Tag Archives: ΠΟΙΗΣΗ
B. Traven – Οι μεταμορφώσεις ενός μοναδικού
Του Λευτέρη Αναγνώστου*
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Μάιος 1990
«Από έναν εργάτη πού δημιουργεί πνευματικά έργα, ποτέ δεν θα έπρεπε να ζητάει κανείς τη βιογραφία του. Είναι αγενές. Τον βάζει στον πειρασμό να πει ψέματα… Θα ήθελα να το πω με όλη τη σαφήνεια. Η βιογραφία ενός δημιουργικού ανθρώπου είναι εντελώς χωρίς σημασία. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει διακριτός μέσα στα έργα του, τότε είτε ο ίδιος δεν αξίζει τίποτε είτε τα έργα του δεν έχουν καμμιά αξία».
Αυτή η αποφθεγματική δήλωση περιέχεται σε μια ανακοίνωση του Β. Traven προς τους αναρίθμητους Γερμανούς αναγνώστες των πρώτων βιβλίων του. Τη δημοσίευσε ο αριστερός εκδοτικός συνεταιρισμός Büchergilde Gutenberg το 1927, για να κατευνάσει την περιέργεια των δεκάδων χιλιάδων μελών και αναγνωστών που τον πολιορκούσαν με επιστολές τους, θέλοντας να πληροφορηθούν για τη ζωή και το πρόσωπο του συγγραφέα. Ο δεινός αφηγητής, που μέσα από τις σελίδες των διηγήσεών του τους κρατούσε με κομμένη την ανάσα στις ώρες αναψυχής, αυτός πού είχε βρεί το μήκος κύματος και τον τόνο για να επικοινωνεί τόσο άμεσα από το μακρινό Μεξικό, απαντούσε στους αναγνώστες του με διευκρινίσεις, αισθητικά και πραγματολογικά σχόλια καθώς και κοινωνικοπολιτικές παρατηρήσεις, αλλά η αλληλεγγύη και η ζεστασιά του απέκρουαν κάθε ανοίκεια οικειότητα.
Είναι η απαρχή ενός έκθετου μυστηρίου που κράτησε ως τον επιβεβαιωμένο θάνατό του το 1969 και κρατάει ακόμη και σήμερα. Η αχλή που περιέβαλλε την ταυτότητά του (« Εγώ δεν χρειάζομαι διαβατήριο. Ξέρω ποιος είμαι»), απλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, καθώς τα βιβλία του μεταφράστηκαν στις περισσότερες γλώσσες των δύο ηπείρων και το σώμα των αναγνωστών του ογκώθηκε μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σε δεκάδες εκατομμύρια. Από τότε συνεχίστηκε να πλέκεται ο μύθος του Τράβεν με άπειρα νήματα που φθάνουν ως τις μέρες μας. Περιοδικά μαζικής κυκλοφορίας, όπως το Stern και το Life, εξαπέλυαν τακτικά κυνηγητά για να τον ανακαλύψουν, στον μεγάλο κυκεώνα της Πόλης του Μεξικού, στις κοσμοπολίτικες παραλίες του, στην απέραντη ζούγκλα ανάμεσα στους αγαπημένους του ινδιάνους.
Ο ίδιος είχε περιορίσει την επαφή του με τους απανταχού εκδότες και τον Τύπο στα στενά πλαίσια μιας ταχυδρομικής θυρίδας και ενός τραπεζικού λογαριασμού, που συχνά άλλαζαν, και στα διάφορα ψευδώνυμα, με τα οποία εμφανιζόταν ως πληρεξούσιος κάτοχος των συγγραφικών του δικαιωμάτων, για να διαπραγματευθεί την έκδοση σε άλλες γλώσσες -στα αγγλικά μετέφραζε και ίσως έγραφε ο ίδιος- ή την κινηματογράφηση των μυθιστορημάτων του (Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε, Το πλοίο των νεκρών, Το Λευκό Ρόδο κ.ά.)· συχνά επίσης για να διαψεύσει την πατρότητα χειρογράφων, που διάφοροι ευφάνταστοι χωρίς φαντασία πρότειναν κατά καιρούς σε εκδότες σαν δήθεν δικά του. Στον λαβύρινθο του μύθου μερικοί ξεπρόβαλαν από την ανωνυμία για να καρπωθούν το ψευδώνυμο, πολλοί εκμεταλλεύθηκαν τη δίνη του κενού για να κερδίσουν χρήματα και να υποκλέψουν ψευδαισθησιακά τη δόξα, άλλοι μετατράπηκαν σε αυθόρμητους, συχνά άδολους ντετέκτιβς.
Οι φήμες μεγάλωσαν τη φήμη του πράγματι συναρπαστικού αφηγητή και συνήγορου των καταπιεσμένων, και πλάι στο πλούσιο έργο του φύτρωσε μια ευρεία φιλολογική τραβενογραφία, απέναντι στην οποία τόσο ο ίδιος όσο και η τελευταία συντρόφισσά του και δικαιούχος της κληρονομιάς του σπάνια έλυσαν τη σιωπή τους. Ο αιώνας της πληροφόρησης και επικοινωνίας καλπάζει με βιομηχανικούς ρυθμούς και ηλεκτρονική τύφλωση προς τη μυθολογία. Η ανωνυμία και η δημοσιότητα υπόκεινται στην ίδια διαλεκτική.
Η πιο σοβαρή μελέτη για το πρόσωπο του συγγραφέα είναι οπωσδήποτε οι Συμβολές στη βιογραφία του Β.Traven του Ανατολικογερμανού καθηγητή Rolf Recknagel. Πρωτοεκδόθηκε το 1965 και από τότε επανεκδίδεται συχνά, βελτιωνόμενη και αναθεωρούμενη βάσει νεώτερων ευρημάτων, δικών του ή ξένων. Στο ογκώδες αυτό έργο, υπόδειγμα εξονυχιστικής υφολογικής ανάλυσης στην υπηρεσία βιογραφικών αναδιφήσεων, τεκμηριώνεται πειστικότατα η μεγάλη ανακάλυψη του Recknagel, που ως τότε δεν ήταν παρά απλώς μια επίμονη εικασία μερικών αριστερών διανοούμενων: ότι ο Β. Traven ταυτίζεται με τον Ret Marut, έναν αναρχικό επαναστάτη της Δημοκρατίας των Συμβουλίων στο Μόναχο, που με τη σειρά του είναι το επικρατέστερο ψευδώνυμό του μέχρι το 1921.
Ο Ret Marut, από μόνος του ήδη ένας θρύλος, εγκατέλειψε τη Γερμανία πιθανότατα το 1922, την οποία ξαναεπισκέφθηκε ίσως μόλις το 1959 με το ψευδώνυμο «Berick Torsvan, επιλεγόμενος Hal Croves», για να παρευρεθεί ως εκπρόσωπος τoυ Traven στο γύρισμα της ταινίας Το πλοίο των νεκρών. Την ημέρα της κατάρρευσης της βραχύβιας Δημοκρατίας των Συμβουλίων (7/8 Noεμβρίoυ – 1 Μαΐου 1919) ο Ret Marut συλλαμβάνεται και οδηγείται σε ένα έκτακτο δικαστήριο. Η συνοπτική διαδικασία γνωρίζει μόνο την έσχατη των ποινών. Λίγο πριν έλθει η σειρά του, εκμεταλλεύεται μια σύγχυση και με τη βοήθεια ενός φρουρού δραπετεύει. Ως τα τέλη του 1921 έχουν διαπιστωθεί ίχνη του στην παρανομία, από όπου εξέδωσε τα τελευταία τέσσερα τεύχη τoυ περιοδικού του Ziegelbrenner (κεραμοποιός).
Από τον Σεπτέμβρη τoυ 1917, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το Ziegelbrenner ήταν η πύρινη εστία του ελεύθερου σκοπευτή Ret Marυt, από την οποία εκσφενδόνιζε τις καυτές κεραμίδες της κοινωνικής, αισθητικής, πολιτικής και αντιπολεμικής κριτικής του. Κρυφό και εδώ το λημέρι του άφαντου «αντάρτη πόλεων» με την αιχμηρή πέννα, άτακτες οι περίοδοι εκρήξεων της ατομικής του κεραμoκάμινoυ. Τα ψευδώνυμα του ιδιοκτήτη, του πρωτομάστορα και των δήθεν συντακτών του -τον βοηθούσαν μια σύντροφός του με ψευδώνυμο και μερικοί «κάλφες» σε διάφορες πόλεις- συνθέτουν το παραπλανητικό προσωπείο του «μοναδικού» στιρνεριακού αναρχικού, η προσωπική βιογραφία του οποίου δεν θέλησε να παραστρατήσει από το έργο του: Κανένα χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο-δημιουργό και τα ανθρώπινα δημιουργήματά του, που μοιάζουν με κατοπτρίζον εφυάλωμα κεραμεικών και αντανακλούν όποιον σκύψει να δει, την καταραγισμένη κοινωνία ή και τον ίδιο τον κεραμοποιό.
Όποιος διαβάσει σήμερα τη συλλογή των ανάτυπων, μια από τις πιο ενδόμυχες μαρτυρίες της ταραγμένης εποχής, τρίβει τα μάτια του μπροστά στην εκτυφλωτική επίκαιρη ριζοσπαστική πολεμική του και τη σιγουριά της ματιάς του, που εξιχνίαζε τους θανάσιμους κινδύνους στη γένεσή τους , αλλά και τα ανθρώπινα σημάδια μέσα στη ζοφερότητα του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου και στο στρόβιλο των επαναστατικών μεταβολών. Στον κλεφτοπόλεμο με τη λογοκρισία είχε τολμήσει να αντιπροσωπεύσει μια τόσο ζωντανή εικόνα της ελευθερίας, άπιαστη σχεδόν στη σημερινή δημοκρατικά κατοχυρωμένη ελευθεροτυπία. Δεν είναι τυχαία η έμμονη απέχθειά του για την «εκπορνευόμενη δημοσιογραφία», εναντίον της οποίας εκτόξευε με ανήμπορη απελπισία τα φλεγόμενα θρύψαλά του.
Τα «μαζικά μέσα», από τις παραδοσιακές εφημερίδες και τα εικονογραφημένα περιοδικά μέχρι τον νεωτεριστικό κινηματογράφο και το αναδυόμενο ραδιόφωνο της μετεπαναστατικής δεκαετίας του 1920, δεν ήταν επικοινωνιακά δώρα του καπιταλισμού στη φάση μεταξύ ανάρρωσης και κραχ, αλλά πολύ περισσότερο η εκρηκτική άνοδος της πολιτιστικής βιομηχανίας, το οριστικό βούλιαγμα του προλεταριάτου στην πλημμυρίδα της μαζικής σήμερα πια οικουμενικής προπαγάνδας και χειραγώγησης. Από τότε η μεσσιανική τάξη βωλοδέρνει όπου γης ως μάζα πολεμιστών, απεργών, καταναλωτών, πάντοτε κυριαρχούμενη από δικούς της και ξένους, αναπολώντας μάλλον παρωδιακά τη χαμένη ιστορική αποστολή της. Ο Ret Marυt/B. Traνen μυρίστηκε τους κινδύνους, πάλαιψε σε πολλά μέτωπα απεγνωσμένα, ώσπου στα γερατειά του σιώπησε οριστικά χωρίς να ανακαλέσει τίποτε. Η φωνή του, διαπεραστική και έγκυρη άρθρωση της πνιγμένης κραυγής των καταπιεσμένων, μένει άσβεστη. Μόνη απόκριση σε αυτή θα ήταν η εκπλήρωση του πόθου των μουγγών θυμάτων, η αντικειμενική δικαίωση της εσώτερης πρόθεσής τους: μια κοινωνία συμφιλιωμένη με τον εαυτό της, η ελεύθερη αδιαίρετη ανθρωπότητα.
Στο Ziegelbrenner είχε εκφρασθεί περισσότερες από μία φορά η διάθεση φυγής του «μοναδικού» συντάκτη από τις μητροπόλεις του καπιταλιστικού πολιτισμού, τον γκρίζο αγριότοπο της ευταξίας, για να κρυφθεί στη ζούγκλα των απλοϊκών ιθαγενών, που ο ίδιος έδειχνε να γνωρίζει. Τόσο ο τόνος των γραπτών του όσο και οι διάσπαρτες αναφορές προδίδουν την περηφάνια του ξεριζωμένου απάτριδος που γνώρισε κάθε καρυδιάς καρύδι και ανθό, που ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους, σε όλους τους ωκεανούς, ασκώντας τα πιο απίστευτα επαγγέλματα. Οι συνδρομητές του είναι σκορπισμένοι στις γερμανόφωνες, σκανδιναυικές και αγγλόφωνες χώρες, στις Ινδίες, στην Κίνα και στην Ιαπωνία, σχεδόν σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Μετά το 1921 ό άνθρωπος που δεν ονομάζεται πια Ret Marυt ούτε ακόμη Β. Traven, έζησε στο νότιο Μεξικό κοντά στους Ινδιάνους. Στο βιβλίο του Χώρα της άνοιξης (1928) χρησιμοποίησε πλούσιο φωτογραφικό υλικό από εκτενείς περιοδείες του στη ζούγκλα, το θέατρο δράσης των περισσότερων μυθιστορημάτων και διηγημάτων του. Η βιωματική εγγύτητα προς τη ζωή των ερυθρόδερμων με τα μελαγχολικά μάτια, είτε αυτοί ζουν ακόμη στις παραδοσιακές κοινότητές τους είτε έχουν προλεταριοποιηθεί βάναυσα, ακόμη και η γνώση διαλέκτων τους, είναι η μαγιά και το θεματικό υλικό που μαζί με τη μεξικάνικη επανάσταση ανάφλεξαν και πάλι το επικοδραματικό ταλέντο του αφηγητή των κολασμένων.
Εκτός από το Πλοίο των νεκρών, ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, ολόκληρο το υπόλοιπο έργο του Β. Traven διαδραματίζεται στο Μεξικό, το οποίο έμελλε να γίνει πατρίδα του, μολονότι το στοιχείο του incognito -ιδιωτική αφάνεια, ψευδώνυμα, άβατο πρότερου βίου, σβησμένα ίχνη της προσωπικής ταυτότητας, ασαφής μητρική γλώσσα- το φυλάει, απέναντι στις εξαγριωμένες πια εφόδους των πρακτόρων της δημοσιότητας, σαν θησαυρό χωρίς άλλοθι και «πόθεν έσχες» ακόμη και μετά τον θάνατο του.
Ως το 1930 δημοσιεύει διηγήματα και μυθιστορήματα γύρω από τη ζωή των ινδιάνων και συγκεντρώνει υλικό για τη μεξικάνικη επανάσταση, που ξέσπασε στα 1910/11 και υπό τη μορφή ενός αιματηρότατου εμφύλιου πολέμου (περίπου ένα εκατομμύριο νεκροί) κράτησε ως το 1923, όταν ο ίδιος έφθασε στο Μεξικό. Τα κυριότερα έργα της περιόδου 1925-30, εκτός από τα διηγήματα, που μαζί με κατοπινότερα καταλαμβάνουν δύο τόμους, είναι τα προαναφερθέντα: Το πλοίο των νεκρών και Χώρα της άνοιξης, καθώς και τα μυθιστορήματα: Οι βαμβακοσυλλέκτες, Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε, Η γέφυρα στη ζούγκλα και Το Λευκό Ρόδο. Σχεδόν όλα έχουν ξαναδουλευτεί και συχνά επεκταθεί στις πολλές επανεκδόσεις, σε μερικές δε περιπτώσεις με αφορμή τη μετάφρασή τους σε ξένες γλώσσες. Υπάρχουν αλλαγές, τόσο προσθήκες και συντμήσεις όσο και διαγραφές, που πρέπει να ερμηνευθούν ως ιδιαίτερα μηνύματα του συγγραφέα προς το αναγνωστικό κοινό μιας ορισμένης γλώσσας ή που σχετίζονται με την εκάστοτε κατάσταση μιας χώρας: ναζισμός, ισπανική επανάσταση, Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μερικές εξαλείφουν τα χνάρια μπροστά στα άπληστα λαγωνικά της δημοσιότητας, που ιχνηλατώντας εισχωρούν στο σώμα του ίδιου του έργου.
Η Επανάσταση του Μεξικού, αυτή η ελάχιστα γνωστή σ’ εμάς εξωτική κοσμογονία με τις θρυλικές μορφές του Μagόn, του Zapata και του Villa, βρήκε στον Β. Traven έναν αντάξιο επικοδραματικό εκφραστή, που την ξετύλιξε μυθιστορηματικά μετά το 1930 στον μεγάλο Κύκλο του μαονιού. Τον απαρτίζουν τα βιβλία: Οι αγωγιάτες με τα κάρρα, Κυβέρνηση, Η πορεία προς το βασίλειο του μαονιού, Trozas (κορμοί μαονιού), Η εξέγερση των κρεμασμένων και Ένας στρατηγός βγαίνει από τη ζούγκλα.
Αργότερα έγραψε νουβέλες και διηγήματα καθώς και δύο μεγάλα ινδιάνικα παραμύθια. Πολλά μυθιστορήματα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες, ενώ έχουν μεταφρασθεί σε τουλάχιστον 28 γλώσσες. Από τις εκδόσεις Ziegelbrenner είχαν κυκλοφορήσει αρκετά μικρότερα έργα του γραμμένα μεταξύ 1912 και 1921, κυρίως λυρικές φαντασίες, διηγήματα, επαναστατικά και αισθητικά δοκίμια, λίβελλοι και κριτικές. Η χρονική απόσταση βλέπει σε αυτά ακόμη καλύτερα τον γόνιμο σπόρο που αργότερα έγινε τροπική βλάστηση.
Αν δεν ήταν τόσο χτυπητή η προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα, έκδηλη στη νοηματική, ψυχική, συχνότατα ορμική σφαίρα του δημιουργού, τότε η ταυτότητα Marυt/Traven, που ομολογήθηκε μεταθανάτια από την τελευταία σύντροφό του κατ’ επιθυμία του ίδιου, δεν θα αποτελούσε ούτε καν εικασία. Γιαυτό και την είχαν ψυχανεμιστεί µόνο μερικοί πρώην «σύντροφοί» του. Η λεπτεπίλεπτη ανάλυση των βαθύτερων στιβάδων του ύφους του καθώς η παραβολή πραγματολογικών στοιχείων αποκατέστησε σταδιακά με πειστικό τρόπο την προσωπική συνέχεια αυτής της διαλεκτικής ασυνέχειας.
Μετά από διαδοχικές μεταμορφώσεις, που ίσως αρχίζουν να διαδραματίζονται ήδη στη φάση πριν από το Ziegelbrenner -από το 1907 μέχρι το 1914 ο Ret Marυt ήταν ηθοποιός θεάτρου και σκηνοθέτης ενός περιοδεύοντος θιάσου – και συνεχίζονται στην τριετία της σιωπής ως το 1917, στην περίοδο «νομιμότητας» ως το 1919 και παρανομίας μέχρι το 1922, αλλά προπάντων στη σκοτεινή τριετία της δεύτερης σιωπής, ο φυγάς αίρει την υποκειμενική «μοναδικότητά» του, για να τη διαφυλάξει στρεφόμενος προς το συλλoγικό, το όποιο σιγά σιγά απλώνεται σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο Marυt της πόλης, το ανώνυμο, άναρχο και αύταρχο εγώ κατ’ έξοχήν ανοίγεται στο αναγκαστικά και εφιαλτικά αφυπνισμένο συλλογικό σώμα των προλεταριοποιούμενων ινδιάνων. Ο νέος ρόλος είναι βαθύτατα ηθοποιητικός: η ιστορία μεταπλάθει μέσα στο κυλιόμενο μάγμα του χωνευτηριού της τους ανθρώπινους χαρακτήρες, άτομα και λαούς, την οργανική και ανόργανη οικουμένη. Αυτή η θεματική και υφολογική μεταστροφή εμπεριέχει σαν νέα σύνθεση και την απαραίτητη αναστροφή της: από το νέο βήμα ο Traven στρέφεται πάλι στους αναγνώστες της μητρόπολης, προπάντων στους Γερμανούς του. Οι ηπιότεροι τόνοι απευθύνονται στους πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι σκληρότεροι στους υπόδουλους του ναζισμού. Από το ταξίδι χωρίς επιστροφή στέλνει πίσω το πνευματικό αντίβαρό του, μια ενισχυμένη μακρινή φωνή προς ένα διευρυμένο κοινό που στη συνέχεια παίρνει διηπειρωτικές διαστάσεις. Ο «κόκκος άμμου που στοχεύει στο σύμπαν» (Το πλοίο των νεκρών) ακολουθεί, σθεναρά αντιστεκόμενος, την πορεία, όπως αυτή παραδειγματικά ζωντανεύεται στο Λευκό Ρόδο. Η αμυδρή αισιοδοξία της νέας προοπτικής,όπως εμφανίζεται σ’ ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι μόνο ένα ανάμεσα στα τόσα πουκάμισα φιδιού που αλλάζει ο ηθοποιός και ποιητής της ζωής Marut/Traven.
Αν ο αντιεξουσιαστής Ret Marut απευθυνόταν όχι σε ένα κοινό, σε μια μάζα με κοινά σημεία, αλλά σε, τουλάχιστον επίδοξα, εγωτικά πρόσωπα στιρνεριακής σύλληψης, ο Β. Traven ριζοσπαστικοποιεί το στοιχείο της συλλογικότητας. Σαν αναγεννημένος μέσα στην αμφίστομη «επανάσταση των μαζών», γράφει για πολλούς, με τη διπλή έννοια της πρόθεσης: περί των πολλών και προς τους πολλούς. Η γλώσσα του γίνεται αισθητηριακή, σχεδόν απτική. Η κορυφωνόμενη ένταση λες και ξεπηδάει όχι από τη γραφή, αλλά από τα ίδια τα πράγματα. Η πλούσια έντεχνη αντίστιξη (ρήγματα, χιούμορ, συνειρμοί) μοιάζει και αυτή σαν ιδιότητα των ίδιων των πραγμάτων.
Η ζούγκλα που θρασομανάει, το φούντωμα της αδιαπέραστης φύσης, οι εξανδραποδιζόμενοι ινδιάνοι, η ωμή και αδιαμεσολάβητη κυριαρχία του δικτάτορα Porfirio Diaz και η απαρερμήνευτη εξέγερση των καταπατημένων υπαγορεύουν μια ρεαλιστική γλώσσα, μια ενσώματη, με την αριστοτελική έννοια μιμητική προσήλωση στο οργανικό αντικείμενο, το οποίο δεν γνωρίζει σύμβολα, μεταφορές και παραβολές, φυτοζωεί, βουίζει, λουφάζει και σφαδάζει μέσα σε τρόπον τινά προγλωσσικά στρώματα της ύπαρξης. Ο πόνος των καταπιεσμένων και εξεγερμένων στον Κύκλο του μαονιού είναι σωματικός, ωμός, φυσικός. Κανένας καταπιεστής δεν απευθύνεται στην ψυχή των θυμάτων του ούτε καν στο ένστικτό τους. Στοχεύει μόνον εκεί που βιτσίζει. Οι ινδιάνοι διανύουν την ιστορία στο ρυθμό μιας περίληψης. Στον ίδιο ρυθμό εξεγείρονται. Η πλοκή των έργων του Β. Traνen είναι ήδη τραγικά μετεπαναστατική.
Extrait du documentaire L’énigmatique histoire de B.Traven, de Xavier Villetard. Arte France, Zeugma Films, Vaya Films. vimeo http://vimeo.com/64683090 The Anarchist Encyclopedia: A Gallery of Saints & Sinners … http://recollectionbooks.com/bleed/Encyclopedia/TravenPage1.htm The Death Ship – Libcom http://libcom.org/files/DeathShip.pdf
* Ο Λευτέρης Αναγνώστου είναι μεταφραστής και συγγραφέας, γεννήθηκε στην Πλατανούσα, το χωριό του ποιητή Γ.Κοτζιούλα και του μουσουργού Δ.Δραγατάκη, το 1941. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα. Το 1960-1979 σπούδασε κοινωνιολογία και ψυχανάλυση και εργάστηκε στη γερμανόφωνη Ελβετία. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Από το 1979-1987 ήταν συνιδρυτής και Διευθυντής του Κέντρου Μελετών και Αυτομόρφωσης (ΚΕ.ΜΕ.Α.), ενός ιδρύματος εκπαίδευσης επιμορφωτών ενηλίκων και εκδότης του περιοδικού «Αυτομόρφωση». Από το 1980 ασχολείται αποκλειστικά με τη μετάφραση βιβλίων , κυρίως ψυχαναλυτικών, φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και λογοτεχνικών. Έχει μεταφράσει πάνω από 50 τίτλους: Δεκαπέντε βιβλία του Σίγκμουντ Φρόυντ , μεταξύ άλλων την «Ερμηνεία των ονείρων » και την «Εισαγωγή στη ψυχανάλυση», συνολικά τον κεντρικό κορμό του έργου του Φρόυντ. Μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της Κριτικής Θεωρίας, γνωστής ως Σχολής της Φραγκφούρτης, μεταξύ άλλων : «Minima Moralia», «Αισθητική Θεωρία», «Αρνητική διαλεκτική» του Αντόρνο και τη «Διαλεκτική του διαφωτισμού» των Αντόρνο και Χόρκχαϊμερ , καθώς και έργα του Γ.Χάμπερμας : «Ο φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας, «Αλλαγή δομής της δημοσιότητας», «Μεταεθνικός αστερισμός» κ.α… Μετέφρασε το δίτομο έργο του Όσβανλντ Σπένγκλερ «Η παρακμή της Δύσης». Το δίτομο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη «Το πολιτικό και ο άνθρωπος». Το κλασσικό έργο του Έριχ Άουερμπαχ «Μίμησης». Μαζί με τον Γιώργο Βαμβαλή συγγράψανε το «Τετράγλωσσο λεξικό της ψυχανάλυσης » Εκδόσεις Επίκουρος. Το 2005 πήρε το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, με το τετράτομο έργο –μυθιστόρημα του Νομπελίστα Τόμας Μαν: «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού», που μετέφερε από τη Γερμανική στην Ελληνική γλώσσα. Έχει επίσης μεταφράσει τα βιβλία της Αυστριακής Έλφρίντε Γέλινεκ « Η πιανίστρια», «Οι αποκλεισμένοι» και «Λαγνεία» (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2004).
Ζήσης Σαρίκας, Ανθρώπινες σκιές
Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Ζήση Σαρίκα Ανθρώπινες σκιές, Δύο αφηγήματα (εκδ. Πανοπτικόν).
«[…] Τη δεκαετία του εβδομήντα τα πράγματα άλλαξαν στην ειδυλλιακή, πρωτόγονη παρέα. Ήρθε το φως και το νερό, ασφαλτοστρώθηκε ο δρόμος, κι άρχισαν να χτίζονται παντού καινούργια σπίτια, ακόμα και συγκροτήματα. Το τοπίο πήρε να γίνεται αγνώριστο. Ωστόσο, ο ρυθμός της αλλαγής δεν ήταν ακόμη ραγδαίος, αυτό έγινε τις δυο επόμενες δεκαετίες. Η Μάγδα κατάφερε να αγοράσει ένα κτήμα κοντά στη θάλασσα και να χτίσει εκεί ένα μικρό εξοχικό. Η καθημερινότητα της οικογένειας στις διακοπές άλλαξε. Υπακούοντας στις επιταγές των καιρών, έβαλαν το κεφάλι τους στον τορβά και χρεώθηκαν ώς τα αφτιά για να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης, ένα ακόμη σπίτι. Αντικατέστησαν την αμεριμνησία, την αληθινή ξεκούραση και αναψυχή των καλοκαιρινών διακοπών με μια διατεταγμένη, συμβατική καλοπέραση, που έκρυβε πίσω της πολλή έγνοια και λάτρα. Το σπίτι ήταν ένας καινούργιος και μεγάλος μπελάς, που οικειοθελώς είχαν φορτωθεί. Είχαν απεμπολήσει για πάντα τη δυνατότητα να τη βγάζουν πρόχειρα, φτηνά, εύθυμα, με ποικίλες παρέες, δίχως πρόγραμμα και δίχως σκοπιμότητες. Στα παλιά δωμάτια που νοίκιαζαν μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν όποτε ήθελαν, να μοιράζονται με τους άλλους ενοίκους πράγματα κι αισθήματα, δίχως να τους περνάει από το μυαλό τι ήταν οι άλλοι, φτωχοί ή πλούσιοι, μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, και δίχως να τους τρώει το σαράκι να δείξουν τι ήταν οι ίδιοι. Η παλιά ζωή των διακοπών ήταν, έστω και για λίγες μέρες, απαλλαγμένοι από καταναγκασμούς και διακρίσεις, ήταν μια ταπεινή και φευγαλέα εικόνα μιας ιδεατής ισότητας, αλληλεγγύης και ευδιαθεσίας. Το ιδιόκτητο σπίτι ήταν δέσμευση. Εκείνοι όμως καμάρωναν γι’ αυτήν και κοίταζαν πώς θα την κάνουν σφιχτότερη. Το μόνο που τους έμενε τώρα ήταν να επιδεικνύονται, να ανταγωνίζονται τους γείτονες, ποιος θα έκανε καλύτερη και μεγαλύτερη σκεπή, πατζούρια, μπαξέ, γκαράζ για το αυτοκίνητο, ποιος θα έμπαινε στο μάτι των άλλων με το χρήμα και την αξιοσύνη του. Είχαν μεταφέρει τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό της πόλης στην εξοχή. Είχαν φράξει για πάντα τον μικρό κήπο μιας άλλης, πιο απλής, πιο ανέμελης, πιο ασκότιστης ζωής από εκείνη που έκαναν στο άστυ […]»
Ζήσης Σαρίκας, Ανθρώπινες σκιές. Δύο αφηγήματα, Εκδ. ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ
Η σάτιρα του κοινωνικού περίγυρου, ο περιγελασμός του παράταιρου, του «δήθεν», του «χαβαλέ», του φτιαχτού, του ξιπασμένου, του ψευτονταήδικου, του αλλοπρόσαλλου, της κομπορρημοσύνης, της ανευθυνότητας, της τεμπελιάς, της καλοπέρασης σε βάρος των άλλων, της προδοσίας των ιδεών, της κουτοπονηριάς, της χωριατιάς, της ευκόλης σαχλαμάρας, είναι καυστικότατη, συχνά καταγγελτική.
Ο μικρόκοσμος των ηρώων του Σαρίκα, όλων των ηρώων, πρωτευόντων, δευτερευόντων και κομπάρσων, διακρίνεται από κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που συνεκδοχικώς μπορούν να εννοηθούν ως συνήθη διακριτικά γνωρίσματα των μικροαστικών στρωμάτων της επαρχίας και του άστεως της δεκαετίας του’ 50, του’ 60 και του’ 70 : το ατομικό κουτσοβόλεμα με παράλληλο «ρίξιμο» των άλλων ως αυτοσκοπός, η κατασκόπευση της ζωής των διπλανών, το ακατάσχετο, εγκληματικό συχνά κουτσομπολιό, ο φραστικός πουριτανισμός που κρύβει ένα σωρό προσωπικά άπλυτα εκείνου που το εκφράζει, αρκετή μισανθρωπία συγκαλυμμένη κατά το ειωθός με συγκαταβατική, ανεκτική συμπεριφορά, που βγάζει όμως με την πρώτη ευκαιρία τα τιγρίσια νύχια της. Είναι αυτοί οι «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» του Κώστα Βάρναλη; Όχι, ακριβώς! Ο Σαρίκας φαίνεται να τους ρίχνει την μισή ευθύνη για την κοινωνική και πολιτική κατρακύλα. Ο μέσος νεοέλληνας οδηγείται στη ηθική παρακμή και στην εκμετάλλευση από πλευράς της εξουσίας με την εκούσια συμβολή του, σε σιωπηρή ή αγαστή συνεργασία με δικαστικούς υπαλλήλους, παπάδες, χωροφύλακες, ανθρώπους με έστω και μικρή τοπική ισχύ, οικονομική επιφάνεια ή κύρος, με στόχο το εύκολο κέρδος στη ζούλα, έστω και σε μικροκλίμακα. Δεν είναι αυτοί για τα μεγάλα κόλπα. Εκείνα τα έχει αναθέσει το σύστημα στους επί τούτου προπονημένους, πριμοδοτημένους μεγαλοαπατεώνες άλλης ταξικής και ιδεολογικής καταγωγής. Ο Σαρίκας, άλλοτε πλάγια και άλλοτε κατευθείαν, πολιτικολογεί όχι για να μας περάσει κάποιο μήνυμα, που προέρχεται από την βαθύχρονη και πολύμοχθη τριβή του με το πνεύμα των φιλοσόφων που έχει εμπεριστατωμένα μελετήσει αλλά με τον τρόπο που του δίδαξε η εμπειρία του από τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις σχέσεις των απλών ανθρώπων με τον νόμο και την εξουσία. Δεν κάνει κήρυγμα, ούτε προσπαθεί να προσελκύσει τον αναγνώστη του στο ιδεολογικό του πιστεύω αλλά μας μεταδίδει την ακατάπαυστη αγωνία του να αποδώσει δικαιοσύνη στα πράγματα αποτιμώντας με ειλικρίνεια και καθαρό μυαλό τις αιτίες, τα συμβάντα, τα αποτελέσματα που συνθέτουν το κοινωνικό και σε βάθος το ιστορικό φάσμα του μεταπολεμικού μας κόσμου. Οι άνθρωποι ακυρωμένοι, διαψευσμένοι από τους ηγέτες τους, την ιδεολογία τους, τη μοίρα τους, τον εαυτό τους αποδεικνύουν καθημερινώς την αλήθεια τους μέσα από παραστατικά παραδείγματα”.
http://www.panopticon.gr/index.php/menu-logotexnia/9-cat-logotexnia/84-log-sarikas-skies
Ζμπίγκνιου Χέρμπερτ, Από μιαν άγραφη θεωρία των ονείρων
ΑΠΟ ΜΙΑΝ ΑΓΡΑΦΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
1.
η καμπάνα της μνήμης δεν ξυπνά φαντάσματα ή εφιάλτες
η καμπάνα της μνήμης επαναλαμβάνει την μεγάλη απαλλαγή τους
2.
η καμπάνα της μνήμης επαναλαμβάνει τον μεγάλο τρόμο της
η καμπάνα της μνήμης χτυπά έναν ασταμάτητο συναγερμό
Ludwig Bauer, Μεσαίωνας, 1932
Το δοκίμιο του Ludwig Bauer, γραμμένο το 1932, είναι σαν να γράφτηκε για το σήμερα της Ευρώπης. Μισαλλοδοξία, φανατισμός, ψυχική ακαμψία, μαζικοποίηση, ρατσισμός, νεοναζισμός: Μια πυκνή πνευματική καταχνιά εξαπλώνεται εκ νέου.
LUDWIG BAUER
Μεσαίωνας, 1932[1]
(Μετάφραση Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος)
—
Το τρένο της Ιστορίας τρέχει προς τον νέο Μεσαίωνα που τον ζούμε ήδη χωρίς και να μπορούμε, ακριβώς επειδή τον ζούμε και να τον φανταστούμε. Όλη η ανθρωπότητα έχει κόψει εισιτήριο γι’ αυτό το δρομολόγιο. Ο 19ος αιώνας έχει πεταχτεί στη χωματερή∙ ο Μουσολίνι έχει ανακαλύψει ότι ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του Λόγου, υπήρξε ο βλακωδέστερος των αιώνων. Και τώρα, το γερμανικό υποκατάστατο του Μουσολίνι, με όλους τους αλαζονικούς αντιδιανοούμενους προφεσόρους του, έχει αναλάβει να συνεχίσει την εκτροχιασμένη πορεία του Ιταλού. Διότι κατά τον περασμένο αιώνα η ανθρωπότητα κάλυψε όλη την απόσταση από το «εμείς» στο «εγώ», ανακάλυψε ότι το κράτος αποτελεί ένα αναγκαίο κακό και άναψε τη δάδα των ατομικών δικαιωμάτων, η οποία τώρα κινδυνεύει να σβήσει μέσα σε μια πυκνή πνευματική καταχνιά. Σήμερα επικρατεί η βαθιά επιθυμία ν’ απαλλαγούμε από το βάρος του «εγώ» – γεννιόμαστε με μια στολή, ξεφορτωνόμαστε την ψυχή μας και υποτασσόμαστε στη μάζα. Η ανεκτικότητα αντικαθίσταται από τον φανατισμό, το χαμόγελο από την ψυχική ακαμψία.
Το άτομο σκοντάφτει πάνω σ’ έναν τοίχο και κάνει γκελ προς το παρελθόν.
Είτε πρόκειται για τον χιτλερισμό ή τον φασισμό, είτε πρόκειται για τους Heimehren[2] ή τους Camelots du roi της Action Française[3], όλοι τους απεχθάνονται την πνευματική διαύγεια και τείνουν στον μυστικισμό και την αυτοειδωλοποίηση. Το νόημα της ζωής δεν είναι πλέον η ελευθερία του ατόμου αλλά η μαζικοποίηση του μέσα στη φυλή, στην τάξη και στο έθνος. Έτσι εμφανίζεται εκείνος ο τύπος ανθρώπου που του αρέσει να στρατολογείται, που βρίσκει απόλαυση στη μαζική πίστη. Απορρίπτει με περιφρόνηση τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού∙ γι’ αυτόν δεν υπήρξε ποτέ ο Βολταίρος. Μέσα από τη σύγχυση μιας ανθρωπότητας που δραπέτευσε από τον εαυτό της γεννήθηκε η σημερινή γενιά που δεν βλέπει καμιά χρησιμότητα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην ελευθερία της σκέψης και στην ανεκτικότητα∙ και ό,τι καλύτερο έχει με ηρωικές προσπάθειες κατακτηθεί ανά τους αιώνες εμφανίζεται στα μάτια αυτής της γενιάς αδιάφορο ή και βλαβερό. Επικρατούν διάφορα δόγματα – «πρέπει» τούτο, «πρέπει» τ’ άλλο – ώσπου φτάνουμε τελικά στο δόγμα ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η σκέψη. Το κάθε τι έχει ήδη καθοριστεί, και όποιος προβάλλει μια άρνηση, μια αμφισβήτηση ή μια αντίθετη άποψη είναι αντάρτης και αιρετικός. Αυτή η στενότητα πνεύματος και η αμβλύνεια είναι τυπικά μεσαιωνικά γνωρίσματα και συγκριτικά – αντίθετα από την εσφαλμένη αντίληψη του Διαφωτισμού πάνω σ’ αυτό – ο Μεσαίωνας, παρά την αυστηρότητά του, παρά τον πεισματικά αποκλειστικό του χαρακτήρα, θα μπορούσε να ανακηρυχτεί ως ένας χαμένος παράδεισος. Και τα ίδια ισχύουν και στην οικονομία: παρατάμε τώρα τον κόσμο της οικονομίας σπάζοντας τους δεσμούς μεταξύ των λαών και ξαναζωντανεύουμε τις παρωχημένες συντεχνίες, λαχταρώντας ολοένα περισσότερο καταναγκασμό και υποταγή. Αποφεύγουμε την ευθύνη, θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν υιοθετώντας το σωτηριολογικό δόγμα που κατευθύνει και τακτοποιεί τα πάντα. Θα μας σώσει μήπως το τρίτο Ράιχ; Μα αυτό, αγαπητοί μου, υπήρξε ήδη για ένα μεγάλο διάστημα στο παρελθόν και ήταν μία από τις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας. Η ατομική πρωτοβουλία εξουδετερωμένη, η σκέψη αμαρτωλή, βέβηλη από κάθε άποψη. Η ανθρωπότητα ένα γκέτο ηλιθιότητας, μίσους και δεισιδαιμονίας. Θεόσταλτη ευκαιρία και παρηγοριά των καταπιεσμένων ήταν η δυνατότητα να καταπιέζουν κι αυτοί κάποιους άλλους. Καταμερισμός: άλλοι προορίζονταν να μαστιγώνουν και άλλοι να μαστιγώνονται. Μικρός και στενός ο κόσμος, επίφοβο το μακρινό.
Εκεί ακριβώς επιστρέφουμε και πάλι. Μόνο που τώρα βρισκόμαστε στο 1932 και ορμάμε να βουτήξουμε μέσα του με την ταχύτητα ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου. Χαρακτηριστικό αυτής της βουτιάς είναι ότι η μηχανή λειτουργεί αναπότρεπτα υπέρ της οπισθοδρόμησης. Διότι είμαστε ανήμποροι να κυριαρχήσουμε πάνω της, μας έχει ήδη νικήσει. Έτσι αναζητάμε προστασία σε συγκεντρώσεις βίας και επινοούμε για μας έναν νέο ρομαντισμό. Η τάξη ή η φυλή ανακηρύσσεται ως νέα αριστοκρατία. Μήπως δεν γελάει ο κόσμος με τους ματαιόδοξους Γάλλους που καμαρώνουν με αυταρέσκεια για τα κόκκινα κορδελάκια στις μπουτονιέρες τους; Μ’ αυτούς δηλαδή που αποδίδουν οι ίδιοι σ’ ολόκληρο το λαό τους την ανωτερότητα της νορδικής αριστοκρατίας; Πόσα πρέπει να θυσιαστούν γι αυτά τα μπιχλιμπίδια: η ελευθερία, η καλοσύνη, η ειρήνη, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια – όλα αυτά για τα οποία είχαν παλέψει και υποφέρει οι καλύτεροι ανάμεσα μας. και αντ’ αυτών δικαιώνεται, έστω και εκ καθήκοντος, η αλαζονεία των μαζών. Το παλαιό κράτος δεν μπόρεσε να δαμάσει την ξέφρενη μηχανή. Το νέο κράτος, που στην πραγματικότητα είναι ακόμα πιο παλιό, είναι εξίσου ανίκανο να το κάνει: μπορεί όμως να μας αποζημιώσει οδηγώντας μας σε ένα σκοτάδι όπου η δυστυχία είναι απείρως πιο εξαπλωμένη και κατά συνέπεια μη ορατή πλέον.
Το εγώ εξαφανίζεται.
Το άτομο υπολογίζεται μόνο ως τμήμα του συνόλου. Γίνεται όργανο μιας ελεγχόμενης ομάδας, και σοβιετικοί, φασίστες, ναζιστές και «Ιππότες του Βασιλέως» έχουν το θράσος να καθορίζουν για λογαριασμό του το νόημα της ύπαρξης του. Το ίδιο το άτομο δεν έχει το δικαίωμα να προσδιορίσει τα όρια του, να ορίζει την ευτυχία του. Επιστρέφει στην ανωριμότητα αφήνοντας άλλους να πράττουν για λογαριασμό του και η μόνη υποχρέωση που έχει είναι ν’ αφήνει σε άλλους την επιλογή της μοίρας του. Αυτή η σύνθλιψη της προσωπικότητας είναι δυνατή μόνο με τα μηχανικά εργαλεία αφομοίωσης: εφημερίδες, κινηματογράφος και ραδιόφωνο εκπαιδεύουν τον κόσμο και διαβρώνουν το διαφορετικό, ενδυναμώνουν και προωθούν την καλλιέργεια της μαζικής ψυχής. Το παράδοξο είναι ότι μια όσο ποτέ άλλοτε ομοιόμορφη ανθρωπότητα σχίζεται από βαθύτατες ρωγμές και οχυρώνεται πίσω από αόρατες μαγικές γραμμές: τα σύνορα. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί όλο και περισσότερο ένα απλό κομμάτι και όχι πλέον ένα όλον, κι έτσι όλο και πιο λίγο χρειάζεται την ανοχή, τον σεβασμό και την προσωπική αξιοπρέπεια. Και γιατί άλλωστε θα τα χρειαζόνταν αφού ουσιαστικά κι ο ίδιος μόνο φαινομενικά υπάρχει; Τα πάντα έχουν μετατοπιστεί στο πεδίο του φετίχ, της τάξης, της φυλής, του κόμματος και του κράτους. Είτε ακούμε ετυμηγορίες ενός δικαστηρίου στη Λειψία που μας φέρνουν στο νου σύγχρονο κυνήγι μαγισσών, είτε ακούμε τον πρίγκιπα της Ουαλίας να συμβουλεύει τον λαό του ν’ αγοράζει μόνο αγγλικά προϊόντα είναι το ίδιο: Μεσαίωνας. Όλες οι καστρόπορτες έχουν κλείσει, όλες οι γέφυρες έχουν σηκωθεί κι έξω απ’ τα τείχη της πολιτείας ο εχθρός παραμονεύει τη λεία του. Κι όλοι έχουνε γίνει εχθροί ολωνών. Εχθρός δεν είναι μονάχα ο ξένος πολίτης αλλά και οι στοίβες ρουχισμού, οι σωροί του άνθρακα, τ’ αποθέματα σιταριού – όλο το έχει του άλλου είναι ο εχθρός […]
Μεσαίωνας 1932 – ένας Μεσαίωνας που θέλει να πιστέψει αλλά που πραγματικά δεν το μπορεί πια. Αν και αναγκαστικά σε μια κατάσταση ενότητας, μέρα με τη μέρα διχάζεται περισσότερο. Πρόκειται απλώς για ένα επεισόδιο; Ακόμα κι αν ήταν έτσι, θα μπορούσε να καταστρέψει σε μια μέρα περισσότερα απ’ όσα έχουν φτιάξει ευφυέστεροι αιώνες. Ο αέρας μυρίζει βλακεία και άνοια. Καιρός να διαβάσουμε Βολταίρο – κι ακόμα περισσότερο καιρός να ξαναρθεί ένας Βολταίρος.
[1] Ludwig Bauer, “Mittelalter, 1932”, Das Tagebuch 13 (2/1/1932). Από το εξαίρετο βιβλίο Φωνές από τη Βαϊμάρη, Μετάφραση – Επιμέλεια Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα, 2011.
[2] Heimehren: παραστρατιωτικές ομάδες στη Γερμανία.
[3] Action Française: Ακροδεξιά γαλλική οργάνωση. Η «μητέρα» όλης της γαλλικής ακροδεξιάς. Ιδρύθηκε το 1898 και το 1940 έσπευσε να στηρίξει και να συνεργαστεί με την κυβέρνηση του Βισύ και τον γερμανικό στρατό κατοχής. Διαλύθηκε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έκτοτε πληθώρα ακροδεξιών οργανώσεων διεκδίκησαν την κληρονομιά της.
Αναδημοσίευση από: http://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/2012/09/30/ludwig-bauer-mittelalter-1932/
Λόρενς Φερλινγκέτι, Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος για να γεννηθείτε
Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που η ευτυχία
δεν είναι πάντα
και τόσο διασκεδαστική
αν δεν σας νοιάζει μια δόση κόλασης
που και που
όταν όλα πάνε καλά
γιατί ακόμα και στον παράδεισο
δεν τραγουδούν
όλη την ώρα
Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν
όλη την ώρα
ή έστω απλώς λιμοκτονούν
κάποιες ώρες
στο κάτω κάτω δεν πειράζει
αφού δεν είστε εσείς
Α, ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας πολυνοιάζουν
λίγα ψόφια μυαλά
στις ψηλότερες θέσεις
ή μια δυο βόμβες
που και που
στα ανεστραμμένα σας πρόσωπα
ή άλλες τέτοιες απρέπειες
απ’ τις οποίες μαστίζεται η κοινωνία μας
με τους διακεκριμένους άνδρες της
και τους κληρικούς της
και τους λοιπούς αστυφύλακες
και τις διάφορες φυλετικές διακρίσεις της
και τις κοινοβουλευτικές ανακρίσεις της
και τις άλλες δυσκοιλιότητες
που η τρελή μας σάρκα
θα κληρονομήσει
Ναι ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος
για ένα σωρό πράγματα όπως το να κάνεις
κουταμάρες
και να κάνεις έρωτα
και να είσαι λυπημένος
και να τραγουδάς φτηνά τραγούδια και να έχεις
εμπνεύσεις
*Μετάφραση: Ρούμπη Θεοφανοπούλου
Erich Fried, Γιατί τίποτα δεν θα βοηθήσει
Στη μνήμη του συντρόφου αντιφασίστα Κλεμάν Μερίκ, που δολοφονήθηκε τόσο άγρια από τους νεοναζιστές εχθρούς του ανθρώπινου γένους στη Γαλλία
Γιατί τίποτα δεν θα βοηθήσει –
αυτοί κάνουν ό,τι θέλουν
Γιατί δεν θέλω να βγάλω και πάλι
τα κάστανα από τη φωτιά
Γιατί και πάλι θα γελάσουν:
δεν περιμέναμε εσένα
Και γιατί πάντα εγώ;
Κανείς δεν θα μου πει ευχαριστώ
Γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει
τι γίνεται –
το λιγότερο να καταστραφώ
περισσότερο
Γιατί κάθε κακό έχει ίσως
και κάτι καλό
Γιατί είναι υπόθεση προσωπικών απόψεων
και τελικά ποιον μπορείς να πιστέψεις
Γιατί και οι άλλοι τα χόρτα
τα μαγειρεύουν με νερό
Γιατί καλύτερα να τα αφήσουμε
στους ειδικούς
Γιατί κανείς δεν ξέρει
το πόσο μπορεί να ζημιωθεί κάποιος
Γιατί δεν αξίζει τον κόπο
γιατί όλοι τους δεν το αξίζουν”
Αυτά είναι αιτίες θανάτου
για να γραφούν
επάνω στους τάφους μας
(1995)
*Η φωτογραφία είναι από την κηδεία του Γάλλου αντιφασίστα Κλεμάν Μερίκ.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.
Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Ζακ Πρεβέρ
Κόλλα γραφής
Λοιπόν τότε κατεβαίνει το πουλί
και παίζει με το παιδί.
Νίκος Κυριακίδης, Μυστήριο
Ποιός πήρε το παγκάκι της κ. Δημουλά;
Όχι, δεν ήταν ο εργολάβος-συγγραφέας ιππότης του Παναγίου τάφου που
καθόταν από πίσω της, στην αίθουσα της Ακαδημίας.
Μιλάμε για παγκάκι, όχι πολυθρόνα
Δεν πρέπει να ήταν και οι υπόλοιποι λεγεωνάριοι, της Λεγεώνας της Τιμής
‘’ο Μεγαλόσταυρος’’, τρεμάμενοι στην ετήσια πασχαλινή τους συνάντηση.
Επίσης κι εκεί, έχει καταργηθεί το παγκάκι.
Ήταν νέγρος και ήταν νύχτα…