Με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό ”λύνει” η κυβέρνηση το μεταναστευτικό
Ούρσουλα Λε Γκεν: Ο Μάρεϋ Μπούκτσιν και το μέλλον της αριστεράς
Πρόλογος στη συλλογή κειμένων του Μάρεϋ Μπούκτσιν, Η Επόμενη Επανάσταση,
που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Verso.
Η «αριστερά», είναι ένας όρος που αποκτά τη σημασία του από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, και διευρύνει αυτή τη σημασία με την άνοδο του σοσιαλισμού, του αναρχισμού και του κομμουνισμού. Η Ρωσική επανάσταση εγκαθίδρυσε μια κυβέρνηση εξολοκλήρου αριστερή στη σύλληψή της, αριστερά και δεξιά κινήματα χώρισαν την Ισπανία, δημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική τοποθετήθηκαν στη διάταξη που χωρίζει τους δύο πόλους. Αριστεροί φιλελεύθεροι σκιτσογράφοι απεικόνισαν την αντιπολίτευση ως ένα χοντρό πλουτοκράτη με πούρο, τη στιγμή που αντιδραστικοί στις ΗΠΑ δαιμονοποίησαν τους «κομμουνιστές» από τη δεκαετία του ’30 και σε όλη τη διάρκεια του ψυχρού πόλεμου. Η αντίθεση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, συχνά παρά την όποια υπεραπλούστευσή της, υπήρξε για δύο αιώνες χρήσιμη ως υπενθύμιση και περιγραφή μιας δυναμικής ισορροπίας.
Συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τους όρους στον εικοστό πρώτο αιώνα, τι παραμένει αριστερό στην Αριστερά όμως; Η αποτυχία του κρατικού κομμουνισμού, η σιγανή ενσωμάτωση κάποιου βαθμού σοσιαλισμού από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις, η αμείλικτη δεξιόστροφη κίνηση της πολιτικής όπως καθοδηγείται από τον εταιρικό καπιταλισμό, έκανε την προοδευτική σκέψη να δείχνει σε μεγάλο βαθμό, ξεπερασμένη ή περιττή ή απατηλή. Η Αριστερά περιθωριοποιήθηκε μέσα στη σκέψη της, αποσπασματοποιήθηκε στους στόχους της χωρίς να πείθει για την ικανότητά της να ενώσει. Ιδιαίτερα στην Αμερική, η στροφή προς τα δεξιά υπήρξε τόσο ισχυρή ώστε ο καθαρός φιλελευθερισμός αποτελεί πλέον το τρομοκρατικό φάντασμα που υπήρξε κάποτε ο αναρχισμός ή ο σοσιαλισμός, και οι αντιδραστικοί αποκαλούνται πλέον ως «μετριοπαθείς».
Έτσι, σε μια χώρα που το μόνο που κάνει είναι να κλείνει το αριστερό της μάτι και να χρησιμοποιεί μόνο το αριστερό της χέρι, που ακριβώς χωράει ένας αμφιδέξιος και διόφθαλμος απίθανος γέρος όπως ο Μάρεϋ Μπούκτσιν;
Θα βρει το δρόμο του ανάμεσα στους αναγνώστες. Πολλοί άνθρωποι αναζητούν μια συνεπή και εποικοδομητική σκέψη στην οποία μπορούν να βασίσουν τη δράση τους – μια απογοητευτική αναζήτηση. Θεωρητικές προσεγγίσεις που δείχνουν πολλά υποσχόμενες, όπως το Libertarian Party, καταλήγουν να είναι σαν την Ayn Rand μεταμφιεσμένη. Άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις σε ένα πρόβλημα καταλήγουν, όπως το κίνημα Occupy, να στερούνται δομής και αντοχής για να έχουν διάρκεια. Οι νέοι, οι άνθρωποι που αυτή η κοινωνία προδίδει κατάφωρα και αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών που η ίδια τους δημιουργεί, αναζητούν μια ευφυή, ρεαλιστική και μακροπρόθεσμη σκέψη: όχι μια ακόμη οργισμένη ιδεολογία, αλλά μια πρακτική υπόθεση εργασίας, μια μεθοδολογία για το πως να ξαναπάρουμε τον έλεγχο του που πάμε. Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί μια επανάσταση τόσο δυνατή, μιας και επηρεάζει βαθιά την κοινωνία ως όλο, όση και η δύναμη που επιθυμεί να τιθασεύσει.
Ο Μάρεϋ Μπούκτσιν ήταν ειδικός στη μη βίαιη επανάσταση. Στοχάστηκε πάνω στις ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές, τις σχεδιασμένες και μη, και τους τρόπους της καλύτερης δυνατής προετοιμασίας τους, όλη του τη ζωή. Μια νέα συλλογή κειμένων του, Η Επόμενη Επανάσταση: Λαϊκές συνελεύσεις και η υπόσχεση της άμεσης δημοκρατίας, που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα από τις εκδόσειςVerso, μας μεταφέρει στον αναστοχασμό της ζωής του και το απειλητικό μέλλον που αντιμετωπίζουμε.
Οι ανυπόμονοι, ιδεαλιστικοί αναγνώστες μπορούν να τον βρουν άβολα σκληρό στη σκέψη. Είναι απρόθυμος να υπερπηδήσει την πραγματικότητα χάριν ονείρων με χαρούμενο τέλος, ανάλγητος στο καθαρό αδίκημα που προσποιείται ότι είναι πολιτική δράση: «Μια πολιτική αταξίας ή “δημιουργικού χάους”, ή μια αφελής πρακτική κυριαρχίας στους δρόμους (συνήθως κάτι περισσότερο από ένα φεστιβάλ στο δρόμο), πισωγυρίζει τους συμμετέχοντες στη συμπεριφορά μιας αγέλης νεαρών». Αυτό ανταποκρίνεται περισσότερο στο Καλοκαίρι της Αγάπης παρά στο κίνημα Occupy, αποτελεί παρόλα αυτά μια μόνιμα πειστική απειλή.
Ο Μπούκτσιν όμως δεν είναι ένας σκυθρωπός πουριτανός. Τον διάβασα πρώτη φορά ως αναρχικό, πιθανόν τον πιο εύγλωττο και σκεπτόμενο τις γενιάς του, ενώ η απομάκρυνσή του από τον αναρχισμό δεν τον έκανε να χάσει καθόλου την αίσθηση της χαράς της ελευθερίας. Δεν θέλει να δει αυτή τη χαρά, να καταρρέει ξανά, ανάμεσα στα ερείπια της ίδιας του της ευφορικής αδιαφορίας.
Εκείνο που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει κάθε πολιτική και κοινωνική σκέψη τελικά, είναι φυσικά η αναπότρεπτη υποβάθμιση του περιβάλλοντος που προκαλεί ο ασυγκράτητος βιομηχανικός καπιταλισμός: το τεράστιο γεγονός για το οποίο η επιστήμη προσπαθούσε να μας πείσει εδώ και πενήντα χρόνια, τη στιγμή που η τεχνολογία μας παρείχε ακόμη μεγαλύτερους περισπασμούς από αυτό το γεγονός. Οποιοδήποτε προνόμιο μας απέφερε ο βιομηχανισμός και ο καπιταλισμός, οποιοδήποτε υπέροχο πλεονέκτημα στη γνώση, στην υγεία, στην επικοινωνία και στην άνεση, ρίχνει την ίδια θανάσιμη σκιά πάνω μας. Ό,τι διαθέτουμε, το έχουμε πάρει από τη γη. Και αυτό που παίρνουμε με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα και απληστία, το επιστρέφουμε όχι μόνο δυσανάλογα, αλλά άγονο ή δηλητηριασμένο.
Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να σταματήσουμε την διαδικασία. Μια καπιταλιστική οικονομία, εξ ορισμού, ζει από τη μεγέθυνση. Όπως παρατηρεί ο Μπούκτσιν: «Για τον καπιταλισμό το να σταματήσεις την ασυλλόγιστη επέκτασή του θα ήταν σαν να διέπραττες κοινωνική αυτοκτονία». Ουσιαστικά διαλέξαμε τον καρκίνο ως το μοντέλο του κοινωνικού μας συστήματος.
Η, μεγεθύνσου ή πέθανε, προστακτική του καπιταλισμού έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την οικολογική προστακτική για αλληλεξάρτηση και όριο. Οι δύο προστακτικές δεν γίνεται να συνυπάρξουν, όπως δεν μπορεί να επιβιώσει και μια κοινωνία που θεμελιώνεται στον μύθο της συμφιλίωσης αυτών των δύο. Είτε θα εγκαθιδρύσουμε μια οικολογική κοινωνία ή η κοινωνία θα καταρρεύσει για όλους ανεξαρτήτως της κοινωνικής τους θέσης.
Ο Μπούκτσιν πέρασε μια ολόκληρη ζωή αντιτιθέμενος στο αδηφάγο έθος του, μεγεθύνσου ή πέθανε, καπιταλισμού. Τα εννέα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο Η επόμενη επανάσταση αντιπροσωπεύουν την αποκορύφωση αυτής της δουλειάς: τα θεωρητικά στηρίγματα για μια εξισωτική και άμεσα δημοκρατική κοινωνία, με μια πρακτική προσέγγιση στην οικοδόμησή της. Ασκεί κριτική στις αποτυχίες των κινημάτων για την κοινωνική αλλαγή του παρελθόντος, αναβιώνει την υπόσχεση της άμεσης δημοκρατίας και στο τελευταίο κείμενο αυτής της συλλογής, σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να μετατρέψουμε την περιβαλλοντική κρίση σε μια στιγμή αληθινής επιλογής – σε μια ευκαιρία να υπερβούμε την παραλυτική επίδραση των ιεραρχιών του φύλου, της φυλής, της τάξης, του έθνους, μια ευκαιρία για να βρούμε μια ριζοσπαστική θεραπεία για το ριζικό κακό του κοινωνικού μας συστήματος.
Διαβάζοντάς το, συγκινήθηκα και αισθάνθηκα ευγνωμονούσα, όπως τόσο συχνά διαβάζοντας Μάρεϋ Μπούκτσιν. Υπήρξε αληθινό τέκνο του Διαφωτισμού στο σεβασμό του για καθαρή σκέψη και ηθική ευθύνη καθώς και στην ειλικρινή, ασυμβίβαστη αναζήτηση μιας ρεαλιστική ελπίδας.
Αναδημοσίευση από: http://stasei.blogspot.gr/2015/11/blog-post.html#more
Ανοιχτή συζήτηση για την κουρδική εμπειρία
Αυτοδιαχείριση και αυτοοργάνωση: οι αληθινές λύσεις
του Massimo Varengo
Μετάφραση: Νίκος Χριστόπουλος
“Το εξεγερτικό πνεύμα που υπάρχει στον αναρχισμό είναι σήμερα η μοναδική αντίσταση απέναντι στην επέλαση του ρεφορμιστικού ωφελιμισμού. Όχι μόνο δεν το απορρίπτουμε αλλά, ακριβώς γι’ αυτό, το θεωρούμε την καλύτερη πηγή των ενεργειών μας.” [από το βιβλίο ” Γράμματα σε ένα σοσιαλιστή” (Lettere ad un socialista) του Λουίτζι Φάμπρι (Luigi Fabbri), 1914].
Βρίσκω ενδιαφέρουσα αυτή την αναφορά στον Φάμπρι, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα ήταν γνωστός για την απόσταση που κρατούσε από κάθε εξτρεμιστική υπερβολή, για έναν αναστοχασμό πάνω στο θέμα της βίας, τον οποίο θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμο σε μια περίοδο σαν κι αυτή που ζούμε τώρα, αυξανόμενων κοινωνικών αντιφάσεων και επαναστατικών δυναμικών (όχι απαραίτητα ελευθεριακών), κατά την οποία το ζεύγος εξέγερση και βία από μερικούς βιώνεται ως αδιαχώριστο, σαν κάθε βίαιη πράξη να είναι από μόνη της εξεγερτική, κι από άλλους ως απαράδεκτο απολύτως.
Η εξουσία πάντα πόνταρε
Πάρα πολλές φορές έχω δηλώσει αναφερόμενος στον ορισμό της βίας ότι το υποκείμενο που κατεξοχήν εξασκεί το συστατικό της στοιχείο – δηλαδή τη φυσική και ηθική επιβολή – είναι το Κράτος το οποίο με την απειλή νόμων, διαταγμάτων, νορμών, την ίδρυση φυλακών, δικαστικών ψυχιατρείων κτλ. προσπαθεί να συμμορφώσει τα άτομα σε ένα σύστημα ιεραρχιών και εξουσιαστικών ή ιδιοκτησιακών αξιών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση η υποτιθέμενη νομιμότητα της εξουσίας και της ιδιοκτησίας. Επίσης, η βία μπορεί να θεωρηθεί – αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη ερμηνεία – ως η επιβολή μιας εγκληματικής θέλησης που εκφράζεται με τη χρήση της φυσικής δύναμης και των όπλων. Όμως, όπως και να τη διαβάσεις, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η βία παρουσιάζεται ως κοινωνική σχέση εφόσον προϋποθέτει δύο υποκείμενα, εκείνον που την ασκεί και εκείνον που την υφίσταται. Κι όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνική σχέση έτσι κι αυτή ανοίγει ένα πολιτικό πρόβλημα αφού η χρήση της συνεπάγεται μια ηθική κρίση επάνω σε αυτό που είναι δίκαιο και σε αυτό που δεν είναι.
Σχετικά με αυτό, είναι ωφέλιμο να υπογραμμίσουμε ότι η λέξη ”βία” χρησιμοποιείται από την εξουσία για να δυσφημίσει όσους, πραγματικούς ή μη, της αντιτίθενται, ενώ παραδόξως είναι η εξουσία, το Κράτος το οποίο αξιώνοντας για τον εαυτό του το μονοπώλιο των όπλων και ασκώντας την κυβέρνηση πάνω στην κοινωνία χάρη σε διατάγματα και νόμους, τα οποία είναι αποκλειστικός καρπός των υπαρχόντων σχέσεων ισχύος, ασκεί καταπίεση και επιβάλλει υποχρεώσεις, εκ των πραγμάτων δηλαδή ”βία”, αν και μεταμφιεσμένη από τους μακιαβελικούς μηχανισμούς της αυτοαποκαλούμενης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Επειδή φυσικά η λέξη ”βία” προκαλεί τρόμο στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, ο οποίος προσδοκά μια πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη κοινωνία, η εξουσία, κατηγορώντας για βία όσους της αντιτίθενται κι όποιον δεν υπόκειται στον ολοκληρωτικό της έλεγχο, επιδιώκει να προξενήσει και να διασπείρει μέσα στην κοινωνία την απαξίωση και το φόβο απέναντί τους για να δικαιολογήσει περαιτέρω τη νόμιμη χρήση της καταστολής, συνήθως βίαιης, η οποία ισχυροποιείται κατά περιόδους από ειδικά ”μέτρα” τα οποία λαμβάνονται στα λόγια ενάντια στους ”βίαιους”, αλλά κατευθύνονται ενάντια σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Σε αυτό το επίπεδο η εξουσία πάντα πόνταρε με στόχο τη διαίρεση και τη διάσπαση των αντιπολιτευτικών κινημάτων, κατηγορώντας τα πιο ριζοσπαστικά και αποφασισμένα τμήματά τους για ”βία” – εργαλειοποιώντας μεμονωμένα γεγονότα, προκαλώντας άλλα, εκμεταλλευόμενη σαφείς αφέλειες – με στόχο να στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου σύμφωνα με την αρχαία αρχή του ”διαίρει και βασίλευε”. Αυτή η στρατηγική, η οποία το επαναλαμβάνω, ποντάρει πάνω στην αποστροφή που νιώθει απέναντι στη βία η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, τροφοδοτεί συγχρόνως τα πιο μετριοπαθή τμήματα των αντιπολιτευτικών κινημάτων τα οποία αποδέχονται τους περιορισμούς που επιβάλλει η κυβέρνηση στον τρόπο διαδήλωσης και διαμαρτυρίας, με στόχο να μην διακινδυνεύσουν να δώσουν μια βίαιη εικόνα της δράσης τους.
Ενεργώντας όμως με αυτόν τον τρόπο, κάθε προοπτική αλλαγής στην ουσία ανατίθεται στις ελίτ που αλληλομάχονται για την εξουσία, αρνούμενοι στην πραγματικότητα να είμαστε οι πρωταγωνιστές της ζωής και του μέλλοντός μας, περιορίζοντας την πιθανότητα να εκφρασθούμε στις εκλογές, όποτε γίνονται, ή σε διαδηλώσεις όλο και πιο κενές από την πραγματική βούληση ενός συγκεκριμένου μετασχηματισμού, ο οποίος πραγματοποιείται μέσα από αποφασιστικούς αγώνες, πραγματικές απεργίες, σαμποτάζ και μποϊκοτάζ, από σώματα που μπαίνουν μπροστά.
Παταγώδες λάθος ανάλυσης και προοπτικής
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων κάποιοι απαντούν με πράξεις και προκηρύξεις οι οποίες διεκδικούν τη νομιμότητα της βίαιης δράσης ενάντια στη βία του Κράτους, νομίζοντας ότι μπορούν να υπερβούν τα όρια των κινημάτων. Και το κάνουν επικαλούμενοι την γνωστή από παλιά ”προπαγάνδα της πράξης” ή τον ατομικιστικό μηδενισμό ή μια συγκεκριμένη παράδοση αντάρτικου φοκιστικού τύπου [1].
Παρουσιάζοντας και βιώνοντας την κοινωνική σύγκρουση ως πόλεμο εν εξελίξει θέλουν να προτείνουν μια βίαιη “επαναστατική” δράση που θα είναι σε θέση να ταρακουνήσει και να εμπλέξει τις μάζες σε αυτή τη μάχη η οποία θεωρείται ήδη διακηρυγμένη κι απ’ τις δυο πλευρές. Όμως αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην πλειοψηφία των διεξαγόμενων πολέμων, κατά τους οποίους τα εμπλεκόμενα μέρη (σωστά ή λάθος) αισθάνονται σε πόλεμο, στην περίπτωση των ταξικών αγώνων ή της κοινωνικής σύγκρουσης η μεγάλη πλειοψηφία των υποτελών δεν αισθάνεται σε πόλεμο.
Η διεκδίκηση λοιπόν της επαναστατικής βίας σαν να είναι η βασικότερη προϋπόθεση της μετασχηματιστικής δράσης όσων εναντιώνονται στην υπάρχουσα τάξη είναι ένα δώρο που χαρίζεται στην αντίθετη πλευρά, στην εξουσία και τις πολιτικές, κοινωνικές, συνδικαλιστικές ελίτ, οι οποίες τη χρησιμοποιούν για να κάμψουν κάθε πραγματικότητα που αρνείται τη συνεργασία και την υποταγή.
Είναι απαραίτητο να έχουμε κατά νου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις συνέπειες της σύγχρονης εξουσίας: την κυριαρχία του κεφαλαίου και την υποταγή στις δυναμικές του, τη διάσπαση μεγάλου μέρους του πληθυσμού – ο οποίος υπόκειται συνεχώς στους ιεραρχικούς περιορισμούς μιας αυταρχικής κοινωνίας (την πατριαρχία, ένα σχολείο φτιαγμένο για να καλουπώνει, τη μισθωτή εργασία, τον αστυνομικό έλεγχο, την ταξική δικαιοσύνη κτλ.) και οι οποίοι ενισχύονται από την ευρεία χρήση των μαζικών μέσων επικοινωνίας – το φόβο της απώλειας των αναγκαίων για την επιβίωση (ανεργία, επισφάλεια στην εργασία), τη συνεχή παρότρυνση για κατανάλωση, ένα αίσθημα συνεχούς ανεπάρκειας, αλλοτρίωσης, απομόνωσης, την εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων κτλ.
Σε αυτές τις συνθήκες το να ερμηνεύεις την κοινωνική σύγκρουση σαν ένα πόλεμο ανάμεσα σε δύο αντιπάλους στο ίδιο επίπεδο συνειδητοποίησης και σαφήνειας προθέσεων, είναι ένα παταγώδες λάθος ανάλυσης και προοπτικής. Χρήσιμο ίσως για να γεμίσεις τις γραμμές σου με λίγη ενότητα, αλλά ακατάλληλο να ανατρέψει τη συνολική κατάσταση.
Συλλογισμός και συνειδητή επιλογή
Ομοίως η αντίσταση στη βία της εξουσίας δεν μπορεί να οριστεί ως “βία” και η απόρριψη της συστηματικής χρήσης της βίας δεν συνεπάγεται την αποδοχή της βίας είτε πάνω μας είτε πάνω σε άλλα υποκείμενα.
Το ότι είναι αποφασιστική και ενεργητική είναι ένα χαρακτηριστικό της άμεσης δράσης που υποστηρίζουν οι αναρχικοί και μάλιστα είναι αυτό που τους διακρίνει από τη διαμεσολάβηση και τον συμβιβασμό της κοινοβουλευτικής ή μεταρρυθμιστικής μεθόδου.
Όμως για τους αναρχικούς η αποτελεσματικότητα της άμεσης δράσης δεν εκφράζεται από το βαθμό της βίας που περιέχει, αλλά μάλλον από την ικανότητα να υποδείξει ένα δρόμο προσιτό στους πολλούς, να δημιουργήσει μια συλλογική δύναμη ικανή να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη βία. Ο αναρχισμός, αυτός καθαυτόν, προϋποθέτει συλλογισμό και συνειδητή επιλογή των πράξεων. Αν από τη μια μεριά αρνείται να ταυτιστεί με την ιδεολογία της βίας (violentismo), από την άλλη δεν δέχεται τις απολύτως μη βίαιες θέσεις. Ο σύγχρονος αναρχισμός, αφήνοντας πάντα ελεύθερο το πεδίο στη συνείδηση των ατόμων και την ερμηνεία της ιστορικής στιγμής, πρέπει να μπορέσει να συνδυάσει το σεβασμό των ανθρώπινων αξιών που ανέκαθεν τον διέκρινε με την ικανότητα να δυναμώσει την αίσθηση της ελευθερίας και της ισότητας που υπάρχει μέσα στα κινήματα, προωθώντας την αυτοδιαχείριση και την αυτοοργάνωση, αληθινές λύσεις για κάθε πραγματική διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
[1] Φοκισμός (foquismo) [σ.τ.μ.]: Θεωρία που ανέπτυξε ο Ρεζί Ντεμπρέ (Régis Debray) εμπνεόμενος από τη δράση και τα γραπτά του Τσε Γκεβάρα αλλά και την εμπειρία του ίδιου του Ντεμπρέ στο αντάρτικο της Βολιβίας (1966-67). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία μια μικρή μετακινούμενη εστία (foco) ένοπλων ανταρτών μπορεί να ενεργοποιήσει την επαναστατική διαδικασία με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος , χωρίς να είναι απαραίτητα παρούσες όλες οι συνθήκες ενός γενικού ξεσηκωμού . Ο φοκισμός συνοψίζεται στη φράση του Τσε Γκεβάρα : “δεν είναι ανάγκη πάντα να περιμένουμε μέχρι να ωριμάσουν όλες οι συνθήκες για να κάνουμε μια επανάσταση , η επαναστατική εστία μπορεί να τις δημιουργήσει”.
Ο Massimo Varengo είναι ιταλός αναρχικός και μέλος της FAI (Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία). Έχει επισκεφθεί την Ελλάδα και έχει μιλήσει σε εκδηλώσεις του περιοδικού Ευτοπία. Το άρθρο είναι μετάφραση από το ιταλικό αναρχικό περιοδικό A-Rivista Anarchica, τεύχος 367, Δεκέμβριος ΄11 – Ιανουάριος ΄12.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ROJAVA
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ROJAVA
Αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας και που συνοπτικά αποκαλείται ”η επανάσταση της Rojava (Ροζάβα)’’, έχει ιδιαίτερη σημασία για όσους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θεωρούν τον εαυτό τους μέλος του παγκόσμιου κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης και αυτονομίας, θέτει ζητήματα και εφαρμόζει πολιτικές κρίσιμης σημασίας.
Αυτό που συμβαίνει τώρα στη Ροζάβα είναι ένα εγχείρημα οικουμενικής σπουδαιότητας που συνδιαλέγεται με την ιστορία στον παρόντα χρόνο, η τεράστια σημασία του οποίου θα γίνεται περισσότερο αντιληπτή όσο περισσότερο γίνεται κατανοητό τι ακριβώς έχει μπει σε εφαρμογή εκεί.
Από την άλλη βέβαια, κάνει πιο αμείλικτο το ερώτημα γιατί μεγάλο μέρος της αριστεράς και όχι μόνο, υποτιμά (ηθελημένα ίσως;) το απελευθερωτικό αφήγημα που διεξάγεται στη βόρεια Συρία;
Οι λόγοι ίσως γίνουν κατανοητοί παρουσιάζοντας κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου προτάγματος. Μερικά από αυτά είναι η αποκήρυξη του μαρξισμού-λενινισμού, ο Δημοκρατικός Συνομοσπονδισμός, η έμφαση στην κοινωνική και όχι στην ”εθνική” απελευθέρωση, η συμμετοχή και η βαρύτητα του ρόλου των γυναικών.
Οι πολίτες ,γυναίκες και άντρες, της Ροζάβα προτίμησαν να δώσουν έμφαση στην κοινωνική χειραφέτηση και αυτονομία αντί της εθνικής ολοκλήρωσης και με αυτόν τον τρόπο πέτυχαν δύο πολύ σημαντικά πράγματα: το ένα είναι ότι έτσι έθεσαν σε άμεση εφαρμογή την κοινωνική αλλαγή και δεν ανέβαλαν την πραγματοποίησή της μέχρι την ”απελευθέρωση” και το άλλο είναι ότι απέφυγαν να αυτοπαγιδευτούν στον λαβύρινθο των διεθνών κρατικών συμμαχιών και λυκοφιλιών.
Προτίμησαν την ”λύση χωρίς κράτος”, όπως την αποκαλούν, γιατί, όπως επίσης επισημαίνουν, ”το κράτος είναι το πρόβλημα, όχι η λύση”. Έχουν αρχίσει ήδη να φαίνονται οι διαφορές τους σε σχέση με σύγχρονα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα.
Έτσι έθεσαν σε άμεση εφαρμογή τον Δημοκρατικό συνομοσπονδισμό, ο οποίος δεν είναι πολύ διαφορετικός από αυτό που ο Μπούκτσιν αποκάλεσε ”ελευθεριακό δημοτισμό”. Η κοινωνική ζωή είναι η ζωή της κοινότητας, οι αποφάσεις λαμβάνονται από τις συνελεύσεις των κατοίκων στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα γυναίκες και άνδρες, η οικονομική ζωή είναι οργανωμένη σε συνεταιρισμούς και οι τιμές καθορίζονται από επιτροπές των κοινοτήτων. Δεν υπάρχει οργανωμένος στρατός, ως ξεχωριστό και αυτονομημένο από την κοινωνία υποσύνολο, ούτε πολιτικές και θρησκευτικές φατρίες που αναλαμβάνουν το ρόλο της άμυνας, στην πραγματικότητα όμως εξουσιάζουν την κοινωνία, υπάρχουν οργανωμένες πολιτοφυλακές, αντρικές (YPG) και γυναικείες (YPJ).
Ένα ακόμη πολύ σημαντικό επίτευγμα της επανάστασης που λαμβάνει χώρα στη Ροζάβα είναι η απελευθέρωση των γυναικών από κάθε είδους δεσμά που μέχρι τότε τις είχαν αλυσοδεμένες. Το γεγονός λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε την περιοχή που συμβαίνει αυτό!
Δεν υπάρχει ελεύθερη κοινωνία όταν το μισό του πληθυσμού είναι υπόδουλο, λένε στη Ροζάβα. Έτσι οι γυναίκες στην περιοχή έχουν κατακτήσει ελευθερίες που ούτε στην, από καιρό κοσμική, δύση δεν απολαμβάνουν. Κάθε κοινότητα έχει δύο συνπροέδρους, ουσιαστικά εντολοδόχους των αποφάσεων της κοινότητας, έναν άνδρα και μία γυναίκα. Η συμμετοχή των γυναικών στα πολιτικά όργανα είναι θεσμοθετημένη στο τουλάχιστον 40 τοις εκατό, ενώ οι γυναικείες πολιτοφυλακές έχουν δική τους, αυτόνομη διοίκηση και στρατώνες προκειμένου να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους.
Ένα ακόμη πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η ανυπαρξία διαχωρισμών και αποκλεισμών από την πολιτική ζωή της κοινότητας στη βάση θρησκευτικών και εθνικών διαφορών, όλοι οι κάτοικοι των καντονιών θεωρούνται και είναι πολίτες με θεσμοθετημένη συμμετοχή στα πολιτικά όργανα.
Τέλος, η σημασία που δίνουν στην ελευθεριακή παιδεία για τη δημιουργία της αυριανής ελεύθερης κοινωνίας αποδεικνύει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος αφού μια ελεύθερη κοινωνία βασίζεται κυρίως στην παιδεία της ελευθερίας.
Τα σημαντικότερα στοιχεία των επαναστάσεων που προηγήθηκαν είναι παρόντα εδώ: η συνέλευση πολιτών πάνω στην οποία προσπαθεί να οργανωθεί η δημιουργία μιας ελεύθερης κοινωνίας, η αμφισβήτηση του Κράτους, η άρνηση του καπιταλισμού, η σημασία της παιδείας, η οικολογική συνείδηση, ο φεμινισμός.
Συμπερασματικά, αυτό που διαδραματίζεται τώρα στη Ροζάβα είναι μια επανάσταση σε εξέλιξη, τεράστιας σημασίας όχι μόνο για την περιοχή αλλά για το παγκόσμιο ελευθεριακό κίνημα. Παρόμοια κατάσταση έχουμε να δούμε από την Ισπανία του 1936. Θεωρούμε χρέος κάθε ελεύθερου ανθρώπου την στήριξή της με όποιο μέσο μπορεί ο καθένας!!!
Ουλαλούμ
Ένα Σχολείο για το Κομπάνι – Χτίζουμε το Δημοκρατικό/Ελευθεριακό Σχολείο για τα παιδιά του Κομπάνι
Η πλατφόρμα ”Καμπάνια Αλληλεγγύης – Οικονομικής Ενίσχυσης Συλλογικοτήτων από την Τουρκία – Ελλάδα και από το Κομπάνι για να Χτίσουμε το Δημοκρατικό – Ελευθεριακό Σχολείο για τα Παιδιά του Κομπάνι” την Πέμπτη 21 Μαΐου στις 20.30 θα είναι στο Εργατικό Κέντρο της Χαλκίδας.
Θα μιλήσουμε για την κοινωνική επανάσταση του Ροζαβά (στο δυτικό Κουρδιστάν που βρίσκεται στην Βόρεια Συρία), για το παρελθόν, για το μέλλον της επανάστασης, για το γυναικείο κίνημα και ζήτημα, για την οικολογία, για τις προσπάθειες δημιουργίας κολλεκτίβων, συνεταιρισμών, λαϊκών συνελεύσεων, πολλών άλλων ζητημάτων και τις τελευταίες εξελίξεις στο Κομπάνι.
Επίσης θα μιλήσουμε για την κατάσταση της εκπαίδευσης που επικρατεί στο Κομπάνι
Περιμένουμε όλους – ες φίλες και φίλους, συντρόφους – φισσες από την Χαλκίδα στην εκδήλωση.
ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΠΑΝΙ
Χτίζουμε το Δημοκρατικό – Ελευθεριακό Σχολείο για τα παιδιά του Κομπάνι
Η πόλη Κομπάνι πολιορκήθηκε από το ISIS. Περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν το Κομπάνι και μετανάστευσαν στη Νότια Ανατολική περιοχή (Βόρειο Κουρδιστάν) της Τουρκίας στην κωμόπολη του Σουρούτς, πολλοί από τους οποίους ήταν παιδιά, τα πρώτα θύματα σε περιόδους πολέμων. Έζησαν επί μήνες σε καταυλισμούς προσφύγων ή φιλοξενήθηκαν από οικογένειες. Σε μερικά από αυτά μπορεί να φτάσει βοήθεια, ενώ σε άλλα δεν φτάνει ποτέ.
Αυτά τα παιδιά είχαν την ελπίδα να βιώσουν μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία σε ελεύθερη χώρα
Στη Βόρεια Συρία (Δυτικό Κουρδιστάν) η περιοχή Ροζαβά βρίσκονταν ακόμη και πριν τον πόλεμο σε καθεστώς αυτονομίας. Ο πληθυσμός αποτελείται κυρίως από Κούρδους, ενώ στην ίδια περιοχή ζουν επίσης Άραβες, Τσετσένοι, Ασύριοι και Αρμένιοι.
Στην περιοχή εγκρίθηκε ένα δημοκρατικό σύνταγμα, συμπεριλαμβανομένων των διαφορετικών θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων, στη μέση του πολέμου και της κρίσης της περιοχής. Η βασική δημοκρατική αυτοδιοίκηση προβλέπει την ισότητα μεταξύ των ανδρών και γυναικών. Η υπεράσπιση του Κομπάνι έχει γίνει ήδη το σύμβολο ενάντια στην καταπίεση και την τυραννία για μια ελεύθερη κοινωνία.
Τα παιδιά στην Ροζαβά είχαν την ευκαιρία να μεγαλώσουν σε μια ελεύθερη, ειρηνική και ελπιδοφόρα κοινωνία μέσα από λαϊκές μορφές εκπαίδευσης. Είχαν και έχουν ένα «παράθυρο» ευκαιρίας μέσω του σχολείου. Η Ροζαβά για αυτούς τους λόγους δέχθηκε επίθεση από το «Ισλαμικό Κράτος τού Ιράκ και του Λεβάντε («ISIS» – όπου με τον όρο Λεβάντε εννοείται η Συρία). Το Ισλαμικό Κράτος προσπάθησε με το στρατό του να κατακτήσει και να καταστρέψει τη δημοκρατική αυτοδιοίκηση.
Μετά την απελευθέρωση του Κομπάνι από το ISIS οι πρόσφυγες άρχισαν να επιστρέφουν από τους καταυλισμούς στην πόλη τους. Παράλληλα απ` όλο τον κόσμο οι άνθρωποι ταξίδεψαν στις πληγείσες περιοχές για να δείξουν την αλληλεγγύη τους και προσπάθησαν να φέρουν την ελπίδα στους πρόσφυγες. Η υποστήριξη όλων για την εξ ολοκλήρου απελευθέρωση και ανοικοδόμηση της περιοχής του Ροζαβά είναι σημαντική.
Ανάμεσα στους πρόσφυγες υπήρχαν και αρκετά παιδιά που πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το κατεστραμμένο Κομπάνι. Πριν την καταστροφή της πόλης οι αντιπροσωπίες του Καντονιού είχαν δώσει πολύ βάρος στην εκπαίδευση των παιδιών. Με την έναρξη του πολέμου όλες οι προσπάθειες που είχαν γίνει για το σκοπό μιας καλύτερης εκπαίδευσης χωρίς διακρίσεις και με τις δημοκρατικές και ελευθεριακές αντιλήψεις αναγκαστικά σταμάτησαν.
Με την έναρξη του πολέμου όλα τα σχολεία καταστράφηκαν, δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Τα παιδιά που επέστρεψαν μαζί με τους γονείς τους ήθελαν να συνεχίσουν την εκπαίδευση που είχαν σταματήσει εξαιτίας του πολέμου. Υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που θέλουν να πάνε στο σχολείο, αλλά δεν υπάρχουν σχολεία ή άλλα κτίρια για να στεγασθούν έστω προσωρινά. Για το λόγο αυτό, τα παιδιά του Κομπάνι χρειάζονται πολλά σχολεία και σχολικά είδη ώστε να συνεχίσουν την εκπαίδευση τους.
Οι λαοί του Κομπάνι θεωρούν το σχολείο και την εκπαίδευση σημαντικό αγαθό που μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της κοινωνίας που θα πρέπει να χτίσουν από την αρχή. Ο πληθυσμός του Κομπάνι είναι πολυεθνικός, πολυπολιτισμικός και πολυγλωσσικός, είναι ένα μωσαϊκό των κοινοτήτων. Η εκπαίδευση μπορεί να κρατήσει παιδιά διαφορετικών κοινοτήτων σε ένα κοινό σχολείο και αξίζει να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος για να οικοδομήσουμε μια σωστή κατανόηση αυτού του ψηφιδωτού.
Η εκπαίδευση μπορεί να καταφέρει, χωρίς καμία διάκριση μεταξύ εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών ομάδων, να εντάξει όλα τα παιδιά σε ένα σχολικό πλαίσιο και να τους δώσει τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν στην μητρική γλώσσα τους και να μάθουν τον πολιτισμό τους στα σχολεία. Η εκπαίδευση και το σχολείο οφείλει να προσπαθήσει να καταφέρει όλα αυτά ώστε να μην προκύψουν προβλήματα (εξαιτίας των εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσολογικών διαφορών) μεταξύ των λαών του Κομπάνι στην μελλοντική κοινωνία που θέλουν να χτίσουν μαζί. Η εκπαίδευση μπορεί με τις δημοκρατικές διαδικασίες και τις ελευθεριακές μεθόδους να δώσει μια ώθηση σε όλα παιδιά να εκφρασθούν ελεύθερα για να δημιουργήσουν την αυριανή κοινωνία με θεμέλια την ειρήνη, την αλληλεγγύη και την αδελφοσύνη.
Συνεισφέροντας οικονομικά, με την παροχή σχολικών ειδών ή προσφέροντας την εκπαιδευτική μας εμπειρία ως εθελοντές, ας διατηρήσουμε ζωντανή την ελπίδα για τα παιδιά στο Κομπάνι!
ΚΑΜΠΑΝΙΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΜΠΑΝΙ
Η ειλικρίνεια και η μπέσα των εργοδοτικών σωματείων της Eldorado Gold
Να φύγει τώρα η Ελληνικός Χρυσός.
Αναδημοσίευση από: http://epitropiagonapanagias.blogspot.gr/2015/05/eldorado-gold.html
Το περίεργο ζευγάρι: Μπούκτσιν -Οτσαλάν, της Τζάνετ Μπιλ
Τι κοινό μπορούν να έχουν ο αμερικανός ελευθεριακός Μάρεϊ Μπούκτσιν, ιδρυτής της κοινωνικής οικολογίας (ο οποίος πέθανε το 2006) και ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν ηγέτης (φυλακισμένος στην Τουρκία) του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (Partîya Karkerén Kurdîstan ή PKK);
Η Τζάνετ Μπιλ, αμερικανίδα κοινωνική οικολόγος και οικοφεμινίστρια, συντρόφισσα και συνεργάτιδα του Μπούκτσιν, εξηγεί πώς οι κομουναλιστικές ιδέες του επηρεάζουν την κουρδική εμπειρία. (Το άρθρο είναι γραμμένο το 2013, πριν δηλαδή γίνει ευρέως γνωστός ο αγώνας των Κούρδων και των Κουρδισσών).
Το 1923, στα συντρίμμια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, γεννήθηκε το σύγχρονο τουρκικό Κράτος, το οποίο ιδρύθηκε ως λαϊκή κοινοβουλευτική δημοκρατία. Σε αντίθεση με τον παλαιό ισλαμικό οργανισμό, οι θεμελιωτές της δημοκρατίας οδηγούμενοι από τον Κεμάλ Ατατούρκ, ήλπιζαν ότι η νέα Τουρκία θα γινόταν μια μέρα πλήρες μέλος της οικογένειας των δυτικών εθνών. Ενώ όμως από μερικές απόψεις, όπως ο λαϊκισμός της, η δημοκρατία ήταν προοδευτική, δεν ήταν τουλάχιστον σε ένα πολύ σημαντικό παράγοντα: την ανικανότητα να αναγνωρίσει το πλήθος των εθνικών μειονοτήτων της χώρας, κυρίως της κουρδικής που ήταν και η πιο συμπαγής. Θεωρούσαν ότι στη νεότευκτη δημοκρατία αυτή η μειονότητα θα έχανε την ταυτότητά της και θα αφομοιωνόταν με τους Τούρκους. Οι Κούρδοι, οι οποίοι επικαλούνται μια ιδιαίτερη και πολύ παλιά παρουσία στη νοτιοανατολική περιοχή της Ανατολίας, κατεστάλησαν με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν αρκετές εξεγέρσεις ανάμεσα στο 1925 και το 1938, ο τουρκικός στρατός όμως τις κατέπνιξε όλες. Κατόπιν το τουρκικό κράτος προσπάθησε να διαγράψει την ίδια την ύπαρξη των Κούρδων, αναβαπτίζοντάς τους σε ”Ορεινούς Τούρκους” κι απαγορεύοντας δια νόμου τη χρήση τη γλώσσα τους, των πολιτισμικών τους εκφράσεων μέχρι ακόμη και των τοπικών τοπωνυμίων. Αυτή η καταστολή δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει μια αγωνιστική αντίδραση. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 του προηγούμενου αιώνα εμφανίστηκε ένα κίνημα για την απελευθέρωση των Κούρδων, το οποίο διεκδικούσε πολιτισμικά, γλωσσικά και πολιτικά δικαιώματα. Το 1978 ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν ίδρυσε το PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν), μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας, στο πρότυπο των αντιαποικιοκρατικών αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων που άνθισαν τη δεκαετία του ’70. Το PKK έθετε ως στόχο την ίδρυση ενός ξεχωριστού σοσιαλιστικού Κράτους.
Το τουρκικό κράτος διατήρησε μια σκληρή γραμμή και το 1992 υιοθέτησε ένα σύνταγμα, που είναι ακόμη σε ισχύ, το οποίο ορίζει την Τουρκία ως ”αδιαίρετη οντότητα” απαγορεύοντας την κουρδική γλώσσα γραπτή ή ομιλούμενη. Το 1984 το PKK εξαπέλυσε την εξέγερση μέσω της ένοπλης πάλης.
Τις επόμενες δεκαετίες υπήρξαν περισσότεροι από 37000 νεκροί κι από τα δύο μέτωπα. Ο Οτσαλάν δεν ήταν ”αθώα περιστερά”: έχει τη φήμη κακού μακελάρη (εν μέρει υπερβολική αλλά και εν μέρει δικαιολογημένη). Όμως το τουρκικό κράτος ήταν ακόμη πιο αδίστακτο και τα τελευταία δέκα χρόνια του προηγούμενου αιώνα κατέστρεψε περισσοτερα από 3000 κουρδικά χωριά. Ενώ από τη μια μεριά κατηγορούσε τους κούρδους για τρομοκρατία έσπερνε τον τρόμο ανάμεσα στον πληθυσμό του Κουρδιστάν.
Αντί να παραδεχτεί ότι δεν ήταν δυνατόν να εξαφανίσεις μια μειονότητα 20 εκατομμυρίων ανθρώπων δεν θέλησε να αποδεχτεί ούτε μια μετριοπαθή κουρδική αντιπολίτευση. Από το 1991 ένας αντιτρομοκρατικός νόμος έδινε τη δυνατότητα δίωξης ως τρομοκράτη οποιουδήποτε – δημοσιογράφων, διανοούμενων, ακτιβιστών – υποστήριζε τα δικαιώματα των Κούρδων ακόμη και με μη βίαιες μορφές. Ο τουρκικός ποινικός κώδικας τιμωρεί τη λεκτική ή γραπτή υποστήριξη των κούρδων, εξομοιώνοντάς την με εκδηλώσεις ρατσιστικού μίσους.
Κατόπιν, τον Φεβρουάριο του 1999, μετά από ένα θεαματικό ανθρωποκυνηγητό σε διεθνές επίπεδο, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν συνελήφθη στην Κένυα, και μεταφέρθηκε στην Τουρκία για να υποβληθεί σε δίκη με την κατηγορία της προδοσίας.
Δημοκρατία και δικαιώματα των μειονοτήτων
Ακολούθησε, για τον Οτσαλάν, μια μακρά περίοδος αναστοχασμού. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ήταν μια από εκείνες τις προσωπικότητες της διεθνούς αριστεράς που αποποιήθηκαν τον μαρξισμο-λενινισμό, τον ”υπαρκτό σοσιαλισμό”, τον σταλινισμό, ως αυταρχικούς και δογματικούς. Ο κουρδικός λαός, υποστήριζε, πρέπει ”να αντιδράσει στις απαιτήσεις της ιστορικής στγμής” και ”να επανεκτιμήσει τις αρχές, τα προγράμματα και τους τρόπους δράσης”. Αντί να προσπαθεί να επιβάλλει ένα άκαμπτο σύστημα, θα έπρεπε να εξασφαλίσει και να εφαρμόσει τα πιο πλατιά δημοκρατικά κριτήρια (1). Έτσι το 1993 διακήρυξε μονομερή παύση πυρός και παρατήρησε: ”Οι Τούρκοι και οι Κούρδοι είναι συναδελφωμένοι για περισσότερα από χίλια χρόνια κι εμείς δεν δεχόμαστε ένα χωρισμό από την Τουρκία” (2).
Το 1999 πολλοί δεν είχαν καταλάβει ότι ο Οτσαλάν άλλαξε γραμμή. Στη δίκη του η οποία είχε αναπόφευκτα πολιτικό χαρακτήρα, πολλοί περίμεναν ότι θα παρακινούσε το PKK να αναλάβει τον αγώνα για το σχηματισμό κουρδικού Κράτους, αντιθέτως όμως δημοσιοποίησε μια θέση η οποία προέτρεπε στην αποδοχή των υπαρχόντων συνόρων σε μια ενωμένη Τουρκία και τον εκδημοκρατισμό ολόκληρης της χώρας, που θα εγγυάται σε κάθε πολίτη το δικαίωμα της συμμετοχής στην πολιτική ζωή σε ένα επίπεδο ισότητας, χωρίς εθνικές διαφορές.
”Η κατάσταση τόσο για τους Τούρκους όσο και για τους Κούρδους, θα ήταν καλύτερη σε μια Τουρκία πραγματικά δημοκρατική”, δήλωσε ο Οτσαλάν στους δημοσιογράφους. ”Και η Τουρκία δεν μπορεί να είναι πραγματική δημοκρατία αν δεν αναγνωρίσει την ύπαρξη και τα δικαιώματα του κουρδικού λαού. Άλλες χώρες έμαθαν να συμβιώνουν με τις μειονότητες και να επιτρέπουν τη συμμετοχή συνδέοντάς την με διαφορετικά επίπεδα πολιτισμικής και γλωσσικής αυτονομίας. Η ενσωμάτωση και η διαφορετικότητα μετέτρεψαν τις διαφορές σε στοιχείο δύναμης καθιστώντας πιο ισχυρά αυτά τα έθνη. Επιπλέον μια δημοκρατική τάξη θα οδηγούσε την Τουρκία επιτέλους στο περιβάλλον των σύγχρονων δυτικών χωρών, ολοκληρώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το όνειρο του Ατατούρκ”. Όποια ιδέα κι αν σχημάτισαν ο ανακριτές γι’ αυτό το μήνυμα, δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τον φορέα του μηνύματος: κατηγόρησαν για προδοσία τον Οτσαλάν και τον καταδίκασαν με την ποινή του θανάτου. Μερικά χρόνια μετά, η αίτηση εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρέωσε την Τουρκία να ακυρώσει την ποινή του θανάτου μετατρέποντάς την σε ισόβια κάθειρξη. Φυλακίστηκε στο νησί Ιμραλί στη θάλασσα του Μαρμαρά. Επειδή του επιτρέπονταν μόνο περιστασιακές επισκέψεις των δικηγόρων του, το μόνο που είχε ήταν πολύ διαθέσιμο χρόνο, έτσι εκείνος που ήταν ο αρχηγός του ένοπλου αγώνα αφιερώθηκε στη μελέτη. Οι δικηγόροι του έφερναν βιβλία για ανάγνωση, κείμενα ιστορίας, κοινωνιολογίας και άλλα. Ανάμεσα στο 2001 και το 2002 ενδιαφέρθηκε για τα έργα του Μπούκτσιν, ιδίως για την Οικολογία της ελευθερίας και το The Rise of Urbanization, οι μεταφράσεις των οποίων είχαν γίνει στην τουρκική γλώσσα αρκετά χρόνια πριν. Σε εκείνες τις σελίδες αναγνώρισε ένα οικείο πνεύμα, ενός άλλου ακτιβιστή της αριστεράς που είχε βιώσει το πέρασμα από τον μαρξισμό-λενινισμό στη ριζοσπαστική δημοκρατία.
Ο Μπούκτσιν στην εφηβεία του ήταν σταλινικός, όμως όταν είδε ότι το προλεταριάτο δεν εξεγέρθηκε ενάντια στον καπιταλισμό στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου αντιλήφθηκε την αλλαγή των συνθηκών και διέρρηξε τις σχέσεις του με τον μαρξισμό. Διατήρησε όμως τις αντικαπιταλιστικές και επαναστατικές θέσεις και τη δεκαετία του ’50 (όπως ο Οτσαλάν σαράντα χρόνια μετά) πραγματοποίησε μια αναθεώρηση.
Σε αντίθεση με τις αυταρχικές πρωτοπορίες του σταλινισμού, μια σύγχρονη κι ανανεωμένη αριστερά όφειλε να είναι πλήρως δημοκρατική. Ο Μπούκτσιν, εμπνεόμενος από τις μελέτες του για τις συνελεύσεις πολιτών στην αρχαία Αθήνα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένα μελλοντικό επαναστατικό κίνημα θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να αποφύγει τους δεσπότες και να υιοθετήσει τη λαϊκή συνέλευση ως θεσμική εφαρμογή της ελευθερίας. Το υπάρχον εθνικό Κράτος θα εξαφανιζόταν και οι εξουσίες του θα παραχωρούνταν στους ενωμένους πολίτες σε πρόσωπο προς πρόσωπο δημοκρατικές συνελεύσεις.
Ο Μπούκτσιν διέβλεψε ότι το μοιραίο αμάρτημα του καπιταλισμού ήταν η σύγκρουσή του με το φυσικό περιβάλλον, το οποίο θα τον οδηγούσε σε κρίση. Συνέταξε λοιπόν τα μανιφέστα της ριζοσπαστικής οικολογίας υποστηρίζοντας την αποκέντρωση των μητροπόλεων, για να γίνει εφικτή η ζωή σε μικρότερες διαστάσεις, παράγοντας τοπικά την τροφή και χρησιμοποιώντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η κυβέρνηση θα ανήκε στους πολίτες κι όχι στα αφεντικά της βιομηχανίας, τις προσταγές (diktat) της αγοράς ή της εξουσίας του Κράτους. Ο Μπούκτσιν αφιερώθηκε για πολλά χρόνια στην επεξεργασία αυτών των θέσεων σε ένα πρόγραμμα για μια οικολογική και δημοκρατική κοινωνία. Στο πέρασμα του χρόνου έδωσε πολλά ονόματα σε αυτό το πρόγραμμα: οικο-αναρχισμός, ελευθεριακός δημοτισμός και στο τέλος κομουναλισμός.
Δύο διαλεκτικοί
Ο Οτσαλάν μάλλον είδε στον Μπούκτσιν έναν άνθρωπο που σκεφτόταν όπως κι εκείνος, με μια διαλεκτική σφραγίδα κληρονομημένη από το κοινό τους μαρξιστικό παρελθόν. Όχι ότι ήταν διαλεκτικοί υλιστές, αλλά παρέμεναν τέτοιοι με την έννοια ότι σκέφτονταν με τους όρους μιας ανάπτυξης, κυρίως στο ιστορικό επίπεδο. Τα δύο κείμενα που διάβασε ο Οτσαλάν στη φυλακή ήταν διαλεκτικά δομημένα ως ιστορικές αφηγήσεις. (3)
Η οικολογία της ελευθερίας είναι μια εκτεταμένη τοιχογραφία της ανθρώπινης ιστορίας. ”Στις ‘οργανικές’ πρωτόγονες κοινότητες της προϊστορίας – έγραφε ο Μπούκτσιν – ο πληθυσμός των φυλών ζούσε σε μη ιεραρχικές κοινότητες. Τα μέσα για την επιβίωση μοιράζονταν κοινοτικά σύμφωνα με το έθιμο της επικαρπίας (χρήση των πρώτων υλών με βάση τις ανάγκες), μια ηθική της συμπληρωματικότητας (αλληλοβοήθεια) και του εγγυημένου ελάχιστου ( δικαίωμα για όλους στην τροφή, στη στέγη, στην ενδυμασία). Τα άτομα συνηθισμένα να σκέφτονται με συνεργατικούς όρους, έβλεπαν τον φυσικό κόσμο το ίδιο αρμονικό”.
Για τον Οτσαλάν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Μπούκτσιν είχε αφιερώσει πολλή προσοχή στους Σουμέριους και στην αρχαία Μεσοποταμία. Από εκεί είχε ξεκινήσει ο πολιτισμός: ”Η σφηνοειδής γραφή […} κατάγεται από τις λεπτομερείς καταγραφές που έκαναν οι αρμόδιοι του ναού των προϊόντων που παρελάμβαναν κι εκείνων που διένειμαν”. Στην αρχή οι σουμέριοι είχαν μια αξιόλογα εξισωτική συμπεριφορά. ”Οι πρώτες πολεις-κράτος κυβερνούνταν από ‘εξισωτικές συνελεύσεις’ οι οποίες διέθεταν μια ελευθερία σε ένα ασυνήθιστο επίπεδο”. Ο Μπούκτσιν παρατηρούσε ενθουσιασμένος ότι ανάμεσα στους Σουμέριους, για πρώτη φορά στην ιστορία, εμφανίστηκε σε γραπτή μορφή η λέξη ελευθερία (amargi) σε ένα μικρό πίνακα με σφηνοειδή γραφή που περιγράφει τη νικηφόρα λαϊκή εξέγερση ενάντια σε ένα τύραννο βασιλιά. Κατόπιν σκιαγραφούσε πώς αναδύθηκε η ιεραρχία: γεροντοκρατία και πατριαρχία, σαμάνοι και ιερείς, πολεμιστές, αρχηγοί και Κράτη, ιδιοκτησία και ταξικές κοινωνίες. Ανάμεσα και στους Σουμέριους (και στην αρχαία κεντρική Αμερική) εμφανίστηκαν θρησκευτικές και στρατιωτικές ιεραρχίες, οδηγώντας στην ίδρυση Κρατών, στρατών και αυτοκρατοριών. Η νεωτερικότητα (με τον βιομηχανικό καπιταλισμό) ενισχύει και επεκτείνει τις αρχαίες μορφές κυριαρχίας. Επιπλέον, αντί να ζουν σε αρμονία με τη φύση, οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες αντιλαμβάνονται τη φύση σαν ένα αντικείμενο προς εκμετάλλευση και ορέγονται να την κυριαρχήσουν.
Όμως, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν η εμφάνιση της ιεραρχίας, η άνοδος του εθνικού Κράτους και του καπιταλισμού δεν ήταν αναπόφευκτα γεγονότα κι αν εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι ήταν κάτι τέτοιο, θα μπορέσουμε να επεξεργαστούμε το όραμα ενός ”απελευθερωμένου μέλλοντος”. Κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν σε συνεργατικές και κοινοτικές μορφές, και μπορούν να το κάνουν και τώρα. Η θαμμένη μνήμη της οργανικής κοινωνίας ”λειτουργεί υποσυνείδητα με μια υπόρρητη επιταγή για την ελευθερία”. Η παράδοση της κυριαρχίας, ωστόσο, αντιστέκεται σε ένα αντι-κίνημα της παράδοσης των κινημάτων της ελευθερίας και της αντίστασης που προσπαθούν να ανατρέψουν την κυριαρχία και να δημιουργήσουν ελεύθερες κοινωνίες. Αυτά τα κινήματα απορρόφησαν υποσυνείδητα τις αρχές της οργανικής κοινωνίας: επικαρπία, συμπληρωματικότητα, ελάχιστο εγγυημένο, δίνοντάς τους όμως διαφορετικά ονόματα, όπως σοσιαλισμός, κομουναλισμός ή συνεργατισμός. Ανάμεσα και στους αρχαίους Σουμέριους μετά την εμφάνιση των βασιλείων ”έχουμε αποδείξεις λαϊκών εξεγέρσεων ίσως για την επαναφορά της παλιάς κοινωνικής διαχείρισης ή για τον περιορισμό της εξουσίας του bala (κυρίαρχου). Ακόμη και οι ισχυροί στρατιωτικοί αρχηγοί, οι ενσί (ensi), υποβάλλονταν τακτικά σε δίκη από λαϊκές συνελεύσεις. Η ιστορία των λαϊκών εξεγέρσεων από εκεί κι έπειτα βαδίζει παράλληλα με εκείνη του δεσποτισμού.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ οι άνθρωποι που ζουν σε καπιταλιστικές οικονομίες και κυριαρχούνται από εθνικά κράτη, επιθυμούν μια βαθιά κοινωνική μεταμόρφωση, η οποία θα είναι συνάμα συνεταιριστική και κοινοτική, η οποία θα είναι απελευθερωμένη κι από τον καπιταλισμό κι από τα εθνικά Κράτη, η οποία θα είναι σε μια συνεργατική σχέση με τη φύση. Οι ελπίδες μιας απελευθερωμένης και οικολογικής κοινωνίας βασίζονται στη δυναμική αυτής της κοινωνικής ανανέωσης. Ο Μπούκτσιν ονόμασε αυτό το σύνολο των θέσεων ”κοινωνική οικολογία”.
Στο άλλο βιβλίο που διάβασε ο Οτσαλάν το Urbanization Without Cities (Αστικοποίηση χωρίς πόλεις), ο Μπούκτσιν έθετε τις ιστορικές βάσεις μιας δημοτιστικής επανάστασης ενάντια στο εθνικό Κράτος και τον καπιταλισμό. Αναφέρεται σε μια παράδοση δημοκρατικών συνελεύσεων πολιτών που γεννήθηκε με την αρχαία εκκλησία του δήμου, συνεχίστηκε με τις πρώτες μεσαιωνικές κοινότητες στην Ιταλία, τη Γερμανία, και τις Κάτω Χώρες, τα Veče του Pskof και του Novgorod, τις συνελεύσεις του comunero στην Ισπανία τον 16ο αιώνα, του επαναστατικού παρισιού το 1789, τις επιτροπές και τα συμβούλια της αμερικανικής επανάστασης, την Κομμούνα του Παρισιού το 1871, τα σοβιέτ του 1905 και 1917, τις κολεκτίβες της επαναστατημένης Ισπανίας το 1936-7 και τα meeting πολιτών της New England. Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο μαρξισμός φορέας της επανάστασης δεν είναι ο εργάτης αλλά ο πολίτης και ο τόπος της επανάστασης δεν είναι το εργοστάσιο αλλά ο δήμος.
Ο Οτσαλάν κοινωνικός οικολόγος
Η ”αρχή της ελπίδας” που κομίζει η Οικολογία της ελευθερίας πρέπει να ενέπνευσε τον Οτσαλάν στη φυλακή. Όταν ξαναέπιασε το μολύβι οι λέξεις του ήταν επηρεασμένες από τη θέση σύμφωνα με την οποία κάποτε ζούσαμε σε αλληλέγγυες κοινωνίες κι ότι ακόμη υπάρχουν οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο. ”Η νίκη του καπιταλισμού δεν είναι απλά μοιραία” έγραψε το 2004. ”Θα μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική εξέλιξη”. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει, ”πάντα υπήρχε η επιλογή της ελευθερίας” (4), έγραφε σχετικά με τις πρωτόγονες κοινοτικές κοινωνικές μορφές, όπως είναι η ”οργανική κοινωνία” του Μπούκτσιν, την οποία ο Οτσαλάν αναβάπτισε σε ”φυσική κοινωνία”. Κατά την άποψή του η καταγωγή της ιεραρχίας εντοπίζεται ανάμεσα στους Σουμέριους (5), στα Ζιγκουράτ, τις πολυεπίπεδες πυραμίδες της Μεσοποταμίας οι οποίες ήταν εν μέρει ναοί, με τις θεότητες που κατοικούσαν στο ανώτερο επίπεδο, αλλά και διοικητικά κέντρα και, στα χαμηλότερα επίπεδα, χώροι για την παραγωγή εμπορευμάτων (6). Επειδή συμπεριελάμβαναν τη θρησκευτική, κρατική και οικονομική εξουσία, τα Ζιγκουράτ αντιπροσώπευαν μια κοινωνική τάξη στην οποία ο λαός μοχθούσε με στόχο να υπηρετήσει έναν υποθετικό θεϊκό άρχοντα. Οι ιερείς που κατασκεύαζαν τα Ζιγκουράτ ήταν ”αρχιτέκτονες της συγκεντρωτικής πολιτικής εξουσίας”, τα οικοδομήματα ήταν ”εργαστήρια για την κωδικοποίηση των ανθρώπινων αντιλήψεων […] όπου δημιουργήθηκε η υποταγμένη ύπαρξη”.
Με το πέρασμα του χρόνου οι ναοί αναπτύχθηκαν και μετασχηματίστηκαν σε πόλεις, οι πόλεις σε Κράτη, αυτοκρατορίες, πολιτισμούς, όμως η φύση του φαινομένου παρέμενε η ίδια. ”Η ιστορία του πολιτισμού δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνέχιση της σουμεριανής κοινωνίας {…} η οποία διακλαδώνεται και διαφοροποιείται όμως συντηρεί την ίδια βασική μορφή” (7). Ζούμε ακόμη στη χώρα των Σουμέριων ” αυτή την απίστευτη διανοητική επινόηση [που] ελέγχει από παλαοτάτων χρόνων ολόκληρη την ιστορία (8). Επιπλέον, τονίζει ο Οτσαλάν επαναλαμβάνοντας τον Μπούκτσιν, η ανάδυση της ιεραρχίας εισήγαγε την ιδέα της κυριαρχίας πάνω στη φύση: ” Αντί να είναι μέρος της φύσης” η ιεραρχική κοινωνία τη θεωρεί ”όλο και περισσότερο ως πλουτοπαραγωγικό πόρο”. (9)
Εμπνευσμένος από τη θέση του Μπούκτσιν για την ”παράδοση της ελευθερίας” ο Οτσαλάν υποστήριξε ότι οι κοινοτικές όψεις της ”φυσικής κοινωνίας” παραμένουν στις εθνικές ομάδες, στα ταξικά και τα θρησκευτικά κινήματα, στις φιλοσοφικές ομάδες που αγωνίζονται για την ελευθερία. Όλη η ιστορία της δύσης διασχίζεται από μια διαλεκτική αντίφαση ανάμεσα στην ελευθερία και την κυριαρχία, γιατί ”η κοινοτική κοινωνία βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με την αντίστοιχη ιεραρχική”. (10)
Εν τέλει ο Οτσαλάν υιοθέτησε την κοινωνική οικολογία. Η ”φυσική κοινωνία” ήταν κατά κάποιο τρόπο μια οικολογική κοινωνία. Οι ίδιες δυνάμεις που καταστρέφουν εκ των έσω την κοινωνία αποκόβουν σημαντικούς δεσμούς με τη φύση. Ο καπιταλισμός είναι αντι-οικολογικός κι εμείς έχουμε ανάγκη ”μιας συνειδητής ηθικής στάσης” εναντίον του, χρειαζόμαστε ”ένα σύστημα με ηθικά θεμέλια το οποίο θα συνεπάγεται βιώσιμες διαλεκτικές σχέσεις με τη φύση […] όπου το κοινό ευ ζειν θα επιτυγχάνεται με την άμεση δημοκρατία”. (11)
Ο αγώνας για την ελευθερία των Κούρδων συνδέεται με την κοινωνική οικολογία γιατί εν μέρει είναι ένας αγώνας που διεκδικεί τις αξίες της οργανικής κοινωνίας. ” Πολλές όψεις και πολλά χαρακτηριστικά της κουρδικής κοινωνίας […] μοιάζουν με εκείνα των νεολιθικών κοινωνιών, κυρίως εκείνα της οργανικής κοινωνίας. Επιπλέον, ”οι Κούρδοι σε ολόκληρη την ιστορία τους προτίμησαν το σύστημα του clan και των συνομοσπονδιών ανάμεσα στις φυλές κι αντιστάθηκαν μαχητικά ενάντια στις συγκεντρωτικές κυβερνήσεις” (12). Επίσης, δεν είναι οι Κούρδοι που ενσαρκώνουν ιδιαίτερα τον αγώνα για την ελευθερία: ” Οποιαδήποτε λύση πρέπει να προβλέπει επιλογές έγκυρες όχι μόνο για τον κουρδικό λαό αλλά για όλο το λαό”. Ο Οτσαλάν, όπως και ο Μπούκτσιν παραμένει ένας διεθνιστής. ”Αντιμετωπίζω αυτά τα προβλήματα στη βάση ενός ανθρωπισμού, μιας ανθρωπότητας, μιας φύσης κι ενός σύμπαντος”. (13)
Δημοκρατικός συνομοσπονδισμός
Αν και ασφυκτιούσε πίσω από τα κάγκελα, ο Οτσαλάν κατάφερνε να επικοινωνεί με τον κουρδικό λαό μέσω των δικηγόρων του. Έτσι ξεκίνησε να συστήνει Μπούκτσιν. Κάλεσε όλους τους δημάρχους των κουρδικών περιοχών να διαβάσουν το βιβλίο Urbanization Without Cities κι όλους τους μαχητές να μελετήσουν την Οικολογία της Ελευθερίας. (14) Την άνοιξη του 2004 μέσω των δικηγόρων του ήρθε σε επαφή με τον Μπούκτσιν για να ξεκινήσει ένα διάλογο μαζί του. Ο Οτσαλάν εξήγησε στον Μπούκτσιν, μέσω των διαμεσολαβητών του, ότι θεωρεί τον εαυτό του μαθήτη του, ότι έχει εμβαθύνει στα έργα του κι ότι επιθυμεί να καταστήσει τις ιδέες του εφαρμόσιμες στις μεσοανατολικές κοινωνίες. Του έστειλε κι ένα χειρόγραφό του.
Αν αυτή η συζήτηση είχε γίνει, θα ήταν ένα καταπληκτικό γεγονός. Όμως ο Μπούκτσιν στα 83 του ήταν πολύ άρρωστος για να δεχτεί. Παρόλα αυτά τον Μάιο του ίδιου χρόνου έγραψε στον Οτσαλάν: ” Η ελπίδα μου είναι μια μέρα ο κουρδικός λαός να καταφέρει να ιδρύσει μια ελεύθερη και ορθολογική κοινωνία, που θα δώσει τη δυνατότητα να ακτινοβολήσει η λάμψη της. Είναι τυχερή που έχει leader σαν τον κύριο Οτσαλάν”. (15) Αυτό το μήνυμα, όπως καταλάβαμε κατόπιν, διαβάστηκε δημόσια στη Δεύτερη γενική συνέλευση του Συνεδρίου του λαού του Κουρδιστάν, ανάμεσα στα βουνά.
Ο Οτσαλάν συνέχισε να επεξεργάζεται ένα συγκεκριμένο κοινωνικό-οικολογικό πρόγραμμα για τους Κούρδους, για να ωθήσει στον εκδημοκρατισμό και την κοινοτική οργάνωση. Ευχήθηκε οι Κούρδοι να συστήσουν συμβούλια και συνελεύσεις στις αστικές γειτονιές, στις πολεις και τα χωριά. Ονόμασε αυτό το πρόγραμμα ”δημοκρατικό συνομοσπονδισμό”. Τον Μάρτιο του 2005 δημοσίευσε τη ”Διακήρυξη του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού στο Κουρδιστάν” η οποία καλούσε στη δημιουργία ”μιας δημοκρατίας της βάσης, θεμελιωμένης στη δομή των δημοκρατικών κοινοτήτων της φυσικής κοινωνίας. Αυτή θα συγκροτήσει συνελεύσεις χωριού, πόλης και μητροπόλεων, ενώ στους απεσταλμένους τους θα εμπιστεύονται τα καθήκοντα που αφορούν τις αποφάσεις, το οποίο στην πραγματικότητα σημαίνει ότι θα αποφασίζουν ο λαός και οι κοινότητες”.
Ο δημοκρατικός συνομοσπονδισμός του Οτσαλάν υποστηρίζει τα ατομικά δικαιώματα και την ελευθερία έκφρασης καθενός, πέρα από θρησκευτικές, εθνικές και ταξικές διαφορές. Αυτός ”προωθεί ένα οικολογικό μοντέλο κοινωνίας” και δεν υποστηρίζει μόνο την απελευθέρωση της γυναίκας αλλά τη θεωρεί μια κεντρική άποψη: ” Κάνω έκκληση σε όλους τους τομείς της κοινωνίας κυρίως σε όλες τις γυναίκες και τους νέους, ώστε να σχηματίσουν τις δικές τους δημοκρατικές οργανώσεις και να αυτοκυβερνηθούν”.
Η πιθανή διάχυση αυτών των δημοκρατικών οργανώσεων, λέει ο Οτσαλάν, θα οδηγήσει στην έναρξη μιας διαδικασίας εκδημοκρατισμού της Τουρκίας. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο που θα υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, φέρνοντας τη δημοκρατική κουλτούρα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, κι όχι ελευθερία μόνο για τους Κούρδους αλλά μια δημοκρατική συνομοσπονδιακή ένωση σε όλη τη Μέση Ανατολή. Στο θάνατο του Μπούκτσιν τον Ιούλιο 2006, η συνέλευση του PKK απότισε φόρο τιμής ”σε έναν από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς επιστήμονες του 20ου αιώνα”. Ο Μπούκτσιν ”μας εισήγαγε στη σκέψη της κοινωνικής οικολογίας – διακήρυξε η συνέλευση – και συνέβαλε στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής θεωρίας ώστε να προχωρήσει πάνω σε πιο στέρεες βάσεις”. Υπέδειξε πώς να μεταφράσουμε σε πραγματικότητα ένα νέο δημοκρατικό σύστημα. ” Προώθησε την έννοια του συνομοσπονδισμού, ένα μοντέλο το οποίο εμείς θεωρούμε ότι είναι δημιουργικό και πραγματοποιήσιμο”.
Η συνέλευση δήλωσε επίσης: ”Οι θέσεις [του Μπούκτσιν], για το Κράτος, την εξουσία, την ιεραρχία θα πραγματοποιηθούν μέσα από τον αγώνα μας. Θα πραγματοποιήσουμε αυτή την υποσχεσή μας ως η πρώτη κοινωνία που θα ιδρύσει ένα συγκεκριμένο δημοκρατικό συνομοσπονδισμό”. Τον Ιούλιο του 2011 ένα έκτακτο συνέδριο στο Diyarbakir (την de facto κουρδική πρωτεύουσα) διακήρυξε τη ”δημοκρατική αυτονομία”, εννοώντας με αυτό ότι οι κουρδικές πόλεις και τα αστικά κέντρα θα μεταφράσουν αυτή την αρχή στην πράξη συγκροτώντας δημοκρατικούς θεσμούς και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Εν συνεχεία εμφανίστηκε μια επεξεργασμένη συμβουλιακή δομή, με βάσεις στις πόλεις, στις γειτονιές και τα χωριά, η οποία εξασφαλίζει την αυτοκυβέρνηση των Κούρδων σε τοπικό επίπεδο και η οποία λειτουργεί παράλληλα με τους τουρκικούς διοικητικούς θεσμούς. Οι οργανώσεις βρίσκονται στο στάδιο της πραγματοποίησης όμως αν λάβουμε υπόψη ότι δημιουργούνται σε συνθήκες συνεχούς καταστολής και πολέμου, είναι αξιοσημείωτο ό,τι έχει ήδη πραγματοποιηθεί (16).
Με τέτοια μέσα είναι ευχής έργο μια μέρα ο κουρδικός λαός να κατακτήσει την πολυπόθητή του amargi.
Janet Biehl
(Μετάφραση Νίκος Χριστόπουλος)
Σημειώσεις
-
Abdullah Öcalan, Declaration on the Democratic Solution of the Kurdish Question, 1999, trans. Kurdistan Information Centre, Mesopotamian Publishers, London 1999
-
Παρατίθεται στο Michael Gunther, The Kurds Ascending, 2η εκδ. Palgrave Macmillan 2011, σελ. 65.
-
Murray Bookchin, Ecology of Freedom: The Emergence and Dissolution of Hierarchy, AK Press, The Rise of Urbanization and the Decline of Citizenship, Sierra Club, San Francisco, 1986.
-
Abdullah Ö, In Defense of the People (ανέκδοτο), p. 41. Για τη μετάφραση του χειρογράφου ευχαριστείται η International Initiative Freedom for Ö, Peace in Kurdistan. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Γερμανία με τον τίτλο Jenseits von Staat, Macht und Gewalt, Mesopotamien Verlag, Neuss, 2010.
-
Abdullah Ö, Prison Writings, The Roots of Civilization, μετάφρ. Klaus Happel, Pluto Press, London 2007 και Prison Writings, The PKK and the Kurdish Question in the 21st Century, Klaus Happel, Transmedia, London 2011.
-
Öcalan, Roots, σελ. 6.
-
Ibid. σελ. 35, 25, 98.
-
Öcalan, PKK and the Kurdish Question, σελ. 96.
-
Öcalan, Defense of People, κεφ. 12. 10 Öcalan, PKK and the Kurdish Question, σελ. 51, 65, 60.
-
Öcalan, Defense of People, κεφ. 3,4.
-
Öcalan, PKK and the Kurdish Question, σελ. 22.
-
Öcalan, “The Declaration od Democratic Confederalism”, 4 Φεβρουαρίου 2005, στο διαδίκτυο: http://www.kurdmedia.com/article.aspx?id=10174.
-
Öcalan, PKK and the Kurdish Question, σελ. 52.
-
Όπως μου αναφέρθηκε από τον διαμεσολαβητή ανάμεσα στους δικηγόρους του Οτσαλάν και τον Μπούκτσιν, ο οποίος επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος.
-
Αντίγραφο στην κατοχή της αρθρογράφου.
-
Για τη μελέτη των θεσμών δημοκρατικής αυτονομίας δες TATORT Kurdistan,Demokratische Autonomie in Nordkurdistan (2011),http://demokratischeautonomie.blogspot.eu.
Το άρθρο μεταφράστηκε από το ιταλικό αναρχικό περιοδικό A rivista anarchica (Ιούνιος 2013) Απόσπασμά του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα δρόμου Άπατρις (φύλλο #28).