Tag Archives: Αναρχισμός

Andrea Papi – Είμαστε αναρ­χικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να εξεγερ­θούμε …

ANARQ.jpg

 

«…Η αναρχία προσδιορίζεται και διακρίνεται λόγω της με­θόδου μέσω της οποίας τα ίδια της τα υποκείμενα λαμβάνουν τις αποφάσεις και λόγω της αρχής της αυτό-διεύθυνσης των υπο­θέσεων χωρίς την ύπαρξη μιας εξουσίας θεσμισμένης από τα πάνω που θα επιβάλλει τη θέληση της, και όχι λόγω του τύπου της εξέγερσης που θα χρησιμοποιήσει.  Είμαστε αναρ­χικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να εξεγερ­θούμε, αλλά γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε κάτι το εναλλα­κτικό, το οποίο θα τείνει στη μέγιστη δυνατή πολιτική, κοινω­νική και υπαρξιακή ελευθερία.

Οι εξεγέρσεις και οι διάφορες μορφές της επανάστασης με κανέναν τρόπο δεν είναι μια δι­κή μας ιδιαιτερότητα, δεν είναι αυτό που μας διακρίνει. Οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των ισλαμι­στών, μέχρι και των φασιστών, εφόσον καταπιέζονται και εμ­ποδίζονται να εκφραστούν, τείνουν να εξεγείρονται, προκει­μένου ν’ απελευθερωθούν απ’ ότι τους καταπιέζει. Αλλά η ε­ξέγερση τους και, εφόσον υπάρξει, η επανάσταση τους, έχουν μια γεύση καθόλα διαφορετική από τη δική μας, αναμφιβό­λως αντίθετη. Αυτοί, με ιδεολογικές αιτιολογήσεις και ιδανικά διαφορετικά μεταξύ τους, θέλουν την εγκαθίδρυση μιας νέας ισχυρής εξουσίας, απόλυτης, ολοκληρωτικής, θεοκρατικής.

Ε­ξεγείρονται απέναντι στην υπάρχουσα εξουσία επειδή θέλουν να μπουν στη θέση της και να κυριαρχήσουν πάνω στους αν­θρώπους. Εμείς, όταν καταφέρουμε να εξεγερθούμε, αντιθέ­τως, θα θέλουμε να γκρεμίσουμε όχι μόνο την υπάρχουσα ε­ξουσία, αλλά και κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απουσία ιεραρχίας και κυρίαρχης εξουσίας. Δεν παρουσιαζόμαστε ως εκ τούτου σαν εξεγερτικοί, αλλά κυρίως ως φανατικοί ερα­στές της ελευθερίας, όλης της δυνατής ελευθερίας, της αυτοκυβέρνησης, της θέλησης να μην μας κυβερνούν από τα πά­νω και να ζούμε και να συμβιώνουμε με τους άλλους χωρίς βίαιη επιβολή, με αλληλεγγύη, αμοι-βαιότητα και τη μέγιστη συναινετική συμφωνία.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε ό­μως να παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε τόπους ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης, λέγοντας όχι στη δι­δαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και άκεντροι τόποι, χωρίς ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργι­κοί και χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. Στιγμές συλλογικής αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά σχολεία, ελευ-θεριακοί δήμοι οργανωμένοι από τα κά­τω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να προβεί σε κοινούς πει­ραματισμούς και οτιδήποτε άλλο έρχεται στο μυαλό που αντι­προσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία επιθυμούμε.

Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία τελικά, ικανή ν’ ανατρέψει τα υπάρχοντα μοντέλα και το συλλογικό φαντασιακό. Αν ενώ διαδίδεται δεχτεί την επίθεση από τις θεσμισμένες εξουσίες, ενίοτε θα αμυνθεί και θα εξεγερθεί για να διατηρήσει το δι­καίωμα της στην ελεύθερη επιλογή, στην ελεύθερη σκέψη, στον ελεύθερο πειραματισμό. Είναι δυνατόν να υπάρξει! Και, πιστέψτε με, είναι πολύ πιο ισχυρή και θορυβώδης από ο­ποιαδήποτε εκπυρσοκρότηση όπλου ή έκρηξη βόμβας, από οποιονδήποτε πόλεμο, οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια…».   Α. Πάπι, 1986

Απόσπασμα από το εγχειρίδιο του κοινωνικού αναρχισμού.

Αναδημοσίευση από : http://eleftheriakos.gr/node/261#sdendnote14sym (Παράθεμα 14)

ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΟΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΗ REALPOLITIK

Αναρχία, Κομμουνισμός, Άμεση Δημοκρατία, Ριζοσπαστική Οικολογία, Ατομικισμός (με την έννοια της πλέριας ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας και όχι με την τρέχουσα έννοια του φιλοτομαρισμού). Οι λέξεις πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί με ένα διαζευκτικό ήτα να τις χωρίζει. Μήπως, όμως, ταιριάζει περισσότερο το συμπλεκτικό και; Μήπως είναι διαφορετικές λέξεις για να περιγράψουν το ίδιο πρόταγμα; Μήπως είναι έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες και όχι αλληλοαποκλειόμενες;
vark

 


(Mια συζήτηση με τον Ορέστη Βαρκαρόλη, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του: Δημιουργικές αντιστάσεις και αντεξουσία – Εγχειρήματα και προβληματισμοί του ριζοσπαστικού κινήματος στον 21ο αιώνα. Εκδότης: «Το Παγκάκι»).

Ο όρος Αλληλέγγυα Οικονομία ακούγεται ως σχήμα οξύμωρο και ξενίζει πολλούς από εμάς. Μπορούν οι δομές της αλληλέγγυας οικονομίας να αποτελέσουν το πρόπλασμα για μια αταξική κοινωνία ή μήπως είναι νομοτελειακά καταδικασμένες να αφομοιωθούν και να απολέσουν τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τους, μέσα στον ωκεανό της καπιταλιστικής οικονομίας, της λογικής του κέρδους, του ελεύθερου ανταγωνισμού και του (αντι)κοινωνικού δαρβινισμού;

Πράγματι, το πεδίο της οικονομίας φάνταζε και ακόμα φαντάζει για τους περισσότερους που συμμετέχουν στο κίνημα ως αποκλειστική περιοχή του εχθρού. Ένα πεδίο στο οποίο όχι μόνο δεν είναι ωφέλιμο να παρέμβουμε (για την αναίρεσή του), αλλά το οποίο πρέπει να ξεπεράσουμε ή να υπερβούμε με βάση, μια μάλλον εξτρεμιστική παρά ριζοσπαστική, κριτική του υπάρχοντος που στην προέκτασή της φτάνει να (ανα)ζητά αφελώς ακόμα και την κατάργηση της κοινωνίας. Λες και το ξεπέρασμα της εμπορευματικής μορφής της πατάτας προϋποθέτει την κατάργηση της πατάτας[1] και η κατάργηση της μισθωτής εργασίας την κατάργηση της εργασίας γενικά[2]!

Για πολύ καιρό κρατήσαμε τα μάτια μας κλειστά μπροστά στις ποικιλόμορφες μη-καπιταλιστικές οικονομικές πραγματικότητες που λειτουργούν εντός του καπιταλισμού και το κάναμε σε τέτοιο βαθμό που ο προταγματικός λόγος μας έμενε σε μια γενικόλογη αοριστολογία. Η αιτία; Είτε γιατί εγκλωβιστήκαμε σε ένα βολονταριστικό άλμα στην απόπειρα για συνολικοποίηση της πρακτικής κριτικής μας, είτε γιατί παγιδευτήκαμε σε μια παγιωμένη/δογματική θέαση της ουτοπίας, που αντί να εμψυχώνει μια δραστηριότητα και να την καθοδηγεί με βάση μια ριζοσπαστική κριτική του παρόντος, μας ακρωτηρίαζε την εκτίμηση απέναντι σε κάθε δράση που δεν μπορούσε να ταυτιστεί με το δέον της.

Ο όρος αλληλέγγυα οικονομία χρησιμοποιήθηκε για να καταδείξει ότι μπορούμε να αναπτύξουμε στο σήμερα «οικονομικά» εγχειρήματα, ανταγωνιστικά στον καπιταλισμό και την αυτονόμηση της οικονομικής ζωής, με ορίζοντα τις αυτόνομες μετακαπιταλιστικές κοινότητες «όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου, και όχι ύστατος σκοπός»[3]Επίσης, η διαδικασία του πειραματισμού σε μια προεικονιστική realpolitik μας επιτρέπει να αναπτύξουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια το περίγραμμα των θεσμών και της λειτουργίας τους στο πλαίσιο μιας ελευθεριακής κοινωνίας και άρα να διαμορφώσουμε τους όρους για το πέρασμα από την μαχητική αντιπολίτευση στην αμφισβήτηση της ηγεμονίας του κυρίαρχου υποδείγματος.

Ωστόσο, τα εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας που επιδιώκουν να πειραματιστούν στη δημιουργία θεσμών μιας πιο επιθυμητής κοινωνίας, το κάνουν μέσα στο κέλυφος της παλιάς και ως εκ τούτου δεν πρόκειται για ειδυλλιακές παραστάσεις της «άλλης» κοινωνίας, αλλά για παραδείγματα αγώνα που θέλουν να συμβάλλουν στην επίτευξή της. Τα όρια και οι αντιφάσεις που συναντούν προϋποθέτουν ριζικές αλλαγές ταυτόχρονα στην πολιτική και στην οικονομική οργάνωση της κοινωνίας. Εγχειρήματα τα οποία οφείλουμε να τα βλέπουμε ως ανοιχτά στοιχήματα –που έχουν αξία από μόνα τους– σε αγώνες που η τελική τους (κοινωνική) κρίση θα γίνει στο μέλλον. Εάν δηλαδή αποτέλεσαν τις πρώτες σταγόνες μιας ελευθεριακής καταιγίδας ή απλές σταγόνες στον ωκεανό της καπιταλιστικής οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος της απονοηματοδότησης των εγχειρημάτων αλληλέγγυας οικονομίας από το «σύστημα», ειδικά στην παρούσα συγκυρία, δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Και σίγουρα όχι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο η πολιτική συμμετοχή κάποιου στο κίνημα να αποτελεί μέρος μιας lifestyle-υποκουλτούρας. Πιο σημαντικός είναι ο κίνδυνος να βρουν τα όρια τους εξαιτίας λαθών/παραλείψεων/αστοχιών των ίδιων των συμμετεχόντων σε αυτά[4] ή να καταδικαστούν –από την κοινωνική αδράνεια– στο να αποτελέσουν «εξωτικές» εξαιρέσεις παρά να κατασταλούν από τον εχθρό.

Η λογική των δημιουργικών αντιστάσεων είναι να λειτουργήσουν ως ορμητήρια απελευθέρωσης και όχι ως νησίδες ελευθερίας. Ωστόσο υπάρχει και η ετερογονία των σκοπών, η απόσταση ανάμεσα στη θέληση και στο αποτέλεσμα των πράξεών μας. Με τα λόγια του Σαίξπηρ: «η βούληση είναι άπειρη, η εκτέλεσή της όμως υπακούει σε όρια. Η επιθυμία είναι απεριόριστη, η πραγμάτωσή της όμως υπόκειται σε περιορισμούς». Πώς μπορούν οι θεσμοί Αντεξουσίας να αποφύγουν τις σειρήνες του βολέματος σε μια αυτοαναφορική λογική νησίδας ελευθερίας; Έχουν αναπτυχθεί οι δικλίδες ασφαλείας ώστε να αποφευχθεί στην πράξη η ενσωμάτωση της Δημιουργικής Αντίστασης στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις;

Με τον όρο Δημιουργικές Αντιστάσεις δεν αναφερόμαστε γενικώς και αορίστως σε ευφάνταστους τρόπους διαμαρτυρίας ή αποκλειστικά σε εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα σε έναν ιδιαίτερο τύπο κοινωνικοπολιτικής δράσης που από τη μία ενδιαφέρεται για μιαν ορθή κατανόηση της δομής του υπό εξέταση ζητήματος/προβλήματος και της τρέχουσας συγκυρίας και από την άλλη δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες για τους ανθρώπους ώστε να επιλέξουν μια πιο αυτόνομη ζωή. Είναι τα ενδιάμεσα όχι-αιτήματα/προγράμματα, αλλά έμπρακτα παραδείγματα που προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα του καθημερινού αγώνα με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό σύμφωνα με το μότο: «Χτίζοντας, θα γκρεμίσουμε».

Δημιουργική αντίσταση μπορεί να είναι τόσο μια κολεκτίβα εργασίας όσο και ένα σωματείο βάσης, αλλά κανείς και τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την απρόσκοπτη εποικοδομητική-κινηματικά λειτουργία τους. Εναπόκειται κάθε φορά στα μέλη τους και τον κοινωνικό περίγυρό τους το πόσο ψηλά θα σηκώσουν τον πήχη και θα ξεφύγουν από παράγοντες που μπορούν να περιορίσουν τη μετασχηματιστική δυναμική των εγχειρημάτων, όπως αυτοαναφορικότητα, αριστερισμός, ακτιβισμός, αναχωρητισμός, μαξιμαλισμός, ελιτισμός, μικροαστισμός, εθνικισμός, εργατισμός, δημοκρατισμός, συντεχνιασμός, αποσπασματικότητα, σεχταρισμός και πάει λέγοντας.

Αν η μετασχηματιστική δυναμική χαθεί, τότε πολύ απλά δε μιλάμε για δημιουργική αντίσταση. Υπάρχουν, ωστόσο, μια σειρά από χαρακτηριστικά που μπορούν να λειτουργήσουν ως ανιχνευτές γόνιμης λειτουργίας, όπως: συνάφεια μέσων-σκοπών, ασυμμετρία στην αντιπαράθεση με την καθεστηκυία τάξη, συνεχής επαγρύπνηση, κριτικός αναστοχασμός, προσοχή στις λεπτομέρειες, συνεύρεση και συμπόρευση με αντίστοιχα εγχειρήματα στην προσπάθεια για την αλλαγή παραδείγματος.

Τέλος, δε θα πρέπει να πέφτουμε σε μια μηχανιστική-ντετερμινιστική παγίδα αέναης επανάληψης της ιστορίας του στυλ «Απέτυχε κάτι μια φορά; Θα αποτυγχάνει πάντα» και να μη ξεχνάμε ότι και μέσα από τις αποτυχίες των ποικίλων εγχειρημάτων των αγωνιζομένων ανθρώπων μπορούμε να αντλήσουμε ένα σωρό χρήσιμα συμπεράσματα-στοιχεία για τις επόμενες μας απόπειρες.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας. Αρκετές φορές ο εξουσιαστικός «κομμουνισμός» (που επιμένει να προσκυνά το φάντασμα του συγκεντρωτισμού και του κεντρικού σχεδιασμού) απαξιώνει το αμεσοδημοκρατικό πρόταγμα. Κομμάτια, όμως, της συστημικής Αριστεράς, μέχρι και εθνικιστές ακόμα, επικαλούνται με οπορτουνιστικό τρόπο την Άμεση Δημοκρατία. Πώς μπορούμε να εντάξουμε την Άμεση Δημοκρατία στο ελευθεριακό πρόταγμα; Εν τέλει, έχει νόημα η ύπαρξη ενός αμεσοδημοκρατικού πολιτικού εποικοδομήματος εντός μιας εκμεταλλευτικής/ταξικής κοινωνίας (όπως π.χ. στην αρχαία Αθήνα);

Το πρόσφατο ενδιαφέρον για την Άμεση Δημοκρατία θα μπορούσαμε να πούμε ότι προέκυψε κυρίως ως μερική κριτική του αυταρχισμού (του κράτους) ή της πάσης φύσεως γραφειοκρατίας (συνδικάτα, κόμματα) που λειτουργεί αποκομμένη από τη βάση και λιγότερο ως ζήτημα αντεξουσίας[5]. Υπό μια τέτοια-μερική οπτική γωνία μη-αντιπροσώπευσης, μπορεί να γίνει κατανοητή και η επίκλησή του από πλευράς αριστεράς για μια κυβέρνηση που ακούει το λαό ή από φασιστικές οργανώσεις που θέλουν να φύγουν οι αλήτες, προδότες, πολιτικοί.

Αν όμως δεν επιθυμούμε να αρκεστούμε σε μια δημοκρατία του κεφαλαίου (που ορθά απαξιώνεται από την κλασσική αριστερά), αλλά προσεγγίζουμε την άμεση δημοκρατία υπό μια ελευθεριακή σκοπιά (δηλαδή μιας σκοπιά που στρέφεται ενάντια τόσο στην κυριαρχία όσο και στην εκμετάλλευση), τότε πρέπει να κάνουμε σαφές ότι μιλάμε για οριζοντιότητα. Οριζοντιότητα τόσο σε πολιτικό (ποιος/πώς αποφασίζει) όσο και λειτουργικό-οικονομικό επίπεδο.

Η άμεση δημοκρατία τότε, ως διακριτή μορφή δημοκρατίας, δεν μπορεί να σταθεί χωρίς αλλαγές στην οικονομική λειτουργία της κοινωνίας, δηλαδή χωρίς να συνοδεύεται από την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής και την γενικευμένη αυτοδιαχείριση. Δεν περιλαμβάνει απλά και την οικονομική δημοκρατία, αλλά την προϋποθέτει. Δεν πρέπει να επεκταθεί ο δημοκρατικός πολιτικός έλεγχος στην οικονομία, αλλά η δημοκρατία να είναι αδιαχώριστα οικονομική και πολιτική. Δεν πρόκειται για μια στενά πολιτειακή δομή που μένει να εγκαθιδρυθεί, αλλά μια στάση απέναντι στα κοινά και την κοινότητα την οποία μπορούμε να την υιοθετούμε και αξίζει να την προωθούμε στο εδώ και τώρα.

Συνήθως ο κομμουνισμός ταυτίζεται με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής της υλικής ζωής. Αρκεί όμως αυτό; Για παράδειγμα, η άμεση δημοκρατία μπορεί να θεωρηθεί ως κομμουνισμός στην πηγή λήψης αποφάσεων. Η εξουσία διαλύεται μέσω της εξισωτικής διάχυσής της. Η εξουσία που ανήκει σε όλους, δεν ανήκει σε κανέναν. Αντιστρέφοντας το προηγούμενο ερώτημα: έχει νόημα η ύπαρξη μια κομμουνιστικής παραγωγικής βάσης χωρίς την ύπαρξη ενός αμεσοδημοκρατικού πολιτικού εποικοδομήματος;

Αν η δημοκρατία με τάξεις είναι μια σοσιαλιστική φάρσα, έτσι και ο κομμουνισμός χωρίς πολιτική οργάνωση είναι μια φαντασιοπληξία. Με το επίθετο κομμουνιστική δεν περιγράφουμε μια κοινωνία όπου επικρατεί απόλυτη κοινωνική γαλήνη και τα πάντα γίνονται αυθορμήτως αρμονικά, αλλά μιλάμε για μια οργανωμένη κοινωνία με συντεταγμένους τρόπους λειτουργίας που επιδιώκει να καταπολεμά την κυριαρχία σε όλες τις τις εκφάνσεις μέσα από την καλλιέργεια εκείνων των συνθηκών-προϋποθέσεων-θεσμών που υποβοηθούν την ελευθεριακή της λειτουργία. Ή με άλλα λόγια, «η ελευθερία δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια απλή απουσία της εξουσίας, αλλά ως μια συγκεκριμένη οργάνωση των σχέσεων εξουσίας, ώστε να επιτευχθούν συγκεκριμένοι σκοποί»[6]. Αναφερόμαστε συνεπώς σε ένα πολύπλοκο έργο με μεγάλη διάρκεια όπου η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η εξισωτική οργάνωση δεν αποτελούν παρά μόνο βασικές του πράξεις.

Η λεγόμενη στρατηγική της Εξόδου συνήθως αντιμετωπίζει τον κρατικό μηχανισμό ως ένα απλό εμπόδιο που αρκεί να το ξεπεράσουμε μέσα από τη δημιουργία αντιθεσμών για να το καταστήσουμε άχρηστο (λογική που παραδόξως ομοιάζει με τον στιρνερισμό!). Για παράδειγμα, ο Τζέιμς Χέροντ υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός μπορεί να καταστραφεί χωρίς μια πολεμική κίνηση, αλλά με το «ξεγύμνωμά του»: «οι καπιταλιστικές δομές […] δεν κατακτώνται· απορρίπτονται». Η λογική αυτή τείνει να αγνοεί την αφομοιωτική ή κατασταλτική δυναμική που αναπτύσσει το κεφάλαιο και το κράτος του. Εν τέλει, μπορεί να κατακτηθεί ο στόχος της αταξικής κοινωνίας δίχως να καταφύγουν οι καταπιεσμένοι στην υλική βία; Μπορεί να αναπτυχθεί μια θεωρία και πρακτική της δημιουργικής αντίστασης, δίχως μια αντίστοιχη ανάπτυξη μιας θεωρίας και πρακτικής της επαναστατικής βίας;

Η στρατηγική της εξόδου, της απεμπλοκής από τις σχέσεις κυριαρχίας, βασίζεται στην αναγνώριση ότι όσο ολοκληρωτικό και αν είναι ένα σύστημα ποτέ δεν μπορεί να πετύχει τη φιλοδοξία του –πάντα θα υπάρχουν τρύπες, περιθώρια και ρωγμές ελευθερίας πλάι στην (αναγκαστική ως ένα βαθμό) αναπαραγωγή της καταπίεσης και την εθελοδουλία.

Χωρίς να πέφτει στην παγίδα του στημένου κάδρου της υιοθέτησης ή μη της χρήσης βίας[7], δενυιοθετεί την απλοϊκή άποψη ότι η κοινωνία είναι εκ φύσεως καλή, αλλά τη διαφθείρει το κράτος και το κεφάλαιο που εφόσον εκδιωχθούν δια της βίας/επανάστασης ο κόσμος θα αυτορρυθμιστεί με γαλήνη, αρμονία και προδέρμ. Δεν ταυτίζει δηλαδή την επανάσταση με την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα ή μια σειρά μαχών που η νικηφόρα διεξαγωγή τους αρκεί για να εξοβελιστεί οριστικά στο παρελθόν η καταπίεση. Η επανάσταση δεν είναι απλώς/απλός πόλεμος και στον κοινωνικό πόλεμο δεν είναι μόνο τα όπλα που μετράνε. Πρώτα θα πρέπει να καλλιεργηθεί η ταξική συνείδηση, οι μεγάλες «μάζες» να θέλουν μια άλλη κοινωνία και να βλέπουν συγκεκριμένα πράγματα (καταπίεση, εκμετάλλευση, ιδιώτευση) σαν εμπόδια στο να το επιτύχουν. Πρέπει να ξεκινήσουμε πρώτα από τους ανθρώπους σε πρώτο πρόσωπο, τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις αφηγήσεις τους.

Δεδομένης λοιπόν της παρούσας πολιτικής ηγεμονίας του εχθρού στις μάζες και της υπεροπλίας του στο στρατιωτικό σκέλος, πρέπει να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο θα του επιτεθούμε χωρίς να πέσουν πολλές «πιστολιές»[8]. Πρέπει να επιλέξουμε εκείνα τα πεδία αντιπαράθεσης και εκείνα τα σημεία όπου θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου. Και αυτά μπορούν να αναζητηθούν κυρίως στη μεγάλη μας δυνητικά δύναμη να μπορούμε χωρίς το κεφάλαιο, ενώ αυτό δεν μπορεί χωρίς εμάς. Μια τέτοια αναζήτηση, σε καμία περίπτωση δε συνιστά αγνόηση της δύναμης του κυρίαρχου λόγω κοντοφθαλμίας, αλλά τακτική μανούβρα που προκύπτει από την αξιολόγηση των δύο στρατοπέδων και του ευρύτερου περιβάλλοντος.

Μέσω μιας τέτοιας ανάγνωσης για το (δυσχερές) περιβάλλον/συσχετισμό πρέπει να κατανοηθεί η μετατόπιση του πρωταρχικού ενδιαφέροντος από το μάκρο-επίπεδο της Κατάληψης της (Αντι)εξουσίας[9] (το σημαιάκι στο οχυρό του εχθρού) στο έδαφος των εμπειριών της καθημερινής ζωής· τη «μάχη» για το κέρδισμα της καρδιάς και του νου όσων περισσότερων συνειδητών συμπορευτών, την κατάκτηση της ικανότητας να ζούμε χωρίς να δουλεύουμε με όρους μισθωτής εργασίας ή αγοράζοντας προϊόντα που παρήχθησαν με αυτόν τον τρόπο μέσω της συνεργατικής παραγωγής αγαθών. Ωστόσο, με βάση τη ρητή στόχευση σχετικά με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού και του κράτους του, η αναγκαιότητα κατάληψης των μέσων παραγωγής και η υπεράσπιση των«απελευθερωμένων χώρων» δεν μπορεί παρά να παραμένει μια βασική παράμετρος που υπερβαίνει τις παρούσες δυνατότητές του μη-βίαιου, σημειωτικού (ανταρτο)πόλεμου θέσεων[10] και των απέλπιδων τεροριστικών επιθέσεων. Αν επομένως αποπειραθούμε να μιλήσουμε για επαναστατική βία –και όχι ένα θεαματικό υποκατάστατό της– σίγουρα μιλάμε για ενεργή εμπλοκή εκατομμυρίων ανθρώπων στη δράση και την υποστήριξή της. Μιλάμε για μια βία αναρχικής ηθικής α λα Μαλατέστα[11], που ναι μεν εμπεριέχει μια μηδενιστική λύσσα, λειτουργεί όμως εργαλειακά και όχι αυτάρεσκα κατόπιν εύστοχης εκτίμησης της στιγμής α λα Λένιν με μια Τροτσκιστική στρατιωτική μακρο-οπτική[12] με εσωτερικές όμως διαδικασίες τύπου Ταξιαρχίας Ντουρρούτι που οι φορείς της, α λα Ζαπατίστας[13], δεν έχουν λόγο να παρεμβαίνουν ως τέτοιοι στις αυτόνομες πολιτικές δομές των κοινοτήτων αγώνα.

Ποια είναι η διαλεκτική σχέση που θα μπορούσαν να έχουν οι προεικονιστικές αντιδομές με την αντιβία που ήδη εκφράζεται από τους καταπιεσμένους, με την εντυπωσιακή πύκνωση τα τελευταία χρόνια των αστεακών ή εργατικών ταραχών, των λαϊκών εξεγέρσεων (βλέπε τους τελευταίους μήνες, Τουρκία, Αίγυπτο, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Χιλή, Ουκρανία, Σουηδία).

Η σχεδόν αντιπολιτική κραυγή που εκφράζεται μέσω των ταραχών των τελευταίων ετών χαρακτηρίζεται από μια (παραλυτική) έλλειψη σε σχέση με το τι θα όφειλε να αντικαταστήσει το σημερινό status quo. Κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε δεύτερο χρόνο στην προληπτική-κομφορμιστική καταστολή της αντίστασης και στο γρήγορο ξεθώριασμα της εκ-στατικής εξεγερσιακής εμπειρίας που δεν αφήνει απτά σημάδια βελτίωσης στην καθημερινότητα των ανθρώπων.

Επομένως, προπαρασκευαστικός ρόλος των δημιουργικών αντιστάσεων (όπως και όλων των πολιτικών συλλογικοτήτων) είναι με «δουλειά μυρμηγκιού» να σπάσουν τα τούβλα της πολιτικής σύγχυσης-απογοήτευσης και της απουσίας αντιπροτάσεων γονιμοποιώντας το άγονο περιβάλλον με την προσδοκία της μετάβασης. Μέσω της προωθημένης ανίχνευσης του κόσμου που δεν είναι ακόμη εδώ, να υποβοηθήσουν να αναπτυχθεί κοινωνικά εκείνη η νοοτροπία αγώνα της οποίας οι πιο προωθημένες ενέργειες δεν θα είναι (απλά) οι πυρπολήσεις τραπεζών, αλλά οι καταλήψεις των μέσων παραγωγής και η δημιουργία εργατικών συμβουλίων. Η ουσιαστική και στο έπακρο πραγμάτωση εκείνων των χαρακτηριστικών που συναντάμε στις σημερινές δημιουργικές αντιστάσεις μόνο σε εμβρυακή μορφή.

Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται 20 χρόνια από την εξέγερση των Ζαπατίστας. Διατηρεί η ζαπατιστική εξέγερση την επικαιρότητά της και ποιο είναι το σημερινό της νόημα για εμάς στον δυτικό κόσμο;

20 χρόνια μετά την εξέγερση στο νοτιοανατολικό Μεξικό, οι εξεγερμένες ιθαγενικές κοινότητες των ζαπατίστας έχουν δημιουργήσει έναν χώρο, μια κοινωνία όπου η άμεση δημοκρατία είναι μια πραγματικότητα που παλεύεται και κατακτιέται καθημερινά από χιλιάδες ανθρώπους που χτίζουν την αυτονομία τους απέναντι σε μια εξουσία από την οποία δεν διεκδικούν και δεν δέχονται τίποτα και την οποία δεν αναγνωρίζουν.

«Κανένα μοντέλο δεν προσφέρουμε» λένε οι ζαπατίστας. «Καθένας πρέπει να επινοήσει το δικό του μοντέλο στον τόπο του, στη γειτονιά του, στην πόλη του, στη χώρα του. Και αυτό θα είναι η καλύτερη αλληλεγγύη για μας». Πράγματι, κανένα μοντέλο δεν μεταφέρεται. Όμως η εμπειρία όσων αντιστέκονται συλλογικά, όπως οι ζαπατίστας, είναι γνώση και εμπειρία για όλους μας. Μπορούμε να μαθαίνουμε. Και το πρώτο που έχουμε να μάθουμε είναι ότι «μπορεί να γίνει και αλλιώς».

Ας δούμε, λοιπόν, ορισμένα –χρήσιμα για εμάς– χαρακτηριστικά ενός μεγάλου εγχειρήματος/πειράματος. Ενός αγώνα που:

·        χαρακτηρίζεται από την σύμπνοια σκοπού και μέσων
·        αναδεικνύει τη δυνατότητα της αυτοδιακυβέρνησης και μάλιστα κάτω από δυσμενής συνθήκες και συνεχείς πιέσεις,
·        επιμένει να επινοεί από τα κάτω τους κατάλληλους θεσμούς και πρακτικές με έμφαση στην υλικότητα, στην αλλαγή της καθημερινότητας σε όλες της τις εκφάνσεις (διατροφή, υγεία, εκπαίδευση, διακυβέρνηση κ.λπ,) αντί να μένει σε διακηρύξεις καλών προθέσεων,
·        τονίζει τη σημασία της στράτευσης και της οργάνωσης απαλλαγμένης όμως από τη φοβία για τα λάθη ή την αναποτελεσματικότητα, προκειμένου να επιδιωχθεί η μαθητεία όσο το δυνατόν περισσότερων μελών της κοινωνίας στη διαχείριση των συλλογικών υποθέσεων,
·        προνοεί για τη δημιουργία κατάλληλων δομών/μηχανισμών που να μην επιτρέπουν την καταστροφική δημιουργία χάσματος μεταξύ βάσης και ηγεσίας,
·        ανανεώνει τις διαδικασίες και τις στρατηγικές του με βάση τα μαθήματα του αγώνα,
·        αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα που εξελίσσεται σε ολόκληρη την υφήλιο.

Αναρχία, Κομμουνισμός, Άμεση Δημοκρατία, Ριζοσπαστική Οικολογία, Ατομικισμός (με την έννοια της πλέριας ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας και όχι με την τρέχουσα έννοια του φιλοτομαρισμού). Οι λέξεις πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί με ένα διαζευκτικό ήτα να τις χωρίζει. Μήπως, όμως, ταιριάζει περισσότερο το συμπλεκτικό και; Μήπως είναι διαφορετικές λέξεις για να περιγράψουν το ίδιο πρόταγμα; Μήπως είναι έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες και όχι αλληλοαποκλειόμενες;

Το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα έχει μια πολύ μεγάλη δεξαμενή ιδεών, βιωμάτων από όπου μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα και εργαλεία για τους σημερινούς αγώνες. Χωρίς να έχει νόημα να συνενώσουμε αναδρομικά τις διαφορετικές παραδόσεις που έχουν πολλές φορές αναμετρηθεί μεταξύ τους, υπάρχουν σαφώς μεγάλα περιθώρια, ύστερα από την μελέτη τους εντός του ιστορικού τους πλαισίου και την κριτική κατανόησή τους, για μια πιο γόνιμη σύνθεσή των αλληλοσυμπληρούμενων πτυχών τους. Καθώς βαδίζουμε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, με τον όρο αναρχία δεν αναφερόμαστε αορίστως σε μια απουσία αρχής, αλλά σε έναν αγώνα των από τα κάτω με στόχο ένα αμεσοδημοκρατικό πολίτευμα που όχι μόνο προνοεί στο μέτρο του εφικτού ώστε να μην καταπιέζονται τα άτομα, αλλά αποπειράται να καλλιεργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την πληρέστερη έκφραση της ατομικότητάς τους και προϋποθέτει την επαναξιολόγηση των αναγκών μας ώστε η –κατά βάση– κομμουνιστική οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης να λαμβάνει χώρα σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.

 


[1]      Δες το Μια κριτική της Κομμουνιστικοποίησης, http://antisystemic.wordpress.com/2011/12/09/μια-κριτική-της-κομμουνιστικοποίηση.
[2]      Δες το Η κριτική του Μαρξ στα σοσιαλιστικά σχήματα εργασιακού χρήματος και ο μύθος του προυντονικού χαρακτήρα του συμβουλιακού κομμουνισμού (http://pagkaki.org/labour-money) και τοΑνάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον μυθικό κομμουνισμό(http://antisystemic.wordpress.com/2013/06/14/ανάμεσα-στον-ελευθεριακό-σοσιαλισμό).
[3]      Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας.
[4]      Δες το Οι σπόροι φύτρωσαν. Κατάθεση εμπειρίας από συμμετοχή σε εγχείρημα αλληλέγγυας οικονομίας, διαθέσιμο στο http://pagkaki.org/sites/pagkaki.org/files/oi sporoi fitrosan.pdf.
[5]      Η από-τη-βάση-οικειοθελώς-οργανωμένη-θετικά μη αυταρχική και μη καταπιεστική διαχείριση της οικονομίας και της εξουσίας.
[6]      Anarchafairy, 2008, Μετα-δομισμός, και η Αναγέννηση ενός Αναρχικού Υποστρώματος, http://www.rebelnet.gr/files/sosc-489-final.gr.pdf.
[7]      Η μη βία είναι ένα βασικό ιδεολογικό όπλο μιας πολύ βίαιας κυριαρχίας που το χρησιμοποιεί προκειμένου να μας παθητικοποιήσει. Χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ κηρύττοντας τη μη βία. Είναι ένα αποτελεσματικό όπλο επειδή όλοι θέλουμε (αλλά δεν μας αφήνουν) να ζούμε σε έναν κόσμο ειρηνικό χωρίς βία […] Είμαστε μπλεγμένοι στον κοινωνικό πόλεμο και αυτή η κατάσταση θέτει όρια στο τι μπορούμε να κάνουμε/πετύχουμε. Η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί μόνο μετά την καταστροφή του καπιταλισμού […] Δε θα καταφέρουμε ποτέ να οικοδομήσουμε μια ζωή με ελευθερία χωρίς να αντιμετωπίσουμε τους κυρίαρχους. James Herod, Getting Free. Creating an Association of Democratic Autonomous Neighborhoods, 2007, http://www.jamesherod.info/?sec=book&id=1.
[8]      Στο σημείο αυτό χρήσιμο είναι να παραδειγματιστούμε από τη σαρωτική “μη-βίαιη” αντεπίθεση του κεφαλαίου (στην απόπειρα απάντησης του εργατικού κινήματος με την μονοπώληση της εργατικής δύναμης στην μονοπώληση των μέσων παραγωγής από το κεφάλαιο) με το σπάσιμο της παραγωγής σε κομμάτια, τη μεταφορά εργοστασίων και κεφαλαίου σε χώρες και περιοχές με ευνοϊκές συνθήκες για το κεφάλαιο κ.ό.κ.
[9]      Με τον νεολογισμό αυτό αναφερόμαστε τόσο στην αντίληψη που θέλει το εργατικό κράτος να αποτελεί προνομιακό τόπο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας όσο και στη σύλληψη της επανάστασης ως κοινωνικού μετασχηματισμού που θα πραγματοποιηθεί με την καταστροφή του κέντρου εξουσίας που εδράζεται στο κράτος και την απελευθέρωση των αυτόνομων τάσεων των ανθρώπων.
[10]     Για μια εισαγωγή στον πόλεμο θέσεων του Γκράμσι, δες το Ισχύς και εξουσία. Επανεπινοώντας την επανάσταση, διαθέσιμο στο http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2013/08/blog-post_23.html.
[11]     «Αναρχία σημαίνει μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός η περισσοτέρων στους υπόλοιπους. Είναι μέσο της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελουσίας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες την μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία. {…} Για να ζήσουν δύο εν ειρήνει, πρέπει να το θέλουν αμφότεροι· αν ένας από τους δύο είναι ισχυρογνώμων και θέλει με τη βία να επιβάλλει στον άλλο να δουλεύει για λογαριασμό του και να τον υπηρετεί, αυτός ο άλλος, αν θέλει να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του και να μην περιπέσει στην πλέον ταπεινή δουλεία, παρόλη την αγάπη του για την ειρήνη και ομόνοια, είναι υποχρεωμένος να αντισταθεί στη δύναμη με όλα τα πρόσφορα μέσα» Ερρίκο Μαλατέστα, Αναρχία και βία, Pensiero e Volonta, 1924.
[12]     Guerrilla-ism and the Regular Army, http://www.marxists.org/archive/trotsky/1919/military/ch08.htm
[13]     Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης: η εδραίωση της αυτονομίας, http://solidaridadzapatista.blogspot.gr/2008/07/blog-post_04.html

Αναδημοσίευση απόhttp://halastor.blogspot.gr/2013/11/realpolitik.html

Ερίκο Μαλατέστα, Αναρχία και βία

mala

ΑΝΑΡΧΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΜΗ ΒΙΑ, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός ή περισσοτέρων στους υπολοίπους. Είναι μόνο μέσω της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελούσιας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες την μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία.

Υπάρχουν σίγουρα άλλοι άνθρωποι, άλλες παρατάξεις, άλλες σχολές τόσο ειλικρινώς αφιερωμένες στο γενικό καλό, όσο μπορούν να είναι οι καλύτεροι ανάμεσα μας. Αλλά αυτό που διακρίνει τους αναρχικούς απ’ όλους τους άλλους, είναι ακριβώς ο φόβος της βίας, η επιθυμία και η πρόθεση να εξαλειφθεί η βία, δηλαδή η υλική δύναμη, από την ανθρώπινη άμιλλα. θα μπορούσαμε ως εκ τούτου να πούμε ότι η ιδιαίτερη ιδέα που διακρίνει τους αναρχικούς, είναι η κατάργηση του χωροφύλακα, ο αποκλεισμός από τους κοινωνικούς συντελεστές του κανόνα που επιβάλλεται μέσω της κτηνώδους, είτε νόμιμης, είτε παράνομης, δύναμης

Αλλά τότε, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, γιατί στον σημερινό αγώνα, εναντίον των κοινωνικο-πολιτικών θεσμών που θεωρούν καταπιεστικούς, οι αναρχικοί έχουν κηρύξει και ασκήσει, κηρύττουν και ασκούν, όταν μπορούν, τη χρήση βίαιων μέσων, κάτι το οποίο προφανώς αντιφάσκει με τους σκοπούς τους; Κι αυτό σε βαθμό που, κάποιες φορές, πολλοί καλόπιστοι, όπως και όλοι οι κακόπιστοι αντίπαλοι τους, να πιστεύουν ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Αναρχισμού ίσως να είναι ακριβώς η βία;

Το ερώτημα μπορεί να φαίνεται όχι προκαλεί αμηχανία, αλλά μπορώ να το απαντήσω με λίγα λόγια. Για να ζήσουν δύο εν ειρήνει, πρέπει να το θέλουν αμφότεροι· αν ένας από τους δύο είναι ισχυρογνώμων και θέλει με τη βία να επιβάλλει στον άλλο να δουλεύει για λογαριασμό του και να τον υπηρετεί, αυτός ο άλλος, αν θέλει να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του και να μην περιπέσει στην πλέον ταπεινή δουλεία, παρ’ όλη την αγάπη του για την ειρήνη και την ομόνοια, είναι υποχρεωμένος ν’ αντισταθεί στη δύναμη μ’ όλα τα πρόσφορα μέσα.

Η ρίζα των κακών που ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα, εκτός εκείνων εννοείται που εξαρτώνται από τις αντίξοες δυνάμεις της φύσης, βρίσκεται στo ότι οι άνθρωποι δεν έχουν κατανοήσει πως η συμφωνία και αδελφική συνεργασία είναι το καλύτερο μέσο για την εξασφάλιση στους πάντες του μέγιστου δυνατού καλού, με αποτέλεσμα οι πιο δυνατοί και πιο πανούργοι να θέλουν να υποτάξουν και να εκμεταλλεύονται τους υπολοίπους. Κι όταν καταφέρουν ν’ αποκτήσουν κάποιο πλεονέκτημα, θέλουν να το εξασφαλίσουν και να το διαιωνίσουν, δημιουργώντας για την υπεράσπιση του κάθε μορφής όργανα συνεχούς καταναγκασμού. Εξ αυτού ολόκληρη η ιστορία είναι γεμάτη αιματηρούς συγκρούσεις: Αυταρχικές ενέργειες, αδικίες, άγρια καταπίεση από τη μια πλευρά, εξεγέρσεις από την άλλη.

Δεν προτίθεμαι να κάνω διακρίσεις μεταξύ των παρατάξεων: Οποιοσδήποτε θέλει να χειραφετηθεί, ή να προσπαθήσει να χειραφετηθεί, οφείλει να αντιπαρατάξει τη δύναμη στη δύναμη, τα όπλα στα όπλα. Όμως ο καθένας, ενώ βρίσκει αναγκαίο και δίκαιο να χρησιμοποιεί τη δύναμη για να υπερασπίσει την ελευθερία του, τα συμφέροντα του, την τάξη του, τη χώρα του, καταδικάζει, στο όνομα μιας ιδιαίτερης ηθικής που τον διακρίνει, τη βία, όταν αυτή στρέφεται εναντίον του για την ελευθερία, τα συμφέροντα, την τάξη, τη χώρα κάποιων άλλων. […] Θυμίζω ότι επ’ ευκαιρία μιας πολύκροτης αναρχικής απόπειρας, κάποιος που φιγουράριζε τότε στις πρώτες γραμμές του σοσιαλιστικού κόμματος και είχε επιστρέψει φρέσκος-φρέσκος από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, κραύγαζε δυνατά, με την έγκριση των συντρόφων του, ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή και δεν πρέπει να αφαιρείται ούτε για την υπόθεση της ελευθερίας. Φαίνεται ότι εξαιρείται η ζωή των Τούρκων και η υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Παραλογισμός ή υποκρισία;

Ωστόσο η αναρχική βία είναι η μοναδική που δικαιολογείται, η μοναδική που δεν είναι εγκληματική. Μιλώ φυσικά για τη βία που έχει όντως αναρχικά χαρακτηριστικά, και όχι για κάποια τυφλή ή παράλογη βίαιη ενέργεια η οποία αποδίδεται στους αναρχικούς, ή για εκείνη που πιθανώς διαπράττεται από πραγματικούς αναρχικούς, ωθούμενους στην παράφορα από άδικες καταδιώξεις, ή τυφλωμένους, λόγω υπερβολικής ευαισθησίας που δεν μετριάζει η λογική, από τη θέα των κοινωνικών αδικιών, από τη λύπη για τη λύπη των άλλων. Η πραγματική αναρχική βία είναι αυτή που σταματά όταν σταματά η ανάγκη υπεράσπισης της ελευθερίας. Αυτή μετριάζεται από τη γνώση ότι τα άτομα ξεχωριστά, λόγω κληρονομικότητας και περιβάλλοντος, είναι ελάχιστα υπεύθυνα για τη θέση που βρέθηκαν· αυτή δεν την εμπνέει το μίσος, αλλά η αγάπη· και είναι ιερή εφόσον σκοπεύει στην απελευθέρωση των πάντων και όχι στην αντικατάσταση της κυριαρχίας των άλλων με τη δική τους.

[…] Οι αναρχικοί δεν είναι υποκριτές. Η δύναμη χρειάζεται να αποκρούεται με τη δύναμη: Σήμερα εναντίον της καταπίεσης του σήμερα· αύριο εναντίον της καταπίεσης που ίσως αντικαταστήσει αυτή του σήμερα. Εμείς θέλουμε την ελευθερία για όλους, για μας και για τους φίλους μας, όπως για τους αντιπάλους και τους εχθρούς μας. Ελευθερία στοχασμού και προπαγάνδισης της σκέψης μας, ελευθερία εργασίας και οργάνωσης της ζωής μας όπως μας ευχαριστεί· όχι ελευθερία, εννοείται -και παρακαλούνται οι κομμουνιστές να μην παρερμηνεύουν— για την κατάργηση της ελευθερίας και εκμετάλλευση της εργασίας των άλλων.
[«Pensiero e Volontà», 1 Σεπτεμβρίου 1924]

Ο επαναστατικός τρόμος
[…] Το μίσος και η επιθυμία για εκδίκηση είναι αχαλίνωτα συναισθήματα, που φυσιολογικά η καταπίεση ξυπνά και τροφοδοτεί· αλλά αν αυτά μπορεί ν’ αποτελέσουν μια δύναμη χρήσιμη για την αποτίναξη του ζυγού, ίσως κατόπιν να αποδειχτούν μια αρνητική δύναμη όταν θα πρέπει ν’ αντικατασταθεί η καταπίεση όχι με μια νέα καταπίεση, αλλά με την ελευθερία και την αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Γι’ αυτό κι εμείς οφείλουμε να ενισχύουμε τη διέγερση εκείνων των ανώτερων συναισθημάτων που η ενεργητικότητά τους κατευθύνεται στη φλογερή αγάπη του καλού, προσέχοντας να μην ανασταλεί η ορμή, αποτελούμενη από καλούς και κακούς παράγοντες, η αναγκαία για τη νίκη. Ας δεχτούμε πως η μάζα θα δράσει καλύτερα σύμφωνα με τις παρορμήσεις της, παρά αν με το πρόσχημα της καθοδήγησης της, τής βάζαμε ένα φρένο το οποίο θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια νέα τυραννία —αλλά να θυμόμαστε πάντοτε ότι εμείς οι αναρχικοί δεν μπορούμε να είμαστε ούτε εκδικητές, ούτε «τιμωροί». Εμείς θέλουμε να είμαστε απελευθερωτές και οφείλουμε να δράσουμε ως τέτοιοι μέσω της διδαχής και του παραδείγματος.

θ’ ασχοληθώ εδώ μ’ ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο άλλωστε είναι το μοναδικό σοβαρό επιχείρημα που παρουσιάζουν σι επικριτές μου σ’ αυτή τη συζήτηση: Την άμυνα της επανάστασης.

Υπάρχουν ακόμη πολλοί που γοητεύονται από την ιδέα του «τρόμου». Αυτοί νομίζουν ότι η γκιλοτίνα, οι τουφεκισμοί, οι σφαγές, οι εκτοπίσεις, η φυλακή («κρεμάλα και φυλακή» μου έλεγε προσφάτως ένας από τους πιο γνωστούς κομμουνιστές) είναι ισχυρά και απαραίτητα όπλα της επανάστασης και πιστεύουν ότι αν τόσες επαναστάσεις έχουν ηττηθεί ή δεν έχουν δώσει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, οφείλεται στην καλοσύνη, στην «αδυναμία» των επαναστατών, οι οποίοι δεν καταδίωξαν, δεν καταπίεσαν και δεν έσφαξαν αρκετά.

Υπάρχει μια τρέχουσα προκατάληψη σε συγκεκριμένα επαναστατικά περιβάλλοντα, που έχει τις ρίζες της στη ρητορική και στις ιστορικές διαστρεβλώσεις των απολογητών της μεγάλης γαλλικής επανάστασης και η οποία ενδυναμώθηκε τα τελευταία χρόνια με την προπαγάνδα των μπολσεβίκων. Αλλά η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο· ο τρόμος υπήρξε ανέκαθεν εργαλείο της τυραννίας. Στη Γαλλία εξυπηρέτησε την παράλογη τυραννία του Ροβεσπιέρου και άνοιξε τον δρόμο στον Ναπολέοντα και την επακόλουθη αντίδραση. Στη Ρωσία κατεδίωξε και δολοφόνησε αναρχικούς και σοσιαλιστές, μακέλεψε εργάτες και εξεγερμένους αγρότες, και τελικά ανέκοψε την ορμή μιας επανάστασης που πραγματικά θα μπορούσε ν’ ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στον πολιτισμό.

Εκείνοι που πιστεύουν στην επαναστατική αποτελεσματικότητα, η οποία απελευθερώνει από την καταπίεση και την αγριότητα, έχουν την ίδια νοοτροπία με τους νομικούς, που πιστεύουν ότι μπορεί ν’ αποφευχθεί το έγκλημα και να βελτιωθεί ηθικά ο κόσμος μέσω των αυστηρών ποινών. Ο τρόμος, όπως και ο πόλεμος, αποκαλύπτει τα αταβιστικά, κτηνώδη συναισθήματα, ακόμη κι αν καλύπτονται καλά από ένα βερνίκι πολιτισμού και φέρνει στο προσκήνιο τα χειρότερα στοιχεία που διαθέτει ο πληθυσμός. Και αντί να χρησιμεύει για την υπεράσπιση της επανάστασης, τη δυσφημεί, την κάνει μισητή στις μάζες και, μετά από μια περίοδο άγριων συγκρούσεων, καταλήγει αναγκαστικά σ’ αυτό που σήμερα θ’ αποκαλούσαμε «εξομάλυνση», δηλαδή τη νομιμοποίηση και τη διαιώνιση της τυραννίας. Είτε κερδίσει η μία είτε η άλλη παράταξη, θα καταλήγουμε πάντοτε στη συγκρότηση μιας ισχυρής κυβέρνησης, η οποία θα εξασφαλίζει στους μεν την ειρήνη σε βάρος της ελευθερίας και στους δε την κυριαρχία χωρίς πολλούς κινδύνους.

Γνωρίζω καλά ότι οι αναρχικοί τρομοκράτες (εκείνοι οι λίγοι που υπάρχουν) απορρίπτουν κάθε οργανωμένο τρόμο, που ασκείται από πληρωμένα όργανα βάσει των διαταγών μιας κυβέρνησης και θα ήθελαν οι μάζες να θανατώσουν οι ίδιες τους εχθρούς τους. Αλλά αυτό δεν θα έκανε τίποτ’ άλλο από το να χειροτερεύσει την κατάσταση. Ο τρόμος μπορεί να αρέσει στους φανατικούς, αλλά ταιριάζει προπάντων στους πραγματικά κακούς, τους διψασμένους για χρήμα και αίμα. Και δεν χρειάζεται να εξιδανικεύουμε τη μάζα, παρουσιάζοντάς την σαν αποτελούμενη από απλούς ανθρώπους, οι οποίοι μπορεί να προβαίνουν σε κάποιες ακρότητες, αλλά εμφορούνται πάντοτε από καλές προθέσεις. Οι μπάτσοι και οι φασίστες υπηρετούν τους μπουρζουάδες, αλλά προέρχονται από τη μάζα!

Ο Φασισμός μάζεψε πολλούς εγκληματίες κι έτσι, μέχρι ενός βαθμού, ξεκαθάρισε προκαταβολικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η επανάσταση· αλλά δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι όλοι οι Ντουμίνι και Τσεζαρίνο Ρόσι είναι φασίστες. Υπάρχουν εκείνοι που για κάποιον λόγο δεν θέλουν, ή δεν μπορούν να γίνουν φασίστες· αλλά είναι διατεθειμένοι να κάνουν στο όνομα της «επανάστασης», εκείνο που οι φασίστες κάνουν στο όνομα της «πατρίδας». Κι έτσι, όπως οι κακοποιοί σ’ όλα τα καθεστώτα είναι πάντοτε έτοιμοι να τεθούν στην υπηρεσία των νέων καθεστώτων και να γίνουν τα πιο αφοσιωμένα τους όργανα, οι φασίστες του σήμερα μπορεί να σπεύσουν να δηλώσουν αύριο αναρχικοί, κομμουνιστές ή ότι άλλο τους καπνίσει, προκειμένου να συνεχίσουν να έχουν δύναμη και να ικανοποιούν τα ταπεινά τους ένστικτα. Και αν δεν μπορούν να το καταφέρουν στις χώρες τους επειδή είναι γνωστοί και σταμπαρισμένοι, πηγαίνουν και κάνουν αλλού τους επαναστάτες και προσπαθούν ν’ αναδειχθούν παρουσιαζόμενοι σαν οι πιο βίαιοι, οι πιο «ενεργητικοί» σε σχέση με τους άλλους, αντιμετωπίζοντας σαν μετριοπαθείς, καθυστερημένους, «πυροσβέστες», αντεπαναστάτες, εκείνους που αντιλαμβάνονται την επανάσταση ως ένα μεγάλο έργο καλοσύνης και αγάπης.

Σαφώς η επανάσταση πρέπει ν’ αμυνθεί και να εξελιχθεί με μια αμείλικτη λογική· αλλά δεν πρέπει και δεν μπορεί ν’ αμυνθεί με μέσα που αντιφάσκουν με τους σκοπούς της.
Το μεγαλύτερο αμυντικό μέσο της επανάστασης παραμένει πάντοτε η αφαίρεση από τους μπουρζουάδες των οικονομικών μέσων της κυριαρχίας, ο εξοπλισμός των πάντων (μέχρις ότου να μπορέσουν όλοι να πετάξουν τα όπλα σαν παιχνίδια άχρηστα και επικίνδυνα) και το ενδιαφέρον του πληθυσμού, στην πλειονότητα του, για τη νίκη.

Αν, προκειμένου να νικήσουμε, θά ‘πρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε.
[«Pensiero e Volontà», 10 Οκτωβρίου 1924]

Πηγή: «Εργαστήρι Ελευθεριακής Κουλτούρας»

Αναδημοσίευση από:: Αναρχία και βία (Ερίκο Μαλατέστα) | Πάρε-Δώσε http://www.pare-dose.net/3906#ixzz2jgogBzKS

 

Άρης Τσιούμας, Κοινωνικός Αναρχισμός, ένα ρεύμα του μέλλοντος

Ana

 

Τι είναι ο Κοινωνικός Αναρχισμός;

( Μια προσέγγιση για ένα σχέδιο πολιτικού προγράμματος και οργανωτικής έκφρασης του κοινωνικού αναρχικού κινήματος. Δημοσιεύτηκε στην πολιτική επιθεώρηση “Κοινωνικός Αναρχισμός” που κυκλοφόρησε από τις συνεργατικές εκδόσεις Κουρσάλ ). 

«Όλοι οι αναρχικοί είναι κομμουνιστές, όλοι οι κομμουνιστές δεν είναι αναρχικοί». P. Kropotkin

Μια εισαγωγή 

Από το 2008 στη χώρα μας -κυρίως- αλλά και διεθνώς, αρχικά στις ΗΠΑ κι έπειτα εντονότερα στην Ευρώπη, εμφανίζεται με τους πλέον καθετοποιημένους όρους το νέο σχήμα ολοκληρωτικής καπιταλιστικής διαχείρισης[1], το οποίο επωαζόταν εδώ και δεκαετίες κυρίως από το αγγλοσαξονικό think tank και εκτελούνταν μέσω των διεθνών οργανώσεων της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης [Ε.Ε., ΝΑΤΟ, ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ].

Οι καπιταλιστικές ελίτ, αφού διαμόρφωσαν τις συνθήκες για τη λήξη της «συναινετικής» περιόδου του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης, τώρα αναβαθμίζουν γρήγορα τις θέσεις τους, ώστε να εξαπολύσουν μια εντονότερη και πιο δομική επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας. Η περίοδος-φούσκα, κατά την οποία μπορούσε να εξαγοραστεί η κοινωνική συναίνεση μέσω της προσφοράς ελπίδων και υποσχέσεων κατανάλωσης με δανεικό χρήμα, έσκασε μετά από σαράντα περίπου χρόνια διόγκωσης. Ο παγκόσμιος χώρος, το οικουμενικό περιβάλλον και ο συλλογικός χρόνος αποικίστηκαν από την καπιταλιστική σχέση με όρους ανελέητης κακοποίησής τους. Τούτο, είχε ως συνέπεια την κακοποίηση του ίδιου του ανθρώπου μέσω των νέων, αρνητικών συσχετισμών εκμετάλλευσης-αναπαραγωγής του.

Η συναίνεση, ως πολιτική μεσολάβηση, εγκαταλείφθηκε από τις ελίτ ως ιδιαιτέρως ακριβή διαδικασία. Οι τελευταίες, φεύγοντας από το τραπέζι του διαλόγου περί κοινωνικού συμβολαίου έριξαν, την ίδια στιγμή, ένα ηχηρό χαστούκι στο πρόσωπο όσων είχαν απομείνει στο τραπέζι να ψελλίζουν περί εκπροσώπησης κοινών συμφερόντων και ειρηνικής συνύπαρξης.

Η νέα περίοδος, μέσα στην οποία θα αναμετρηθούν και πάλι με όρους ανταγωνιστικούς οι μεγάλες δυναμικές του 20ου αιώνα -όπως αυτές εκφράστηκαν από τις ταξικές δυνάμεις- ονομάζεται, για την ώρα, Κρίση. Η Κρίση συντρίβει ευθύς αμέσως όλα τα θέσφατα, όλες τις προηγούμενες κοινωνικές και πολιτικές συγκροτήσεις και, ως εκ τούτου, το σύνολο των παραδειγμάτων αντίστασης, που διαμορφώθηκαν στον πυρήνα της μεταπολεμικής περιόδου «ανάπτυξης».

Η Κρίση επαναφέρει, ως προτεραιότητα στη δημόσια σφαίρα, το αρχετυπικό, κοινωνικό πρόβλημα της ανισότητας και της αδικίας στο εκσυγχρονισμένο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Παράλληλα, οξύνει τις αντιθέσεις που διέπουν το κοινωνικό σώμα.

Ό,τι παρήχθηκε ως διαλεκτικό παράγωγο των ανταγωνιστικών, κοινωνικών δυνάμεων στο βιοπολιτικό πεδίο της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, συντρίβεται ως κοινό βάζο που σπάει στον πρώτο καβγά της νέας περιόδου των ταραχών. Σύνολες οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν ή δε θέλουν να αντιληφθούν τη νέα αυτή πραγματικότητα, ενώ από τη άλλη πλευρά το ανήμπορο -προσώρας- πλήθος των καταπιεσμένων, δεν έχει κερδίσει ακόμα τα όπλα της αντιπαράθεσης, και παραμένει γυμνό απέναντι στις επιθέσεις των ελίτ.

Ο παλιός κόσμος, το μοντέλο πολιτικής διαχείρισης προ κρίσης, ταυτίζεται με το νέο τοπίο του ρημαγμένου, πολιτικού χώρου, εκφράζοντας την κοινωνική αποσύνθεση σε κρισιακό περιβάλλον. Ως εκ τούτου, αποτελεί κοινό τόπο για το συλλογικό φαντασιακό, ότι για τη σημερινή κατάσταση ευθύνεται -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών συγκροτήσεων διαμεσολάβησης, σε όποιο σημείο του πολιτικού φάσματος κι αν αυτές τοποθετούνται.

Η ταξική αναδιάρθρωση, εκτός όλων των άλλων, μεταβάλλει τα εργαλεία κατασκευής ιδεολογιών, πολιτικών προσήμων και ιδεοτύπων συλλογικής δράσης. Πάνω απ’ όλα επαναφέρει τις μεγάλες συζητήσεις, από όπου είθισται να προκύπτουν οι μεγάλες αφηγήσεις, οι οποίες, ανεξάρτητα από τις προηγούμενες λειτουργίες τους, δε φαίνεται να εξαντλούν τις προκείμενές τους για έναν κόσμο που, αντιθέτως με ότι πιστεύαμε ίσως κάποια χρόνια πριν, δεν άκουσε τα πάντα που -τάχα- είχαν ήδη ειπωθεί..

Η πολιτική συγκυρία 

Η Κρίση αποτελεί, επί της ουσίας, την αίθουσα αναμονής και το αναγκαίο στάδιο μέσα από το οποίο θα διέλθει ο καπιταλισμός, προτού οδηγήσει τις δυτικές κοινωνίες στη νέα κατάσταση του αποχαλινωμένου, οικονομικού ολοκληρωτισμού του κεφαλαίου. Η περίοδος αυτή, λοιπόν, λαμβάνει πολύ σημαντικές διαστάσεις, καθώς από τις αντιστάσεις που θα παράξουν οι κοινωνίες, θα εξαρτηθεί η νέα, δυναμική σχέση που θα καθορίσει, όχι απλώς τους πολιτικούς, αλλά τους βαθύτερα κοινωνικούς και πολιτειακούς συσχετισμούς. Αυτό θα συμβαίνει, καθόσον οι πολιτικές εντολές της διοίκησης θα σχετίζονται όλο και πιο άμεσα με τις ζωές των υπηκόων, σε σημείο τέτοιο που να τίθεται ζήτημα άρσης της ασυλίας της ίδιας της ζωής και των αναγκαίων προϋποθέσεών της. Σε αυτό το πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να προσαρμοστούν οι αντιλήψεις μας ως προς τα φιλοσοφικά εργαλεία και την πολιτική σκέψη, που θα μας επιτρέψουν την κοινωνική διείσδυση.

Η άρση της καπιταλιστικής υπόσχεσης και η εξάντληση του βασικού υλικού κατασκευής της συναίνεσης, δηλαδή του χρήματος, δίνει εκρηκτικά χαρακτηριστικά στην κοινωνική βάση και αποστοιχίζει μαζικά τους καταπιεσμένους από τις προηγούμενες πολιτικές και ίσως ιδεολογικές τους επιλογές. Όσο ο καπιταλισμός αδυνατεί να γεμίσει τα στόματα των κατώτερων τάξεων, έστω και υποτυπωδώς, τόσο η αστική δημοκρατία θα αποσύρεται στο παρασκήνιο. Εν τέλει, θα εγκαινιαστεί η εποχή των εντάσεων και των ταραχών. Η τελευταία, μπορεί να παρομοιαστεί, ως συνθήκη σύγκρουσης, με την περίοδο της ολοκληρωτικής επικράτησης του δυτικού καπιταλισμού επί της φεουδαρχικής διάρθρωσης και της αγροτικής ζωής.

Στην Ελλάδα, το εν λόγω πείραμα, όχι μόνο έχει ξεκινήσει, αλλά έχει διανύσει ήδη μια μεγάλη απόσταση. Το πρώτο κομμάτι της σύγκρουσης εξελίσσεται, με τις οργανωμένες δυνάμεις της εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου να εναντιώνονται στις άτακτες κοινωνικές δυνάμεις των αντιστεκόμενων. Η αδυναμία συσπείρωσης των κοινωνικών δυνάμεων αντίστασης και ανατροπής γύρω από ένα πρόγραμμα επαναστατικής και ριζοσπαστικής κατεύθυνσης, μπορεί αρχικά να θεωρήθηκε εύλογη. Η ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής φάνταζε ένα πραγματικά δύσκολο έργο, ειδικά μετά από μια περίοδο διευρυμένης κοινωνικής ραστώνης, την οποία εξέθρεψε η ευρωπαϊκή συναίνεση και η «εκσυγχρονισμένη» σοσιαλδημοκρατία του δανεισμένου χρήματος. Ασφαλώς, η τελευταία συνέχιζε να παράγει σκλάβους, χρησιμοποιώντας κυρίως την εργατική δύναμη των αλλοδαπών.

Σήμερα, όμως, πριν καλά καλά διαμορφωθεί ένας οργανωμένος πόλος αντίστασης σε μια κατεύθυνση επαναστατική και προτού μπορέσει το κοινωνικό κίνημα να γίνει όντως απειλητικό, βλέπουμε ότι το σύστημα εξαπολύει ακόμα και τις φασιστικές του εφεδρείες. Καθώς η προηγούμενη αδυναμία συσπείρωσης έχει γίνει πια γάγγραινα, η επιλογή της δημιουργικής σύγκρουσης απομακρύνεται, στην καλύτερη περίπτωση, προς όφελος του εκσυγχρονισμένου «αριστερού μεταρρυθμισμού». Στη χειρότερη περίπτωση, ενδυναμώνεται το μπλοκ της ακροδεξιάς και της ναζιστικής αντι-εξέγερσης. Μετά από τέσσερα χρόνια Κρίσης, έχουν κάνει την εμφάνισή τους όλοι οι μπαλαντέρ της πολιτικής ζωής, είτε αυτοί φορούν το πουκάμισο του ρεφορμισμού είτε τη γραβάτα του νεοφιλελευθερισμού, ή ακόμα και τη στολή των Ες-Ες. Μολονότι όλες οι δεξαμενές σκέψης έχουν στερέψει ουσίας εδώ και καιρό, συνεχίζουν να παράγουν τάσεις επηρεασμού της κοινωνικής ζωής, ανασύροντας στην επιφάνεια τον βούρκο των πιο απάνθρωπων αντιλήψεων.

Μόνο το επαναστατικό κομμάτι του κοινωνικού κινήματος δεν έχει διαμορφώσει ακόμα τους όρους για την πολιτική και οργανωτική του έκφραση. Δεν έχει ανακεφαλαιώσει τα κοινωνικά κινήματα και τις χιλιάδες φλέβες κοινωνικής αντίστασης και δημιουργίας σε ένα ενιαίο σώμα, το οποίο θα ήταν ικανό να δώσει τη μάχη απέναντι στο υπάρχον, τον ρεφορμισμό και τον εθνικισμό. Για να μπορέσει να γίνει αυτό, θα πρέπει το οργανωμένο, ταξικό, επαναστατικό, κοινωνικό κίνημα να επανακαταστήσει τον εαυτό του ως δύναμη διεξόδου από το περιβάλλον εκμετάλλευσης, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πολιτικό, στρατηγικό αλλά και τακτικό επίπεδο. Αυτό θα συμβεί, εφόσον διαμορφώσει ένα πρόγραμμα βασισμένο στην κοινωνική ανάγκη, το οποίο θα του επιτρέψει, πρώτα απ’ όλα, να επιβληθεί στο εσωτερικό του κοινωνικού κινήματος, να συστρατεύσει δυνάμεις ευρύτερες των ιδεολογικών του αναφορών και να εμπνεύσει τις επιθυμίες των αποκλεισμένων, των φτωχών, των προλεταρίων.

Δεδομένης της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, που έχει διαμορφώσει συνθήκες ανέχειας στο κοινωνικό σώμα, το κίνημα που θα κατορθώσει να προτείνει μια πορεία πολιτικής πράξης με πυξίδα την κοινωνική αναγκαιότητα, θα καταφέρει να γίνει ο κινητήριος μοχλός προς μια θετική αποδέσμευση από την καπιταλιστική μέγγενη.

Ειδικότερα, στην Ελλάδα του σήμερα, ένα κίνημα επαναστατικής πολιτικής θα πρέπει να απαντήσει συνολικά ακόμα και στο επίπεδο των αξιών. Η διαρκής υποβάθμιση των εισοδημάτων των εργαζομένων δημιουργεί συνθήκες ανέχειας, τα ποσοστά ανεργίας παραπέμπουν σε συνθήκες γενοκτονίας του περισσευούμενου εργατικού δυναμικού και η ναζιστική πολιτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και της δημόσιας διαπόμπευσης με την επίφαση των «υγειονομικών πολιτικών», γίνεται κατανοητή μέσω της ταξικής οπτικής της παρανομοποίησης του αλλοδαπού, πολυάριθμου, εργατικού δυναμικού.

Η απόσυρση του κράτους από τα «καθήκοντα» της κοινωνικής πρόνοιας, προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου, σε βαθμό που να μην προσφέρει τίποτα πλέον στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, υποδεικνύει το δρόμο όπου πρέπει να βαδίσει το επαναστατικό κίνημα, εκδηλώνοντας τι μπορεί και πρέπει να αντικατασταθεί από τις δομές του. Η διεύρυνση του ελλείμματος στην παιδεία, την υγεία και τα δημόσια αγαθά εν γένει, δημιουργεί τις προϋποθέσεις άρνησης της εξουσίας τους κράτους και του κεφαλαίου με καθετοποιημένους όρους, υλοποιώντας το πρώτο βήμα της κοινωνικής αυτοάμυνας, ενόσω πυροδοτεί τη δημιουργική, κοινωνική δράση της βάσης. Η τελευταία, οφείλει να αναλάβει την πολιτική και κοινωνική ευθύνη για την ανατροπή των υφιστάμενων όρων διαβίωσης.

Μια θεωρία

Απόρροια των παραπάνω, οφείλει να είναι ο προβληματισμός γύρω από τα εργαλεία εκείνα που θα συγκροτήσουν μια πρόταση ολικής αντιπαράθεσης. Ο χρήσιμος βολονταρισμός δεν μπορεί να υποσχεθεί ένα καινούργιο κόσμο από μόνος του, σε μια εποχή που τα σημαινόμενα γίνονται με μεγάλη δυσκολία αντιληπτά από την κοινωνική βάση. Ακόμη και το σημαίνον, απαλείφεται πίσω από τις διάφορες και περίπλοκες διαδικασίες αλλοτρίωσης που μπόλιασε σαν ιούς στο κοινωνικό σώμα η προηγούμενη καπιταλιστική διαχείριση των υποσχέσεων, της συμμετοχής, της ενσωμάτωσης και της κατανάλωσης.

Η ρήση του «όσα είπαμε παλιά ισχύουν» ήταν ένα χρήσιμο εφαλτήριο για την προηγούμενη περιόδο, οπότε το κοινωνικό, επαναστατικό κίνημα έπρεπε να δώσει μια σκληρή μάχη επιβίωσης απέναντι στην απειλή εξαφάνισης του πλαισίου δικαίου. Η ρευστοποίηση των νοημάτων που επέβαλε η τρέχουσα, μεταμοντέρνα αφήγηση, βρήκε τρόπο να διεισδύσει και στο εσωτερικό των κοινωνικών κινημάτων. Σήμερα, όμως, εν μέσω των νέων συνθηκών που διαμορφώνονται -όπου οι δήθεν τυφλοί έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή της πραγματικότητας και μόνο όσοι δεν θέλουν να δουν κάνουν πως δεν βλέπουν- πρέπει να προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω, λέγοντας: Ποια ακριβώς από «όσα είπαμε παλιά ισχύουν»; Ποια είναι η σχέση μας με το παλαιό και το παρόν και από πού αντλούμε την προσδοκία να αναλογιζόμαστε ένα διαφορετικό μέλλον; Ποια διαλεκτική συνέχειας-ασυνέχειας αποκαλύπτει το θεωρητικό μας οπλοστάσιο και μας παρωθεί να επαναδιατυπώσουμε την πολιτική μας, συγκροτώντας τα εργαλεία σκέψης και εμπνέοντας τη δράση μας;

Όλες οι «μεγάλες αφηγήσεις» του 19ου και του 20ου αιώνα μοιάζει να δοκιμάστηκαν, έστω μια φορά ή έστω και στρεβλά σε κάποιο σημείο του πλανήτη, κυρίως ως κυβερνητικά προγράμματα. Μόνο το σύστημα σκέψης που συγκρότησε ο κλασσικός αναρχισμός δεν κατόρθωσε μέσα στην πλημμυρίδα των εργατικών και πολιτικών κινημάτων βάσης να αρπάξει σε κάποια γωνιά της γης την πολυπόθητη «εξουσία», που θα του επέτρεπε να κομπάζει για το εφικτό της φύσης του.

Αυτή η αλήθεια, ήτοι η αδυναμία διαμόρφωσης του αναρχισμού από φιλοσοφική δεξαμενή και θεωρητικό εργαλείο σε πολιτική «κυβερνησιμότητας», θεωρήθηκε από διάφορους καλοθελητές ως εγγενής αδυναμία του αναρχισμού. Η φράση «ο αναρχισμός είναι ουτοπία, δεν μπορεί να λειτουργήσει» έγινε ένα βολικό τοτέμ το οποίο, παρόλο που κατασκευάστηκε από τους μεγαλύτερους εχθρούς του ελευθεριακού πνεύματος, κατέληξε να αποτελεί αντικείμενο «σεβασμού» ακόμη και για μεγάλα κομμάτια των σύγχρονων ελευθεριακών.

Στους έξυπνους και «σαν έτοιμους από καιρό» επικριτές της αδυναμίας του αναρχισμού, δεν έγινε ποτέ κατανοητό ότι ο αναρχισμός δεν θα μπορούσε να καταστεί ολοποιητικό πρόγραμμα, στο μέτρο που το ευρύτερο λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα είχε πολλάκις ηττηθεί, ακόμα και στον δυνατό του τομέα, εκείνο των αξιών. Εφόσον το απελευθερωτικό και χειραφετητικό κίνημα των καταπιεσμένων ηττήθηκε, δηλαδή απέτυχε να περιορίσει τη μάχη των οικουμενικών αξιών του ενάντια στους δηλωμένους του εχθρούς και μόνο, και εφόσον δεν κατανοήθηκε σε βάθος η έννοια του δικαίου από την πλευρά των από-τα-κάτω, ο αναρχισμός δεν θα μπορούσε να επικρατήσει πουθενά. Αυτό συνέβη διότι, σε αντίθεση με άλλα ρεύματα επαναστατικής σκέψης, ο αναρχισμός δε θα μπορούσε να λειτουργήσει σε επίπεδο «κυβερνητικό», αποκομμένος από μια κοινωνία που αγνοεί τις βάσεις και τις προεκτάσεις μιας φιλοσοφίας της απελευθέρωσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο αναρχισμός θα υπήρχε ως ιδεολογικός μανδύας –ένας μηχανισμός που θα κάλυπτε τις ανάγκες επιβίωσης μιας ακόμη γραφειοκρατικής και εξουσιαστικής κάστας αετονύχηδων.

Ο μόνος τρόπος να επικρατήσει ο αναρχισμός, είναι μέσω της βαθύτερης κατανόησης των αναγκών των κοινωνικών υποκειμένων από τα ίδια αλλά και του τρόπου πραγμάτωσής τους. Αυτός, πρέπει να γίνει το εποπτικό όργανο των κοινωνικών, απελευθερωτικών δομών των απλών ανθρώπων, εμπνέοντας την πολιτική τους διαδρομή, μέχρι την κατάργηση της διαχωρισμένης εξουσίας και της «ανεξαρτησίας» στην οικονομική σφαίρα. Μόνο μέσω μιας διαδικασίας ολικής απελευθέρωσης σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα της καθημερινής ζωής, μπορεί ο αναρχισμός να αναφανεί ως «πολιτικά ρεαλιστικός» και να διαμορφωθεί σε μια οικουμενική μανιέρα απόφασης, ξεριζώνοντας συνάμα την ίδια την έννοια της πολιτικής και, φυσικά, της «κυβερνησιμότητας».

Η, παρουσιαζόμενη ως, αδυναμία του αναρχισμού να «ασκήσει διοίκηση» ίσως είναι όντως «φυσική», εάν εννοήσουμε τον αναρχισμό ως κοιτίδα σκέψης της κοινωνίας που ασκείται στην ελευθερία και όχι ως κόλπο κάποιας νομενκλατούρας. Συν τοις άλλοις, αυτή η «αδυναμία» προστάτεψε τον αναρχισμό από το να βάψει τα χέρια του με το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων στη χοάνη γενοκτονίας της ανθρωπότητας που συστήθηκε ως 20ος αιώνας. Ο αναρχισμός, ως διαλεκτική χειραφέτησης μη αποκομμένη από το λαό, δε θα μπορούσε ποτέ να έχει το δικό του Νταχάου, Άουσβιτς, Τρεμπλίνκα, Χιροσίμα, Ναγκασάκι, Σιβηρία, Κροστάνδη και πάει λέγοντας. Ωστόσο, μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του στα χιλιάδες μέρη όπου ακόμη ριζώνει. Κυρίως, όμως, βρίσκεται μέσα στους ίδιους τους ανθρώπους που εξακολουθούν να τον επιθυμούν και να τον επικαλούνται, προκειμένου να διατηρήσουν την πιθανότητα εφαρμογής μιας χειραφετητικής και απελευθερωτικής δυνατότητας για την ανθρωπότητα.

Ο αναρχισμός είναι το ελευθεριακό πνεύμα και ο διάλογος που αναπτύσσει με την πραγματικότητα και τις δυσκολίες της σε κάθε ιστορική συγκυρία. Εννοείται ως συνείδηση του λαού, που μπορεί και πρέπει να εφευρεθεί εκ νέου μέσα στους αγώνες των φτωχών, ώστε να συγκροτήσει μια μορφή και μια δομή, προσδίνοντάς της ξανά ένα περιεχόμενο απελευθερωτικό.

Αυτή είναι, κυρίως, η μήτρα της σκέψης του ελευθεριακού κινήματος, την οποία θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε ενισχύοντας το οπλοστάσιο της απελευθέρωσης. Εδώ, ίσως χρειαστεί να προβούμε σε ορισμένες διευθετήσεις. Το σύγχρονο, αναρχικό, κοινωνικό κίνημα δεν μπορεί να οριστεί εξ ολοκλήρου με βάση τις παλιές του ενδύσεις. Η πρώτη, αφορά στην οριστική αποχώρηση της δεύτερης δεξαμενής δράσης και σκέψης μιας τάσης του αναρχισμού, τον μηδενισμό. Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει «η σκοτεινή πλευρά της σελήνης» του αναρχισμού -πάντα υπήρχε- και σε αυτό το σημείο θα πρέπει να την ορίσουμε ως ολότελα ξένη προς τη δική μας. Η αντίληψη του κοινωνικού αναρχισμού συνοδοιπορεί με τη διαλεκτική του πάθους για την ατομική και την κοινωνική ελευθερία.

Δεν μπορούμε, λόγω χώρου, να υπεισέλθουμε στις δυναμικές συγκρούσεις που οριοθετούν τη σκέψη μας μακριά από το ρεύμα του μηδενισμού. Σε αυτό το σημείο, σημασία έχει η καταγραφή αυτής της πρώτης διαχωριστικής στάσης, έως ότου επανέλθουμε σε κάποιο επόμενο άρθρο.

Το επίθετο «κοινωνικός» μπροστά από τον «αναρχισμό», δυστυχώς σήμερα φαντάζει ως μια αναγκαία, διευκρινιστική επισήμανση. Όλες οι «κρίσιμες αντιλήψεις» επανακαθορίζονται για να αποφύγουν τα φαντάσματα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο όνομά τους. Ο κομμουνισμός ψάχνει ξανά το ανθρώπινο πρόσωπό του, ως θεωρία της πανανθρώπινης ελευθερίας και ως διαδικασία υπέρβασης της αέναης αναμέτρησης των ανθρώπων με τη φτώχεια, τη δυστυχία και την εξάρτηση, στην οποία τους καταδικάζουν άλλοι άνθρωποι. Προκειμένου να πετύχει, θα πρέπει να σκοτώσει τα φαντάσματα των δικών του δήμιων, τους γενικούς του γραμματείς και τα κονκλάβιά του. Τότε μόνο θα μπορεί να ελπίζει να γίνει αυτό που προοριζόταν κι όχι αυτό στο οποίο κατέληξε.

Ακόμα και η αστική δημοκρατία, παρόλο που αποπνέει τον αέρα της νίκης, αισθάνεται την ανάγκη για επαναπροσδιορισμούς. Αφενός, αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι αθώα για το αίμα των τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων που χύθηκε στη γη, προκειμένου να επιτραπεί στο δυτικό όνειρο να κομπάζει. Αφετέρου, οι πολιτικές των ελίτ την οδηγούν σε μια τέτοια ολοκληρωτική εκδοχή της, που θα πρέπει από τώρα να δικαιολογηθεί. Η αποκατάσταση του ναζισμού, του οποίου το όνομα ασφαλώς δεν ομολογεί, θα αποτελέσει το διαλεκτικό της συμπλήρωμα, μιας και η χρησιμότητά του για τον καπιταλισμό υφίσταται άπαξ.

Τουλάχιστον, ο κοινωνικός αναρχισμός δεν προσδιορίζεται εκ νέου για να βουτήξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ώστε να αποκαθαρθεί από τα μαζικά εγκλήματα που διέπραξε. Επαναπροσδιορίζεται για να είναι υπεύθυνος μονάχα για τις πράξεις που αντιστοιχούν στο φιλοσοφικό του ειρμό, τον ελευθεριακό του προσανατολισμό και το ανθρώπινο της φύσης του, καθώς απεχθάνεται τα κλειστά σχήματα, τους ολοκληρωτικούς αφορισμούς και τις συναινετικές αγιοποιήσεις.

Η δεξαμενή, λοιπόν, του κοινωνικού αναρχισμού, εμπεριέχει τόσο τον αναρχοκομμουνιστικό τρόπο θέασης όσο και τον αναρχοσυνδικαλιστικό. Εφόσον υπερβούμε τα όρια που καλύπτονται απ’ τους μαυροκόκκινους χρωματισμούς, θα αναγνωρίσουμε πτυχές της ελευθεριακής σκέψης στα εργατικά συμβούλια, στη θλιμμένη θυσία των Σπαρτακιστών, σε διάφορα επαναστατικά κινήματα σε όλη τη γη˙ κυρίως στους Ζαπατίστας, στους αυτόνομους της Ιταλίας και της Γερμανίας, στην πολιτική σκέψη που επηρεάστηκε από τη θεματολογία του Γαλλικού Μάη αλλά και στον ίδιο τον Μαρξ (του οποίου η συνεισφορά στην απελευθερωτική κατεύθυνση της ανθρωπότητας δεν μπορεί να αποσιωπηθεί στο όνομα ενός αντι-δημιουργικού ανταγωνισμού). Ειδικά για τον Μαρξ, θα πρέπει να επανέλθουμε με μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στις τομές και τις συνέχειες που μοιράζεται το έργο του με το αναρχικό κίνημα. Σύμμαχό μας σε αυτή την προσπάθεια, μπορούμε να έχουμε τις θετικές πρωτοβουλίες διαφόρων ομάδων, οι οποίες προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να ανοίξουν ρωγμές στο τοίχος της ιδεοληπτικής ανάγνωσης των ιδεών και της ιστορίας τους. Συγχρόνως, προκειμένου να προσεγγίσουμε ξανά το σύνολο της επαναστατικής σκέψης, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε κριτικά τις παρεκβάσεις των επαναστατικών ρευμάτων. Ως προς τον Μαρξ και το έργο του, η υπέρβαση, για παράδειγμα, του λενινισμού, ως γέφυρα επικοινωνίας με τη μαρξική σκέψη, μάλλον θα βοηθούσε τη διαδικασία επαναφοράς μιας καλοακονισμένης, επαναστατικής αιχμής στο οπλοστάσιο της ριζοσπαστικής σκέψης.

Ο συγκερασμός των ποιοτικών στοιχείων σκέψης αυτών των ρευμάτων, πρέπει σήμερα να θεωρηθεί απαραίτητος για την ανασυγκρότηση του κοινωνικού δυναμικού της επαναστατικής διεκδίκησης. Πρέπει να αποσαφηνιστεί το κοινό νήμα που μπορεί να ενώσει τις επί μέρους λογικές, κατονομάζοντας τα εποπτικά όργανα αυτής της διαδικασίας, έτσι ώστε να στοχεύουμε, πράγματι, σε μια επιτυχημένη γονιμοποίηση σκέψεων κι όχι σε ένα ξιπασμένο παζάρι ιδεών. Ένα χρήσιμο, «σταθερό σημείο αναφοράς» για εμάς, θα πρέπει να είναι το ελευθεριακό πνεύμα που σχηματοποιείται σε πολιτική και φιλοσοφική βάση, εκκινώντας από την αναρχική κριτική στην πολιτική δομή του μαρξικού οράματος. Η εν λόγω κριτική, μετατρέπει τις έννοιες «άμεση δημοκρατία», «αυτοδιεύθυνση» και «αντί- ιεραρχία» από απλούς «διαλεκτικούς διαξιφισμούς», όπως θα τους ήθελε ο Ένγκελς, σε ποιότητες που ξεκλειδώνουν τα μεγάλα «γιατί» της διαχωρισμένης εξουσίας, πριν καν αυτή πάρει τη θέση της στο ιστορικό προσκήνιο ως το τέρας της «επαναστατικής» γραφειοκρατίας. Επίσης, σταθερό σημείο και εργαλείο σκέψης, ανάλυσης και πράξης πρέπει να θεωρείται αναπόδραστα, η ίδια η κοινωνική ανάγκη. Όλες οι άλλες πυξίδες δείχνουν την ιδεολογία ως στρεβλή πραγματικότητα, ως εξαναγκασμένη υπηρέτρια ωφελιμιστικών εξορμήσεων. Η ρήση «ό,τι είναι καλό για εμάς, είναι καλό και για τους φτωχούς», πρέπει να ανατραπεί και να παραμείνει οριστικά, ως οφείλει να είναι: «Ό,τι είναι καλό για τους φτωχούς, είναι καλό και για εμάς».

Τέλος, μέσω μιας τελευταίας αντιστροφής, θίγουμε την πολιτική συγκρότηση και αναφερόμαστε στις πλέον κλασικές απολήξεις του αναρχικού κινήματος. Πρόκειται για την αντιστροφή της ρήσης «δημιουργούμε καταστρέφοντας», προβάλλοντας ξανά την πιο μεστή εξύψωση της κοινωνικής αναρχικής αισθητικής, που προκύπτει από τη διαλεκτική της άρνησης ως καταφατικής θέσης και αποτυπώνεται στην απόφαση: «καταστρέφουμε δημιουργώντας».

Μέσω αυτών των προσλήψεων θέασης της κοινωνίας μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε τον αναρχισμό ως καθημερινή διαλεκτική της ζωής, ως διακύβευμα και μαγιά ζύμωσης της επανάστασης με την πραγματικότητα.

Ορίζοντας τους εκμεταλλευόμενους από το κράτος και το κεφάλαιο ως υποκείμενα δράσης, δοκιμάζουμε να ισορροπήσουμε την ώσμωση του χρήσιμου παρελθόντος με την κρισιμότητα του σύγχρονου παρόντος, σε μια αλληλουχία διαμόρφωσης ενός άλλου μέλλοντος.

Μια πολιτική

Το ως άνω πλαίσιο σκέψης θα αποτελέσει μια απλή, θεωρητική συμβολή σε έναν αόριστο διάλογο, εφόσον δεν μπορέσει να αποκρυσταλλωθεί ως πολιτική δυναμική˙ ήτοι, ως κουλτούρα διαμόρφωσης νέων συνόλων, που φέρουν μια νέα, ενιαία αντίληψη και έχουν καλλιεργηθεί με τα υλικά της απελευθέρωσης στο γόνιμο έδαφος των κοινωνικών πειραματισμών.

Πιο συγκεκριμένα, εάν υπάρχουν σήμερα κάποιες κοινωνικές δυναμικές, οι οποίες υπερβαίνουν, κατά πολύ, σε όγκο την ίδια την αναρχική θεώρηση, μολονότι έχουν οργανική σχέση με τη φιλοσοφία της, αυτές συνίστανται στην αυτοοργάνωση των μαζών και την αυτοδιαχείρισή τους, καθώς επίσης και στην άρνηση, ως έμπρακτη αμφισβήτηση του υπάρχοντος. Θα πρέπει, λοιπόν, να ονομάσουμε αυτές τις διαδικασίες ως δυναμικές του κοινωνικού αναρχισμού˙ το έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί ανθίσει η λογική της ριζοσπαστικής σκέψης και της επαναστατικής δράσης. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν κάποια ρεύματα σκέψης, όπως ο αναρχισμός, τα οποία έχουν βασίσει την συγκρότησή τους σε αυτές τις διαδικασίες, είναι πιθανό να εμφανίζονταν και πάλι οι έννοιες της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης. Σε αυτό ακριβώς έγκειται και η δυναμική τους. Ωστόσο, εντός της καπιταλιστικής σχέσης, η ταξική διάρθρωση, η βία του κράτους, η καταστολή, τα διαχωρισμένα συμφερόντα, η ανεργία και η φτώχεια δεν αφήνουν περιθώριο για να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν με τους δικούς τους ιδιαίτερους ρυθμούς.

Κατανοώντας την κοινωνική παρέμβαση ως το πρωταρχικό πεδίο συμμετοχής των ιδεών μας στο δημόσιο χώρο, πρέπει να προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε αυτή τη δυναμική και πολιτικά. Το πρώτο βήμα σε αυτό τον πόλεμο θέσεων ενάντια στον καπιταλισμό και την εξουσία, οφείλει να είναι η υπεράσπιση των δομών αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης, με απώτερο στόχο τη συνειδητοποίηση της διαλεκτικής τους σχέσης με την κοινωνία. Οι τελευταίες, ως ενιαία θέση κοινωνικής ριζοσπαστικότητας υπό τη θέαση της γενικευμένης Αυτοδιεύθυνσης, αποτελούν το σχήμα που θα πρέπει να αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου το σημερινό σύστημα εξουσίας, ανατρέποντάς το. Θα πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας μια επανάσταση με όρους που αφορούν στους απλούς ανθρώπους, μια επανάσταση με όρους πλειοψηφίας. Άλλωστε, ένα κλειστό σχήμα που αφορά λίγους δεν πρόκειται να προκύψει, κι αν αυτό συμβεί θα έχει αμφίβολα αποτελέσματα.

Δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση να μην αντιλαμβανόμαστε, υποπίπτοντας σε άσκοπους παρωπιδισμούς, ότι η μάχη που καλούμαστε να δώσουμε είναι πολυεπίπεδη και ότι οφείλουμε να ανταποκριθούμε σε όλα της τα επίπεδα. Μέσω μιας διαδικασίας σύγκρουσης με το υπάρχον, θα πρέπει να τοποθετούμε διαρκώς και προσεκτικά έννοιες, σχήματα, πολιτικά και φιλοσοφικά εργαλεία, ακόμη και την ίδια την ιστορία, σε ορισμένες βάσεις, επεξηγηματικές της αντίληψή μας. Πρέπει να επαναδιαπραγματευτούμε σημαντικά θέματα, όπως το τι σημαίνει σήμερα για εμάς η ταξική πάλη ανάμεσα στη νομοτέλεια των de facto επαναστατικών υποκειμένων και τη φενάκη του σχετικισμού του μετα-χυλού˙ τι σημαίνει εξουσία ενώπιον της κτηνώδους βίας και του αποκλεισμού που βιώνουμε και την αντίληψη που δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη απόφασης, αρνούμενη ουσιαστικά την ίδια την επανάσταση; Τι είναι ο αντικαπιταλισμός για τη στείρα, αριστερή κριτική που δεν ακουμπά τον πυρήνα της εξουσίας και τι για τις «αντιαυταρχικές» πολιτικές που θίγουν τα πάντα εκτός από τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Ποια είναι η σύγχρονη θέαση της σχέσης με τη φύση, όταν η τεχνολογία στρέφεται ενάντια στην ίδια τη ζωή προς όφελος της «προόδου» και ο παράδοξος νεο-βιταλισμός δεν αντιλαμβάνεται τις πραγματικές συνθήκες και τη μήτρα της ταξικής ανισότητας;

Είναι, επίσης, σημαντικό να επανακαθορίσουμε τον συνδικαλισμό ως εργαλείο καθημερινής, επαναστατικής τριβής˙ τη δυναμική του αντιφασισμού, διαμέσου της σύγκρουσης με τις εφεδρείες, ως γενική πρόβα ρήξης των καταπιεσμένων με το τέρας της εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου, και όχι ως αποσπασματική θεματική˙ τις δυναμικές της εξουσίας, διαμέσου των εκλογών, της «αριστερής διακυβέρνησης»˙ τον πολιτικό «ρεαλισμό» που οδηγεί είτε στο ρεφορμισμό είτε στο φασισμό˙ τέλος, την τελική αντιμετώπιση όλων των πτυχών της ενσωμάτωσης και της καταστολής στο δρόμο. Τα θέματα αυτά πρέπει να διερευνηθούν, προκειμένου να συγκροτηθεί μια αυτοτελής, δυναμική πτέρυγα της κοινωνικής, αναρχικής ριζοσπαστικής σκέψης.

Ήδη, το κίνημα με τη δυναμική που έχει αναπτύξει το ένστικτο της αντίστασης στην εξουσιαστική βαρβαρότητα, έχει αναδείξει το πού μπορεί να βασιστεί μια ομπρέλα κοινής επαναστατικής συμπόρευσης. Ποια θα είναι, λοιπόν, τα υγιή κύτταρα που μπορούν να αποτελέσουν τις ομάδες βάσης, οι οποίες θα καλύπτουν τις κοινωνικές ανάγκες και θα τροφοδοτούν την πολιτική σκέψη της επανάστασης, μέσω του διαρκούς πολέμου θέσεων με το καπιταλιστικό τέρας μέχρι την οριστική του ανατροπή;

Τα νέα σωματεία βάσης με τα αμεσοδημοκρατικά, ταξικά και μαχητικά χαρακτηριστικά τους, καθώς επίσης και ο αναγκαίος συντονισμός τους, πραγματώνουν τον επανακαθορισμό του συνδικαλισμού στη βάση της ρήξης -και όχι της συναίνεσης και της ενσωμάτωσης-, δημιουργώντας νέα, καθημερινά σημεία τριβής με την καπιταλιστική εξουσία. Τα κοινωνικά ιατρεία αλληλεγγύης και η αναβίωση των αστικών και αγροτικών συνεταιρισμών σε μια καινούργια βάση οριζόντιας δόμησης και ανεξάρτητης λειτουργίας ως προς τον πυρήνα του κράτους. Τα εργατικά, αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα με τα προωθημένα πλαίσια. Όλα, αποτελούν τις δομές που δείχνουν πώς και με τι μπορούν να αντικατασταθούν οι υπάρχουσες δομές σήμερα, το πνεύμα που θα τις διέπει και τον τρόπο λειτουργίας τους. Τούτες, θα καλύπτουν ανάγκες, θα επανακαθορίζουν τις αξίες και τη λογική, δίνοντας μια διαρκή μάχη με το υπάρχον στο πλευρό του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος.

Το αίτημα και η δράση για την εργατική αυτοδιαχείριση και την κατάληψη των παραγωγικών δομών ανατρέπει τη φύση των αιτιάσεων της εργατικής τάξης, μετατρέποντας το χυδαίο παζάρεμα, που διψάει για καθοδήγηση των εργατοπατέρων, σε ζωντανή μάχη που χρειάζεται αλληλέγγυους συντρόφους και αγωνιστές.

Μέρα τη μέρα, οι δεκάδες συνελεύσεις γειτονιών αλλάζουν τον τρόπο λειτουργίας και σκέψης των από-τα-κάτω, παρέχοντας την πρώτη, βασική δομή συγκρότησης του κοινωνικού ιστού και αποτελώντας τον πρώτο φραγμό αυτοάμυνας απέναντι στην εξουσιαστική ασυδοσία, που καθημερινά παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Συγχρόνως, μετατρέπουν τις ανούσιες, φιλολογικές συζητήσεις περί εφαρμογής ή μη της άμεσης δημοκρατίας σε ζωντανό παράδειγμα παραγωγής πολιτικής διαδικασίας, εντός ενός πλαισίου σχέσης που ευθύνεται για το φορτίο της απόφασης κι όχι απλά της αναζήτησης.

Οι λαϊκές πολιτοφυλακές που συγκροτούνται ταχύτατα από τα πιο προωθημένα κομμάτια του ριζοσπαστικού, επαναστατικού και αναρχικού κινήματος, κυρίως στις μητροπόλεις, θα πρέπει να ενσωματώσουν χιλιάδες οργανωμένα μέλη σε όλες τις περιφέρειες της χώρας ευθύς αμέσως. Λόγω της απειλής που απορρέει από τη συγκροτημένη και οργανωμένη δράση τους, αποτελούν για το καθεστώς ίσως το πιο δύσκολο εγχείρημα και, ως εκ τούτου, το πιο αναγκαίο και ελπιδοφόρο. Η συγκρότησή τους αναβαθμίζει τον αντιφασιστικό αγώνα και συνάμα τον αντικαθεστωτικό, για τον οποίο πρέπει να προετοιμαστεί το σύνολο των καταπιεσμένων. Οι λαϊκές πολιτοφυλακές διασπούν τον πυρήνα της έννοιας και της πρακτικής της ανάθεσης στους άλλους, είτε πρόκειται για την αστυνομία είτε για την κυβέρνηση, ή ακόμα για τις ναζιστικές συμμορίες και την εκκολαπτόμενη, «καλή κυβέρνηση». Αυτές, αποτελούν την αναβίωση των πιο ένδοξων στιγμών και κληροδοτημάτων του οργανωμένου, κοινωνικού, αναρχικού κινήματος.

Η συσπείρωση όλων αυτών των δομών, των διαδικασιών και λειτουργιών σε ένα κοινό συντονισμό, θα αναιρούσε αυτόματα την αδυναμία του ριζοσπαστικού κινήματος βάσης να εκφράσει την πολιτική του συγκρότηση. Την ίδια στιγμή, θα προχωρούσε το περιεχόμενο και τη σκέψη της επανάστασης, ως κοινωνική καθημερινή διαδικασία, ένα βήμα παραπέρα, διαμορφώνοντας όρους και δομές που μπορούν να διεκδικήσουν την δυαδική δυνατότητα απόφασης, στο πλαίσιο σύγκρουσης της εξουσίας με τις δυνάμεις της αντι-εξουσίας.

Απαραίτητα σημεία αναφοράς πρέπει να παραμείνουν η οργάνωση της κοινωνικής δυναμικής από τα κάτω αλλά και ενάντια, καθώς και η συγκρότηση ενός πολιτικού προγράμματος. Το τελευταίο, θα αποτελέσει την αποκωδικοποίηση του καταστατικού χάρτη των σύγχρονων, κοινωνικών αναγκών των φτωχών και καταπιεσμένων, κατανοώντας την πολιτική ως την τέχνη του εφικτού και την επανάσταση ως την εφικτή, καθημερινή πράξη ενασχόλησης και πάλης.

Ο κοινωνικός αναρχισμός, θα πρέπει να μεταφέρει την εμπειρία της οργάνωσης του κοινωνικού πεδίου μέσα στις διαδικασίες και τη νοοτροπία του «χώρου», αντικαθιστώντας το διάχυτο δίκτυο ατομικοτήτων και διάσπαρτων ομαδοποιήσεων που τον συγκροτούν, με μια ενιαία, ειδική, πολιτική οργάνωση υπό τη μορφή της Συνομοσπονδίας.

Ωστόσο, προκειμένου να μην αναπαραχθούν αντικοινωνικά ή ελιτίστικα σχήματα εντός μιας προωθημένης μορφής οργάνωσης, γεγονός που εάν συμβεί θα πλήξει καίρια την αξιοπιστία της οργάνωσης και του κινήματος που εκπροσωπεί, θα πρέπει οι κοινωνικοί αναρχικοί να εμφορούνται από βαθιά ελευθεριακή κουλτούρα. Τούτη, θα επιτρέπει στο κίνημα και τους ανθρώπους του να αντιλαμβάνονται τις διαφορετικές ταχύτητες συνείδησης των καταπιεσμένων, καθώς επίσης και τη σταθερή κατεύθυνση προς όλα τα διαφορετικά και κρίσιμα πεδία κοινωνικής παρέμβασης. Τέλος, οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες πρέπει να συγκλίνουν, όχι όμως στη βάση του προηγούμενου υλικού που, καθώς αντιστοιχούσε σε πιο «προσωπικές» δομές συλλογικής ζωής και αγώνα, κατέληγε ιδεοληπτικό. Διερευνώντας τις διαφορετικές προσεγγίσεις, όχι με ύφος και ήθος πολεμικό, αλλά στο πλαίσιο της ανεκτικότητας του διαφορετικού που δημιουργεί η ανάγκη της μεγαλύτερης απεύθυνσης -όπως άλλωστε αναδεικνύει η κληρονομιά της ελευθεριακής παιδείας και κατά την προσπάθεια να τίθενται οι διαχωρισμοί σε πολιτική και κοινωνική βάση- θα πρέπει η προσεκτική συγκρότηση των ιδεολογικών αναφορών, των τρόπων πάλης και των εργαλείων ανάλυσης να ερείδεται στον κοινωνικό περίγυρο, λαμβάνοντας σταθερά υπ’ όψιν της την κρισιμότητα της οργανωμένης δράσης, της ταξικής αντιπαράθεσης και της κοινωνικής ανάγκης. Μόνο έτσι μπορεί να στοχεύει σταθερά στην ολική ανατροπή με επαναστατικό τρόπο.

Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να είναι ένα σταθερό πλαίσιο διαλόγου μεταξύ των ομάδων που εμφορούνται από το φιλοσοφικό και πολιτικό-ιδεολογικό πρόταγμα του Κοινωνικού Αναρχισμού, οι οποίες συνεχώς αυξάνονται στον ελλαδικό χώρο. Ο συντονισμός και η προκήρυξη του πανελλαδικού συνεδρίου μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα στόχο εφικτό, που αναδιαμορφώνει και αναβαθμίζει το αναρχικό, κοινωνικό, επαναστατικό κίνημα.

[1] Για μια βαθύτερη προσέγγιση των συνθηκών διαμόρφωσης της ολοκληρωτικής καπιταλιστικής διαχείρισης βλέπε, Φώτης Τερζάκης, Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή του 21ου αιώνα, εκδ. Futura.

Αναδημοσίευση από: http://anthostoukakou.blogspot.com

Ζήσης Σαρίκας, “Στίρνερ και Νίτσε: Τα όρια του μηδενισμού”

Ηλεκτρονική μεταφορά εισήγησης σε εκδήλωση στη Θεσ/νίκη

Η εποχή των δύο μεγάλων γερμανών στοχαστών για τους οποίους θα συζητήσουμε σήμερα είναι ο 19ος αιώνας. Ο πρώτος τον ανοίγει και ο δεύτερος τον κλείνει. Ο Μαξ Στίρνερ γεννήθηκε το 1806 (ένα χρόνο μετά, το 1807, εκδόθηκε η Φαινομενολογία του πνεύματος του Χέγκελ) και δημοσίευσε το μοναδικό έργο του Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του το 1844, έτος κατά το οποίο γεννήθηκε ο Φρίντριχ Νίτσε. Ο Στίρνερ πέθανε το 1856 σε ηλικία 50 ετών. Με τη σειρά του, ο Νίτσε έγραψε το σπουδαιότερο έργο του, το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, το 1883, έτος θανάτου του Καρλ Μαρξ. Ο Νίτσε έχασε τα λογικά του από το 1899 και πέθανε το 1900, σε ηλικία 56 ετών, έτος κατά το οποίο κυκλοφόρησε η Ερμηνευτική των ονείρων του Ζίγκμουντ Φρόυντ. (Προφανώς, οι συμπτώσεις αυτές δεν παραπέμπουν σε κάποιο μυστηριώδη «δόλο» της ιστορίας, αλλά είναι απλώς σημαδιακές «στιγμές» μέσα σε ένα ιστορικό και πνευματικό γίγνεσθαι.)

Λίγα λόγια τώρα, σχηματικά, για την εποχή. Ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε από τεράστιες ανατροπές και ανακατατάξεις σε κάθε επίπεδο και σε παγκόσμια κλίμακα. Ουσιαστικά, παρατηρείται στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική ο σταδιακός εκθρονισμός μιας αγροτικής παράδοσης αιώνων και η αντικατάστασή της από μια αστική, εκβιομηχανισμένη, τεχνοκρατική κοινωνία. Οι ιδέες της Γαλλικής αστικής επανάστασης του 1789 περί ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης μεταφράζονται στην αναγκαιότητα και τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού του έθνους και στον φιλελευθερισμό, με την έμφασή του στην ατομική ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη αγορά, δηλαδή στην αλματώδη και απρόσκοπτη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ένα αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής είναι η δημιουργία των εθνών-κρατών, όπως είναι η Γερμανία (που ενοποιήθηκε ανάμεσα στο 1828 και το 1888), η Ιταλία, το Βέλγιο, οι βαλκανικές χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), η κατάρρευση παλιών αυτοκρατοριών, όπως είναι η αυστροουγγρική και η οθωμανική, και η εξάπλωση των ΗΠΑ προς τα δυτικά, η εκβιομηχάνισή της και η εντόπια επανάσταση της αγοράς, καθώς και η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός της Ρωσίας. Ένα δεύτερο αποτέλεσμα, στενά συνδεδεμένο με το προηγούμενο είναι η ακμή της αποικιοκρατίας: μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οι δυτικές αυτοκρατορίες μοιράζονται ολόκληρη σχεδόν την Αφρική, τη νοτιοανατολική Ασία και πολλά νησιά του Ειρηνικού ωκεανού.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού συμβαδίζει και προωθείται από τις εντυπωσιακές και ραγδαίες προόδους της επιστήμης και της τεχνολογίας και την παρεπόμενη έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης, η οποία στηρίζεται αρχικά στη χρήση του κάρβουνου, του σίδηρου και του σιδηρόδρομου, αλλά προς τα τέλη του αιώνα, από το 1874 και εξής, στο ατσάλι, στα χημικά, στον ηλεκτρισμό και στο πετρέλαιο. Όψεις ή επακόλουθα της ανάπτυξης αυτής είναι ο πολλαπλασιασμός των μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων, η γιγάντωση των πόλεων και η αστυφιλία, η άνοδος του επιπέδου ζωής, αλλά και το μεγάλωμα του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, και τέλος η γένεση ενός ογκώδους βιομηχανικού προλεταριάτου και η εμφάνιση και δράση σοσιαλιστικών, κομουνιστικών και αναρχικών κινημάτων.

Οι αντίστοιχες εξελίξεις στο ιδεολογικό επίπεδο (με την ευρύτερη έννοια του όρου) είναι εξ ορισμού τόσο πολύπλοκες και ετεροβαρείς που δεν επιδέχονται ανάλογη σχηματοποίηση. Θα περιοριστώ να πω ότι ο φιλελευθερισμός, με την έμφασή του τόσο στον ατομικισμό όσο και στην αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της συνεχούς «προόδου» του ανθρώπου συνολικά, με την επιμονή του σε μια δήθεν πραγμάτωση των ιδεών του Διαφωτισμού περί ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας, αποτελεί μια προσχηματική επικάλυψη τόσο της κυριαρχίας του κράτους και της «αντιπροσωπευτικής» ψευδοδημοκρατίας όσο και της διαιώνισης της ταξικής κοινωνίας και της ανισότητας των ανθρώπων. Αντίθετα, οι σοσιαλιστικές, κομουνιστικές και αναρχικές θεωρίες, πρεσβεύουν μια άλλη αντίληψη περί προόδου και μια ουσιαστική υλοποίηση των ιδεών του Διαφωτισμού (είναι αυτονόητο πως η διαπίστωση αυτή δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να τις εξομοιώσει και να εξαλείψει τα ιδιαίτερα και συχνά αντιφατικά χαρακτηριστικά τους). Οι θεωρίες αυτές θέλουν να καταρρίψουν, η καθεμιά με τον τρόπο της, τόσο την ταξική κοινωνία όσο και τις θεωρίες που τη νομιμοποιούν και πιστεύουν στη δυνατότητα ενός ριζικού και πρωτόφαντου ιστορικά μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τέλος, το αντίβαρο στις δύο αυτές «αισιόδοξες» τάσεις με τα πολυάριθμα παρακλάδια είναι ο μηδενισμός, η έλλειψη πίστης στη δυνατότητα της προόδου, της βελτίωσης του ανθρώπου, της μεταρρύθμισης εν γένει, που φτάνει σε σημείο, αντλώντας ακόμη και από θεολογικές πηγές, να αρνηθεί κάθε νόημα στην ύπαρξη. Ο μηδενισμός μπορεί να είναι πεσιμισμός, μπορεί όμως να εκφράζει και ένα στρεβλό οπτιμισμό (για να το πω στην κοινή γλώσσα: αν δεν μένει πια τίποτε να ειπωθεί και αν τίποτε δεν έχει νόημα, κοιτώ τουλάχιστον να «περνώ καλά»).

Έρχομαι τώρα στους δύο στοχαστές που αποτελούν αντικείμενο της ομιλίας μου. Αφού σημειώσω πως και οι δύο παρακολουθούσαν εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα της ιδιαίτερα δραματικής εποχής τους (π.χ. ο Στίρνερ τις κοινωνικές εξεγέρσεις του 1848 και ο Νίτσε την Κομούνα των Παρισίων του 1871), θα δώσω λίγα βιογραφικά στοιχεία του Στίρνερ. Αυτός γεννήθηκε το 1806 και πέθανε το 1856 στη Γερμανία. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και κλασική φιλολογία (ευτύχησε να έχει δάσκαλο τον ίδιο τον Χέγκελ), εργάστηκε για ένα διάστημα ως καθηγητής σε ιδιωτικό λύκειο θηλέων και κατόπιν (μετά το δεύτερο γάμο του και με το κεφάλαιο της γυναίκας του) επιχείρησε να γίνει, ανεπιτυχώς, έμπορος γάλατος. Στη συνέχεια μετέφρασε κάποια έργα άγγλων οικονομολόγων στα γερμανικά και τελείωσε τη διαδρομή του ως φτωχός παραγγελιοδόχος, που αναγκαζόταν να αλλάζει πόλεις επειδή τον κυνηγούσαν οι πιστωτές του.

Ο Στίρνερ ανδρώθηκε διανοητικά μέσα στο χώρο των νέων εγελειανών ή εγελειανών της αριστεράς, όπως ο Φόυερμπαχ, οι αδελφοί Μπάουερ, ο Νταβίντ Στράους, ο Ρούγκε, ο Ες και τελικά ο Μαρξ και ο Ένγκελς, οι οποίοι προσπάθησαν να αποτινάξουν από πάνω τους, ο καθένας με τον τρόπο του, τη βαριά σκιά του Χέγκελ, προτάσσοντας ταυτόχρονα τη δική τους άποψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο.

Ο Στίρνερ υπήρξε συγγραφέας ενός και μοναδικού ογκώδους βιβλίου με τον τίτλο Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του. (Έγραψε και κάποια πολύ βραχύτερα κείμενα μικρότερης σημασίας.). Το βιβλίο αυτό ορθά παρομοιάστηκε με «κομήτη». Έλαμψε για λίγο έντονα στο ευρωπαϊκό πνευματικό στερέωμα, δέχτηκε δριμείες κριτικές, εξαφανίστηκε και επανεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, σπρωγμένο από την αίγλη που είχαν αποκτήσει διεθνώς τα έργα του Νίτσε. Έκτοτε παραμένει ορατό. Στα αγγλικά έχει μεταφραστεί δύο φορές, στα γαλλικά επίσης δύο, στα ιταλικά έξι κτλ. (Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μόνον αποσπάσματά του.).

Ας δούμε από πιο κοντά το βιβλίο αυτό. Ήδη από τον τίτλο του θέλει να δείξει ότι το άτομο, το εγώ, κάθε μεμονωμένο άτομο και μεμονωμένο εγώ, είναι μοναδικό και δεν μπορεί να αναχθεί σε καμιά κοινωνική, πολιτική ή θρησκευτική διάσταση. Ως τέτοιο, μπορεί λοιπόν να θεωρεί, δικαιωματικά, όλα τα υπόλοιπα πράγματα, τον κόσμο και τους ανθρώπους, «ιδιοκτησία» του.

Το εγώ είναι η πρώτη αρχή, αλλά δεν μπορούμε να το ορίσουμε, διότι βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ροής και διάλυσης. Αν προσπαθήσουμε να το σκεφτούμε (δηλαδή να το ορίσουμε), τού στερούμε ακριβώς τη μοναδικότητά του, εφόσον, θέλουμε δεν θέλουμε, θα το κλείσουμε μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε κάποια γενική ουσία ή καθορισμό. Το εγώ βγαίνει μέσα από ένα δημιουργικό μηδέν, στο οποίο κάθε τόσο επιστρέφει.

Το πεπερασμένο αυτό εγώ διαθέτει αυτοκατοχή, μια ιδιότητα την οποία έχει πάντα και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και όταν είναι δούλος ή υφίσταται βασανιστήρια. Σε αντίθεση με την αυτοκατοχή, η πολυδιαφημισμένη ελευθερία είναι για τον Στίρνερ πλασματική έννοια, καθώς σημαίνει πάντα την «ελευθερία από κάτι». Όσο πιο ελεύθεροι όμως γινόμαστε, τόσο περισσότερους καταναγκασμούς ανακαλύπτουμε. Όσο για την «εσωτερική ελευθερία», την οποία μπορεί να έχει ακόμη και ένας δούλος (όπως υποστήριζαν ήδη από την αρχαιότητα οι στωικοί φιλόσοφοι), κι αυτή δεν είναι, για τον Στίρνερ, παρά φενάκη.

Ο μοναδικός, το εγώ, κινείται μέσα στον κόσμο μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποιεί μέσα όπως η πειθώς, ο εξαναγκασμός, το παρακάλιο ή η υποκρισία. Ποιος δεν είπε ψέματα σε έναν χωροφύλακα που τον συνέλαβε κάποτε; λέει ο Στίρνερ. Γι’ αυτό βλέπει τον κόσμο και τους ανθρώπους ως ιδιοκτησία του, ως κάτι που χρησιμοποιεί για την προσωπική του απόλαυση, ως κάτι που μπορεί να διαθέσει όπως θέλει, ακόμη και να το χαλάσει, ανάλογα με τις επιθυμίες του και τις επιταγές της ελεύθερης θέλησής του. (Έννοιες όπως γενική βούληση, γενικό συμφέρον, καλό του συνόλου κτλ. είναι ψευδείς και αλλοτριωτικές κατά τον Στίρνερ.) Η έκταση και ο βαθμός στον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει την ιδιοκτησία του το εγώ εξαρτώνται από την ποσότητα της δύναμής του. Αυτό είναι και το μόνο δικαίωμα του μοναδικού, ο οποίος δεν αναγνωρίζει κανένα άλλο δικαίωμα, υποχρέωση ή καθήκον, όπως τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα ή τα πάσης φύσεως ιερά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα.

Για να μπορέσει να ζήσει ο μοναδικός ως ιδιοκτήτης, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση εξέγερσης, προκειμένου να μπορεί να απαλλάσσεται από όλες τις μεγάλες και καθαγιασμένες φενάκες που στοχεύουν στην αλλοτρίωσή του. Αυτές είναι η ιδιοκτησία με τη γνωστή (όχι τη στιρνερική) έννοια του όρου, η οικογένεια, το κράτος, ο λαός, η κοινωνία, οι κοινωνικές τάξεις, η ανθρωπότητα, η κοινότητα, η ομάδα (κάθε ομάδα). Όλες αυτές είναι ψευδείς υποστάσεις και τάξεις εξάρτησης, ξένοι αφέντες που αποβλέπουν στην υποδούλωση του μοναδικού, στον ευνουχισμό του, στο να μη γίνει αυτό που είναι, στο να μην ζήσει τον εαυτό του. Για παράδειγμα, το δημιουργημένο από την αστική τάξη κράτος είναι ο κατεξοχήν απόλυτος μονάρχης που, με βάση ένα σύστημα δικαίου, καθορίζει τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι (δικαιώματα και υποχρεώσεις), καθώς και τις συνθήκες νομιμότητας της ιδιοκτησίας. Το αποτέλεσμα όμως, που δεν το καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί του, οι αστοί, είναι η αυτονόμηση του κράτους. Το κράτος γίνεται μια εξωτερική, αυτοδύναμη βαθμίδα που βάζει φραγμό στα συμφέροντα του μοναδικού και συγχρόνως προσδιορίζει άπαξ διά παντός τα συμφέροντα των δικών του δημιουργών, των αστών. Συνεπώς, αυτοί είναι ευνουχισμένα εγώ, φυλακισμένοι στην ιδεοληψία που οι ίδιοι κατασκεύασαν. Εξυπηρετούν βέβαια μέσω του κράτους τα συμφέροντά τους, αλλά τα συμφέροντα αυτά είναι περιορισμένα, καθορισμένα, συρρικνωμένα, αιώνια και ανάλλακτα.

Τα ίδια ισχύουν και για τις άλλες φενάκες, τον λαό, την πατρίδα, την οικογένεια κτλ. Όλα αυτά τα νοητικά κατασκευάσματα αυτονομούνται, επιτυγχάνουν την αλλοτρίωση του εγώ, το κάνουν να θυσιάζεται για σκοπούς άλλους από τον δικό του. Στην αρχαία Αθήνα, για παράδειγμα, ο λαός, το σώμα των αθηναίων πολιτών, είχε αυτονομηθεί, με συνέπεια να καταπιέζεται και να μένει ανυπεράσπιστο το μεμονωμένο άτομο. Οι Αθηναίοι επινόησαν τονοστρακισμό, την αποπομπή των ανεπιθύμητων πολιτών, ακριβώς την εποχή που ο λαός απολάμβανε της μεγαλύτερης εκτίμησης. Θύμα αυτής της αυταπάτης έπεσε και ο ίδιος ο Σωκράτης, ο οποίος δεν άκουσε τις παραινέσεις των μαθητών του και δεν το έσκασε από τη φυλακή. Ήπιε το κώνειο, αποδεικνύοντας περίτρανα πως ήταν κορόιδο, θύμα της πιο συντριπτικής φαντασίωσης των ανθρώπων της εποχής του. (Εξίσου κορόιδο φάνηκε, κατά τον Στίρνερ, και ο Χριστός, που άφησε να τον σταυρώσουν, ενώ είχε ήδη πετύχει την ανατροπή του «εθνικού» ειδωλολατρικού κατεστημένου.)

Αντίθετα, ο «αντιουτοπιστής» μοναδικός δεν πιστεύει σε κανένα «πρέπει». Δεν πιστεύει στις ηθικές αξίες, στην ισότητα, στη δικαιοσύνη, στη φιλία, στην αγάπη, είτε υπό κάποια υπαρκτή μορφή τους είτε υπό κάποια ιδεατή. Δεν πιστεύει σε καμιά θεωρία που μιλά για δυνατότητα βελτίωσης του ανθρώπου, για πρόοδο του ανθρώπου ή για δυνατότητα έκφρασης της αληθινής φύσης του, αν γκρεμιστούν τα τείχη και σηκωθούν τα πέπλα που την καταστέλλουν και τη συσκοτίζουν. Οι κομουνιστικές ή αναρχικές ιδέες της κατάργησης της ιδιοκτησίας, της ίσης κατανομής του πλούτου και της καθαίρεσης του κράτους, που, αν πραγματωθούν, θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να ζήσουν με αλληλεγγύη, ισότητα και ελευθερία, είναι γι’ αυτόν απάτες και παραπλανήσεις. Τόσο η «τυπική» ισότητα του φιλελευθερισμού (όπου όλα τα άτομα είναι «τυπικά» ίσα έναντι των νόμων, αλλά άνισα ως προς τον πλούτο και την εξουσία) είναι για τον Στίρνερ εξίσου κατακριτέα και απορριπτέα με την ιδέα της ουσιαστικής ισότητας, που θα προκύψει, κατά τους κομουνιστές και τους αναρχικούς, από την κατάργηση της ιδιοκτησίας, διότι και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που θα κυριαρχήσει είναι μια «απρόσωπη» κοινωνία, με τους νόμους και την ηθική της, η οποία συνεπάγεται εξ ορισμού την εκμηδένιση της μοναδικότητας του εγώ, την εξαφάνισή του ως προσώπου. Ισότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορεί να υπάρξει, αφού αυτοί διαθέτουν (και θα διαθέτουν εσαεί) διαφορετική ποσότητα δύναμης. Η ελευθερία δεν μπορεί να νοηθεί μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Αυτό θα ήταν αντίφαση στους όρους. Κάθε μορφή κοινωνίας, φιλελεύθερη, κομουνιστική ή αναρχική, επιβάλλει στο άτομο όρια που το εμποδίσουν να αντιδράσει απέναντι στους άλλους όπως του αρέσει. Το σλόγκαν «η ελευθερία μου τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» δείχνει εύγλωττα πως με κοινωνικούς όρους η ελευθερία είναι πάντα σχετική, ελευθερία μέσα στον περιορισμό, στην καθυπόταξη ή και στη δουλεία. Επομένως, καμιά πολιτική επανάσταση ή ανατροπή δεν μπορεί να «ελευθερώσει» τον άνθρωπο.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν όμως ότι ο μοναδικός είναι ερημίτης ή ασκητής. Συνάπτει σχέσεις (π.χ. φιλικές ή επαγγελματικές), ποτέ όμως δεν παραδίνεται σ’ αυτές, δεν αφήνει να τον ορίσουν, δεν θυσιάζει το συμφέρον του για χάρη τους. Ίσα ίσα, τις χρησιμοποιεί για το συμφέρον του. Οι σχέσεις του χαρακτηρίζονται από προσωρινότητα και διαρκή αμφισβήτηση, διότι μέριμνά του είναι να αξιολογεί τον εαυτό του με βάση την αποκλειστικότητά του και όχι τις σχέσεις του. Μπορεί να αγαπάει (φιλικά ή ερωτικά) κάποιον ή κάποιαν, απεχθάνεται όμως τη ρομαντική ή αλτρουιστική αγάπη, την παράδοση στον άλλο, τη θυσία δηλαδή του εαυτού του. Αγαπάει μόνο στο βαθμό που αυτό εξυπηρετεί τους δικούς του σκοπούς. Η ιδιοτέλεια είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει, ακόμη και σ’ εκείνους που ισχυρίζονται πως είναι ανιδιοτελείς. (Κατά τον Στίρνερ, και αυτοί είναι εγωιστές, αλλά, για να το πούμε έτσι, ασύνειδοι.) Έννοιες όπως φιλανθρωπία, οίκτος, αλληλεγγύη εκφράζουν, κατά τον Στίρνερ, κλασικές μορφές αυτοαλλοτρίωσης και αυτοπροδοσίας.

Ο μοναδικός του Στίρνερ είναι λοιπόν ο απόλυτος μηδενιστής (οπτιμιστής μηδενιστής)-εγωιστής, ο οποίος βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο ως ιδιοκτησία του, ως κάτι που μπορεί να μπορεί να απολαύσει σπαταλώντας το, διαλύοντάς το, ζώντας το, χρησιμοποιώντας το όπως του αρέσει. Κι αυτό το κάνει μόνος του, δίχως να θέλει να το μοιραστεί με κανέναν άλλο. Τον ενδιαφέρει μόνον το παρόν και δεν ζει με ελπίδες για το μέλλον ούτε αναγνωρίζει κανέναν ανώτερο σκοπό ή προορισμό. Ο μοναδικός μπορεί λοιπόν να κινηθεί όπως επιθυμεί ή κρίνει, αφήνοντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Στόχος του δεν είναι η ανατροπή του κατεστημένου, του κράτους, της οικογένειας και των άλλων αλλοτριωτικών θεσμών, αλλά το ξεγέλασμά τους και η χρησιμοποίησή τους. Συνεπώς, ο μοναδικός μπορεί να είναι οτιδήποτε, τρομοκράτης, βομβιστής, κρατικός αξιωματούχος, άνθρωπος της θρησκείας κτλ., αν κρίνει και για όσο κρίνει ότι αυτό εξυπηρετεί καλύτερα την επιδίωξη της προσωπικής ευχαρίστησής του. Ξέρει τι είναι οι θεσμοί, αλλά δεν αφήνει να «τον πιάσουν κορόιδο». Αντίθετα, τους εξαπατά αυτός. Είναι ένας «προηγμένος» κυνικός.

Τι είναι όμως η ευχαρίστηση, οι επιθυμίες, τα συμφέροντα, η ελεύθερη θέληση του μοναδικού; Είναι πράγματα αυθύπαρκτα και αυτοκαθοριζόμενα; Και γιατί είναι η ηδονή κάτι αυτοφυές και αληθές, ενώ η παραγωγή αξιών και ιδανικών κάτι ετεροκαθοριζόμενο και ψευδές; Επιπλέον, δεν μπορεί να αντλείται ηδονή από οράματα ή ιδανικά; Γιατί είναι αυτοσκοπός η ηδονή; Ο Στίρνερ, αυτός ο μακρινός συγγενής του μαρκήσιου ντε Σαντ, εξετάζει ανεπαρκώς τα εύλογα αυτά ερωτήματα που σηματοδοτούν, μεταξύ άλλων, και τα όρια της σκέψης του, τα όρια του βιβλίου του, που εύστοχα χαρακτηρίστηκε «οδηγός επιβίωσης μέσα στον καπιταλισμό».

Όλα λοιπόν ξεκινούν από τον εαυτό και καταλήγουν σ’ αυτόν. Για τον Στίρνερ, το γενικό ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος;» δεν έχει καμιά απολύτως σημασία και πρέπει να αντικατασταθεί από το ερώτημα «ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;». Ωστόσο, παρόλο που ο Στίρνερ δεν ιλιγγιά μπροστά στην απομόνωση, στο μηδέν, στο κενό που πρεσβεύει, αλλά θέλει αντίθετα να το «χαρεί», και παρόλο που πιστεύει ότι οι αλήθειες του είναι «σχετικές» και μη ανακοινώσιμες (τότε όμως γιατί έγραψε το βιβλίο του;), κάνει μια περίεργη υποχώρηση. Υποστηρίζει ότι, αφού η κοινωνία είναι κάτι ψευδές και καταπιεστικό, θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τον «συνασπισμό» ή «ένωση» των εγωιστών, μοναδικών δηλαδή ατόμων, που θα συνέχιζαν όμως να αποβλέπουν, εντός της ένωσης, στην ικανοποίηση των προσωπικών επιθυμιών τους. Η ένωση αυτή θα ήταν βέβαια ένας «πόλεμος όλων εναντίον όλων», με σκοπό την αύξηση της δύναμης του καθένα σε βάρος, φυσικά, των άλλων. Τα ερωτήματα που εγείρονται αμέσως μετά την αλλόκοτη αυτή σύλληψη είναι πολλά και σπουδαία. Θα περιοριστώ να πω ότι πρώτος ο νεοεγελειανός Μόζες Ες κατηγόρησε τον Στίρνερ γι’ αυτήν τονίζοντας ότι όλες οι κοινωνίες μέχρι τώρα δεν ήταν παρά παρόμοιες «ενώσεις» ή «συνασπισμοί εγωιστών», που απέβλεπαν και κατέληγαν στην εκμετάλλευση των πολλών από τους λίγους. Ο Ες δεν έλαβε πάντως υπόψη του ότι ο συνασπισμός του Στίρνερ θα λάμβανε χώρα ανάμεσα σε «μοναδικούς», δηλαδή σε αποφενακισμένα άτομα, σε άτομα που θα είχαν προβεί προηγουμένως σε καθολική απομυθοποίηση των πάντων και θα είχαν απαλλαγεί από κάθε είδος αυταπάτης. Ίσως η ιδέα της ένωσης ή του συνασπισμού των εγωιστών ή μοναδικών να είναι τελικά ένα «αντίδοτο» που δίνει ο ίδιος ο Στίρνερ στον απόλυτο ατομικισμό και μηδενισμό του. Όσο κι αν ο συγγραφέας ισχυρίζεται το αντίθετο, ίσως ο «συνασπισμός των εγωιστών» να είναι ένα σκιώδες κοινωνικό πρόταγμα, κάτι που ξεφεύγει δηλαδή από το παρόν και κατοικοεδρεύει στο μέλλον.

Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε κάποιους από τους υποτιθέμενους αντιπάλους και διαδόχους του Στίρνερ. Οι κριτικές που δέχτηκε ο Στίρνερ αμέσως μετά την εμφάνιση του «μοναδικού» του βιβλίου ήταν περισσότερες από τους επαίνους και προέρχονταν κυρίως από τους παλιούς του ομοϊδεάτες, τους εγελειανούς της αριστεράς, όπως τον Φόυερμπαχ, τον Ες και τον Μπάουερ. Την πιο δριμεία κριτική του άσκησαν όμως οι Μαρξ και Ένγκελς, το 1845-1846, με το βιβλίο τους Η γερμανική ιδεολογία, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε όμως σε δύο φάσεις, το 1903-1904 και το 1932, και έμεινε συνεπώς για πάντα άγνωστο στον Στίρνερ. Σημειώνω ότι ο Ένγκελς έκανε για πολύ καιρό παρέα με τον Στίρνερ στο Βερολίνο, στην ομάδα Die Freien, και είναι αυτός που τον κατέταξε το 1886 με το ατυχές βιβλίο του Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στην ίδια κατηγορία με τους αναρχικούς Μπακούνιν και Προυντόν.

Στηριζόμενοι στην πεποίθηση ότι ο εαυτός, η συνείδηση, η αυτοσυνειδησία είναι πράγματα κοινωνικά καθορισμένα και δεν μπορούν να εξεταστούν έξω από τα πλαίσια κάθε συγκεκριμένης εποχής και κοινωνικού περιβάλλοντος, ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατηγορούν τον Στίρνερ ότι οι έννοιές του τού μοναδικού και της αυτοσυνειδησίας είναι κενές αφαιρέσεις, απλοϊκός υλισμός και συνάμα απενσαρκωμένος ιδεαλισμός. Τονίζουν ότι, παρόλο που απεχθάνεται το κράτος, δεν μπορεί να το γκρεμίσει, διότι η εξέγερσή του είναι καθαρά «κατ’ όνομα», πλασματική. (Παραβλέπουν όμως το γεγονός ότι ο Στίρνερ δεν θέλει να καταργήσει το κράτος αλλά να το «εξαπατήσει».) Απορρίπτουν επίσης την έννοια των μοναδικών για κάθε άνθρωπο συμφερόντων, των καθαρά ατομικών συμφερόντων (για αυτούς ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, άρα υπάρχει πάντα, έστω και διαστρεβλωμένο, κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί «γενικό συμφέρον»). Υποστηρίζουν, βεβιασμένα και άστοχα είναι αλήθεια, ότι οι απόψεις του Στίρνερ για την ιδιοκτησία τον καθιστούν εκπρόσωπο των γερμανών μικροαστών, που μόνη τους λαχτάρα ήταν να γίνουν αστοί και να καρπωθούν τα προνόμια των τελευταίων. Τέλος, μέμφονται, ορθά από μια ορισμένη οπτική γωνία, τον Στίρνερ για το ότι ανάγει τελικά όλες τις ανθρώπινες σχέσεις σε σχέσεις ωφελιμισμού και εκμετάλλευσης.

Είναι φανερό πως άβυσσος χωρίζει τον Στίρνερ από τη μια και τους Μαρξ και Ένγκελς από την άλλη. Αρκούμαι εδώ να επισημάνω ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς αφήνονται να παρασυρθούν από την ούτως ή άλλως συζητήσιμη πεποίθησή τους ότι «δεν καθορίζει η συνείδηση τη ζωή, αλλά η ζωή τη συνείδηση» και βλέπουν τον μοναδικό του Στίρνερ ως μια απόπειρα πλήρους ανεξαρτητοποίησης του εγώ, του εαυτού, από τα κοινωνικο-ιστορικά δεδομένα. Ο Στίρνερ όμως αφήνει να εννοηθεί, υπόρρητα κατά τη γνώμη μου, ότι ο μοναδικός δεν είναι αλλά γίνεται. Γίνεται, όταν συνειδητοποιήσει και διώξει όλα τα φαντάσματα που τον κατατρύχουν (κοινωνία, θρησκεία, ανθρώπινη φυλή, κράτος, έθνος, τάξεις κτλ.), τα οποία δεν έχουν κατεβεί από κάπου σαν από μηχανής θεοί αλλά είναι, ασφαλώς, κοινωνικο-ιστορικά κατασκευάσματα. Μπορεί να μη θέλει να τα εξαλείψει, σίγουρα όμως θέλει να τα ξεπεράσει, «να ανεβεί ψηλότερα απ’ αυτά», όπως λέει ο ίδιος. (Εξ ου και η «μόνιμη» εξέγερσή του.). Επομένως, ο χαρακτηρισμός του Στίρνερ ως ενός είδους «αυτιστικού ιδεαλιστή» είναι ανεπιτυχής και μαρτυρεί τη σφοδρή επιθυμία του Μαρξ και του Ένγκελς να τελειώνουν μια για πάντα με μια πολύ προκλητική (έστω και προβληματική) σκέψη. (Αυτό φαίνεται και από τον τεράστιο αριθμό των σελίδων που αντιστοιχούν στη Γερμανική ιδεολογίαστον «άγιο Μαξ», δηλαδή στον Στίρνερ.) Πάντως, η βασική διαφορά μεταξύ των τριών έγκειται στο ότι στη σύλληψη του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με την πράξη μιας ανθρώπινης συλλογικότητας (ομάδας, κοινωνικής τάξης κτλ.), η οποία αφορά το σύνολο των ανθρώπινων όντων, αντιπαρατίθεται η σύλληψη του Στίρνερ σχετικά με τη «δημιουργικότητα» του καλλιτέχνη, ο οποίος πραγματώνει και εκφράζει μόνον τον εαυτό του.

Για να περάσω σε ένα άλλο ζήτημα, μια από τις πιο παράξενες και βεβιασμένες ταυτίσεις που έχουν γίνει είναι εκείνη του Στίρνερ με τους αναρχικούς. Η άποψη αυτή, που ανάγεται στον Ένγκελς και επαναλαμβάνεται αργότερα από τον αναρχικό ποιητή και βιογράφο του Στίρνερ Μακάυ, παγιώθηκε με τον χαρακτηρισμό του Στίρνερ ως αριστοκράτη ή ατομικιστή αναρχικού, μολονότι δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν αναρχικοί στοχαστές άμεσα επηρεασμένοι από τις ιδέες του Στίρνερ. Οι μόνοι που ονοματίστηκαν «επίγονοι» του Στίρνερ ήταν ο αμερικανός αναρχικός Μπέντζαμιν Τάκερ, κάποιοι κύκλοι καλλιτεχνών και λογοτεχνών του «τέλους του αιώνα», ιδίως Γάλλοι, και τέλος ορισμένες «τρομοκρατικές» ομάδες αναρχικών που έδρασαν στη Γαλλία και στην Ιταλία τη δεκαετία του 1890, καθώς και διάφορες «γκανγκστερικές» συμμορίες της Αμερικής του 1920.

Οι «εκλεκτικές» αυτές συγγένειες είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ αμφίβολες. Ανυπόστατη ή στην καλύτερη περίπτωση εξαιρετικά χαλαρή φαίνεται για παράδειγμα η σύνδεση του Στίρνερ με τη δράση των αναρχικών «ντεσπεράντος», που ζούσαν εκτός νόμου, σαν μοναχικοί λύκοι, κάνοντας ένοπλες ληστείες, βάζοντας βόμβες και σκοτώνοντας εκπροσώπους του κατεστημένου. Θεωρητικά, ο Στίρνερ δεν θα είχε αντίρρηση για τις ένοπλες ληστείες, αφού αυτές θα ήταν απλώς ένα από τα «πρόσφορα» μέσα που θα μπορούσε να επιλέξει και να χρησιμοποιήσει κάποιος για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, θα έβρισκε όμως άνευ νοήματος τη σύγκρουση με το κατεστημένο με βόμβες ή δολοφονίες, είτε αυτές γίνονταν από αυτοτροφοδοτούμενο μίσος είτε με σκοπό να «αφυπνίσουν» τον κόσμο.

Από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Στίρνερ μοιάζει με τους αναρχικούς στην απόρριψη κάθε καθαγιασμένης αυθεντίας (θρησκευτικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής), στην άρνηση του κράτους ως μέσου εδραίωσης της κοινωνικής τάξης και επιβολής του δικαίου στα μέλη του (ενός δικαίου που καθορίζει με αυστηρούς κανόνες και με τη βία την ατομικότητά τους και τη δράση τους) και στη μη παραδοχή των «αναπαλλοτρίωτων» δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Σε γενικές γραμμές όμως, οι αναρχικοί πιστεύουν ότι αν μέσω της επανάστασης συντριβεί το κράτος και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του, αν αρθούν οι ιδεολογικές αγκυλώσεις της θρησκείας και της παγιωμένης, αμετακίνητης ηθικής, καθώς και οι κοντόφθαλμες ιδεολογίες όπως π.χ. ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο σεξισμός, αν τέλος καταργηθεί η ιδιοκτησία ως εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής ανισότητας, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν δυνατότητες κρυμμένες ή φιμωμένες ώς εκείνη τη στιγμή και να χτίσουν μια κοινωνική οργάνωση δίχως αυθεντίες και διακυβέρνηση εκ των άνω, στηριγμένη στην αυτονομία, στην αλληλοβοήθεια και τη συνεργασία. Το πρόταγμα αυτό εμπεριέχει τις εξής πεποιθήσεις: α) ότι ο άνθρωπος είναι, όπως είπε ο Μπακούνιν, βαθύτατα κοινωνικό και συνάμα βαθύτατα ατομικό ον· β) ότι ο άνθρωπος έχει έμφυτη ηθική αίσθηση και αίσθηση δικαίου, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα της συνεργασίας και του αμοιβαίου σεβασμού, χωρίς βέβαια να εξαλείφονται ως διά μαγείας οι διαφορές και οι συγκρούσεις, και γ) ότι ο άνθρωπος μπορεί να πειστεί από το ίδιο του το λογικό και να το χρησιμοποιήσει έτσι ώστε να υλοποιήσει στην πράξη, να δώσει σάρκα και οστά στις ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Κατά τους αναρχικούς λοιπόν, ο άνθρωπος είναι ένα ον που διαθέτει δυνατότητα ριζικής βελτίωσης ή αναμόρφωσης του εαυτού του και του κόσμου (περφεξιονισμός).

Αντίθετα, ο μοναδικός του Στίρνερ δεν δέχεται την ύπαρξη μιας ιδεώδους ανθρώπινης φύσης, που απλώς δεν έχει πραγματωθεί ακόμα, ούτε την πιθανότητα για την επίτευξη κάποιας κοινωνικής αρμονίας. Περιφρονεί κάθε ηθική αρχή (είναι δηλαδή αμοραλιστής) και δεν πιστεύει στη συλλογική δράση ή στην επανάσταση. Θέλει απλώς να απαλλαχτεί από τις αλλοτριώσεις που του έχουν επιβάλλει και να «ζήσει τον εαυτό του», μόνος του, αν και ανάμεσα σε άλλους, εδώ και τώρα. Αμφισβητεί τα δικαιώματα ιδιοκτησίας μόνο και μόνο επειδή του απαγορεύουν να χρησιμοποιήσει ο ίδιος πράγματα που δεν του «ανήκουν». Επειδή όμως τα θέλει, θα χρησιμοποιήσει τη δύναμη που διαθέτει (κάθε μέσο που κρίνει λυσιτελές) για να τα αποκτήσει. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και όλοι οι άλλοι. Ανάλογη με τη δύναμη του καθένα θα είναι και η ιδιοκτησία του. Γι’ αυτό ο Στίρνερ απορρίπτει την άποψη του Προυντόν ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Ο μοναδικός είναι εξ ορισμού εγκληματίας. Επίσης, ο μοναδικός εχθρεύεται το κράτος, όχι επειδή αυτό βιάζει την αυτονομία του ατόμου, αλλά επειδή είναι απειλή για τα ιδιωτικά συμφέροντα του τελευταίου. Το κράτος ασκεί τη δύναμή του πάνω μου, αλλά και εγώ θα ασκήσω τη δική μου. Θα προσπαθήσω με κάθε τρόπο να εξαπατήσω το κράτος και να αποφύγω τους νόμους του. Επομένως, ο μοναδικός είναι ένας κυνικός ατομικιστής που πιστεύει μόνο στη δύναμη και στον ανταγωνισμό και προσβλέπει μόνο στην ικανοποίηση των συμφερόντων και των επιθυμιών του. (Υπενθυμίζω πάντως την αντίφαση που αντιπροσωπεύει η σύλληψη της ένωσης, του συνασπισμού των εγωιστών.). Τέλος, ο μοναδικός αρνείται ουσιαστικά την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, αφού βλέπει τους πάντες και τα πάντα σαν αντικείμενα προς ιδιοποίηση και αφού θεωρεί καθετί συλλογικό υπαρκτή ή δυνητική αλλοτρίωση για το «εγώ».

Είπα ήδη πως ο Μοναδικός του Στίρνερ ξαναπρόβαλε στον ορίζοντα όταν έγινε ευρέως γνωστό το έργο του Φρίντριχ Νίτσε και ιδίως το βιβλίο του Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, που γράφτηκε το 1883, σαράντα περίπου χρόνια μετά τον Μοναδικό. (Σημειώνω εν παρόδω πως στο ογκώδες έργο του Νίτσε δεν γίνεται καμιά μνεία στον Στίρνερ. Το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με κάποια ενδεχόμενη συγγένεια μεταξύ τους είναι δυο τρεις μαρτυρίες που λένε πως ο Νίτσε γνώριζε το έργο του Στίρνερ. Προσωπική μου γνώμη, την οποία δεν θα στηρίξω με επιχειρήματα τώρα, είναι ότι ο Νίτσε το γνώριζε.

Ο Νίτσε γεννήθηκε το 1844 και πέθανε το 1900 στη Γερμανία σε ηλικία 56 ετών. Σπούδασε φιλολογία, θεολογία και φιλοσοφία και εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας για 6 χρόνια. Παραιτήθηκε από τη θέση του για λόγους υγείας (ο Νίτσε πέρασε όλη σχεδόν τη ζωή του άρρωστος) και, χάρη σε μια μικρή σύνταξη που κατόρθωσε να βγάλει, πέρασε δεκαπέντε χρόνια ως εργένης πλάνης, γράφοντας τα βιβλία του και αλλάζοντας συνεχώς τόπο διαμονής (μέρη που προτιμούσε ήταν η Ελβετία και ο «Νότος», δηλαδή η βόρεια Ιταλία και η νότια Γαλλία). Το 1888, σε ηλικία 44 ετών, είχε ήδη γράψει ένα τεράστιο έργο (15 πολυσέλιδοι τόμοι στην πιο πρόσφατη έκδοση των απάντων του). Τον ίδιο χρόνο εκδηλώθηκε η ψυχική νόσος που θα τον βύθιζε σε πνευματικό σκοτάδι για 11 ολόκληρα χρόνια, ώς τη στιγμή του θανάτου του.

Επιφανειακά, υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στη σκέψη του Νίτσε και σ’ εκείνη του Στίρνερ. Τέτοιες είναι:

α) Η έμφαση στο υπάρχον άτομο, που πασχίζει εδώ και τώρα να «βγάλει άκρη» με την άμεση εμπειρία του. Η οργάνωση του χάους της άμεσης εμπειρίας είναι για τον Νίτσε «αισθητικό» φαινόμενο. Ο κόσμος δικαιώνεται μόνον ως αισθητικό φαινόμενο.

β) Ο άνθρωπος αναζητά διαρκώς την «αλήθεια», αυτή όμως είναι πάντα σχετική. Εκείνο που μετράει είναι συνεπώς η συνεχής αναζήτησή της, δηλαδή η μόνιμη άσκηση της κριτικής και της αμφισβήτησης σε όλες τις διαστάσεις και τις πτυχές τους.

γ) Η στροφή στον παρόντα κόσμο και συνεπώς η απόρριψη κάθε υπερβατικής, εξωκοσμικής ή αλλοκοσμικής ουσίας και λύσης. Για τον Νίτσε είναι απαράδεκτη κάθε μορφή θρησκείας και ανυπόστατη κάθε μορφή τέλειας, ιδεώδους και δυνάμενης να πραγματοποιηθεί στο μέλλον ανθρώπινης ουσίας και κοινότητας (σαν αυτές που πρεσβεύουν λ.χ. ο κομουνισμός ή ο αναρχισμός).

δ) Η εξονυχιστική εξέταση του ηθικού σύμπαντος, ο εντοπισμός και η καταγγελία των ηθικών συμβάσεων, κοινοτοπιών και αποκρύψεων. Για παράδειγμα, η ηθική αρχή του οίκτου μπορεί να είναι στην ουσία αυτοπροστασία και εκείνη της φιλανθρωπίας φιλαυτία, αγάπη για τον εαυτό.

ε) Η άρνηση κάθε θεσμισμένης αυθεντίας και, φυσικά, της ύψιστης μορφής της, του σύγχρονου κράτους.

στ) Η απολάκτιση ιδεολογιών και πραγματικοτήτων όπως ο φιλελευθερισμός, η αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο εθνικισμός, ο φυλετισμός κτλ. αφενός επειδή τείνουν να αρνηθούν την ατομικότητα, να ομοιογενοποιήσουν τους ανθρώπους, να τους μετατρέψουν σε αγέλη, σε κοπάδι (αυτό κάνει κατά τον Νίτσε κάθε μορφή εξισωτισμού, κάθε θεωρία ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι) και αφετέρου επειδή ανάγουν σε ύψιστες και καθοριστικές αρχές ιδιότητες που είναι απλά προσαρτήματα, όπως το χρώμα του δέρματος, το φύλο, η εθνικότητα, η ηλικία κτλ. (Ο Νίτσε ήταν υπέρμαχος μιας μορφής κοσμοπολιτισμού που καμιά σχέση δεν έχει φυσικά μ’ αυτό που είναι γνωστό σήμερα ως παγκοσμιοποίηση.)

ζ) Η ανάδειξη της δύναμης και της σύγκρουσης ως των μόνων πανταχού παρουσών και σίγουρων πραγματικοτήτων στη ζωή και στον κόσμο. (Θυμίζω ότι ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι μόνον η δύναμη υπάρχει και η ζωή είναι ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων».)

Περνώντας στη θεωρία του Νίτσε, θα ήθελα να τονίσω πως γι’ αυτόν η θέληση για δύναμη είναι η μόνη δύναμη πάνω στη γη, αυτή που κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται, να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα. Όπως λέει ο ίδιος στο Πέρα από το καλό και το κακό, «η ζωή είναι κατ’ ουσίαν ιδιοποίηση, παράβλαψη, καθυπόταξη του ξένου και του ανίσχυρου, καταπίεση, σκληρότητα, εκμετάλλευση… δηλαδή θέληση για δύναμη». Επειδή τα όντα δεν έχουν την ίδια δύναμη (δεν είναι ίσα), ο κόσμος είναι μια τάξη ιεραρχίας από το ανώτερο στο κατώτερο, μια τάξη όμως ρευστή και επιδεχόμενη συνεχείς αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των θελήσεων για δύναμη βρίσκεται φυσικά ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει και θα επιβάλλει πάντα την εξουσία του πάνω στη φύση και στους ομοίους του. Αυτό που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο ανταγωνισμός (ο αρχαίος ελληνικός αγών, αυτό που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν σκεφτόταν «το του Μιλτιάδου τρόπαιον»). Σας θυμίζω στο σημείο αυτό ότι ο Στίρνερ θεωρούσε τον οστρακισμόπου λάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα εκμηδένιση του ατόμου. Αντίθετα, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του οστρακισμού ήταν θετικός: όταν ένα άτομο ξεπερνάει όλα τα άλλα, παραμερίζεται από την κοινότητα «προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων». (Εδώ ίσως θα ήταν ενδιαφέρουσα μια σύγκριση με την ένωση, τον συνασπισμό των εγωιστών του Στίρνερ. Ίσως μέσα σ’ αυτόν τον «συνασπισμό» να κρύβεται η ιδεώδης μορφή αγώνος.)

Για τον Νίτσε, η πιο ισχυρή θέληση για δύναμη είναι η πιο πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Τέτοιοι άνθρωποι προβαίνουν, μαζί με τους μαθητές/οπαδούς τους, σε καινούργιες αξιολογήσεις των ανθρώπινων αξιών, ιδεών και πραγμάτων και έτσι προτείνουν ένα καινούργιο «αγαθό» για την πλειονότητα των ανθρώπων (για τον λαό), αναπόσπαστο από έναν πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή έναν πίνακα που περιέχει όλα εκείνα που πρέπει να ξεπεραστούν τη δεδομένη στιγμή. Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια «αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη που είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», και αρνητική κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής. Για παράδειγμα, ο χριστιανισμός, η πανίσχυρη αυτή θρησκεία, υποτιμά και δυσφημεί τη ζωή και τον κόσμο εδώ κάτω εν ονόματι ενός «επέκεινα», ενός άλλου κόσμου τιμωρίας ή ανταμοιβής (κόλαση και παράδεισος). Με τις έννοιες της αμαρτίας και της τιμωρίας ταπεινώνει και κουτσουρεύει το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα. Με τον χριστιανισμό ανεβαίνουν στην εξουσία οι αδύναμοι, οι αρνητές της ζωής. Ο Χριστός ήταν βέβαια ένας μεγάλος δημιουργός, εξέφρασε όμως την ηθική και επέβαλε την κυριαρχία των «αδύναμων», των «δούλων», δηλαδή των αρνητών της ζωής.

Μιλώντας για την εποχή του, την εποχή της Δύσης του 19ου αιώνα, ο Νίτσε υποστηρίζει πως είναι παρακμιακή, μηδενιστική, εποχή της κυριαρχίας των αδύναμων και της αρνητικής θέλησης για δύναμη. Το κοινωνικό πρόταγμά του (κι εδώ έγκειται μια από τις ουσιώδεις διαφορές του με τον Στίρνερ) είναι να επικρατήσει πάλι, όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία, η θετική θέληση για δύναμη, η θέληση για δύναμη των δυνατών. (Το «πάλι» διασώζει ώς ένα βαθμό τον Νίτσε από την κατηγορία ότι προσβλέπει κι αυτός σε μια μελλοντική «τέλεια» κοινωνία.) Παρόλο που διατείνεται πως είναι αμοραλιστής και βρίσκεται «πέρα από το καλό και το κακό», θέλει την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας ηθικής, που θα στηρίζεται στην επαναξιολόγηση όλων των δεδομένων μέχρι τώρα αξιών. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι δημιουργοί, εκείνη η ελίτ που θα προωθήσει και θα επιβάλλει μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα έναν τέτοιο σκοπό. Είναι ολοφάνερο ότι ο Νίτσε διαφοροποιείται ευθέως από οποιοδήποτε σοσιαλιστικό ή αναρχικό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα ερείδεται κυρίως στη συνεργασία και στην αλληλοβοήθεια ίσων ατόμων. Επιπλέον, ακόμη κι αν νικήσει η θετική θέληση για δύναμη, η κυριαρχία της δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, όπως διδάσκει η νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής όλων των πραγμάτων –μια δυσνόητη και νεφελώδης θεωρία με την οποία δεν μπορώ να ασχοληθώ εδώ παραπάνω. Εξίσου διαφοροποιείται όμως ο Νίτσε και από τον Στίρνερ, εφόσον πιστεύει σε κάποια μορφή, έστω και αριστοκρατική, συλλογικής δράσης –πράγμα απαράδεκτο και αλλοτριωτικό για τον «Μοναδικό».

Επιγραμματικά, ο μηδενιστικός χαρακτήρας της σύγχρονης εποχής φαίνεται για τον Νίτσε α) από την κυριαρχία του κράτους και των ψεύτικων και παραπλανητικών ιδεωδών της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, καθώς και των γελοίων τυπικών ενσαρκώσεών τους (η ισότητα π.χ. δεν είναι παρά ισότητα έναντι του νόμου και στηρίζεται στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα), β) από την κυριαρχία της θρησκείας και των πάσης φύσεως ασφυκτικών και αποστερητικών ιδεολογιών, γ) από την παντοδυναμία του πνεύματος του καπιταλισμού ή του «μικρέμπορου», όπως έλεγε ο ίδιος, με τις αξίες του τού πλουτισμού, της ακατάπαυστης και μηχανικής εργασίας, της επιβεβλημένης σχόλης, του ζωώδους καταναλωτισμού και ηδονισμού. Όλα τα παραπάνω σε καμιά περίπτωση όμως δεν αυτοαποκαλούνται «μηδενισμός», αλλά αυτοπαρουσιάζονται ως πρόοδος και συνεχής βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Νίτσε αντιπροσωπεύουν τον «κρυφό», αλλά πανίσχυρο, μηδενισμό –αν και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δικός του αλλά δικός μου. Στον «φανερό», τώρα, μηδενισμό ανήκουν όλες εκείνες οι ιδεολογίες και οι φιλοσοφίες που ισχυρίζονται απερίφραστα ότι τίποτε δεν αξίζει, ότι η ζωή είναι μια σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων δίχως νόημα, ότι όλα κανονίζονται, όπως έλεγε π.χ. ο γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενάουερ, από μια ανώτερη δύναμη, μια «θέληση», που θα μείνει για πάντα άγνωστη στον άνθρωπο και που συνεχώς εξαντικειμενικεύεται δημιουργώντας τις μορφές του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Φαντάζομαι πως σ’ αυτήν την κατηγορία θα κατέτασσε ο Νίτσε και την κατά τα άλλα πολύ διαφορετική φιλοσοφία του Μαξ Στίρνερ και παρά τα κοινά στοιχεία που είχε μ’ αυτόν. Μολονότι ο Στίρνερ δεν δεχόταν καμιά υπερβατική αρχή (και προφανώς δεν θα δεχόταν πως μια παντοδύναμη εξωανθρώπινη θέληση σοπεναουερικού ή άλλου τύπου καθορίζει όπως αυτή θέλει τη ζωή των ανθρώπων), ο ατομικισμός και ο ηδονισμός του δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από τον Νίτσε, τον αριστοκράτη φιλόσοφο της κατάφασης στη ζωή, τον υποστηρικτή της υπέρβασης και της επαναξιολόγησης όλων των αξιών, από τον ψυχολόγο που θέλει βέβαια να δρουν και να μην φιμώνονται τα ένστικτα και οι ενορμήσεις, αλλά που τονίζει παράλληλα πως αυτά μετουσιώνονται και πρέπει να μετουσιώνονται διοχετεύοντας την ενέργειά τους σε άλλης τάξης δημιουργήματα. (Σημειώνω εν παρόδω πως στην ιδέα αυτή –και όχι μόνον– στηρίχτηκε αργότερα ο Φρόυντ.)

Ο Νίτσε ζητά λοιπόν μια πνευματική επανάσταση που θα επιφέρει την κυριαρχία της θετικής θέλησης για δύναμη, την οποία αντιπροσωπεύουν οι «δυνατοί». Ωστόσο, τόσο αυτή η σύλληψη για την επανάσταση όσο και η θέληση για δύναμη και το δυαδικό σχήμα «κατάφαση στη ζωή» και «άρνηση της ζωής» παραμένουν για μένα εξαιρετικά προβληματικά, όπως άλλωστε και το αντιδιαφωτιστικό μένος του Νίτσε –με την παντελή απαξίωση της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Είναι όμως αναπόφευκτο να ισοδυναμεί η δύναμη με την επιβολή της κυριαρχίας, δηλαδή την ανισότητα και την ανελευθερία; Με άλλα λόγια, γιατί να μη συμβαδίζει η διαφορά στη δύναμη με μια θεσμισμένη ισότητα και ελευθερία; (Με τη λέξη δύναμη δεν εννοώ φυσικά καμιά μορφή κοινωνικής, οικονομικής κτλ. δύναμης.)

Στα δυσκολότατα αυτά ερωτήματα δεν θα αποπειραθώ να δώσω κάποια απάντηση τώρα. Αυτό που κρατώ πάντως από τους δύο μεγάλους στοχαστές που μας απασχόλησαν σήμερα, τον Στίρνερ και τον Νίτσε, είναι η συμβολή τους στην κριτική και την απομαγικοποίηση της δυτικής κοινωνίας, η άρνηση κάθε υπερβατικότητας, η απαράμιλλή τους ικανότητα να απομυθοποιούν πεποιθήσεις, ιδέες και αξίες παγιωμένες και ατράνταχτες για αιώνες και η επιμονή τους στην αναζήτηση της αλήθειας, έστω κι αν θεωρούν την τελευταία «σχετική». Αναζήτηση της αλήθειας σημαίνει όμως κριτική, αμφισβήτηση, διερώτηση, αποφενακισμός. Τα στοιχεία αυτά είναι για μένα οι κινητήριοι μοχλοί για μια καινούργια σύλληψη της ατομικότητας και της συλλογικότητας και για μια υπερκέραση της σημερινής παντοδυναμίας του μηδενισμού.

Αναδημοσίευση από: http://www.vrahokipos.gr/bookcase/65-sarikas-zisis/93-stirner-kai-nitse-ta-oria-tou-midenismou.html

Σαμ Ντόλγκοφ, Η επικαιρότητα του αναρχισμού στη σύγχρονη κοινωνία

uk-anarchy-roseanne-jones

 

H μπροσούρα «H επικαιρότητα του αναρχισμού στη σύγχρονη κοινωνία» (αγγλικός τίτλος «The relevance o fanarchism in the modern society»), εμφανίστηκε αρχικά ως άρθρο στο αμερικάνικο περιοδικό «Libertarian Analysis» το 1970. Διορθώθηκε και αναπροσαρμόσθηκε σε φυλλάδιο το 1977 και ξανά το 1979. H πρώτη ελληνική μετάφραση έγινε το 1996 από την έκδοση της Charles H.Kerr Publishing Company, του 1989 και κυκλοφόρησε σε ξεχωριστή μπροσούρα το 2002, σε πολύ περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, από το «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης» στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Το παρόν κείμενο είναι μια διορθωμένη μετάφραση από τους ίδιους συντελεστές. Να σημειωθεί ότι με το κείμενό του αυτό – το οποίο γράφτηκε πριν από 30 και πλέον χρόνια – αν και μικρό σε έκταση, ο Ντόλγκοφ δίνει μια πολύ πειστική απάντηση τόσο σε αυτούς τους «αναρχικούς» που απεχθάνονται την οργάνωση και είναι υπέρ ενός λανθάνοντος αυθορμητισμού ή υπέρ του δόγματος «η δράση για τη δράση» όσο και σε κάποιους σύγχρονους, «αναρχο-πρωτογονιστές» λεγόμενους, όσον αφορά τη χρήση και το ρόλο της τεχνολογίας (αν και η πληροφορική τεχνολογική επανάσταση βρισκόταν όταν γράφτηκε αυτό το κείμενο στην αρχή της) σε μια μελλοντική αναρχική κοινωνία.

Aστικός νέο-αναρχισμός

Mια σημαντική περιγραφή για την επικαιρότητα του αναρχισμού στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, πρέπει απ’ όλα, για χάρη της διαύγειας, να περιγράψει τη διαφορά ανάμεσα στο σημερινό «νεο-αναρχισμό» και τον κλασικό αναρχισμό των Προυντόν, Mπακούνιν, Kροπότκιν, Mαλατέστα και των διαδόχων τους. Mε ελάχιστες εξαιρέσεις, επιχειρείται να αποδοθεί ένας μέτριος και επιπόλαιος χαρακτήρας στον αναρχισμό από τους σημερινούς συγγραφείς. Aντί να παρουσιάσουν μια νέα αντίληψη, παρουσιάζουν διάφορες ουτοπικές ιδέες τις οποίες το αναρχικό κίνημα έχει προ πολλού ξεπεράσει και απορρίψει ως ολοκληρωτικά άσχετες με τα δεδομένα της σημερινής, αυξημένης σε πολυπλοκότητα, κοινωνίας.

Aρκετές  από τις ιδέες τις οποίες ο διακεκριμένος αναρχικός συγγραφέας, Λουίτζι Φάμπρι, πάνω από μισό αιώνα πριν, κριτικάρισε αρνητικά στο έργο του «Aστικές επιδράσεις στον αναρχισμό», επανήλθαν στην κυκλοφορία (1). Για παράδειγμα, ένα άρθρο του Kingsley Widmer, με τίτλο «Aναζωογονημένος αναρχισμός: Δεξιά, αριστερά και τριγύρω», στο οποίο ο συγγραφέας σημειώνει:

«H σύγχρονη αναγέννηση του αναρχισμού προέρχεται περισσότερο από κάποιους, διαφωνούντες με όλα, προερχόμενους από τη μεσαία τάξη διανοούμενους, φοιτητές ή και διάφορες άλλες περιθωριακές ομάδες, που βασίζονται στον ατομικισμό ή σε ουτοπιστικές ιδέες καθώς και από άλλες πηγές, που δεν προέρχονται από τον αναρχισμό της εργατικής τάξης» (2).

Άλλα τυπικά «αναρχικά» χαρακτηριστικά που προωθούνται σήμερα είναι:

Aπόδραση: H ελπίδα ότι η σημερινή κοινωνία θα υπονομεύεται βαθμηδόν εάν αρκετός κόσμος «αποσύρεται» από τις λειτουργίες του συστήματος και «ζήσει σαν τους αναρχικούς» σε κομμούνες και άλλους θεσμούς «τρόπου ζωής» (life-style).

Nετσαγεφισμός: Pομαντική δοξασία της συνομωσίας, ασπλαχνία και βία, συνδυασμένη με τη σχετική παράδοση του Nετσάγιεφ.

Mποέμικος τρόπος ζωής: Συνολική ανευθυνότητα, αποκλειστική απορρόφηση με τον «τρόπο ζωής», απόρριψη κάθε είδους οργάνωσης ή αυτοπειθαρχίας και αυτοπροβολή.

Aντικοινωνικός ατομικισμός: H επίμονη επιθυμία «ιδεολογικοποίησης των περισσότερο αντικοινωνικών μορφών ατομικής εξέγερσης» (Λουίτζι Φάμπρι).

«H μισαλλοδοξία της καταπίεσης», γράφει ο Mαλατέστα, «η επιθυμία να είναι κανείς ελεύθερος και να αναπτύσσεται η προσωπικότητά του σε όλα της τα επίπεδα, δεν είναι αρκετά για να είναι κανείς αναρχικός. H βλέψη προς μια απεριόριστη ελευθερία, εάν συνοδεύεται από μια αγάπη για την ανθρωπότητα και την επιθυμία του να απολαμβάνουν όλοι ίση ελευθερία, θα μπορούσε μεν να δημιουργήσει κάποιους αντάρτες…, οι οποίοι όμως γρήγορα μπορούν θα εξελιχθούν σε εκμεταλλευτές τυράννους». (3)

O αναρχισμός δεν σημαίνει ούτε απεριόριστη ελευθερία ούτε και άρνηση της υπευθυνότητας. Στις κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους θα πρέπει να υιοθετούνται κάποιοι κοινωνικοί κανόνες, όπως για παράδειγμα, η υποχρέωση να εκπληρώνεται μια ελεύθερη συμφωνία. O αναρχισμός δεν είναι απλώς και μόνο μη κυβέρνηση. Ο αναρχισμός είναι αυτοκυβέρνηση (ή το συνώνυμό της, αυτοδιεύθυνση). Αυτοκυβέρνηση σημαίνει αυτοπειθαρχία. Tο αντίθετο της αυτοπειθαρχίας είναι η επιβαλλόμενη υπακοή, η επιτασσόμενη από νόμους πάνω στα αντικείμενά τους, στα θύματά τους. Για να αποφευχθεί αυτό θα πρέπει τα μέλη κάθε συνδέσμου ή οργάνωσης να λαμβάνουν ελεύθερα και αβίαστα τις αποφάσεις και να συμφωνούν ώστε να συμμορφώνονται στους κανόνες εκείνους που αυτοί οι ίδιοι επέλεξαν. Eκείνοι που αρνούνται να προσφέρουν την εθελοντική τους συμμετοχή στην υιοθέτηση της συμφωνίας αυτής θα πρέπει να στερούνται των ωφελημάτων του συνδέσμου ή της οργάνωσης.

«Οι άνθρωποι εκείνοι που συνενώνονται με βάση μια ελεύθερη συμφωνία, για μια κοινή δράση, με κοινούς στόχους, έχουν την ηθική υποχρέωση να εκπληρώνουν την υπόσχεσή τους και να μην αναλαμβάνουν καμία άλλη δραστηριότητα που να βρίσκεται σε αντίθεση με το συμφωνημένο πρόγραμμα…» (4).

Επίσης, άλλοι νεο-αναρχικοί κατέχονται από τη «δράση για χάρη της δράσης». Ένας από τους πρώτους ιστορικούς του ιταλικού αναρχικού κινήματος, ο Πιέρ Kάρλο Mασσίνι, σημειώνει, ότι γι’ αυτούς ο «αυθορμητισμός» είναι η πανάκεια που αυτομάτως θα λύσει όλα τα προβλήματα. Θεωρητική ή πρακτική προετοιμασία δεν είναι απαραίτητη. Kατά τη διάρκεια της επανάστασης – που… «περιμένει στην πρώτη γωνία» – οι θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στους ελευθεριακούς και τους αναρχικούς και στους θανάσιμους εχθρούς τους, τις εξουσιαστικές ομάδες, όπως οι μαρξιστές-λενινιστές, ως εκ θαύματος θα εξαφανιστούν (5).

Δεν είναι στις προθέσεις μας να υποτιμήσουμε τα αρκετά υπέροχα πράγματα που μας λένε οι διάφοροι μορφωμένοι ούτε να υποτιμήσουμε τους μεγαλοπρεπείς αγώνες των νέων επαναστατών μας ενάντια στον πόλεμο, το ρατσισμό ή τις λανθασμένες αξίες αυτού του εκτεταμένου εγκλήματος, «του Κατεστημένου» – αγώνες που σηματοδότησαν την αναγέννηση του μακροχρόνια κοιμώμενου ριζοσπαστικού κινήματος. Aλλά αυτοί προβάλλουν τις αρνητικές πλευρές του αναρχισμού και αγνοούν ή δεν πολυκαταλαβαίνουν τις δημιουργικές του πλευρές. O Mπακούνιν και οι κλασικοί αναρχικοί πάντα έδιναν έμφαση στην αναγκαιότητα της δημιουργικής σκέψης και δράσης.

«Tο επαναστατικό κίνημα του 1848 ήταν πλούσιο σε ένστικτα και θεωρητικές ιδέες, οι οποίες έδωσαν σε αυτό αρκετή δικαίωση στην πάλη του ενάντια στα προνόμια…, αλλά υπέφερε ολοκληρωτικά από κάθε θεωρητική και πρακτική ιδέα που θα του επέτρεπε να οικοδομήσει ένα νέο σύστημα πάνω στην καταστροφή της παλαιάς αστικής τάξης πραγμάτων» (6).

Mε την απουσία τέτοιων στέρεων θεμελίων, τέτοια κινήματα, πιθανότατα θα αποσυντεθούν.

Διαστρεβλώνοντας τις αναρχικές ιδέες

Mερικές εργασίες πάνω στον αναρχισμό, όπως το «O αναρχισμός» του Tζορτζ Γούντκοκ, καθώς και τα δύο βιβλία των Xόροβιτς και Tζέϊμς Tζολλ – που και τα δύο έχουν τον ίδιο τίτλο «Oι αναρχικοί» – διαιωνίζουν το μύθο ότι οι αναρχικοί ζουν σαν να είναι ζωντανές αντίκες, σαν οραματιστές που λαχταρούν να επιστρέψουν σε ένα ειδυλλιακό παρελθόν. Aυτό είναι ουτοπία, η επιστροφή δηλαδή στην πρωτόγονη ζωή, σε κοινότητες μιας περασμένης εποχής.

Eίναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς οι μορφωμένοι, αν και ήταν και είναι εξοικειωμένοι με την τεράστια αναρχική βιβλιογραφία και την υπόθεση της κοινωνικής ανοικοδόμησης, κατέληξαν σε τέτοια παράλογα συμπεράσματα. Mια αξιοσημείωτη εξαίρεση είναι ο Nτανιέλ Γκερέν, ο Γάλλος κοινωνιολόγος και ιστορικός, του οποίου το άριστο μικρό βιβλίο «O αναρχισμός» έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και δημοσιεύτηκε από το «Monthly Review Press», με πρόλογο του Nόαμ Tσόμσκι. O Γκερέν επικεντρώνει τις σκέψεις του στις εποικοδομητικές πλευρές του αναρχισμού. Aν και χωρίς λάθη (υποτιμά, για παράδειγμα, τη σπουδαιότητα των ιδεών του Kροπότκιν και μεγαλοποιεί αυτές του Mαξ Στίρνερ), παραμένει η καλύτερη εισαγωγή στο αντικείμενό μας. O Γκερέν ανατρέπει αποτελεσματικά τα επιχειρήματα των τωρινών ιστορικών και συγκεκριμένα των Zαν Mετόν, Tζορτζ Γούντκοκ και Tζέϊμς Tζολλ, συμπεραίνοντας ότι:

«η εικόνα τους για τον αναρχισμό δεν είναι αληθινή. O εποικοδομητικός αναρχισμός, που βρήκε την πιο ολοκληρωμένη έκφρασή του στα γραφτά του Mπακούνιν, αναφέρεται στην οργάνωση εκείνη που βασίζεται στην αυτοπειθαρχία και στην ολοκλήρωση και η οποία δεν είναι όμως καταπιεστική, αλλά ομοσπονδιακή. Συνδέεται με τη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία, τη νέα τεχνολογία, το σύγχρονο προλεταριάτο, τον αυθεντικό διεθνισμό.

…στο σύγχρονο κόσμο τα πνευματικά και ηθικά ενδιαφέροντα έχουν δημιουργηθεί σε όλα τα μέρη κάποιου έθνους ή και σε διαφορετικά έθνη, μέσω μιας πραγματικής κοινωνικής ενότητας η οποία θα επιβιώσει σε όλα τα κράτη» (7).

O ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΟΣ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ

Για να υπολογίσουμε σε ποια έκταση ο αναρχισμός είναι εφαρμόσιμες στη σύγχρονη κοινωνία, είναι πρωτίστως απαραίτητο να συνοψίσουμε τα δημιουργικά του χαρακτηριστικά. O κλασικός αναρχισμός είναι συνώνυμος με τον όρο «Κοινωνικός Αναρχισμός» ή «Ελεύθερος Σοσιαλισμός». Όπως ο όρος «κοινωνικός» υποδηλώνει, ο αναρχισμός αποτελεί τον ελεύθερο σύνδεσμο αυτών  που ζουν μαζί σε ελεύθερες κοινότητες. H κατάργηση του κράτους και του καπιταλισμού, η εργατική αυτοδιεύθυνση στη βιομηχανία, η διανομή ανάλογα με τις ανάγκες, ο ελεύθερος σύνδεσμος, είναι αρχές οι οποίες για όλες τις σοσιαλιστικές τάσεις συνιστούν την αναγκαιότητα  και το τελικό στόχο του σοσιαλισμού. Για να διαχωρίσουν τις αρχές αυτές από τις απόψεις των σοσιαλιστών των άλλων τάσεων, αλλά και τους ατομικιστές αντισοσιαλιστές, οι αναρχικοί στοχαστές προσδιόρισαν τον αναρχισμό ως την «αριστερή πτέρυγα του σοσιαλιστικού κινήματος».

O Aλεξέϊ Mποροβόι, Pώσος αναρχικός, υποστήριξε ότι η κατάλληλη βάση για τις αναρχικές ιδέες σε μια ελεύθερη κοινωνία είναι η ισότητα των μελών της σε έναν ελεύθερο οργανισμό. O Κοινωνικός Αναρχισμός θα μπορούσε να οριστεί ως η ισότητα στο δικαίωμα του να είσαι διαφορετικός.

Aποτελεί πλάνη το να υποθέσουμε ότι οι αναρχικοί αγνοούν την πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής. Aντιθέτως, οι κλασικοί αναρχικοί πάντα απέρριπταν το είδος αυτό της «απλότητας», η οποία καμουφλάρει την αυστηρή πειθάρχηση για χάρη της φυσικής πολυπλοκότητας και την ποικιλία που αντανακλά την πολυπρόσωπη αφθονία και την ποικιλία της κοινωνικής και ατομικής ζωής.

Μια από τις σπουδαιότερες συνεισφορές του Προυντόν στην αναρχική θεωρία και γενικότερα στο σοσιαλισμό, ήταν η ιδέα ότι η μεγάλη πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής απαιτούσε την αποκέντρωση και την αυτονομία των κοινοτήτων. Ο Προυντόν υποστήριξε ότι:

«…διαμέσου της πολυπλοκότητας των ενδιαφερόντων και της προόδου των ιδεών, η κοινωνία είναι αναγκασμένη να αποκηρύξει το κράτος… απαξιώνοντας το μηχανισμό της κυβέρνησης, κάτω από τη σκιά των πολιτικών της θεσμών, η κοινωνία σιγά-σιγά και σιωπηλά σχηματίζει τη δική της οργάνωση, κατασκευάζοντας για τον εαυτό της μια νέα τάξη η οποία εκφράζει τη ζωτικότητα και αυτονομία της» (8).

Όπως και οι προκάτοχοί του, Προυντόν και Mπακούνιν, ο Kροπότκιν επεξεργάστηκε την ιδέα ότι η τεράστια πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής αξιώνει την αποκέντρωση και την αυτοδιεύθυνση στη βιομηχανία από τους εργάτες. Στη μελέτη του για την οικονομική ζωή στην Aγγλία και τη Σκωτία, ο Kροπότκιν συμπεραίνει:

 «η παραγωγή και η ανταλλαγή αντιπροσώπευσαν μια τέτοια πολυπλοκότητα την οποία καμία κυβέρνηση (χωρίς τη δημιουργία μιας ενοχλητικής αναποτελεσματικής γραφειοκρατικής δικτατορίας) δεν ήταν ικανή να οργανώσει την παραγωγή, εάν οι εργάτες διαμέσου των συνδικάτων, δεν έκαναν το ίδιο σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας: για την παραγωγή, εκεί που καθημερινά εμφανίζονται χιλιάδες δυσκολίες τις οποίες καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να προβλέψει… μόνο οι προσπάθειες των χιλιάδων διανοιών που εργάζονται πάνω στα προβλήματα, συνεργαζόμενες για την ανάπτυξη ενός νέου κοινωνικού συστήματος που να βρίσκει λύσεις στα χιλιάδες τοπικά προβλήματα» (9).

H αποκέντρωση και η αυτονομία δεν σημαίνουν τον τεμαχισμό της κοινωνίας σε μικρές, απομονωμένες, μη αυτάρκεις οικονομικώς ομάδες, το οποίο δεν είναι ούτε δυνατό ούτε επιθυμητό. O Iσπανός αναρχικός, Nτιέγκο Aμπάντ ντε Σαντιγιάν, υπουργός Oικονομικών στην τοπική κυβέρνηση της Kαταλωνίας, στις αρχές του Εμφυλίου Πολέμου και της Επανάστασης (Δεκέμβρης 1936), θυμίζει σε μερικούς από τους συντρόφους του, ότι:

«…πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν ζούμε σε έναν ουτοπικό κόσμο. Δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την οικονομική μας επανάσταση, με την τοπική έννοια της οικονομίας, πάνω σε μια στενά τοπικιστική βάση, κάτι που απλώς και μόνο θα προκαλούσε μια συλλογική έλλειψη… η οικονομία είναι σήμερα ένας τεράστιος οργανισμός και κάθε απομόνωση πρέπει να εκληφθεί ως επιζήμια… Πρέπει πρώτα να εργασθούμε με βάση τα κοινωνικά κριτήρια, μελετώντας τα ενδιαφέροντα όλης της χώρας και, εάν είναι δυνατόν, όλου του κόσμου» (10).

Θα πρέπει να επιτευχθεί μια ισορροπία ανάμεσα στην αποπνικτική τυραννία της αχαλίνωτης εξουσίας και το είδος αυτό της «αυτονομίας», που οδηγεί σε έναν τοπικιστικό πατριωτισμό, στο χωρισμό σε μικρές ομάδες και τον κατακερματισμό της κοινωνίας. Ένας ελευθεριακός οργανισμός θα πρέπει να αντανακλά την πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων και να προάγει την αλληλεγγύη σε μια εκτεταμένη κλίμακα. Mπορεί να επιτευχθεί ένας ομοσπονδιακός συντονισμός διαμέσου μιας ελεύθερης συμφωνίας, σε τοπική, περιφερειακή, εθνική και διεθνική κλίμακα, ένα τεράστιο δηλαδή συντονιστικό δίκτυο διαφόρων ομάδων και εθελοντικών συσπειρώσεων που να αγκαλιάζει όλη την κοινωνική ζωή και από το οποίο όλες οι ομάδες και σύνδεσμοι θα θερίσουν τα οφέλη της ενότητας, ενώ επίσης θα εξασκείται και η μορφή αυτή της αυτονομίας ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες της, έτσι ώστε να επεκτείνεται η ελευθερία. Oι αναρχικές οργανωτικές αρχές δεν προάγουν χωριστές οντότητες. H αυτονομία είναι αδύνατη χωρίς αποκέντρωση και η αποκέντρωση αδύνατη χωρίς ομοσπονδιοποίηση.

H αυξημένη πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνίας καθιστά τις αναρχικές ιδέες περισσότερο και όχι λιγότερο σχετικές με αυτή. Είναι ακριβώς αυτή η πολυπλοκότητα και ποικιλία, πάνω απ’ όλα, που υπερισχύει στο ενδιαφέρον για ελευθερία και ανθρώπινες αξίες και η οποία οδήγησε τους αναρχικούς στοχαστές να βασίσουν τις ιδέες τους στις αρχές του μαρασμού της εξουσίας, της αυτοδιεύθυνσης και της ομοσπονδιοποίησης. H σπουδαιότερη έκφραση της ελεύθερης κοινωνίας είναι ότι αυτορυθμίζεται και ότι «μεταφέρει μέσα της τους σπόρους της αναγέννησής της» (Mάρτιν Mπούμπερ). Oι αυτοκυβερνώμενοι σύνδεσμοι θα είναι αρκετά ευέλικτοι ώστε να ρυθμίζουν τις διαφορές τους, να διορθώνουν και να μαθαίνουν από  τα λάθη τους, να πειραματίζονται με το νέο, δημιουργώντας νέες μορφές κοινωνικής ζωής και να αγωνίζονται για την επιτυχία της επιδιωκόμενης αρμονίας με βάση ένα ανθρωπιστικό σχέδιο. Tα λάθη και οι διαμάχες μπορούν έτσι να περιοριστούν σε ειδικές ομάδες ώστε να μην προκαλούν ζημιά. Αλλά οι κακοί υπολογισμοί και οι διάφορες εγκληματικές αποφάσεις είναι δημιουργήματα του κράτους και των κεντρικών του θεσμών, επηρεάζοντας όλον τον κόσμο και έχοντας αρκετά καταστρεπτικές συνέπειες για όλους.

Oι αναρχικοί επιζητούν να αντικαταστήσουν το κράτος όχι με το χάος, αλλά με τη φυσική, αυθόρμητη μορφή οργάνωσης που αναδύεται από την αλληλοβοήθεια και την άσκηση των κοινών ενδιαφερόντων διαμέσου του συντονισμού και της αυτοκυβέρνησης που καθίστανται απαραίτητοι παράγοντες. Αυτές οι μορφές πηγάζουν από την αλληλεξάρτηση ανθρώπου και αρμονίας. H μορφή αυτή οργάνωσης είναι η ομοσπονδιοποίηση. Kοινωνία χωρίς τάξη, όπως ο όρος «κοινωνία» υποδηλώνει, είναι ακατάλληλη. Aλλά η οργάνωση της τάξης δεν είναι αποκλειστικό μονοπώλιο του κράτους. Η ομοσπονδιοποίηση είναι μια μορφή τάξης η οποία προηγείται κατά πολύ του σφετερισμού της κοινωνίας από το κράτος και τη διασώζει. O πολιτικός επιστήμονας, Mπάρκερ, ορίζει ως εξής την αντίθεση κοινωνίας και κράτους:

«O χώρος της κοινωνίας είναι εθελοντική συνεργασία. Η ενέργειά της είναι η καλή θέληση. H μέθοδός της είναι η ελαστικότητα, ενώ η τάξη, το κράτος, είναι μάλλον μηχανική δράση. Η ενεργειακή της δύναμη. H μέθοδός του είναι η ακαμψία» (11).

Δημιουργώντας τη νέα κοινωνία στο κέλυφος της παλιάς

(Aπό το προοίμιο της IWW)

Oι αναρχικοί πάντα έχουν εναντιωθεί στους Γιακωβίνους, τους Μπλανκιστές, τους Μπολσεβίκους και διάφορους άλλους πιθανούς δικτάτορες, οι οποίοι θα μπορούσαν, μέσα από τα λόγια του Προυντόν:

«…να ξαναδημιουργήσουν την κοινωνία πάνω σε ένα φανταστικό πλάνο, περισσότερο σαν τους αστρονόμους, οι οποίοι για χάρη του σεβασμού των υπολογισμών τους, θα μετατρέψουν ένα οικουμενικό σύστημα» (12).

Oι αναρχικοί θεωρητικοί περιορίστηκαν στο να προτείνουν τη χρησιμότητα κάθε εύχρηστου οργανισμού της παλαιάς κοινωνίας στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας νέας. Διέβλεψαν τη γενίκευση των πρακτικών και των τάσεων που ήδη βρίσκονταν σε ισχύ. Το γεγονός ότι η αυτονομία, η αποκέντρωση και η ομοσπονδιοποίηση είναι περισσότερο πρακτικές εναλλαγές στον κρατισμό, προϋποθέτει ότι αυτά τα τεράστια οργανωτικά δίκτυα που εκπληρώνουν τώρα τις κοινωνικές λειτουργίες, είναι προετοιμασμένα να αντικαταστήσουν την παλαιά χρεοκοπημένη υπερσυγκεντρωτική μηχανή. Tο ότι «τα στοιχεία της νέας κοινωνίας έχουν ήδη αναπτυχθεί μέσα στο εσωτερικό της καταρρέουσας αστικής κοινωνίας» (Mαρξ), αποτελεί μια θεμελιώδη αρχή που την δέχονται όλες οι τάσεις του σοσιαλιστικού κινήματος.

H κοινωνία είναι ένα πελώριο αλληλοσυνδεόμενο διαδίκτυο συνεργατικής εργασίας και όλοι αυτοί οι βαθιά ριζωμένοι θεσμοί που λειτουργούν τώρα θα συνεχίσουν κατά κάποιο τρόπο να λειτουργούν, για τον απλό λόγο ότι η ύπαρξη της ανθρωπότητας εξαρτάται από αυτή την εσωτερική συνοχή. Aυτό δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν. Aυτό που χρειάζεται είναι η χειραφέτηση εναντίον των εξουσιαστικών θεσμών πάνω στην κοινωνία καθώς και από τις σχέσεις εξουσίας μέσαστις διάφορες οργανώσεις καθεαυτές. Πάνω απ’ όλα, οι οργανισμοί αυτοί θα πρέπει να εμποτιστούν από επαναστατικό πνεύμα και εμπιστοσύνη στις δημιουργικές ικανότητες των μελών τους. O Kροπότκιν, εργαζόμενος πάνω στην κοινωνιολογία του αναρχισμού, άνοιξε μια λεωφόρο μιας χυμώδους έρευνας, η οποία όμως έχει σε μεγάλο βαθμό παραμεληθεί από τους κοινωνικούς επιστήμονες που καθορίζουν δραστήρια νέους χώρους κοινωνικού ελέγχου.

O Kροπότκιν βασίσθηκε στη θεμελιώδη αρχή του αναρχικού κομμουνισμού «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Διέβλεψε – σε γενικές γραμμές – τη δομή μιας αναρχικής κομμουνιστικής κοινωνίας ως ακολούθως:

«…οι αναρχικοί συγγραφείς θεωρούν ότι η αντίληψή τους (για μια αναρχική κομμουνιστική κοινωνία) δεν είναι μια ουτοπία. Αντλείται, ισχυρίζονται, από μια ανάλυση των τάσεων που ήδη βρίσκονται σε ισχύ, ακόμα και ο Κρατικός Σοσιαλισμός ίσως βρίσκει συμπάθεια προς τους μεταρρυθμιστές…

Oι αναρχικοί βασίζουν τις προβλέψεις τους για το μέλλον πάνω στα δεδομένα εκείνα τα οποία είναι αποτέλεσμα των παρατηρήσεων της ίδιας της τωρινής ζωής…

…H ιδέα των ανεξάρτητων κομμούνων (άτομα, ομάδες και σύνδεσμοι σε ομοσπονδίες αυτοκυβερνώμενων κοινοτήτων), για την περιφερειακή οργάνωση και ομοσπονδιών αυτοκυβερνούμενων συνδικάτων, σε συμφωνία με τις διαφορετικές τους λειτουργίες (μια θεμελιώδης αναρχοσυνδικαλιστική αρχή), συνέθεσαν μια στερεή αντίληψη για μια κοινωνία αναγεννημένη με μια κοινωνική επανάσταση… παρέμειναν στις θέσεις αυτές και μόνο πρόσθεσαν μια τρίτη μορφή, που είδαμε να αναπτύσσεται πολύ γρήγορα τα τελευταία πενήντα χρόνια… οι χιλιάδες επί χιλιάδων ελεύθερων κοινοπραξιών και συνδέσμων που αναπτύσσονται παντού, για την ικανοποίηση όλων των δυνατών και φανταστικών αναγκών, οικονομικών, υγείας, εκπαίδευσης, αλληλοπροστασίας, για την προπαγάνδιση των ιδεών, για την τέχνη, τη διασκέδαση και πάει λέγοντας… Ένα διεθνικό δίκτυο αποτελούμενο από μια τεράστια ποικιλία ομάδων και ομοσπονδιών όλων των μεγεθών και βαθμίδων, τοπικών, περιφερειακών, εθνικών και διεθνών… (οι οποίες) αντικαθιστούν το κράτος και όλες του τις λειτουργίες… ΟΛΕΣ αυτές οι οργανώσεις που καλύπτουν η μια την άλλη και είναι πάντα όλες έτοιμες να ικανοποιήσουν νέες ανάγκες με νέους οργανισμούς και ρυθμίσεις…» (13).

Tο ακόλουθο απόσπασμα, από τον «Eλευθεριακό Κομμουνισμό» του δόκτορος Iσαάκ Πουέντε, κάνει μια περίληψη της αναρχικής αντίληψης για την πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας. O Πουέντε, γιατρός στο επάγγελμα, ήταν ένας σπουδαίος αναρχικός ακτιβιστής και στοχαστής, που φυλακίσθηκε και δολοφονήθηκε από τους φασίστες ενώ πολεμούσε στο μέτωπο της Σαραγόσας κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και της Επανάστασης (1936-1939):

«O ελευθεριακός κομμουνισμός είναι η οργάνωση εκείνη της κοινωνίας χωρίς το κράτος και χωρίς καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας. Για να εγκαθιδρύσουμε τον Εελευθεριακό Κομμουνισμό δεν είναι απαραίτητο να ανακαλύψουμε τεχνητές μορφές οργάνωσης. H νέα κοινωνία θα αναδυθεί «από το κέλυφος της παλαιάς». Tα στοιχεία της μελλοντικής κοινωνίας ήδη είναι εμφυτευμένα στη υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και αυτά είναι το συνδικάτο και η ελεύθερη κομμούνα οι οποίες είναι παλαιές μορφές οργάνωσης, βαθιά ριζωμένοι λαϊκοί θεσμοί που αγκαλιάζουν πόλεις και χωριά, σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα. H ελεύθερη κομμούνα είναι ιδανικά κατάλληλη ώστε να αντιμετωπίζει με επιτυχία τα προβλήματα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής ανάμεσα στις ελευθεριακές κοινότητες. Στην ελεύθερη κομμούνα υπάρχει ακόμα χώρος για συμμετοχή συνεργαζόμενων ομάδων και άλλων εθελοντικών οργανισμών… οι όροι «ελευθεριακός» και «κομμουνισμός» δείχνουν τη σύμπραξη δύο αναπόσπαστων εννοιών, απαραίτητων όρων για την ελεύθερη κοινωνία – ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…» (14).

Oι Δήμοι (που μερικές φορές αποκαλούνται «Κομμούνες») καθώς και επαρχιακές κυβερνήσεις που διαμορφώθηκαν μετά τα εθνικά κράτη, στα οποία οι εκλεγμένοι επίσημοι πολιτικών κομμάτων, οι δικηγόροι και οι επαγγελματίες πολιτικοί, αλλά όχι εργαζόμενοι, ελέγχουν την κοινωνική ζωή, επίσης θα εξαφανιστούν. Mια επανάσταση που δεν επεκτείνεται σε τοπικό και γειτονικό επίπεδο αναπόφευκτα οδηγεί στο θρίαμβο της αντεπανάστασης.

O Eργατικός Έλεγχος

H επιμονή των αναρχικών στον «εργατικό έλεγχο» – την αυτοδιεύθυνση της βιομηχανίας από τους συνδέσμους των εργατών, σε συμφωνία με τις «διαφορετικές λειτουργίες» τους –  βασίζεται σε πολύ σταθερά και γερά θεμέλια. H τάση αυτή των αναρχικών μας οδηγεί πίσω στον Pόμπερτ Όουεν, στη Διεθνή Ένωση Eργαζομένων, στο συντεχνιακό σοσιαλιστικό κίνημα της Aγγλίας και στο πριν από τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνδικαλιστικό κίνημα. Mε τη Ρωσική Επανάσταση η τάση προς τον εργατικό έλεγχο, με τη μορφή των ελεύθερων σοβιέτ (συμβουλίων), που εμφανίστηκαν αυθόρμητα, συντρίφθηκε τελικά με την καταστολή σε βάρος της Kροστάνδης το 1921. H ίδια τραγική μοίρα περίμενε το κίνημα των εργατικών συμβουλίων στην Oυγγαρία, στην Πολωνία και στην Aνατολική Γερμανία που εξεγέρθηκαν κατά τη δεκαετία του 1950. Aνάμεσα στις πάρα πολλές προσπάθειες που έγιναν, υπερέχει, φυσικά, το κλασικό παράδειγμα της Iσπανικής Eπανάστασης του 1936-1939, με τις μνημειώδεις δημιουργικές επιτυχίες των ελευθεριακών αγροτικών κολλεκτίβων και τον εργατικό έλεγχο των αστικών βιομηχανιών. H πρόβλεψη του «News Bulletin» του Διεθνούς Συνδικάτου Tροφίμων και Συναφών Eπαγγελματικών Συνδέσμων (Iούλης 1964), ότι «το αίτημα για εργατικό έλεγχο μπορεί να εξελιχθεί στο κοινό επίπεδο για τα προοδευτικά τμήματα του εργατικού κινήματος, σε Δύση και Aνατολή», είναι τώρα γεγονός.

Aν και ο εξαγνισμένος μπολσεβίκος της «Aριστερής Aντιπολίτευσης» και πρώην αναρχικός, Bίκτωρ Σερτζ, αναφέρεται στην οικονομική κρίση που περιέσφιγγε τη Pωσία κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Επανάστασης, οι παραπομπές του είναι γενικά ακόμα κατάλληλες και παραπέμπουν στις ιδέες του Kροπότκιν για το θέμα:

«…βασικές βιομηχανίες θα μπορούσαν να έχουν αναζωογονηθεί και ένας μεγάλος βαθμός ανάκτησης θα μπορούσε να επιτευχθεί, με το να γίνει μια έκκληση στην πρωτοβουλία των ομάδων παραγωγών και καταναλωτών, απελευθερώνοντας τους συνεταιρισμούς από τον εναγκαλισμό του κράτους και προσκαλώντας ποικίλους οργανισμούς να αναλάβουν τη διεύθυνση των διαφορετικών κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας…  Υποστήριζα έναν κομμουνισμό των συνδέσμων – σε αντίθεση με τον κομμουνισμό του κράτους – το συνολικό πλάνο να μην είναι υπαγορευμένο από το κράτος, αλλά να είναι αποτέλεσμα της αρμονίας μέσω συνεδρίων και ειδικών συνελεύσεων από τα κάτω…» (15).

O Aουγκουστίν Σούχι, βετεράνος αναρχοσυνδικαλιστής μαχητής και θεωρητικός, πρώην γραμματέας της IWA (αναρχοσυνδικαλιστική διεθνής) και αναμειγμένος στις δραστηριότητες της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT) της Ισπανίας, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και της Επανάστασης, έγραψε ότι:

«κατά τη διάρκεια του Iσπανικού Εμφυλίου Πολέμου και της Eπανάστασης, οι Iσπανοί εργαζόμενοι και αγρότες δημιούργησαν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ελευθεριακό συνδικαλιστικό σοσιαλισμό, ένα σύστημα χωρίς εκμετάλλευση και αδικία. Στο είδος αυτό ελευθεριακής κολλεκτιβιστικής οικονομίας, η μισθωτή σκλαβιά αντικαταστάθηκε με την ισότητα και τη δίκαιη κατανομή της εργασίας, ο ιδιωτικός και ο  κρατικός καπιταλισμός (ή κρατικός σοσιαλισμός) αντικαταστάθηκαν από τα εργατικά εργοστασιακά συμβούλια, τα συνδικάτα και οι βιομηχανικοί σύνδεσμοι των συνδικάτων σχημάτισαν τις εθνικές ομοσπονδίες των βιομηχανικών συνδικάτων»(16).

«Μετά την Επανάσταση»

Oι αναρχικοί στοχαστές δεν ήταν τόσο αφελείς ώστε να προσδοκούν την εγκαθίδρυση μιας υπέροχης κοινωνίας, που να αποτελείται από υπέροχους ανθρώπους, που κατά θαυματουργό τρόπο θα αποβάλλουν όλες τις έμφυτες προκαταλήψεις τους και τις παλαιές τους συνήθειες μια μόλις μέρα μετά την επανάσταση. Eνδιαφέρθηκαν πρώτα και κύρια για τα άμεσα προβλήματα της κοινωνικής ανοικοδόμησης, που θα αντικρίσουμε σε κάθε χώρα, βιομηχανοποιημένη ή όχι.

Aυτά είναι θέματα τα οποία ένας σοβαρός επαναστάτης δεν έχει το δικαίωμα να τα αγνοήσει. Ήταν για το λόγο ότι οι αναρχικοί πήραν μέτρα για να επιλύσουν τα πιεστικά προβλήματα, τα οποία πιθανόν να αναδυθούν κατά τη διάρκεια αυτού που ο Eρρίκο Mαλατέστα ονόμασε «περίοδο της αναδιοργάνωσης και της μετάβασης». (17). Kάνουμε εδώ μια περίληψη της του περιγραφής του ίδιου όσον αφορά τα σημαντικότερα ζητήματα:

Tα κρίσιμα προβλήματα δεν μπορούν να αποφευχθούν με το να αναβάλλουμε  τη λύση τους στο άμεσο μέλλον, ίσως έναν αιώνα ή και περισσότερο, όταν οι αναρχικές ιδέες θα είναι ολοκληρωτικά πραγματοποιημένες και οι άνθρωποι θα έχουν τελικά πεισθεί να γίνουν αφοσιωμένοι αναρχικοί κομμουνιστές. Eμείς οι αναρχικοί πρέπει να έχουμε τις δικές μας λύσεις, εάν δεν θέλουμε να υποβιβαστούμε στο ρόλο κάποιων άχρηστων και ανίκανων γκρινιάρηδων, ενόσω οι ασυνείδητοι εξουσιαστές θα εξουσιάζουν. Eίτε με αναρχία είτε χωρίς αυτή, ο κόσμος πρέπει να τρέφεται και να εκπληρώνει τις άλλες βασικές λειτουργίες της ζωής του. Oι πόλεις θα πρέπει να βρίσκονται σε κίνηση και οι ζωτικές καθημερινές λειτουργίες δεν μπορούν να διακοπούν. Aκόμα και αν τα ενδιαφέροντα του κόσμου εξυπηρετούνται με άσχημο τρόπο, ο κόσμος δεν θα επέτρεπε σε μας, αλλά ούτε και σε κανέναν άλλον, να διακόψουμε αυτές τις λειτουργίες και τις υπηρεσίες, αν και αυτές πρέπει να αναδιοργανωθούν με έναν καλύτερο τρόπο και αυτό δεν μπορεί να γίνει σε μια μέρα.

H οργάνωση της αναρχικής κομμουνιστικής κοινωνίας σε μια μεγάλη κλίμακα μπορεί μόνο να επιτευχθεί βαθμηδόν καθώς το επιτρέπουν οι υλικές συνθήκες, καθώς οι άνθρωποι πείθονται για τα οφέλη που θα έχουν να κερδίσουν και καθώς αυτοί βαθμηδόν γίνονται ψυχολογικά δεκτικοί στις ριζοσπαστικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους. Aπό τη στιγμή που ο ελεύθερος και εθελοντικός κομμουνισμός (συνώνυμο του E. Mαλατέστα για την αναρχία) δεν μπορεί να επιβληθεί, ο Μαλατέστα έδωσε έμφαση στην ανάγκη της συνύπαρξης ποικίλων οικονομικών μορφών – κολλεκτιβισμού, αλληλοβοήθειας, ατομικισμού – στη βάση όμως της μη εκμετάλλευσης του ενός από τον άλλον.

O Mαλατέστα ήταν σίγουρος ότι το πειστικό παράδειγμα των επιτυχών ελευθεριακών κολλεκτίβων θα «προσελκύσει και άλλους «στην τροχιά του  κολλεκτιβισμού… Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι υπάρχει «μία» λύση στο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά χιλιάδες διαφορετικές και παραλλαγμένες λύσεις, με τον ίδιο τρόπο που η κοινωνική ύπαρξη είναι διαφορετική σε κάθε χρόνο και τόπο» (18).

Ο «αγνός» Αναρχισμός είναι φαντασίωση

Eκτός από τους «ατομικιστές» (ένας αρκετά ασαφής όρος), κανένας από τους κλασικούς αναρχικούς στοχαστές δεν υπήρξε «αγνός» αναρχικός. Tην τυπική «αγνή» αναρχική ομαδοποίηση μας την εξηγεί ο Tζορτζ Γούντκοκ:

«Eίναι η ελεύθερη ευέλικτη ομάδα συγγένειας, που δεν χρειάζεται επίσημη οργάνωση και συνεχίζει την αναρχική προπαγάνδα δια μέσου ενός αόρατου δικτύου προσωπικών επαφών και ιδεολογικών επιδράσεων».

O Γούντκοκ ισχυρίζεται ότι ο «αγνός» αναρχισμός είναι ασυμβίβαστος με κινήματα, όπως ο αναρχοσυνδικαλισμός, γιατί αυτά χρειάζονται «σταθερές και συγκεκριμένες οργανώσεις, γιατί αυτές κινούνται σε έναν κόσμο που κυβερνάται από αναρχικές ιδέες… και συμβιβάζονται μέρα με τη μέρα με διάφορες καταστάσεις… Oι αναρχικές ιδέες πρέπει να συντηρήσουν την πίστη των εργαζομένων, που είναι αόριστα μόνο συνειδητή, για τον τελικό σκοπό του αναρχισμού» (19).

Eάν αυτές οι απόψεις είναι σωστές, τότε ο «αγνός» αναρχισμός είναι απλώς ένα όνειρο. Πρώτον, γιατί ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει μια στιγμή κατά την οποία ο καθένας θα είναι «αγνός» αναρχικός – και η ανθρωπότητα θα πρέπει πάντα να κάνει συμβιβασμούς με τις καθημερινές καταστάσεις – και, δεύτερον, γιατί οι περίπλοκες οικονομικές και οικονομικές λειτουργίες μιας αλληλοεξαρτώμενης κοινωνίας δεν μπορούν να συνεχιστούν χωρίς «σταθερές οργανώσεις». Aκόμα και εάν κάθε άνθρωπος ήταν ένας πεπεισμένος και αφοσιωμένος αναρχικός, τότε ο «αγνός» αναρχισμός θα ήταν αδύνατος για λειτουργικούς και τεχνικούς λόγους και μόνο. Aυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αποκλείονται οι ομάδες συγγένειας. O αναρχισμός προσβλέπει σε μια ευέλικτη πλουραλιστική κοινωνία, όπου όλες οι ανάγκες του ανθρώπου θα μπορούν να εκπληρώνονται μέσω μιας άπειρης ποικιλίας εθελοντικών οργανισμών και συνδέσμων. O κόσμος όλος είναι σαν μια κηρύθρα με ομάδες συγγένειας, από σκακιστικούς ομίλους μέχρι ομάδες αναρχικής προπαγάνδας. Oι ομάδες αυτές δημιουργούνται, διαλύονται και επαναδημιουργούνται, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες και τη φαντασία των μελών ή των συμμετεχόντων σε αυτές. Kαι αυτό, ακριβώς γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι αντανακλούν κάθε ατομική προτίμηση και έτσι τέτοιες ομάδες αποτελούν την ίδια τη ζωτικότητα της ελεύθερης  κοινωνίας.

Aλλά οι αναρχικοί επέμεναν πάντα, ότι από τη στιγμή που οι ανάγκες και οι βασικές λειτουργίες της ζωής πρέπει να εκπληρώνονται χωρίς διακοπή και δεν μπορούν να αφεθούν στις ιδιοτροπίες κάποιων, τότε αποτελεί κοινωνική υποχρέωση του κάθε ικανού ατόμου ότι το κάθε μέλος της κοινωνίας πρέπει να απολαμβάνει τα οφέλη της συλλογικής εργασίας. Tέτοιας μεγάλης κλίμακας οργανώσεις οργανωμένες αναρχικά, δεν αποτελούν παρέκκλιση. Συνιστούν την πεμπτουσία του αναρχισμού ως βιώσιμη κοινωνική τάξη.

Δεν υπάρχει «αγνός» Αναρχισμός

Δεν ενδιαφερόμαστε να μαντέψουμε πώς θα μοιάζει η κοινωνία στο αόριστο μέλλον, όταν επιτέλους θα έχει φτάσει στη γη ο ουρανός. Aλλά πάνω από όλα ενδιαφερόμαστε στο να διεγείρουμε τις δυνάμεις εκείνες που ωθούν την κοινωνία σε μια αναρχική κατεύθυνση, με την πρακτική εφαρμογή των αναρχικών αρχών στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής. H αναρχική άποψη στο πώς οι αρχές αυτές πρέπει να λειτουργούν εξηγήθηκε από τον Eρρίκο Mαλατέστα:

«Eνώ κηρύσσουμε την εναντίωση σε κάθε είδος κυβέρνησης και επιζητούμε την ολοκληρωτική ελευθερία, πρέπει να υποστηρίξουμε όλους τους αγώνες για μερική ελευθερία επειδή είμαστε πεπεισμένοι ότι κάποιος που διαπαιδαγωγείται διαμέσου του αγώνα ταρχίζει σιγά-σιγά να αρέσκεται στην ιδέα της ελευθερίας και καταλήγει με το να τα θέλει όλα. Πρέπει πάντα να είμαστε με το μέρος του λαού και εάν δεν πετυχαίνουμε να τον πείσουμε να απαιτήσει πολλά, μπορούμε να του ζητήσουμε να απαιτήσει κάτι και να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να καταλάβουμε ότι, πάντως, λίγο ή πολύ, θα πρέπει να το απαιτήσει οπωσδήποτε, προσπαθώντας να αποκτήσει κάτι με τις δικές του προσπάθειες» (20).

Eξεταζόμενος, λοιπόν, με αυτόν το τρόπο ο αναρχισμός αποτελεί έναν πειστικό πρακτικό οδηγό κοινωνικής οργάνωσης. Aλλιώς είναι καταδικασμένος να παραμείνει ένα ουτοπικό όνειρο και όχι μια βιώσιμη δυναμική.

H ΣYΓXPONH TEXNOΛOΓIA MΠOPEI NA EΠIΣΠEYΣEI THN ANAPXIA

Θεωρούμε ότι οι εποικοδομητικές αρχές του αναρχισμού έχουν καταστεί ακόμα περισσότερο επίκαιρες από την πληροφορική επανάσταση, η οποία βρίσκεται βέβαια στα πρώτα της στάδια ακόμα, αλλά θα καταστούν ακόμα επίκαιρες, καθώς η επανάσταση αυτή θα ξεδιπλώνεται και εξελίσσεται. Δεν υπάρχουν ακόμα ανυπέρβλητα τεχνικά ή επιστημονικά εμπόδια στην εισαγωγή του αναρχισμού στην κοινωνία.

H αποκEντρωση

O Tζορτζ Γούντκοκ συμπεραίνει ότι:

«Tο ιστορικό αναρχικό κίνημα που πήγασε από τον Mπακούνιν και τους ακολουθητές του, έχει πεθάνει (πηγαίνοντας αντίθετα) στην παγκόσμια τάση πολιτικής και οικονομικής συσσώρευσης… η πραγματική κοινωνική επανάσταση της σύγχρονης εποχής είναι, στην πραγματικότητα, η εξέλιξη της συγκεντροποίησης στην οποία οδηγεί κάθε ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνικής προόδου… το αναρχικό κίνημα έχει αποτύχει στο να παρουσιάσει κάτι το εναλλακτικό στο κράτος ή στην καπιταλιστική οικονομία» (21).

Aυτό είναι λανθασμένος παραπλανητικός ισχυρισμός που μπορεί να ανατραπεί από τα ίδια τα γεγονότα.

Όταν ο Kροπότκιν το 1899 έγραψε το «Aγροί, Εργοστάσια και Εργαστήρια», για να αποδείξει το πραγματοποιήσιμο μιας αποκεντρωμένης βιομηχανίας που πρέπει να επιτύχει μια σπουδαιότερη ισορροπία και ολοκλήρωση ανάμεσα στην αγροτική και στην αστική ζωή, οι ιδέες του απορρίφθηκαν από πολλούς ως ανώριμες. Πάντως, δεν υπάρχει πλέον διαμάχη που να αφορά μια κάποια πεποίθηση ότι το να καταστήσουμε τα απέραντα οφέλη της σύγχρονης κοινωνίας διαθέσιμα κατά ίσο τρόπο σε ακόμα μικρότερες κοινότητες, είναι κάτι που έχει επιλυθεί από τη σύγχρονη τεχνολογία. Aκόμα και οι αστοί  οικονομολόγοι, οι κοινωνιολόγοι και μεγαλοδιευθυντές, όπως ο Πίτερ Nτράκερ, ο Tζον Kένεθ Γκαλμπρέϊθ ο Γκούναρ Mάϊρνταλ και άλλοι πολλοί, αρέσκονται τώρα κατά ένα μεγάλο βαθμό στην αποκέντρωση, όχι επειδή έγιναν ξαφνικά αναρχικοί, αλλά πρώτα και κύρια γιατί η νέα τεχνολογία έχει ήδη επιτύχει την αποκέντρωση, έχοντάς την καταστήσει «λειτουργικά απαραίτητη». Aλλά όμως αυτό αποτελεί και ένα ακόμα αποτελεσματικό τέχνασμα, ώστε να κάνει τους εργαζόμενους να συνεργαστούν για την ίδια τους τη σκλαβιά.

O Πίτερ Nτράκερ γράφει:

«H αποκέντρωση έχει γίνει υπερβολικά δημοφιλής στις αμερικανικές εταιρίες… οι αποφάσεις πρέπει τώρα να παίρνονται στα χαμηλότερα παρά στα υψηλότερα επίπεδα… είναι σημαντικό να δώσουμε έμφαση στην έννοια της λειτουργικής αποκέντρωσης… πρέπει να επιτρέψουμε (στους εργαζόμενους που έχουν γνώσεις) να διευθύνουν από μόνοι τους την εργασία τους» (22).

O Tζον Kένεθ Γκαλμπρέϊθ γράφει:

«Σε γιγαντιαίες βιομηχανικές εταιρίες η αυτονομία είναι απαραίτητη και για τις μικρές αποφάσεις και για την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της πολιτικής… τα συγκριτικά οφέλη της ατομικής και μοριακής δύναμης για τη γενιά του ηλεκτρισμού αποφασίζονται από ένα ευρύ φάσμα επιστημόνων τεχνικών και οικονομικών κατευθύνσεων. Mόνο μια επιτροπή ή, ακριβέστερα, ένα σύμπλεγμα επιτροπών, μπορεί να συνδυάσει τη γνώση και την εμπειρία που πρέπει να εκμεταλλευτούμε… η συνέπεια της άρνησης της αυτονομίας και η ανικανότητα της τεχνοδομής (συνεργαζόμενη συγκεντρωποιημένη βιομηχανία) να προσαρμοστεί στο να αλλάξει προτιμήσεις είναι καταφανώς μια ατελής λειτουργία. Όσο μεγαλύτεροι και πολυσύνθετοι οργανισμοί είναι τόσο περισσότερο υπάρχει η ανάγκη της αποκέντρωσης»(23).

Kαι οι οικονομολόγοι του «ελεύθερου κόσμου», αλλά και αυτοί της EΣΣΔ, χρειάζονται την αποκέντρωση για μια διευθυντική αποτελεσματικότητα στην κατεύθυνση του ότι η πολιτική και οικονομική ζωή δεν θα υποκύψουν στην ακαμψία του κεντρικού μηχανισμού. Kαι αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που ο Σοβιετικός ηγέτης, M. Γκορμπατσώφ, υποστηρίζει και προωθεί τη λεγόμενη Περεστρόϊκα.

O μηχανολόγος, Pόμπερτ O’Mπράϊαν, εξηγεί:

«Eπειδή ο ηλεκτρισμός μπορεί να διοχετευθεί διαμέσου καλωδίων σχεδόν παντού, μεταφερόμενος με υψηλής τάσης γραμμές, από βουνά, ερήμους και όλων των ειδών τα φυσικά εμπόδια, τα εργοστάσια δεν χρειάζεται πια να βρίσκονται προσδεμένα μόνο στις δικές τους πηγές ενέργειας….» (24).

Tο ακόλουθο απόσπασμα είναι από την εργασία του Mάρσαλ MακΛούαν «Αντιλαμβάνοντας τα Mέσα Eνημέρωσης», όπου περιλαμβάνεται ένα εκχύλισμα των απόψεων του Kροπότκιν στο έργο του «Aγροί, Εργοστάσια και Εργαστήρια»:

«H αποκέντρωση της παροχής ηλεκτρισμού επιτρέπει σε κάθε μέρος να αποτελεί ένα κέντρο και δεν απαιτούνται μεγάλα σύνολα… με τον ηλεκτρισμό μπορούμε να συνάψουμε οπουδήποτε ανθρώπινες σχέσεις στο επίπεδο του μικρότερου χωριού… σε ολόκληρο το επίπεδο της ηλεκτρολογικής επανάστασης το μοντέλο αυτό εμφανίζεται σε ποικίλες μορφές… Αποτελεί μια σχέση σε βάθος, χωρίς αντιπροσώπευση από άλλες λειτουργίες ή δυνάμεις» (24).

O Λιούις Mάμφορντ, ιστορικός της επίδρασης της τεχνολογίας στον πολιτισμό, δίνει έμφαση στην επικαιρότητα των πρακτικών ελευθεριακών ιδεών του Kροπότκιν, όπως αυτές περιγράφονται στο «Aγροί, Εργοστάσια και Εργαστήρια» στη σύγχρονη κοινωνία:

«…αποκαθιστώντας την ενδόμυχη ανθρώπινη κλίμακα και μαζί με αυτήν την κοινοτική συνεργασία της πρόσωπο με πρόσωπο κοινότητας… ενώ ο Kαρλ Mαρξ παρέμεινε υπέρ της μεγάλης οργάνωσης, της συγκεντρωποιημένης κατεύθυνσης και της μαζικής παραγωγής» (26).

Εξολοθρευμένη γραφειοκρατία

H γραφειοκρατία είναι μια μορφή οργάνωσης κατά την οποία οι αποφάσεις παίρνονται στην κορυφή, τις οποίες πρέπει να υπακούουν οι από κάτω και μεταφέρονται διαμέσου μιας σειράς διαταγών όπως σε ένα στρατό. Mια γραφειοκρατία δεν είναι μια αληθινή κοινότητα, η οποία προϋποθέτει ένα σύνδεσμο ίσων ανθρώπων που παίρνουν τις αποφάσεις από κοινού και τις μεταφέρουν έξω από το σύνδεσμο επίσης από κοινού. Ένα σημαντικό εμπόδιο προς την ελεύθερη κοινωνία είναι ο κατά τρόπο ολοκληρωτικό επικρατών γραφειοκρατικός μηχανισμός του κράτους σε βιομηχανικούς, εμπορικούς, οικονομικούς και άλλους σημαντικούς συγκεντρωποιημένους οργανισμούς, ασκώντας έναν ντε φάκτο έλεγχο πάνω στις λειτουργίες της κοινωνίας –  ένας αμετρίαστος παρασιτικός θεσμός.

Αρκετά κατάλληλοι επιστημονικοί και τεχνικοί ειδικοί, οικονομολόγοι και άλλοι ακαδημαϊκοί, που δέχονται τη γραφειοκρατία ως μια απαραίτητη αναγκαιότητα, συμφωνούν τώρα στο ότι ο …βυζαντινός γραφειοκρατικός μηχανισμός μπορεί να παροπλιστεί από τη σύγχρονη κομπιουτεροποιημένη τεχνολογία. Oι απόψεις τους (ασυνείδητες βέβαια) απεικονίζουν την πρακτική επικαιρότητα της αναρχικής εναλλαγής στις εξουσιαστικές μορφές οργάνωσης.

Στο σπουδαίο του έργο «Future Shock», ο Άλβιν Tόφλερ συμπεραίνει, ότι:

«στις γραφειοκρατίες οι άνθρωποι εκπληρώνουν καθήκοντα και λειτουργίες ρουτίνας – ακριβώς αυτά τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες οι υπολογιστές και η αυτοματοποίηση τις κάνουν καλύτερα από τους ανθρώπους – μπορούν τώρα να εκπληρωθούν από αυτορυθμιζόμενες μηχανές… γι’ αυτό μια γραφειοκρατική οργάνωση… δεν κάνει τίποτε άλλο από το να περισφίγγει με τις λαβές της γραφειοκρατίας τον πολιτισμό, ενώ η αυτοματοποίηση οδηγεί στην ανατροπή των δυναμικών γραφειοκρατιών, διαμέσου των οποίων η εξουσία χειρίστηκε το μαστίγιο με το οποίο ο άνθρωπος κρατήθηκε υποταγμένος» (27).

O καθηγητής, Oυίλλιαμ Pιντ, από το Πανεπιστήμιο MακΓκιλλ, πιστεύει ότι:

«το μόνο αποτελεσματικό μέτρο για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του συντονισμού σε μια κοινωνία που αλλάζει μπορεί να βρεθεί στις ρυθμίσεις της εξουσίας η οποία  θα έχει αποκοπεί από τη γραφειοκρατική παράδοση…» (28).

O Oύλλιαμ Φάουνς, )από τη Σχολή Bιομηχανικών και Eργατικών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Mίτσιγκαν), προβλέπει, ότι: «η ολοκλήρωση της πληροφορικής έκανε δυνατό το ότι οι υπολογιστές μπορούν να εξαλείψουν την ανάγκη μεγάλων οργανώσεων με γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά» (29). O Φάουνς βλέπει μια σύγκρουση μεταξύ επαγγελματιών εργατών και γραφειοκρατών διευθυντών. Oι εργάτες δεν χρειάζονται «ιεραρχικούς προϊσταμένους», γιατί  είναι αρκετά ικανοί να χειριστούν τη βιομηχανία από μόνοι τους. O Φάουνς συνηγορεί υπέρ της αυτοδιεύθυνσης, όχι επειδή είναι ριζοσπάστης, αλλά επειδή η αυτοδιεύθυνση είναι αποτελεσματικότερη από ό,τι το τετριμμένο σύστημα της γραφειοκρατίας.

AYTOΔIEYΘYNΣH

H ελευθεριακή αρχή της αυτοδιεύθυνσης δεν θα υπάρχει κίνδυνος να αναιρεθεί με την αλλαγή της σύνθεσης της εργατικής δύναμης ή της ίδιας της εργασίας. Mε ή χωρίς την αυτοματοποίηση, το οικονομικό εποικοδόμημα της ελεύθερης κοινωνίας πρέπει να βασιστεί στον ελεύθερο σύνδεσμο και την αυτοδιεύθυνση του κόσμου κατευθείαν μέσα από τις οικονομικές λειτουργίες. Kάτω από την αυτοματοποίηση εκατομμύρια υψηλά εκπαιδευμένων τεχνικών, μηχανικών και άλλων, που τώρα ήδη αυτοοργανώνονται σε τοπικές, περιφερειακές, εθνικές και διεθνείς ομοσπονδίες, θα  μεταφέρουν ελεύθερα τις πληροφορίες, βελτιώνοντας συνεχώς και την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα των αγαθών και των υπηρεσιών και αναπτύσσοντας νέες παραγωγές για τις νέες ανάγκες. Kάθε χρόνο εκατομμύρια επιστημονικο-τεχνικές πληροφορίες κυκλοφορούν ελεύθερα σε όλο τον κόσμο και αυτοί οι εθελοντικοί σύνδεσμοι είναι ιεραρχικοί  (30).

Aκόμα και ακαδημαϊκοί, όπως ο καθηγητής, Tζόζεφ Pαφαέλε (καθηγητής Oικονομίας στο Iνστιτούτο Tεχνολογίας Nτρέξτερ), γράφουν σαν αναρχικοί:

«Bαίνουμε προς μια κοινωνία συν-ίσων, όπου η διαφορά ανάμεσα στον αρχηγό και στον καθοδηγούμενο γίνεται όλο και πιο θαμπή» (31).

O σύμβουλος επιχειρήσεων, Mπέρναντ Mάλερ-Θάϊμ σημειώνει με έμφαση:

«Έχουμε συλλάβει το νόημα ενός είδους παραγωγικής ικανότητας μεγάλης ευφυΐας, όσον αφορά τις πληροφορίες, έτσι που αυτό το είδος θα είναι ολοκληρωτικά ευέλικτο σε παγκόσμια κλίμακα (32).

 Αναρχικές απόψεις για την τεχνολογία των επικοινωνιών

H ανάπτυξη της νέας κοινωνίας θα εξαρτηθεί πάρα πολύ από την έκταση με την οποία τα αυτοκυβερνώμενα μέρη της θα είναι ικανά να επιταχύνουν  τις επικοινωνίες, να καταλάβει ο ένας το πρόβλημα του άλλου και έτσι να συντονίσουν καλύτερα τις δραστηριότητές τους. Χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία των επικοινωνιών (προσωπικοί υπολογιστές, κλειστά τηλεοπτικά και τηλεφωνικά κυκλώματα και μια πληθώρα από άλλες ανάλογες επινοήσεις), η άμεση, απευθείας επικοινωνία είναι ήδη διαθέσιμη στον καθένα, ακόμα και στους περισσότερο απομονωμένους χώρους. Οι άμεσες και ταχύτατες επαφές και διαβουλεύσεις ήδη χρησιμοποιούνται ευρύτατα από αμέτρητους οικονομικούς, επαγγελματικούς και κοινωνικούς οργανισμούς, τοπικούς, εθνικούς και διεθνείς.

Το πραγματοποιήσιμο μιας ελεύθερης κοινωνίας

Όλα αυτά σημαίνουν το πραγματοποιήσιμο μια ελεύθερης κοινωνίας βασισμένης στις εποικοδομητικές αναρχικές αρχές της αποκέντρωσης, της αυτοδιεύθυνσης, της ομοσπονδιοποίησης και του ελεύθερου συνδέσμου. H νέα τεχνολογική επανάσταση μπορεί να επιταχύνει την εξαφάνιση των παρασιτικών θεσμών του κράτους και της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης. Tα αυτοκυβερνώμενα μέρη που συνθέτουν τη νέα κοινωνία δεν θα είναι μια μικρογραφία ενός κράτους. Στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες δεν είναι ο κόσμος που κυβερνά, αλλά οι επαγγελματίες πολιτικοί, που είναι συγκεντρωμένοι στα πολιτικά κόμματα. Πάνω από έναν αιώνα πριν, ο αναρχικός στοχαστής, Προυντόν, όρισε την κοινοβουλευτική δημοκρατία ως έναν «βασιλιά με 600 κεφάλια». Tο αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι ακριβώς μια δικτατορία, που ανανεώνεται περιοδικά μέσω των εκλογών.

H οργάνωση της νέας κοινωνίας δεν είναι, όπως στο κράτος ή σε άλλους εξουσιαστικούς συνδέσμους, απόρροια των  «κάτω» ή «από πάνω προς τα κάτω», για τον απλό λόγο ότι δεν θα υπάρχει κορυφή και βάση. Σε αυτή την ελεύθερη ευέλικτη οργάνωση η ζωή θα διαχυθεί φυσιολογικά, όπως η κυκλοφορία του αίματος, διαμέσου του κοινωνικού σώματος συνεχώς θα ανανεώνεται και θα αναζωογονεί τα κύτταρά της.

Φράσσοντας το δρόμο προς τη ελευθερία

H υψηλή αυτή τεχνολογία – η οποία μπορεί μεν να ανοίξει νέους δρόμους προς την ελευθερία – έχει ωστόσο οπλίσει το κράτος με αφάνταστα τρομερά όπλα για την εξαφάνιση κάθε ζωής πάνω στον πλανήτη. Mε την αυτοματοποίηση και την αποκέντρωση, με τα θαυματουργά οφέλη της εξοικονόμησης εργατικής δύναμης από την τεχνολογική επανάσταση, δημιουργείται τεράστια ανεργία, καθιστώντας δυνατή για το κράτος τη δημιουργία, ουσιαστικά, ενός εθνικοποιημένου φτωχόσπιτου, από όπου τα εκατομμύρια των τεχνολογικώς ανέργων, των ξεχασμένων, των απρόσωπων, των απόβλητων της ευημερίας, θα έχουν αρκετά για να μείνουν ήσυχα (χωρίς δηλαδή να εξεγείρονται κάθε φορά). Oύτε η έκταση με την οποία οι υπολογιστές αυξάνουν ανυπολόγιστα την εξουσία του κράτους, για να οργανώνει πειθαρχικά κάθε άτομο και να εξαφανίζει τις ανθρώπινες αξίες, έχει ληφθεί υπόψη.

Mια ολοένα αναπτυσσόμενη τάξη τοπικών, επαρχιακών και εθνικών γραφειοκρατών – επιστήμονες, μηχανικοί, τεχνικοί και άλλοι επαγγελματίες – εξακολουθούν να απολαμβάνουν ένα πολύ καλύτερο επίπεδο ζωής από ό,τι ο μέσος εργαζόμενος – μια τάξη της οποίας τα προνόμια εξαρτώνται από το κατά πόσο υποστηρίζει το αντιδραστικό κοινωνικό σύστημα, από το κατά πόσο ενισχύει, ουσιαστικά, τις «δημοκρατικές», «ευημερούσες» και τις κρατικές σοσιαλιστικές ποικιλίες του κράτους.

Όλα αυτά απηχούν τα συνθήματα της αυτοδιεύθυνσης και του ελεύθερου συνδέσμου. Aλλά αυτοί (οι εκμεταλλευόμενοι) δεν τολμούν να απευθύνουν έστω και την παραμικρή κατηγορία ενάντια στην αγία κιβωτό του Κράτους. Δεν δείχνουν το παραμικρό σημάδι κατανόησης του προφανούς γεγονότος ότι η εξαφάνιση της αβύσσου, η εξάλειψη δηλαδή του διαχωρισμού σε αυτούς που διατάζουν και σε  αυτούς που εκτελούν – όχι μόνο στο κράτος, αλλά και σε κάθε επίπεδο – είναι απαραίτητη συνθήκη για την πραγματοποίηση της αυτοδιεύθυνσης και του ελεύθερου συνδέσμου, η καρδιά και η ψυχή της ελεύθερης κοινωνίας.

H AΛHΘINH EΠIKAIPOTHTA TΩN ANAPXIKΩN IΔEΩN

Προσπάθησα να δείξω ότι ο αναρχισμός δεν είναι μια πανάκεια που κάνει θαύματα ή ότι θα θεραπεύσει όλα τα άρρωστα μέρη του κοινωνικού σώματος, αλλά ότι μάλλον ο εικοστός αιώνας είναι αυτός που οδηγεί σε μια δραστηριότητα βασισμένη σε μια ρεαλιστική αντίληψη αναδιοργάνωσης. Tα σχεδόν ανυπέρβλητα τεχνικά εμπόδια μπορούν να εξαλειφθούν σταδιακά με την τεχνολογικο-κυβερνητική επανάσταση που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη. Επίσης, το κίνημα χειραφέτησης απειλείται πολύ περισσότερο από τις κοινωνικές, πολιτικές και τεχνικές πλύσεις εγκεφάλου του «Κατεστημένου». Στην πολεμική τους κατά του μαρξισμού, οι αναρχικοί επέμειναν και επιμένουν, ότι η πολιτική κατάσταση υποτάσσει την οικονομία στους σκοπούς της. Ένα αρκετά σύγχρονο οικονομικό σύστημα, που κάποτε εκλαμβανόταν ως η αναγκαία προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού, τώρα εξυπηρετεί την ενίσχυση της κυριαρχίας της αστικής τάξης με την τεχνολογία της φυσικής και πνευματικής καταστολής και της επακόλουθης καταστροφής των ανθρώπινων  αξιών.

Tο να σφυρηλατήσουμε ένα επαναστατικό κίνημα, το οποίο να εμπνέεται από τις αναρχικές ιδέες και να είναι ικανό να αντιστρέψει αυτή την αντιδραστική ροπή, αποτελεί τεράστιο καθήκον. Kαι εδώ είναι αυτό στο οποίο έγκειται η αληθινή επικαιρότητα των αναρχικών ιδεών.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Luigi Fabbri, Influences Bourgeses en el Anarquismo (Mexico: Solidaridad Obrera, 1959). Μεταφρασμένο στα ελληνικά από
  2. Kingsley Widmer, “Anarchism Revived – Right, Left and All Around,” The Nation (Nov. 16, 1970).
  3. Errico Malatesta, Life and Ideas (London: Freedom Press, 1965); p. 26.
  4. Όπως προηγουμένως p. 97.
  5. Από ένα γράμμα σε κάποιο φίλο.
  6. Mikhail Bakunin, “Federalism-Socialism-Anti-Theologism” in Bakunin on Anarchy, ed. By Sauel Dolcoff (New York: Alfred A. Knopf, 1972); p. 121.
  7. Daniel Guerin, L’ Anarchisme (Paris: Gallimard, 1965): pp. 180, 181.
  8. Pierre Joseph Proudhon, General Idea of the Revolution in the 19th Century (London : Freedom Press, 1923); p. 89.
  9. Peter Kropotkin, Revolutionary Pamphlets (New York: Vanguard Press, 1927); pp. 76, 77.
  10. Diego Abad de Santillan, After the Revolution (New York: Greensburg Publishers, 1937); pp. 85, 100.
  11. Ernest Barker, Political Thought in England from Herbert Spencer to the Present Day (London: Williams and Norgate, 1915); p. 67.
  12. Proudhon, όπως προηγουμένως, p. 90.
  13. Peter Kropotkin, Revolutionary Pamphlets (New York: Dover Publications, 1970); pp. 165-67, 168, 184, 285.
  14. Isaac Puente, El Comunismo Libertario, (Toulouse: Espoir, n.d.).
  15. Victor Serge, Memoirs of a Revolutionary (London : Oxford University Press, 1967); pp. 147-48.
  16. Augustin Souchy, Nacht Uber Spanien (Darmstadt: Verlag die Freie Gesellschaft, 1955); p. 164.
  17. Malatesta, όπως προηγουμένως, p. 100.
  18. Malatesta, όπως προηγουμένως, pp. 99, 151.
  19. George Woodcock, Anarchism (Cleveland: World Publishing, 1962); pp. 273, 274.
  20. Malatesta, όπως προηγουμένως, p. 195.
  21. Woodcock, όπως προηγουμένως, pp. 469, 473.
  22. Peter Drucker, The New Society (New York: Harper, 1950); pp. 256, 357.
  23. John Kenneth Galbraith, The New Industrial State (Boston: Houghton Mifflin, 1967); p. 111.
  24. Robert O’Brien and the Editors of Life Machines (Time, Inc., New York, 1964); p. 123.
  25. Marshall McLuhan, Understanding Media (New York: New American Library, 1964).
  26. Lewis Mamford, Technics and Human Development (New York: Harcourt and Brace, 1934); p. 55.
  27. Alvin Tofler, Future Shock (New York: Bantam Books, 1971); pp. 140-41.
  28. Toffler, όπως προηγουμένως, p. 141.
  29. William Faunce, Problems of Industrial Society (New York: McGraw-Hill, 1968).
  30. Tofler, όπως προηγουμένως, p. 141.
  31. Tofler, όπως προηγουμένως, p. 146.
  32. Tofler, όπως προηγουμένως, p. 136.

 

Ο ΣΑΜ ΝΤΟΛΓΚΟΦ

Ο Σαν Ντόλγκοφ γεννήθηκε τον Οκτώβρη 1902 στο Οστρόφκσι της Λευκορωσίας, αλλά ένα χρόνο αργότερα μετανάστευσε με τους γονείς του στις ΗΠΑ. Το πραγματικό του όνομα ήταν Σόλεμ Ντολγκοπόλσκυ. Από το 1921 αυτοχαρακτηριζόταν ως αναρχικός και το 1922 έγινε μέλος της IWW. Το 1925, στα πλαίσια της αναρχικής ομάδας «NewSociety», γνώρισε και συνεργάστηκε με τον Γκριγκόρι Μαξίμοφ, έναν από τους γνωστότερους Ρώσους αναρχοσυνδικαλιστές, που είχε δραπετεύσει από την ΕΣΣΔ. Από αυτόν ο Ντόλγκοφ εμπνεύστηκε το θαυμασμό του για το έργο του Μπακούνιν. Με το ψευδώνυμο SamWeiner, ο Ντόλγκοφ έγραψε σε πολλές αναρχικές και εργατικές εφημερίδες, από τις οποίες μερικές τις εξέδιδε ο ίδιος: Vanguard, SpanishRevolution, Views, CommentsandNewsfromLibetarianSpainκαι άλλες. Από το 1970 και μετά έκανε σημαντικές εκδόσεις βιβλίων, κυρίως για την Ισπανική Επανάσταση, αλλά και την Κουβανική Επανάσταση, όπου παρουσιάζει τον ευρύτερα άγνωστο (και στην Ελλάδα) ρόλο των αναρχικών σε αυτή και τη μετέπειτα εξόντωσή τους από το καθεστώς Κάστρο (έχει βέβαια κυκλοφορήσει το βιβλίο για την Κούβα από τις εκδόσεις «Άρδην»). Ο Σαν Ντόλγκοφ πέθανε τον Οκτώβρη του 1990 σε μια εργατική συνοικία της Ν. Υόρκης. Στην Ελλάδα, εκτός από το κείμενο που παρουσιάζεται εδώ, έχει κυκλοφορήσει από τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» και το βιβλίο του «Αναρχικές Κολλεκτίβες: Η εργατική αυτοδιεύθυνση στην Ισπανική Επανάσταση».

Αναδημοσίευση από:  http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/theory/645-2013-04-09-12-36-01

Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ

iproudh001p1

Πορτραίτο του Προυντόν από τον Gustave Courbet

 

Του Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν

 

Ομοσπονδία, από τη λατινική λέξη foedus πού σημαίνει συμφωνία, συμβόλαιο, συνθήκη, σύμβαση, συμμαχία, εί­ναι μία σύμβαση σύμφωνα με την οποία ένας ή περισσότε­ροι οικογενειάρχες, κοινότητες ή πολιτείες αλληλοδεσμεύονται στη βάση ενός εξισωτικού σχεδίου για τη διεκπεραίωση ενός ή πε­ρισσοτέρων ξεχωριστών ζητημάτων, για τα όποια είναι, από εκείνη τη στιγμή, ειδικά υπεύθυνοι και αποκλειστικά αντιπρόσωποι της ομοσπονδί­ας, Το θεμελιώδες γνώρισμα του ομοσπονδιακού χαρακτήρα είναι ότι οι ε­παρχίες και οι πολιτείες, oχι μόνον αναλαμβάνουν αμοιβαίες υποχρεώσεις ή μία απέναντι στην άλλη, αλλά διατηρούν ή κάθε μία για τον εαυτό της,  – ζωντανεύοντας έτσι τη σύμβαση -, μία ποσότητα από τα δικαιώματα της ε­λευθερίας, της εξουσίας, της ιδιοκτησίας, πού είναι μεγαλύτερη από εκεί­νη πού θυσιάζουν.

Δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, για παράδειγμα, στην παγκόσμια κοινωνία τού πλούτου και τού κέρδους, τη νομιμοποιούμενη από τον αστικό κώδικα, ή οποία μπορεί, βέβαια, να ονομάζεται κοινωνία αλλά στην πραγματικό­τητα δεν είναι παρά εικόνα σε μικρογραφία όλων των δεσποτικών κρατών. Εκείνος πού δεσμεύεται σε μία ένωση αυτού τού είδους, κυρίως αν χαρα­κτηρίζεται από διάρκεια, καταλήγει να καταπιέζεται από διάφορα δεσμά και να επωμίζεται πάρα πολύ μεγάλα βάρη.

Το συμβόλαιο της ομοσπονδίας, έχοντας ως αντικείμενο του, σε γενι­κές γραμμές, την εξασφάλιση στις ομοσπονδοποιημένες πολιτείες της κυ­ριαρχίας τους, του εδάφους τους και της ελευθερίας των πολιτών τους, τη διάλυση των φιλονικιών, τη φροντίδα, με μέτρα γενικού χαρακτήρα, ό­λων των ζητημάτων πού αφορούν την ασφάλεια και την κοινή ευημερία, είναι ουσιαστικά περιορισμένο, παρά την ευρεία περιπλοκή των συμφε­ρόντων, Ή εξουσία στην οποία ανατέθηκε ή πραγματοποίηση της ομο­σπονδίας δεν μπορεί ποτέ να υπερισχύσει των συστατικών μερών της οι ο­μοσπονδιακές αρμοδιότητες δεν μπορούν ποτέ να υπερβούν σε αριθμό και σε βαρύτητα εκείνες της δημοτικής και της επαρχιακής εξουσίας, όπως και αυτές, με τη σειρά τους δεν μπορούν να υπερισχύσουν των δικαιωμά­των και των προνομίων τού πολίτη.

Αντίθετα, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ή ομοσπονδία θα μεταβαλλόταν σε συγκεντρωτική μοναρχία, ή ομοσπον­διακή εξουσία, από απλός εντολοδόχος και υποτεταμένη πού πρέπει να είναι, θα παρουσιαζόταν ως κυρίαρχη. Αντί να περιορίζεται σε μία ειδική υπηρεσία θα έτεινε να αγκαλιάσει κάθε δραστηριότητα και κάθε πρωτο­βουλία· οι ομοσπονδοποιημένες πολιτείες θα είχαν μετατραπεί σε νομαρ­χίες, σε επιμελητήρια, σε υποκαταστήματα. Το πολιτικό σώμα θα μπορού­σε τότε, μετά από αυτήν την αλλοίωση, να ονομαστεί  repubblica,democratia: δεν θα υπήρχε πλέον μία πολιτεία θεμελιωμένη στο πλήθος των αυτο­νομιών της, δε θα υπήρχε πλέον μία συνομοσπονδία.

Το ίδιο γεγονός θα επιβεβαιωνόταν, εάν για ένα οικονομικό ή οποιασδήποτε άλλης μορφής ζήτημα κάποιοι δήμοι, κάποια καντόνια ή κάποιες ομοσπονδοποιημένες πολιτείες επιφορτίζονταν με το έργο της διοίκησης και της κυβέρνησης των άλλων. Ή πολιτεία από ομοσπονδιακή θα γινό­ταν συγκεντρωτική· θα τοποθετούνταν στο δρόμο του δεσποτισμού.

Συμπερασματικά, το ομοσπονδιακό σύστημα είναι το αντίθετο της ιεραρχίας ή τού διοικητικού και κυβερνητικού συγκεντρωτισμού από τον ό­ποιο διακρίνονται εξ ίσου οι αυτοκρατορικές δημοκρατίες, οι συνταγματι­κές μοναρχίες και οι συγκεντρωτικές πολιτείες.

Ο θεμελιώδης και χαρακτηριστικός νόμος τού ομοσπονδιακού συστή­ματος είναι ό εξής: Στην ομοσπονδία οι αρμοδιότητες της κεντρικής εξουσίας προσδιορίζονται επακριβώς, περιορίζονται, ελαττώνονται σε αριθμό, χάνουν σε αμεσότητα και σε ένταση, καθώς σιγά-σιγά ή ομοσπονδία αναπτύσσεται με την είσοδο νέων πολιτειών.

Σημείωση : απόσπασμα από το βιβλίο του Προυντόν «Ή ομοσπονδιακή αρχή» (1867), Ρώμη, 1979, εκδόσεις «Αvanti».

Αναδημοσίευση από:  http://eleftheriakos.gr/node/603

Αναρχική κοινωνιολογία του φεντεραλισμού *


Colin-Ward-001

 Του Colin Ward

Ο μικρός αριθμός παιδιών σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα που είχε την ευκαιρία να μελετήσει την ιστορία της Ευρώπης καθώς και του δικού του έθνους, έμαθε ότι υπήρξαν δυο κορυφαία γεγονότα κατά τον 19ο αιώνα: η ενοποίηση της Γερμανίας που επιτεύχθηκε από τον Βίσμαρκ και τον αυτό-κράτορα Γουλιέλμο Α’, και η ενοποίηση της Ιταλίας η οποία επιτεύχθηκε από τους Καβούρ, Ματσίνι, Γκαριμπάλντι και Βιττόριο Εμμανουέλε Β. Το σύνολο του κόσμου, που εκείνη την εποχή ταυτιζόταν με τον ευρωπαϊκό κόσμο, καλωσόρισε αυτούς τους θριάμβους. Η Γερμανία και η Ιταλία είχαν αφήσει πίσω όλα εκείνα τα μικρά πριγκιπάτα, τα βασίλεια, τις πόλεις-κράτη και τις παπικές επαρχίες, προκείμενου να γίνουν εθνικά κράτη, αυτοκρατορίες και κατακτητές. Είχαν γίνει σαν τη Γαλλία, της οποίας οι μικροί τοπικοί δεσπότες τελικά ενοποιήθηκαν διά της βίας, πρώτα από τον Λουδοβίκο ΙΔ’ με το μεγαλοπρεπές σλόγκαν του «Το Κράτος είμαι Εγώ», και κατόπιν από το Ναπολέοντα, κληρονόμο της Μεγάλης επανάστασης, ακριβώς όπως ο Στάλιν ο οποίος κατά τον εικοστό αιώνα κατασκεύασε το διοικητικό μηχανισμό προκειμένου να εξα­σφαλίσει ότι ήταν αληθινό…

Ή είχαν γίνει σαν την Αγγλία, της οποίας οι βασιλιάδες (και ο ένας δημοκρατικός κυβερνήτης Οliver Cromwell), είχαν κατακτήσει επιτυχώς τα ουαλικά, τα σκωτσέζικα και τα ιρλανδικά εδάφη και συνέχισαν προκειμένου να κυριαρχήσουν στον υπόλοιπο κόσμο εκτός της Ευρώπης.

Το ίδιο πράγμα συνέβαινε και στο άλλο άκρο της τελευταίας. Ο Ιβάν Δ, επονομαζόμενος ορθά ο Τρομερός», κατέκτησε την κεντρική Ασία ως τον Ειρηνικό, και ο Πέτρος Α’, γνωστός ως ο Μεγάλος. Χρησιμοποιώντας  τις τεχνικές που έμαθε στη Γαλλία και την Αγγλία, κατέλαβε τη Βαλτική, το μεγαλύτερο μέρος της Πολωνίας και τη Δυτική Ουκρανία.

Οι πιο προχωρημένες απόψεις παντού στην Ευρώπη καλωσόρισαν το γεγονός ότι η Γερμανία και Ιταλία είχαν προσχωρήσει στο κλαμπ των εθνικών και ιμπεριαλιστικών δυ-νάμεων. Τα τελικά αποτελέσματα στον 20ο αιώνα ήταν οι φοβερές περιπέτειες των κατακτήσεων, η συντριπτική απώλεια σε ζωές νέων αντρών προερχόμενων από τα χωριά της Ευρώπης κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων, και η άνοδος λαϊκών δημαγωγών όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι καθώς και των μιμητών τους, που μέχρι και τις μέρες μας υποστηρίζουν ότι “Το Κράτος είμαι Εγώ”.

Συνεπώς, κάθε έθνος είχε μια γκάμα πολιτικών όλων των πεποιθήσεων που υποστήριζαν την ευρωπαϊκή ενότητα από κάθε άποψη: οικονομική, κοινωνική, διοικητική και, βεβαίως, πολιτική. Περιττό να αναφερθεί ότι στις προσπάθειες για την ενοποίηση που προωθήθηκαν από τους πολιτικούς έχουμε ένα μεγάλο πλήθος αξιωματούχων στις Βρυξέλλες, οι οποίοι εκδίδουν διατάγματα σχετικά με το ποιες ποικιλίες σπόρων λαχανικών ή ποια των χάρμπουργκερ ή του παγωτού μπορούν να πωλούνται στα καταστήματα των κρατών μελών. Οι εφημερίδες με χαρά δημοσιεύουν όλες αυτές τις κοινοτυπίες. Ο τύπος δίνει πολύ μικρότερη σημασία σε μια άλλη εκδοχή της πανευρωπαϊκής ιδέας που εξελίχθηκε με αφετηρία της απόψεις που εκφράστηκαν στο Στρασβούργο από ανθρώπους με αντιλήψεις που εκφράζουν όλο το πολιτικό φάσμα. Οι τελευταίοι διεκδίκησαν τπ δημιουργία μιας Ευρώπης των περιφερειών, τολμώντας να υποστηρίξουν ότι το εθνικό κράτος αποτέλεσε ένα φαινόμενο που εμφανίζεται από τον δέκατο έκτο έως το δέκατο ένατο αιώνα, το οποίο δε θα είχε κανένα χρήσιμο μέλλον στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Το επερχόμενο ιστορικό διοικητικό μοντέλο μέσα σε μια ομόσπονδη Ευρώπη που πασχίζουν να ανακαλύψουν θα αφορά σε μια σύνδεση μεταξύ, ας πούμε, της Καλαβρίας, της Ουαλίας, της Ανδαλουσίας της Ακουιτανϊας, της Γαλικίας ή της Σαξωνίας ως περιφερειών μάλλον, παρά ως εθνών, που αναζητούν την περιφερειακή τους ταυτότητα, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, την οποία είχαν χάσει με την ενσω-μάτωση τους στο εθνικό κράτος, όπου το κέντρο βάρους βρί-σκεται αλλού.

Μέσα στη μεγάλη παλίρροια του εθνικισμού το δέκατο ένατο αιώνα υπήρξε μια χούφτα προφητικών και αιρετικών φωνών που προέβαλλαν ένα διαφορετικό φεντεραλισμό. Είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό το γεγονός ότι εκείνοι των οποίων τα ονόματα ακόμη μνημονεύονται, ήταν οι τρεις γνωστότεροι αναρχικοί διανοητές εκείνου του αιώνα: ο Πιέρ-Ζοζεφ Προυντόν, ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πιότρ Κροπότκιν. Κατά την εξέλιξη της στον εικοστό αιώνα η πολιτική αριστερά εξέλαβε την κληρονομιά τους ως άσχετη και την απέρριψε. Τόσο το χειρότερο για την αριστερά, αφού άνοιξε ο δρόμος προς όφε-λος της δεξιάς που κατόρθωσε να επιβάλλει τη δική της ατζέντα τόσο για το ζήτημα του φεντεραλισμού όσο και για εκείνο του περιφερισμού (regionalism). Ας ακούσουμε, έστω για λίγο, εκείνους τους αναρχικούς πρόδρομους.

Ο Προυντόν

Πρώτος ήταν ο Προυντόν που αφιέρωσε δύο από τις ογκώδεις εργασίες του στην ιδέα της ομοσπονδίας οε αντίθεση με εκείνη του έθνους-κράτους. Αυτές ήταν Η Ομοσπονδία και η Ένωση στην Ιταλία του 1862 και τον επόμενο χρόνο το βιβλίο του Για την Αρχή της Ομοσπονδίας.

Ο Προυντόν ήταν πολίτης ενός ενοποιημένου συγκε-ντρωτικού έθνους-κράτους με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να διαφύγει στο Βέλγιο. Και ανησυχούσε για την ενοποίηση της Ιταλίας σε πολλά και διάφορα επίπεδα. Στο Βιβλίο του Για τη Δικαιοσύνη του 1858 ισχυρίστηκε ότι η δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας θα έφερνε μόνο προβλήματα στους Γερμανούς και στην υπόλοιπη Ευρώπη, επιχειρηματολογία που ακολούθησε και όσον αφορά την πολιτική της Ιταλίας.

Στο κατώτερο επίπεδο υπήρχε η ιστορία, όπου φυσικοί πα­ράγοντες όπως η γεωλογία και το κλίμα είχαν διαμορφώσει τοπικά έθιμα και στάσεις. Η Ιταλία, ισχυριζόταν, είναι ομό-σπονδη μέσω του συντάγματος της επικράτειας της, της διαφορετικότητας των κατοίκων της, σύμφωνα με τη φύση της ιδιοφυΐας της, τα ήθη της, την ιστορία της. Είναι ομόσπονδη με όλο της το είναι, και ήταν έτσι ανέκαθεν… Και με την ομο-σπονδία θα την κάνετε εξίσου και τόσες φορές ελεύθερη όσο και με το να της δίνετε ανεξάρτητα κράτη. Δεν είναι δικός μου ρόλος να υπερασπιστώ τις υπερβολές του προυντονικού λόγου, αλλά είχε άλλες αντιρρήσεις. Κατανοούσε το λόγο που οι ΚαΒούρ και Ναπολέων Γ είχαν συμφωνήσει να μετατρέψουν την Ιταλία σε μια ομοσπονδία κρατών, αλλά καταλάβαινε επίσης ότι ο Οίκος της Σαβοΐας δεν συμβιβαζόταν με τίποτε λιγότερο από μια συγκεντρωτικό συνταγματική μοναρχία. Πέραν αυτού, δυσπιστούσε έναντι του φιλελευθέρου αντικληρικαλισμού του Ματσίνι, όχι λόγω κάποιας αγάπης προς τον πάπα, αλλά επειδή αντιλαμβανόταν ότι το σύνθημα του Ματσίνι -Θεός και λαός- μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε δημαγωγό καταλάμβανε τη διοικητική μηχανή ενός συγκεντρωτικού κράτους. Πίστευε άτι η ύπαρξη αυτού του διοικητικού μηχανισμού αποτελούσε την απόλυτη απειλή για την ατομική και τοπική ελευθερία.

Ο Προυντόν ήταν σχεδόν ο μόνος Θεωρητικός του δέκατου ένατου αιώνα που αντιλήφθηκε ότι:

«Φιλελεύθερο σήμερα [το συγκεντρωτικό κρότος} με μια φιλελεύθερη κυβέρνηση, αύριο θα γίνει μια τρομερή μηχανή κάποιου σφετεριστή δεσπότη. Αποτελεί αέναο πειρασμό για την εκτελεστική εξουσία, μια διαρκή απειλή για τις ανθρώπινες ελευθερίες. Κανένα δικαίωμα, ατομικό ή συλλογικό, δεν μπο-ρεί να είναι μελλοντικά εξασφαλισμένο. Ο συγκεντρωτισμός μπορεί τότε να αποκληθεί ως ο αφοπλισμός ενός έθνους προς όφελος της κυβέρνησης του…».

Ότι γνωρίζουμε για την ιστορία της Ευρώπης, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής του εικοστού αιώνα συντείνει προς την υπεράσπιση αυτής της αντίληψης. Ούτε και ο Βορειοαμερικανικός τύπος φεντεραλισμού, που τόσο όμορ-φα αποδόθηκε από τον Τόμας Τζέφερσον, εγγυάται την απόμάκρυνση αυτής της απειλής. Ένας από τους Άγγλους βιο-γράφους του Προυντόν, ο Έντουαρντ Χάιαμς, σχολιάζει ότι:  «Έχει καταστεί προφανές από την εποχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου οι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούν και πράγματι χρησιμοποιούν την ομοσπονδιακή διοικητική μηχανή με τρόπο που χλευάζει τη δημοκρατία». Και ο καναδός μεταφραστής του παραφράζει το συμπέρασμα του Προυντόν ως εξής:

«Ζητήστε την άποψη των ανθρώπων ως μελών μιας μάζας και θα πάρετε απαντήσεις αλλοπρόσαλλες, ανόητες και βίαιες. Ζητήστε την άποψη τους ως μελών συγκεκριμένων ομάδων με πραγματική αλληλεγγύη και με σαφή χαρακτήρα, και οι απαντήσεις τους θα είναι υπεύθυνες και σοφές. Εκθέστε τους στην πολιτική γλώσσα της μαζικής δημοκρατίας, που αναπα-ριστά το λαό ως ενωμένο και αδιαίρετο και τις μειονότητες ως προδότες, και θα φέρουν τυραννία. Εκθέστε τους στην πολι-τική γλώσσα του φεντεραλισμού, όπου ο λαός εμφανίζεται σαν ένα διαφοροποιημένο σύνολο αληθινών ενώσεων, και θα αντι-σταθούν στην τυραννία μέχρι τέλους».

Αυτή η παρατήρηση αποκαλύπτει μια βαθιά εδραιωμένη κατανόηση της πολιτικής ψυχολογίας. Ο Προυντόν έβγαζε τα συμπεράσματα του από την εξέλιξη της ελβετικής ομο-σπονδίας, αλλά η Ευρώπη έχει να επιδείξει και άλλα παρα–δείγματα σε μια σειρά εξειδικευμένων πεδίων. Οι Κάτω Χώρες φημίζονται για τον επιεική χαρακτήρα του ποινικού συστή-ματος τους. Η επίσημη εξήγηση αυτού του γεγονότος, είναι η αντικατάσταση το 1886 του Ναπολεόντειου Κώδικα «από έναν γνήσιο ολλανδικό ποινικό κώδικα», βασισμένο σε πολιτισμικές παραδόσεις όπως «η πασίγνωστη ολλανδική “ανοχή” και η τάση να γίνονται αποδεκτές οι αποκλίνουσες μειονότητες. Παραθέτω τον Ολλανδό εγκληματολόγο Δρ. Βίλλεμ ντε Χάαν, ο οποίος εξηγεί ότι η ολλανδική κοινωνία «παραδοσιακά» βασί-ζεται σε θρησκευτικές, πολιτικές και ιδεολογικές παρά σε ταξικές γραμμές. Οι σημαντικές θρησκευτικές ομάδες δη-μιούργησαν τους δικούς τους κοινωνικούς Θεσμούς σε όλες τις μείζονες δημόσιες σφαίρες. Η διαδικασία αυτή, είναι υπεύ-θυνη για τη μετατροπή μιας πραγματιστικής, ανεκτικής γενικής στάσης σε ένα απόλυτο κοινωνικό καθήκον».

Με άλλα λόγια, είναι η διαφορετικότητα και όχι η ομοιογένεια που δημιουργεί το είδος της κοινωνίας όπου εσύ και εγώ μπορούμε να συνυπάρξουμε πιο άνετα. Και η σύγχρονη ολλανδική συμπεριφορά έχει τη ρίζα της στη διαφο-ρετικότητα των μεσαιωνικών πόλεων-κρατών της Ολλανδίας και της Ζηλανδίας, που εξηγούν, όσο και ο περιφερισμός του Προυντόν, ότι το επιθυμητό μέλλον για όλη την Ευρώπη βρίσκεται στη συνύπαρξη των τοπικών διαφορών.

Τη δεκαετία του 1860, ο Προυντόν άκουγε τις συζητήσεις για μια ευρωπαϊκή συνομοσπονδία ή για τις Ηνωμένες Πολι-τείες της Ευρώπης.  Τα σχόλια του ήταν τα εξής:

«… Με αυτό το μόνο που αντιλαμβάνονται είναι μια συμμαχία όλων των κρατών που υπάρχουν επί του παρόντος στην Ευρώπη, μικρών και μεγάλων, η οποία θα κατευθύνεται υπό την προεδρία ενός μόνιμου Συμβουλίου. Λαμβάνεται ως δεδομένο ότι κάθε κράτος θα διατηρεί τη μορφή κυβέρνησης που του ταιριάζει καλύτερα. Εφόσον, όμως, κάθε κράτος θα έχει αριθμό ψήφων στο Συμβούλιο ανάλογο του πληθυσμού και της έκτασης του, τα μικρά Κράτη σ’ αυτή την υποτιθέμενη συνομοσπονδία θα ενσωματωθούν στα μεγάλα …».

Ο Μπακούνιν 

Ο δεύτερος από τους μέντορες μου του δέκατου ένατου αιώνα, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, αξίζει της προσοχής μας για διάφορους λόγους. Ήταν σχεδόν ο μόνος διανοητής αυτού του αιώνα ο οποίος προέβλεψε τη φρίκη της σύγκρουσης μεταξύ των εθνικών κρατών του εικοστού αιώνα κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και τη μοίρα του συγκεντρωτικού μαρξισμού στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το 1867, η Πρωσία και η Γαλλία φαίνονταν να ετοιμάζονται για πόλεμο με σκοπό την ανάδειξη της αυτοκρατορίας που θα έλεγχε το Λουξεμβούργο και αυτό το γεγονός, μέσω του πλέγματος συμφερόντων και συμμαχιών, απειλούσε να καταπιεί ολόκληρη την Ευρώπη. Ένας Σύνδεσμος για την Ειρήνη και την Ελευθερία συνεδρίασε στη Γενεύη, υποστηριζόμενος από εξέχοντες ανθρώπους, που προέρχονταν από διάφορες χώρες, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ.

Ο Μπακούνιν άδραξε την ευκαιρία να απευθυνθεί σε αυτό το κοινό και δημοσίευσε τις απόψεις του υπό τον τίτλο Φεντε-ραλισμός, Σοσιαλισμός και Αντιθεολογισμός. Το κείμενο αυτό έθετε δεκατρία σημεία στα οποία σύμφωνα με τον Μπακούνιν το συνέδριο της Γενεύης υιοθέτησε ομόφωνα.

Το πρώτο σημείο διακήρυττε ότι:

«Προκειμένου να επιτύχουμε το θρίαμβο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στις διεθνείς σχέσεις της Ευρώπης, και να καταστήσουμε τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των λαών που συνιστούν την ευρωπαϊκή οικογένεια αδύνατο, μόνο ένας δρόμος υπάρχει: Η σύσταση των Ενωμένων Πολι-τειών της Ευρώπης».

Στο δεύτερο σημείο του υποστήριζε ότι ο σκοπός αυτός συ­νεπάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να αντικατασταθούν από περιφέρειες, καθώς, όπως παρατήρησε:

«[…] Ο σχηματισμός αυτών των Πολιτειών της Ευρώπης δε θα μπορέσει ποτέ να προκύψει ανάμεσα σε κράτη που συγκροτούνται όπως τα σύγχρονα, λόγω της τερατώδους ανομοιότητας μεταξύ των διαφόρων εξουσιών τους».

Στο τέταρτο σημείο του ισχυριζόταν ότι:

«[…] Ακόμη και εάν αυτοαποκαλούνταν δημοκρατία δεν θα μπορούσε ένα συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό και μιλιτα-ριστικό κράτος να εισχωρήσει σοβαρά σε μια διεθνή ομο-σπονδία, λόγω του συντάγματος του, το οποίο πάντα θα αποτελεί μια ρητή ή υπόρρητη απάρνηση της εσωτερικής ελευ-θερίας, αναγκαστικά θα συνεπάγεται την κήρυξη μόνιμου πολέ-μου και απειλής για τις γειτονικές χώρες».

Και κατά συνέπεια, το πέμπτο σημείο του απαιτούσε:

«[…] Ότι όλοι οι υποστηρικτές της Ένωσης θα πρέπει γι’ αυτό το λόγο να διοχετεύσουν όλες τις ενέργειες τους προς την ανοικοδόμηση των διαφόρων χωρών τους ώστε να αντι-καταστήσουν την παλιά οργάνωση που θεμελιωνόταν πάνω στη βία και στην αρχή της εξουσίας με μια νέα, βασισμένη από-κλειστικά στα συμφέροντα, στις ανάγκες και στις ροπές των λαών, και που θα έχει σαν μοναδική αρχή την ελεύθερη συν-ομοσπονδιοποίηση των ατόμων σε κομμούνες, των κομμούνων σε επαρχίες, των επαρχιών σε έθνη και αυτών σε Ενωμένες Πολιτείες, πρώτα της Ευρώπης και μετά ολόκληρου του κόσμου».

Έτσι το όραμα μεγάλωνε όλο και περισσότερο, ωστόσο ο Μπακούνιν πρόσεξε ώστε να συμπεριλάβει την αποδοχή της απόσχισης.

Το όγδοο σημείο του διακήρυττε ότι:

«[…] Το γεγονός ότι μια περιφέρεια συναπαρτίζει μια Πολιτεία, έστω και με εθελοντική προσχώρηση, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι υποχρεώνεται να παραμείνει δέσμια αυτής για πάντα. Καμία διηνεκής υποχρέωση δεν είναι αποδεκτή στην ανθρώπινη δικαιοσύνη… Το δικαίωμα στην ελεύθερη ένωση και στην εξίσου ελεύθερη απόσχιση είναι πρώτο και κύριο μεταξύ όλων των πολιτικών δικαιωμάτων. Χωρίς αυτό μια συνομοσπονδία δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά συγκαλυμμένος συγκεντρωτισμός».

0 Μπακούνιν αναφέρεται με θαυμασμό στην Ελβετική Συνομοσπονδία, που, όπως το θέτει, «ασκεί τόσο επιτυχημένα την ομοσπονδία σήμερα. Ο Προυντόν επίσης θεωρούσε σαφώς ως μοντέλο την ελβετική υπεροχή των κομμούνων ως μονάδων κοινωνικής οργάνωσης, συνδεδεμένων μέσω των καντονιών με ένα καθαρά διοικητικό ομοσπονδιακό συμβούλιο. Αλλά και οι δύο θυμούνταν τα γεγονότα του 1848, όταν τα αποσχιστικά καντόνια του Ζόντερμπουντ εξαναγκάστηκαν να αποδεχθούν το νέο σύνταγμα της πλειοψηφίας με πόλεμο. Έτσι, οι Πρου-ντόν και Μπακούνιν καταδίκαζαν την υπονόμευση του φε-ντεραλισμού από την αρχή της υποχρεωτικής ένωσης. Με άλλα λόγια πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα στην απόσχιση. (**).

Ο Κροπότκιν 

Ακριβώς εξαιτίας του αποκεντρωτικού συντάγματος της η Ελβετία ήταν καταφύγιο για αναρίθμητους πολιτικούς πρόσφυγες που προέρχονταν από τις αυτοκρατορίες της Αυστρο-Ουγγαρίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας. Ωστόσο, ένας Ρώσος αναρχικός εξορίστηκε ακόμη και από την Ελβετία. Ήταν πολύς, ακόμα και για το Ελβετικό Ομοσπονδιακά Συμ-βούλιο. Ήταν ο Πιότρ Κροπότκιν, που συνδέει το φεντεραλισμό τοιι 19ου με την περιφερειακή γεωγραφία του 20ου αιώνα.

Ο Κροπότκιν πέρασε τα νιάτα του ως αξιωματικός του στρατού έκανε γεωλογικές – γεωγραφικές εξερευνήσεις στις Άπω ανατολικές επαρχίες της Ρωσικής αυτοκρατορίας και η αυτοβιογραφία του μιλάει για την οργή που ένιωσε όταν αντιλήφθηκε πως η κεντρική διοίκηση και  χρηματοδότηση κατέστρεψαν οποιαδήποτε βελτίωση των τοπικών συνθηκών, μέσω της άγνοιας, της ανικανότητας και της καθολικής διαφθοράς της κρατικής διοίκησης καθώς και μέσω της καταστροφής αρχαίων κοινοτικών θεσμών που θα μπορούσαν να επιτρέψουν στους ανθρώπους να αλλάξουν οι ίδιοι τις ζωές τους. Ο πλούσιος γινόταν πλουσιότερος, ο φτωχός γινόταν φτωχότερος και ο διοικητικός μηχανισμός ασφυκτιούσε από την ανία και τις καταχρήσεις.

Παρόμοια φιλολογία επ΄αυτού έχει αναπτυχθεί σε οποια-δήποτε αυτοκρατορία ή έθνος – κράτος, όπως η Βρετανική και η Αυστρο-Ουγγρική αυτοκρατορία, και μπορεί κανείς να διαβάσει πανομοιότυπα συμπεράσματα στα γραπτό του Κάρλο Λέβι ή του Ντανίλο Ντόλτοι. Το 1872, ο Κροπότκιν πραγμα-τοποίησε την πρώτη του επίσκεψη στη Δυτική Ευρώπη και την Ελβετία όπου μέθυσε από την ατμόσφαιρα της δημοκρατίας, ακόμη και της αστικής. Ο Βιογράφος του Μάρτιν Μίλερ εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο αυτό το γεγονός αποτέλεσε καμπή για τη ζωή του:

Οι συναντήσεις και οι συζητήσεις του Κροπότκιν με τους εργάτες στους χώρους εργασίας του αποκάλυψαν το είδος της αυθόρμητης ελευθερίας, χωρίς την εξουσία και την κατεύθυνση εκ των άνω το οποίο είχε ονειρευτεί. Από-μονωμένοι και αυτάρκεις οι ωρολογοποιοί της Γούρα εντυ-πωσίασαν τον Κροπότκιν ως ένα παράδειγμα που Θα μπο-ρούσε να μετασχηματίσει την κοινωνία, αν επιτρεπόταν σε μια τέτοια κοινότητα να αναπτυχθεί σε μεγάλη κλίμακα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι μια τέτοια κοινότητα θα πετύχαινε, επει-δή δεν υπήρχε ζήτημα επιβολής, ενός τεχνητού «συστήματος», όπως στην περίπτωση του εγχειρήματος του Μουράγιεφ στη Σιβηρία, αλλά επρόκειτο για μια οργάνωση που επέτρεπε στους εργάτες να λειτουργούν ομόφωνα με τα συμφέροντα τους, επιτρέποντας την ανάπτυξη της φυσικής δραστηριότητας τους.

Αυτή η στιγμή ήταν καθοριστικής σημασίας για τη ζωή του. Κατά μία έννοια, το υπόλοιπο της ζωής του την αφιέρωσε στη συλλογή τεκμηρίων για τον αναρχισμό, το φεντεραλισμό και τον περιφερισμό.

Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η προσέγγιση αποτελεί απλώς ένα ακαδημαϊκό ζήτημα ιστορίας. Για να το αποδείξω αρκεί να αναφερθώ στη μελέτη του Καμίλο Μπερνέρι, Μια Ρωσική Ομοσπονδία, Πέτρος Κροπότκιν. που δημοσιεύτηκε το 1922. Ο Μπερνέρι παραθέτει την επιστολή προς τους εργάτες της Δυτικής Ευρώπης την οποία ο Κροπότκιν επέδωσε στον πολιτικό του βρετανικού Εργατικού Κόμματος Μάργκαρετ Μπόντφιλντ τον Ιούνιο του 1920. Σε αυτήν έγραφε:

Η Αυτοκρατορική Ρωσία πέθανε και δεν πρόκειται να αναβιώσει. Το μέλλον των διαφόρων επαρχιών που συνέθεταν την Αυτοκρατορία θα κατευθυνθεί προς μια μεγάλη ομοσπονδία. Οι φυσικές επικράτειες των διαφόρων τμημάτων αυτής της ομοσπονδίας με κανένα τρόπο δεν είναι διακριτές από εκείνες τις οποίες ήδη γνωρίζουμε από την ιστορία, την εθνογραφία και την οικονομική της Ρωσίας. Οποιεσδήποτε προσπάθειες συγκέντρωσης των συστατικών τμημάτων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως της Φινλανδίας, των Βαλτικών επαρχιών, της Λιθουανίας, της, Ουκρανίας, της Γεωργίας, της Αρμενίας, της Σιβηρίας και των υπολοίπων κάτω από μια κεντρική εξουσία είναι καταδικασμένες σε βέβαιη αποτυχία. Το μέλλον της οντότητας που υπήρξε η Ρωσική Αυτοκρατορία κατευθύνεται προς ένα φεντεραλισμό ανεξάρτητων μονάδων.

Εσείς κι εγώ, σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε την επικαιρότητα αυτή της άποψης, παρότι αγνοήθηκε ως εντελώς ανυπόστατη για εβδομήντα χρόνια. Ως εξόριστος στη Δυτική Ευρώπη, ο Κροπότκιν είχε άμεση επαφή με ένα φάσμα πρωτοπόρων της σκέψης περί περιφερειών. Η σχέση μεταξύ του φεντεραλισμού και του αναρχισμού περιγράφηκε λεπτομερώς σε όλη της την έκταση ή ακόμη και την υπερβολή- από τον Πήτερ Χωλ, γεωγράφο και διευθυντή του Ινστιτούτου Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια, στο Βιβλίο του οι «Πόλεις του Αύριο» (1988). Ο ίδιος ο Ελυζέ Ρεκλύ, αναρχικός γεωγράφος και σύντροφος του Κροπότκιν, υποστήριζε της μικρής κλίμακας ανθρώπινες κοινωνίες, βασισμένες στην οικολογία των περιοχών τους. Ο Πωλ Βιντάλ ντε λα Μπλανς, ένας άλλος ιδρυτής της Γαλλικής γεωγραφίας, υποστήριζε ότι «η περιφέρεια ήταν κάτι περισ-σότερο από ένα αντικείμενο μελέτης, καθώς προμήθευε τη βάση για την ολοκληρωτική ανοικοδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής». Για τον Βιντάλ, όπως εξηγεί ο καθηγητής Χωλ, όχι το έθνος αλλά η περιφέρεια «ως η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης ανάπτυξης, μιας σχεδόν αισθησιακής αμοι-βαιότητας μεταξύ των ανδρών και των γυναικών καθώς και του περιβάλλοντός τους, ήταν η έδρα της νοητής ελευθερίας και το βασικό κίνητρο της πολιτισμικής εξέλιξης, που δέχθηκε επίθεση και διαβρώθηκε από το συγκεντρωτικό έθνος-κράτος και τη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία.

Ο Πάτρικ Γκέντες 

Τέλος, ήταν ο έξοχος Σκοτσέζος βιολόγος Πάτρικ Γκέντες, ο οποίος προσπάθησε να συνθέσει όλες αυτές τις ιδέες περί περιφερισμού, είτε γεωγραφικές, κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές είτε οικονομικές, σε μια λογικά θεμελιωμένη ιδεολογία για τις περιφέρειες, γνωστής στους περισσότερους από εμάς μέσω του έργου του μαθητή του, Λιούις Μάμφορντ. Ο καθηγητής Χωλ υποστηρίζει ότι:

“Πολλά από τα αρχικά οράματα, αν και όχι όλα, του πολεοδομικού κινήματος απορρέουν από το αναρχικό κίνημα, που άκμασε κατά τις τελευταίεςδεκαετίες του 19ου και τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα… Το όραμα εκείνων των αναρ-χικών πρωτοπόρων δεν αφορούσε απλώς έναν εναλλακτικό τρόπο σχεδιασμού, αλλά μια εναλλακτική κοινωνία, ούτε καπιταλιστική ούτε γραφειοκρατική-σοσιαλιστική: μια κοινω-νία βασισμένη στην εθελοντική συνεργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών που ζουν κι εργάζονται σε μικρές, αυτοδιοικούμενες κοινότητες».

Σήμερα 

Σήμερα, στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, συμμερίζομαι αυτό το όραμα. Εκείνοι οι αναρχικοί διανοητές του 19ου αιώνα βρίσκονταν εκατό χρόνια μπροστά από τους συγκαιρινούς τους, καθώς προειδοποίησαν τους λαούς της Ευρώπης για τις συνέπειες της απόρριψης των προσεγγίσεων του φεντεραλισμού και του περιφερισμού. Έχοντας επιζήσει από κάθε είδους καταστροφική εμπειρία του 20ου αιώνα, οι κυρίαρχοι των εθνικών κρατών της Ευρώπης κατεύθυναν τις πολιτικές τους προς διάφορους τρόπους υπερεθνικής ύπαρξης.

Το κρίσιμο ερώτημα που αντιμετωπίζουν είναι αν μπορούν να συλλάβουν μια Ευρώπη των Κρατών ή μια Ευρώπη των Περιφερειών. Ο Προυντόν 130 χρόνια πριν, συσχέτισε αυτό το ζήτημα με την ιδέα μιας ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων, που αποτελεί το στόχο των κρατικών αξιωματούχων και των πολιτικών θεωρητικών, και υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί μεταξύ δυνάμεων με ενιαία συντάγματα. Στο Η Ομοσπονδία και η Ενότητα στην Ιταλία, έγραψε ότι «το πρώτο Βήμα προς την αναμόρφωση του δημοσίου δικαίου στην Ευρώπη, ήταν η αποκατάσταση των συνομοσπονδιών στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στις Κάτω Χώρες, στη Σκανδιναβία και στις παραδουνάβιες περιοχές, ως ένα προοίμιο για την αποκέντρωση των μεγάλων κρατών και συνεπώς για το γενικό αφοπλισμό». Επιπλέον, στο για την Αρχή της Ομοσπονδίας επισήμανε ότι «μεταξύ των Γάλλων δημοκρατών έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για την ευρωπαϊκή συνομοσπονδία ή τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Με αυτό φαίνεται ότι εννοούν μια συμμαχία όλων των κρατών που υπάρχουν σήμερα στην Ευρώπη, μικρών ή μεγάλων, προεδρευόμενων από ένα μόνιμο Συμβούλιο». Υποστήριξε ότι μια τέτοια ομοσπονδία είτε θα ήταν άνευ ουσίας είτε θα από-τελούσε παγίδα, για τον προφανή λόγο ότι τα μεγάλα κράτη θα κυριαρχούσαν στα μικρά.

Έναν αιώνα αργότερα, ο οικονομολόγος Λέοπολντ Κορ (Αυ-στριακός εκ καταγωγής, Βρετανός στην υπηκοότητα, Ουαλός από επιλογή),ο οποίος επίσης αναπροσδιορίζεται ως αναρ-χικός, δημοσίευσε το βιβλίο του Η Κατάλυση των Εθνών, στο οποίο εξυμνεί τις αρετές των κοινωνιών μικρής κλίμακας και υποστηρίζει εκ νέου ότι τα προβλήματα της Ευρώπης εγεί-ρονται από την ύπαρξη του έθνους-κράτους. Επιδοκιμάζοντας για μια ακόμη φορά την Ελβετική Συνομοσπονδία, ισχυρίστηκα χρησιμοποιώντας χάρτες, ότι «το πρόβλημα της Ευρώπης καθώς και οποιασδήποτε ομοσπονδίας, αφορά στη διαίρεση και όχι στην ένωση».

Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να αναφέρουμε ότι οι υπέρμαχοι   μιας   ενωμένης   Ευρώπης   ανέπτυξαν   μια   αρχή «επικουρικότητας», με το επιχείρημα ότι οι κυβερνητικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να λαμβάνονται στους υπερεθνικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά κατά προτίμηση στις περιφερειακές ή τοπικές διοικητικές βαθμίδες αντί των εθνι-κών κυβερνήσεων. Αυτή η συγκεκριμένη αρχή υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο κάλεσε τις εθνικές κυβερνήσεις να ενστερνιστούν τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης, «ώστε να επισημοποιηθεί η δέσμευση στην αρχή, σύμφωνα με την οποία οι λειτουργίες διακυβέρνησης θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο και να μεταφέρονται σε υψηλότερο μόνο εάν υπάρχει συναίνεση».

Η αρχή αυτή αποτελεί έναν ασυνήθιστο φόρο τιμής στους Προυντόν, Μπακούνιν και Κροπότκιν και στις απόψεις που αυτοί μόνο διατύπωσαν (με εξαίρεση ορισμένους ενδια-φέροντες Ισπανούς διανοητές όπως οι Ρi y Margall ή Joaquin Costa), αλλά φυσικά Θα είναι μεταξύ των πρώτων αρχών της πανευρωπαϊκής ιδεολογίας που οι εθνικές κυβερνήσεις θα επι-λέξουν να αγνοήσουν. Υπάρχουν προφανείς διαφορές μεταξύ των διαφόρων εθνών-κρατών σε αυτό το ζήτημα. Σε πολλά από αυτά -παραδείγματος χάριν στη Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία ακόμη και στη Γαλλία ο κυβερνητικός μηχανισμός είναι απείρως περισσότερο αποκεντρωμένος από όσο πριν από πενήντα χρόνια. Το ίδιο μπορεί σύντομα να αποτελεί πραγματικότητα και για τη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η αποκέντρωση μπορεί να μην εξελίχτηκε με το ρυθμό που θα θέλαμε εμείς, και με χαρά θα συμφωνήσω στο ότι οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πέτυχαν τον αρχικό τους στόχο της παύσης των παλιών εθνικών ανταγωνισμών και κατέστησαν τους μελλοντικούς πολέμους στη Δυτική Ευρώπη αδιανόητους. Αλλά απέχουμε πολύ ακόμη από μια Ευρώπη ίσων περι-φερειών.

Ζω σε αυτό που έχει εξελιχθεί ως το πιο συγκεντρωτικό κράτος στη Δυτική Ευρώπη, όπου η κυριαρχία της Δυτικής κυβέρνησης αντί να μειωθεί έχει αυξηθεί ανυπολόγιστα κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών. Ορισμένοι θα θυμούνται τη ρητορική της Βρετανής πρωθυπουργού, το 1988:

«Δεν καθορίσαμε επιτυχώς τα εδαφικά όρια του κράτους στη Βρετανία, μόνο και μόνο για να τα δούμε να επιβάλλονται ξανά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με ένα ευρωπαϊκό υπέρ-κράτος να ασκεί μια νέα κυριαρχία από τις Βρυξέλλες».

Αυτή είναι  γλώσσα της άπατης. Δε σχετίζεται με την πραγματικότητα. Και δε χρειάζεται να υποστηρίζεις την Κομισιόν για να το αντιληφθείς. Ωστόσο, είναι ενδεικτικό της απόστασης που ορισμένοι από εμάς έχουν στο να κατανοήσουν την αλήθεια που εμπεριέχει το σχόλιο του Προυντόν: «Ακόμη και η Ευρώπη θα ήταν πολύ μεγάλη για να διαμορφώσει μια μοναδική συνομοσπονδία, θα μπορούσε να αποτελέσει μόνο μια συνομοσπονδία των συνομοσπονδιών».

Η προειδοποίηση των αναρχικών είναι ότι ακριβώς το εμπόδιο σε μια Ευρώπη των περιφερειών είναι το έθνος κράτος. Εάν πρόκειται να ασκήσουμε οποιαδήποτε επιρροή στην πολιτική σκέψη του επόμενου αιώνα, θα πρέπει να προωθούμε την επιχειρηματολογία για τις περιφέρειες. Το «σκέψου πλανητικά – δράσε τοπικά», είναι ένα από τα πιο χρήσιμα σλόγκαν του παγκόσμιου πράσινου κινήματος. Το έθνος κράτος καταλαμβάνει μόνο ένα μικρό τμήμα της ευρωπαϊκής ιστορίας. Θα πρέπει να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από τις εθνικές ιδεολογίες προκειμένου να δράσουμε τοπικά και να σκεφτούμε περιφερειακά. Και τα δύο θα μας επιτρέψουν να γίνουμε πολίτες όλου του κόσμου, όχι των εθνών ούτε των υπερεθνικών κρατών.

Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο των προτάσεων του Μπακούνιν που υποβλήθηκαν και ψηφίστηκαν ομόφωνα στο συνέδριο της αναρχικής Λίγκας «Για την Δημοκρατία και την Ειρήνη», που έγινε το 1867 στην Ελβετία. Όχι για κανένα άλλο λόγο παρά μόνο για ανάγνωση του εύρους των αναρχικών ιδεών αφού οι αναρχικοί ήταν από τους πρώτους που μίλησαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης των λαών. Υποστήριζε ότι οποιοσδήποτε πόλεμος μεταξύ τους θα είναι εμφύλιος και  αδελφοκτόνος.

«… Σύμφωνα με το ομόφωνο αίσθημα του συνεδρίου της Γενεύης, οφείλουμε να διακηρύξουμε:

1) Ότι για να κάνουμε να θριαμβεύσει η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ειρήνη στις διεθνείς σχέσεις της Ευρώπης, για να κάνουμε αδύνατο τον εμφύλιο πόλεμο μετα­ξύ των διαφο-ρετικών λαών που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή οικογένεια, δεν υπάρχει παρά ένας μόνο τρόπος: να συγκρο­τήσουμε τις Ηνωμένες   Πολιτείες   της   Ευ­ρώπης.

2) Ότι οι  Πολιτείες της Ευρώπης δεν μπορούν να σχημα-ισθούν με τα Κράτη όπως είναι συγκροτημένα σή­μερα, αν ληφθεί υπόψη η τερατώδης ανισότητα που υπάρ­χει μεταξύ των αντίστοιχων δυνάμεων τους.

3) Ότι  το  παράδειγμα   της   μακαρίτισσας   Γερμανι­κής Συνομοσπονδίας έχει υποδείξει προκαταβολικά πως μία Συνομοσπονδία μοναρχιών αποτελεί μία κοροϊδία: ότι είναι ανί-κανη να εγγυηθεί είτε την ειρήνη είτε την ελευθερία των λαών.

4) Ότι κανένα συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό κρά­τος ακόμη και στρατιωτικό, έστω κι αν αποκαλείται ρεπουμπλικανικό, δε θα μπορέσει να μπει σοβαρά και ειλικρινά σε μια Διεθνή Συνομοσπονδία. Απ΄ την συγκρότησή του, που θ’ αποτελεί πάντοτε μια ανοιχτή ή καλυμμένη άρνηση της ελευθερίας στο εσωτερικό, θα΄ναι αναγκαστικά μια δια­κήρυξη συνεχούς πολέμου· μια απειλή ενάντια στην ύπαρξη των γειτονικών χωρών.  Θεμελιωμένο βασικά πάνω σε μια έσχατη πράξη βίας, την κατάκτηση, ή εκείνο που στην ιδιωτική ζωή αποκαλείται κλοπή με διάρρηξη – πράξη που ευλογείται από την εκκλησία κάποιας θρησκείας,  καθα­γιασμένη από το χρόνο ακόμη και μετασχηματισμένη σε ιστορικό δικαίωμα – και στηριζόμενο σ’ αυτό το θείο καθαγιασμό μιας θριαμβεύτριας βίας ή σαν σ’ ένα αποκλειστι­κό και υπέρτατο δικαίωμα, κάθε συγκεντρωτικό κράτος τίθεται και μόνο μ’ αυτό σαν απόλυτη άρνηση του δικαιώ­ματος όλων των άλλων κρατών, μην αναγνωρίζοντάς τα ποτέ, στις συμφωνίες που συνάπτει μ’ αυτά, παρά μόνο από ένα πολιτικό συμφέρον και από αδυναμία.

5) Ότι  όλα τα μέλη της Λίγκας οφείλουν κατά συνέ­πεια να τείνουν μ’ όλες τις προσπάθειες τους να επανασυγκροτήσουν τις αντίστοιχες πατρίδες τους, για να αντικατα­στήσουν την αρχαία οργάνωση, την θεμελιωμένη, από πά­νω προς τα κάτω, πάνω στη βία και την αρχή της εξου­σίας, με μια νέα οργάνωση που να μην έχει άλλη βάση από τα συμφέροντα, τις ανάγκες και τις φυσικές έλξεις των λαών, ούτε άλλη αρχή από την ελεύθερη ομοσπονδιοποίηση των ατόμων μέσα στις κοι-νότητες, των κοινοτή­των μέσα στις επαρχίες των επαρχιών μέσα στα έθνη και τελικά αυτών μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης αρ­χικά και αργότερα όλου του κόσμου.

6) Κατά συνέπεια, απόλυτη εγκατάλειψη κάθε λεγό­μενου  ιστορικού δικαιώματος των Κρατών όλα τα ζητή­ματα τα σχετικά με τα φυσικά, πολιτικά, στρατιωτικά, ε­μπορικά σύνο-ρα, πρέπει να θεωρηθούν στο εξής ότι ανήκουν στην αρχαία ιστορία και να απορριφθούν με αποφασιστι­κότητα από τα μέλη της Λίγκας.

7) Αναγνώριση του απόλυτου δικαιώματος κάθε  έ­θνους, μεγάλου ή μικρού, κάθε λαού, αδύναμου ή ισχυρού, κάθε επαρχίας, κάθε κοινότητας σε μια πλήρη αυτονομία, προϋπο-τιθέμενου ότι η εσωτερική τους συγκρότηση δεν θ’ αποτελεί απειλή και κίνδυνο για την αυτονομία και την ε­λευθερία των γειτονικών χωρών.

8) Από το γεγονός ότι μια χώρα αποτελεί μέρος ενός κράτους, έστω κι αν έχει προσχωρήσει ελεύθερα δεν α­κολουθεί καθόλου γι’  αυτή  η υποχρέωση να  μένει προσ­δεμένη  για  πάντα.  Καμιά διαρκής υποχρέωση   δεν   μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, την  μόνη που μπορεί να μας επιβάλλεται, και δεν θ’ αναγνω­ρίσουμε ποτέ άλλα δικαιώματα, ούτε άλλα καθήκοντα από εκείνα που θεμελιώνονται πάνω στην ελευθερία. Το δικαίω­μα της ελεύ-θερης Ένωσης και της  εξίσου ελεύθερης αποχώ­ρησης είναι το πρώτο, το πιο σπουδαίο από όλα τα πολιτικά δικαιώματα, εκείνο χωρίς το οποίο η συνομοσπονδία δεν θα ήταν παρά ένας συγκαλυμμένος συγκεντρωτισμός.

9) Από όσα έχουν προηγηθεί προκύπτει ότι η Λίγκα πρέπει να απορρίψει ειλικρινά κάθε συμμαχία αυτού ή ε­κείνου του εθνικού τμήματος της ευρωπαϊκής δημοκρατίας με τα μοναρχικά κράτη, ακόμη κι όταν αυτή η συμμαχία θα΄χε για στόχο την επανακατάκτηση της ανεξαρτησίας ή της   ελευθερίας   μιας   καταπιεζόμενης   χώρας,   μια τέτοια συμ-μαχία δε θα μπορούσε να οδηγήσει παρά σε αυταπά­τες και θα΄ταν ταυτόχρονα μια προδοσία εναντία στην ε­πανάσταση.

10) Αντίθετα η Λίγκα, επειδή είναι η Λίγκα της ειρήνης και επειδή έχει πειστεί ότι η ειρήνη δε θα μπορέ­σει να κατακτηθεί και να θεμελιωθεί παρά μόνο πάνω στην πιο στενή και πλήρη αλληλεγγύη των λαών μέσα στην δι­καιοσύνη και την ελευ-θερία, πρέπει να διακηρύξει έντονα τις συμπάθειες της για κάθε εθνική εξέγερση ενάντια στην καταπίεση, είτε ξένη είτε αυτόχθονα, δοσμένου ότι μια τέ­τοια εξέγερση γίνεται στο  όνομα των άρχων μας και για το συμφέρον των λαϊκών μαζών, αλλά όχι με την φιλόδο­ξη πρόθεση να ιδρυθεί ένα ισχυρό κράτος.

11) Η Λίγκα πρέπει να κηρύξει ανοιχτά τον πόλε­μο ενάντια σε ότι αποκαλείται δόξα, μεγαλείο και Ισχύς των Κρατών. Σε όλα αυτά τα ψεύτικα και κακοποιά είδω­λα για τα οποία κατακρεουργούνται  εκατομμύρια  ανθρώ­πινα  θύματα,  αντι-παραθέτουμε την  δόξα  της ανθρώπινης ευφυΐας που εκδηλώνεται στην επιστήμη και σε μια παγ­κόσμια ευημερία θεμελιωμένη πάνω στην εργασία, την δι­καιοσύνη και την ελευθερία.

12) Η Λίγκα θ’ αναγνωρίσει την   ε θ ν ι κ ό τ η τ α   σαν ένα φυσικό γεγονός. Έχει αναμφισβήτητα δικαίω­μα σα μια ελεύθερη ύπαρξη και ανάπτυξη, αλλά όχι σαν αρχή, γιατί κάθε αρχή πρέπει να φέρει τον χαρακτήρα της παγκοσμιότητας και η εθνικότητα δεν είναι αντίθετα παρά ένα αποκλειστικό, διαχωρισμένο γεγονός. Η λεγόμε­νη   αρχή   της   εθνικότητας,  όπως την έχουν θέσει στις μέρες μας οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Πρωσίας, ακόμη και πολλοί Γερμανοί, Πολωνοί,  Ιταλοί και  Ούγγροι  πατριώτες  δεν είναι παρά ένα παράγωγο που αντιπαρατέθηκε από την αντίδραση στο πνεύμα  της  επανάστασης:   έντονα  αριστοκρατική  στο  βάθος της, σε βαθμό που να υποτιμά τις διαλέκτους των μη εγγράμματων πληθυσμών, αρνούμενη   σιωπηρά   την ελευ-θερία των επαρχιών και την πραγματική αυτονομία των κοινοτήτων, και υποστηριζόμενη σ’ όλες τις χώρες όχι από τις λαϊκές μάζες, των οποίων θυσιάζει συστηματικά τα πραγ-ματικά συμφέροντα σ΄ ένα λεγόμενο κοινό καλό, το οποίο δεν είναι ποτέ παρά μόνο εκείνο των προνομιούχων τάξεων, αυτή η αρχή δεν εκφράζει τίποτα άλλο εκτός από τα υποτιθέμενα ιστορικά δικαιώματα και τη φιλοδοξία των Κρατών. Το δικαίωμα της εθνικότητας δεν μπορεί λοιπόν ποτέ να θεωρηθεί από τη Λίγκα παρά σαν ένα από τα φυσι­κά επακόλουθα της υπέρτατης αρχής της ελευθερίας, παύ­οντας να΄ ναι ένα δικαίωμα από τη στιγμή που τίθεται είτε ενάντια στην ελευθερία είτε ακόμη και πέρα από την ε­λευθερία.

13) Η ενότητα είναι ο στόχος, προς τον οποίο τεί­νει ακα-τάσχετα η ανθρωπότητα. Αλλά γίνεται μοιραία κα­ταστροφική  για την ευφυΐα, την αξιοπρέπεια, την ευημε­ρία των ατόμων και των λαών, κάθε φορά  που διαμορφώ­νεται πέραν της ελευθερίας, είτε με την βία, είτε υπό την εξουσία μιας κάποιας θεολογικής,  μεταφυσικής, πολιτικής ή ακόμα και οικονομικής ιδέας. Ο πατριωτισμός που τεί­νει στην ενότηταπέρα από την ελευθερία, είναι ένας κα­κός πατριωτισμός, πάντοτε ολέθριος για τα λαϊκά και πραγ­ματικά συμφέροντα της  χώρας που προφασίζεται ότι εξυ­ψώνει και υπηρετεί, φίλος, συχνά χωρίς να το ξέρει, της  αντίδρασης,   εχθρός της  επανάστασης,   δηλαδή   της χειρα­φέτησης, των εθνών και των ανθρώπων. Η Λίγκα δεν μπο­ρεί ν΄ αναγνωρίσει παρά μια μόνο ενότητα: εκείνη που θα εγκαθιδρυθεί ελεύθερα  από την  ομο-σπονδιοποίηση    αυτονόμων μερών μέσα στο σύνολο, έτσι ώστε αυτό, παύοντας να΄ ναι η άρνηση των ιδιαίτερων δικαιω-μάτων  και συμφερόντων, παύοντας να΄ ναι το κοιμητήριο όπου έρχεται βίαια για να θαφτεί κάθε τοπική ευημερία, θα γίνει αντίθετα η επιβε­βαίωση και η πηγή όλων αυτών των αυτονομιών και κά­θε τέτοιας ευημερίας. Η Λίγκα θα επιτεθεί επομένως σθε­ναρά ενάντια σε  κάθε  θρησκευτική, πολιτική,  οικονομική και κοινωνική οργάνωση   που δεν θα΄χει δια-ποτιστεί από­λυτα απ΄ αυτή τη μεγάλη αρχή της ελευθερίας: χωρίς αυ­τή, δεν υπάρχει καθόλου ευφυΐα, καθόλου δικαιοσύνη, κα­θόλου ευημερία, καθόλου ανθρωπιά….».

«…Χρησιμοποιώντας τον όρο ομοσπονδία, παρατηρεί ο Τζωρτζ Γούτκοκ στη βιογραφία του για τον Προυντόν, «ο Προυντόν δεν εννοεί μια παγκόσμια κυβέρνηση ή μία ομοσπονδία κρατών. Για αυτόν η αρχή της συνομοσπονδίας αρχίζει απ’ το πιο απλό επίπεδο της κοινωνίας. Τα διοικητικά όργανα είναι τοπικά και βρίσκονται όσο το δυνατό περισσότερο κάτω απ’ τον άμεσο έλεγχο του λαού. Πάνω άπ’ αυτό το πρωτογενές επίπεδο, η συνομοσπονδιακή οργάνωση γίνεται προοδευτικά περισσότερο ένα όργανο συντονισμού των περιφερειών, παρά ένα διοικητικό όργανο κι η Ευρώπη μία συνομοσπονδία των συνομοσπονδιών, στην οποία το συμφέρον της πιο μικρής επαρχίας θα έχει την  ίδια έκφραση με το συμφέρον της πιο μεγάλης  αφού όλες οι υποθέσεις θα ρυθμίζονται με αμοιβαία συμφωνία, συμβόλαιο και διαιτησία…».

 

* Aναδημοσίευση από το περιοδικό Ευτοπία, τεύχος 17. (http://eleftheriakos.gr/node/177)

** Σημ. τ. συν. Δείτε το παράδειγμα της πρώην Γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας αλλά και της πρώην Σοβιετίας και της σημερινής Ρώσικης ομοσπονδίας και την εκατόμβη των νεκρών που προκάλεσαν τα ζητήματα της απόσχισης.

B. Traven – Οι μεταμορφώσεις ενός μοναδικού

Του Λευτέρη Αναγνώστου* 
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Μάιος 1990

«Από έναν εργάτη πού δημιουργεί πνευματικά έργα, ποτέ δεν θα έπρεπε να ζητάει κανείς τη βιογραφία του. Είναι αγενές. Τον βάζει στον πειρασμό να πει ψέματα… Θα ήθελα να το πω με όλη τη σαφήνεια. Η βιογραφία ενός δημιουργικού ανθρώπου είναι εντελώς χωρίς σημασία. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει διακριτός μέσα στα έργα του, τότε είτε ο ίδιος δεν αξίζει τίποτε είτε τα έργα του δεν έχουν καμμιά αξία».

Αυτή η αποφθεγματική δήλωση περιέχεται σε μια ανακοίνωση του Β. Traven προς τους αναρίθμητους Γερμανούς αναγνώστες των πρώτων βιβλίων του. Τη δημοσίευσε ο αριστερός εκδοτικός συνεταιρισμός Büchergilde Gutenberg το 1927, για να κατευνάσει την περιέργεια των δεκάδων χιλιάδων μελών και αναγνωστών που τον πολιορκούσαν με επιστολές τους, θέλοντας να πληροφορηθούν για τη ζωή και το πρόσωπο του συγγραφέα. Ο δεινός αφηγητής, που μέσα από τις σελίδες των διηγήσεών του τους κρατούσε με κομμένη την ανάσα στις ώρες αναψυχής, αυτός πού είχε βρεί το μήκος κύματος και τον τόνο για να επικοινωνεί τόσο άμεσα από το μακρινό Μεξικό, απαντούσε στους αναγνώστες του με διευκρινίσεις, αισθητικά και πραγματολογικά σχόλια καθώς και κοινωνικοπολιτικές παρατηρήσεις, αλλά η αλληλεγγύη και η ζεστασιά του απέκρουαν κάθε ανοίκεια οικειότητα.

das-totenschiff

Είναι η απαρχή ενός έκθετου μυστηρίου που κράτησε ως τον επιβεβαιωμένο θάνατό του το 1969 και κρατάει ακόμη και σήμερα. Η αχλή που περιέβαλλε την ταυτότητά του (« Εγώ δεν χρειάζομαι διαβατήριο. Ξέρω ποιος είμαι»), απλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, καθώς τα βιβλία του μεταφράστηκαν στις περισσότερες γλώσσες των δύο ηπείρων και το σώμα των αναγνωστών του ογκώθηκε μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σε δεκάδες εκατομμύρια. Από τότε συνεχίστηκε να πλέκεται ο μύθος του Τράβεν με άπειρα νήματα που φθάνουν ως τις μέρες μας. Περιοδικά μαζικής κυκλοφορίας, όπως το Stern και το Life, εξαπέλυαν τακτικά κυνηγητά για να τον ανακαλύψουν, στον μεγάλο κυκεώνα της Πόλης του Μεξικού, στις κοσμοπολίτικες παραλίες του, στην απέραντη ζούγκλα ανάμεσα στους αγαπημένους του ινδιάνους.

 

Ο ίδιος είχε περιορίσει την επαφή του με τους απανταχού εκδότες και τον Τύπο στα στενά πλαίσια μιας ταχυδρομικής θυρίδας και ενός τραπεζικού λογαριασμού, που συχνά άλλαζαν, και στα διάφορα ψευδώνυμα, με τα οποία εμφανιζόταν ως πληρεξούσιος κάτοχος των συγγραφικών του δικαιωμάτων, για να διαπραγματευθεί την έκδοση σε άλλες γλώσσες -στα αγγλικά μετέφραζε και ίσως έγραφε ο ίδιος- ή την κινηματογράφηση των μυθιστορημάτων του (Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε, Το πλοίο των νεκρών, Το Λευκό Ρόδο κ.ά.)· συχνά επίσης για να διαψεύσει την πατρότητα χειρογράφων, που διάφοροι ευφάνταστοι χωρίς φαντασία πρότειναν κατά καιρούς σε εκδότες σαν δήθεν δικά του. Στον λαβύρινθο του μύθου μερικοί ξεπρόβαλαν από την ανωνυμία για να καρπωθούν το ψευδώνυμο, πολλοί εκμεταλλεύθηκαν τη δίνη του κενού για να κερδίσουν χρήματα και να υποκλέψουν ψευδαισθησιακά τη δόξα, άλλοι μετατράπηκαν σε αυθόρμητους, συχνά άδολους ντετέκτιβς.

Οι φήμες μεγάλωσαν τη φήμη του πράγματι συναρπαστικού αφηγητή και συνήγορου των καταπιεσμένων, και πλάι στο πλούσιο έργο του φύτρωσε μια ευρεία φιλολογική τραβενογραφία, απέναντι στην οποία τόσο ο ίδιος όσο και η τελευταία συντρόφισσά του και δικαιούχος της κληρονομιάς του σπάνια έλυσαν τη σιωπή τους. Ο αιώνας της πληροφόρησης και επικοινωνίας καλπάζει με βιομηχανικούς ρυθμούς και ηλεκτρονική τύφλωση προς τη μυθολογία. Η ανωνυμία και η δημοσιότητα υπόκεινται στην ίδια διαλεκτική.

zigelbrenner

Η πιο σοβαρή μελέτη για το πρόσωπο του συγγραφέα είναι οπωσδήποτε οι Συμβολές στη βιογραφία του Β.Traven του Ανατολικογερμανού καθηγητή Rolf Recknagel. Πρωτοεκδόθηκε το 1965 και από τότε επανεκδίδεται συχνά, βελτιωνόμενη και αναθεωρούμενη βάσει νεώτερων ευρημάτων, δικών του ή ξένων. Στο ογκώδες αυτό έργο, υπόδειγμα εξονυχιστικής υφολογικής ανάλυσης στην υπηρεσία βιογραφικών αναδιφήσεων, τεκμηριώνεται πειστικότατα η μεγάλη ανακάλυψη του Recknagel, που ως τότε δεν ήταν παρά απλώς μια επίμονη εικασία μερικών αριστερών διανοούμενων: ότι ο Β. Traven ταυτίζεται με τον Ret Marut, έναν αναρχικό επαναστάτη της Δημοκρατίας των Συμβουλίων στο Μόναχο, που με τη σειρά του είναι το επικρατέστερο ψευδώνυμό του μέχρι το 1921.

Ο Ret Marut, από μόνος του ήδη ένας θρύλος, εγκατέλειψε τη Γερμανία πιθανότατα το 1922, την οποία ξαναεπισκέφθηκε ίσως μόλις το 1959 με το ψευδώνυμο «Berick Torsvan, επιλεγόμενος Hal Croves», για να παρευρεθεί ως εκπρόσωπος τoυ Traven στο γύρισμα της ταινίας Το πλοίο των νεκρών. Την ημέρα της κατάρρευσης της βραχύβιας Δημοκρατίας των Συμβουλίων (7/8 Noεμβρίoυ – 1 Μαΐου 1919) ο Ret Marut συλλαμβάνεται και οδηγείται σε ένα έκτακτο δικαστήριο. Η συνοπτική διαδικασία γνωρίζει μόνο την έσχατη των ποινών. Λίγο πριν έλθει η σειρά του, εκμεταλλεύεται μια σύγχυση και με τη βοήθεια ενός φρουρού δραπετεύει. Ως τα τέλη του 1921 έχουν διαπιστωθεί ίχνη του στην παρανομία, από όπου εξέδωσε τα τελευταία τέσσερα τεύχη τoυ περιοδικού του Ziegelbrenner (κεραμοποιός).

imagesca0z3co9

Από τον Σεπτέμβρη τoυ 1917, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το Ziegelbrenner ήταν η πύρινη εστία του ελεύθερου σκοπευτή Ret Marυt, από την οποία εκσφενδόνιζε τις καυτές κεραμίδες της κοινωνικής, αισθητικής, πολιτικής και αντιπολεμικής κριτικής του. Κρυφό και εδώ το λημέρι του άφαντου «αντάρτη πόλεων» με την αιχμηρή πέννα, άτακτες οι περίοδοι εκρήξεων της ατομικής του κεραμoκάμινoυ. Τα ψευδώνυμα του ιδιοκτήτη, του πρωτομάστορα και των δήθεν συντακτών του -τον βοηθούσαν μια σύντροφός του με ψευδώνυμο και μερικοί «κάλφες» σε διάφορες πόλεις- συνθέτουν το παραπλανητικό προσωπείο του «μοναδικού» στιρνεριακού αναρχικού, η προσωπική βιογραφία του οποίου δεν θέλησε να παραστρατήσει από το έργο του: Κανένα χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο-δημιουργό και τα ανθρώπινα δημιουργήματά του, που μοιάζουν με κατοπτρίζον εφυάλωμα κεραμεικών και αντανακλούν όποιον σκύψει να δει, την καταραγισμένη κοινωνία ή και τον ίδιο τον κεραμοποιό.
Όποιος διαβάσει σήμερα τη συλλογή των ανάτυπων, μια από τις πιο ενδόμυχες μαρτυρίες της ταραγμένης εποχής, τρίβει τα μάτια του μπροστά στην εκτυφλωτική επίκαιρη ριζοσπαστική πολεμική του και τη σιγουριά της ματιάς του, που εξιχνίαζε τους θανάσιμους κινδύνους στη γένεσή τους , αλλά και τα ανθρώπινα σημάδια μέσα στη ζοφερότητα του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου και στο στρόβιλο των επαναστατικών μεταβολών. Στον κλεφτοπόλεμο με τη λογοκρισία είχε τολμήσει να αντιπροσωπεύσει μια τόσο ζωντανή εικόνα της ελευθερίας, άπιαστη σχεδόν στη σημερινή δημοκρατικά κατοχυρωμένη ελευθεροτυπία. Δεν είναι τυχαία η έμμονη απέχθειά του για την «εκπορνευόμενη δημοσιογραφία», εναντίον της οποίας εκτόξευε με ανήμπορη απελπισία τα φλεγόμενα θρύψαλά του.

Τα «μαζικά μέσα», από τις παραδοσιακές εφημερίδες και τα εικονογραφημένα περιοδικά μέχρι τον νεωτεριστικό κινηματογράφο και το αναδυόμενο ραδιόφωνο της μετεπαναστατικής δεκαετίας του 1920, δεν ήταν επικοινωνιακά δώρα του καπιταλισμού στη φάση μεταξύ ανάρρωσης και κραχ, αλλά πολύ περισσότερο η εκρηκτική άνοδος της πολιτιστικής βιομηχανίας, το οριστικό βούλιαγμα του προλεταριάτου στην πλημμυρίδα της μαζικής σήμερα πια οικουμενικής προπαγάνδας και χειραγώγησης. Από τότε η μεσσιανική τάξη βωλοδέρνει όπου γης ως μάζα πολεμιστών, απεργών, καταναλωτών, πάντοτε κυριαρχούμενη από δικούς της και ξένους, αναπολώντας μάλλον παρωδιακά τη χαμένη ιστορική αποστολή της. Ο Ret Marυt/B. Traνen μυρίστηκε τους κινδύνους, πάλαιψε σε πολλά μέτωπα απεγνωσμένα, ώσπου στα γερατειά του σιώπησε οριστικά χωρίς να ανακαλέσει τίποτε. Η φωνή του, διαπεραστική και έγκυρη άρθρωση της πνιγμένης κραυγής των καταπιεσμένων, μένει άσβεστη. Μόνη απόκριση σε αυτή θα ήταν η εκπλήρωση του πόθου των μουγγών θυμάτων, η αντικειμενική δικαίωση της εσώτερης πρόθεσής τους: μια κοινωνία συμφιλιωμένη με τον εαυτό της, η ελεύθερη αδιαίρετη ανθρωπότητα.

Στο Ziegelbrenner είχε εκφρασθεί περισσότερες από μία φορά η διάθεση φυγής του «μοναδικού» συντάκτη από τις μητροπόλεις του καπιταλιστικού πολιτισμού, τον γκρίζο αγριότοπο της ευταξίας, για να κρυφθεί στη ζούγκλα των απλοϊκών ιθαγενών, που ο ίδιος έδειχνε να γνωρίζει. Τόσο ο τόνος των γραπτών του όσο και οι διάσπαρτες αναφορές προδίδουν την περηφάνια του ξεριζωμένου απάτριδος που γνώρισε κάθε καρυδιάς καρύδι και ανθό, που ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους, σε όλους τους ωκεανούς, ασκώντας τα πιο απίστευτα επαγγέλματα. Οι συνδρομητές του είναι σκορπισμένοι στις γερμανόφωνες, σκανδιναυικές και αγγλόφωνες χώρες, στις Ινδίες, στην Κίνα και στην Ιαπωνία, σχεδόν σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.

Μετά το 1921 ό άνθρωπος που δεν ονομάζεται πια Ret Marυt ούτε ακόμη Β. Traven, έζησε στο νότιο Μεξικό κοντά στους Ινδιάνους. Στο βιβλίο του Χώρα της άνοιξης (1928) χρησιμοποίησε πλούσιο φωτογραφικό υλικό από εκτενείς περιοδείες του στη ζούγκλα, το θέατρο δράσης των περισσότερων μυθιστορημάτων και διηγημάτων του. Η βιωματική εγγύτητα προς τη ζωή των ερυθρόδερμων με τα μελαγχολικά μάτια, είτε αυτοί ζουν ακόμη στις παραδοσιακές κοινότητές τους είτε έχουν προλεταριοποιηθεί βάναυσα, ακόμη και η γνώση διαλέκτων τους, είναι η μαγιά και το θεματικό υλικό που μαζί με τη μεξικάνικη επανάσταση ανάφλεξαν και πάλι το επικοδραματικό ταλέντο του αφηγητή των κολασμένων.

Εκτός από το Πλοίο των νεκρών, ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, ολόκληρο το υπόλοιπο έργο του Β. Traven διαδραματίζεται στο Μεξικό, το οποίο έμελλε να γίνει πατρίδα του, μολονότι το στοιχείο του incognito -ιδιωτική αφάνεια, ψευδώνυμα, άβατο πρότερου βίου, σβησμένα ίχνη της προσωπικής ταυτότητας, ασαφής μητρική γλώσσα- το φυλάει, απέναντι στις εξαγριωμένες πια εφόδους των πρακτόρων της δημοσιότητας, σαν θησαυρό χωρίς άλλοθι και «πόθεν έσχες» ακόμη και μετά τον θάνατο του.

Ως το 1930 δημοσιεύει διηγήματα και μυθιστορήματα γύρω από τη ζωή των ινδιάνων και συγκεντρώνει υλικό για τη μεξικάνικη επανάσταση, που ξέσπασε στα 1910/11 και υπό τη μορφή ενός αιματηρότατου εμφύλιου πολέμου (περίπου ένα εκατομμύριο νεκροί) κράτησε ως το 1923, όταν ο ίδιος έφθασε στο Μεξικό. Τα κυριότερα έργα της περιόδου 1925-30, εκτός από τα διηγήματα, που μαζί με κατοπινότερα καταλαμβάνουν δύο τόμους, είναι τα προαναφερθέντα: Το πλοίο των νεκρών και Χώρα της άνοιξης, καθώς και τα μυθιστορήματα: Οι βαμβακοσυλλέκτες, Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε, Η γέφυρα στη ζούγκλα και Το Λευκό Ρόδο. Σχεδόν όλα έχουν ξαναδουλευτεί και συχνά επεκταθεί στις πολλές επανεκδόσεις, σε μερικές δε περιπτώσεις με αφορμή τη μετάφρασή τους σε ξένες γλώσσες. Υπάρχουν αλλαγές, τόσο προσθήκες και συντμήσεις όσο και διαγραφές, που πρέπει να ερμηνευθούν ως ιδιαίτερα μηνύματα του συγγραφέα προς το αναγνωστικό κοινό μιας ορισμένης γλώσσας ή που σχετίζονται με την εκάστοτε κατάσταση μιας χώρας: ναζισμός, ισπανική επανάσταση, Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μερικές εξαλείφουν τα χνάρια μπροστά στα άπληστα λαγωνικά της δημοσιότητας, που ιχνηλατώντας εισχωρούν στο σώμα του ίδιου του έργου.

Η Επανάσταση του Μεξικού, αυτή η ελάχιστα γνωστή σ’ εμάς εξωτική κοσμογονία με τις θρυλικές μορφές του Μagόn, του Zapata και του Villa, βρήκε στον Β. Traven έναν αντάξιο επικοδραματικό εκφραστή, που την ξετύλιξε μυθιστορηματικά μετά το 1930 στον μεγάλο Κύκλο του μαονιού. Τον απαρτίζουν τα βιβλία: Οι αγωγιάτες με τα κάρρα, Κυβέρνηση, Η πορεία προς το βασίλειο του μαονιού, Trozas (κορμοί μαονιού), Η εξέγερση των κρεμασμένων και Ένας στρατηγός βγαίνει από τη ζούγκλα.

Αργότερα έγραψε νουβέλες και διηγήματα καθώς και δύο μεγάλα ινδιάνικα παραμύθια. Πολλά μυθιστορήματα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες, ενώ έχουν μεταφρασθεί σε τουλάχιστον 28 γλώσσες. Από τις εκδόσεις Ziegelbrenner είχαν κυκλοφορήσει αρκετά μικρότερα έργα του γραμμένα μεταξύ 1912 και 1921, κυρίως λυρικές φαντασίες, διηγήματα, επαναστατικά και αισθητικά δοκίμια, λίβελλοι και κριτικές. Η χρονική απόσταση βλέπει σε αυτά ακόμη καλύτερα τον γόνιμο σπόρο που αργότερα έγινε τροπική βλάστηση.

Αν δεν ήταν τόσο χτυπητή η προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα, έκδηλη στη νοηματική, ψυχική, συχνότατα ορμική σφαίρα του δημιουργού, τότε η ταυτότητα Marυt/Traven, που ομολογήθηκε μεταθανάτια από την τελευταία σύντροφό του κατ’ επιθυμία του ίδιου, δεν θα αποτελούσε ούτε καν εικασία. Γιαυτό και την είχαν ψυχανεμιστεί µόνο μερικοί πρώην «σύντροφοί» του. Η λεπτεπίλεπτη ανάλυση των βαθύτερων στιβάδων του ύφους του καθώς η παραβολή πραγματολογικών στοιχείων αποκατέστησε σταδιακά με πειστικό τρόπο την προσωπική συνέχεια αυτής της διαλεκτικής ασυνέχειας.

Μετά από διαδοχικές μεταμορφώσεις, που ίσως αρχίζουν να διαδραματίζονται ήδη στη φάση πριν από το Ziegelbrenner -από το 1907 μέχρι το 1914 ο Ret Marυt ήταν ηθοποιός θεάτρου και σκηνοθέτης ενός περιοδεύοντος θιάσου – και συνεχίζονται στην τριετία της σιωπής ως το 1917, στην περίοδο «νομιμότητας» ως το 1919 και παρανομίας μέχρι το 1922, αλλά προπάντων στη σκοτεινή τριετία της δεύτερης σιωπής, ο φυγάς αίρει την υποκειμενική «μοναδικότητά» του, για να τη διαφυλάξει στρεφόμενος προς το συλλoγικό, το όποιο σιγά σιγά απλώνεται σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο Marυt της πόλης, το ανώνυμο, άναρχο και αύταρχο εγώ κατ’ έξοχήν ανοίγεται στο αναγκαστικά και εφιαλτικά αφυπνισμένο συλλογικό σώμα των προλεταριοποιούμενων ινδιάνων. Ο νέος ρόλος είναι βαθύτατα ηθοποιητικός: η ιστορία μεταπλάθει μέσα στο κυλιόμενο μάγμα του χωνευτηριού της τους ανθρώπινους χαρακτήρες, άτομα και λαούς, την οργανική και ανόργανη οικουμένη. Αυτή η θεματική και υφολογική μεταστροφή εμπεριέχει σαν νέα σύνθεση και την απαραίτητη αναστροφή της: από το νέο βήμα ο Traven στρέφεται πάλι στους αναγνώστες της μητρόπολης, προπάντων στους Γερμανούς του. Οι ηπιότεροι τόνοι απευθύνονται στους πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι σκληρότεροι στους υπόδουλους του ναζισμού. Από το ταξίδι χωρίς επιστροφή στέλνει πίσω το πνευματικό αντίβαρό του, μια ενισχυμένη μακρινή φωνή προς ένα διευρυμένο κοινό που στη συνέχεια παίρνει διηπειρωτικές διαστάσεις. Ο «κόκκος άμμου που στοχεύει στο σύμπαν» (Το πλοίο των νεκρών) ακολουθεί, σθεναρά αντιστεκόμενος, την πορεία, όπως αυτή παραδειγματικά ζωντανεύεται στο Λευκό Ρόδο. Η αμυδρή αισιοδοξία της νέας προοπτικής,όπως εμφανίζεται σ’ ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι μόνο ένα ανάμεσα στα τόσα πουκάμισα φιδιού που αλλάζει ο ηθοποιός και ποιητής της ζωής Marut/Traven.

Αν ο αντιεξουσιαστής Ret Marut απευθυνόταν όχι σε ένα κοινό, σε μια μάζα με κοινά σημεία, αλλά σε, τουλάχιστον επίδοξα, εγωτικά πρόσωπα στιρνεριακής σύλληψης, ο Β. Traven ριζοσπαστικοποιεί το στοιχείο της συλλογικότητας. Σαν αναγεννημένος μέσα στην αμφίστομη «επανάσταση των μαζών», γράφει για πολλούς, με τη διπλή έννοια της πρόθεσης: περί των πολλών και προς τους πολλούς. Η γλώσσα του γίνεται αισθητηριακή, σχεδόν απτική. Η κορυφωνόμενη ένταση λες και ξεπηδάει όχι από τη γραφή, αλλά από τα ίδια τα πράγματα. Η πλούσια έντεχνη αντίστιξη (ρήγματα, χιούμορ, συνειρμοί) μοιάζει και αυτή σαν ιδιότητα των ίδιων των πραγμάτων.

Η ζούγκλα που θρασομανάει, το φούντωμα της αδιαπέραστης φύσης, οι εξανδραποδιζόμενοι ινδιάνοι, η ωμή και αδιαμεσολάβητη κυριαρχία του δικτάτορα Porfirio Diaz και η απαρερμήνευτη εξέγερση των καταπατημένων υπαγορεύουν μια ρεαλιστική γλώσσα, μια ενσώματη, με την αριστοτελική έννοια μιμητική προσήλωση στο οργανικό αντικείμενο, το οποίο δεν γνωρίζει σύμβολα, μεταφορές και παραβολές, φυτοζωεί, βουίζει, λουφάζει και σφαδάζει μέσα σε τρόπον τινά προγλωσσικά στρώματα της ύπαρξης. Ο πόνος των καταπιεσμένων και εξεγερμένων στον Κύκλο του μαονιού είναι σωματικός, ωμός, φυσικός. Κανένας καταπιεστής δεν απευθύνεται στην ψυχή των θυμάτων του ούτε καν στο ένστικτό τους. Στοχεύει μόνον εκεί που βιτσίζει. Οι ινδιάνοι διανύουν την ιστορία στο ρυθμό μιας περίληψης. Στον ίδιο ρυθμό εξεγείρονται. Η πλοκή των έργων του Β. Traνen είναι ήδη τραγικά μετεπαναστατική.

imagesca0e49ks

Extrait du documentaire L’énigmatique histoire de B.Traven, de Xavier Villetard. Arte France, Zeugma Films, Vaya Films. vimeo http://vimeo.com/64683090 The Anarchist Encyclopedia: A Gallery of Saints & Sinners … http://recollectionbooks.com/bleed/Encyclopedia/TravenPage1.htm The Death Ship – Libcom http://libcom.org/files/DeathShip.pdf

* Ο Λευτέρης Αναγνώστου είναι μεταφραστής και συγγραφέας, γεννήθηκε στην Πλατανούσα, το χωριό του ποιητή Γ.Κοτζιούλα και του μουσουργού Δ.Δραγατάκη, το 1941. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα. Το 1960-1979 σπούδασε κοινωνιολογία και ψυχανάλυση και εργάστηκε στη γερμανόφωνη Ελβετία. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Από το 1979-1987 ήταν συνιδρυτής και Διευθυντής του Κέντρου Μελετών και Αυτομόρφωσης (ΚΕ.ΜΕ.Α.), ενός ιδρύματος εκπαίδευσης επιμορφωτών ενηλίκων και εκδότης του περιοδικού «Αυτομόρφωση». Από το 1980 ασχολείται αποκλειστικά με τη μετάφραση βιβλίων , κυρίως ψυχαναλυτικών, φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και λογοτεχνικών. Έχει μεταφράσει πάνω από 50 τίτλους: Δεκαπέντε βιβλία του Σίγκμουντ Φρόυντ , μεταξύ άλλων την «Ερμηνεία των ονείρων » και την «Εισαγωγή στη ψυχανάλυση», συνολικά τον κεντρικό κορμό του έργου του Φρόυντ. Μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της Κριτικής Θεωρίας, γνωστής ως Σχολής της Φραγκφούρτης, μεταξύ άλλων : «Minima Moralia», «Αισθητική Θεωρία», «Αρνητική διαλεκτική» του Αντόρνο και τη «Διαλεκτική του διαφωτισμού» των Αντόρνο και Χόρκχαϊμερ , καθώς και έργα του Γ.Χάμπερμας : «Ο φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας, «Αλλαγή δομής της δημοσιότητας», «Μεταεθνικός αστερισμός» κ.α… Μετέφρασε το δίτομο έργο του Όσβανλντ Σπένγκλερ «Η παρακμή της Δύσης». Το δίτομο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη «Το πολιτικό και ο άνθρωπος». Το κλασσικό έργο του Έριχ Άουερμπαχ «Μίμησης». Μαζί με τον Γιώργο Βαμβαλή συγγράψανε το «Τετράγλωσσο λεξικό της ψυχανάλυσης » Εκδόσεις Επίκουρος. Το 2005 πήρε το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, με το τετράτομο έργο –μυθιστόρημα του Νομπελίστα Τόμας Μαν: «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού», που μετέφερε από τη Γερμανική στην Ελληνική γλώσσα. Έχει επίσης μεταφράσει τα βιβλία της Αυστριακής Έλφρίντε Γέλινεκ « Η πιανίστρια», «Οι αποκλεισμένοι» και «Λαγνεία» (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2004).

Αναδημοσίευση από: http://tokoskino.wordpress.com/2013/08/16/b-traven-%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%81%CF%86%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D/

 

ΑΝΟΜΙΑ

images (4)

 

του Φραντσέσκο Κοντέλο

Η αναρχία καθόλου δεν σημαίνει απουσία ρυθμίσεων, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ωστόσο, μια διαδεδομένη άποψη υποστηρίζει ότι η αναρχία, ακριβώς ως άρνηση κάθε μορφής κυριαρχίας, οραματίζεται μια κοινότητα χωρίς κανόνες. Μια τέτοια εννοιολογική σύγχυση είναι συχνά παρούσα ανάμεσα στους νεότερους, οι οποίοι εκδηλώνουν τη θέλησή τους για αυτονομία διεκδικώντας, προκλητικά, το δικαίωμα να απελευθερωθούν από κάθε ρύθμιση. Στην πραγματικότητα το νόημα της αναρχίας είναι πολύ διαφορετικό, αφού δεν αντιστοιχεί καθόλου με την πεποίθηση (συχνά εργαλειακής φύσεως) ότι πρέπει να αρνούμαστε κάθε κοινωνική υποχρέωση και όχι μόνο τις πολιτικές και δικαιικές μορφές της. Υπάρχουν στην πραγματικότητα δεσμοί και ρυθμίσεις που είναι παρόντες σε κάθε πλαίσιο σχέσεων και έχουν να κάνουν με την υποχρέωση της αλληλοβοήθειας ή με συμφωνημένες συμβάσεις. Η αναρχία, συνεπώς, δεν ισοδυναμεί με την ανομία, εφόσον δεν προβλέπει την εξαφάνιση οποιουδήποτε κανόνα, με τη δικαιολογία ότι όλοι οι κανόνες υποχρεώνουν. «Η ελεύθερη συμφωνία απαιτεί τήρηση αυτού που έχει συμφωνηθεί. Τιμούμε το συμβόλαιο, σεβόμαστε τον λόγο που έχουμε δώσει. Ένας κανόνας γίνεται σεβαστός, διαφορετικά δεν είναι πλέον κανόνας. Αυτό ισχύει και για τους αναρχικούς, και μάλιστα για τους αναρχικούς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Αναρχία και ανομία είναι όροι αντίθετοι» (Εντουάρντο Κολόμπο, Ο πολιτικός χώρος της αναρχίας, 2009). Ο αναρχισμός δεν προτείνει μια κοινωνία στην οποία κάθε σύγκρουση θα εξαφανιστεί, κάθε διαίρεση θα εξαλειφθεί και θα βασιλεύει μια απόλυτη αρμονία. Τότε θα μιλάμε για το τέλος της ιστορίας, για μια εσχατολογία. Αντιθέτως, όπως πάντοτε υποστήριζε ο Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, η πολλαπλότητα και οι συγκρούσεις είναι το αλάτι της κοινωνικής ζωής, αλλά η ρύθμισή τους πρέπει να γίνεται μέσα από ελεύθερες, άμεσες και τροποποιήσιμες συμφωνίες. Πιο συγκεκριμένα, οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι σε κάθε κοινωνία που έχει θεμελιωθεί πάνω στη διαίρεση κυρίαρχος-κυριαρχούμενος, το δίκαιο διαμορφώνεται προς όφελος του ισχυροτέρου· και ότι σε κάθε κοινωνία που ρυθμίζεται από το κράτος, ο νόμος δεν είναι τίποτ’ άλλο από την έκφραση της θέλησης του ισχυροτέρου. Συνεπώς η αναρχία είναι η αρχή της ελεύθερης οργάνωσης η οποία αντιτίθεται στην οργανωτική αρχή που βασίζεται στην ιεραρχία και την επιβολή, παραπέμποντας σε κανόνες και ρυθμίσεις σαφώς ορισμένες και ελεύθερα αποφασισμένες, οι οποίες δεσμεύουν ηθικά οποιονδήποτε τις έχει αποδεχτεί.

Το λήμμα ανομία περιλαμβάνεται στο ελευθεριακό λεξικό του Φραντσέσκο Κοντέλο «Ούτε υποτασσόμαστε ούτε διατάζουμε», εκδόσεις Eleuthera, Μιλάνο 2009.

Αναδημοσίευση από: http://xwroselkoul.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html