Tag Archives: Εθνικισμός-Φασισμός-Ρατσισμός

Για να μην ξεχνάμε… πού και πώς “εκκολάφθηκε το αυγό του φιδιού”: Φράουλες, αίμα, χρήμα και κοινωνικός εκφασισμός

της Μαρίας Γερογιάννη
  • Φαινόμενα φασιστικής και ρατσιστικής βίας κατά μεταναστών καταγράφονται στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990.
  • Η δουλεία στη Νέα Μανωλάδα είναι μια παλιά ιστορία με πολύ χρήμα και την ανοχή μας τοπικής κοινωνίας που σωπαίνει συνένοχα.
Ο εκφασισμός κομματιών της κοινωνίας προηγείται της εκλογικής επέλασης της Χ.Α. καθώς εδώ και χρόνια, κυρίως στην επαρχία, είναι κοινό μυστικό η άγρια εκμετάλλευση και η άσκηση σωματικής και ψυχικής βίας στους μετανάστες που από τη δεκαετία του 1990 άρχισαν να φτάνουν στον «ελληνικό παράδεισο».


Από τότε, καταγράφηκαν περιστατικά δολοφονίας μεταναστών εργατών επειδή ζήτησαν τα δεδουλευμένα, όπως στην περίπτωση πατατοπαραγωγού στη Βόρειο Ελλάδα που εκτέλεσε εν ψυχρώ τον 20χρονο εργάτη γης από την Αλβανία που απασχολούσε όταν εκείνος ζήτησε να πληρωθεί. Δεκάδες οι εξαφανίσεις και οι ξυλοδαρμοί στις αγροτικές περιοχές από τότε έως σήμερα, ενώ στην καλύτερη περίπτωση οι μεγαλοαγρότες αφού απομυζούν τους μετανάστες, στη συνέχεια τους καταδίδουν στην αστυνομία για να απελαθούν και να γλυτώσουν τα μεροκάματα.

Το φαινόμενο του κοινωνικού ρατσισμού και της φασιστικής νοοτροπίας υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια στη Νέα Μανωλάδα της Ηλείας που πάλι ήρθε στο προσκήνιο με αφορμή τον τραυματισμό 33 μεταναστών από τους μπράβους ενός μεγαλοτσιφλικά της περιοχής.
Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που η συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας εξαιτίας της κακομεταχείρισης μεταναστών εργατών.
Το 2009 δύο κτηνοτρόφοι της περιοχής, ξυλοκόπησαν άγρια δύο μετανάστες από το Μπαγκλαντές και τους έσυραν στους δρόμους του χωριού με το τρίκυκλό τους. Τον περασμένο Αύγουστο εξάλλου, δύο ντόπιοι επιστάτες βασάνισαν άγρια έναν 22χρονο εργάτη γης από την Αίγυπτο και τον έσυραν 400 μέτρα χτυπημένο και με το κεφάλι σφηνωμένο στο παρμπρίζ αγροτικού αυτοκινήτου.
Η συνένοχη σιωπή της τοπικής κοινωνίας που ενισχύει ο φόβος απέναντι στη μαφία της φράουλας που λυμαίνεται την περιοχή, κρατά στο σκοτάδι δεκάδες άλλα περιστατικά βασανισμού και τρομοκρατίας με θύματα μετανάστες. Η μαφία της φράουλας λειτουργεί ανεξέλεγκτα και έχει φτάσει σε σημείο πριν λίγα χρόνια να τρομοκρατεί μέχρι και δημοσιογράφους που τόλμησαν να πάνε να διερευνήσουν τις συνθήκες εργασίας και διαμονής των μεταναστών.
Οι μεγαλοτσιφλικάδες, χρόνια τώρα, χρησιμοποιούν το δουλεμπόριο ανθρώπων προκειμένου να εξασφαλίσουν φτηνά εργατικά χέρια στα φραουλοχώραφα όπου απασχολούνται περισσότεροι από 5.000 μετανάστες από το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, την Αίγυπτο, αλλά και Ρομά από βαλκανικές χώρες σε συνθήκες δουλείας.
Οι μετανάστες ζουν μέσα στα κτήματα των τσιφλικάδων και είναι στην απόλυτη κυριότητά τους. Στοιβάζονται σε παραπήγματα και παράγκες με πλαστικό αντί για τοίχο, όπου κοιμούνται ομαδικά σε ράντζα. Δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο και τρεχούμενο νερό και πλένονται με νερό από γεώτρηση, ενώ δουλεύουν από το χάραμα έως το βράδυ στα χωράφια.
Τα μεροκάματα στα σκλαβοπάζαρα της Μανωλάδας είναι σήμερα 20 ευρώ, ενώ ήταν 8-12 ευρώ έως πριν πέντε χρόνια. Τότε, οι βούλγαροι εργάτες γης που απασχολούνταν στις καλλιέργειες φράουλας, μην αντέχοντας άλλο, προχώρησαν σε απεργία. Προκειμένου να μην γίνει η συλλογή της σοδειάς οι τσιφλικάδες αναγκάστηκαν να δώσουν αύξηση, αλλά εκδικήθηκαν με μπαράζ ξυλοδαρμών και βασανισμών μεταναστών.
Το “αυγό του φιδιού” έχει σπάσει προ καιρού
Όπως συνήθως, οι μεγαλοκτηματίες δεν πλήρωσαν και τώρα τους 200 εργάτες από το Μπαγκλαντές που έκαναν συγκέντρωση ζητώντας δεδουλευμένα έξι μηνών. Την απάντηση την έδωσαν οι επιστάτες–μπράβοι ανοίγοντας πυρ εναντίον τους, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν ελαφρά 29 και βαριά τέσσερις μετανάστες.
Λίγες ημέρες μετά το συμβάν, επιστάτες άλλου παραγωγού μαχαιρώνουν δύο μετανάστες που επίσης ζήτησαν δεδουλευμένα μεροκάματα οκτώ μηνών.
Μπάτσοι, εισαγγελείς και δικαστές κάνουν το κορόιδο και διευκολύνουν τους φίλους τους έχοντες και κατέχοντες, ο δήμαρχος ειρωνεύεται υποκρινόμενος πως δεν ξέρει τι γίνεται τόσα χρόνια στο χωριό του, η κοινωνία σιωπά και η μαφία της φράουλας συνεχίζει ανενόχλητη να πλουτίζει και να τρομοκρατεί.
Ρεσιτάλ υποκρισίας δίνει η τρικομματική συμμορία της εξουσίας, με τον Δένδια να εξαντλεί τον ανθρωπισμό του επισκεπτόμενος την περιοχή, ενώ η αριστερά διαμαρτύρεται και καταγγέλλει αλλά όχι με ιδιαίτερο πάθος (ενδεικτική η περίπτωση βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ που ουσιαστικά προσπάθησε να παρουσιάσει το γεγονός ως μεμονωμένο φαινόμενο εκμετάλλευσης και ρατσισμού).
Η άγρια εκμετάλλευση που βιώνει το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας στην Ελλάδα της κρίσης, μετατρέπεται σε εφιάλτη για τους μετανάστες που υποχρεώνονται να επιβιώνουν σε συνθήκες δουλείας που προσομοιάζουν με αυτές που επικρατούσαν κάποτε στον αμερικάνικο νότο.
Αν η κοινωνία δεν μπει εμπόδιο στην έφοδο των υπανθρώπων που πλουτίζουν πατώντας πάνω στη ζωή και την αξιοπρέπεια ανθρώπων που έχουν ανάγκη, τότε το παιχνίδι χάθηκε για πάντα και για όλους γιατί σημαίνει ότι το αυγό του φιδιού που έχει σπάσει προ καιρού σκόρπισε για τα καλά το δηλητήριό του.
Από το 11ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας Δράση

Αντιφασιστικη Πορεία στη Χαλκίδα

fyssas

Παύλος Φύσσας 34 ετών νεκρός από μαχαίρι χρυσαυγίτη

Πρέπει με λόγια και πράξεις να πούμε ΦΤΑΝΕΙ!

 

Μέσα στο περιβάλλον της λεηλατημένης μας ζωής πρέπει να θέσουμε ένα όριο αξιοπρέπειας και να πούμε ‘’όχι στους φασίστες και τους ναζιστές, έξω η χρυσή αυγή από την Χαλκίδα’’. Δεν είναι λύση το να πλακώνεις μετανάστες στο ξύλο και ούτε βέβαια να σκοτώνεις όποιον δεν σου αρέσει. Είναι ένδειξη απανθρωπιάς και μας στιγματίζει ως κοινωνία όσο συνεχίζουμε να παρακολουθούμε απαθείς. Η σιωπή είναι συνενοχή. Το κυνήγι και οι δολοφονικές επιδρομές εναντίον μεταναστών, προσφύγων, αλλοεθνών, ομοφυλοφίλων, ρομά, γυναικών, είναι η ντροπή της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε. Είναι ντροπή γιατί ενώ συμβαίνουν στη διπλανή πόρτα, δρόμο, χωριό, κάνουμε σα να μην συμβαίνει τίποτα. Σα να μη μας αφορά.

Η χρυσή αυγή, μια ομάδα περιθωριακών νεοναζί, όπου τα περισσότερα μέλη της έχουν καταδικαστικές αποφάσεις (και φυσικά στενές σχέσεις με τον υπόκοσμο) κατάφερε να επιβιώσει από την δεκαετία του ‘80 μέχρι σήμερα και να αποτελεί πια κοινοβουλευτικό κόμμα επειδή πάντα δρούσε με τις πλάτες των δικαστών, της αστυνομίας, των μέσων μαζικής προπαγάνδας και των φανατικών φονταμενταλιστών της ορθόδοξης εκκλησίας. Στη σημερινή συγκυρία η ύπαρξή της εξυπηρετεί τις βρώμικες δουλειές του Κράτους. Το Κράτος  συντηρεί μέσα στην κοινωνία τέτοιου είδους ιδέες και πεποιθήσεις προκειμένου να σπείρει τον φόβο, να καλλιεργήσει την αδράνεια αλλά και να ελέγξει τις αντιστάσεις.

Ως αντιφασίστες/στριες δεν έχουμε καμιά αυταπάτη ότι το φαινόμενο του ρατσισμού-φασισμού μπορεί να καταπολεμηθεί μέσα στα έδρανα της βουλής (μέχρι στιγμής εξάλλου όλοι εκεί μέσα έκαναν τα στραβά μάτια), γιατί ο φασισμός δεν περιορίζεται με νόμους, αφού προσπαθεί με τη βία και τον αυταρχισμό να γίνει ο ίδιος νόμος, στο δρόμο και παντού. Άρα ο αγώνας πρέπει να είναι πραγματικά πολύπλευρος: από τον μαχητικό αντιφασισμό (δηλαδή την ανένδοτη αντιμετώπιση τους στον δρόμο όπου τραμπουκίζουν και δολοφονούν)  και  τη διάδοση της ελευθεριακής κουλτούρας μέχρι την καθημερινή στάση του καθενός.

Απέναντι στον κοινωνικό κανιβαλισμό που προτείνουν ως δήθεν λύση για την κρίση οι φασίστες εμείς προτείνουμε την αλληλεγγύη των από τα κάτω.  Οι έννοιες και οι πρακτικές που μπορούν να μας ενώσουν είναι εκείνες της αλληλεγγύης και της αυτοδιαχείρισης σε κάθε τομέα και όπου αυτό είναι εφικτό. Να δημιουργήσουμε δηλαδή και να βοηθήσουμε να εξαπλωθούν αντιιεραρχικοί θεσμοί αυτοοργάνωσης παντού, έξω από την κρατική και κομματική κηδεμονία. Να αρχίσουμε να εγκαταλείπουμε τη λογική της αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης σε άλλους των ευθυνών και να διεκδικήσουμε ισότιμα τον δημόσιο χώρο και την ελεύθερη πρόσβαση όλων στα κοινά. Ένα δημόσιο χώρο που θα προωθεί τη συλλογικοποιήση των αντιστάσεων και θα στοχεύει στην ουσιαστική ενεργοποίηση της καθεμιάς και του καθενός, δημιουργώντας αυτοδιαχειριζόμενες δομές παντού : καταλήψεις εργασιακών και δημόσιων χώρων, συνελεύσεις γειτονιάς, αυτοδιαχειριζόμενες συλλογικότητες , σωματεία βάσης, συνεργατικές αυτοδιαχείρισης του ζητήματος της τροφής.

Έφτασε ο καιρός να δημιουργήσουμε ένα κίνημα που θα ενώνει στον ίδιο αγώνα εκείνους που απηυδισμένοι από τις εξουσιαστικές πολιτικές της αριστεράς και της δεξιάς, συνειδητοποιούν ότι είναι καιρός να αντιπαραθέσουν σε μια διεφθαρμένη κοινοβουλευτική/καπιταλιστική ολιγαρχία και στα εγκληματικά της τσιράκια την αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας, δηλαδή την αυτοδιαχείριση  των μέσων παραγωγής και ολόκληρης της ζωής μας. Είναι ρεαλιστικό αρκεί να το θελήσουμε…

 

Η ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΝΟΧΗ

ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΝΑΖΙ

ΕΞΩ Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ

 

 

 

Τέοντορ Αντόρνο: Αντισημιτισμός Και Φασιστική Προπαγάνδα

adorno

Στη σειρά των κειμένων που δημοσιεύουμε σχετικά με το φαινόμενο του φασισμού, με ιδιαίτερη χαρά παρουσιάζουμε μια μετάφραση του φίλου Γιώργου Στεφανίδη.
Πρόκειται για ένα μικρό κείμενο του Αντόρνο για τον φασισμό, το οποίο είναι πολύ κοντά, χρονικά και περιεχομενικά, με τα Στοιχεία Αντισημιτισμού  της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μιας και είναι η πρώτη μετάφρασή του στα ελληνικά, αλλά επιπλέον παρουσιάζει μια προβληματική για το φασιστικό φαινόμενο, η οποία δεν ακούστηκε, τουλάχιστον σε ευρεία κλίμακα, παρά τον πλούτο και την πολλαπλότητα όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, εξ αιτίας του φαινομένου Χ.Α.
Το κείμενο πραγματεύεται σημεία και ερωτήματα τα οποία σήμερα έχουν απαντηθεί (ίσως και με την συμβολή του ίδιου του Adorno). Αλλού πάλι διατηρεί την επικαιρότητά του. Κυρίως όμως έχει ενδιαφέρον στα σημεία που ακολουθεί τη γνωστή γραμμή ανάλυσης της Σχολής της Φρανκφούρτης περί ατόμου, μάζας, ανορθολογισμού αλλά και στο σημείο που αναστρέφει εκλεπτύνοντας τη θέση του.
Θα χαιρόμασταν για οποιαδήποτε σχόλια, κριτικές ή παρατηρήσεις επί του κειμένου αλλά και επί του θέματος που πραγματεύεται.
 adorn
ΤΕΟΝΤΟΡ ΑΝΤΟΡΝΟ: Αντισημιτισμός Και Φασιστική Προπαγάνδα
Μετάφραση: Γιώργος Στεφανίδης

 

Το κείμενο βρίσκεται στο βιβλίο: Theodor Adorno, The Stars Down to Earth, εκδRoutledge, σελ. 218-231. Είναι γραμμένο στα αγγλικά και ο τίτλος του πρωτοτύπου είναι: Anti-semitism and Fascist Propaganda.
Ευχαριστούμε την Έφη Αυγήτα για τις μεταφραστικές της παρατηρήσεις.
—•—
Οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται σε αυτήν την εργασία βασίζονται πάνω σε τρεις μελέτες που έγιναν από το Ερευνητικό Πρόγραμμα πάνω στον Αντισημιτισμό[i] υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Αυτές οι μελέτες αναλύουν ένα εκτεταμένο σώμα αντιδημοκρατικής και αντισημιτικής προπαγάνδας, αποτελούμενο κυρίως από στενογραφημένες σημειώσεις ραδιοφωνικών ομιλιών από ορισμένους αγκιτάτορες της Δυτικής Ακτής, φυλλάδια και εβδομαδιαίες εκδόσεις. Είναι κυρίως ψυχολογικής φύσης, μολονότι θίγουν συχνά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά προβλήματα. Κατά συνέπεια, αυτό που τίθεται εδώ υπό εξέταση είναι η ψυχολογική πλευρά της ανάλυσης της προπαγάνδας παρά το αντικειμενικό της περιεχόμενο. Ο στόχος δεν ήταν μια διεξοδική πραγμάτευση των χρησιμοποιούμενων μεθόδων, ούτε η διατύπωση μιας εμπεριστατωμένης ψυχαναλυτικής θεωρίας της αντιδημοκρατικής προπαγάνδας. Περαιτέρω, έχουν παραλειφθεί δεδομένα και ερμηνείες, [που είναι] γενικώς γνωστά στους εξοικειωμένους με την ψυχανάλυση. Ο στόχος ήταν, μάλλον, να επισημανθούν ορισμένα ευρήματα, τα οποία, μολονότι προκαταρκτικά και αποσπασματικά, ενδέχεται να προτείνουν πρόσθετη ψυχαναλυτική επεξεργασία.
Το υλικό που μελετήθηκε καταδεικνύει μια ψυχολογική προσέγγιση. Γίνεται κατανοητό με ψυχολογικούς παρά με αντικειμενικούς όρους. Έχει στόχο να κερδίσει τους ανθρώπους μέσω της εκμετάλλευσης των ασυνείδητων μηχανισμών τουςπαρά μέσω της παράθεσης ιδεών και επιχειρημάτων. Η ρητορική τεχνική των φασιστών δημαγωγών δεν έχει μόνο μια διορατικά παράλογη, ψευτοσυναισθηματική φύση· πολύ περισσότερο, τα πολιτικά προγράμματα με θετικό περιεχόμενο, τα αιτήματα, πόσο μάλλον οι συγκεκριμένες πολιτικές ιδέες, δεν παίζουν παρά έναν δευτερεύοντα ρόλο σε σύγκριση με τα ψυχολογικά ερεθίσματα που απευθύνονται στο κοινό. Από αυτά τα ερεθίσματα και από άλλες πληροφορίες, παρά από ασαφείς και συγκεχυμένες [ιδεολογικές] πλατφόρμες, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να ταυτοποιήσουμε αυτές τις ομιλίες ως φασιστικές.
Ας εξετάσουμε τρία χαρακτηριστικά της κατά κύριο λόγο ψυχολογικής προσέγγισης της σύγχρονης αμερικανικής φασιστικής προπαγάνδας:
(1)     Αυτή είναι προσωποποιημένη προπαγάνδα, ουσιαστικά μη-αντικειμενική. Οι αγκιτάτορες ξοδεύουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους μιλώντας είτε για τον εαυτό τους είτε για το κοινό τους. Αυτοπαρουσιάζονται ως μοναχικοί λύκοι, ως υγιείς, συνετοί αμερικανοί πολίτες με ρωμαλέα ένστικτα, ως ανιδιοτελείς και ακάματοι· διαρρέουν ασταμάτητα πραγματικές ή φανταστικές προσωπικές λεπτομέρειες από τη ζωή τους ή τη ζωή των οικογενειών τους. Επιπλέον, φαίνονται να διαθέτουν ένα ζεστό ανθρώπινο ενδιαφέρον για τις μικρές καθημερινές ανησυχίες των ακροατών τους, τους οποίους περιγράφουν ως φτωχούς πλην τίμιους, προικισμένους με κοινή λογική πλην μη-διανοούμενους, γηγενείς χριστιανούς. Ταυτίζονται με τους ακροατές τους και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι είναι συγχρόνως σεμνά ανθρωπάκια και ηγέτες μεγάλου βεληνεκούς. Αναφέρονται συχνά στον εαυτό τους ως απλό αγγελιοφόρο του άνδρα που πρόκειται να έρθει – ένα τέχνασμα ήδη γνωστό στους λόγους του Χίτλερ. Αυτή η τεχνική πιθανώς συνδέεται στενά με την υποκατάσταση του συλλογικού εγώ με πατριαρχικές παραστάσεις[ii]. Άλλο ένα αγαπημένο σχήμα προσωποποίησης είναι να προσκολλώνται σε ασήμαντες οικονομικές ανάγκες και να ζητιανεύουν μικρά χρηματικά ποσά. Οι αγκιτάτορες απαρνιούνται κάθε πρόσχημα ανωτερότητας, υπονοώντας ότι ο ερχόμενος ηγέτης είναι κάποιος εξίσου αδύναμος όσο και τα αδέρφια του, αλλά τολμά να ομολογήσει την αδυναμία του χωρίς αναστολές και κατά συνέπεια πρόκειται να μεταμορφωθεί στον ισχυρό άνδρα.
(2)     Όλοι αυτοί οι δημαγωγοί υποκαθιστούν τα μέσα με τους σκοπούς. Φλυαρούν για “αυτό το μεγαλειώδες κίνημα”, για την οργάνωσή τους, για τη γενική αμερικανική αναγέννηση που ελπίζουν να προκαλέσουν, αλλά πολύ σπάνια λένε κάτι για τα εξής: τι υποτίθεται ότι θα επιφέρει ένα τέτοιο κίνημα, τι είναι ικανή να κάνει η οργάνωση, ή, τι σκοπεύει θετικά να κατορθώσει η μυστηριώδης αναγέννηση. Εδώ υπάρχει ένα τυπικό παράδειγμα μιας πληθωρικής περιγραφής της ιδέας περί αναγέννησης από έναν μεταξύ των πιο πετυχημένων αγκιτατόρων της Δυτικής Ακτής:
Φίλε μου, δεν υπάρχει παρά [μόνον] ένας τρόπος για να φθάσουμε στην αναγέννηση και όλη η Αμερική πρέπει να φθάσει σε αυτήν την αναγέννηση, όλες οι εκκλησίες. Η ιστορία της μεγάλης ουαλικής αναγέννησης είναι απλά αυτή. Οι άνθρωποι γίνονται απεγνωσμένοι για την αγιότητα του Θεού στον κόσμο και ξεκινούν να προσεύχονται· ξεκινούν να παρακαλούν ώστε να στείλει μια αναγέννηση (!) και οπουδήποτε πήγαν οι άνδρες και οι γυναίκες έλαβε χώρα η αναγέννηση.
Η εξύμνηση της δράσης, του γεγονότος ότι κάτι συμβαίνει, εξαλείφει και αντικαθιστά συγχρόνως τον σκοπό του αποκαλούμενου κινήματος. Ο σκοπός είναι “ότι θα μπορούσαμε να δείξουμε στον κόσμο πως υπάρχουν πατριώτες, θεοσεβούμενοι χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, που είναι ακόμη πρόθυμοι να δώσουν τη ζωή τους στην υπόθεση του Θεού, της οικογένειας και της πατρίδας”[iii].
(3)     Εφόσον ολόκληρο το βάρος αυτής της προπαγάνδας πέφτει στην προαγωγή των μέσων, η προπαγάνδα καθ’ εαυτήν γίνεται το ύψιστο περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, η προπαγάνδα λειτουργεί ως ένα είδος εκπλήρωσης επιθυμίας. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα πρότυπά της. Οι άνθρωποι λαμβάνουν “το προνόμιο της εισόδου”, έχουν, υποτίθεται, εσωτερική πληροφόρηση, θεωρούνται έμπιστοι, αντιμετωπίζονται ως η ελίτ που δικαιούται να μάθει τα συγκλονιστικά μυστικά, τα οποία αποκρύπτονται από τους παρείσακτους. Η επιθυμία για χαφιεδισμό ενθαρρύνεται και ικανοποιείται. Σκάνδαλα, κατά βάση φανταστικά, ειδικά με σεξουαλικές ακρότητες και ακολασίες, λέγονται συνεχώς· η αγανάκτηση απέναντι στη χυδαιότητα και τη βαναυσότητα δεν είναι παρά μια πολύ λεπτή, σκόπιμα διάφανη εκλογίκευση της ηδονής που προσφέρουν αυτές οι ιστορίες στον ακροατή. Περιστασιακά συμβαίνει μια παραδρομή της γλώσσας μέσω της οποίας η καπηλεία των σκανδάλων μπορεί εύκολα να ταυτοποιηθεί ως ένας σκοπός καθ’ εαυτόν. Έτσι, κάποιος δημαγωγός της Δυτικής Ακτής υποσχέθηκε κάποτε να δώσει στην επόμενη ομιλία του λεπτομερείς πληροφορίες για ένα ψεύτικο διάταγμα της σοβιετικής κυβέρνησης που οργάνωνε την εκπόρνευση της ρωσίδας γυναίκας. Ανακοινώνοντας αυτήν την ιστορία, ο ομιλητής είπε ότι δεν υπάρχει αληθινός άνδρας που δεν θα ανατρίχιαζε στο άκουσμα αυτών των γεγονότων. Η αμφιθυμία που υπονοείται στον μηχανισμό της “ανατριχίλας” είναι προφανής.
Μέχρι ενός σημείου, όλα αυτά τα πρότυπα μπορούν να εξηγηθούν ορθολογικά. Πολύ λίγοι αμερικανοί αγκιτάτορες θα τολμούσαν ανοικτά να διακηρύξουν φασιστικούς και αντιδημοκρατικούς στόχους. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, η δημοκρατική ιδεολογία έχει αναπτύξει ορισμένα ταμπού, των οποίων η παραβίαση ενδέχεται να απειλήσει ανθρώπους που εμπλέκονται σε ανατρεπτικές δραστηριότητες. Έτσι, ο φασίστας δημαγωγός εδώ είναι κατά πολύ περισσότερο περιορισμένος σε ό,τι μπορεί να πει, τόσο για λόγους πολιτικής λογοκρισίας όσο και ψυχολογικής τακτικής. Επιπλέον, μια ορισμένη αοριστία αναφορικά με τους πολιτικούς σκοπούς είναι ενδιάθετη στον ίδιο τον φασισμό. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην εγγενώς μη θεωρητική φύση του, εν μέρει στο γεγονός ότι οι οπαδοί του θα εξαπατηθούν στο τέλος και ότι επομένως οι ηγέτες πρέπει να αποφύγουν κάθε διατύπωση στην οποία πρέπει στη συνέχεια να εμμείνουν. Θα έπρεπε επίσης να σημειωθεί ότι, σε σχέση με τον τρόμο και τα καταπιεστικά μέτρα, ο φασισμός κατά τα ειωθότα υπερβαίνει τις εξαγγελίες του. Ολοκληρωτισμός σημαίνει ότι δεν υπάρχουν όρια, ότι δεν επιτρέπεται καμία ανάπαυλα, [σημαίνει] κατάκτηση με απόλυτη κυριάρχηση, πλήρης εξολόθρευση του επιλεγμένου εχθρού. Σε σχέση με αυτή τη σημασία του φασιστικού “δυναμισμού”, κάθε σαφές πρόγραμμα θα λειτουργούσε ως ένας περιορισμός, ένα είδος εγγύησης ακόμη και για τον αντίπαλο. Είναι ουσιαστικό για την ολοκληρωτική κυριαρχία ότι τίποτε δεν θα διασφαλισθεί, κανένα όριο δεν τίθεται στην αμείλικτη αυθαιρεσία.
Τελικά, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι ο ολοκληρωτισμός δεν θεωρεί τις μάζες ως αυτοκαθοριζόμενα ανθρώπινα όντα, τα οποία αποφασίζουν ορθολογικά για τη ζωή τους και επομένως πρέπει να αποκαλούνται ορθολογικά υποκείμενα, αλλά αντιμετωπίζει τις μάζες ως απλά αντικείμενα διοικητικών μέτρων που διδάσκονται, πάνω από όλα, να είναι συγκρατημένα και να υπακούν διαταγές.
Ωστόσο, αυτό ακριβώς το τελευταίο σημείο απαιτεί μια κάπως λεπτομερέστερη εξέταση, αν η σημασία του πρόκειται να υπερβεί το κλισέ για τη μαζική ύπνωση υπό τον φασισμό. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν στον φασισμό συντελείται πραγματική μαζική ύπνωση ή αν πρόκειται για μια βολική μεταφορά που επιτρέπει στον παρατηρητή να ξεμπερδεύει με την πρόσθετη ανάλυση. Η κυνική νηφαλιότητα, παρά η ψυχολογική μέθη, χαρακτηρίζει περισσότερο τη φασιστική ψυχοσύνθεση. Επιπλέον, κανένας που είχε κάποια στιγμή τη δυνατότητα να παρατηρήσει τις φασιστικές συμπεριφορές δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι ακόμα και εκείνα τα στάδια του συλλογικού ενθουσιασμού, στα οποία αναφέρεται ο όρος “μαζική ύπνωση”, έχουν ένα στοιχείο συνειδητού ελέγχου, από τον ηγέτη και από το ίδιο το ατομικό υποκείμενο, πράγμα που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αποτέλεσμα μιας απλώς παθητικής μετάδοσης. Μιλώντας ψυχολογικά, το εγώ παίζει υπερβολικά μεγάλο ρόλο στη φασιστική ανορθολογικότητα ώστε να δεχθούμε μια ερμηνεία της υποτιθέμενης έκστασης ως απλής έκφρασης του ασυνειδήτου. Υπάρχει πάντα κάτι αυτοσχέδιο, αυτεξούσιο, πλαστό αναφορικά με τη φασιστική υστερία, το οποίο απαιτεί κριτική προσοχή, αν η ψυχολογική θεωρία περί φασισμού δεν πρόκειται να ενδώσει στα ανορθολογικά συνθήματα που ο ίδιος ο φασισμός προωθεί.
Τι επιθυμεί λοιπόν να κατορθώσει ο φασιστικός, και ιδιαίτερα, ο αντισημιτικός προπαγανδιστικός λόγος; Πράγματι, ο στόχος του δεν είναι “ορθολογικός”, διότι δεν καταβάλλει προσπάθεια να πείσει τους ανθρώπους και μένει πάντα σε ένα μη επιχειρηματολογικό [non-argumentative] επίπεδο. Σε αυτήν τη συνάφεια δύο δεδομένα χρήζουν ενδελεχούς έρευνας:
(1)     Η φασιστική προπαγάνδα επιτίθεται σε φαντάσματα παρά σε πραγματικούς αντιπάλους, δηλαδή, σχηματίζειπαραστάσεις του Εβραίου, ή του κομμουνιστή, και τις καταστρέφει χωρίς να ενδιαφέρεται πολύ για τη σχέση αυτών των παραστάσεων με την πραγματικότητα.
(2)     [Η φασιστική προπαγάνδα] δεν χρησιμοποιεί συλλογιστική λογική [discursive logic], αλλά, πολύ περισσότερο, ειδικά στις ρητορικές επιδείξεις, είναι ό,τι μπορεί να ονομασθεί ιδεοφυγή. Η σχέση μεταξύ προκείμενων και συμπερασμάτων αντικαθίσταται από μια σύνδεση ιδεών που εδράζεται στην απλή ομοιότητα, συχνά διαμέσου συνειρμού, χρησιμοποιώντας την ίδια χαρακτηριστική λέξη σε δύο προτάσεις που λογικά είναι εντελώς άσχετες. Αυτή η μέθοδος δεν αποφεύγει απλώς τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της ορθολογικής εξέτασης, αλλά από ψυχολογική σκοπιά καθιστά ευκολότερο για τον ακροατή να “συναινέσει”. Αυτός δεν χρειάζεται να σκεφθεί κοπιαστικά, αλλά μπορεί να παραδοθεί παθητικά σε ένα ρεύμα σκέψεων στο οποίο κολυμπά.
Παρ’ όλα αυτά τα πρότυπα της παλινδρόμησης, ωστόσο, η αντισημιτική προπαγάνδα δεν είναι επ’ ουδενί ολωσδιόλου ανορθολογική. Ο όρος “ανορθολογικότητα” είναι υπερβολικά ασαφής ώστε να περιγράψει ικανοποιητικά ένα τόσο σύνθετο ψυχολογικό φαινόμενο. Πάνω απ’ όλα, ξέρουμε ότι η φασιστική προπαγάνδα, με όλη τη διαταραγμένη λογική της και τις φανταστικές διαστρεβλώσεις της, είναι συνειδητά σχεδιασμένη και οργανωμένη. Αν πρόκειται να αποκληθεί ανορθολογική, τότε χρησιμοποιείται αντί για την αυθόρμητη ανορθολογικότητα, ένα είδος ψυχοτεχνικής που παραπέμπει στην υπολογισμένη επίδραση, προφανής στις περισσότερες εκδηλώσεις της σημερινής μαζικής κουλτούρας – όπως στο σινεμά και τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Ακόμα και αν είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η ψυχοσύνθεση του φασίστα αγκιτάτορα μοιάζει κάπως με τη διανοητική σύγχυση των επίδοξων οπαδών του, και ότι οι ίδιοι οι ηγέτες “είναι υστερικοί ή ακόμα και παρανοϊκοί τύποι”, έχουν μάθει, από την τεράστια εμπειρία και το τρανταχτό παράδειγμα του Χίτλερ, πώς να χρησιμοποιούν τις δικές τους νευρωτικές ή ψυχωτικές προδιαθέσεις για σκοπούς που προσαρμόζονται πλήρως στην αρχή της πραγματικότητας (realitätsgerecht). Οι κυρίαρχες συνθήκες στην κοινωνία μας τείνουν να μεταμορφώσουν τη νεύρωση και την ήπια ψυχοπάθεια σε ένα εμπόρευμα το οποίο ο πάσχων μπορεί εύκολα να πουλήσει, μόλις ανακαλύψει ότι πολλοί άλλοι έχουν μια συγγένεια με την ασθένειά του. Ο φασίστας αγκιτάτορας είναι συνήθως ένας επιδέξιος πωλητής των δικών του ψυχολογικών ελαττωμάτων. Αυτό είναι δυνατόν αποκλειστικά εξαιτίας μιας δομικής ομοιότητας μεταξύ των οπαδών και του ηγέτη· ο σκοπός της προπαγάνδας είναι να εγκαταστήσει μια συμφωνία μεταξύ τους παρά να μεταδώσει στο κοινό οποιεσδήποτε ιδέες ή συναισθήματα που δεν είναι δικά τους εξ αρχής. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα της αληθινής ψυχολογικής φύσης της φασιστικής προπαγάνδας μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Σε τι συνίσταται αυτή η αρμονική σχέση μεταξύ του ηγέτη και των οπαδών στην προπαγανδιστική συνθήκη;
Ένα πρώτο στοιχείο προσφέρεται από τη δική μας παρατήρηση ότι αυτός ο τύπος της προπαγάνδας λειτουργεί ως ευχαρίστηση. Μπορούμε να τη συγκρίνουμε με το κοινωνικό φαινόμενο της σαπουνόπερας. Όπως ακριβώς η νοικοκυρά, η οποία έχει απολαύσει εξ αποστάσεως τα βάσανα και τα κατορθώματα της αγαπημένης της ηρωίδας για ένα τέταρτο της ώρας, αισθάνεται την ορμή να αγοράσει το σαπούνι που πουλά ο χορηγός, έτσι ο ακροατής της φασιστικής προπαγανδιστικής σκηνής, αφού αντλήσει ηδονή από αυτή, αποδέχεται την ιδεολογία που παρουσιάσθηκε από τον ομιλητή χάριν ευγνωμοσύνης για το σόου. Το “σόου” είναι πράγματι η σωστή λέξη. Το κατόρθωμα του αυτοσχέδιου ηγέτη είναι μια ερμηνεία που παραπέμπει στο θέατρο, στον αθλητισμό και τις αποκαλούμενες θρησκευτικές αναγεννήσεις. Είναι χαρακτηριστικό για τους φασίστες δημαγωγούς ότι κομπάζουν για το γεγονός ότι υπήρξαν αθλητικοί ήρωες στα νιάτα τους. Αυτός είναι ο τρόπος που συμπεριφέρονται. Ουρλιάζουν και οδύρονται, πολεμούν τον σατανά χειρονομώντας, και βγάζουν τα σακάκια τους καθώς επιτίθενται “σε αυτές τις καταχθόνιες δυνάμεις”.
Οι τύποι των φασιστών ηγετών αποκαλούνται συχνά υστερικοί. Με οποιοδήποτε τρόπο και αν έχει διαμορφωθεί η στάση τους, η υστερική τους συμπεριφορά εκπληρώνει μια ορισμένη λειτουργία. Μολονότι μοιάζουν πραγματικά με τους ακροατές τους στις περισσότερες πλευρές, διαφέρουν από αυτούς σε μια σημαντική πλευρά: δεν έχουν καμία αναστολή καθώς εκφράζονται. Λειτουργούν διαμεσολαβητικά για τους ανίκανους να εκφρασθούν ακροατές τους, λέγοντας και κάνοντας ό,τι οι τελευταίοι θα ήθελαν, αλλά είτε δεν μπορούν είτε δεν τολμούν. Παραβιάζουν τα ταμπού που η κοινωνία της μεσαίας τάξης έχει επιβάλει πάνω σε κάθε εκφραστική συμπεριφορά εκ μέρους του κανονικού, “μέσου” πολίτη. Κάποιος μπορεί να πει ότι μέρος της επίδρασης της φασιστικής προπαγάνδας επιτυγχάνεται διαμέσου αυτής της ρήξης. Οι φασίστες αγκιτάτορες αντιμετωπίζονται σοβαρά, διότι ρισκάρουν να γελοιοποιηθούν.
Οι μορφωμένοι άνθρωποι εν γένει δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν την επίδραση των ομιλιών του Χίτλερ, διότι αυτές ακούγονταν τόσο ανειλικρινείς, προσποιητές, ή, σύμφωνα με τη γερμανική λέξη, verlogen [ψευδολόγες]. Όμως είναι ψευδαίσθηση ότι οι αποκαλούμενοι συνηθισμένοι άνθρωποι έχουν μια εντελώς ανεξάντλητη έφεση προς το γνήσιο και το ειλικρινές, και απεχθάνονται το ψεύτικο. Ο Χίτλερ ήταν αγαπητός, όχι σε πείσμα των φθηνών θεατρινισμών του, αλλά ακριβώς χάρη σε αυτές, χάρη στις παραφωνίες του και τα καραγκιοζιλίκια του. Γίνονται αντικείμενο παρατήρησης ως τέτοια και εκτιμώνται. Γνήσιοι δημοτικοί τραγουδιστές, όπως ο Γκιράρντι [Girardi][iv] με το Fiakerlied του, είχαν πραγματικά επαφή με το κοινό τους και συχνά χρησιμοποιούσαν ό,τι μας φαίνεται ως “παραφωνίες”. Βρίσκουμε συχνά παρόμοιες εκδηλώσεις σε μεθυσμένους που έχουν χάσει τις αναστολές τους. Η συναισθηματικότητα των συνηθισμένων ανθρώπων δεν είναι επ’ ουδενί πρωτόγονο, αδιαμεσολάβητο συναίσθημα. Αντίθετα, αυτή είναι προσποίηση, μια πλαστή, ευτελής απομίμηση του πραγματικού αισθήματος, συχνά αυτοσυνείδητη και ελαφρώς περιφρονητική του εαυτού της. Αυτή η πλαστότητα είναι το ζωτικό στοιχείο των φασιστικών προπαγανδιστικών ερμηνειών.
Η κατάσταση που δημιουργείται από αυτή την έκθεση μπορεί να αποκληθεί ιεροτελεστική. Η πλαστότητα της προπαγανδιστικής ρητορείας, το κενό μεταξύ της προσωπικότητας του ομιλητή και του περιεχομένου και χαρακτήρα των λεγομένων του μπορούν να αποδοθούν στον τελετουργικό ρόλο που αναλαμβάνει όπως αναμένεται. Αυτή η τελετουργία, ωστόσο, είναι απλώς μια συμβολική αποκάλυψη της ταυτότητας την οποία ο ομιλητής εκφράζει ρητά, μια ταυτότητα που οι ακροατές αισθάνονται και σκέπτονται, αλλά δεν μπορούν να εκφράσουν. Αυτό είναι ό,τι ζητούν πραγματικά από αυτόν να κάνει· ούτε πείθονται ούτε, ουσιαστικά, πέφτουν σε παραλήρημα, αλλά έρχονται σε επαφή με τις δικές τους σκέψεις [μέσω των ομιλητών]. Η ικανοποίηση που απολαμβάνουν από την προπαγάνδα συνίσταται πιθανότατα στην κατάδειξη αυτής της ταυτότητας, ανεξάρτητα από την ένταση που πραγματικά έχει, διότι αποτελεί ένα είδος θεσμοποιημένης λύτρωσης της δικής τους αδυναμίας έκφρασης διαμέσου του βερμπαλισμού του ομιλητή. Αυτή η πράξη της αποκάλυψης και η προσωρινή εγκατάλειψη της υπεύθυνης, αυτοσυγκρατημένης σοβαρότητας είναι το αποφασιστικό πρότυπο της προπαγανδιστικής ιεροτελεστίας. Βέβαια, μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτή την πράξη της συνταύτισης ένα φαινόμενο συλλογικής παλινδρόμησης. Δεν πρόκειται απλώς για μια επαναστροφή σε παλαιότερα, πρωτόγονα συναισθήματα, αλλά μάλλον για την επαναστροφή σε μια τελετουργική συμπεριφορά στην οποία η έκφραση των συναισθημάτων επικυρώνεται από τη μεσολάβηση του κοινωνικού ελέγχου. Σε αυτό το πλαίσιο είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ένας από τους πιο πετυχημένους και επικίνδυνους αγκιτάτορες της Δυτικής Ακτής ενθάρρυνε ξανά και ξανά τους ακροατές του να ενδώσουν σε κάθε λογής συναισθήματα, να παραδοθούν στα αισθήματά τους, να φωνάξουν και να κλάψουν, επιτιθέμενοι επίμονα στο πρότυπο συμπεριφοράς του αυστηρού αυτοελέγχου που δημιουργήθηκε από τα κατεστημένα θρησκευτικά δόγματα και από ολόκληρη την πουριτανική παράδοση.
Αυτή η χαλάρωση του αυτοελέγχου, η συγχώνευση των παρορμήσεων σε μια ιεροτελεστία σχετίζεται στενά με την οικουμενική ψυχολογική αποδυνάμωση του αυτόνομου ατόμου. Μια διεξοδική θεωρία της φασιστικής προπαγάνδας θα ισοδυναμούσε με μια ψυχαναλυτική αποκρυπτογράφηση της λιγότερο ή περισσότερο αυστηρής ιεροτελεστίας που διεξάγεται σε κάθε φασιστική ομιλία. Η έκταση αυτής της εργασίας επιτρέπει μονάχα μια σύντομη αναφορά σε ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της ιεροτελεστίας.
(1)     Πάνω απ’ όλα, υπάρχει η εκπληκτική στερεοτυπία ολόκληρου του υλικού της φασιστικής προπαγάνδας, το οποίο μας είναι γνωστό. Όχι μόνο κάθε ξεχωριστός ομιλητής επαναλαμβάνει αδιάκοπα τα ίδια πρότυπα ξανά και ξανά, αλλά διαφορετικοί ομιλητές χρησιμοποιούν τα ίδια κλισέ. Βέβαια, το σημαντικότερο είναι η διχοτομία του άσπρου και του μαύρου, του εχθρού και του φίλου. Η στερεοτυπία δεν εφαρμόζεται μόνο στη συκοφάντηση των Εβραίων και στις πολιτικές ιδέες, όπως την καταγγελία του κομμουνισμού και του τραπεζικού κεφαλαίου, αλλά επίσης στα φαινομενικά απομακρυσμένα θέματα και στάσεις. Έχουμε συνοψίσει μια λίστα των τυπικών ψυχολογικών μηχανισμών που εφαρμόζονται κατ’ ουσίαν από όλους τους φασίστες αγκιτάτορες, οι οποίες θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε όχι παραπάνω από τριάντα τύπους[v]. Πολλοί από αυτούς τους μηχανισμούς έχουν ήδη αναφερθεί, όπως ο μηχανισμός του μοναχικού λύκου, η ιδέα της ακαταπονησίας, της διωκόμενης αθωότητας, του σπουδαίου ανθρωπάκου, το εγκώμιο του κινήματος ως τέτοιου, και ούτω καθεξής. Βέβαια, η ομοιομορφία αυτών των μηχανισμών μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί μέσω της παραπομπής στην ίδια πηγή, όπως Ο αγών μου του Χίτλερ, ή ακόμα μέσω μιας οργανωτικής σύνδεσης όλων των αγκιτατόρων, όπως πραγματικά συνέβη στην περίπτωση της Δυτικής Ακτής. Όμως, η αιτία πρέπει να αναζητηθεί αλλού, αν οι αγκιτάτορες σε πολλά διαφορετικά μέρη της χώρας χρησιμοποιούν τους ίδιους συγκεκριμένους ισχυρισμούς, π.χ. οι ζωές τους έχουν απειληθεί και οι ακροατές τους θα ξέρουν ποιοι ευθύνονται αν η απειλή πραγματοποιηθεί – ένα συμβάν που ποτέ δεν λαμβάνει χώρα. Αυτά τα πρότυπα τυποποιούνται για ψυχολογικούς λόγους. Ο επίδοξος φασίστας οπαδός λαχταρά αυτή την αυστηρή επανάληψη, όπως ο χορευτής στον ρυθμό του jitterbug λαχταρά το τυποποιημένο πρότυπο των δημοφιλών τραγουδιών και γίνεται έξαλλος, όταν οι κανόνες του παιχνιδιού δεν τηρούνται αυστηρά. Η μηχανική εφαρμογή αυτών των προτύπων είναι ουσιώδης για την ιεροτελεστία.
(2)     Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά πρόσωπα με υποκριτική θρησκευτική συμπεριφορά βρίσκονται ανάμεσα στους φασίστες αγκιτάτορες. Αυτό, βέβαια, έχει μια ψυχολογική πλευρά που θα συζητηθεί αργότερα. Ψυχολογικά, ωστόσο, τα δάνεια από την παρωχημένη θρησκεία, εξουδετερωμένα και κενά από κάθε συγκεκριμένο δογματικό περιεχόμενο, τίθενται στην υπηρεσία της φασιστικής ιεροτελεστικής συμπεριφοράς. Η θρησκευτική γλώσσα και οι θρησκευτικές μορφές αξιοποιούνται προκειμένου να δώσουν την εντύπωση μιας επικυρωμένης ιεροτελεστίας που διεξάγεται ξανά και ξανά από μια “κοινότητα”.
(3)     Το συγκεκριμένο θρησκευτικό περιεχόμενο, όπως επίσης και το πολιτικό, αντικαθίσταται από κάτι που μπορεί σύντομα να χαρακτηρισθεί ως λατρεία του υπάρχοντος. Η συμπεριφορά που η Έλζε Μπρούνζβικ [Else Brunswik] αποκάλεσε “συνταύτιση με το στάτους κβο” σχετίζεται στενά με αυτήν τη λατρεία. Οι μηχανισμοί που επισημαίνονται στο βιβλίο του Μακ Κλουνγκ Λι [McCloung Lee] πάνω στον ιερωμένο Κόφλιν [Coughlin][vi], όπως η ιδέα του άρματος εξουσίας ή το τέχνασμα της μαρτυρίας, το οποίο υπαινίσσεται την υποστήριξη διάσημων ή πετυχημένων ανθρώπων, είναι μόνο στοιχεία ενός προτύπου συμπεριφοράς που εκτείνεται πολύ μακρύτερα. Δηλώνει κατηγορηματικά πως ό,τι υπάρχει, και έχει εγκαθιδρύσει την ισχύ του, είναι επίσης σωστό – το ακλόνητο αξίωμα που πρέπει να ακολουθηθεί. Ένας από τους αγκιτάτορες της Δυτικής Ακτής περιστασιακά έφθασε μέχρι του σημείου να κατευθύνει τους ακροατές του να ακολουθούν γενικά τις συμβουλές των ηγετών τους χωρίς να προσδιορίσει τι είδους ηγέτες εννοούσε. Η ηγεσία ως τέτοια, κενή από κάθε ευδιάκριτη ιδέα ή σκοπό, εγκωμιάζεται. Η φετιχοποίηση της πραγματικότητας και των κατεστημένων σχέσεων εξουσίας τείνει, περισσότερο από καθετί άλλο, να παρακινήσει το άτομο ώστε να παραδοθεί και να ενωθεί με το υποτιθέμενο κύμα του μέλλοντος.
(4)     Ένα από τα ενδιάθετα χαρακτηριστικά της φασιστικής ιεροτελεστίας είναι το υπονοούμενο, ακολουθούμενο κάποιες φορές από την πραγματική αποκάλυψη των γεγονότων που υπαινίσσεται, πιο συχνά όμως όχι. Ξανά, μια ορθολογική αιτία για αυτήν τη συνήθεια μπορεί εύκολα να δοθεί: είτε ο νόμος είτε τουλάχιστον οι κυρίαρχες συμβάσεις αποκλείουν τις δημόσιες δηλώσεις φιλοναζιστικού ή αντισημιτικού χαρακτήρα, και ο ρήτορας που θέλει να μεταδώσει τέτοιες ιδέες πρέπει να καταφύγει σε πιο έμμεσες μεθόδους. Φαίνεται πιθανό, ωστόσο, ότι το υπονοούμενο χρησιμοποιείται, και προκαλεί απόλαυση, ως μια ικανοποίηση καθ’ εαυτήν. Για παράδειγμα, ο αγκιτάτορας λέει “αυτές οι σκοτεινές δυνάμεις, ξέρετε ποιες εννοώ” και το κοινό αμέσως καταλαβαίνει ότι οι παρατηρήσεις του κατευθύνονται ενάντια στους Εβραίους. Οι ακροατές αντιμετωπίζονται έτσι ως μια ενδο-ομάδα που ήδη ξέρει όλα όσα ο ρήτορας επιθυμεί να τους πει και που συμφωνεί μαζί του πριν δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση. Η συμφωνία αισθήματος και γνώμης μεταξύ του ομιλητή και του ακροατή, η οποία αναφέρθηκε προηγουμένως, εγκαθιδρύεται από το υπονοούμενο. Λειτουργεί ως μια επιβεβαίωση της βασικής ταυτότητας μεταξύ ηγέτη και οπαδών. Βέβαια, οι ψυχαναλυτικές συνεπαγωγές του υπονοούμενου ξεπερνούν κατά πολύ αυτές τις επιφανειακές παρατηρήσεις. Αναφορά γίνεται εδώ στον ρόλο που αποδίδεται από τον Φρόυντ στους υπαινιγμούς κατά την αλληλεπίδραση μεταξύ του συνειδητού και ασυνείδητου. Το φασιστικό υπονοούμενο τρέφεται από αυτόν τον ρόλο.
(5)     Η εκτέλεση της ιεροτελεστίας ως τέτοιας λειτουργεί σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό ως το ύψιστο περιεχόμενο τη φασιστικής προπαγάνδας. Η ψυχανάλυση έχει δείξει τη συνάφεια της ιεροτελεστικής συμπεριφοράς με την καταναγκαστική νεύρωση· επίσης, είναι προφανές ότι η τυπική φασιστική ιεροτελεστία της αποκάλυψης είναι ένα υποκατάστατο της σεξουαλικής ικανοποίησης. Πέραν αυτού, ωστόσο, ας μας επιτραπούν ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την ιδιαίτερη συμβολική σημασία της φασιστικής ιεροτελεστίας. Δεν απέχουμε πολύ από τον στόχο ερμηνεύοντας την ιεροτελεστία ως την προσφορά μιας θυσίας. Αν η υπόθεση είναι σωστή, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατηγοριών και των ιστοριών φρίκης, από τις οποίες βρίθουν οι φασιστικοί προπαγανδιστικοί λόγοι, είναι προβολές των επιθυμιών των ρητόρων και των οπαδών τους, ολόκληρη η συμβολική πράξη της αποκάλυψης που γιορτάζεται σε κάθε προπαγανδιστικό λόγο εκφράζει, άσχετα από τον βαθμό συγκάλυψης, τον μυστηριακό φόνο του εχθρού. Στο κέντρο της φασιστικής, αντισημιτικής προπαγανδιστικής ιεροτελεστίας υπάρχει η επιθυμία για ιεροτελεστική δολοφονία. Αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί από ένα αποδεικτικό στοιχείο από την καθημερινή ψυχοπαθολογία της φασιστικής προπαγάνδας. Ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει το θρησκευτικό στοιχείο στην αμερικανική φασιστική και αντισημιτική προπαγάνδα έχει αναφερθεί νωρίτερα. Ένας από τους ιερωμένους του φασιστικού ραδιοφώνου της Δυτικής Ακτής είπε σε μια μετάδοση:
Δεν μπορείτε να αντιληφθείτε ότι δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών, αν δεν δοξάσουμε την ιερότητα του Θεού μας, αν δεν κηρύξουμε τη δικαιοσύνη του Θεού στον κόσμο μας, αν δεν κηρύξουμε το γεγονός μιας κόλασης και ενός παραδείσου; Ότι δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών χωρίς την αιματοχυσία; Δεν μπορείτε να αντιληφθείτε ότι μονάχα ο Χριστός και ο Θεός είναι κυρίαρχοι και ότι η επανάσταση θα καταλάβει τελικά το έθνος μας;
Η μεταμόρφωση του χριστιανικού δόγματος σε συνθήματα πολιτικής βίας δεν θα μπορούσε να είναι ωμότερη από ό,τι σε αυτό το απόσπασμα. Η ιδέα ενός μυστηρίου, η “αιματοχυσία” του Χριστού, ερμηνεύεται ευθέως υπό τους όρους μιας “αιματοχυσίας” εν γένει, με το βλέμμα στραμμένο σε μια πολιτική εξέγερση. Η πραγματική αιματοχυσία υποστηρίζεται ως αναγκαία, διότι ο κόσμος έχει υποθετικά εξιλεωθεί από την αιματοχυσία του Χριστού. Ο φόνος επενδύεται με το φωτοστέφανο ενός μυστηρίου. Έτσι, η ύψιστη υπενθύμιση του θυσιασμένου Χριστού στη φασιστική προπαγάνδα είναι η φράση “Judenblut muss fliessen” (“Πρέπει να χυθεί εβραϊκό αίμα”). Η σταύρωση μεταμορφώνεται σε ένα σύμβολο του πογκρόμ. Ψυχολογικά, ολόκληρη η φασιστική προπαγάνδα είναι απλώς ένα σύστημα τέτοιων συμβόλων. Σε αυτό το σημείο πρέπει να στρέψουμε την προσοχή στην καταστροφικότητα ως την ψυχολογική βάση του φασιστικού πνεύματος. Τα προγράμματα είναι αφηρημένα και ασαφή, οι εκπληρώσεις είναι ψεύτικες και απατηλές, διότι η υπόσχεση που εκφράζεται από τον φασίστα ρήτορα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η καταστροφή καθ’ εαυτήν. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι φασίστες αγκιτάτορες επιμένουν στην εγγύτητα καταστροφών κάποιου είδους. Ενώ προειδοποιούν για τον επικρεμάμενο κίνδυνο, αυτοί και οι ακροατές τους συναρπάζονται από την ιδέα του αναπόφευκτου αφανισμού, χωρίς μάλιστα να κάνουν μια σαφή διάκριση μεταξύ της καταστροφής των εχθρών τους και των ίδιων. Αυτή η ψυχική συμπεριφορά, παρεμπιπτόντως, μπορούσε να παρατηρηθεί καθαρά κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του χιτλερισμού στη Γερμανία, και έχει μια βαθιά αρχαϊκή βάση. Ένας από τους δημαγωγούς της Δυτικής Ακτής είπε κάποτε: “Θέλω να πω ότι εσείς, άνδρες και γυναίκες, εσείς και εγώ ζούμε στην πιο φοβερή εποχή της ιστορίας του κόσμου. Ζούμε επίσης στην πιο ευγενική και πιο θαυμαστή εποχή”. Αυτό είναι το όνειρο του αγκιτάτορα, μια ένωση του φρικιαστικού και του θαυμαστού, ένα ντελίριο εκμηδένισης που μεταμφιέζεται σε σωτηρία. Η ισχυρότερη ελπίδα για την αποτελεσματική αντιπαράθεση με όλο αυτό τον τύπο της προπαγάνδας βρίσκεται στη κατάδειξη των αυτοκαταστροφικών του συνεπειών. Η ασυνείδητη ψυχολογική επιθυμία για αυτοεκμηδένιση αναπαράγει πιστά τη δομή του πολιτικού κινήματος που μεταμορφώνει τελικά τους οπαδούς του σε θύματα.


[i] Συγγραφείς: Τ.Β. Αντόρνο, Λέο Λόβενταλ [Leo Lowenthal], Πωλ Β. Μάσσινγκ [Paul W. Massing]. [Αργότερα εκδόθηκαν ως εξής: Τ.Β. Αντόρνο κ.ά., Η αυταρχική προσωπικότητα. Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1950. Λ. Λόβενταλ και Ν. Γκούτερμαν [N. Guterman], Προφήτες της απάτης: Μια μελέτη των μηχανισμών του αμερικανού αγκιτάτορα. Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1949. Π. Μάσσινγκ, Πρόβα για καταστροφή: Μια μελέτη του πολιτικού αντισημιτισμού στην αυτοκρατορική Γερμανία. Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1949. Ο Αντόρνο δεν αναφέρεται στη δική του μακροσκελή μελέτη της αμερικανικής φασιστικής προπαγάνδας, γραμμένη γύρω στο 1943, η οποία αναπτύσσει τα επιχειρήματα της παρούσας εργασίας αλλά δεν δημοσιεύθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του: “Ο ψυχολογικός μηχανισμός των ραδιοφωνικών λόγων του Μαρτίνου Λούθερ Τόμας [Martin Luther Thomas]”. Άπαντα 9.1. Φρανκφούρτη, Suhrkamp, 1975.]
[ii] Μ. Χορκχάιμερ [M. Horkheimer], “Κοινωνιολογικό υπόβαθρο της ψυχαναλυτικής προσέγγισης”, στο Ε. Ζίμμελ [E. Simmel] (επ.), Αντισημιτισμός: Μια κοινωνική ασθένεια. Νέα Υόρκη, International University Press, 1946.
[iii] Όλα τα αποσπάσματα έχουν ληφθεί κυριολεκτικά, χωρίς καμιά αλλαγή, από στενογραφημένς σημειώσεις. [Τα παραθέματα προέρχονται από τον Μάρτιν Λούθερ Τόμας.]
[iv] Διάσημος βιενέζος ηθοποιός, περίπου των αρχών του αιώνα.
[v] [Ο Αντόρνο αναλύει τριάντα τρεις “μηχανισμούς” στο “Ο ψυχολογικός μηχανισμός των ραδιοφωνικών λόγων του Μαρτίνου Λούθερ Τόμας”.]
[vi] [Α. Μακ Κλουνγκ Λι και Ε. Μπράιαντ-Λι [E. Briant-Lee] (επ.), Η υψηλή τέχνη της προπαγάνδας: Μια μελέτη των λόγων του ιερωμένου Κόφλιν. Νέα Υόρκη, Harcourt-Brace, 1939.]
Αναδημοσίευση από:  Κοινωνικό εργαστήριο Θεσσαλονικης http://koinoniko-ergastirio.blogspot.gr/2013/09/blog-post.html

”Ρωμιοσύνη” : Ιδεολογία και αθλιότητα του νέου εθνικισμού

mal du pays le

Ρενέ Μαγκρίτ, Νοσταλγία, 1940

 

Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου

 

Όλα τα ΄χε η Μαργιορή, ο Ντεριντά της έλειπε [1]

Η κριτική του καπιταλιστικού καταναλωτισμού από μια σκοπιά που ταυτίζει την κούφια λουσομανία της λαϊκής εκείνης Μαργιορής με τα ταξίδια που πάντοτε έκανε η σκέψη κάθε έθνους έξω από τα χωρικά ύδατα της «ιθαγένειάς» της, αποπειράται σήμερα να περιχαρακώσει αυτά που εννοεί ως «αξίες» μέσα στα όρια της αυθαιρεσίας της λησμονώντας ότι η αποδημία και η περιπλάνηση υπήρξαν κατεξοχήν ιδιότητες της σκέψης – είτε «δυτικής» είτε «ανατολικής. Η ξενοφοβία και ο πνευματικός φτωχοπροδρομισμός δεν συνιστούν σώνει και καλά «καταγωγικότητα»· και αντίστροφα, η αποδημία δεν σημαίνει ούτε απουσία «ριζών» ούτε ιστορική ασυνειδησία. Όσοι το λησμονούν και καταγγέλλουν μηχανικά και μονότονα την «κατασκευή πνευματικών “προτύπων” με ξένα καλούπια», όσοι θεωρητικοποιούν τα συνθήματα της ημέρας ανταγωνιζόμενοι τον ποδοσφαιρικό εθνικισμό των κομμάτων, αποτελούν και οι ίδιοι ένα μέρος του στόχου εναντίον του οποίου νομίζουν ότι βάλλουν· γιατί τα καλούπια που αναπαράγουν την αθλιότητά μας μπορεί κάλλιστα να είναι ντόπια: η φιλοπρόοδη απομυθοποίηση του Παπαδιαμάντη και η φιλορθόδοξη αναμυθοποίησή του διεκδικούν τις ίδιες έδρες στα πανεπιστήμιά μας.

Όσο για τη Μαργιορή της παροιμίας εκφράζει πάντα την εκάστοτε ελληνική πραγματικότητα –οπότε εμάς λόγος δεν μας πέφτει. Με αυτό δεν θέλουμε να εκφράσουμε την παραίτησή μας από την κριτική παρόμοιων νεοπλουτικών φαινομένων αλλά ίσα ίσα την υποψία μας για μια κριτική γλώσσα που περιέχει την αυτοαναίρεσή της, καθώς βιάζεται να εγκαταστήσει μια νέα θετικότητα εγκλωβίζοντας τα ερωτηματικά και τα κίνητρα της σκέψης στις αιώνιες σωτηριολογικές λύσεις της –γιατί επιμένει να προσφέρει «λύσεις» και εκεί ακόμη που λύσεις δεν υπάρχουν. Πίσω λοιπόν από τις παροιμίες για τους φερετζέδες της Μαργιορής δικαιούμαστε να υποψιαζόμαστε πάντα μιαν ορθοδοξία. Είναι παρατηρημένο πως πίσω από την καταφορά εναντίον του άμοιρου Καρτέσιου που του φορτώνουνε όλες τις αμαρτίες του ορθολογισμού και του καπιταλισμού (αυτά πάνε πάντα μαζί!), ακολουθεί με τελετουργική τάξη ο ενταφιασμός του Ντοστογιέβσκι[2] μέσα στο ίδιο ορθόδοξο θυμίαμα που έπνιξε και τον δικό μας Παπαδιαμάντη. Γιατί τελικά καλούμαστε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αποστρέψουμε το βλέμμα από το «αδιέξοδο της δυτικής σκέψης» και να εγκολπωθούμε την «άλλη στάση», αυτήν που «στην Ανατολή παραδίδεται σαν μέγιστη πνευματική κληρονομιά»: το «ορθόδοξο» βίωμα του Ντοστογιέβσκι ή του Παπαδιαμάντη.

Σαν να ΄ταν από κόσμους διαφορετικούς ο Νίτσε και ο Ντοστογιέβσκι ή σαν να μην ήταν η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης μια ιστορία των αδιεξόδων της.

Ωστόσο θα πρέπει να πούμε ότι η «στηλιτευτική» αυτή παρέμβαση που ξεκινάει από εθνοκεντρική, λαϊκιστική και φιλορθόδοξη αφετηρία αναπτύσσεται κάποτε σε γοητευτική επιθετικότητα: «Νεολαίοι και δεσποινάρια κυκλοφορούν με ογκώδη βιβλία του Αλτουσέρ και του Λακάν, αναφομοίωτα και αυτά, όπως και τόσα άλλα, απόλυτα βέβαιοι ότι η οποιαδήποτε ενασχόληση με φουστανέλες, μελό και φαρσοκωμωδίες είναι συνώνυμη της γελοιότητας και ότι ο Βιζυηνός είν’ ένας επαρχιακός ηθογράφος, ενώ ο Γιάντσο είναι μέγας επαναστάτης της γραφής».[3]

Κατά την ανάγνωση του πιο πάνω εδαφίου, την πρώτη απολαυστική γεύση ακολουθεί αμέσως η αίσθηση πως εδώ υπάρχει κάποιο τέχνασμα, πως η αλήθεια κάπου μπερδεύεται με το ψέμα. Γιατί, εντάξει: οι θλιβεροί «νεολαίοι» και τα γνωστά «δεσποινάρια», υπάρχουν γύρω μας. Το θέμα είναι τι αντιπροσωπεύουν, τι εκφράζουν για τον επικριτή τους. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η παγίδα: στο ότι τους αποδίδεται, δίκην κατηγορήματος, ένας τρόπος σκέψης που η ουσία της όχι μόνο δεν εκπροσωπείται απ’ αυτούς αλλά μάλλον συκοφαντείται στο πρόσωπό τους. Παραδείγματος χάριν: Η φράση που προαναφέραμε μας λέει ότι αυτοί οι εκ προοιμίου ρηχοί και ανόητοι και μαϊμουδίζοντες «νεολαίοι» είναι «απόλυτα βέβαιοι ότι η ενασχόληση με φουστανέλες και φαρσοκωμωδίες είναι συνώνυμη της γελοιότητας».

Δεν θα συζητήσουμε τώρα τη γνώμη που φέρονται ότι έχουν οι μοντερνίζοντες νεαροί περί «φουστανέλας» κλπ. Το θέμα είναι ποιος ο πραγματικός στόχος –γιατί βέβαια στόχος δεν είναι οι αναγνώστες του Λακάν αλλά αυτός που ήταν και θα είναι πάντα: η κριτική σκέψη, αυτή η κακορίζικη, αρνητική, «αρρωστημένη» διάθεση που δεν αφήνει κανένα αστό στη χώνεψή του, κανένα φασισμό στην ευτυχία του, κανένα πιστό στην ησυχία του ύπνου του. Αυτή η διάθεση είναι που πρέπει να χτυπηθεί παντού.

Η γνώμη λοιπόν για την «ενασχόληση με τις φουστανέλες» δεν υπάρχει καθ’ εαυτήν· αποτελεί το σύμβολο μιας στάσης που καλούμαστε να απορρίψουμε. Κι αυτό που καλούμαστε να απορρίψουμε δεν είναι απαραιτήτως κάτι ανόητο· το κάνουμε όμως να φανεί τέτοιο, όταν το «εκθέτουμε» σε χείλη ανοήτων. Το τέχνασμα ολοκληρώνεται στο κλείσιμο της φράσης: «…και [είναι απόλυτα βέβαιοι] ότι ο Βιζυνηνός είν’ ένας επαρχιακός ηθογράφος, ενώ ο Γιάντσο είναι ένας μέγας επαναστάτης της γραφής». Το έμμεσο –και αθέμιτο –κέρδος που προσπορίζεται ο χρήστης αυτής της λογικής είναι διπλό:

1. Όποιος πετάει στα σκουπίδια τις φουστανέλες είναι, υποτίθεται, υποχρεωμένος να κάνει το ίδιο και για το Βιζυηνό. Του απαγορεύεται η επιλογή – ή Βιζυηνός συν φουστανέλα ή τίποτα.

2. Όποιος πετάει στα σκουπίδια τις φουστανέλες θεωρείται υποχρεωμένος να δέχεται τον Γιάντσο σαν «μέγα επαναστάτη της γραφής».

Συμπέρασμα α.: Η απόρριψη της «φουστανέλας» (πρέπει να) σημαίνει απόρριψη και του Βιζυηνού.

Συμπέρασμα β.: Η απόρριψη της «φουστανέλας» (πρέπει να) σημαίνει αποδοχή του «μοντερνισμού» -όπερ έδει δείξαι.

Από το σημείο αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει μια σειρά αντιρρήσεων εναντίον των συμπερασμάτων αυτής της μεθόδου με την απλή υπενθύμιση του μονίμως αποσιωπούμενου γεγονότος ότι ακριβώς η ιδεολογία της «ιθαγένειας» και της «ελληνικότητας», δηλ. η ιδεολογία του αστικού εθνικισμού, είναι αυτή που παραμέρισε τον Βιζυηνό. Ο ισχυρισμός μας αυτός παύει να ηχεί τόσο παράδοξα, άμα αναλογιστεί κανείς σε τι εθνικιστικά αγκωνάρια θεμελιώθηκε η γλωσσική και πολιτική «προοδευτικότητα» του ψυχαρισμού. Γιατί η ιδεολογία της «ανακαίνισης» ή της «αλλαγής» και η –πολιτική –«αξιοποίηση των γηγενών δυνάμεων», η εκμετάλλευση της «αγιασμένης» λαϊκής μας παράδοσης και ο βενιζελικός εθνικισμός φτάσανε χέρι χέρι την πρόοδο της «ψωροκώσταινας» εκεί που τελικά τη φτάσανε. Θέλουμε να πούμε δηλαδή ότι πράγματι χρειάστηκε η Μαργιορή τον Ντεριντά της, όπως χρειάστηκε κάποτε και τον Βενιζέλο της ή τον Μεταξά της.

Καλό θα είναι μάλιστα να μην ξεχνάμε ότι ο Μεταξάς είναι αυτός που αναδείχτηκε ο αξιότερος ιδεολογικός χρήστης της παροιμίας της Μαργιορής, όταν ανάμεσα στους παγκόσμιους εθνικισμούς καλλιεργούσε κι αυτός το περιβολάκι του «Γ΄Ελληνικού Πολιτισμού» κόντρα στους «Εβραίους καπιταλιστές», στους «μπολσεβίκους» και στους παρακμασμένους «Φραγκολεβαντίνους». Πάει βέβαια καιρός που το περιβολάκι εκείνο δόθηκε αντιπαροχή, ωστόσο το μεσοπολεμικό σύνδρομο της «ελληνικότητας» ανθοβολάει ακόμα κάπου ανάμεσα στα κλαρίνα της φαντασίας και τα κλαρίνα της Ομόνοιας: «Επιστροφή στις ρίζες» του μπετόν, εκεί που η ιδεολογία του «νέου ελληνισμού» συναντάει την ελληνική πραγματικότητα. Ο εθνικός μας Καραγκιόζης, ο «Χόμο καταφέρτζικους[4]» της μετεμφυλιοπολεμικής ανοικοδόμησης, αποθεώνεται σκαρφαλωμένος στον ένατο όροφο της Ρωμιοσύνης.

Κι από κοντά και το «πνεύμα». Φυλλάδες «κουλτούρας» και φυλλάδες πολιτικής ύπνωσης αναμασάνε τα ιδεολογήματα της «παράδοσης» και της «ιθαγένειας», παπάδες και «κομμουνιστές» ξορκίζουνε τα «ξενόφερτα» καλούπια, κι ενώ όλοι μαζί τρώμε, δουλεύουμε και ονειρευόμαστε αμερικάνικα μας φταίει (πάλι!) η … «δυτική σκέψη» -ο Καντ, ο Νίτσε και ο Μαρξ. Αυτό μας μάρανε! Εδώ πέφτουνε σφαλιάρες απανωτές κι εμείς φιλοσοφούμε πατριωτικά: Τουλάχιστον οι καρπαζιές που τρώμε να είναι από το χέρι του δικού μας αφεντός, για να μπορούμε να τις δεχόμαστε με εθνική υπερηφάνεια. Αυτό είναι το ζήτημα.

Εν τω μεταξύ εφημεριδοβιομήχανοι (εντόπιοι, εντοπιότατοι) με το ιδεαλιστικό ρύγχος τους μέσα στη λάσπη του κέρδους (εθνικού, εθνικότατου) και της εξουσίας (ελληνικής, ελληνικότατης) ρεύονται τα «αντιδυτικά» τους συνθήματα και βάζουν διανοούμενούς τους να μας θυμίζουνε πόσο αμαρτωλή είναι η δυτική σκέψη· λες και όλη όλη η ουσία της επικατάρατης αυτής «δυτικής σκέψης» συμποσούται στο εμπράγματο σκατό της που είναι ο καπιταλισμός –γιατί αυτό λίγο πολύ καταλήγουν να μας λένε οι νέοι μυθολόγοι της «ιθαγένειας»: «Είναι κοινός τόπος πια ότι η επιβαλλόμενη ισοπέδωση του καπιταλισμού στην παρούσα υπερκαταναλωτική του φάση συνεπάγεται και την επιβολή μιας κουλτούρας που «συμπίπτει» με τα κέντρα όπου λαμβάνονται οι γενικότερα αφορώσες τον οικονομικό και πολιτικό βίο αποφάσεις[5]». Ήτοι: ο Χέγκελ και ο Μαρξ όργανα της  CIA!

Βέβαια το τι ισοπέδωση σημαίνει η πρόοδος του καπιταλισμού το νιώθουμε σ’ αυτό που χάνεται, σ’ αυτό που χλωμιάζει, ψευτίζει ή πεθαίνει κάθε μέρα γύρω μας και μέσα μας. Εκείνο που δεν ξέραμε ήταν ότι μπορούμε τάχα να ξεφύγουμε αυτή την ισοπέδωση φτωχαίνοντας τη ζωή μας ακόμη περισσότερο, κουτσουρεύοντας από το σύνολο της σκέψης την «κακή» πλευρά της, που ανήκει στη «Δύση» και κρατώντας το άλλο μισό της, την παραμυθένια και τρισένδοξη Ανατολία μας, αγνή και αμόλυντη από τη δυτική σκέψη, από τον καπιταλιστικό καταναλωτισμό και το «λογοκρατικό αδιέξοδο» -χιλιοκουρελιασμένη και παρθένα.

Αλλά πού βρίσκεται σήμερα η «Δύση» και πού η «Ανατολή»; Το περιβόητο δίλημμα του νεοελληνισμού (που επανήλθε επί κωμικοτραγικού επιπέδου με το «ανήκομεν εις την Δύσιν») καταλήγει μοιραία σε φιλολογικό καβγά χωρίζοντας στα δύο το κοινό σάπιο σανίδι που πάνω του σκιαμαχούν οι αντίπαλοι: από τη μια ο προοδευτισμός με όλους τους φροϋδομαρξοσημειολόγους επισκόπους του και από την άλλη μια «αριστερή» λαϊκίζουσα ορθοδοξία που ποδοπατάει μονομανιακά το χιλιοτρυπημένο πτώμα της «δυτικής λογοκρατίας» -φαντάσματα που κυνηγάνε το ΄να τ’ άλλο γυρεύοντας λίγο αίμα εκεί που δεν υπάρχει πια ούτε σταγόνα.

Είναι αλήθεια πως στους καιρούς μας όσοι μιλούν, όσοι μπορούν ακόμη να μιλούν, από τη θέση της «παράδοσης» θα μπορούσανε ίσως να πούνε περισσότερα και σπουδαιότερα από τους άλλους, τους «προοδευτικούς» τεχνοκράτες και μοντερνίζοντες, γιατί έχουνε –όσοι πράγματι έχουνε- και σπουδαιότερα πράγματα να υπερασπιστούνε απέναντι σε μια «πρόοδο» που αλέθει τα πάντα. Φοβάμαι όμως πως η υπεροχή τους και το δίκιο τους βαστάει τόσο μόνο όσο οι ίδιοι κρατιούνται στην κριτική τους, δηλαδή στη στάση που οφείλουν τελικά να εγκαταλείψουν, και εγκαταλείπουν, για να μετατρέψουν το «αδιέξοδο» σε «διέξοδο» και την άρνηση σε θέση ξεχνώντας ότι γι’ αυτά τα πράγματα που λένε και υποστηρίζουν δεν μπορεί να υπάρχει καμιά θέση στον κόσμο –πως το «ξαναζωντάνεμα» της παράδοσης είναι πάντα το καραγκιοζιλίκι της παράδοσης. Γιατί, τελικά, όσο και αν το αρνούνται θεωρητικά, στην πράξη αυτό είναι, αυτό μόνο μπορεί να είναι η «ζωντανή» παράδοση, η «ζωντανή» ορθοδοξία, η «ζωντανή» τέχνη: ρεμπετολογία, μακρυγιαννισμός και ψειρολογία –καραγκιοζιλίκια. Αν μπορούσαν να το δουν αυτό οι φιλορθόδοξοι, τότε θα έβλεπαν και τούτο: ότι οι ίδιοι νεολαίοι και τα ίδια δεσποινάρια που κρατάνε στο ένα χέρι τον Λακάν θα μπορούσαν κάλλιστα να κρατάνε στο άλλο τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.

Γιατί, αν η ψευδολόγια φανφάρα της ως τώρα επίσημης γλώσσας του κράτους ξεχαρβαλώθηκε από την επταετή (1967-1974) παρά φύσιν χρήση της, η ίδια η εξουσία δεν απέμεινε βέβαια άλαλη. Η φανφάρα της περνάει τώρα ανακαινισμένη και βελτιωμένη σε άλλα χέρια. Μόνο που ο ήχος δεν αλλάζει. Έτσι μέσα στην ιδεολαγνεία μιας πολιτικής αλλαγής που δεν αλλάζει τίποτα, η λαϊκίστικη χοντροκοπιά της σημερινής εξουσίας συνοδεύει αρμονικά την κομψή υποκρισία και τον γλωσσικό καθωσπρεπισμό της δεξιάς που υποδύεται την αντιπολίτευση.


[1] Βλ. Γιώργη Καρυπίδη: «Το αδιέξοδο του λογοκρατικού ανθρώπου», Καθημερινή 5.4.1981

[2] Βλ. περιοδ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ: «Γιατί είδαμε τον Ντοστογιέφσκυ ως μαρτυρία Ορθοδοξίας; Μα διότι τούτο πρωτίστως είναι. Είτε μας αρέσει είτε όχι» (Δεκ. 1981 σ.1130).

[3] Γ. Καρυπίδης, ό.π.

[4] Η έκφραση ανήκει στον Άρη Αλεξάνδρου που την χρησιμοποίησε μεταφράζοντας τον «Κοριό» του Μαγιακόβσκι.

[5] Γ. Καρυπίδης, ό.π.

Από το βιβλίο του Γ. Λυκιαρδόπουλου: Η ”Ρωμιοσύνη” στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού, Έρασμος, Αθήνα 2004.

Αμυγδαλέζα: το χρονικό μιας προαναγγελθείσης εξέγερσης (κι έπονται κι άλλες)

amygd-thumb-large

Ήταν λογικό. Όταν τους συνέλαβαν επειδή βρίσκονταν παράνομα στην Ελλάδα, τους είπαν ότι θα σας κρατήσουμε 12 μήνες, θα σας φιλοξενήσουμε δηλαδή, εξ ου και το όνομα: «Ξένιος Δίας»…. Αλλά προχθές τους είπανε ότι «δεν έχουμε τι να σας κάνουμε, οπότε άλλοι έξι μήνες μέσα». Από πέρσι τον Αύγουστο λοιπόν που ξεκίνησε αυτή η όμορφη φιλοξενία, πέρασε ένας χρόνος στη διάρκεια του οποίου ο νοικοκύρης δεν σκέφτηκε ότι κάποια στιγμή η φιλοξενία θα έπρεπε να τελειώνει ώστε ο μουσαφίρης να συνεχίσει αλλιώς τη ζωή του. Για την ακρίβεια, το ελληνικό κράτος ποτέ δεν είχε σκεφτεί σοβαρά τι θα κάνει με τους μετανάστες που βρίσκονται χωρίς χαρτιά στη χώρα πέραν του να τους συλλάβει.Απλώς απωθούσε το ζήτημα. Όπως πολλά άλλα. Τους συνέλαβε. Τους κράτησε. Και τώρα;

Η λογική της κράτησης ως μέσο αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης θεωρήθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις  – και κυρίως από αυτήν –  μια ορθή στρατηγική  εν όψει των απελάσεων ή της υπαγωγή των ανθρώπων αυτών στα προγράμματα εθελούσιου επαναπατρισμού. Όμως, τα νούμερα δεν βγαίνουν διότι ο ήδη αυξημένος αριθμός απελάσεων είναι πολύ, μα πάρα πολύ, χαμηλότερος από τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που είναι χωρίς χαρτιά στην Ελλάδα. Ο τελευταίος βαίνει αυξανόμενος επειδή επιπροσθέτως πολλοί άνθρωποι που ήταν προ τριετίας νόμιμοι εκπίπτουν της νομιμότητας μιας και δε μπορούν να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα.  Τα νούμερα είναι απογοητευτικά: ο αριθμός των νομίμων μεταναστών στην Ελλάδα σήμερα είναι κατά εκατό χιλιάδες μικρότερος από αυτόν, τρία χρόνια πίσω, στα τέλη του 2009: 600 χιλιάδες τότε, 500 σήμερα. Αντί λοιπόν το ελληνικό κράτος να σκεφτεί τι θα κάνει προκειμένου να μην πετιούνται σε καθεστώς παρανομίας δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που είχαν μπει σε μια τροχιά κοινωνικής ενσωμάτωσης, φροντίζει να ακολουθήσει τη «συνταγή του εργένη», όπως ακριβώς μου έλεγε υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.: «ο εργένης σκουπίζει, αλλά δεν έχει φαράσι και πάντα σπρώχνει κάτω από το κρεβάτι ό,τι σκουπίζει». Η μεταφορά είναι ενδιαφέρουσα: οι περιώνυμες «επιχειρήσεις – σκούπα» που έγιναν τα τελευταία χρόνια ήταν τέτοιου είδους εγχειρήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα γνωστά σε ό,τιαφορά το επίδικο ζήτημα της ανάσχεσης του μεταναστευτικού πληθυσμού.

Οι πιο δύσοσμες όμως συνέπειες του «Ξένιου Διός» αλλά και αντίστοιχων εγχειρημάτων κράτησης που ήδη εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε παραμεθόριες περιοχές όπως ο Έβρος, είναι ο εθισμός της ελληνικής διοίκησης σε ένα νέο τύπου «σωφρονισμού» των ανθρώπων αυτών σε χώρους που δεν πληρούν στοιχειώδεις προδιαγραφές καταστημάτων κράτησης (έστω και ελληνικών). Τοσωφρονιστικό σύστημα είναι καθρέφτης της κοινωνίας.Δι’αυτού,  αναμενόμενο  μάλλον, η εικόνα της κοινωνίας μας είναι άθλια. Σε σύνολο δώδεκα χιλιάδων κρατουμένων στην Ελλάδα σε συνθήκες για τις οποίες κάθε άλλο παρά περήφανο είναι το ελληνικό κράτος, η επιχείρηση «Ξένιος Δίας» έρχεται να προσθέσει άλλους τέσσερις χιλιάδες (από μια ομάδα – στόχου περίπου δύο εκατοντάδων χιλιάδων) σε κέντρα κράτησης τα οποίαείναι πιο κοντά σε στρατόπεδα κράτησης παρά σε φυλακές. Ταυτόχρονα, τα αστυνομικά τμήματα στη χώρα έχουν de facto μετατραπεί σε άτυπα κέντρα κράτησης, όπου οι μετανάστες στοιβάζονται σωρηδόν για μήνες … Συζητάμε για διοικητικές πρακτικές εγκλεισμού που παραπέμπουν στις πιο μαύρες σελίδες της ευρωπαϊκής (και ελληνικής) ιστορίας.
Το εγχείρημα πέραν από απάνθρωπο είναι και απρόσφορο. Ένας στοιχειωδώς εχέφρων άνθρωπος, ακόμη και αν δεν ενοχλείται όσο κάποιοι άλλοι από τις συνθήκες κράτησης διότι θεωρεί ότι δεν τον αφορούν, όλο και θα πρέπει να σκέφτεται τι νόημα έχει όλη αυτή η ιστορία. Ούτε το πρόβλημα δεν λύνει και συν τοις άλλοις οξύνει τα πνεύματα σε μια ούτως ή άλλως δύσκολη περίοδο. Διότι, ας μην ξεχνάμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, πρόσημο της επιχείρησης «Ξένιος Δίας» (τα αδιέξοδα της πρώτης φάσης της οποίας βιώνουμε και θα συνεχίσουμε να βιώνουμε αφού δεν υπάρχει κάποιο στοιχειώδες σχέδιο για το «μετά» την κράτηση) είναιωμά ταξικό. Δεν συλλαμβάνονται, ούτε κρατούνται όλοι, αλλά οι παρίες του μεταναστευτικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Αυτοί που χαλάγανε την εικόνα των ελληνικών πόλεων. Αυτοί που ο νοικοκύρης «δεν θέλει να βλέπει».Η εξαθλίωση είναι ανυπόφορη πρωτίστως να τη βιώνει κανείς και δευτερευόντως να την βλέπει ο άλλος.
Όμως, το « δεν θέλουμε να τους βλέπουμε» δε λέει τίποτε ή για την ακρίβεια λέει κι άλλα. Πιο άσχημα …Επί των ημερών μας, γνωρίζουμε και θα γνωρίσουμε κι άλλους φτωχούς που χαλούν εξίσου την πρόσοψη ενός αποδιαρθρωμένου αστικού ιστού. Ωστόσο, αυτοί πλέον δεν (θα) είναι μετανάστες αλλά «δικοί μας»… Με αυτά τα «μιάσματα» – για να χρησιμοποιήσω μια λέξη ιστορικά οικεία στην Ελλάδα – τι θα κάνουμε; Ούτε αυτοί είναι άξιοι θέασης. Έναν, δύο τρεις, πολλούς «Ξένιους Δίες»; Άλλες επιχειρήσεις; Το χειμώνα είχαμε τη επιχείρηση «Θέτις»  με άλλη ομάδα στόχου: υποχρεωτική «ανθρωπιστική βοήθεια» σετοξικοεξαρτημένους, χωρίς διακρίσεις ιθαγένειας …

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιωμάτα του Ανθρώπου είχε τότε επισημάνει πως «η ασκούμενη πολιτική έχει περάσει στην ταύτιση της ποινικής καταστολής με την κοινωνική πρόνοια.» Εφόσον η κοινωνία και η πολιτεία εθιστεί στη λογική του εγκλεισμού του απόκληρου, λίγο θα την ενδιαφέρει αν ο απόκληρος είναι έλληνας ή ξένος. Όπως, διόλου δεν ενοχλείται, αντίστροφα, από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό του Σαουδάραβα επενδυτή, στον οποίο κάνει τεμενάδες μήπως επενδύσει στην οικονομία που καταρρέει. Αυτό το Ισλάμ (παρεμπιπτόντως το πιο αντιδραστικό παγκοσμίως) το θέλει. Έστω, το ανέχεται. Το Ισλάμ του φτωχού πακιστανού την πειράζει…
Για τους λόγους αυτούς πρέπει να παλέψουμε ώστε να μη προλάβει ο «Ξένιος Δίας» να κάνει δεύτερα γενέθλια. Διότι όσο μεγαλώνει, τόσο μολύνει με το τοξικό του μήνυμα την αποδομημένη ελληνική διοίκηση και μια ήδη δηλητηριασμένη κοινωνία.  Είμαστε ριζικά ενάντια στον «Ξένιο Δία» όχι μόνο επειδή εγγράφεται στη λογική του «εργένη» που είπε ο αστυνομικός.Πρωτίστως επειδή, δεν θέλουμε μια κοινωνία εθισμένη στο να τοποθετεί εκτός κοινότητας τους απόκληρούς της,ημεδαπούς ή αλλοδαπούς προσποιούμενη ότι βρήκε λύσεις στο πρόβλημά της. Αυτή είναι μια απάνθρωπη και μόνο κατ’επίφαση ασφαλής κοινωνία.
Όσο περισσότερο ποντάρεις σαν κράτος στην καλλιέργεια της ανασφάλειας, τόσο περισσότερο κινδυνεύεις. Η Αμυγδαλέζα είναι απλώς τα προεόρτια…

 

*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 

b2ap3_thumbnail_amygdaleza3b2ap3_thumbnail_amygdaleza-1-315x236

 

Αναδημοσίευση από: http://omniatv.com/blog/3235-%CE%B1%CE%BC%CF%85%CE%B3%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%B6%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B9-%CE%AD%CF%80%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%BA%CE%B9-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B5%CF%82

Μαρτυρία για την επίθεση των ναζιστών στο ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ από αξιωματικό του Ε.Σ.

image-11Επιστολή από αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού για την φασιστική επίθεση στον κοινωνικό χώρο «Συνεργείο» της Ηλιούπολης – καταγγέλλει ότι οι χρυσαυγίτες επιτέθηκαν ακόμη και κατά δεκαπεντάχρονων παιδιών.

 

«Nιώθω την ανάγκη να μοιραστώ με όλους σας κάποια γεγονότα που διαδραματίστηκαν μπροστά στα μάτια μου την Tετάρτη 10 Iουλίου στην κεντρική πλατεία της Hλιούπολης. Πέρα από τα γεγονότα, θα ήθελα να σας πω και για τα αισθήματα που ένιωσα εκείνη τη στιγμή, αλλά και όλες τις επόμενες ημέρες μέχρι και σήμερα που γράφω αυτήν την επιστολή. Kαταρχήν να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι ούτε ακροαριστερός, ούτε ακροδεξιός. Δεν μπαίνω ούτε στο καλούπι του δεξιού, ούτε του αριστερού. Γενικά δεν μπαίνω σε κανένα καλούπι και το κυριότερο: δεν με βάζει κανένας σε κανένα καλούπι. Ωστόσο θα ήθελα να αναφέρω το επάγγελμα μου, γιατί αυτό αποτελεί μία αρκετά σημαντική λεπτομέρεια στην υπόθεση. Eίμαι αξιωματικός του Eλληνικού Στρατού.

Aυτό που έζησα στην πλατεία της Hλιούπολης ήταν τραγικό και συνάμα τρομακτικό. Περίπου 30-40 μηχανάκια με δύο άτομα το καθένα (60-80 άτομα), φορώντας κράνη και μπλούζες της Xρυσής Aυγής, εξοπλισμένοι με καδρόνια και ξεφτιλίζοντας την ελληνική σημαία που κρατούσαν στα χέρια τους (είτε δεμένη στα καδρόνια τους), εμφανίστηκαν στην πλατεία και φώναζαν τα συνθήματά τους, πετώντας ταυτόχρονα διάφορα φυλλάδια. Eγώ έτυχε να πίνω τον καφέ μου με παρέα σε μία καφετέρια της πλατείας. Όταν τους είδα, είπα: “Eχει καταντήσει πόλεμος συμμοριών, οι μεν κοπανάνε τους δε και… τούμπαλιν”. Mέχρι εκείνη την ώρα δεν φανταζόμουν το τι θα ακολουθήσει και ήμουν σχετικά ήρεμος, ψύχραιμος και ατάραχος.

Tα μηχανάκια σταμάτησαν έξω από έναν χώρο (που ούτε καν ήξερα τι ήταν) στα 70-80 μέτρα μακριά μου. Ξαφνικά ξεκίνησαν να σπάνε τα πάντα σε αυτόν τον χώρο. Eκείνο όμως που με εξόργισε και με έβγαλε εκτός εαυτού ήταν όταν τρία παιδάκια (15 χρονών το πολύ) πέρασαν τρέχοντας μπροστά από την καφετέρια. Διαπίστωσα ότι αυτοί οι ψευτόμαγκες με τα κράνη και τα καδρόνια κυνηγούσαν αυτά τα πιτσιρίκια! Δεν άντεξα και προφανώς σηκώθηκα και έφυγα από την καφετέρια και έτρεξα αμέσως προς τα εκεί. Tότε διαπίστωσα ότι έξω από τον χώρο που κατέστρεψαν, είχαν ρίξει έναν μεσήλικα στο έδαφος και ένα ένα τα “πρόβατα” περνούσαν και έδειχναν τη μαγκιά τους και τον βαρούσαν, ενώ ήταν ήδη πεσμένος και μέσα στα αίματα. Πήγα λοιπόν να τον σώσω φωνάζοντας, να τον προστατεύσω από τα χειρότερα και μετά να τον ηρεμήσω καθώς είχε πάθει σοκ. Tα μηχανάκια συνέχισαν επιδεικτικά να κάνουν τον “γύρο του θριάμβου”, όταν ένα από αυτά ξανασταμάτησε και ο ψευτόμαγκας συνοδηγός με ρώτησε “Eσύ τι κοιτάς;”. «Eσένα» του απάντησα ορμώμενος από τον θυμό μου και την υπερένταση. Bέβαια αυτό παρ’ ολίγον θα προκαλούσε και τον δικό μου ξυλοδαρμό. Λογικά θα είχα την τιμή να είμαι ο πρώτος Eλληνας αξιωματικός του Στρατού που θα έτρωγε ξύλο από χρυσαυγίτες. H ειρωνεία θα ήταν ότι θα με ξάπλωνε η σημαία που υπηρετώ εδώ και 15 χρόνια ως Eλληνας αξιωματικός. Eυτυχώς για μένα (και τη μανούλα μου) εκείνη τη στιγμή ο “τσοπάνος” τους, έδωσε το σήμα της υποχώρησης και της εξόρμησης σε άλλη περιοχή. Kάπως έτσι τη γλίτωσα. Kαθαρά από θέμα τύχης και συγκυρίας.

Eυχαριστώ τους γονείς μου που με μεγάλωσαν με αυτές τις αρχές ώστε να σηκωθώ και να προσπαθήσω να σταματήσω αυτήν την ψευτομαγκιά, σε αντίθεση με όλους τους υπολοίπους που καθόντουσαν και κοιτούσαν, συνεχίζοντας να πίνουν τον «φραπέ του Nεοέλληνα”. Λογικό βέβαια αρκετοί να φοβήθηκαν και να προτίμησαν να μην εμπλακούν, αλλά αν εκείνη τη στιγμή σηκωνόμασταν όλοι από τις καφετέριες και τα φαγάδικα της πλατείας (δόξα τω Θεώ ήταν όλα γεμάτα), και απλά τους γιουχάραμε, δεν θα γινόταν αυτό το κακό. Aλλη λεπτομέρεια είναι ότι εγώ δεν είμαι καν δημότης Hλιούπολης, αλλά μένω λίγα χρόνια εκεί και σύντομα θα ξαναφύγω. Πώς ανέχτηκαν αυτούς τους ψευτόμαγκες στην περιοχή τους; Πώς ανέχτηκαν να κυνηγηθούν από αυτούς τους τραμπούκους τα δικά τους παιδιά;

Δεν με νοιάζει αν είναι χρυσαυγίτες, αναρχικοί, KNίτες, ONNEΔίτες, Aρειανοί, ΠAOKτσήδες, Oλυμπιακοί, αστυνομικοί κ.ο.κ. Δεν διαλέγω στρατόπεδο. Aυτές οι ψευτομαγκιές του τύπου “φοράω κράνος, παίρνω καδρόνια και μαχαίρια και 100 άτομα ορμάμε σε έναν (και μάλιστα 15χρονο ή 60χρονο)” είναι η κατάντια της ελληνικής κοινωνίας. Aυτή η λογική ότι θα επιβάλλω εγώ τον νόμο ή αυτό που θεωρώ εγώ σωστό, θα μας οδηγήσει σε πολύ δύσκολες καταστάσεις για όλους μας.

Ένα πράγμα, όμως, μου έδωσε κουράγιο και ελπίδα για το μέλλον αυτής της πατρίδας, χώρας, κοινωνίας (πείτε την ο καθένα σας όπως γουστάρει). Tην επόμενη ημέρα περιέγραψα τα γεγονότα περιληπτικά σε μια δημοσίευση που έκανα στο facebook. Δεν είναι μόνο τα σχόλια που έγιναν από τους φίλους μου (η συντριπτική πλειονότητα των οποίων καταδίκαζε τον τραμπουκισμό και ταυτόχρονα μου έδιναν συγχαρητήρια για την πράξη μου), αλλά και τα δεκάδες τηλεφωνήματα που δέχτηκα από γνωστούς και άγνωστους(!). Oι συγγενείς ανησύχησαν πρωτίστως για την υγεία μου και στη συνέχεια εξήραν τη στάση μου. Aυτοί, όμως, είναι υποκειμενικοί κριτές. Tο πρωτοφανές της υπόθεσης είναι ότι με θυμήθηκαν και μου έδωσαν συγχαρητήρια συνάδελφοι αξιωματικοί που είχαμε να μιλήσουμε μερικά χρόνια, συμμαθητές από το λύκειο με τους οποίους είχα να μιλήσω πάρα πολύ καιρό, παλιοί μου στρατιώτες, κάποιοι από τους καθηγητές που είχα σε σχολές και πανεπιστήμια και πολλοί πολλοί άλλοι. Mίλησα ακόμα και με άτομα που είχαν ψηφίσει Xρυσή Aυγή στις τελευταίες εκλογές, οι οποίοι άρχισαν να συνειδητοποιούν πόσο έχει ξεφύγει η κατάσταση και πόσο λάθος είναι όλο αυτό που γίνεται στις μέρες μας.

Oπλισμένος λοιπόν, όχι με κάποιο όπλο ή με κάποια τάση εκδίκησης, αλλά με όλα αυτά τα αισιόδοξα μηνύματα που δέχτηκα από τους δικούς μου ανθρώπους, ελπίζω πως όλοι μας θα συνειδητοποιήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης που πάει να παγιωθεί και να γίνει μόδα, ώστε να κάνουμε κάτι πριν είναι πολύ αργά. Kαι επειδή πολλοί από εσάς θα μου πείτε αυτό που μου λένε εδώ και αρκετά χρόνια όσοι ξέρουν εμένα και την κοσμοθεωρία μου «ε και τι θα κάνεις; Eπανάσταση; Θα αλλάξεις όλο τον κόσμο;», θα σας πω με πλήρη αυτογνωσία και απόλυτη ειλικρίνεια “δεν ξέρω αν θα αλλάξω όλον τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Δεν θα συμβιβαστώ”.

YΓ: Eσύ ψευτόμαγκα που με ρώτησες “Eσύ τι κοιτάς;” έχοντας στα χέρια σου ένα ματωμένο καδρόνι με την ελληνική σημαία πάνω, αφού δεν όρμηξες τώρα με τις «πλάτες» των υπολοίπων 80 ομο”ιδεα”τών σου (η θέση των εισαγωγικών δεν είναι τυχαία), φρόντισε να ξυπνήσεις, γιατί την επόμενη φορά θα πρέπει να έχεις άλλους 200 ώστε να είσαι σίγουρος ότι θα εκτελέσεις την αποστολή που σου αναθέτουν».

Αναδημοσίευση από: http://left.gr/news/martyria-gia-tin-epithesi-hrysaygiton-sto-synergeio-apo-axiomatiko-toy-ellinikoy-stratoy

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

 

 ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΟΙ ΨΥΧΙΚΑ ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΠΗΡΟΙ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ

ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ ΤΗΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗΣ ΑΛΥΣΙΔΑΣ ΑΠΟΛΥΣΕΩΝ ΔΕΚΑΔΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

 

Όπως ανακοινώθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά με επίσημη δήλωση, στο ΔΣ της ΟΛΜΕ, του Υπουργού Oικονομικών Στουρνάρα, αυτού του ως ρομπότ εκφωνητή των επιταγών της τρόικας, «οι πρώτοι που θα δουν το δρόμο της εξόδου (στη Εκπαίδευση, αλλά, προφανώς, και σ΄ ολόκληρο τον Δημόσιο τομέα) θα είναι οι ψυχικά ασθενείς, οι χρόνια πάσχοντες και οι αναξιοπαθούντες».

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, και είναι σημαντικό να επισημανθεί, ότι σε όλο αυτό το πογκρόμ των απολύσεων και την διάλυση του Δημόσιου που έχει ξεκινήσει, προστίθεται η άκρως ρατσιστική παράμετρος των ψυχικά πασχόντων και των αναπήρων ως των πρώτων που, συμβολικά, θα πεταχτούν στον Καιάδα. Σε μια προσπάθεια δραστηριοποίησης και λαϊκίστικης αξιοποίησης, σε μια λογική κοινωνικού αυτοματισμού, των πιο σκοτεινών ενστίκτων των πιο κατεστραμμένων και κονιορτοποιημένων από την κρίση κοινωνικών στρωμάτων κατά όλων αυτών των «περιττών», των «άχρηστων», που υποτίθεται ότι αποτελούσαν κομμάτι της «κακοδαιμονίας του δημόσιου» και «σπατάλη δημόσιου χρήματος» και που, «επιτέλους», ο «εξορθολογισμός» των δημόσιων δαπανών, στη λογική του πιο αποστειρωμένου νεοφιλελευθερισμού, τους εξαποστέλλει εκεί που θα έπρεπε να είναι από την αρχή, στον κοινωνικό αποκλεισμό και στον θάνατο.

Η μόνη, ίσως, διαφορά από προηγούμενες εποχές οργανωμένης εξόντωσης των ψυχικά πασχόντων (και ένα από τα στοιχεία που κάνουν αυτή την περίοδο πολύ χειρότερη από ό,τι γνωρίσαμε στο παρελθόν) είναι ότι, το «επόμενο στάδιο», της απόλυσης, δηλαδή, της μάζας των «κανονικών», γίνεται ταυτόχρονα με την απόλυση των «μη κανονικών».

Φυσικά, κανείς δεν μιλάει για την ανάγκη πολλών εκ των ανθρώπων με προβλήματα ψυχικής υγείας για εργασία ως ενός από τους βασικούς παράγοντες για την «καλή ψυχική υγεία» και την κοινωνική ενσωμάτωσή τους. Ούτε για το γεγονός ότι η απόλυση πολλών εξ΄ αυτών (σε μεγάλο βαθμό , ή και πλήρως, ενσωματωμένων στην λειτουργία της υπηρεσίας) εξαιτίας της «ψυχικής πάθησής» τους, θα σημάνει δραματική επιδείνωση της ψυχικής τους κατάστασης, ως απώλεια ρόλου και νοήματος εντός του κοινωνικού πλαισίου. Ούτε, επίσης, για το γεγονός ότι πολλοί «χρόνια πάσχοντες» είναι πολύ καλά ενσωματωμένοι στο πλαίσιο και συνεπείς στην εργασία που τους έχει ανατεθεί.

Ορισμένοι άλλοι κατηγοριοποιούνταν (στη πραγματικότητα, «κατασκευάζονταν» από το σύστημα) ως μη «παραγωγικοί» και ως «πρόβλημα» γιατί (όπως συνέβαινε και με τον ρόλο, την «απόδοση» και την «αποστολή» και των «κανονικών») ήταν η ανεπαρκής «οργάνωση της εργασίας» που δεν λάμβανε υπόψιν τις ιδιαιτερότητες του καθενός, καθώς σχεδόν ποτέ δεν λήφθηκε μέριμνα να τοποθετηθούν σε κατάλληλη θέση ανάλογα με το «όλον» των δεξιοτήτων τους (και με την αρμόζουσα εκάστοτε στήριξη), αλλά πιέζονταν να λειτουργούν υπό τους πιο ψυχοπιεστικούς και ακατάλληλους γι΄ αυτούς όρους.

Μια οργάνωση και κουλτούρα της εργασίας στην λογική της περιθωριοποίησης και του αποκλεισμού του (έστω και λίγο) «διαφορετικού», ή, απλώς, της ανοχής του, ως βάρος που το κουβαλάμε, αλλά όχι σε ουσιαστικό διάλογο μαζί του, μέσω της δημιουργίας «χώρου» (για επικοινωνία, κατανόηση και εργασιακό ρόλο) για όλους.

Κι΄ όμως, για πολλά χρόνια, οι διαδοχικές κυβερνήσεις των κομμάτων, που τώρα αποτελούν την συγκυβέρνηση, συνυπέγραφαν, με την ΕΕ, συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» πολλών εκατομμυρίων, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό «μη κερδοσκοπικό» τομέα, όπου, στα «τεχνικά δελτία» των προγραμμάτων που υποβάλλονταν και που γίνονταν δεκτά, η εργασία θεωρούνταν (αλλά μόνο στα λόγια) αυτό που πραγματικά ήταν, ως εκ των ουκ άνευ παραγόντων για την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και την κοινωνική επανένταξη. Οχι μόνο η εκπαίδευση/κατάρτιση και ανεύρεση εργασίας αλλά και η στήριξη στο χώρο εργασίας (όσων ήδη είχαν, για να βοηθηθούν να τη διατηρήσουν). Σήμερα, όλα αυτά, έστω και σαν λόγια, φαίνεται σαν ν΄ ανήκουν σε μια «προϊστορική εποχή».

Αν και ήδη από τότε ήταν φανερό ότι επρόκειτο πρωτίστως για μια συμπαιγνία, ένθεν κακείθεν, για την απλή απορρόφηση (και «εξαέρωση») κονδυλίων (με ελάχιστες εξαιρέσεις. που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα), χρειάστηκε να φτάσουμε στο ξέσπασμα της κρίσης και στο μνημόνιο για να δούμε και τους δυο συμβαλλόμενους αυτής της παρωδίας «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης», την ΕΕ, ως μέλος της τρόικας και την δικομματική κυβέρνηση, ως πιστό και υπάκουο εντολοδόχο, να βάζουν στο στόχαστρο αυτούς ακριβώς που υποτίθεται ότι «μοχθούσαν» να στηρίξουν ψυχοκοινωνικά και να επανεντάξουν, τους ψυχικά πάσχοντες.

Και είναι ο πιο εύκολος τρόπος για το σύστημα, τώρα που θέτει σε άμεση εφαρμογή τον στρατηγικό του στόχο της διάλυσης του Δημόσιου και της πλήρους ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, με τον περιορισμό του κράτους σ΄ έναν απλώς επιτελικό ρόλο, να εξατομικεύει την ευθύνη για την δομική δυσλειτουργία ενός ανέκαθεν πελατειακού και προσανατολισμένου στην εξυπηρέτηση των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων Δημόσιου τομέα: φταίνε τα άτομα, οι «κακοί» υπάλληλοι, αυτοί που δεν τηρούσαν το ωράριο, οι κάθε είδους «επίορκοι» και φυσικά, ποιοί άλλοι, οι πλέον οφθαλμοφανώς «άχρηστοι», οι άνθρωποι με προβλήματα ψυχικής υγείας……

Και αυτό δεν είναι το μόνο σημείο που ο βαθύς κρατικός ρατσισμός και οι φασιστικές αντιλήψεις και πρακτικές της («δικομματικής» αυτή την περίοδο) κυβέρνησης του μνημονίου έρχονται σε αγαστή συναντίληψη και συνέργια, κατά μήκος του ακροδεξιού τόξου, με την ναζιστική Χρυσή Αυγή. Το ίδιο αφορά και τον τομέα της Υγείας, με τον άκρως ρατσιστή και φασιστικών αντιλήψεων υπουργό Α. Γεωργιάδη κοκ.

Γιατί είναι, πλέον, σαφές ότι ο κοινωνικοοικονομικός πυρήνας του σύγχρονου ρατσισμού

και νεοναζισμού και των κρατικών αγκυρώσεών τους είναι αυτός ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός, όχι ως λύση της κρίσης, αλλά ως επιβίωση του καπιταλισμού και των συμφερόντων των ολίγων εις βάρος ολόκληρης της κοινωνίας, μια επιβίωση που είναι αδύνατη χωρίς την κυριολεκτική εξόντωση των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.

Πιστεύουμε ότι η χρησιμοποίηση των ψυχικά πασχόντων ως του πιο εύκολου στόχου και ως ένα ρατσιστικού χαρακτήρα σερβίρισμα του κοινωνικού εγκλήματος που επιτελείται αυτή τη στιγμή με την έναρξη της διαδικασίας δεκάδων χιλιάδων απολύσεων στο Δημόσιο (όπως αντίστοιχα γίνεται και στον ιδιωτικό τομέα), δεν είναι κάτι που αφορά απλώς αυτή την συγκυρία, αλλά το μέλλον, εντός του οποίου εισερχόμαστε με ταχείς ρυθμούς και το οποίο καθρεφτίζεται σε οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος.

Είναι, και από αυτή την άποψη, σημαντικό, στα πλαίσια του αγώνα των συνδικάτων (ΟΛΜΕ, ΠΟΕ-ΟΤΑ, ΑΔΕΔΥ κλπ)και όλων των πολιτικών φορέων της αριστεράς, να τεθεί, ως αναπόσπαστο μέρος του αγώνα ενάντια στις απολύσεις (διαθεσιμότητες, κινητικότητες και λοιπές μετονομασίες των απολύσεων) και στην καταστροφή του Δημόσιου, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων, και πρωτίστως αυτού της εργασίας, και των εργαζομένων με προβλήματα ψυχικής υγείας ή αναπηρίας στο Δημόσιο και οπουδήποτε.

Δεν πρέπει επ΄ ουδενί να επιτραπεί η χρησιμοποίηση της όποιας ψυχικής διαταραχής (και μάλιστα, τελείως μέσω του γραφειοκρατικού αυτοματισμού, χωρίς καμιάν αξιόπιστη επιστημονική διαδικασία από αρμόδιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας) ως δικαιολογία για εξοστρακισμό και, γιατί όχι (όπως ο κυβέρνηση επιδιώκει), και διχαστικών μέσα στις τάξεις των εργαζομένων καταστάσεων.

Αναδημοσίευση από: http://www.psyspirosi.gr/2009-03-13-13-12-12/725-2013-07-29-17-24-58.html

Σημειώσεις για τον φασισμό

url roma_14604484_20250

 

Tου Δημήτρη Κωτσάκη (1)

 

Το θέμα του φασισμού ήταν κεντρικό στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1970. Ήταν η εποχή της δεύτερης παγκόσμιας κρίσης, μετά την κρίση της δεκαετίας του 1930, η οποία ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη του φασισμού. Αρχή της συζήτησης ήταν η ενότητα στη διαφορά του «παλιού» με τον «νέο» φασισμό. Χαρακτηριστικό ήταν το κείμενο του Αντρέ Γκλυκσμάν στο περιοδικό Μοντέρνοι Καιροί το 1972 με τίτλο «Φασισμοί: παλιός και νέος».[2] Οι σκέψεις που ακολουθούν, συμφωνούν εν πολλοίς με όσα λέγονται στο κείμενο αυτό για τον παλιό φασισμό. Αλλά διαφέρουν ουσια­στικά με όσα λέγονται για τον νέο. Η διαφορά ξεκινάει από την ιστορική θεώρηση του αναπτυσσόμενου μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970 κράτους, όπως εκτίθε­ται στο βιβλίο 3 και 1 κείμενα,[3] ως υπερεθνικό ολιγαρχικό κράτος. Οι παρακάτω ση­μειώσεις παρουσιάζουν θέσεις σε βασικά σημεία της περί παλιού και νέου φασι­σμού σημερινής συζήτησης.

Φασισμός

Ας αρχίσουμε με τον όρο «φασισμός». Ο όρος προέρχεται από το ιταλικό fascio (δέ­σμη) που υπάρχει στον τίτλο της πολιτικής οργάνωσης Fascio d’ Azione Revoluzionaria (FAR), που ίδρυσε ο Μουσολίνι το 1914. Στα ελληνικά το fascio υπάρχει ως δεσμός στον τίτλο της παραστρατιωτικής οργάνωσης Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ), που ιδρύθηκε το 1944 για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύ­νου».

Σε ό,τι λέγεται εδώ, ως φασισμός εννοείται η ιδεολογική – πολιτική κατεύ­θυνση και η κρατική λειτουργία των δεσμών ολοκληρωτικής εξουσίας, όπως αναπτύσσονται σύμφωνα με τα ακόλουθα. Πρώτον, αρχή του φασισμού είναι ο πόλεμος, το πνεύμα του είναι ο μιλιτα­ρισμός. Η βάση της πολεμικής του συγκρότησης είναι το έθνος, αξίωμά του είναι ο εθνικισμός (ο λεγόμενος «πατριωτισμός»). Με δεδομένη την ιδεολογική ταυτότη­τα ιταλικού φουτουρισμού και φασισμού κατά τη γέννηση των δύο κινημάτων στις αρχές του 20 αιώνα στους χώρους του πολιτισμού και της πολιτικής αντίστοιχα, χαρακτηριστικό είναι το άρθρο 9 στο Φουτουριστικό Μανιφέστο που συνέταξε ο Μαρινέτι το 1909: «Θα υμνούμε τον πόλεμο —τη μόνη υγιεινή του κόσμου— τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό». Για να καταλήξει, βεβαίως, στο «θα περιφρονούμε τις γυναίκες».

Δεύτερον, στην εθνική βάση της πολεμικής του συγκρότησης, ο φασισμός συν­θέτει την οικονομική με την πολιτική εξουσία σύμφωνα με τις αρχές που ανέπτυξε ο Χίτλερ στον λόγο που εκφώνησε στη Λέσχη των Βιομηχάνων το 1923. Όπως τις α­ναφέρει ο Γκλυκσμάν στο κείμενο που προαναφέρθηκε, οι αρχές αυτές περιλαμβά­νουν: «την ανισότητα (“οι άνθρωποι έχουν διαφορετική απόδοση”), την ιεραρ­χία (“την απόλυτα αντιδημοκρατική αρχή της χωρίς όρους αυταρχικής εξουσίας πάνω στη βάση, και την απόλυτη υπευθυνότητα στην κορυφή”) και τον νόμο του αρχηγού (fuhrersprinzip)». Με τη σύνθεση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, ο φασισμός μεταφέρει τον εγγενή στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία οικονομικό δεσποτισμό στον ανατρεπτικό της αστικής δημοκρατίας πολιτικό δεσποτισμό.

Μορφές του φασισμού

Με την παραπάνω έννοια του όρου, θα διακρίνουμε εδώ δύο ιστορικές μορφές του φασισμού, οι οποίες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους αλλά δεν αντιτίθενται, εί­ναι συμπληρωματικές όψεις του φασιστικού φαινόμενου.

Κρατικός φασισμός: Εδαφική κυριαρχία (πατρίδα)

  • Ο φασισμός ως κρατικός ολοκληρωτισμός.

Εθνικός φασισμός: Ενότητα αίματος (φυλή)

  • Ο φασισμός ως εθνικός ολοκληρωτισμός.

Η εθνική βάση του φασισμού που εδώ αναφέρεται ως «κρατικός φασισμός» είναι πολιτισμική. Στο ιδεολογικό πλαίσιο του κρατικού φασισμού, ο όρος «έθνος» πα­ραπέμπει στο κοινωνικό σώμα, η ταξική ιεραρχία του οποίου ασκεί την ιδεολογική και πολιτική εξουσία στον κοινωνικό χώρο του κράτους: της εδαφικής κυριαρχίας στη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται ως «πατρίδα». Το έθνος, σε αυτά τα συμφραζόμενα, δεν έχει φυλετική βάση. Συγκροτείται από την ιδεολογικά αναπαραγόμενη από το κράτος συλλογική μνήμη των πολιτών του, η ο-ποία συνδέει τη φερόμενη ιστορική καταγωγή του έθνους με τον προδιαγραφόμενο ιστορικό του προορισμό. Και όπου το συνδεόμενο με το «έθνος» κράτος δεν είναι υπαρκτό, όπως στις περιπτώσεις μιας διεκδικούμενης «εθνικής ανεξαρτησίας» ή «ένωσης», η ανα­παραγωγή της συλλογικής μνήμης που συγκροτεί το έθνος είναι έργο μιας θρησκευτικής-πολιτικής «εθνάρχουσας» συλλογικότητας, που διεκδικεί για τον εαυτό της θέση σε μια συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία.

Σε αντιδιαστολή με τον κρατικό φασισμό, η εθνική βάση του φασισμού που εδώ αναφέρεται ως «εθνικός φασισμός» είναι φυλετική. Ο όρος «έθνος», τώρα, παραπέμπει στην ενότητα αίματος των πολιτών του κράτους Το έθνος δεν συγκρο­τείται πολιτισμικά σε ένα κρατικό πλαίσιο, αλλά φυλετικά υπεράνω κρατικών πλαι­σίων. Η κατά τα παραπάνω πολιτισμική ενότητα του έθνους θεωρείται ως συνέπεια της φυλετικής του ενότητας. Υποδειγματική έκφραση του φυλετικού χαρακτήρα του εθνικού φασισμού είναι το 4 από τα 25 σημεία του προγράμματος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος: «Μόνο μέλη του Έθνους μπορούν να είναι πολίτες του Κράτους. Μόνον αυτοί με γερμανικό αίμα, ανεξαρτήτως πεποιθή­σεων, μπορούν να είναι μέλη του Έθνους. Συνεπώς, κανείς Εβραίος δεν μπορεί να ανήκει στο Έθνος». Υποδειγματική εκδοχή της κρατικής ολοκλήρωσης του εθνικού φασισμού είναι το τρίτο Ράιχ. Υποδειγματική του πράξη, το ολοκαύτωμα.

Έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του φασισμού η διάκριση της κρατικής πολιτισμικής από την εθνική-φυλετική του μορφή και η ιστορική διαφορά του παλιού από τον νέο φασισμό στην κάθε μία από τις δύο αυτές μορφές του.

Η ιστορική διαφορά των κρατικών μορφών του φασισμού

Αρχίζουμε με τη διαφορά των δύο κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέ­ου, οριοθετώντας τις δύο ιστορικές εποχές με την παγκόσμια κρίση του 1970, την κρίση που ορίζει το πέρασμα από το εθνικό κράτος στο υπερεθνικό κράτος, όπως ειπώθηκε στην αρχή.

Παλιός φασισμός

  • Συμπληρωματικότητα αστικής δημοκρατίας και φασισμού στο εθνικό κράτος: ο φασισμός είναι εθνική αστική δικτατορία που αναδύεται από την εθνική αστι­κή δημοκρατία ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

Νέος φασισμός

  • Συμβολή του φασισμού στη συγκρότηση της ολιγαρχίας του πλούτου στο υπερε­θνικό κράτος: ο φασισμός είναι εγγενές πολιτικό, γραφειοκρατικό, αστυνο­μικό και στρατιωτικό στοιχείο του κράτους της υπερεθνικής αστικής ολιγαρχίας.

Η ουσία της διαφοράς των δύο κρατικών μορφών του φασισμού είναι ότι στον παλιό φασισμό, που αναπτύσσεται στο ιστορικό πλαίσιο του εθνικού κράτους, α­ντιστοιχούν δύο συμπληρωματικά —έχει ιδιαίτερη σημασία η συμπληρωματικότητά τους— πολιτεύματα: η διαπερατή από τον φασισμό αστική δημοκρατία, που αποτε­λεί το κανονικό πολίτευμα της αστικής κοινωνίας, και η συγκροτούμενη από τον φασισμό αστική δικτατορία, ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης προς αντιμετώπιση του ταξικού κινδύνου. Ενώ στον νέο φασισμό, που αναπτύσσεται στο ιστορικό πλαίσιο του υπερεθνικού κράτους, αντιστοιχεί ένα και μόνο πολίτευμα: η περιέχουσα φασι­στικά στοιχεία αστική ολιγαρχία.

Το κρίσιμο σημείο της διαφοράς των δύο φασισμών είναι ότι, κατά τον νέο φασισμό, η αστική ολιγαρχία περιέχει φασιστικά στοιχεία, δεν συγκροτεί­ται φασιστικά, δεν είναι καθεστώς κρατικού ολοκληρωτισμού, όπως συμβαίνει με την αστική δικτατορία του παλιού φασισμού. Το καθοριστικό εδώ είναι η ως προς τον φασισμό ομοιότητα των δύο αστικών πολιτευμάτων: του δημοκρατικού και του ολιγαρχικού. Ο φασισμός μετέχει και των δύο, είναι εγγενής στο αστικό πο­λίτευμα εν γένει. Καθώς, από τη μία πλευρά, η αστική δημοκρατία είναι διαπερατή από τον φασισμό, με την έννοια ότι ο φασισμός αναδύεται νόμιμα, με συνταγματι­κά κατοχυρωμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, από την αστική δημοκρατία ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Και, από την άλλη πλευρά, η αστική ολιγαρχία περιέ­χει φασιστικά στοιχεία, με την έννοια ότι η πολιτική, γραφειοκρατική, αστυνομική και στρατιωτική της συγκρότηση χρησιμοποιεί αναγκαστικά, σύμφωνα με τον ολι­γαρχικό της χαρακτήρα, δεσμούς ολοκληρωτικής εξουσίας.

Έχει ιδιαίτερη σημασία για τον νέο φασισμό ότι η εσωτερικότητα των στοιχεί­ων του είναι αρχή του ολιγαρχικού αστικού πολιτεύματος, καθώς και το ποιός είναι ο πολιτειακός χαρακτήρας της αρχής αυτής. Ο παλιός φασισμός ολοκληρώνεται ως εναλλακτική, συμπληρωματική μορφή του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος: καταλαμβάνει την κρατική εξουσία, έχοντας πρώτα συγκροτηθεί εκτός αυτής. Ενώ ο νέος φασισμός ενυπάρχει στοιχειακά στο αστικό ολιγαρχικό πολίτευμα: οι δεσμοί του αναπτύσσονται εντός της κρατικής εξουσίας, την οποία όμως δεν καταλαμβά­νουν. Η ολιγαρχία του πλούτου, ως υπερεθνικό κρατικό σύστημα, μπορεί για λό­γους ταχτικής να κάνει φασιστικές παραχωρήσεις στα εθνικά του υποσυστήματα, όπως συμμετρικά μπορεί να κάνει και δημοκρατικές παραχωρήσεις, αλλά δεν επι­τρέπει τη κατάλυση της ολιγαρχικής του εξουσίας από τα φασιστικά του στοιχεία ή τα δημοκρατικά του κατάλοιπα. Αυτή είναι θεμελιώδης αρχή του αναδυόμενου ολι­γαρχικού κρατικού συστήματος, που απορρέει από τον σύνθετο χαρακτήρα του: υπερεθνικό και αγοραίο. Και δεν έχουμε ακόμη τα στοιχεία για να συζητήσου­με σε πραγματική ιστορική βάση το ναπολεόντειο πέρασμα από την υπερεθνική α­στική ολιγαρχία στην υπερεθνική αστική μοναρχία, που θα κλείσει τον αριστο­τελικό πολιτειακό κύκλο: δημοκρατία – ολιγαρχία – μοναρχία.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί μία συνέπεια της ιστορικής διαφοράς των κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέου. Στην αναδυόμενη πολιτεία της ολιγαρ­χίας του πλούτου, δεν αντιτίθενται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο συμπληρωματικός προς αυτήν φαςιςμόσ. Τα καθεστώτα αυτά ανήκουν στο ιστορικό παρελθόν της αστικής πολιτείας. Η πολιτική αντίθεση τώρα δεν είναι ανάμεσα στη φασιστική και τη δημοκρατική εθνική πολιτεία. Είναι ανάμεσα στην υπερεθνική πο­λιτεία της ολιγαρχίας του πλούτου και την εκτός της πολιτείας άμεση κοινωνική δημοκρατία. Η κοινωνική βάση αυτής της πολιτικής αντίθεσης είναι η αντίθεση ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική οικονομία και την, παράλληλα και ανατρεπτι­κά αναπτυσσόμενη, κοινωνική οικονομία. Ο νέος φασισμός, ως στοιχείο και όχι ως ολική μορφή του ολιγαρχικού πολιτεύματος, είναι οργανικός στον περιορισμό και την καταστολή της αναπτυσσόμενης ενότητας κοινωνικής οικονομίας και άμε­σης δημοκρατίας κατ’ αντίθεση προς την αναπτυσσόμενη κυρίαρχη ενότητα κεφα­λαιοκρατικής οικονομίας και ολιγαρχίας του πλούτου.

Η κατά τον Χίτλερ αρχή της σύνθεσης οικονομικού και πολιτικού δεσποτισμού, που αναφέρθηκε πριν, είναι χαρακτηριστική της οργανικότητας αυτής. Αν ο παλιός φασισμός πραγμάτωνε την αρχή της σύνθεσης των δεσποτισμών με τη φασιστική ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, ο νέος φασισμός την πραγματώνει με την ενσωμάτωση στοιχείων του στην ολιγαρχία του πλούτου. Υπάρχει ακόμη μια συνέπεια της ιστορικής διαφοράς των κρατικών μορφών του φασισμού, παλιού και νέου, που πρέπει να σημειωθεί εδώ. Μια συνέπεια που συνδέεται με τη σχέση της κρατικής με την εθνική μορφή του φασισμού: κεντρική στον παλιό φασισμό είναι η εθνική του μορφή, ενώ στον νέο φασισμό κεντρική είναι η κρατική του μορφή. Ο νέος φα­σισμός είναι εθνικός στην κοινωνική του βάση και μόνο, δεν είναι εθνικός στην κρα­τική του κορυφή —δεν μπορεί να είναι, δεδομένου του υπερεθνικού χαρακτήρα του νέου κράτους. Και ο εθνικός φασισμός δεν είναι παρά κρατικό εργαλείο καταστολής του κοινωνικού κινήματος: ένα ιδεολογικό-πολιτικό μέσο πολεμικής κλιμάκωσης των εσωτερικών στον κοινωνικό χώρο του κινήματος εθνικών διαφορών. Παραβλέ­πεται συνήθως μια σημαντική συνέπεια της εργαλειακότητας αυτής. Το κράτος ενι­σχύει —εντός ορίων— τον εθνικό φασισμό, κρατώντας ίσες —όσο του είναι δυνα­τό— αποστάσεις από τις αντιτιθέμενες εθνικές του ενότητες. Αν δεν το κάνει αυτό, υπονομεύει τον στόχο του: την καταστροφική για το κοινωνικό κίνημα υποδαύλιση των εσωτερικών εθνικών του διαφορών.

Η ιστορική διαφορά των εθνικών μορφών του φασισμού

Η διαφορά των δύο εθνικών μορφών του φασισμού προκύπτει από την παραπάνω διαφορά των κρατικών του μορφών.

Παλιός φασισμός

  • Συγκρότηση των πολιτών του έθνους-κράτους σε έναν εθνικό δεσμό ολοκλη­ρωτικής εξουσίας. Κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, μέσω της εκχώρησης από το κοινοβούλιο της κρατικής εξουσίας στην ηγεσία του Εθνικού Δεσμού.

Νέος  φασισμός

  • Συγκρότηση πολιτικών, γραφειοκρατικών, αστυνομικών και στρατιωτικών ομά­δων σε κρατικούς δεσμούς ολοκληρωτικής εξουσίας καθοριστικούς για τη λειτουργία της ολιγαρχίας. Χρήση από το κράτος των αυτόνομα συγκροτούμενων εθνικών δεσμών ολοκληρωτικής εξουσίας. Η χρήση έχει ως σκοπό την κατα­στολή του αναπτυσσόμενου στο υπερεθνικό κράτος κοινωνικού κινήματος με την πολεμική κλιμάκωση των εσωτερικών σε αυτό εθνικών διαφορών.

Το κρίσιμο στην κατανόηση του νέου φασισμού είναι η σχέση των δύο μορφών του, της κρατικής και της εθνικής, και η ιδιαίτερη λειτουργία της εθνικής του μορ­φής στο σύγχρονο κράτος. Συγκεκριμένα: η οργανικότητα των στοιχείων του κρατι­κού φασισμού στη συγκρότηση του υπερεθνικού ολιγαρχικού κράτους, και η εργαλειακή χρήση από το κράτος αυτό των πολιτικών σχημάτων του εθνικού φασισμού, αυτόνομων ως προς το κράτος και αντιτιθέμενων στον υπερεθνικό του χαρακτήρα.

Τίθεται βέβαια το ερώτημα: Δεν αντιφάσκει η οργανικότητα των στοιχείων του κρατικού φασισμού στο σύγχρονο υπερεθνικό κράτος με την εθνική βάση του φασισμού γενικά, κρατικού ή εθνικού, όπως εκτέθηκε στην αρχή; Όχι, και εδώ φαίνεται η ιδιαίτερη σημασία που έχει για την κατανόηση του νέου φασισμού η διάκριση της κρατικής-πολιτισμικής από την φυλετική μορφή του έθνους για την οποία έγινε λόγος πριν. Στο έθνος με την κρατική-πολιτισμική του έννοια ανήκουν όσοι έχουν την κρατική υπηκοότητα και μετέχουν της κρατικά αναπαραγόμενης παιδείας. Η πολιτισμική εθνική ενότητα μπορεί να εμπεριέχει μια φυλετική πολλα­πλότητα. Χαρακτηριστικότερο των παραδειγμάτων είναι η εθνική ενότητα των Ηνω­μένων Πολιτειών. Αλλά η εθνική πολλαπλότητα του σύγχρονου υπερεθνικού κρά­τους δεν περιορίζεται στην φυλετική του πολλαπλότητα. Και ούτε αυτή, η φυλετική πολλαπλότητα, είναι το ουσιαστικό του χαρακτηριστικό. Ο υπερεθνικός χαρακτήρας του σύγχρονου κράτους, και συνεπώς η εθνική του πολλαπλότητα, αναφέρεται στις εθνικές ενότητες των κρατών από τα οποία αναδύεται. Το σύγχρονο κράτος είναι «υπερεθνικό» με την έννοια της υπέρβασης των «εθνικών» κρατών της προηγούμε­νης ιστορικής εποχής. Ο όρος «έθνος» εδώ περιορίζεται στις εθνικές ενότητες των έως τώρα εθνικών κρατών. Δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα η ιστορική βάση της ανα­φοράς σε ένα υπερκείμενο έθνος, ένα «ευρωπαϊκό έθνος» για παράδειγμα, παρόλο που αναφερόμαστε στον αντίστοιχο πολιτισμό.

Και ποια είναι η εργαλειακή χρήση του εθνικού φασισμού από το σύγχρονο κράτος; Στη λογική της ανάλυση, η χρήση αυτή ακολουθεί μια σειρά πέντε βημά­των. Ας τα δούμε συνοπτικά. (1) Συγκεντρώνονται αλλοεθνείς μετανάστες στις εθνι­κές αγορές εργασίας σε θέσεις φτηνής εργατικής δύναμης. (2) Μέσω της συγκέ­ντρωσης αυτής, μειώνεται η αξία της εργατικής δύναμης και αυξάνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης. (3) Η τοπική αύξηση του πληθυσμού λόγω της μετανάστευσης οδη­γεί στην αύξηση της δομικής ανεργίας και, μέσω του ανταγωνισμού για τις θέσεις εργασίας, οδηγεί στη διατήρηση του υψηλού βαθμού εκμετάλλευσης. (4) Ο αντα­γωνισμός οδηγεί στην αποδυνάμωση έως διάλυση των ταξικών εργατικών ενώσεων και την ανάπτυξη εθνικών φασισμών. (5) Η ταξική σύγκρουση κεφάλαιου – εργασί­ας υποκαθίσταται από την φασιστικά διαμεσολαβημένη εθνική σύγκρουση εργασί­ας – εργασίας.

Κοινωνικό κίνημα

Στο καταληκτικό βήμα της παραπάνω ανάλυσης, αντιδιαστέλλεται η ταξική σύ­γκρουση με την εθνική σύγκρουση που την υποκαθιστά. Κεντρικό στην κατανόηση του νέου φασισμού είναι το νέο ταξικό κίνημα, εναντίον του οποίου στρέφεται η υποκατάσταση της ταξικής με την εθνική σύγκρουση, και η διαφορά του από το παλιό ταξικό κίνημα. Η διαφορά των δύο θεμελιώνεται στη διαφορά του βιο­μηχανικού εργάτη, του εργάτη της βιομηχανικής παραγωγής, από τον κοι­νωνικό εργάτη, τον εργάτη της βιοπολιτικής παραγωγής. Η διαφορά του πα­λιού από το νέο ταξικό κίνημα είναι η διαφορά του κινήματος της βιομηχανικής ερ­γασίας από το κίνημα της κοινωνικής εργασίας, στο οποίο αντιστοιχεί ο όρος κοι­νωνικό κίνημα σήμερα. Το νέο ταξικό κίνημα, εναντίον του οποίου στρέφεται ο νέος φασιστικός κοινωνικός πόλεμος, είναι το κοινωνικό κίνημα με την παραπάνω έννοια του όρου.

Ας μην αναπτυχθούν εδώ αναλυτικά οι έννοιες της βιοπολιτικής παραγωγής και του κοινωνικού εργάτη. Ας μείνουμε σε έναν συνοπτικό ορισμό, αναγκαίο δεδο­μένης της πολυσημίας των όρων. Σε ό,τι λέγεται εδώ, κεντρική στη βιοπολιτική πα­ραγωγή σε αντιδιαστολή με τη βιομηχανική παραγωγή είναι μια διττή ενότητα: η ενότητα της «υλικής» και της «πνευματικής» διάστασης της οικονομικής παραγωγής της κοινωνικής ζωής και, στη βάση αυτή, η ενότητα της οικονομικής παραγωγής της κοινωνικήςζωής με την ιδεολογική – πολιτική αναπαραγωγή του κοινωνι­κού συστήματος.[4] Στο βιοπολιτικό κεφάλαιο —το κεφάλαιο της βιοπολιτικής παρα­γωγής— θεμελιώνεται το πολίτευμα της ολιγαρχίας του πλούτου. Στον ταξικό αντί­ποδα του βιοπολιτικού κεφάλαιου βρίσκεται ο κοινωνικός εργάτης της βιοπολιτικής παραγωγής, σε αντιδιαστολή με τον βιομηχανικό εργάτη της βιομηχανικής παραγω­γής.

Καταλήγουμε με ένα κεντρικό στη διαφορά βιομηχανικής-βιοπολιτικής παρα­γωγής ζήτημα, ιδιαίτερα σημαντικό για την ταξική λειτουργία του νέου φασισμού. «Ηεξέγερση των εργοστασίων χαρακτηρίζει την νέα εποχή» έλεγε ο Γκλυκσμάν [5] εκφράζοντας μια κυρίαρχη θέση της δεκαετίας του 1970. Όχι η εξέγερση των εργοστασίων αλλά η εξέγερση των πόλεων λέμε εδώ, έχοντας ορίσει τη «νέα εποχή» —τη μετά τη δεκαετία του 1970 εποχή— ως εποχή της θεμελιωμένης στη βιοπολιτική παραγωγή υπερεθνικής ολιγαρχίας του πλούτου. Λέγοντας αυτό δεν χάνεται, δεν υποκαθίσταται, η εξέγερση των εργοστασίων αλλά αφαιρείται το σφάλμα της κεντρικότητας της στη σημερινή κοινωνική εξέγερση. Ο χώρος των ερ­γοστασίων παραμένει ως χώρος της ανατρεπτικής κοινωνικής δύναμης, αποκτώντας τη θέση που του αντιστοιχεί σήμερα στον κοινωνικό χώρο της πόλης. Ο μετασχημα­τιζόμενος βιομηχανικός εργάτης είναι μια κατηγορία του αναδυόμενου κοινωνικού εργάτη. Το θέμα είναι σημαντικό για την ταξική λειτουργία του νέου φασισμού, κα­θώς και στις δύο εποχές του, παλιά και νέα, ο φασισμός είναι μια καθοριστική ιδεο- λογική-πολιτική κατεύθυνση του κοινωνικού πολέμου —η συμπληρωματική της ο­λιγαρχίας, καθοριστική για την σύγχρονη ταξική κυριαρχία κατεύθυνση. Οι νέοι φα­σιστικοί δεσμοί έχουν ως πρώτο, άμεσο, στόχο την πόλη γενικά. Δεν αρχίζουν από το εργοστάσιο, όπως συνέβαινε με τους παλιούς φασιστικούς δεσμούς. Πρέπει να περιμένουμε ότι στους άμεσους στόχους του νέου φασισμού προτεραιότητα θα έ­χουν οι συλλογικότητες της κοινωνικής οικονομίας και της άμεσης δημοκρατίας. Η κατάληψη και η αυτοδιαχείριση ενός εργοστασίου ανήκει στις δυναμικές μορφές αυτών των συλλογικοτήτων.

Πολιτικές κατευθύνσεις του φασισμού

Μένουμε εδώ ως προς τη διάκριση της κρατικής από την εθνική μορφή του φασι­σμού και την κυριαρχία της κρατικής μορφής στον νέο φασισμό. Σε αυτή τη βάση θα δούμε, κλείνοντας, ορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις του φασισμού. Οι κατευθύν­σεις είναι ενδεικτικές, δεν συνιστούν ανάλυση της φασιστικής πολιτικής. Μπορούν να ενταχθούν στις ακόλουθες κατηγορίες, κοινές για τους δύο φασισμούς παλιό και νέο. (1) Προσάρτηση των εξεγερμένων. (2) Καταστολή του κοινωνικού κινήματος. (3) Καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος.

  1. Προσάρτηση των εξεγερμένων

Μια ιδεολογική κίνηση προσάρτησης που ασκεί ο φασισμός στην εθνική του μορφή είναι, με τα λόγια του Ντιμιτρόφ το 1935, ότι «εκμεταλλεύεται το βαθύ μίσος των εργαζομένων ενάντια στη ληστρική αστική τάξη, ενάντια στις τράπεζες, τα τραστ και τους μεγιστάνες του πλούτου». Και αυτό το κάνει με «μια ραφιναρισμένη αντικαπι- ταλιστική δημαγωγία» πού «ρίχνει συνθήματα» όπως: «Στη Γερμανία το σύνθημα “Το κοινό συμφέρον πάνω από το ατομικό”. Στην Ιταλία “Το κράτος μας δεν είναι κράτος καπιταλιστικό είναι κράτος με σύστημα αυτοδιαχείρισης”. Στην Ιαπωνία “Για μιαν Ιαπωνία χωρίς εκμετάλλευση”. Στις Ενωμένες Πολιτείες “Για τη διανομή των περιουσιών” κλπ.».[6]Αλλά αυτά δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αντικαπιταλιστικής δη­μαγωγίας. Κάθε εθνικός φασιστικός οργανισμός περιέχει νοσογόνα για τον βαθύτε­ρο κρατικό του χαρακτήρα αντικαπιταλιστικά κύτταρα στο πνεύμα των χιτλερικών Ταγμάτων Εφόδου, που τα περιμένει η θεραπευτική νύχτα των μεγάλων μαχαι­ριών την κρίσιμη για την κρατική ενσωμάτωσή του στιγμή. Τα κύτταρα αυτά συνδέ­ονται με την αυτόνομη από το κράτος συγκρότηση των εθνικών δεσμών ολοκληρω­τικής εξουσίας που είδαμε πριν, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες του υπερεθνι­κού χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους. Και ας μη περιμένουμε, για να ανα­γνωρίσουμε την παρουσία τους, τη συγκλονιστική τους ανάπτυξη στο χιτλερικό πρότυπο των τριών εκατομμυρίων μελών, που συγκρούονταν πολεμικά με την αντι- καπιταλιστική αριστερά στους δρόμους των γερμανικών πόλεων. Είναι αυτά, ακρι­βώς, τα κύτταρα που κάνουν πειστική τη «ραφιναρισμένη αντικαπιταλιστική δημα­γωγία» για την οποία μιλούσε ο Ντιμιτρόφ.

Μια πολιτική κίνηση προσάρτησης των εξεγερμένων, με επίκεντρο τους ανέρ­γους, που ασκεί ο εθνικός φασισμός της κυρίαρχης σε ένα κράτος εθνότητας, ενερ­γοποιεί τα υγιή για τον φασιστικό οργανισμό καπιταλιστικά του κύτταρα. Είναι η υποκατάσταση των πραγματικών εχθρών των εξεγερμένων με πλασμα­τικούς. Το σχήμα είναι απλό: Το κεφάλαιο προσφέρει θέσεις εργασίας. Οι κοινωνι­κές κινητοποιήσεις υπονομεύουν την προσφορά των θέσεων στον εθνικό χώρο. Οι μετανάστες αφαιρούν από τα μέλη του έθνους τη δυνατότητα πρόσβασης στις υπάρχουσες θέσεις. Στην κίνηση αυτή, η προσάρτηση των εξεγερμένων δεν είναι ιδε­ολογική. Για την ακρίβεια, είναι ιδεολογική τόσο μόνο όσο απαιτεί ο συγκεκριμένος πολιτικός της χαρακτήρας και η πολεμική του ολοκλήρωση. Οι εξεγερμένοι, παραμένοντας εξεγερμένοι —αυτό είναι το καθοριστικό— αλλάζουν στρατόπεδο: στρα­τεύονται στον κρατικό πόλεμο κατά του κοινωνικού κινήματος.

  1. Καταστολή του κοινωνικού κινήματος

Η προσάρτηση των εξεγερμένων είναι το πρώτο βήμα της φασιστικής αντιμετώπι­σης του κοινωνικού κινήματος. Το επόμενο βήμα είναι η καταστολή των μη προσαρτημένων. Αρχίζουμε τις μορφές καταστολής του κοινωνικού κινήματος από τον πα­λιό φασισμό. Αναφερθήκαμε ήδη στα χιτλερικά τάγματα εφόδου. Ας δούμε την πρωτογενή, μουσολινική, εκδοχή τους με τα λόγια του Μαλαπάρτε, όπως τα ανα­φέρει το Γκλυκσμάν: «Από τη μια μέρα στην άλλη, συ-κεντρώσεις μελανοχιτώνων γίνονται σε κέντρα που είχαν υποδειχτεί σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο κινητοποίησης. Χιλιάδες οπλισμένοι άντρες, μερικές φορές δεκαπέντε ως είκοσι χιλιάδες, ξεχύνο­νταν σε μια πόλη, σ’ επαρχίες, σε χωριά, μετακινούμενοι γρήγορα με τα φορτηγά τους, απ’ τη μια επαρχία στην άλλη. Μέσα σε λίγες ώρες η κατεχόμενη περιοχή βρί­σκονταν σε κατάσταση πολιορκίας. Ό, τι είχε μείνει από σοσιαλιστική ή κομμουνι­στική οργάνωση, εργατικά κέντρα, συνδικάτα, εργατικοί κύκλοι , εφημερίδες, συνε­ταιρισμοί, είχε διαλυθεί και τσακιστεί μεθοδικά … σε διάρκεια δύο – τριών ημερών τα γκλομπς δούλευαν σε έκταση εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στο τέλος του 1921 αυτή η ταχτική, εφαρμοσμένη συστηματικά σε μια όλο και πλατύτερη κλί­μακα, είχε τσακίσει την πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση του προλεταριάτου»

Η παρουσίαση της καταστολής του κοινωνικού κινήματος από τον παλιό φασι­σμό έχει εδώ διπλή σημασία. Πρώτα, την αναφορά στον εγγενώς πολεμικό και πλή­ρη χαρακτήρα της φασιστικής καταστολής —πολεμικό, με την στρατιωτική έννοια του όρου, και πλήρη, με την έννοια της εξόντωσης του κοινωνικού κινήματος συνο­λικά, όχι κάποιων εκφράσεών του. Και, στη συνέχεια, την έκθεση της διαφοράς του παλιού με τον νέο φασισμό στο κεντρικό αυτό, για την ύπαρξη του φασισμού, θέμα. Η διαφορά έχει αναπτυχθεί ήδη, ας την δούμε συνοπτικά. Ο νέος φασισμός ασκεί το θεμελιώδες ταξικό του καθήκον με δύο συμπληρωματικούς τρόπους: μέσα από τους δεσμούς (fasci) του κρατικού φασισμού που στοιχειοθετούν το σύγχρονο ολι­γαρχικό κράτος. Και με την χρήση των αυτόνομα αναπτυσσόμενων δεσμών του ε­θνικού φασισμού. Κεντρικό εδώ είναι το ότι ο νέος εθνικός φασισμός δεν καταλαμ­βάνει —δεν του επιτρέπεται να καταλάβει— την κρατική εξουσία. Συνεπώς, δεν του επιτρέπεται να εφαρμόσει πλήρως τις παραπάνω μορφές καταστολής, αυτές ακρι­βώς που οδηγούσαν στην κατάληψη της εξουσίας. Αλλά η χρήση του στην εξόντωση του κοινωνικού κινήματος του επιτρέπει —ουσιαστικά, του επιβάλλει— να τις ανα­πτύσσει οριακά. Και ποιο είναι αυτό το όριο; Είναι το όριο που απαιτεί η διαβόητη ρητορεία της «ταύτισης των άκρων»: ταύτιση της φασιστικής καταστολής του κοινωνικού κινήματος με την επαναστατική συγκρότηση του κινή­ματος . Θα δούμε αμέσως τη «συνωμοσιολογική» μέθοδο της ταύτισης, περνώντας στην καταστολή της πρόθεσης του κοινωνικού κινήματος.

  1. Καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος

Η καταστολή του αναπτυσσόμενου κοινωνικού κινήματος δεν αρκεί για την κρατική του αντιμετώπιση. Απαιτείται και η καταστολή της πρόθεσης κοινωνικού κινήματος. Η καταστολή αυτή επιτελείται με ορισμένες τεχνικές του φασισμού στην κρατική του μορφή, για την κατανόηση των οποίων είναι χρήσιμο να δούμε τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1970 —τη δεκαετία του περάσματος από τον παλιό στον νέο φασισμό. Η επιλογή έχει σημασία γιατί η κρατική μορφή του νέου φασισμού συγκροτήθηκε υποδειγματικά στα δύο λίκνα της αστικής δημοκρατίας, στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις δεκαετίες 1950-60, στο πλαίσιο του πο­λέμου της Αλγερίας, από την πλευρά της Γαλλίας, και των πολέμων της Κορέας και του Βιετνάμ από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών. Και συγκροτήθηκε πολεμικά ως προς το κοινωνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις δύο αυτές χώρες τη δεκαετία του 60. Θα δούμε τις τεχνικές αυτές όπως παρουσιάζονται στην κατάληξη του κει­μένου του Γκλυκσμάν. Με τη γλώσσα του κειμένου, οι τεχνικές είναι: «συνωμοσιο- λογία», «προβοκάτσια», «μεταρρυθμίσεις».

«Η ανακάλυψη των συνωμοσιών: ένα βράδυ, ο κ. Μαρσελέν στέκεται πε­ρήφανος μπροστά σ’ ένα σωρό από ξύλα που διαβεβαιώνει ότι μαζεύτηκαν μέσα απ’ τις σχολές του Πανεπιστήμιου. Πίσω απ’ αυτή την πυραμίδα των όπλων, καταγ­γέλλει κάποιον μυστηριώδη ξένο καθοδηγητή και αναγγέλλει την απαγόρευση της “Προλεταριακής Αριστεράς”. Ο Μάο Τσε Τουνγκ ξεσκεπάστηκε! Ο Σέρλοκ Μαρσελέν δεν είχε ήδη ανακαλύψει, πίσω από τον Μάη του ’68 τον δάκτυλο της Ανατολικής Γερμανίας; (…) Ο παλιός φασισμός είχε την “εβραιο-μαρξιστική” συνωμοσία του (…) σήμερα ο Μαρσελέν, χορωδία με τον Μπρέζνιεφ, αναγγέλλει τη “διεθνή συνωμοσί­α” του μαοϊσμού» Και, προφανώς, δεν θα μέναμε εκεί. Για να γυρίσου-με στα δικά μας, η τωρινή «συνωμοσία», όπως όλοι ξέρουμε, είναι η συνωμοσία της «τρομο­κρατίας».

«Οι προβοκάτσιες: Για παράδειγμα, καίμε το πανεπιστήμιο της ν^θηηθδ, διαβεβαιώνου-με ότι το έκαναν οι γκωσίστες (αριστεριστές) και τους κλείνουμε φυ­λακή. 100,200,300 μίνι Ράϊχσταγκ. (…) Για να σταματήσει μια ενέργεια με την οποία οι μάζες συμφωνούν ο προβοκάτορας της δίνει μια συνέχεια που οι μάζες καταδι­κάζουν αλλά που φαίνεται “λογική” (…) Οι προβοκάτσιες επεμβαίνουν για να στα­ματήσουν μια μαζική ενέργεια (η προβοκάτσια του Καρτιέ Λατέν απαντάει στην α­περγία της Ρενώ και στην υπόθεση Ζωμπέρ), χρησιμεύουν σαν εισαγωγή σε κυβερ­νητικά μέτρα (το “χτύπημα” στη Δουγκέρκη “αναγγέλλει” την απαγόρευση της Προ­λεταριακής Αριστεράς. Η προβοκάτσια προσπαθεί να διαιρέσει τις μάζες “εν θερμώ”. Η φιλοσοφία της είναι απλή (…) έξω από τις εγκατεστημένες ιεραρχίες δεν υ­πάρχει σωτηρία».

«Οι μεταρρυθμίσεις: αυτές επεμβαίνουν όταν, παρόλη τη φασαρία για συ­νωμοσία και τις προσπάθειες προβοκάτσιας, ένα μαζικό κίνημα κατορθώσει να σπάσει βίαια τη σιωπή και να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη. Στόχος τους είναι να επιβάλουν τη σιωπή, να ξανασφίξουν τη μέγγενη των καταναγκασμών που δημι­ουργεί τη “σιωπηλή πλειοψηφία” και γι’ αυτό συνενώνουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. (…) Βασισμένος στην εμπειρία που είχε από τις αμερικάνικες φυλα­κές, ο Τζάκσον βεβαίωνε ότι αν έπρεπε να δώσει τον ορισμό του φασισμού με μια μόνο λέξη, θα διάλεγε τη λέξη μεταρρύθμιση. Κύρια, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δε θυμίζουν το σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό αλλά τις φασιστικές “συντεχνίες”. Δεν σχεδιάζουν τη δημιουργία μηχανισμών ταξικής συνεργασίας που θα διαιώνιζαν μι­αν απατηλή ειρήνη, αλλά, χτισμένες σε συνθήκες σύγκρουσης, πρόκειται για μηχα­νές πολέμου».

Έθνος-«φυλή», διαφορετικότητα-«ασθένεια»

Κλείνοντας τις σημειώσεις αυτές για τον φασισμό, θα ήταν χρήσιμο για την κατανό­ηση της φυλετικής του διάστασης με την ευρύτερη σημερινή της σημασία να στα­θούμε για λίγο σε μια από τις «μεταρρυθμίσεις».

Αρχίζουμε με μια παρατήρηση του Γκλυκσμάν, σε συνέχεια των όσων ήδη πα­ρατέθηκαν. «Όταν ο Σμέλκ (παλιός γενικός διευθυντής φυλακών) αναγγέλλει από το ραδιόφωνο ότι “80% των κρατουμένων είναι ψυχοπαθείς” νοιώθουμε να πλησιάζει η μεταρρύθμιση που θα μετατρέψει τις φυλακές σε άσυλα αλά Μπρέζνιεφ. Μέσα στη μεταρρυθμισμένη φυλακή “μοντέλο” του Φλερύ – Μεροζίς, τα ξυλοκοπήματα και το πειθαρχείο δεν εξαφανίστηκαν. Όμως ο ζουρλομανδύας (“ακινητοποίηση”) έχει ενισχυθεί από τις ενέσεις Βάλιουμ που γίνονται με το πρώτο δείγμα “εκνευρι­σμού”. “Η αρρώστια σου είναι οι διαφορετικές σου απόψεις”, γνωματεύουν οι Ρώ­σοι ψυχίατροι.». Τι σημαίνει ως προς ό,τι μας απασχολεί η τροπή της διαφορετικό­τητας σε «αρρώστια»; Δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη του μεγάλου αυτού θέματος εδώ. Μία κρίσιμη παρατήρηση μόνο, για τη σύνδεση της φυλετικής εκδοχής της ε­θνικής ενότητας με την ιατρική εκδοχή της ατομικής διαφορετικότητας. Δηλαδή, για την αναγωγή του κοινωνικού-ψυχικού στο βιολογικό-φυσικό στην πληρότητά της: από την ανθρώπινη κοινωνία συνολικά στον άνθρωπο ατομικά.

Γυρνάμε στις αρχές: το 1883, όταν ο Γκάλτον (συγγενής του Δαρβίνου) άνοιγε μαζί με άλλους τον δρόμο για τον κοινωνικό δαρβινισμό και, σε αυτό το πνεύ­μα, εισηγήθηκε την ευγονική, που μετά πενήντα χρόνια ενέπνευσε στο τρίτο Ράιχ την κάθαρση της άριας φυλής. Και κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα, που με διάφο­ρους τρόπους ρητούς και άρρητους αναβιώνει ο κοινωνικός δαρβινισμός. Τι θα μπορούσε να εννοεί ο Ουίλσον (βραβείο Pulitzer) με όσα μας λέει στο βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση»; (10) Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, η «Ελπίδα», λέ­ει ότι «Με τον καιρό θα συσσωρευτεί αρκετή γνώση για τα γενετικά θεμέλια της κοινωνικής συμπεριφοράς» και ότι «θα υπάρξουν τεχνικές» με τις οποίες «μέσω της συμβατικής ευγονικής θα συντελεστεί μια αργή εξελικτική αλλαγή». Και τότε, συνεχίζει, «το ανθρώπινο είδος θα μπορέσει να αλλάξει την ίδια του την φύση». (11)  Μέχρι τότε, αλλά —υποθέτουμε— και μετά, ως προς τη γενετική δομή της μετα­βαλλόμενης «φύσης» του ανθρώπινου είδους, θα ισχύει ότι «Οι κοινωνίες μας βα­σίζονται στο σχέδιο των θηλαστικών». Και τι είναι το «σχέδιο των θηλαστικών» στην γενετική του δομή; Είναι ένα σχέδιο κατά το οποίο «το άτομο αγωνίζεται κατά πρώ­το λόγο για την προσωπική αναπαραγωγική του επιτυχία και κατά δεύτερο λόγο για αυτήν των πλησιέστερων συγγενών του». Όσο για τους άλλους, τους μη-συγγενείς κοινωνικούς του εταίρους, το σχέδιο προβλέπει μόνο μια «φειδωλή συνεργασία» έναν «συμβιβασμό για την απολαβή οφέλους». (12)  Και τα περί φιλίας, συνα­δελφικότητας και συντροφικότητας, που θεμελιώνουν το ήθος του κοινωνικού κινήματος; Αυτά —το γενετικά ορθό επιβάλλει να θεωρήσουμε ό­τι— αντιστοιχούν, με τα λόγια του Ουίλσον, σε «ένα νοήμον μυρμήγκι (υποθέτοντας προς στιγμή ότι τα μυρμήγκια και άλλα κοινωνικά έντομα κατάφεραν να εξελιχθούν σε όντα με υψηλή νοημοσύνη)». Γιατί; Επειδή το μυρμήγκι, ως κοινωνικό έντομο, σύμφωνα με τον Ουίλσον και πάλι, «μπορεί να θεωρήσει αυτή τη διευθέτηση (την «κατά συμβιβασμό» και μόνο «φειδωλή συνεργασία για την απολαβή οφέλους») βιολογικά βλαβερή και την ιδέα της ατομικής ελευθερίας εγγενώς κακή»(ό.π). Για να συνεννοούμαστε σήμερα, «ατομική ελευθερία» είναι η ελευθερία της ατομι­κής ιδιοκτησίας στην οποία θεμελιώνεται η ελευθερία της αγοράς: η ελευ­θερία που αντιστοιχεί στο γενετικό σχέδιο των θηλαστικών, σε αντιδιαστολή με τη συλλογικότητα και τα συναφή περί φιλίας κτλ που αντιστοιχούν στο γενετικό σχέδιο των κοινωνικών εντόμων. Αυτά λοιπόν ως προς την ανθρώπινη κοινωνία συ­νολικά.

Περνάμε τώρα στον άνθρωπο ατομικά. Το θέμα είναι η «ψυχοπάθεια» και η προς αντιμετώπισή της κλινική μεταρρύθμιση που είδαμε παραπάνω. Δεν είναι μόνο οι φυλακές που μεταρρυθμίστηκαν σε κλινικές. Κάθε κρίσιμος για τη υλο­ποίηση του «σχεδίου των θηλαστικών» κοινωνικός χώρος χρειάζεται σήμερα, σύμ­φωνα με την οπτική του βιολογικού αναγωγισμού, κλινική μεταρρύθμιση. Και πρώ­τα απ’ όλα τα σχολεία. Η συνταγογράφηση φαρμάκων για τη θεραπεία της δι­αφορετικότητας —την επιστροφή στην «κανονικότητα» των σχέσεων— δεν έχει πλέον όριο ηλικίας. Και ένα μικρό παιδί (που δεν έχει ακόμη χρονίσει), αν δεν συμ­μορφώνεται με την «κανονικότητα» των φυσικών και κοινωνικών του σχέσεων υφί- σταται πλέον φαρμακοθεραπεία. Μετά το αντιψυχιατρικό κίνημα της δεκαετίας του 60 (Laing, Cooper) που αποκάλυψε το ιδεολογικό κάλυμμα της φερόμενης ως «ια­τρικής» αντιμετώπισης της μη αποδεκτής διαφορετικότητας, η ψυχιατρική επιστρέ­φει θριαμβικά σήμερα σε εξουσιαστικούς πολιτισμικούς κύκλους.

Έχει ιδιαίτερη σημασία στο σημερινό πολιτισμικό πλαίσιο να τονιστεί η δυνα­μική της φυλετικής διάστασης του εθνικού φασισμού: ο βιολογικός αναγωγισμός της δεν έχει δεσμεύσεις, δεν έχει λόγο να περιορίζεται στο κοινωνικό σύνολο και στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων, εκτείνεται θεωρητικά σε κάθε άνθρωπο α­τομικά και στην κάθε προσωπική του σχέση. Το θεωρούμενο ότι μεταφέρεται με το «αίμα», είναι ένα βιολογικό σχέδιο, καθολικό για τη φυλή και ατομικό για το κάθε μέλος της. Εάν η δυναμική του νέου κρατικού-πολιτισμικού φασισμού συνδέεται με το εγγενές της κρατικής του υπόστασης, εθνικής και υπερεθνικής, η δυναμική του νέου εθνικού-φυλετικού φασισμού συνδέεται με την καθολικότητα του βιολογικού του αναγωγισμού. Ο εθνικός φασισμός σήμερα ολοκληρώνεται ως γενικά βιολογι­κός και όχι μόνο φυλετικός.

Θα πρέπει εδώ, κλείνοντας, να επαναλάβουμε αυτό που ειπώθηκε στην αρχή: οι δύο μορφές του νέου φασισμού, η κρατική και η βιολογική, διαφέ­ρουν μεταξύ τους αλλά δεν αντιτίθενται, είναι συμπληρωματικές όψεις του φασι­στικού φαινόμενου. Στο φασιστικό πνεύμα, το κράτος είναι ένας κοινωνικός οργα­νισμός κατ’ εικόνα του βιολογικού οργανισμού.

Θεσσαλονίκη Μάρτιος 2013

 

[1]  Δημοσιευμένο στο περιοδικό σημειώσεις της στέπας # 3 (Φασισμός και καθημερινή ζωή). Ιούνιος 2013. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις των ξένων .

[2]  Αντρέ Γκλυκσμάν. 1976. Φασισμοί παλιός και Νέος. Μτφρ. Χριστίνα Σταματοπούλου. Αθήνα: Στο­χαστής.

[3]  Δημήτρης Κωτσάκης. 2012. 3 και 1 Κείμενα. Αθήνα: Εκδόσεις των συναδέλφων.

[4]  βλ. Κ.Τίσνταλ – Α.Μποτσόλα. 1984. Φουτουρισμός. Μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αθήνα: Υπο­δομή. σ.227 4

[5]  Γκλυκσμάν ό.π σ.28

[6]  Για περισσότερα σε σχέση με τη βιοπολιτική παραγωγή βλ. 3 και 1 κείμενα ό.π σ. 45 – 55

[7]    ό.π. σ.73

[8]    Γκεόργκι Ντιμιτρόφ.1975. Ο Φασισμός Μτφρ. Δ.Χ.  Αθήνα: Πορεία. Παραθέματα από σ. 25

[9]  Γκλυκσμάν, ό.π. ζ.63

(10) Edward O. Wilson. 1998.  Για την Ανθρώπινη Φύση.Μτφρ. Αμαλία Ναθαναήλ. Αθήνα:Σύναλμα

(11) ό.π. σ. 222

(12) ό.π. σ.213

Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakos.gr/node/597

 

24 μετανάστες νεκροί στο Αιγαίο

602-0-20121104_120224_1E20F469

Τουλάχιστον 24 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους νωρίς το πρωί όταν ένα πλοιάριο φορτωμένο με μετανάστες χωρίς χαρτιά που κατά πάσα πιθανότητα είχε ως τελικό προορισμό την Ελλάδα βυθίστηκε στα ανοιχτά των τουρκικών ακτών, όπως μετέδωσε το τουρκικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Dogan.
Γύρω στις 2 τα ξημερώματα η τουρκική ακτοφυλακή έλαβε σήμα έκτακτης ανάγκης από τον καπετάνιο του σκάφους ο οποίος ανέφερε ότι βυθιζόταν στα ανοιχτά του Εζίνε, στην επαρχία Τσανάκαλε. Σύμφωνα με τον καπετάνιο στο πλοιάριο επέβαιναν πάνω από 30 άτομα.
Σκάφη της ακτοφυλακής, ένα ελικόπτερο και ένα αεροσκάφος που έσπευσαν στην περιοχή εντόπισαν τα πτώματα 18 αρχικά και στη συνέχεια 24 ανθρώπων και κατάφεραν να ανασύρουν ζωντανούς από τη θάλασσα 12 μετανάστες χωρίς χαρτιά.
Σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές, το πλοιάριο πιθανότατα είχε ως τελικό προορισμό τη Λέσβο.


gommone_immigrati

 

Αναδημοσίευση από: http://clandestinanews.wordpress.com/

EDUARDO GALEANO, ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

fourthworldart3

Κλουβιά που ταξιδεύουν 

Ο δουλέμπορος που περισσότερο αγαπούσε την ελευθερία είχε ονομάσει τα καλύτερά του πλοία ”Βολταίρος” και ‘Ρουσό”.
Μερικοί τους είχαν δώσει ευλαβικά ονόματα: ”Ψυχή”, ”Ευσπλαχνία”, ”Προφήτης Δαυίδ”, ”Ιησούς”, ”Άγιος Αντώνιος”, ”Άγιος Μιχαήλ”, ”Ιάκωβος”, ”Άγιος Φίλιππος”, ”Αγία Άννα”, ”Άμωμος Σύλληψη”.

Άλλοι εκδήλωναν την αγάπη τους για την ανθρωπότητα, τη φύση και τις γυναίκες: ”Ελπίδα”, ”Ισότητα”, ”Φιλία”, ”Ήρωας”, ”Ουράνιο Τόξο”, ”Περιστέρι”, ”Αηδόνι”, ”Κολιμπρί”, ”Επιθυμία”, ”Αξιαγάπητη Ντέπυ”, ”Μικρή Πόλυ”, ”Αγαπημένη Σεσίλια”, ”Φρόνιμη Χάνα”. 

Τα πιο ειλικρινή πλοία έφεραν ονόματα όπως ”Υποτέλεια”, και ”Φρουρός”.

Όταν ένα φορτίο με εργατικά χέρια πλησίαζε το λιμάνι, δεν σήμαιναν σειρήνες, ούτε έριχναν πυροτεχνήματα για να αναγγείλουν τον ερχομό τους. Δεν ήταν ανάγκη. Ο κόσμος το καταλάβαινε από την μπόχα.

Το εμπόρευμα με τη φριχτή μυρωδιά βρισκόταν στοιβαγμένο στα αμπάρια. Οι σκλάβοι ήταν καλά δεμένοι και ακίνητοι μέρα νύχτα, ώστε να μην χαραμίζεται ούτε σπιθαμή από τον πολύτιμο χώρο. Κατουρούσαν και αφόδευαν ο ένας πάνω στον άλλο, έτσι αλυσοδεμένοι όπως ήταν αναμεταξύ τους από το λαιμό, τους καρπούς και τους αστραγάλους, και όλοι μαζί σε μεγάλες σιδερένιες μπάρες.

Πολλοί πέθαιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. 

Κάθε πρωί, οι φύλακες πετούσαν τους μπόγους  στη θάλασσα.

 

naufragio1

Τα παιδιά της οδοιπορίας

Οι άθλιες βάρκες με τους μετανάστες που καταποντίζονται στη θάλασσα είναι τα δισέγγονα εκείνων των δουλεμπορικών. 

Οι σημερινοί σκλάβοι, που δεν ονομάζονται πια έτσι, έχουν την ίδια ελευθερία που είχαν και οι πρόγονοί τους, όταν τους χτυπούσαν με το μαστίγιο και τους πετούσαν στις φυτείες της Αμερικής.

Δεν φεύγουν: τους αναγκάζουν. Κανείς δεν μεταναστεύει επειδή το θέλει. 

Από την Αφρική κι από πολλά άλλα μέρη, οι απελπισμένοι προσπαθούν να γλιτώσουν από τον πόλεμο, την ξηρασία, τη χέρσα γη, τα μολυσμένα ποτάμια και την άδεια τους κοιλιά. 

Το εμπόριο ανθρώπινης σάρκας αποτελεί σήμερα μία από τις καλύτερες εξαγωγικές δραστηριότητες του Νότου. 

Απόσπασμα από βιβλίο του Eduardo Galeano, Καθρέφτες Μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία, μετάφραση: Ισμήνη Κανσή (Εκδ. Πάπυρος)

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, λέει η γνωστή ρήση, όμως ο Γκαλεάνο έχει θέσει ως προγραμματικό στόχο της συγγραφικής του πορείας να γράψει την ιστορία που δεν πρόλαβαν να γράψουν οι ηττημένοι, οι αφανείς, οι αδύναμοι, οι ”ελάσσονες”, αλλά και αυτοί που τόλμησαν στο πέρασμα των αιώνων να ορθώσουν το ανάστημά τους σε κάθε μορφή εξουσίας, να δώσει φωνή σ’ αυτούς που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν. Στους Καθρέφτες ο Γκαλεάνο γράφει μια ”σχεδόν παγκόσμια ιστορία”, που ξεκινά από τους κοσμογονικούς μύθους και την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη και φτάνει μέχρι την αυγή του 21ου αιώνα. Σε εξακόσια αφηγήματα-βινιέτες που αναπτύσσονται χρονολογικά αλλά και θεματικά, μιλά για τον αγώνα του ανθρώπου για ζωή, για την ομορφιά, τις γυναίκες και τους άνδρες, για τον πόλεμο, την φτώχεια, τις κοινωνικές ανισότητες και τον ρατσισμό, για τον επεκτατισμό και την αδηφαγία της Δύσης, για τη φύση και την καταστροφή της, για το ποδόσφαιρο και τα ΜΜΕ.

Με τους Καθρέφτες ο Εδουάρδο Γκαλεάνο προσφέρει ένα έργο ιστορίας και πολιτικού στοχασμού επιδιώκοντας να φέρει στο φως την άλλη όψη του κόσμου, να αναδείξει τις πολλαπλές πτυχές του ιστορικού βιώματος του ανθρώπου τις οποίες αποκρύπτουν οι επίσημες, εξουσιαστικές αφηγήσεις του ιστορικού παρελθόντος.