα με ραδιοφωνικές ανακοινώσεις, ο φασισμός είχε καταρρεύσει και ο Μουσολίνι είχε συλληφθεί. Όταν η μητέρα μου με έστειλε να αγοράσω την εφημερίδα, είδα ότι οι εφημερίδες στον κοντινότερο πάγκο είχαν διαφορετικούς τίτλους. Επιπλέον, αφού είδα τους τίτλους, συνειδητοποίησα ότι κάθε εφημερίδα έγραφε διαφορετικά πράγματα. Αγόρασα μία στην τύχη, και διάβασα στην πρώτη σελίδα ένα μήνυμα που το υπέγραφαν πέντε ή έξι πολιτικά κόμματα — ανάμεσά τους η Χριστιανική Δημοκρατία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα της Δράσης, και το Φιλελεύθερο Κόμμα.

Μέχρι τότε, πίστευα ότι υπήρχε μόνο ένα κόμμα σε κάθε χώρα, και ότι στην Ιταλία αυτό ήταν το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Τώρα, ανακάλυπτα ότι στη χώρα μου μπορούσαν να υπάρχουν ταυτόχρονα διάφορα κόμματα. Καθώς ήμουν έξυπνο παιδί, κατάλαβα ότι όλα αυτά τα κόμματα δεν μπορεί να γεννήθηκαν μέσα σε μια νύχτα, άρα θα πρέπει να υπήρχαν εδώ και αρκετό καιρό ως μυστικές οργανώσεις.

Το μήνυμα στην πρώτη σελίδα πανηγύριζε για το τέλος της δικτατορίας και την επιστροφή της ελευθερίας: της ελευθερίας του λόγου, του τύπου, της πολιτικής σύμπραξης. Αυτές τις λέξεις, «ελευθερία», «δικτατορία» — τις διάβαζα τώρα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Χάρη σ’ αυτές τις λέξεις, ξαναγεννήθηκα ως ελεύθερος δυτικός άνθρωπος.

Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ώστε το νόημα αυτών των λέξεων να μην ξεχαστεί ξανά. Ο πρωτοφασισμός βρίσκεται ακόμα γύρω μας, πολλές φορές με πολιτικά. Θα ήταν πολύ ευκολότερο, για μας, αν εμφανιζόταν στην παγκόσμια σκηνή κάποιος και έλεγε «Θέλω να ξανανοίξω το Άουσβιτς, θέλω να παρελάσουν ξανά οι Μελανοχίτωνες στις ιταλικές πλατείες». Αλλά η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Ο πρωτοφασισμός μπορεί να επιστρέψει με το πιο αθώο προσωπείο. Είναι καθήκον μας να τον αποκαλύπτουμε και να καταδεικνύουμε οποιαδήποτε από τις νέες εκφάνσεις του — κάθε μέρα, σε κάθε μέρος του κόσμου. Και είναι καλό να θυμόμαστε τα λόγια που είπε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ στις 4 Νοεμβρίου 1938:

«Τολμώ να πω ότι, αν ποτέ η αμερικανική δημοκρατία πάψει να προχωρεί ως ζωντανή δύναμη και να προσπαθεί μέρα και νύχτα, με ειρηνικό τρόπο, να κάνει όλους τους πολίτες μας καλύτερους, τότε ο φασισμός θα δυναμώσει στη χώρα μας».

Η ελευθερία και η απελευθέρωση είναι μια ατέρμονη διαδικασία.

Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε στο New York Review of Books το 1995

http://www.themodernword.com/eco/eco_blackshirt.html

Τι είναι ο φασισμός;

 Απόσπασμα από το βιβλίο του Εμίλιο Τζεντίλε «Φασισμός. Ιστορία και Ερμηνεία», μετάφραση: Ευάγγελος Κατσιφός, εκδ. Ασίνη: Αθήνα 2007
Ο φασισμός ως κομματική οργάνωση, ιδεολογία και κρατική πολιτική
Του Εμίλιο Τζεντίλε
Ένα μαζικό κίνημα διαταξικής συνεργασίας, στα διοικητικά στελέχη του οποίου όμως, καθώς και στη μεγάλη μάζα των οπαδών του, υπερισχύουν νέοι που ανήκουν κυρίως στις μεσαίες τάξεις, στην πλειονότητά τους αναλαμβάνοντας για πρώτη φορά πολιτική δράση, οργανωμένοι στην πρωτοεμφανιζόμενη και άγνωστη ως τότε (σ.σ.: στο Μεσοπόλεμο) μορφή του «κόμματος-πολιτοφυλακή». Ένα κίνημα που δεν βασίζει την ταυτότητά του στην κοινωνική ιεραρχία και την ταξική προέλευση, αλλά στην αρχή της συντροφικότητας. Που θεωρεί ότι είναι επιφορτισμένο με μια αποστολή εθνικής αναγέννησης, ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση πολέμου εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων, και που επιδιώκει να κατακτήσει το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας χρησιμοποιώντας την τρομοκρατία, την κοινοβουλευτική τακτική και το συμβιβασμό με τις κυρίαρχες δυνάμεις, με σκοπό να δημιουργήσει ένα νέο καθεστώς καταστρέφοντας την κοινοβουλευτική δημοκρατία.

2. Μια κουλτούρα που είναι θεμελιωμένη στη σκέψη που βασίζεται σε μύθους, και στην αντίληψη της ζωής που συνδυάζει τραγικότητα και ακτιβισμό (μιας ζωής όμως που γίνεται αντιληπτή ως εκδήλωση της επιθυμίας για εξουσία), στο μύθο της νεότητας ως πρωταγωνιστή της ιστορίας και στη στρατιωτικοποίηση της πολιτικής ως μοντέλο ζωής και συλλογικής οργάνωσης.

3. Μια ιδεολογία με χαρακτήρα αντι-ιδεολογικό και πραγματιστικό, που προβάλλει ως αντι-υλιστική, αντι-ατομιστική, αντι-φιλελεύθερη, αντι-δημοκρατική, αντι-μαρξιστική, με λαϊκίστικες και αντικαπιταλιστικές τάσεις. Μια ιδεολογία εκφρασμένη περισσότερο αισθητικά παρά θεωρητικά, μέσω ενός νέου πολιτικού ύφους και μέσω μύθων, τελετουργιών και συμβόλων μιας λαϊκής θρησκείας που ιδρύθηκε σε συνδυασμό με τη διαδικασία διαπαιδαγώγησης, κοινωνικοποίησης και φιντεϊστικής ολοκλήρωσης των μαζών μέσω της δημιουργίας ενός «Νέου Ανθρώπου».

4. Μια ολοκληρωτική αντίληψη της υπεροχής της πολιτικής ως καθολικής εμπειρίας και συνεχούς επανάστασης, για την πραγματοποίηση, μέσω του ολοκληρωτικού Κράτους, της συγχώνευσης του ατόμου και των μαζών στην μυστική κοινότητα του έθνους (εθνική και ηθική κοινότητα) υιοθετώντας μέτρα διάκρισης και δίωξης εναντίον εκείνων που θεωρείται ότι δεν ανήκουν σε αυτή την κοινότητα γιατί είναι εχθροί του καθεστώτος ή γιατί ανήκουν σε φυλές που θεωρούνται κατώτερες ή σε κάθε περίπτωση επικίνδυνες για την ακεραιότητα του έθνους.

5. Μια ηθική του αστού της πόλης βασισμένη στην απόλυτη υποταγή των πολιτών στο Κράτος, στην πλήρη αφοσίωση του ατόμου στην εθνική κοινότητα, στην πειθαρχία, στον ανδρισμό, στη συντροφικότητα και στο πολεμικό πνεύμα.

6. Ένας αστυνομικός μηχανισμός που προλαμβάνει, ελέγχει και καταστέλλει κάθε μορφή διαφωνίας ή αμφισβήτησης με τη συνδρομή της οργανωμένης τρομοκρατίας.

7. Ένα μοναδικό κόμμα που έχει ως στόχο να εξασφαλίζει, μέσω μιας δικής του πολιτοφυλακής, την ένοπλη άμυνα του καθεστώτος (το οποίο γίνεται κατανοητό ως το σύνολο των νέων δημόσιων ιδρυμάτων που δημιουργήθηκαν από το επαναστατικό κίνημα)• να επιτηρεί την επιλογή των νέων διευθυντικών στελεχών και το σχηματισμό της «διοικητικής αριστοκρατίας»• να οργανώνει τις μάζες στο ολοκληρωτικό Κράτος, εμπλέκοντάς τες σε μια εκπαιδευτική διαδικασία συνεχούς συναισθηματικής και φιντεϊστικής κινητοποίησης• να ενεργεί στο εσωτερικό του καθεστώτος ως όργανο της «συνεχούς επανάστασης» για την πραγματοποίηση του μύθου του ολοκληρωτικού Κράτους στο επίπεδο των θεσμών, της κοινωνίας, της νοοτροπίας και των εθίμων.

8. Ένα πολιτικό σύστημα βασισμένο στη συμβίωση κόμματος και Κράτους, που είναι οργανωμένο σύμφωνα με μια ιεραρχία λειτουργιών, η οποία καθορίζεται από ψηλά υπό την επίβλεψη του «αρχηγού». Ένα αρχηγός που περιβάλλεται από μια «χαρισματική αγιοσύνη», ο οποίος διατάζει, διευθύνει και συντονίζει τις δραστηριότητες του κόμματος, του καθεστώτος και του Κράτους, και ενεργεί ως ύψιστος και αδιαμφισβήτητος κριτής στις συγκρούσεις μεταξύ των ηγετικών στελεχών του καθεστώτος.

9. Μια κορπορατιστική οργάνωση της οικονομίας, που καταργεί τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, διευρύνει τη σφαίρα παρέμβασης του Κράτους και επιδιώκει να εξασφαλίσει, σύμφωνα με τις τεχνοκρατικές και συναδελφικές αρχές, τη συνεργασία των παραγωγικών τάξεων κάτω από τον έλεγχο του καθεστώτος, με στόχο πάντα την απόκτηση περισσότερης εξουσίας, διατηρώντας όμως την ατομική ιδιοκτησία και το διαχωρισμό των τάξεων.

10. Μια εξωτερική πολιτική με ιμπεριαλιστικούς στόχους που αποβλέπει στην απόκτηση εξουσίας και σε εθνικά μεγαλεία με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού.

 

Just another Espivblogs.net site