B. Traven – Οι μεταμορφώσεις ενός μοναδικού

Του Λευτέρη Αναγνώστου* 
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Μάιος 1990

«Από έναν εργάτη πού δημιουργεί πνευματικά έργα, ποτέ δεν θα έπρεπε να ζητάει κανείς τη βιογραφία του. Είναι αγενές. Τον βάζει στον πειρασμό να πει ψέματα… Θα ήθελα να το πω με όλη τη σαφήνεια. Η βιογραφία ενός δημιουργικού ανθρώπου είναι εντελώς χωρίς σημασία. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει διακριτός μέσα στα έργα του, τότε είτε ο ίδιος δεν αξίζει τίποτε είτε τα έργα του δεν έχουν καμμιά αξία».

Αυτή η αποφθεγματική δήλωση περιέχεται σε μια ανακοίνωση του Β. Traven προς τους αναρίθμητους Γερμανούς αναγνώστες των πρώτων βιβλίων του. Τη δημοσίευσε ο αριστερός εκδοτικός συνεταιρισμός Büchergilde Gutenberg το 1927, για να κατευνάσει την περιέργεια των δεκάδων χιλιάδων μελών και αναγνωστών που τον πολιορκούσαν με επιστολές τους, θέλοντας να πληροφορηθούν για τη ζωή και το πρόσωπο του συγγραφέα. Ο δεινός αφηγητής, που μέσα από τις σελίδες των διηγήσεών του τους κρατούσε με κομμένη την ανάσα στις ώρες αναψυχής, αυτός πού είχε βρεί το μήκος κύματος και τον τόνο για να επικοινωνεί τόσο άμεσα από το μακρινό Μεξικό, απαντούσε στους αναγνώστες του με διευκρινίσεις, αισθητικά και πραγματολογικά σχόλια καθώς και κοινωνικοπολιτικές παρατηρήσεις, αλλά η αλληλεγγύη και η ζεστασιά του απέκρουαν κάθε ανοίκεια οικειότητα.

das-totenschiff

Είναι η απαρχή ενός έκθετου μυστηρίου που κράτησε ως τον επιβεβαιωμένο θάνατό του το 1969 και κρατάει ακόμη και σήμερα. Η αχλή που περιέβαλλε την ταυτότητά του (« Εγώ δεν χρειάζομαι διαβατήριο. Ξέρω ποιος είμαι»), απλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, καθώς τα βιβλία του μεταφράστηκαν στις περισσότερες γλώσσες των δύο ηπείρων και το σώμα των αναγνωστών του ογκώθηκε μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σε δεκάδες εκατομμύρια. Από τότε συνεχίστηκε να πλέκεται ο μύθος του Τράβεν με άπειρα νήματα που φθάνουν ως τις μέρες μας. Περιοδικά μαζικής κυκλοφορίας, όπως το Stern και το Life, εξαπέλυαν τακτικά κυνηγητά για να τον ανακαλύψουν, στον μεγάλο κυκεώνα της Πόλης του Μεξικού, στις κοσμοπολίτικες παραλίες του, στην απέραντη ζούγκλα ανάμεσα στους αγαπημένους του ινδιάνους.

 

Ο ίδιος είχε περιορίσει την επαφή του με τους απανταχού εκδότες και τον Τύπο στα στενά πλαίσια μιας ταχυδρομικής θυρίδας και ενός τραπεζικού λογαριασμού, που συχνά άλλαζαν, και στα διάφορα ψευδώνυμα, με τα οποία εμφανιζόταν ως πληρεξούσιος κάτοχος των συγγραφικών του δικαιωμάτων, για να διαπραγματευθεί την έκδοση σε άλλες γλώσσες -στα αγγλικά μετέφραζε και ίσως έγραφε ο ίδιος- ή την κινηματογράφηση των μυθιστορημάτων του (Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε, Το πλοίο των νεκρών, Το Λευκό Ρόδο κ.ά.)· συχνά επίσης για να διαψεύσει την πατρότητα χειρογράφων, που διάφοροι ευφάνταστοι χωρίς φαντασία πρότειναν κατά καιρούς σε εκδότες σαν δήθεν δικά του. Στον λαβύρινθο του μύθου μερικοί ξεπρόβαλαν από την ανωνυμία για να καρπωθούν το ψευδώνυμο, πολλοί εκμεταλλεύθηκαν τη δίνη του κενού για να κερδίσουν χρήματα και να υποκλέψουν ψευδαισθησιακά τη δόξα, άλλοι μετατράπηκαν σε αυθόρμητους, συχνά άδολους ντετέκτιβς.

Οι φήμες μεγάλωσαν τη φήμη του πράγματι συναρπαστικού αφηγητή και συνήγορου των καταπιεσμένων, και πλάι στο πλούσιο έργο του φύτρωσε μια ευρεία φιλολογική τραβενογραφία, απέναντι στην οποία τόσο ο ίδιος όσο και η τελευταία συντρόφισσά του και δικαιούχος της κληρονομιάς του σπάνια έλυσαν τη σιωπή τους. Ο αιώνας της πληροφόρησης και επικοινωνίας καλπάζει με βιομηχανικούς ρυθμούς και ηλεκτρονική τύφλωση προς τη μυθολογία. Η ανωνυμία και η δημοσιότητα υπόκεινται στην ίδια διαλεκτική.

zigelbrenner

Η πιο σοβαρή μελέτη για το πρόσωπο του συγγραφέα είναι οπωσδήποτε οι Συμβολές στη βιογραφία του Β.Traven του Ανατολικογερμανού καθηγητή Rolf Recknagel. Πρωτοεκδόθηκε το 1965 και από τότε επανεκδίδεται συχνά, βελτιωνόμενη και αναθεωρούμενη βάσει νεώτερων ευρημάτων, δικών του ή ξένων. Στο ογκώδες αυτό έργο, υπόδειγμα εξονυχιστικής υφολογικής ανάλυσης στην υπηρεσία βιογραφικών αναδιφήσεων, τεκμηριώνεται πειστικότατα η μεγάλη ανακάλυψη του Recknagel, που ως τότε δεν ήταν παρά απλώς μια επίμονη εικασία μερικών αριστερών διανοούμενων: ότι ο Β. Traven ταυτίζεται με τον Ret Marut, έναν αναρχικό επαναστάτη της Δημοκρατίας των Συμβουλίων στο Μόναχο, που με τη σειρά του είναι το επικρατέστερο ψευδώνυμό του μέχρι το 1921.

Ο Ret Marut, από μόνος του ήδη ένας θρύλος, εγκατέλειψε τη Γερμανία πιθανότατα το 1922, την οποία ξαναεπισκέφθηκε ίσως μόλις το 1959 με το ψευδώνυμο «Berick Torsvan, επιλεγόμενος Hal Croves», για να παρευρεθεί ως εκπρόσωπος τoυ Traven στο γύρισμα της ταινίας Το πλοίο των νεκρών. Την ημέρα της κατάρρευσης της βραχύβιας Δημοκρατίας των Συμβουλίων (7/8 Noεμβρίoυ – 1 Μαΐου 1919) ο Ret Marut συλλαμβάνεται και οδηγείται σε ένα έκτακτο δικαστήριο. Η συνοπτική διαδικασία γνωρίζει μόνο την έσχατη των ποινών. Λίγο πριν έλθει η σειρά του, εκμεταλλεύεται μια σύγχυση και με τη βοήθεια ενός φρουρού δραπετεύει. Ως τα τέλη του 1921 έχουν διαπιστωθεί ίχνη του στην παρανομία, από όπου εξέδωσε τα τελευταία τέσσερα τεύχη τoυ περιοδικού του Ziegelbrenner (κεραμοποιός).

imagesca0z3co9

Από τον Σεπτέμβρη τoυ 1917, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το Ziegelbrenner ήταν η πύρινη εστία του ελεύθερου σκοπευτή Ret Marυt, από την οποία εκσφενδόνιζε τις καυτές κεραμίδες της κοινωνικής, αισθητικής, πολιτικής και αντιπολεμικής κριτικής του. Κρυφό και εδώ το λημέρι του άφαντου «αντάρτη πόλεων» με την αιχμηρή πέννα, άτακτες οι περίοδοι εκρήξεων της ατομικής του κεραμoκάμινoυ. Τα ψευδώνυμα του ιδιοκτήτη, του πρωτομάστορα και των δήθεν συντακτών του -τον βοηθούσαν μια σύντροφός του με ψευδώνυμο και μερικοί «κάλφες» σε διάφορες πόλεις- συνθέτουν το παραπλανητικό προσωπείο του «μοναδικού» στιρνεριακού αναρχικού, η προσωπική βιογραφία του οποίου δεν θέλησε να παραστρατήσει από το έργο του: Κανένα χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο-δημιουργό και τα ανθρώπινα δημιουργήματά του, που μοιάζουν με κατοπτρίζον εφυάλωμα κεραμεικών και αντανακλούν όποιον σκύψει να δει, την καταραγισμένη κοινωνία ή και τον ίδιο τον κεραμοποιό.
Όποιος διαβάσει σήμερα τη συλλογή των ανάτυπων, μια από τις πιο ενδόμυχες μαρτυρίες της ταραγμένης εποχής, τρίβει τα μάτια του μπροστά στην εκτυφλωτική επίκαιρη ριζοσπαστική πολεμική του και τη σιγουριά της ματιάς του, που εξιχνίαζε τους θανάσιμους κινδύνους στη γένεσή τους , αλλά και τα ανθρώπινα σημάδια μέσα στη ζοφερότητα του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου και στο στρόβιλο των επαναστατικών μεταβολών. Στον κλεφτοπόλεμο με τη λογοκρισία είχε τολμήσει να αντιπροσωπεύσει μια τόσο ζωντανή εικόνα της ελευθερίας, άπιαστη σχεδόν στη σημερινή δημοκρατικά κατοχυρωμένη ελευθεροτυπία. Δεν είναι τυχαία η έμμονη απέχθειά του για την «εκπορνευόμενη δημοσιογραφία», εναντίον της οποίας εκτόξευε με ανήμπορη απελπισία τα φλεγόμενα θρύψαλά του.

Τα «μαζικά μέσα», από τις παραδοσιακές εφημερίδες και τα εικονογραφημένα περιοδικά μέχρι τον νεωτεριστικό κινηματογράφο και το αναδυόμενο ραδιόφωνο της μετεπαναστατικής δεκαετίας του 1920, δεν ήταν επικοινωνιακά δώρα του καπιταλισμού στη φάση μεταξύ ανάρρωσης και κραχ, αλλά πολύ περισσότερο η εκρηκτική άνοδος της πολιτιστικής βιομηχανίας, το οριστικό βούλιαγμα του προλεταριάτου στην πλημμυρίδα της μαζικής σήμερα πια οικουμενικής προπαγάνδας και χειραγώγησης. Από τότε η μεσσιανική τάξη βωλοδέρνει όπου γης ως μάζα πολεμιστών, απεργών, καταναλωτών, πάντοτε κυριαρχούμενη από δικούς της και ξένους, αναπολώντας μάλλον παρωδιακά τη χαμένη ιστορική αποστολή της. Ο Ret Marυt/B. Traνen μυρίστηκε τους κινδύνους, πάλαιψε σε πολλά μέτωπα απεγνωσμένα, ώσπου στα γερατειά του σιώπησε οριστικά χωρίς να ανακαλέσει τίποτε. Η φωνή του, διαπεραστική και έγκυρη άρθρωση της πνιγμένης κραυγής των καταπιεσμένων, μένει άσβεστη. Μόνη απόκριση σε αυτή θα ήταν η εκπλήρωση του πόθου των μουγγών θυμάτων, η αντικειμενική δικαίωση της εσώτερης πρόθεσής τους: μια κοινωνία συμφιλιωμένη με τον εαυτό της, η ελεύθερη αδιαίρετη ανθρωπότητα.

Στο Ziegelbrenner είχε εκφρασθεί περισσότερες από μία φορά η διάθεση φυγής του «μοναδικού» συντάκτη από τις μητροπόλεις του καπιταλιστικού πολιτισμού, τον γκρίζο αγριότοπο της ευταξίας, για να κρυφθεί στη ζούγκλα των απλοϊκών ιθαγενών, που ο ίδιος έδειχνε να γνωρίζει. Τόσο ο τόνος των γραπτών του όσο και οι διάσπαρτες αναφορές προδίδουν την περηφάνια του ξεριζωμένου απάτριδος που γνώρισε κάθε καρυδιάς καρύδι και ανθό, που ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους, σε όλους τους ωκεανούς, ασκώντας τα πιο απίστευτα επαγγέλματα. Οι συνδρομητές του είναι σκορπισμένοι στις γερμανόφωνες, σκανδιναυικές και αγγλόφωνες χώρες, στις Ινδίες, στην Κίνα και στην Ιαπωνία, σχεδόν σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.

Μετά το 1921 ό άνθρωπος που δεν ονομάζεται πια Ret Marυt ούτε ακόμη Β. Traven, έζησε στο νότιο Μεξικό κοντά στους Ινδιάνους. Στο βιβλίο του Χώρα της άνοιξης (1928) χρησιμοποίησε πλούσιο φωτογραφικό υλικό από εκτενείς περιοδείες του στη ζούγκλα, το θέατρο δράσης των περισσότερων μυθιστορημάτων και διηγημάτων του. Η βιωματική εγγύτητα προς τη ζωή των ερυθρόδερμων με τα μελαγχολικά μάτια, είτε αυτοί ζουν ακόμη στις παραδοσιακές κοινότητές τους είτε έχουν προλεταριοποιηθεί βάναυσα, ακόμη και η γνώση διαλέκτων τους, είναι η μαγιά και το θεματικό υλικό που μαζί με τη μεξικάνικη επανάσταση ανάφλεξαν και πάλι το επικοδραματικό ταλέντο του αφηγητή των κολασμένων.

Εκτός από το Πλοίο των νεκρών, ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, ολόκληρο το υπόλοιπο έργο του Β. Traven διαδραματίζεται στο Μεξικό, το οποίο έμελλε να γίνει πατρίδα του, μολονότι το στοιχείο του incognito -ιδιωτική αφάνεια, ψευδώνυμα, άβατο πρότερου βίου, σβησμένα ίχνη της προσωπικής ταυτότητας, ασαφής μητρική γλώσσα- το φυλάει, απέναντι στις εξαγριωμένες πια εφόδους των πρακτόρων της δημοσιότητας, σαν θησαυρό χωρίς άλλοθι και «πόθεν έσχες» ακόμη και μετά τον θάνατο του.

Ως το 1930 δημοσιεύει διηγήματα και μυθιστορήματα γύρω από τη ζωή των ινδιάνων και συγκεντρώνει υλικό για τη μεξικάνικη επανάσταση, που ξέσπασε στα 1910/11 και υπό τη μορφή ενός αιματηρότατου εμφύλιου πολέμου (περίπου ένα εκατομμύριο νεκροί) κράτησε ως το 1923, όταν ο ίδιος έφθασε στο Μεξικό. Τα κυριότερα έργα της περιόδου 1925-30, εκτός από τα διηγήματα, που μαζί με κατοπινότερα καταλαμβάνουν δύο τόμους, είναι τα προαναφερθέντα: Το πλοίο των νεκρών και Χώρα της άνοιξης, καθώς και τα μυθιστορήματα: Οι βαμβακοσυλλέκτες, Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε, Η γέφυρα στη ζούγκλα και Το Λευκό Ρόδο. Σχεδόν όλα έχουν ξαναδουλευτεί και συχνά επεκταθεί στις πολλές επανεκδόσεις, σε μερικές δε περιπτώσεις με αφορμή τη μετάφρασή τους σε ξένες γλώσσες. Υπάρχουν αλλαγές, τόσο προσθήκες και συντμήσεις όσο και διαγραφές, που πρέπει να ερμηνευθούν ως ιδιαίτερα μηνύματα του συγγραφέα προς το αναγνωστικό κοινό μιας ορισμένης γλώσσας ή που σχετίζονται με την εκάστοτε κατάσταση μιας χώρας: ναζισμός, ισπανική επανάσταση, Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μερικές εξαλείφουν τα χνάρια μπροστά στα άπληστα λαγωνικά της δημοσιότητας, που ιχνηλατώντας εισχωρούν στο σώμα του ίδιου του έργου.

Η Επανάσταση του Μεξικού, αυτή η ελάχιστα γνωστή σ’ εμάς εξωτική κοσμογονία με τις θρυλικές μορφές του Μagόn, του Zapata και του Villa, βρήκε στον Β. Traven έναν αντάξιο επικοδραματικό εκφραστή, που την ξετύλιξε μυθιστορηματικά μετά το 1930 στον μεγάλο Κύκλο του μαονιού. Τον απαρτίζουν τα βιβλία: Οι αγωγιάτες με τα κάρρα, Κυβέρνηση, Η πορεία προς το βασίλειο του μαονιού, Trozas (κορμοί μαονιού), Η εξέγερση των κρεμασμένων και Ένας στρατηγός βγαίνει από τη ζούγκλα.

Αργότερα έγραψε νουβέλες και διηγήματα καθώς και δύο μεγάλα ινδιάνικα παραμύθια. Πολλά μυθιστορήματα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες, ενώ έχουν μεταφρασθεί σε τουλάχιστον 28 γλώσσες. Από τις εκδόσεις Ziegelbrenner είχαν κυκλοφορήσει αρκετά μικρότερα έργα του γραμμένα μεταξύ 1912 και 1921, κυρίως λυρικές φαντασίες, διηγήματα, επαναστατικά και αισθητικά δοκίμια, λίβελλοι και κριτικές. Η χρονική απόσταση βλέπει σε αυτά ακόμη καλύτερα τον γόνιμο σπόρο που αργότερα έγινε τροπική βλάστηση.

Αν δεν ήταν τόσο χτυπητή η προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα, έκδηλη στη νοηματική, ψυχική, συχνότατα ορμική σφαίρα του δημιουργού, τότε η ταυτότητα Marυt/Traven, που ομολογήθηκε μεταθανάτια από την τελευταία σύντροφό του κατ’ επιθυμία του ίδιου, δεν θα αποτελούσε ούτε καν εικασία. Γιαυτό και την είχαν ψυχανεμιστεί µόνο μερικοί πρώην «σύντροφοί» του. Η λεπτεπίλεπτη ανάλυση των βαθύτερων στιβάδων του ύφους του καθώς η παραβολή πραγματολογικών στοιχείων αποκατέστησε σταδιακά με πειστικό τρόπο την προσωπική συνέχεια αυτής της διαλεκτικής ασυνέχειας.

Μετά από διαδοχικές μεταμορφώσεις, που ίσως αρχίζουν να διαδραματίζονται ήδη στη φάση πριν από το Ziegelbrenner -από το 1907 μέχρι το 1914 ο Ret Marυt ήταν ηθοποιός θεάτρου και σκηνοθέτης ενός περιοδεύοντος θιάσου – και συνεχίζονται στην τριετία της σιωπής ως το 1917, στην περίοδο «νομιμότητας» ως το 1919 και παρανομίας μέχρι το 1922, αλλά προπάντων στη σκοτεινή τριετία της δεύτερης σιωπής, ο φυγάς αίρει την υποκειμενική «μοναδικότητά» του, για να τη διαφυλάξει στρεφόμενος προς το συλλoγικό, το όποιο σιγά σιγά απλώνεται σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο Marυt της πόλης, το ανώνυμο, άναρχο και αύταρχο εγώ κατ’ έξοχήν ανοίγεται στο αναγκαστικά και εφιαλτικά αφυπνισμένο συλλογικό σώμα των προλεταριοποιούμενων ινδιάνων. Ο νέος ρόλος είναι βαθύτατα ηθοποιητικός: η ιστορία μεταπλάθει μέσα στο κυλιόμενο μάγμα του χωνευτηριού της τους ανθρώπινους χαρακτήρες, άτομα και λαούς, την οργανική και ανόργανη οικουμένη. Αυτή η θεματική και υφολογική μεταστροφή εμπεριέχει σαν νέα σύνθεση και την απαραίτητη αναστροφή της: από το νέο βήμα ο Traven στρέφεται πάλι στους αναγνώστες της μητρόπολης, προπάντων στους Γερμανούς του. Οι ηπιότεροι τόνοι απευθύνονται στους πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι σκληρότεροι στους υπόδουλους του ναζισμού. Από το ταξίδι χωρίς επιστροφή στέλνει πίσω το πνευματικό αντίβαρό του, μια ενισχυμένη μακρινή φωνή προς ένα διευρυμένο κοινό που στη συνέχεια παίρνει διηπειρωτικές διαστάσεις. Ο «κόκκος άμμου που στοχεύει στο σύμπαν» (Το πλοίο των νεκρών) ακολουθεί, σθεναρά αντιστεκόμενος, την πορεία, όπως αυτή παραδειγματικά ζωντανεύεται στο Λευκό Ρόδο. Η αμυδρή αισιοδοξία της νέας προοπτικής,όπως εμφανίζεται σ’ ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι μόνο ένα ανάμεσα στα τόσα πουκάμισα φιδιού που αλλάζει ο ηθοποιός και ποιητής της ζωής Marut/Traven.

Αν ο αντιεξουσιαστής Ret Marut απευθυνόταν όχι σε ένα κοινό, σε μια μάζα με κοινά σημεία, αλλά σε, τουλάχιστον επίδοξα, εγωτικά πρόσωπα στιρνεριακής σύλληψης, ο Β. Traven ριζοσπαστικοποιεί το στοιχείο της συλλογικότητας. Σαν αναγεννημένος μέσα στην αμφίστομη «επανάσταση των μαζών», γράφει για πολλούς, με τη διπλή έννοια της πρόθεσης: περί των πολλών και προς τους πολλούς. Η γλώσσα του γίνεται αισθητηριακή, σχεδόν απτική. Η κορυφωνόμενη ένταση λες και ξεπηδάει όχι από τη γραφή, αλλά από τα ίδια τα πράγματα. Η πλούσια έντεχνη αντίστιξη (ρήγματα, χιούμορ, συνειρμοί) μοιάζει και αυτή σαν ιδιότητα των ίδιων των πραγμάτων.

Η ζούγκλα που θρασομανάει, το φούντωμα της αδιαπέραστης φύσης, οι εξανδραποδιζόμενοι ινδιάνοι, η ωμή και αδιαμεσολάβητη κυριαρχία του δικτάτορα Porfirio Diaz και η απαρερμήνευτη εξέγερση των καταπατημένων υπαγορεύουν μια ρεαλιστική γλώσσα, μια ενσώματη, με την αριστοτελική έννοια μιμητική προσήλωση στο οργανικό αντικείμενο, το οποίο δεν γνωρίζει σύμβολα, μεταφορές και παραβολές, φυτοζωεί, βουίζει, λουφάζει και σφαδάζει μέσα σε τρόπον τινά προγλωσσικά στρώματα της ύπαρξης. Ο πόνος των καταπιεσμένων και εξεγερμένων στον Κύκλο του μαονιού είναι σωματικός, ωμός, φυσικός. Κανένας καταπιεστής δεν απευθύνεται στην ψυχή των θυμάτων του ούτε καν στο ένστικτό τους. Στοχεύει μόνον εκεί που βιτσίζει. Οι ινδιάνοι διανύουν την ιστορία στο ρυθμό μιας περίληψης. Στον ίδιο ρυθμό εξεγείρονται. Η πλοκή των έργων του Β. Traνen είναι ήδη τραγικά μετεπαναστατική.

imagesca0e49ks

Extrait du documentaire L’énigmatique histoire de B.Traven, de Xavier Villetard. Arte France, Zeugma Films, Vaya Films. vimeo http://vimeo.com/64683090 The Anarchist Encyclopedia: A Gallery of Saints & Sinners … http://recollectionbooks.com/bleed/Encyclopedia/TravenPage1.htm The Death Ship – Libcom http://libcom.org/files/DeathShip.pdf

* Ο Λευτέρης Αναγνώστου είναι μεταφραστής και συγγραφέας, γεννήθηκε στην Πλατανούσα, το χωριό του ποιητή Γ.Κοτζιούλα και του μουσουργού Δ.Δραγατάκη, το 1941. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα. Το 1960-1979 σπούδασε κοινωνιολογία και ψυχανάλυση και εργάστηκε στη γερμανόφωνη Ελβετία. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Από το 1979-1987 ήταν συνιδρυτής και Διευθυντής του Κέντρου Μελετών και Αυτομόρφωσης (ΚΕ.ΜΕ.Α.), ενός ιδρύματος εκπαίδευσης επιμορφωτών ενηλίκων και εκδότης του περιοδικού «Αυτομόρφωση». Από το 1980 ασχολείται αποκλειστικά με τη μετάφραση βιβλίων , κυρίως ψυχαναλυτικών, φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και λογοτεχνικών. Έχει μεταφράσει πάνω από 50 τίτλους: Δεκαπέντε βιβλία του Σίγκμουντ Φρόυντ , μεταξύ άλλων την «Ερμηνεία των ονείρων » και την «Εισαγωγή στη ψυχανάλυση», συνολικά τον κεντρικό κορμό του έργου του Φρόυντ. Μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της Κριτικής Θεωρίας, γνωστής ως Σχολής της Φραγκφούρτης, μεταξύ άλλων : «Minima Moralia», «Αισθητική Θεωρία», «Αρνητική διαλεκτική» του Αντόρνο και τη «Διαλεκτική του διαφωτισμού» των Αντόρνο και Χόρκχαϊμερ , καθώς και έργα του Γ.Χάμπερμας : «Ο φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας, «Αλλαγή δομής της δημοσιότητας», «Μεταεθνικός αστερισμός» κ.α… Μετέφρασε το δίτομο έργο του Όσβανλντ Σπένγκλερ «Η παρακμή της Δύσης». Το δίτομο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη «Το πολιτικό και ο άνθρωπος». Το κλασσικό έργο του Έριχ Άουερμπαχ «Μίμησης». Μαζί με τον Γιώργο Βαμβαλή συγγράψανε το «Τετράγλωσσο λεξικό της ψυχανάλυσης » Εκδόσεις Επίκουρος. Το 2005 πήρε το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, με το τετράτομο έργο –μυθιστόρημα του Νομπελίστα Τόμας Μαν: «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού», που μετέφερε από τη Γερμανική στην Ελληνική γλώσσα. Έχει επίσης μεταφράσει τα βιβλία της Αυστριακής Έλφρίντε Γέλινεκ « Η πιανίστρια», «Οι αποκλεισμένοι» και «Λαγνεία» (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2004).

Αναδημοσίευση από: http://tokoskino.wordpress.com/2013/08/16/b-traven-%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%81%CF%86%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D/

 

”Ρωμιοσύνη” : Ιδεολογία και αθλιότητα του νέου εθνικισμού

mal du pays le

Ρενέ Μαγκρίτ, Νοσταλγία, 1940

 

Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου

 

Όλα τα ΄χε η Μαργιορή, ο Ντεριντά της έλειπε [1]

Η κριτική του καπιταλιστικού καταναλωτισμού από μια σκοπιά που ταυτίζει την κούφια λουσομανία της λαϊκής εκείνης Μαργιορής με τα ταξίδια που πάντοτε έκανε η σκέψη κάθε έθνους έξω από τα χωρικά ύδατα της «ιθαγένειάς» της, αποπειράται σήμερα να περιχαρακώσει αυτά που εννοεί ως «αξίες» μέσα στα όρια της αυθαιρεσίας της λησμονώντας ότι η αποδημία και η περιπλάνηση υπήρξαν κατεξοχήν ιδιότητες της σκέψης – είτε «δυτικής» είτε «ανατολικής. Η ξενοφοβία και ο πνευματικός φτωχοπροδρομισμός δεν συνιστούν σώνει και καλά «καταγωγικότητα»· και αντίστροφα, η αποδημία δεν σημαίνει ούτε απουσία «ριζών» ούτε ιστορική ασυνειδησία. Όσοι το λησμονούν και καταγγέλλουν μηχανικά και μονότονα την «κατασκευή πνευματικών “προτύπων” με ξένα καλούπια», όσοι θεωρητικοποιούν τα συνθήματα της ημέρας ανταγωνιζόμενοι τον ποδοσφαιρικό εθνικισμό των κομμάτων, αποτελούν και οι ίδιοι ένα μέρος του στόχου εναντίον του οποίου νομίζουν ότι βάλλουν· γιατί τα καλούπια που αναπαράγουν την αθλιότητά μας μπορεί κάλλιστα να είναι ντόπια: η φιλοπρόοδη απομυθοποίηση του Παπαδιαμάντη και η φιλορθόδοξη αναμυθοποίησή του διεκδικούν τις ίδιες έδρες στα πανεπιστήμιά μας.

Όσο για τη Μαργιορή της παροιμίας εκφράζει πάντα την εκάστοτε ελληνική πραγματικότητα –οπότε εμάς λόγος δεν μας πέφτει. Με αυτό δεν θέλουμε να εκφράσουμε την παραίτησή μας από την κριτική παρόμοιων νεοπλουτικών φαινομένων αλλά ίσα ίσα την υποψία μας για μια κριτική γλώσσα που περιέχει την αυτοαναίρεσή της, καθώς βιάζεται να εγκαταστήσει μια νέα θετικότητα εγκλωβίζοντας τα ερωτηματικά και τα κίνητρα της σκέψης στις αιώνιες σωτηριολογικές λύσεις της –γιατί επιμένει να προσφέρει «λύσεις» και εκεί ακόμη που λύσεις δεν υπάρχουν. Πίσω λοιπόν από τις παροιμίες για τους φερετζέδες της Μαργιορής δικαιούμαστε να υποψιαζόμαστε πάντα μιαν ορθοδοξία. Είναι παρατηρημένο πως πίσω από την καταφορά εναντίον του άμοιρου Καρτέσιου που του φορτώνουνε όλες τις αμαρτίες του ορθολογισμού και του καπιταλισμού (αυτά πάνε πάντα μαζί!), ακολουθεί με τελετουργική τάξη ο ενταφιασμός του Ντοστογιέβσκι[2] μέσα στο ίδιο ορθόδοξο θυμίαμα που έπνιξε και τον δικό μας Παπαδιαμάντη. Γιατί τελικά καλούμαστε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αποστρέψουμε το βλέμμα από το «αδιέξοδο της δυτικής σκέψης» και να εγκολπωθούμε την «άλλη στάση», αυτήν που «στην Ανατολή παραδίδεται σαν μέγιστη πνευματική κληρονομιά»: το «ορθόδοξο» βίωμα του Ντοστογιέβσκι ή του Παπαδιαμάντη.

Σαν να ΄ταν από κόσμους διαφορετικούς ο Νίτσε και ο Ντοστογιέβσκι ή σαν να μην ήταν η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης μια ιστορία των αδιεξόδων της.

Ωστόσο θα πρέπει να πούμε ότι η «στηλιτευτική» αυτή παρέμβαση που ξεκινάει από εθνοκεντρική, λαϊκιστική και φιλορθόδοξη αφετηρία αναπτύσσεται κάποτε σε γοητευτική επιθετικότητα: «Νεολαίοι και δεσποινάρια κυκλοφορούν με ογκώδη βιβλία του Αλτουσέρ και του Λακάν, αναφομοίωτα και αυτά, όπως και τόσα άλλα, απόλυτα βέβαιοι ότι η οποιαδήποτε ενασχόληση με φουστανέλες, μελό και φαρσοκωμωδίες είναι συνώνυμη της γελοιότητας και ότι ο Βιζυηνός είν’ ένας επαρχιακός ηθογράφος, ενώ ο Γιάντσο είναι μέγας επαναστάτης της γραφής».[3]

Κατά την ανάγνωση του πιο πάνω εδαφίου, την πρώτη απολαυστική γεύση ακολουθεί αμέσως η αίσθηση πως εδώ υπάρχει κάποιο τέχνασμα, πως η αλήθεια κάπου μπερδεύεται με το ψέμα. Γιατί, εντάξει: οι θλιβεροί «νεολαίοι» και τα γνωστά «δεσποινάρια», υπάρχουν γύρω μας. Το θέμα είναι τι αντιπροσωπεύουν, τι εκφράζουν για τον επικριτή τους. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η παγίδα: στο ότι τους αποδίδεται, δίκην κατηγορήματος, ένας τρόπος σκέψης που η ουσία της όχι μόνο δεν εκπροσωπείται απ’ αυτούς αλλά μάλλον συκοφαντείται στο πρόσωπό τους. Παραδείγματος χάριν: Η φράση που προαναφέραμε μας λέει ότι αυτοί οι εκ προοιμίου ρηχοί και ανόητοι και μαϊμουδίζοντες «νεολαίοι» είναι «απόλυτα βέβαιοι ότι η ενασχόληση με φουστανέλες και φαρσοκωμωδίες είναι συνώνυμη της γελοιότητας».

Δεν θα συζητήσουμε τώρα τη γνώμη που φέρονται ότι έχουν οι μοντερνίζοντες νεαροί περί «φουστανέλας» κλπ. Το θέμα είναι ποιος ο πραγματικός στόχος –γιατί βέβαια στόχος δεν είναι οι αναγνώστες του Λακάν αλλά αυτός που ήταν και θα είναι πάντα: η κριτική σκέψη, αυτή η κακορίζικη, αρνητική, «αρρωστημένη» διάθεση που δεν αφήνει κανένα αστό στη χώνεψή του, κανένα φασισμό στην ευτυχία του, κανένα πιστό στην ησυχία του ύπνου του. Αυτή η διάθεση είναι που πρέπει να χτυπηθεί παντού.

Η γνώμη λοιπόν για την «ενασχόληση με τις φουστανέλες» δεν υπάρχει καθ’ εαυτήν· αποτελεί το σύμβολο μιας στάσης που καλούμαστε να απορρίψουμε. Κι αυτό που καλούμαστε να απορρίψουμε δεν είναι απαραιτήτως κάτι ανόητο· το κάνουμε όμως να φανεί τέτοιο, όταν το «εκθέτουμε» σε χείλη ανοήτων. Το τέχνασμα ολοκληρώνεται στο κλείσιμο της φράσης: «…και [είναι απόλυτα βέβαιοι] ότι ο Βιζυνηνός είν’ ένας επαρχιακός ηθογράφος, ενώ ο Γιάντσο είναι ένας μέγας επαναστάτης της γραφής». Το έμμεσο –και αθέμιτο –κέρδος που προσπορίζεται ο χρήστης αυτής της λογικής είναι διπλό:

1. Όποιος πετάει στα σκουπίδια τις φουστανέλες είναι, υποτίθεται, υποχρεωμένος να κάνει το ίδιο και για το Βιζυηνό. Του απαγορεύεται η επιλογή – ή Βιζυηνός συν φουστανέλα ή τίποτα.

2. Όποιος πετάει στα σκουπίδια τις φουστανέλες θεωρείται υποχρεωμένος να δέχεται τον Γιάντσο σαν «μέγα επαναστάτη της γραφής».

Συμπέρασμα α.: Η απόρριψη της «φουστανέλας» (πρέπει να) σημαίνει απόρριψη και του Βιζυηνού.

Συμπέρασμα β.: Η απόρριψη της «φουστανέλας» (πρέπει να) σημαίνει αποδοχή του «μοντερνισμού» -όπερ έδει δείξαι.

Από το σημείο αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει μια σειρά αντιρρήσεων εναντίον των συμπερασμάτων αυτής της μεθόδου με την απλή υπενθύμιση του μονίμως αποσιωπούμενου γεγονότος ότι ακριβώς η ιδεολογία της «ιθαγένειας» και της «ελληνικότητας», δηλ. η ιδεολογία του αστικού εθνικισμού, είναι αυτή που παραμέρισε τον Βιζυηνό. Ο ισχυρισμός μας αυτός παύει να ηχεί τόσο παράδοξα, άμα αναλογιστεί κανείς σε τι εθνικιστικά αγκωνάρια θεμελιώθηκε η γλωσσική και πολιτική «προοδευτικότητα» του ψυχαρισμού. Γιατί η ιδεολογία της «ανακαίνισης» ή της «αλλαγής» και η –πολιτική –«αξιοποίηση των γηγενών δυνάμεων», η εκμετάλλευση της «αγιασμένης» λαϊκής μας παράδοσης και ο βενιζελικός εθνικισμός φτάσανε χέρι χέρι την πρόοδο της «ψωροκώσταινας» εκεί που τελικά τη φτάσανε. Θέλουμε να πούμε δηλαδή ότι πράγματι χρειάστηκε η Μαργιορή τον Ντεριντά της, όπως χρειάστηκε κάποτε και τον Βενιζέλο της ή τον Μεταξά της.

Καλό θα είναι μάλιστα να μην ξεχνάμε ότι ο Μεταξάς είναι αυτός που αναδείχτηκε ο αξιότερος ιδεολογικός χρήστης της παροιμίας της Μαργιορής, όταν ανάμεσα στους παγκόσμιους εθνικισμούς καλλιεργούσε κι αυτός το περιβολάκι του «Γ΄Ελληνικού Πολιτισμού» κόντρα στους «Εβραίους καπιταλιστές», στους «μπολσεβίκους» και στους παρακμασμένους «Φραγκολεβαντίνους». Πάει βέβαια καιρός που το περιβολάκι εκείνο δόθηκε αντιπαροχή, ωστόσο το μεσοπολεμικό σύνδρομο της «ελληνικότητας» ανθοβολάει ακόμα κάπου ανάμεσα στα κλαρίνα της φαντασίας και τα κλαρίνα της Ομόνοιας: «Επιστροφή στις ρίζες» του μπετόν, εκεί που η ιδεολογία του «νέου ελληνισμού» συναντάει την ελληνική πραγματικότητα. Ο εθνικός μας Καραγκιόζης, ο «Χόμο καταφέρτζικους[4]» της μετεμφυλιοπολεμικής ανοικοδόμησης, αποθεώνεται σκαρφαλωμένος στον ένατο όροφο της Ρωμιοσύνης.

Κι από κοντά και το «πνεύμα». Φυλλάδες «κουλτούρας» και φυλλάδες πολιτικής ύπνωσης αναμασάνε τα ιδεολογήματα της «παράδοσης» και της «ιθαγένειας», παπάδες και «κομμουνιστές» ξορκίζουνε τα «ξενόφερτα» καλούπια, κι ενώ όλοι μαζί τρώμε, δουλεύουμε και ονειρευόμαστε αμερικάνικα μας φταίει (πάλι!) η … «δυτική σκέψη» -ο Καντ, ο Νίτσε και ο Μαρξ. Αυτό μας μάρανε! Εδώ πέφτουνε σφαλιάρες απανωτές κι εμείς φιλοσοφούμε πατριωτικά: Τουλάχιστον οι καρπαζιές που τρώμε να είναι από το χέρι του δικού μας αφεντός, για να μπορούμε να τις δεχόμαστε με εθνική υπερηφάνεια. Αυτό είναι το ζήτημα.

Εν τω μεταξύ εφημεριδοβιομήχανοι (εντόπιοι, εντοπιότατοι) με το ιδεαλιστικό ρύγχος τους μέσα στη λάσπη του κέρδους (εθνικού, εθνικότατου) και της εξουσίας (ελληνικής, ελληνικότατης) ρεύονται τα «αντιδυτικά» τους συνθήματα και βάζουν διανοούμενούς τους να μας θυμίζουνε πόσο αμαρτωλή είναι η δυτική σκέψη· λες και όλη όλη η ουσία της επικατάρατης αυτής «δυτικής σκέψης» συμποσούται στο εμπράγματο σκατό της που είναι ο καπιταλισμός –γιατί αυτό λίγο πολύ καταλήγουν να μας λένε οι νέοι μυθολόγοι της «ιθαγένειας»: «Είναι κοινός τόπος πια ότι η επιβαλλόμενη ισοπέδωση του καπιταλισμού στην παρούσα υπερκαταναλωτική του φάση συνεπάγεται και την επιβολή μιας κουλτούρας που «συμπίπτει» με τα κέντρα όπου λαμβάνονται οι γενικότερα αφορώσες τον οικονομικό και πολιτικό βίο αποφάσεις[5]». Ήτοι: ο Χέγκελ και ο Μαρξ όργανα της  CIA!

Βέβαια το τι ισοπέδωση σημαίνει η πρόοδος του καπιταλισμού το νιώθουμε σ’ αυτό που χάνεται, σ’ αυτό που χλωμιάζει, ψευτίζει ή πεθαίνει κάθε μέρα γύρω μας και μέσα μας. Εκείνο που δεν ξέραμε ήταν ότι μπορούμε τάχα να ξεφύγουμε αυτή την ισοπέδωση φτωχαίνοντας τη ζωή μας ακόμη περισσότερο, κουτσουρεύοντας από το σύνολο της σκέψης την «κακή» πλευρά της, που ανήκει στη «Δύση» και κρατώντας το άλλο μισό της, την παραμυθένια και τρισένδοξη Ανατολία μας, αγνή και αμόλυντη από τη δυτική σκέψη, από τον καπιταλιστικό καταναλωτισμό και το «λογοκρατικό αδιέξοδο» -χιλιοκουρελιασμένη και παρθένα.

Αλλά πού βρίσκεται σήμερα η «Δύση» και πού η «Ανατολή»; Το περιβόητο δίλημμα του νεοελληνισμού (που επανήλθε επί κωμικοτραγικού επιπέδου με το «ανήκομεν εις την Δύσιν») καταλήγει μοιραία σε φιλολογικό καβγά χωρίζοντας στα δύο το κοινό σάπιο σανίδι που πάνω του σκιαμαχούν οι αντίπαλοι: από τη μια ο προοδευτισμός με όλους τους φροϋδομαρξοσημειολόγους επισκόπους του και από την άλλη μια «αριστερή» λαϊκίζουσα ορθοδοξία που ποδοπατάει μονομανιακά το χιλιοτρυπημένο πτώμα της «δυτικής λογοκρατίας» -φαντάσματα που κυνηγάνε το ΄να τ’ άλλο γυρεύοντας λίγο αίμα εκεί που δεν υπάρχει πια ούτε σταγόνα.

Είναι αλήθεια πως στους καιρούς μας όσοι μιλούν, όσοι μπορούν ακόμη να μιλούν, από τη θέση της «παράδοσης» θα μπορούσανε ίσως να πούνε περισσότερα και σπουδαιότερα από τους άλλους, τους «προοδευτικούς» τεχνοκράτες και μοντερνίζοντες, γιατί έχουνε –όσοι πράγματι έχουνε- και σπουδαιότερα πράγματα να υπερασπιστούνε απέναντι σε μια «πρόοδο» που αλέθει τα πάντα. Φοβάμαι όμως πως η υπεροχή τους και το δίκιο τους βαστάει τόσο μόνο όσο οι ίδιοι κρατιούνται στην κριτική τους, δηλαδή στη στάση που οφείλουν τελικά να εγκαταλείψουν, και εγκαταλείπουν, για να μετατρέψουν το «αδιέξοδο» σε «διέξοδο» και την άρνηση σε θέση ξεχνώντας ότι γι’ αυτά τα πράγματα που λένε και υποστηρίζουν δεν μπορεί να υπάρχει καμιά θέση στον κόσμο –πως το «ξαναζωντάνεμα» της παράδοσης είναι πάντα το καραγκιοζιλίκι της παράδοσης. Γιατί, τελικά, όσο και αν το αρνούνται θεωρητικά, στην πράξη αυτό είναι, αυτό μόνο μπορεί να είναι η «ζωντανή» παράδοση, η «ζωντανή» ορθοδοξία, η «ζωντανή» τέχνη: ρεμπετολογία, μακρυγιαννισμός και ψειρολογία –καραγκιοζιλίκια. Αν μπορούσαν να το δουν αυτό οι φιλορθόδοξοι, τότε θα έβλεπαν και τούτο: ότι οι ίδιοι νεολαίοι και τα ίδια δεσποινάρια που κρατάνε στο ένα χέρι τον Λακάν θα μπορούσαν κάλλιστα να κρατάνε στο άλλο τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.

Γιατί, αν η ψευδολόγια φανφάρα της ως τώρα επίσημης γλώσσας του κράτους ξεχαρβαλώθηκε από την επταετή (1967-1974) παρά φύσιν χρήση της, η ίδια η εξουσία δεν απέμεινε βέβαια άλαλη. Η φανφάρα της περνάει τώρα ανακαινισμένη και βελτιωμένη σε άλλα χέρια. Μόνο που ο ήχος δεν αλλάζει. Έτσι μέσα στην ιδεολαγνεία μιας πολιτικής αλλαγής που δεν αλλάζει τίποτα, η λαϊκίστικη χοντροκοπιά της σημερινής εξουσίας συνοδεύει αρμονικά την κομψή υποκρισία και τον γλωσσικό καθωσπρεπισμό της δεξιάς που υποδύεται την αντιπολίτευση.


[1] Βλ. Γιώργη Καρυπίδη: «Το αδιέξοδο του λογοκρατικού ανθρώπου», Καθημερινή 5.4.1981

[2] Βλ. περιοδ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ: «Γιατί είδαμε τον Ντοστογιέφσκυ ως μαρτυρία Ορθοδοξίας; Μα διότι τούτο πρωτίστως είναι. Είτε μας αρέσει είτε όχι» (Δεκ. 1981 σ.1130).

[3] Γ. Καρυπίδης, ό.π.

[4] Η έκφραση ανήκει στον Άρη Αλεξάνδρου που την χρησιμοποίησε μεταφράζοντας τον «Κοριό» του Μαγιακόβσκι.

[5] Γ. Καρυπίδης, ό.π.

Από το βιβλίο του Γ. Λυκιαρδόπουλου: Η ”Ρωμιοσύνη” στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού, Έρασμος, Αθήνα 2004.

Αμυγδαλέζα: το χρονικό μιας προαναγγελθείσης εξέγερσης (κι έπονται κι άλλες)

amygd-thumb-large

Ήταν λογικό. Όταν τους συνέλαβαν επειδή βρίσκονταν παράνομα στην Ελλάδα, τους είπαν ότι θα σας κρατήσουμε 12 μήνες, θα σας φιλοξενήσουμε δηλαδή, εξ ου και το όνομα: «Ξένιος Δίας»…. Αλλά προχθές τους είπανε ότι «δεν έχουμε τι να σας κάνουμε, οπότε άλλοι έξι μήνες μέσα». Από πέρσι τον Αύγουστο λοιπόν που ξεκίνησε αυτή η όμορφη φιλοξενία, πέρασε ένας χρόνος στη διάρκεια του οποίου ο νοικοκύρης δεν σκέφτηκε ότι κάποια στιγμή η φιλοξενία θα έπρεπε να τελειώνει ώστε ο μουσαφίρης να συνεχίσει αλλιώς τη ζωή του. Για την ακρίβεια, το ελληνικό κράτος ποτέ δεν είχε σκεφτεί σοβαρά τι θα κάνει με τους μετανάστες που βρίσκονται χωρίς χαρτιά στη χώρα πέραν του να τους συλλάβει.Απλώς απωθούσε το ζήτημα. Όπως πολλά άλλα. Τους συνέλαβε. Τους κράτησε. Και τώρα;

Η λογική της κράτησης ως μέσο αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης θεωρήθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις  – και κυρίως από αυτήν –  μια ορθή στρατηγική  εν όψει των απελάσεων ή της υπαγωγή των ανθρώπων αυτών στα προγράμματα εθελούσιου επαναπατρισμού. Όμως, τα νούμερα δεν βγαίνουν διότι ο ήδη αυξημένος αριθμός απελάσεων είναι πολύ, μα πάρα πολύ, χαμηλότερος από τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που είναι χωρίς χαρτιά στην Ελλάδα. Ο τελευταίος βαίνει αυξανόμενος επειδή επιπροσθέτως πολλοί άνθρωποι που ήταν προ τριετίας νόμιμοι εκπίπτουν της νομιμότητας μιας και δε μπορούν να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα.  Τα νούμερα είναι απογοητευτικά: ο αριθμός των νομίμων μεταναστών στην Ελλάδα σήμερα είναι κατά εκατό χιλιάδες μικρότερος από αυτόν, τρία χρόνια πίσω, στα τέλη του 2009: 600 χιλιάδες τότε, 500 σήμερα. Αντί λοιπόν το ελληνικό κράτος να σκεφτεί τι θα κάνει προκειμένου να μην πετιούνται σε καθεστώς παρανομίας δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που είχαν μπει σε μια τροχιά κοινωνικής ενσωμάτωσης, φροντίζει να ακολουθήσει τη «συνταγή του εργένη», όπως ακριβώς μου έλεγε υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.: «ο εργένης σκουπίζει, αλλά δεν έχει φαράσι και πάντα σπρώχνει κάτω από το κρεβάτι ό,τι σκουπίζει». Η μεταφορά είναι ενδιαφέρουσα: οι περιώνυμες «επιχειρήσεις – σκούπα» που έγιναν τα τελευταία χρόνια ήταν τέτοιου είδους εγχειρήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα γνωστά σε ό,τιαφορά το επίδικο ζήτημα της ανάσχεσης του μεταναστευτικού πληθυσμού.

Οι πιο δύσοσμες όμως συνέπειες του «Ξένιου Διός» αλλά και αντίστοιχων εγχειρημάτων κράτησης που ήδη εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε παραμεθόριες περιοχές όπως ο Έβρος, είναι ο εθισμός της ελληνικής διοίκησης σε ένα νέο τύπου «σωφρονισμού» των ανθρώπων αυτών σε χώρους που δεν πληρούν στοιχειώδεις προδιαγραφές καταστημάτων κράτησης (έστω και ελληνικών). Τοσωφρονιστικό σύστημα είναι καθρέφτης της κοινωνίας.Δι’αυτού,  αναμενόμενο  μάλλον, η εικόνα της κοινωνίας μας είναι άθλια. Σε σύνολο δώδεκα χιλιάδων κρατουμένων στην Ελλάδα σε συνθήκες για τις οποίες κάθε άλλο παρά περήφανο είναι το ελληνικό κράτος, η επιχείρηση «Ξένιος Δίας» έρχεται να προσθέσει άλλους τέσσερις χιλιάδες (από μια ομάδα – στόχου περίπου δύο εκατοντάδων χιλιάδων) σε κέντρα κράτησης τα οποίαείναι πιο κοντά σε στρατόπεδα κράτησης παρά σε φυλακές. Ταυτόχρονα, τα αστυνομικά τμήματα στη χώρα έχουν de facto μετατραπεί σε άτυπα κέντρα κράτησης, όπου οι μετανάστες στοιβάζονται σωρηδόν για μήνες … Συζητάμε για διοικητικές πρακτικές εγκλεισμού που παραπέμπουν στις πιο μαύρες σελίδες της ευρωπαϊκής (και ελληνικής) ιστορίας.
Το εγχείρημα πέραν από απάνθρωπο είναι και απρόσφορο. Ένας στοιχειωδώς εχέφρων άνθρωπος, ακόμη και αν δεν ενοχλείται όσο κάποιοι άλλοι από τις συνθήκες κράτησης διότι θεωρεί ότι δεν τον αφορούν, όλο και θα πρέπει να σκέφτεται τι νόημα έχει όλη αυτή η ιστορία. Ούτε το πρόβλημα δεν λύνει και συν τοις άλλοις οξύνει τα πνεύματα σε μια ούτως ή άλλως δύσκολη περίοδο. Διότι, ας μην ξεχνάμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, πρόσημο της επιχείρησης «Ξένιος Δίας» (τα αδιέξοδα της πρώτης φάσης της οποίας βιώνουμε και θα συνεχίσουμε να βιώνουμε αφού δεν υπάρχει κάποιο στοιχειώδες σχέδιο για το «μετά» την κράτηση) είναιωμά ταξικό. Δεν συλλαμβάνονται, ούτε κρατούνται όλοι, αλλά οι παρίες του μεταναστευτικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Αυτοί που χαλάγανε την εικόνα των ελληνικών πόλεων. Αυτοί που ο νοικοκύρης «δεν θέλει να βλέπει».Η εξαθλίωση είναι ανυπόφορη πρωτίστως να τη βιώνει κανείς και δευτερευόντως να την βλέπει ο άλλος.
Όμως, το « δεν θέλουμε να τους βλέπουμε» δε λέει τίποτε ή για την ακρίβεια λέει κι άλλα. Πιο άσχημα …Επί των ημερών μας, γνωρίζουμε και θα γνωρίσουμε κι άλλους φτωχούς που χαλούν εξίσου την πρόσοψη ενός αποδιαρθρωμένου αστικού ιστού. Ωστόσο, αυτοί πλέον δεν (θα) είναι μετανάστες αλλά «δικοί μας»… Με αυτά τα «μιάσματα» – για να χρησιμοποιήσω μια λέξη ιστορικά οικεία στην Ελλάδα – τι θα κάνουμε; Ούτε αυτοί είναι άξιοι θέασης. Έναν, δύο τρεις, πολλούς «Ξένιους Δίες»; Άλλες επιχειρήσεις; Το χειμώνα είχαμε τη επιχείρηση «Θέτις»  με άλλη ομάδα στόχου: υποχρεωτική «ανθρωπιστική βοήθεια» σετοξικοεξαρτημένους, χωρίς διακρίσεις ιθαγένειας …

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιωμάτα του Ανθρώπου είχε τότε επισημάνει πως «η ασκούμενη πολιτική έχει περάσει στην ταύτιση της ποινικής καταστολής με την κοινωνική πρόνοια.» Εφόσον η κοινωνία και η πολιτεία εθιστεί στη λογική του εγκλεισμού του απόκληρου, λίγο θα την ενδιαφέρει αν ο απόκληρος είναι έλληνας ή ξένος. Όπως, διόλου δεν ενοχλείται, αντίστροφα, από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό του Σαουδάραβα επενδυτή, στον οποίο κάνει τεμενάδες μήπως επενδύσει στην οικονομία που καταρρέει. Αυτό το Ισλάμ (παρεμπιπτόντως το πιο αντιδραστικό παγκοσμίως) το θέλει. Έστω, το ανέχεται. Το Ισλάμ του φτωχού πακιστανού την πειράζει…
Για τους λόγους αυτούς πρέπει να παλέψουμε ώστε να μη προλάβει ο «Ξένιος Δίας» να κάνει δεύτερα γενέθλια. Διότι όσο μεγαλώνει, τόσο μολύνει με το τοξικό του μήνυμα την αποδομημένη ελληνική διοίκηση και μια ήδη δηλητηριασμένη κοινωνία.  Είμαστε ριζικά ενάντια στον «Ξένιο Δία» όχι μόνο επειδή εγγράφεται στη λογική του «εργένη» που είπε ο αστυνομικός.Πρωτίστως επειδή, δεν θέλουμε μια κοινωνία εθισμένη στο να τοποθετεί εκτός κοινότητας τους απόκληρούς της,ημεδαπούς ή αλλοδαπούς προσποιούμενη ότι βρήκε λύσεις στο πρόβλημά της. Αυτή είναι μια απάνθρωπη και μόνο κατ’επίφαση ασφαλής κοινωνία.
Όσο περισσότερο ποντάρεις σαν κράτος στην καλλιέργεια της ανασφάλειας, τόσο περισσότερο κινδυνεύεις. Η Αμυγδαλέζα είναι απλώς τα προεόρτια…

 

*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 

b2ap3_thumbnail_amygdaleza3b2ap3_thumbnail_amygdaleza-1-315x236

 

Αναδημοσίευση από: http://omniatv.com/blog/3235-%CE%B1%CE%BC%CF%85%CE%B3%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%B6%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B9-%CE%AD%CF%80%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%BA%CE%B9-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B5%CF%82

Facts of life – H επιστήμη της σεξολογίας και η κοινωνική κατασκευή της ετεροσεξουαλικότητας

Sex-Education «Αλήθειες μέσα από τη ζωή» ή ερωτικοποίηση της καταπίεσης των γυναικών; H επιστήμη της σεξολογίας και η κοινωνική κατασκευή της ετεροσεξουαλικότητας (της Margaret Jackson, από τη συλλογή δοκιμίων The cultural construction of sexuality)

Προσπερνώντας την απλοϊκή αντίληψη ότι στη δεκαετία του 1960 συντελέστηκε μια «σεξουαλική επανάσταση» –ονομασία που συσκοτίζει το γεγονός ότι το εν λόγω φαινόμενο εξυπηρέτησε αποκλειστικά τη διευκόλυνση και νομιμοποίηση του ανδρικού δικαιώματος για σεξουαλική πρόσβαση στις γυναίκες– και ανατρέχοντας πίσω στο χρόνο, με τη διερεύνηση του ρόλου της επιστήμης της σεξολογίας στην επικύρωση των κυρίαρχων μύθων για την ανδρική σεξουαλικότητα, διαπιστώνεται ότι η σεξολογία κατά κύριο λόγο κατασκεύασε ένα μοντέλο σεξουαλικότητας που διατεινόταν ότι είναι αντικειμενικό και επιστημονικό, αλλά στην πραγματικότητα αντικαθρέφτιζε και προωθούσε τα συμφέροντα των ανδρών μέσα στην πατριαρχική κοινωνία, διασπείροντας βαθιά αντιφεμινιστικό λόγο. Θεμελιωτής της σύγχρονης σεξολογικής έρευνας από τα τέλη του 19ουαι. ως τη δεκαετία του ’30 υπήρξε ο Havelock Ellis. Εμφανίζεται σε μια εποχή που ανθεί η ανθρωπολογική έρευνα γύρω από την προέλευση της πατριαρχίας, την οικογένεια κ.λπ., με κεντρικό το ζήτημα του «φυσικού» και υπό τη σκιά της δαρβινικής θεωρίας του εξελικτισμού. Την ίδια εποχή (από το 1860 ως το 1920) υπάρχει πλούσια φεμινιστική δραστηριότητα με αιτήματα οικονομικά και πολιτικά, καθώς και καμπάνιες ενάντια στην ανδρική βία. Παράλληλα, εμφανίζεται και το θέμα της σεξουαλικότητας, με αφορμή την ανδρική σεξουαλικοποιημένη1 βία και εκμετάλλευση των γυναικών. Οι φεμινίστριες προσπάθησαν να καταρρίψουν το μύθο ότι οι άνδρες είναι κυριευμένοι από ανεξέλεγκτες ορμές και να καταδείξουν ότι η σεξουαλικότητα κάθε άλλο παρά φυσική είναι, και μάλιστα αποτελεί όπλο της ανδρικής εξουσίας. Μέσα στους αγώνες για σεξουαλική χειραφέτηση, κομμάτι του κινήματος κάνει λόγο για μη αναγκαία ετεροσεξουαλικότητα και προτείνει τη δημιουργία εναλλακτικών μοντέλων σεξουαλικότητας και σχέσεων, βάσει επαναπροσδιορισμού της γυναικείας και ανδρικής σεξουαλικότητας. Η άνοδος του λόγου της σεξολογίας υπονόμευσε αυτές τις προσπάθειες, διακηρύσσοντας ότι αυτές οι πλευρές της ανδρικής σεξουαλικότητας, καθώς και η ετεροσεξουαλικότητα, είναι φαινόμενα φυσικά και όχι κοινωνικές και πολιτικές κατασκευές. Με την αποπολιτικοποίηση της σεξουαλικότητας και τη μεταφορά της στη σφαίρα της «φύσης» –το αποκλειστικό πεδίο έρευνας του (άνδρα) επιστήμονα– τη διέσωσαν από τη φεμινιστική επιρροή.

Ο Havellock Ellis και το ζωικό βασίλειο

Πρόκειται για άτομο με ρητά αντιφεμινιστική στάση, που εξέφρασε τους φόβους του για την τάση απομάκρυνσης των γυναικών από τη μητρική τους λειτουργία και τους νόμους της φύσης και κατηγόρησε για τούτο τις φεμινίστριες. Οι απόψεις του για το σεξ λειτουργούσαν βάσει στερεοτύπων για τους ρόλους των φύλων κατά το παράδειγμα του ζωικού βασιλείου: η σεξουαλική πράξη ορίζεται ως το κυνήγι και η κατάκτηση του θηλυκού από το αρσενικό. Ο ρόλος του θηλυκού στη διαδικασία είναι να αντισταθεί, όχι με πρόθεση να διαφύγει, αλλά να παραδοθεί τελικά στον κατακτητή, ο οποίος οφείλει να κάμψει την αντίσταση ακόμη και με τη βία, αν είναι αναγκαίο. Η αντίσταση του θηλυκού θεωρείται πλαστή, μέρος του παιχνιδιού, και προορισμένη να πυροδοτήσει την ανδρική διέγερση. Η «φυσιολογική θηλυκή σεμνότητα» έχει την προέλευσή της σ’ αυτόν τον πρωτόγονο φόβο του κυνηγημένου ζώου και «η γυναίκα που δεν έχει αυτό το χαρακτηριστικό δεν είναι ελκυστική και σεξουαλικά επιθυμητή για τον μέσο άνδρα». Περιγράφοντας τη γυναικεία σεξουαλική ικανοποίηση σε στενή σχέση και εξάρτηση με τον πόνο, έδωσε «στοιχεία» για την ευχαρίστηση που αντλούν οι γυναίκες όταν τις βιάζουν, τις χτυπούν και τις ταπεινώνουν σεξουαλικά. Με λίγα λόγια, η ανδρική ενόρμηση είναι να κατακτά και η θηλυκή να κατακτιέται: με τη βιολογικοποίηση του θέματος ο HavelockEllis έδωσε επιστημονικοφανή νομιμοποίηση της ανδρικής κυριαρχίας και βίας και την έκανε άτρωτη στις φεμινιστικές επιθέσεις. Αν η σεξουαλικότητα είναι φυσική, δεν έχει τίποτα το κακό. Η ειρωνεία είναι ότι ο Ellis έκανε λόγο και για «ερωτικά δικαιώματα των γυναικών», που συνίστανται στο να μάθουν να απολαμβάνουν την υποταγή τους στον άνδρα συναινώντας στο ερωτικό παιχνίδι. Όλα αυτά απλώς συσκότισαν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων και ερωτικοποίησαν την καταπίεση των γυναικών.

«Αλήθειες μέσα από τη ζωή»: τα εγχειρίδια γάμου στο μεσοπόλεμο

Οι επιστημονικές ανακαλύψεις της σεξολογίας εκλαϊκεύτηκαν και διαχύθηκαν στις μάζες μέσω των εγχειριδίων γάμου. Το νέο είδος «ειδικών» μπορούσε να παρέμβει στη ζωή του μέσου ανθρώπου, μεταφράζοντας τις αφηρημένες θεωρίες σε συγκεκριμένες πρακτικές συμβουλές. Δεδομένου ότι οι ειδικοί αυτοί προέρχονταν κυρίως από το χώρο της γυναικολογίας και το κίνημα ελέγχου των γεννήσεων, η εισβολή τους ως ιατρών στο πεδίο των σεξουαλικών σχέσεων αποτελεί τη συνέχιση της ιατρικοποίησης της αναπαραγωγής και της μητρότητας που είχε ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του 20ού αι.

Κύριος στόχος αυτών των βιβλίων ήταν η πρόληψη και η θεραπεία των σεξουαλικών προβλημάτων, που με τη δυσφορία, δυστυχία και αστάθεια που προκαλούσαν αποτελούσαν απειλή στο θεσμό του γάμου και στην κοινωνική ευταξία. Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο η (ετερο)σεξουαλική πράξη εξαίρεται ως μυσταγωγία που θα συσφίξει τους επικίνδυνα χαλαρωμένους συζυγικούς δεσμούς. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι «ειδικοί» έκριναν ότι η γυναικεία χειραφέτηση είχε ήδη πραγματοποιηθεί και το μόνο εμπόδιο στη σεξουαλική ισότητα υπήρχε όσον αφορά τη σεξουαλική πληρότητα: τα εγχειρίδια παρείχαν στις μάζες κανόνες για επιτυχία στο σεξ και οδηγίες προς τους άνδρες για δασκάλεμα των γυναικών τους πάνω στο πώς να συμμετέχουν ενεργά και ενθουσιωδώς στη σεξουαλική τους σκλαβιά, βάσει του σχήματος «κυνηγός – θήραμα»: «Ο άνδρας είναι κυνηγός από τη φύση του. Ευχαριστιέται με τη διαδικασία της καταδίωξης. Αιχμαλωτίζοντας και κατέχοντας μπορεί να χάσει το ενδιαφέρον του. Η έξυπνη γυναίκα, λοιπόν, σε τέτοιες παθιασμένες στιγμές οφείλει να τον κρατά σε αναμονή». Για τον οργασμό: «Η κλειδαριά δεν χρειάζεται απλώς το κλειδί που να της ταιριάζει, αλλά και την είσοδό του την κατάλληλη στιγμή. Για την ακρίβεια, προσαρμόζεται στο κλειδί μόνο με τους κατάλληλους χειρισμούς». Σε άλλα σημεία η γυναίκα περιγράφεται ως άρπα ή άλλο ντελικάτο όργανο που, αν ο άνδρας της μελετήσει τους κανόνες, θα ανταμειφθεί με τη μελωδία της. Van_de_Velde_CSC004ASM029 Στο βιβλίο «Ideal marriage» ο Ολλανδός σεξολόγος Van de Velde απευθύνεται σε άνδρες συμβουλεύοντάς τους πώς να μεταχειρίζονται τις γυναίκες τους με ευαισθησία, δεδομένης της επιθυμίας υποταγής που τις διακρίνει βιολογικά, υπογραμμίζοντας ότι οι γυναίκες θέλουν να δεχτούν βαθιά και ενίοτε άγρια διείσδυση και κάποιες απ’ αυτές δεν μπορούν να έχουν οργασμό αν δεν τους φερθούν βίαια. Σημασία δίνεται επίσης στην περιγραφή στάσεων που θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, κάποιες από τις οποίες δίνουν την πρωτοβουλία στη γυναίκα, εφόσον αυτή αναγνωρίζεται πια ως σεξουαλικά ενεργό ον, υπογραμμίζοντας όμως ότι οι στάσεις που θα πρέπει να ακολουθούνται τακτικά είναι αυτές που αφήνουν τον έλεγχο στον άνδρα, καθώς «η ανδρική παθητικότητα είναι αντίθετη στη φύση των φύλων και μπορεί να επιφέρει ανεπιθύμητες συνέπειες αν γίνει συνήθεια». Ενδιαφέρον είναι ότι παρόμοια εγχειρίδια έχουν γραφτεί και από γυναίκες συγγραφείς που άκριτα υιοθετούσαν και προωθούσαν την ανδρικά καθορισμένη ιδεολογία περί σεξουαλικότητας και ενίοτε στρέφονταν και κατά των φεμινιστριών απορρίπτοντάς τις ως «σεξουαλικά ανίκανες και στερημένες γυναίκες, που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα και τη λογική και έχουν βαθιά άγνοια της ζωής». Η Mary Stopes, για παράδειγμα, αν και κατήγγειλε την πρακτική και ιδεολογία της ανδρικής σεξουαλικότητας ως εργαλείο άσκησης ελέγχου πάνω στις γυναίκες και υποστήριξε τη γυναικεία σεξουαλική αυτονομία, χωρίς να καταφέρει να θίξει τα θεμέλια που στηρίζουν την ανδρική εξουσία, ενσωμάτωσε πολύ αντιδραστικές απόψεις, προσπαθώντας έμμονα να αποδείξει τη «φυσικότητα» της ετεροσεξουαλικότητας και της διείσδυσης ακόμα και με βιολογιστικές εξηγήσεις. Αυτά δείχνουν πόσο κυρίαρχος ήταν τόσο ο ανδρικός λόγος όσο και ο επιστημονικός, καθώς και τις αντιφάσεις και τους κινδύνους που ενέχουν οι προσπάθειες γυναικών να αποκτήσουν πρόσβαση σε ανδρικά προνόμια και κάστρα, χωρίς όμως να ασκήσουν κριτική στις θεμελιώδεις δομές πάνω στις οποίες οικοδομείται η ανδρική εξουσία. Για παράδειγμα, οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν ισότητα με τους άνδρες μέσα στην επιστημονική και ιατρική κοινότητα χωρίς να ενσωματώσουν τις ανδρικές αξίες που κατακλύζουν τους θεσμούς.

Γυναίκες και «ψυχρότητα»: αντίσταση στη φύση ή στην ανδρική εξουσία;

Το ζήτημα της «ψυχρότητας» των γυναικών, δηλαδή της «αποτυχίας» του κόλπου να ανταποκριθεί στις ανδρικές επιταγές της σεξουαλικής πράξης, αναλύθηκε εκτενώς στα σεξουαλικά εγχειρίδια, υπογραμμίζοντας συχνά ότι οι γυναίκες, αν και ήταν όπως και οι άνδρες προικισμένες με σεξουαλικό ένστικτο, αυτό στην περίπτωσή τους δεν ενεργοποιούνταν αυθόρμητα, αλλά έπρεπε «να το ξυπνήσει» ο άνδρας. Για να γίνει αυτό εφικτό, δεν απαιτούνταν μόνο οι τεχνικές και η υπομονή του άνδρα, αλλά και η θέληση της γυναίκας. Απόρροια της αντίστασης της γυναίκας στη διέγερση του ενστίκτου της θεωρήθηκε η «ψυχρότητα». Στα έργα του Walter Gallichan που φέρουν τίτλους όπως «Η σύγχρονη γυναίκα και πώς να την καταφέρετε», «Το δηλητήριο της σεμνοτυφίας», «Σεξουαλική απάθεια και ψυχρότητα στη γυναίκα», γίνεται σαφής σύνδεση της «ψυχρότητας» με τον φεμινισμό, ο οποίος περιγράφεται ως μια φάση της γυναίκας στον αγώνα της για ίσα δικαιώματα και εκφράζονται ανησυχίες για τη διάδοση του φαινομένου της «σεξουαλικής φοβίας», που έχει τη λύση του ως εξής: «Η υστερική ψυχρή πρέπει να δασκαλευτεί να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα της Φύσης και να εγκαταλείψει τις ψευδείς αντιλήψεις περί απεχθούς σεξουαλικότητας». Επίσης, η «ξεροκεφαλιά» αυτών των γυναικών χαρακτηρίστηκε και επικίνδυνη, ενώ εξάρθηκαν γι’ άλλη μια φορά τα δήθεν ερωτικά δικαιώματα των γυναικών, οι «ισορροπημένες γυναίκες που καταλαβαίνουν την ομορφιά και ιερότητα του σεξ», οι πραγματικά «χειραφετημένες» που διακήρυτταν τις χαρές του ετεροσεξουαλικού σεξ, αντίθετα με εκείνες που αρνούνταν ότι τα πράγματα είναι έτσι και επομένως απαξιώνονταν ως νευρωτικές, υστερικές, λεσβίες, σεμνότυφες, γεροντοκόρες κ.ο.κ. Απ’ όλα αυτά βλέπουμε ότι οι προτάσεις για «σεξουαλική μεταρρύθμιση» σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των γυναικών. Τους επιτρεπόταν να έχουν ερωτική διάθεση και ικανοποίηση, αλλά με ανδρικούς όρους. Η σεξουαλικότητά τους παρουσιάζεται πλήρως εξαρτημένη και παθητική: η γυναίκα όχι απλώς είναι «αργή» στη διέγερση, όχι απλώς πρέπει να «προετοιμαστεί» για τη διείσδυση ή να της «δώσουν» οργασμούς, αλλά και γενικότερα η σεξουαλικότητά της δεν έχει ανεξάρτητη ύπαρξη, εφόσον το ένστικτό της πρέπει να ξυπνήσει και να ικανοποιηθεί από τον άνδρα, καθιστώντας τη γυναίκα σεξουαλικά εξαρτημένη απ’ αυτόν, σε μια εποχή που αρχίζει να κατακτά κάποιο βαθμό πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς λοιπόν με τη μανία των «ειδικών» για την ψυχρότητα. Για τις λεσβίες υπάρχει η βολική εξήγηση ότι ανήκουν στο τρίτο φύλο, άρα είναι αρσενικές και δεν μετρούν ως γυναίκες, επομένως δεν αποτελούν σοβαρή απειλή στην ανδρική εξουσία. Ενώ οι επονομαζόμενες «ψυχρές» είναι αληθινές γυναίκες που αρνούνται να αποδεχτούν τις «αλήθειες της ζωής» και να υποταχθούν στον κύριό τους. Αντιστεκόμενες στη διάβρωση της αυτονομίας τους και τις προσπάθειες ερωτικοποίησης της υποταγής τους, αποτελούν απειλή για την ανδρική υπεροχή. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς για τις μανιώδεις προσπάθειες των ειδικών να τις… θεραπεύσουν. Και κάτι ακόμη: Δεν μας εξήγησαν γιατί η γυναικεία σεξουαλικότητα έπρεπε να ξυπνήσει από τον άνδρα. Οι ειδικοί κάνουν λόγο για την «πάντα σε ετοιμότητα» φύση του άνδρα να προβεί στη σεξουαλική πράξη, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση του είδους. Αποδεχόμενοι ότι και οι γυναίκες έχουν μια παρόμοια φύση, καθόλου δεν θεώρησαν πρόβλημα ή παράλειψη της θεωρίας τους το ερώτημα γιατί πρέπει να γίνει εκμάθηση αυτού του ενστίκτου: όλοι οι σεξολόγοι συμφωνούσαν ότι οι γυναίκες έπρεπε να μάθουν ν’ απολαμβάνουν και να επιθυμούν την ετεροσεξουαλική επαφή. Κανένας δεν αναρωτιέται: Αν η ετεροσεξουαλική επαφή, και ιδίως η διείσδυση, είναι φυσική και ενστικτώδης, γιατί πρέπει να διδαχτεί; Και γιατί μόνο στις γυναίκες; Μήπως γιατί, όπως λέει ο Stekel στο εγχειρίδιό του του 1926, «μια γυναίκα που διεγείρεται από τον άνδρα αναγνωρίζει ότι εκείνος την έχει πια κατακτήσει»;

Freud: ο πατέρας του «κολπικού οργασμού»

Ο Sigmund Freud, ο επονομαζόμενος «πατέρας της ψυχανάλυσης» στις αρχές του 20ού αιώνα, ισχυρίστηκε ότι ο κλειτοριδικός οργασμός ήταν εφηβικό φαινόμενο και ότι, από τη στιγμή που οι γυναίκες ξεκινούσαν να έχουν επαφές με άνδρες, θα έπρεπε να μεταφέρουν το κέντρο του οργασμού στον κόλπο. Ο κόλπος υποτίθεται πως ήταν ικανός να παράγει έναν παράλληλο αλλά πιο ώριμο οργασμό από την κλειτορίδα. Έγινε πολλή δουλειά για να αναλυθεί αυτή η θεωρία, λίγα όμως έγιναν για να αμφισβητηθούν οι βασικές παραδοχές της. Για να εκτιμηθεί συνολικά αυτή η απίστευτη ανακάλυψη, ίσως θα έπρεπε κατ’ αρχήν να θυμηθούμε τη συνολική συμπεριφορά του Freud απέναντι στις γυναίκες. Η Μary Εllman (Thinking about women) τησυνόψισε ως εξής:

«Τα πάντα στην πατερναλιστική και φοβισμένη στάση του Freud απέναντι στις γυναίκες πηγάζουν από την έλλειψη πέους τους, αλλά μόνο στο δοκίμιό του “Η ψυχολογία της γυναίκας” φανερώνει ρητά πόσο απαξιώνει τις γυναίκες, κάτι που κάνει υπόρρητα και στο υπόλοιπο έργο του, καθορίζοντας μάλιστα γι’ αυτές την παραίτηση από μια πνευματική ζωή που θα παρεμπόδιζε τη σεξουαλική λειτουργία τους. Όταν ο ασθενής που ψυχαναλύεται είναι άνδρας, ο αναλυτής αναλαμβάνει να συμβάλει στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Αλλά με τις γυναίκες ασθενείς, η δουλειά του είναι να τις υποτάξει στα όρια της σεξουαλικότητάς τους. Σύμφωνα με τον Freud, η ψυχανάλυση δεν μπορεί να ενθαρρύνει τις γυναίκες για προσωπική εξέλιξη και κατορθώματα, παρά μονάχα να τις διδάξει το μάθημα της παραίτησής τους από τον Λόγο». Βάση των θεωριών του Freud για τη γυναικεία σεξουαλικότητα ήταν λοιπόν οι αντιλήψεις του για την κατωτερότητα της γυναίκας σε σχέση με τον άνδρα.

Από τη στιγμή που διατύπωσε το νόμο για τη φύση της σεξουαλικότητάς μας, ο Freud ανακάλυψε –καθόλου παράδοξα– ένα τεράστιο πρόβλημα «ψυχρότητας» στις γυναίκες. Η θεραπεία που συνιστούσε για μια «ψυχρή» γυναίκα ήταν η ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς η ασθένεια από την οποία υπέφερε ήταν η αποτυχία της να προσαρμοστεί διανοητικά στον φυσικό της ρόλο ως γυναίκα. Ο Frank Caprio, ένας σύγχρονος οπαδός αυτών των ιδεών, δηλώνει: «…κάθε φορά που μια γυναίκα είναι ανίκανη να επιτύχει οργασμό κατά τη συνουσία, δεδομένου ότι ο σύζυγος είναι επαρκής ερωτικός σύντροφος, και εκείνη προτιμά την κλειτοριδική διέγερση από οποιαδήποτε άλλη μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας, μπορεί να θεωρηθεί ότι υποφέρει από ψυχρότητα και χρήζει ψυχιατρικής βοήθειας». Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι οι γυναίκες φθονούσαν τους άνδρες – δηλαδή ότι επρόκειτο για απάρνηση της θηλυκότητάς τους. Έτσι διαγνώστηκε ως ένα φαινόμενο αντι-αρσενικού μένους.

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι ο Freud δεν θεμελίωσε τη θεωρία του πάνω σε μια μελέτη της γυναικείας ανατομίας, αλλά πρώτιστα πάνω στις υποθέσεις του ότι η γυναίκα είναι ένα κατώτερο προσάρτημα του άνδρα και στον συνακόλουθο κοινωνικό και ψυχολογικό της ρόλο. Στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν το παρεπόμενο πρόβλημα της μαζικής ψυχρότητας, οι φροϋδικοί κατέφυγαν σε περίτεχνες διανοητικές ασκήσεις. Η Marie Bonaparte στο «Female Sexuality» εξωθεί αυτή τη λογική στα άκρα, ώστε φτάνει να προτείνει χειρουργική επέμβαση για να βοηθήσει τις γυναίκες να επανέλθουν στον σωστό δρόμο. Έχοντας ανακαλύψει μια παράξενη σύνδεση ανάμεσα στη «μη ψυχρή» γυναίκα και την τοποθεσία της κλειτορίδας κοντά στον κόλπο, γράφει: «…Σκέφτηκα τότε ότι αν σε κάποιες γυναίκες η απόσταση αυτή ήταν μεγάλη και η κλειτοριδική διέγερση ανεπαρκής, θα μπορούσε με χειρουργικά μέσα να επιτευχθεί μια συμφιλίωση κλειτορίδας-κόλπου, που θα ωφελούσε τη φυσιολογική ερωτική λειτουργία. Ο Δρ. Halban από τη Βιέννη, βιολόγος και χειρούργος, ενδιαφέρθηκε για το ζήτημα και επεξεργάστηκε μια απλή χειρουργική τεχνική».

Αλλά η σοβαρότερη ζημιά δεν έγινε στον τομέα της χειρουργικής, όπου οι φροϋδικοί βλακωδώς αναμίχθηκαν για να αλλάξουν τη γυναικεία ανατομία προκειμένου να ταιριάζει με τη θεωρία τους. Η χειρότερη ζημιά έγινε στη διανοητική υγεία των γυναικών, που είτε υπέφεραν σιωπηρά μεμφόμενες τους εαυτούς τους είτε συνωστίζονταν στους ψυχιάτρους, αναζητώντας απεγνωσμένα το υποτιθέμενο κρυμμένο και τρομερό τραύμα που τις στέρησε το κολπικό τους πεπρωμένο. Έτσι ο Freud καθιερώνει έναν επιστημονικό λόγο που επικυρώνει τη δήθεν οντολογική βάση των πατριαρχικών φαντασιακών της εποχής του, τα οποία χρωματίζουν όλη τη θεωρία του και παραμένουν ανέγγιχτα.

Το επιστημονικό μοντέλο της σεξουαλικότητας: Οικουμενικότητα της ανδρικής σεξουαλικότητας

Η επιστημονικοφάνεια αυτών των απόψεων, που οδηγούσαν σε σεξουαλική εξάρτηση, κατάφερε να χτυπήσει τον φεμινισμό εκείνης της ιστορικής περιόδου, παράλληλα με τη νέα έμφαση που δόθηκε στη μητρότητα ως αποστολή της γυναίκας και τις προτροπές να εγκαταλείψει τη μισθωτή εργασία και να αφοσιωθεί στα οικιακά, γεγονός που συνεπαγόταν οικονομική εξάρτηση. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, συνεχίζουν να εκδίδονται εγχειρίδια σεξουαλικών συμβουλών, βασισμένα στις ίδιες νατουραλιστικές και ουσιοκρατικές απόψεις. Η έρευνα τωνMasters&Johnson και του Kinsey, αν και προέκυψε από διαφορετική μεθοδολογία, οδήγησε σε περαιτέρω τροποποιήσεις του ίδιου μοντέλου, διατηρώντας τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του. Περιληπτικά, η θεωρία τους προωθεί την αντίληψη ότι η ερωτική επιθυμία είναι βιολογικό ένστικτο που απαιτεί ικανοποίηση, και στους άνδρες η ορμή αυτή είναι ισχυρότερη. Αν η ανδρική ορμή δεν βρει θεμιτή διέξοδο, θα αναγκαστεί να βρει αθέμιτη. Αυτό, κατά τη γνώμη τους, επαρκεί ως εξήγηση για φαινόμενα όπως ο βιασμός, η σεξουαλική εκμετάλλευση μικρών κοριτσιών και άλλα «σεξουαλικά εγκλήματα και παρεκκλίσεις». Η καταπίεση της ερωτικής επιθυμίας μπορεί να επιφέρει σωματική και πνευματική ασθένεια και ιδίως νευρώσεις στις γυναίκες (η συμβολή της ψυχανάλυσης στη διάδοση της εκλαϊκευμένης ή μη εκδοχής αυτού του συμπεράσματος είναι έκδηλη). Η ανάγκη για σεξ περιγράφεται ως βασική, όσο και η ανάγκη για φαγητό. Οι συνέπειες της σεξουαλικής πείνας είναι επιβλαβείς. Τέλος, μας ανακοινώνουν ότι το σεξ που χρειαζόμαστε είναι η ερωτική πράξη που περιλαμβάνει διείσδυση. Δεν είναι τυχαίο ότι η έκφραση «κάνω σεξ» είναι συνώνυμη της διείσδυσης. Όλα τα παραπάνω υποστηρίζουν το μύθο που διασπείρει η ανδρική κυριαρχία: ότι η ανδρική σεξουαλική ορμή πρέπει να ικανοποιηθεί. Μάλιστα ορίζει και το περιεχόμενο του «σεξ» με ανδρικούς όρους. Αν και οι γυναίκες τώρα (υποτίθεται πως) θεωρούνται αυθύπαρκτα σεξουαλικά όντα, η σεξουαλικότητά τους διαμορφώνεται σύμφωνα με αυτό το ανδροκεντρικό μοντέλο. Η ανδρική σεξουαλικότητα γίνεται οικουμενική και παρουσιάζεται ως ανθρώπινη σεξουαλικότητα, η σεξουαλική πράξη νοείται μόνο ως διείσδυση και το «σεξ» εγκλωβίζεται στην αναπαραγωγική του λειτουργία με τη σαφή υπόνοια ότι η μόνη «φυσική» μορφή σεξουαλικής σχέσης είναι η ετεροσεξουαλική.

Η προτεραιότητα του πέους

Σε όλα τα εγχειρίδια του σεξ είναι αυτονόητο πως η καθεαυτό σεξουαλική πράξη είναι η διείσδυση και οτιδήποτε άλλο συμβαίνει γίνεται αντιληπτό ως προκαταρκτικά, προαιρετικά επιπλέον στοιχεία, ή υποκατάστατα για το real thing. Το πέος θεωρείται το πρωταρχικό όργανο ηδονής και για τα δύο φύλα (!) καθώς ο ρόλος του είναι «να παρέχει σωματική και ψυχολογική εκτόνωση της σεξουαλικής έντασης και των δύο συντρόφων». Αν αναλογιστούμε ότι «ψυχρότητα» θεωρείται η αποτυχία της γυναίκας να επιτύχει οργασμό με τη διείσδυση, και «ανικανότητα» θεωρείται αντίστοιχα η ανδρική αποτυχία ικανοποιητικής στύσης για πλήρη και διαρκή διείσδυση, τότε μιλάμε για προτεραιότητα του πέους σ’ αυτό το μοντέλο σεξουαλικότητας. Παρεμπιπτόντως, η χρήση της λέξης «ανικανότητα» υπονοεί απουσία δύναμης, και επομένως ο άνδρας που δεν καταφέρνει να διεισδύσει σε μια γυναίκα δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία πάνω της. Το πέος του είναι, ή θα έπρεπε να είναι, εργαλείο εξουσίας (tool, δηλ. εργαλείο, σημαίνει πέος στην αμερικάνικη αργκό) και η αποτυχία του να το χρησιμοποιήσει ως τέτοιο μέσα στο καθεστώς της ανδρικής κυριαρχίας αποτελεί διπλή ατίμωση, εφόσον όχι μόνο χάνει το κύρος του απέναντι σε μια γυναίκα, αλλά ντροπιάζει και τον ανδρισμό γενικότερα. Πολλές φεμινίστριες ξεκαθάρισαν το εξής: Είτε το πέος είναι απαραίτητο για την ανδρική σεξουαλική ικανοποίηση είτε όχι, σίγουρα πάντως δεν είναι απαραίτητο για τη γυναικεία. Για την ακρίβεια, πολύ συχνά την παρεμποδίζει. Η συζήτηση για τη φύση του γυναικείου οργασμού που έγινε τη δεκαετία του ’70 βασίστηκε κατά πολύ στις κλινικές έρευνες των Masters&Johnson που ξεκαθάρισαν ότι ο γυναικείος οργασμός έχει την προέλευσή του μόνο στην κλειτορίδα και ότι πολλές γυναίκες είναι πιθανότερο να έχουν οργασμό με τον αυνανισμό παρά με τη διείσδυση. Παρ’ όλ’ αυτά οι συγκεκριμένοι ερευνητές επέμειναν στο ρόλο του πέους και πρότειναν τεχνικές ώστε οι γυναίκες να έχουν οργασμό κατά τη σεξουαλική πράξη με διείσδυση.

Φεμινισμός, νατουραλισμός και ετεροσεξουαλικότητα

Το επιστημονικό μοντέλο της σεξουαλικότητας που κατασκευάστηκε από τους σεξολόγους αντανακλά τις αξίες της ανδρικής κυριαρχίας και προωθεί τα συμφέροντα των ανδρών, καθορίζοντας το σεξ με ανδρικούς όρους και διευκολύνοντας τον σεξουαλικό και πολιτικό έλεγχο των ανδρών επί των γυναικών μέσα στη θεσμοποιημένη ετεροσεξουαλικότητα και μέσω συγκεκριμένων ετεροσεξουαλικών πρακτικών. Η αυξανόμενη αναγνώριση των δυτικών γυναικών ως σεξουαλικών όντων από τον 19ο αι. και ύστερα, δεν θα ’πρεπε να θεωρηθεί απελευθερωτική, αλλά μάλλον ως προσπάθεια ερωτικοποίησης της καταπίεσης των γυναικών, καθώς αποκρύπτει τις πραγματικές σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα και συντελεί στη διατήρηση και αναπαραγωγή της ανδρικής κυριαρχίας. Οι νατουραλιστικές και ουσιοκρατικές παραδοχές, στις οποίες βασίζεται η σεξολογία, έχουν (καθόλου συμπτωματικά) αντιφεμινιστικές συνέπειες, καθώς ο φεμινισμός αποτέλεσε απειλή εκείνη την ιστορική περίοδο για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος ανδρικής κυριαρχίας. Δεν πρόκειται για μια θεωρία συνωμοσίας του τύπου «οι σεξολόγοι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και αποφασίζουν να χτυπήσουν τον φεμινισμό». Για την ανάλυση όμως ενός αποσιωπημένου τομέα του ευρύτερου ζητήματος των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, αυτού της σεξουαλικότητας, πρέπει να τονιστεί ότι, κατονομάζοντας κάποιες σεξουαλικές πρακτικές και θεσμούς ωςφυσικά φαινόμενα, αντί για κοινωνικά και πολιτικά, σημαίνει πως εκτοπίζουμε τη σεξουαλικότητα από το πολιτικό πεδίο και την τοποθετούμε υπό την προστασία της επιστήμης. Ο νατουραλισμός υπήρξε πάντοτε εξαιρετικό αντιφεμινιστικό όπλο. Ακόμη και σήμερα, που αμέτρητες, δήθεν φυσικές, διαφορές μεταξύ των φύλων έχουν αποδειχθεί κοινωνικά κατασκευασμένες, η υιοθέτηση νατουραλιστικών πεποιθήσεων αφορά κάθε άλλο παρά αμελητέο αριθμό ανθρώπων. Ένα παράδειγμα αποτελεί η αντίληψη ότι η πορνεία θα υπάρχει πάντα, προκειμένου να παρέχει στους άνδρες τη σεξουαλική ανακούφιση που δεν μπορούν να έχουν στο γάμο ή τη σχέση – ούτως ή άλλως πρόκειται για «ανθρώπινη φύση», έτσι δεν είναι; Ένας άλλος κεντρικός μύθος που αποσκοπεί στη διατήρηση της ανδρικής εξουσίας είναι η πεποίθηση ότι η ετεροσεξουαλικότητα είναι φυσική. Παρά την ελαφρά ελευθεριακότητα με την οποία αντιμετωπίζονται σήμερα οι ομοφυλόφιλοι/ες, όποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τη φυσικότητα της ετεροσεξουαλικότητας αντιμετωπίζεται με καχυποψία και εχθρικότητα – αν δεν ήταν φυσική, το ανθρώπινο είδος θα εξαφανιζόταν, έτσι δεν είναι; Όπως ισχυρίζεται η Adrienne Rich, μεγάλο μέρος της κατά τ’ άλλα εξαιρετικής φεμινιστικής θεωρίας πάσχει στο ότι απέτυχε να αναγνωρίσει τη θέσμιση της ετεροσεξουαλικότητας και την επιβολή της ως μέσο διασφάλισης του ανδρικού δικαιώματος για σωματική, οικονομική και συναισθηματική πρόσβαση στις γυναίκες. Κάθε έρευνα και θεωρία που παίρνει ως δεδομένο τον «φυσικό» χαρακτήρα της ετεροσεξουαλικότητας, συμβάλλει στη διατήρηση του καθεστώτος ανδρικής κυριαρχίας. Παρ’ όλο που οι περισσότερες γυναίκες αντιλαμβάνονται την ετεροσεξουαλικότητα ως φυσική, ή ως μια θετική επιλογή, δεν παύει να ισχύει από την άλλη ότι οι γυναίκες διαρκώς και παντού γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και ελέγχου, στο γάμο, την οικογένεια, την αγορά εργασίας, από το κράτος και μέσω της ανδρικής βίας, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τον θεσμό-κλειδί, για ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων στο οποίο η ανδρική κυριαρχία και η γυναικεία υποταγή θεσμίζονται και ερωτικοποιούνται. Κάποιες φεμινίστριες κάνουν διάκριση μεταξύ καταπιεστικής και μη καταπιεστικής ετεροσεξουαλικότητας, θεωρώντας ότι η ετεροσεξουαλικότητα καθεαυτή δεν είναι εγγενώς καταπιεστική για τις γυναίκες. Δεδομένου όμως ότι καμία ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά ή πρακτική δεν μπορεί να θεωρηθεί διαχωρισμένη από τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα όπου λαμβάνει χώρα και το σύστημα κοινωνικών σχέσεων στο οποίο είναι ενσωματωμένη, και με το ερώτημα κατά πόσο μπορεί ένας θεσμός να μεταμορφωθεί εκ των έσω να παραμένει ανοιχτό, στην παραγωγή και αναπαραγωγή της ανδρικής κυριαρχίας είναι απολύτως απαραίτητη η συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των γυναικών σε ένα σύστημα ετεροσεξουαλικών σχέσεων που συγκροτεί το θεμέλιο αυτής της κυριαρχίας. Τα μέσα που συντελούν στην κοινωνική δόμηση της ετεροσεξουαλικότητας είναι πολλά και διάφορα, περιλαμβάνοντας άμεση σωματική επιβολή και οικονομικές πιέσεις και κυρώσεις, καθώς και πιο εκλεπτυσμένες και συγκαλυμμένες μορφές ιδεολογικών εξαναγκασμών. Προφανώς, ο ακριβής συνδυασμός των μέσων που χρησιμοποιούνται ποικίλλει ιστορικά, πολιτισμικά και σε σχέση με άλλους ιδιάζοντες κοινωνικούς παράγοντες. Η έρευνα για τη σεξολογία αποτελεί απλώς μία από τις όψεις αυτής της διαδικασίας, σε έναν πολιτισμό και σε μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

—————————————————

1 Χρησιμοποιούμε συνειδητά τον όρο «σεξουαλικοποιημένη» αντί «σεξουαλική» βία, γιατί ο δεύτερος εντάσσει αυτό το είδος βίας στο πεδίο της σεξουαλικότητας όπου δικαιολογείται πιο εύκολα βάσει μιας πατριαρχικής αντίληψης και θεωρίας για τη σεξουαλικότητα, όπως π.χ. του Freud (που αναλύεται λίγο πιο κάτω σ’ αυτό το κείμενο), και δίνει έμφαση στο πρόσχημα της βίαιης δράσης του θύτη, ενώ ο όρος «σεξουαλικοποιημένη βία» δηλώνει πως για το θύμα η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά βία. (Σ.τ.μ.)

Αναδημοσίευση από: http://ek-fyles.blogspot.gr/2007/11/facts-of-life.html

 

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ

images (2)

Κείμενο που μοιράστηκε το 2006 από το Μαύρο Πιπέρι  με αφορμή τον βιασμό στην Αμάρυνθο .

Αυτό που συνέβη στην Αμάρυνθο είναι η κορφή του παγόβουνου, το σύμπτωμα μιας κοινωνίας η οποία κάτω από τη ρητορεία των παραδοσιακών αξιών και της προόδου, υποθάλπει το σεξισμό, τη φαλλοκρατία, το ρατσισμό, τη βία. Η κατάσταση θυμίζει τα κουκουλωμένα πια ( μέχρι το επόμενο μπαμ!) εκκλησιαστικά σκάνδαλα. Κι εκεί δόθηκε έμφαση σε συγκεκριμένα γεγονότα, κι εκεί η υποκρισία επικράτησε, κανένας λόγος δεν έθιξε τις αιτίες. Εμείς θεωρούμε ότι τέτοια γεγονότα, είναι αποτέλεσμα των κατεστημένων σημασιών και νοημάτων που καθορίζουν τη ζωή μας και της κρίσης στην οποία έχουν περιέλθει εδώ και καιρό.

Δε θα σταθούμε στο συγκεκριμένο γεγονός, δεν έχει νόημα, αυτό κάνουν συνήθως τα μέσα μαζικής εξαχρείωσης, στιγματίζοντας και ενοχοποιώντας αδιακρίτως τις ατομικές συμπεριφορές, καθαγιάζοντας και απενοχοποιώντας τις κοινωνικές αιτίες. Σημασία έχει ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από την τοπική κοινωνία, που αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα όντως υπάρχει και ξεπερνάει το γεγονός. Ο λόγος και οι συμπεριφορές που ξεπήδησαν, αποκάλυψαν τη βαθειά ηθική υποκρισία που κατατρώει τις σύγχρονες κοινωνίες.

Εκκλησία, σεξισμός, ρατσισμός, φαλλοκρατία, πάνε μαζί. Η χριστιανική ηθική (το ίδιο ισχύει βέβαια για όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες), απαξίωσε, ενοχοποίησε την ανθρώπινη σεξουαλική πράξη, εχθρεύθηκε τη γυναίκα, το σώμα και τον έρωτα, τα θεώρησε βρώμικα, βέβηλα, αμαρτωλά. Αυτή είναι η παράδοσή μας, αυτό λέει η εκκλησιαστική ιστορία όπως κι αν τη διαβάσεις, τους καρπούς της “απολαμβάνουμε” σήμερα. Η χριστιανική συμπεριφορά είναι βαθιά υποκριτική: από τη μια ενοχοποιεί την ανθρώπινη σεξουαλική πράξη, από την άλλη υποδεικνύει ότι αφού διαπραχθεί το «αμάρτημα», αρκεί να συγχωρεθεί από έναν παπά μέσω της εξομολόγησης και ο καθένας να συνεχίσει το δρόμο του. Ο φαύλος κύκλος αμαρτία- εξομολόγηση -συγχώρεση – αμαρτία οδήγησε σε μια ενοχική κοινωνία στην οποία θύτης και θύμα εξισώνονται και συγχωρούνται αρκεί να φιλήσουν σταυρουδάκι. Ο μέγας υποκριτής Χριστόδουλος, που στα σκάνδαλα των υφιστάμενων ρασοφόρων του, μόνο να τα κουκουλώσει προσπάθησε (αφού γαλουχήθηκε ανεβαίνοντας στην ιεραρχία μαζί με αυτά), έσπευσε να βοηθήσει ψυχικά τους δράστες και το θύμα. Ελεεινή υποκρισία.

Η διαστρεβλωτική εμπλοκή ( μπορούμε να μιλάμε για ένα βιασμό δευτέρου επιπέδου) των μέσων μαζικής αποβλάκωσης, είναι επίσης χαρακτηριστική και καθρεφτίζει αρνητικά την κατάσταση. Π.χ όταν φυλλάδες τύπου Espresso ή του ντόπιου της μιμητή, της Ευβοϊκής Γνώμης, στηρίζουν τις πωλήσεις τους στην κουτσομπολίστικη προβολή του εβδομαδιαίου αστυνομικού δελτίου, με έμφαση στα σεξουαλικά σκάνδαλα, τα οικογενειακά δράματα, τα ξεκατινιάσματα, το αίμα, την ξενοφοβία, την εναγώνια αναζήτηση φωτορεπορτάζ όπου λίγο κωλαράκι, λίγο βυζάκι, θα θρέψει τους πεινασμένους αναγνώστες, πουλώντας ταυτόχρονα τόνους ηθικολογίας, αλλά και προσφορά τσόντας σε CD, τι να περιμένουμε όταν καυχιούνται για τα ρεκόρ των πωλήσεών τους. Με αυτές τις προοπτικές πρέπει να περιμένουμε τα χειρότερα.

Το θέμα σίγουρα, είναι θέμα αξιών και προτύπων συμπεριφοράς. Οι κοινωνίες μας σήμερα, ζουν μέσα στην αποσάθρωση των νοημάτων, σε μια παρατεταμένη κρίση (ευτυχώς) των παραδοσιακών αξιών και στην ανυπαρξία εναλλακτικής οδού (δυστυχώς). Στην ανυπαρξία δηλαδή ενός λόγου που θα προτάσσει νέες αξίες, πέρα από την παράδοση, όχι ακυρώνοντάς την συλλήβδην, αλλά υπερβαίνοντάς την δημιουργικά.

Το θέμα αφορά το γυναικείο ζήτημα, τη διάρθρωση των ρόλων των φύλων, τη σεξουαλική πράξη και την ηθική με την οποία την περιβάλλει η κοινωνία και μας αγγίζει όλους από διάφορες πλευρές. Η κριτική στην πατριαρχική σεξιστική συμπεριφορά, μας αφορά ως γυναίκες, ως άντρες και ως κοινωνία. Η κοινωνία στην οποία ζούμε είναι βαθιά σεξιστική και σε μεγάλο βαθμό φαλλοκρατική. Μπορούμε να το αρνηθούμε; Το γυναικείο ζήτημα παραμένει ταμπού, γιατί η κοινωνία μας παραμένει προσκολλημένη στις φθαρμένες πια, πατριαρχικές αξίες. Ο φεμινισμός υπήρξε ριζοσπαστικός, άνοιξε ένα βαθύ ρήγμα στο πατριαρχικό οικοδόμημα, όμως δεν κατάφερε να το ανατρέψει και εν τέλει αφομοιώθηκε. Ο ρόλος της γυναίκας μπορεί να άλλαξε ( αν και εδώ χωράει πολλή συζήτηση) το μάτι του άντρα όμως καθορίζει ακόμη τις συμπεριφορές. Παράδειγμα η γυναικεία μόδα και η εικόνα της γυναίκας στο θέαμα, στους δρόμους, στα μπαρ, παντού ως θηλυκού προκλητικού, ως συμβόλου του σεξ, έτοιμου για «όλα» και απ’ την άλλη του άντρα που ανίκανος να προσεγγίσει-αγγίξει το αντικείμενο του πόθου του αποκτά όλα τα τυπικά «Σύνδρομα του Μαλάκα»: καθημερινή χυδαιότητα στη συμπεριφορά, σεξ επί πληρωμή, τσόντα μέχρι τενοντίτιδας κλπ.

Έχουμε λοιπόν ανάγκη ενός νέου πολιτικού κινήματος. Πολιτικού με τη βαθιά σημασία του όρου, που θα αναδείξει τον αυτόνομο πολίτη και θα θέσει υπό συζήτηση όλες τις κυρίαρχες σημασίες της κοινωνικής ζωής.

Η λύση  δεν είναι η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες. Πρέπει να πούμε ένα ηχηρό όχι στις φωνές που ουρλιάζουν για επιστροφή στην παράδοση. Ο δρόμος προς τα πίσω είναι ο λάθος δρόμος, είναι ο δρόμος που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Ας μην ξεχνάμε την υποτιμητική και υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας στη χριστιανική παράδοση. Γεγονότα σαν της Αμαρύνθου, αποδεικνύουν την αποτυχία, την υποκρισία, τη χρεοκοπία των κληρονομημένων αξιών, οι οποίες μάλιστα έχουν εφαρμοστεί για αιώνες και τώρα διάγουν περίοδο βαθιάς σήψης. Έχουμε ανάγκη από τη δημιουργία νέων σημασιών, κοινωνικών συμπεριφορών και προταγμάτων.

Έχουμε ανάγκη από την προώθηση ενός νέου φεμινιστικού λόγου, ο οποίος ορμώμενος από την παραδοχή ότι το φύλο δεν είναι μόνο φυσικός αλλά κυρίως κοινωνικός προσδιορισμός, θα επαναθέτει το θέμα της ουσιαστικής ισότητας, της ελευθερίας, του αλληλοσεβασμού στις ανθρώπινες σχέσεις.

Το θέμα λοιπόν είναι βαθιά πολιτικό. Είναι το ζήτημα στο οποίο μια πραγματική σύγχρονη δημοκρατία υπερβαίνει την αρχαιοελληνική, γιατί πια απευθύνεται αδιακρίτως, ισότιμα στο σύνολο της κοινωνίας. Η φαλλοκρατία, η ανδροκρατία, είναι εξουσιαστικές συμπεριφορές άρα δεν μπορούν να έχουν θέση σε μια πραγματική δημοκρατία, ο δε βιασμός μια από τις πιο απάνθρωπες πράξεις.

Ας αρνηθούμε και ας πολεμήσουμε κάθε εξουσιαστική συμπεριφορά.

Όχι στη βία που παράγει ο σεξισμός και η φαλλοκρατία.

Όχι στην υποκρισία των αποτυχημένων παραδοσιακών αξιών.

Όχι στη νοοτροπία του αρσενικού αρχηγού, όχι στο ρόλο του υποταγμένου θηλυκού.

Η κοινωνία είναι αυτοδημιουργία, καμία σημασία λοιπόν, κανένα νόημα και κανένας κοινωνικός ρόλος, δεν είναι ούτε φυσικά ούτε αιώνια. Εμείς τα θέτουμε, εμείς τα δημιουργούμε. Ας αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας.

 

Για την οικοδόμηση ελεύθερων και ισότιμων σχέσεων μέσα σε περιβάλλον αλληλοσεβασμού των διαφορετικοτήτων. Αυτό είναι το στοίχημα.

 

Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού

Για την κοινωνική Αυτοδιεύθυνση / Για την Αυτονομία

 

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2006

ΧΑΛΚΙΔΑ

 

 

ΑΝΟΜΙΑ

images (4)

 

του Φραντσέσκο Κοντέλο

Η αναρχία καθόλου δεν σημαίνει απουσία ρυθμίσεων, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ωστόσο, μια διαδεδομένη άποψη υποστηρίζει ότι η αναρχία, ακριβώς ως άρνηση κάθε μορφής κυριαρχίας, οραματίζεται μια κοινότητα χωρίς κανόνες. Μια τέτοια εννοιολογική σύγχυση είναι συχνά παρούσα ανάμεσα στους νεότερους, οι οποίοι εκδηλώνουν τη θέλησή τους για αυτονομία διεκδικώντας, προκλητικά, το δικαίωμα να απελευθερωθούν από κάθε ρύθμιση. Στην πραγματικότητα το νόημα της αναρχίας είναι πολύ διαφορετικό, αφού δεν αντιστοιχεί καθόλου με την πεποίθηση (συχνά εργαλειακής φύσεως) ότι πρέπει να αρνούμαστε κάθε κοινωνική υποχρέωση και όχι μόνο τις πολιτικές και δικαιικές μορφές της. Υπάρχουν στην πραγματικότητα δεσμοί και ρυθμίσεις που είναι παρόντες σε κάθε πλαίσιο σχέσεων και έχουν να κάνουν με την υποχρέωση της αλληλοβοήθειας ή με συμφωνημένες συμβάσεις. Η αναρχία, συνεπώς, δεν ισοδυναμεί με την ανομία, εφόσον δεν προβλέπει την εξαφάνιση οποιουδήποτε κανόνα, με τη δικαιολογία ότι όλοι οι κανόνες υποχρεώνουν. «Η ελεύθερη συμφωνία απαιτεί τήρηση αυτού που έχει συμφωνηθεί. Τιμούμε το συμβόλαιο, σεβόμαστε τον λόγο που έχουμε δώσει. Ένας κανόνας γίνεται σεβαστός, διαφορετικά δεν είναι πλέον κανόνας. Αυτό ισχύει και για τους αναρχικούς, και μάλιστα για τους αναρχικούς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Αναρχία και ανομία είναι όροι αντίθετοι» (Εντουάρντο Κολόμπο, Ο πολιτικός χώρος της αναρχίας, 2009). Ο αναρχισμός δεν προτείνει μια κοινωνία στην οποία κάθε σύγκρουση θα εξαφανιστεί, κάθε διαίρεση θα εξαλειφθεί και θα βασιλεύει μια απόλυτη αρμονία. Τότε θα μιλάμε για το τέλος της ιστορίας, για μια εσχατολογία. Αντιθέτως, όπως πάντοτε υποστήριζε ο Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, η πολλαπλότητα και οι συγκρούσεις είναι το αλάτι της κοινωνικής ζωής, αλλά η ρύθμισή τους πρέπει να γίνεται μέσα από ελεύθερες, άμεσες και τροποποιήσιμες συμφωνίες. Πιο συγκεκριμένα, οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι σε κάθε κοινωνία που έχει θεμελιωθεί πάνω στη διαίρεση κυρίαρχος-κυριαρχούμενος, το δίκαιο διαμορφώνεται προς όφελος του ισχυροτέρου· και ότι σε κάθε κοινωνία που ρυθμίζεται από το κράτος, ο νόμος δεν είναι τίποτ’ άλλο από την έκφραση της θέλησης του ισχυροτέρου. Συνεπώς η αναρχία είναι η αρχή της ελεύθερης οργάνωσης η οποία αντιτίθεται στην οργανωτική αρχή που βασίζεται στην ιεραρχία και την επιβολή, παραπέμποντας σε κανόνες και ρυθμίσεις σαφώς ορισμένες και ελεύθερα αποφασισμένες, οι οποίες δεσμεύουν ηθικά οποιονδήποτε τις έχει αποδεχτεί.

Το λήμμα ανομία περιλαμβάνεται στο ελευθεριακό λεξικό του Φραντσέσκο Κοντέλο «Ούτε υποτασσόμαστε ούτε διατάζουμε», εκδόσεις Eleuthera, Μιλάνο 2009.

Αναδημοσίευση από: http://xwroselkoul.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html

«Όροι και προϋποθέσεις» για έναν πετυχημένο αγώνα των εκπαιδευτικών που δεν μπορεί παρά να είναι ο ξεσηκωμός της κοινωνίας

;lgftdstr

Αποφάσισα να γράψω αυτό το κείμενο ως αναπληρωτής, ως αμετανόητος απεργός του 2006, ως εργαζόμενος που δεν ταυτίζεται με τις κλασσικές συνδικαλιστικές πρακτικές και νοοτροπίες της αντιπροσώπευσης, ως χρήστης «παράξενων εργαλείων» ταξικής ανάλυσης όπως η εργατική έρευνα και η ταξική σύνθεση που μας κληρονόμησε ο ιταλικός «αυτόνομος» μαρξισμός και τέλος, ως ένας άνθρωπος που προετοιμαζόταν για μια μεγάλη μάχη και άκουσε ότι «δεν υπήρχαν οι όροι και οι προϋποθέσεις»…

1.1   ΠολΥ γρΗγορα: Η γενικΗ κατΑσταση

Εδώ και 3 χρόνια, η ταξική πάλη εξελίσσεται με πολύ γρήγορο τρόπο, με «μανούβρες», με απότομες αλλαγές, νέα φαινόμενα, υποχωρήσεις αλλά και νέες αντιστάσεις. Με λίγα λόγια, η συγκυρία αλλάζει κατά πολύ κάθε τρίμηνο. Μόνο τον τελευταίο χρόνο βλέπουμε μια σταθερή «κινηματική ύφεση» που οφείλεται κατά τη γνώμη μου: 1) στα πολλαπλά όρια των αγώνων των προηγούμενων δύο χρόνων (δεκάδες σκόρπιες γενικές απεργίες με προσδοκία για τη «μεγάλη νύχτα της ανατροπής», βίαιη καταστολή, κλαδικοί αγώνες που δεν συνδέθηκαν κ.α.) και 2) στο «πλυντήριο» των εκλογών, στις προσδοκίες που έθρεψαν οι εκλογές και που τελικά διαψεύστηκαν και αυτές (διαψεύστηκε π.χ. η πεποίθηση ότι η «επίθεση των Μνημονίων» θα μειωθεί ή ότι η Αριστερά, ως αξιωματική αντιπολίτευση, θ’ αντισταθεί καλύτερα στις μνημονιακές πολιτικές, την καταστολή κτλ.). Ειδικά μετά την ψήφιση του 3ου Μνημονίου, σχεδόν αναίμακτα το φθινόπωρο, ο κόσμος μπήκε στο τούνελ της βίαιης προσαρμογής σε μια νέα οδυνηρή πραγματικότητα. Όμως, ακόμα και αν είμαστε αυτή τη στιγμή «στριμωγμένοι», δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν:

α) επιμέρους μάχες αντίστασης, κάποιες μεγάλες (ΜΕΤΡΟ, Ναυτεργάτες, Χαλκιδική κ.α.) και κάποιες αρκετά μικρές που δεν ακούγονται (π.χ. Γενική Ταχυδρομική, HOL, ΜΕΒΓΑΛ, ΦΑΓΕ, ΑΓΝΟ κ.α.) καθώς και

β) πολλές υπόγειες διεργασίες στους μισθωτούς, στους ανέργους, στις γειτονιές. Έχουν πολλαπλασιαστεί

π.χ. και συνεχίζουν να αυξάνονται οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, α-χρήματης οικονομίας, συνεταιρισμών κ.α. κοινωνικά εγχειρήματα που δεν είναι «πολιτικά» με την κλασσική έννοια του όρου αλλά είναι προθάλαμοι συλλογικοποίησης και πολιτικοποίησης και φανερώνουν ότι ο κόσμος ψάχνει τρόπους να βρει ένα αποκούμπι, μια βοήθεια, μια ανθρώπινη σχέση, ένα νόημα απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα που ζει.  

 1.2 Η κατΑσταση των εκπαιδευτικΩν «απΟ μΕσα»

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον βίαιης επίθεσης και βίαιης προσαρμογής σε νέες συνθήκες βρισκόμαστε και οι εκπαιδευτικοί. Και αν τα πρώτα δύο χρόνια των Μνημονίων βιώσαμε μια μισθολογική επίθεση την οποία δεν μπορούσαμε ν’ αντιμετωπίσουμε ούτε καν ιδεολογικά, αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι παρουσιάστηκαν ως τέρατα, υπεύθυνοι «για όλα τα δεινά του τόπου» (για το δημόσιο χρέος, τα ελλείμματα, τη γραφειοκρατία κτλ.), φέτος βιώνουμε μια επίθεση «πειθάρχησης», μια επίθεση στον τρόπο που κάνουμε ή πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας.

Εν τάχει για κάποιον που δεν γνωρίζει:

Α) Από το 2010 μειώθηκε ο μισθός μας 20-40%. Το Κράτος φρόντισε να «χτυπήσει» περισσότερο τους νέους εκπαιδευτικούς ενώ την παλιά  καλή του εκλογική πελατεία την προστάτεψε για ευνόητους λόγους σταθερότητας μέσα στον κλάδο και στην κοινωνία γενικότερα [1].

Β) Το 2010-2011 έγινε ένας μεγάλος γύρος κλεισίματος και συγχωνεύσεων σχολείων. Χάθηκαν οργανικές θέσεις, πάγωσαν φυσικά οι διορισμοί (ακόμα και για ανθρώπους που πέτυχαν στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ του 2008 και ακόμα…περιμένουν), χάθηκαν εκατοντάδες θέσεις αναπληρωτών [2]. Με άλλα λόγια, το «όνειρο του διορισμού» σταμάτησε για ανθρώπους που δουλεύουν πολλά χρόνια στην εκπαίδευση ως αναπληρωτές και ωρομίσθιοι. Το «καρότο σάπισε» όπως είχε πει ένας –απολυμένος πλέον, εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα- συνάδελφος αναπληρωτής, καλός φίλος, που ήταν πρωτοπόρος στον αγώνα των αναπληρωτών τα προηγούμενα χρόνια.

Γ) Στους λίγο-πριν-τη-σύνταξη εκπαιδευτικούς κόπηκε και η σύνταξη και το εφάπαξ.

Δ) Μείναμε στα σχολεία χωρίς βιβλία, θέρμανση και γενικά με λίγα χρήματα για λειτουργικά έξοδα.

Ε) Άλλαξε η «κατάσταση» των μαθητών. Οι οικογένειες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και δεν είναι ψέμα ότι πρέπει να σιτίζουμε παιδιά και γενικά να βοηθάμε εμείς οικονομικά ή με άλλους τρόπους. Οι μαθητές βιώνουν και αυτοί τη βίαιη προσαρμογή της οικογένειαςσε νέα δεδομένα και αυτό αντανακλάται στο σχολείο π.χ. αύξηση «προβλημάτων συμπεριφοράς», «συναισθηματικών προβλημάτων» κτλ. Είναι στην πραγματικότητα κοινωνικά-ταξικά προβλήματα.

Ζ) Φέτος ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση που θα συνεχιστεί και του χρόνου σίγουρα: αύξηση ωραρίου με σκοπό την απόλυση χιλιάδων αναπληρωτών, ένα ασύλληπτο (!) πειθαρχικό δίκαιο (το οποίο έχει επηρεάσει πολύ τη συνείδηση και την πρακτική όλων των εκπαιδευτικών στην καθημερινότητα, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τολμώ να πω) διότι μπαίνεις σε αργίαεπειδή σε μήνυσε ο οποιοσδήποτε για οποιονδήποτε λόγο (και μέχρι ν’ αποδειχτεί ότι είσαι αθώος, θεωρείσαι ένοχος, μιλάμε για «εξόντωση»), αξιολόγηση με σκοπό τη μισθολογική καθήλωση των εκπαιδευτικών, την τρομοκράτηση τους και κυρίως την τυποποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας (όλοι οι εκπαιδευτικοί τρέχουν να κάνουν προγράμματα project ξαφνικά για να πιάσουν τα «πρότυπα» της αξιολόγησης), υποχρεωτικές μεταθέσεις από το νέο Σεπτέμβρη και άλλα μέτρα

ΠΟΥ ΧΤΥΠΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΕΣΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΟΧΙ «ΚΑΘΑΡΑ» ΤΗΝ ΤΣΕΠΗ, όχι τον άμεσο ή έμμεσο μισθό.

Ακόμα και οι πιο συντηρητικοί συνάδελφοι μου στο σχολείο κατέληξαν φέτος να λένε ότι: α) «τι είναι αυτό, ζούμε μια τρομοκρατία» και β) «γίναμε χειρότερα και από τον ιδιωτικό τομέα». Φυσικά οι μόνιμοι συνάδελφοι μου δεν γνωρίζουν πως είναι σήμερα στον ιδιωτικό τομέα καθότι πολλοί απ’ αυτούς δουλεύουν στο δημόσιο τομέα εδώ και 10, 20, 30 χρόνια. Τα λόγια τους όμως είναι ενδεικτικά για το πόσο άσχημο κλίμα έχει διαμορφωθεί στα σχολεία. Είναι επίσης ενδεικτικό για την επιλογή στην οποία έχουν κατευθυνθεί οι περισσότεροι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί: να «παρατήσουν» το δημόσιο σχολείο ως προοπτική, δηλαδή στο μυαλό τους δεν υπάρχει ελπίδα διορισμού και σταθερής δουλειάς, βρίσκονται εκεί για να βγάζουν απλά το μεροκάματο, τίποτα άλλο, έτσι σκατά όπως έχουν γίνει τα πράγματααναρωτιούνται αν έχει νόημα να παλέψουν για να είναι στο δημόσιο σχολείο του χρόνου.Μόνο το τεράστιο μέγεθος της ανεργίας τους κρατάει ακόμα στο παιχνίδι. Διότι η έλλειψη προοπτικής διορισμού, η μνημονιακή απαίτηση για απόλυση τους (κάτι που φαίνεται πολύ μεγάλο για να το αντιπαλέψουν), τα 650 ευρώ για το νεοδιόριστο στη Χίο και όλα τ’ άλλα που προαναφέρθηκαν δεν είναι κίνητρο για ένα νέο άνθρωπο που έχει σπουδάσει (και έχει ακόμα κάποιες ελάχιστες προσδοκίες μιας ποιοτικής ζωής) να κάτσει και να παλέψει για να είναι σ’ αυτό το δημόσιο σχολείο. Πολλοί βλέπουν ήδη ως επιλογή τη μετανάστευση. Αυτή είναι η κατάσταση και την ξέρω από πρώτο χέρι.

Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, η πρόταση για απεργία διαρκείας, για κινητοποίηση, ήρθε αιφνιδιαστικά. Στους πιο ριζοσπαστικούς κύκλους εκπαιδευτικών υπήρχε κουβέντα για απεργία με συμμαχίες άλλων κλάδων. Ειδικά στη Δευτεροβάθμια, η πρόταση για απεργία είχε ζυμωθεί περισσότερο. Σε όλα τα σχολεία, όπως ανέφερα, υπήρχε υπόρρητος προβληματισμός για ό,τι συμβαίνει. Και για όσα μας απειλούν, για τις απολύσεις. Σίγουρα οι Ομοσπονδίες, ΔΟΕ-ΟΛΜΕ, ελεγχόμενες από τις κυβερνητικές δυνάμεις, δεν προετοίμασαν τον κόσμο για οποιαδήποτε μάχη. Σίγουρα ο κόσμος δεχόταν παθητικά το σφυροκόπημα των φετινών αλλαγών και των απειλών. Δεν ήταν όμως όλα νεκρά. Όπως είπα, υπήρχε μια κουβέντα. Μοιρολατρική πολλές φορές, αλλά υπήρχε. Υπήρχαν και επιμέρους κινητοποιήσεις π.χ. για τις οργανικότητες των σχολείων, για κενά σε σχολεία, για την Ειδική Αγωγή, τα Μουσικά Σχολεία κ.α. Υπήρχαν και αξιοθαύμαστες μειοψηφικές πρωτοβουλίες, π.χ. μαθήματα σε παιδιά με οικονομική αδυναμία, αντιφασιστικές γιορτές. Δεν ήταν όλα νεκρά. Έχω βαρεθεί να ακούω «οι μικροαστοί, οι μίζεροι εκπαιδευτικοί», οι «παθητικοί εκπαιδευτικοί» κ.α. τέτοια, ακόμα και από τους ίδιους τους αριστερούς αγωνιστές. Το ξέρουμε ότι δεν είμαστε επαναστάτες εργάτες, «μάστορες» [3] είμαστε, «τεχνικοί», δηλαδή εξειδικευμένοι εργαζόμενοι που υπαγόμαστε σε μισθωτή σχέση. Και άλλοτε αντιδράμε σε ό,τι μας συμβαίνει, άλλοτε όχι. Το θέμα είναι ότι λόγω μαζικότητας και κληρονομιάς αγώνων, δεν είμαστε ο πιο συντηρητικός κλάδος που υπάρχει. Για την ακρίβεια, και για το Δημόσιο Τομέα, οι εκπαιδευτικοί έχουν αρκετές εμπειρίες αγώνα και κινητοποιήσεων, ξεπουλημάτων, αδυναμιών αλλά και δυνατών σημείων.

 1.3  Η βΑση και οι παρατΑξεις

Η περιβόητη «οργάνωση των εκπαιδευτικών, της βάσης, του λαού κτλ.» που πολλοί  αριστεροί συνδικαλιστές επικαλούνται, έχει θαφτεί για τα καλά από έναν πλούσιο παραταξιακό συνδικαλισμό που δεν αφήνει κανένα περιθώριο  ν’ ανθίσει μια άλλη ανένταχτη φωνή χωρίς κριτική. Ένας καθημερινός συνάδελφος να πάει να μιλήσει σε Γενική Συνέλευση και κανείς δεν θα συμφωνήσει μαζί του: από τη ΔΑΚΕ ως το ΠΑΜΕ και τις Παρεμβάσεις, η βάση «δεν ξέρει», γκρινιάζει, παραπονιέται, ρωτάει, απορεί, θυμώνει, μα πάνω απ’ όλα, αναθέτει. Λες και η ίδια η δομή του συλλόγου, με τις εκλογές, τους εκπροσώπους, τους συνέδρους, τα Δ.Σ., τους «αγωνιστές» κτλ. δεν οδηγεί de facto στην ανάθεση. Λες και η δημοκρατία που ζούμε, σε όλα τα επίπεδα, δεν οδηγεί de facto στην ανάθεση. Εδώ και χρόνια. Τέλοσπαντων, για τους ΔΑΚίτες-ΠΑΣΚιτες, η βάση είναι ολίγον αυθόρμητη, απρόβλεπτη, «αποκλίνουσα» τον τελευταίο καιρό με τα Μνημόνια. Δυσκολεύονται να τη χειραγωγήσουν πια.

Για την Αριστερά (που αυτή μας ενδιαφέρει περισσότερο για ν’ αλλάξουν τα πράγματα), οι συνάδελφοι συνήθως χαρακτηρίζονται «απολιτίκ», «ατομικοποιημένοι», «συντηρητικοί και μίζεροι», χωρίς καθαρή σκέψη, σχέδιο και στρατηγική, «κοιμούνται ρε γαμώτο», «στον κόσμο τους». Ειλικρινά, το γνωρίζω καλά, από μέσα το γνωρίζω, όπως οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές, έτσι και οι αριστεροί συνδικαλιστές, έρχονται για ενημέρωση στα σχολεία αλλά δεν «ακούνε» πραγματικά τη βάση, ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑ, ΤΙΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΙ. Όχι γιατί δεν το θέλουν αλλά:

α) γιατί δεν ξέρουν πώς να το κάνουν αυτό (εδώ προτείνω ν’ αφήσουμε τα project στα σχολεία και να πιάσουμε το project μιας συστηματικής «εργατικής» έρευνας [4] που θα μπορούσε να γίνει σε αρκετούς συλλόγους και συναδέλφους πανελλαδικά με εις βάθος συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια) και

β) το κυριότερο, είναι πλήρως απορροφημένοι στο συνδικαλιστικό παιχνίδι της εκπροσώπησης, στο «να πούμε αυτά που δεν είπαν οι άλλες παρατάξεις», να βγει η τάδε και η δείνα προκήρυξη, η καταγγελία, να ετοιμαστούν τα ψηφοδέλτια, να κάνουμε πρόταση στην Ομοσπονδία, να στηρίξουμε την τάδε ή δείνα εκδήλωση ή κινητοποίηση κ.α. πράγματα που πολλά απ’ αυτά πρέπει να γίνουν αλλά οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να τ’ ακολουθήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε: 1) «επαγγελματίες συνδικαλιστές» κάθε απόχρωσης που χρόνια τώρα εκλέγονται οι ίδιοι στους ίδιους συλλόγους και 2) όποιος καθημερινός συνάδελφος πατήσει το πόδι του για πρώτη φορά σε συνέδριο της Ομοσπονδίας τρελαίνεται και αηδιάζει με αυτό που βλέπει εκεί (κοκορομαχίες για συνδικαλιστικές τρίπλες και λεπτομέρειεςπου μόνο οι επαγγελματίες συνδικαλιστές ξέρουν, μηδενικός παιδαγωγικός διάλογος για το σχολείο, προκαθορισμένα αποτελέσματα έτσι όπως έχουν βγει από τους συσχετισμούς των παρατάξεων στις εκλογές των αντιπροσώπων κ.α.). Το συνέδριο είναι παρωδία. Ας ξινίσουν πολλοί τα μούτρα, οι αριστεροί συνδικαλιστές, ακόμα και των καλύτερων προθέσεων, «δεν ζουν όπως ζουν οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί» και αυτό φαίνεται και το διαισθάνονται όλοι. Και έτσι, εδώ και χρόνια, η βάση δεν ακούει τους συνδικαλιστές τοις μετρητοίς σε όσα λένε. Ούτε οι συνδικαλιστές, όπως είπα, «ακούνε» τη βάση. Σ’ ελάχιστες περιπτώσεις υπάρχει αμφίδρομη εμπιστοσύνη. Ακόμα και οι Παρεμβάσεις, που καίγονται για αγώνες και ανατροπή, προβάλλουν τις δικές τους ματαιώσεις («είναι μίζεροι, μικροαστοί») ή εκπληρώσεις («εν δυνάμει μπορούν να φέρουν τα πάνω-κάτω!») στη μάζα των εκπαιδευτικών…

  1.4 Οι στρατηγικΕς των αριστερΩν παρατΑξεων για τον αγΩνα

Φέτος είναι η χρονιά των εκλογικών συνεδρίων σε ΔΟΕ και ΟΛΜΕ. Καθώς ο κόσμος εκλογικά κινείται ξεκάθαρα προς τα αριστερά, παίζεται χοντρό συνδικαλιστικό παιχνίδι. Κινδυνεύει η ηγεμονία των κυβερνητικών παρατάξεων. Τα περισσότερα εκλογικά αποτελέσματα αυτό δείχνουν. Ως μηχανισμοί που θέλουν ν’ αναπαραχθούν, οι κυβερνητικές παρατάξεις έπρεπε να κάνουν κάτι για να «ξεπλύνουν» την πλάτη που έχουν βάλει ως τώρα στις σαρωτικές κυβερνητικές αλλαγές. Και έκαναν το γνωστό. Υιοθέτησαν την πρόταση αριστερών δυνάμεων (Παρεμβάσεις) για αγώνα. Απεργία στις Πανελλαδικές. Χωρίς προετοιμασία. Δήθεν να πιέσουν. Να ξεπλυθούν. Να χρησιμοποιήσουν επικοινωνιακά το θέμα. Και η Αριστερά;

Η Αριστερά έχει δύο απόψεις για το ζήτημα. Εδώ και χρόνια. Το ΚΚΕ θεωρεί «οπορτουνισμό» τη συμμαχία με τους λύκους μόνο και μόνο για να βγει απεργία. «Πρέπει ν’ αλλάξουν οι συσχετισμοί για να γίνει σωστός αγώνας, οργανωμένος όσον αφορά το περιεχόμενο, τη μορφή, τη στιγμή. Χρειάζεται σχέδιο, μεθοδικότητα, οργάνωση. Δεν μπορούμε να συμμαχήσουμε και να εμπιστευτούμε ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ». Αυτή η άποψη ακούγεται πολύ ορθή, λογική, πείθει έναν ακροατή αλλά προσκρούει στην κοινωνική πραγματικότητα, στην ιστορική εμπειρία. Γιατί κάθε αγώνας είναι πολύ σύνθετο ζήτημα. Πολλές φορές ξεσπά όταν δεν το περιμένουμε, γιατί τα διακυβεύματα της συγκυρίας καθώς και η συσσώρευση ματαίωσης, θυμού και απογοήτευσης, δεν έχουν γίνει πλήρως αντιληπτά από τους «αγωνιστές», τους «συνδικαλιστές». Άλλες φορές, ζητήματα που θεωρούμε (οι πολιτικά σκεπτόμενοι) ότι θα έπρεπε να ξεσηκώσουν τους πάντες, φαίνεται να περνούν «άπατα»: γιατί ο κοινωνικός χρόνος δεν είναι ίδιος με τον πολιτικό χρόνο. Επίσης, το περιεχόμενο δεν ταυτίζεται πάντα με τα αιτήματα (του συνδικάτου, του κόμματος, των παρατάξεων). Περιεχόμενο είναι οι αντιφάσεις που έχουν συμπυκνωθεί, η αδικία που έχει συμπυκνωθείΕίναι η «τέχνη του συνδικαλισμού», της «πολιτικής», των αγωνιστών,να συγχρωτίσουν στέρεες προτάσεις αγώνα (σε περιεχόμενο και μορφή), την κατάλληλη περίοδο, με την κατάλληλη προετοιμασία, με τις συμπυκνωμένες αντιφάσεις του κόσμου, με συγκεκριμένα επίδικα ζητήματα. Επιπλέον, μέσα στον αγώνα, το περιεχόμενο εξελίσσεται. Έτσι π.χ. μετά το Σάββατο 11/5, το περιεχόμενο του αγώνα (που δεν ξεκίνησε ποτέ) δεν ήταν μόνο τα προβλήματα των εκπαιδευτικών αλλά κυρίως η επιστράτευση. Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο ΚΚΕ, αγώνας σωστός είναι για το ΚΚΕ αυτός που ελέγχει πλήρως, 100%, που το ΚΚΕ καθορίζει το περιεχόμενο, τη μορφή πάλης, τα όρια. Είναι φυσικά μια λαθεμένη αντίληψη και στρατηγική, που μεταθέτει την ιστορική ανάγκη για αγώνα τώρα, την ιστορική κίνηση της αντίφασης της καπιταλιστικής σχέσης (π.χ. κάποιοι άνθρωποι απολύονται), στην εποχή που θ’ αλλάξουν οι παραταξιακοί συσχετισμοί. Στον αγώνα που δεν ελέγχει το ΚΚΕ προτιμά να κάθεται πιο πίσω, να περιμένει, να μπαίνει όταν νιώθει πως «μένει πολύ πίσω» από τον κόσμο, να βγαίνει όταν έρχεται η ώρα των ευθυνών, ρίχνοντας την ευθύνη στους άλλους. «Εγώ καλά σας τα λεγα, δεν βάζετε μυαλό, οπορτουνιστές» [5]…

Η άλλη στρατηγική, ο «οπορτουνισμός» («τυχοδιωκτισμό» το λένε οι κυβερνητικοί όταν τους βολεύει, για να κατηγορήσουν αντιπάλους και να μην κουνιέται φύλλο), λέει: πιέζουμε, καταθέτουμε προτάσεις αγώνα και εκμεταλλευόμαστε τις αποφάσεις για αγώνα των άλλων παρατάξεων (σε Δ.Σ. Συλλόγων και Ομοσπονδιών) προσπαθώντας να δημιουργήσουμε «δυναμική» στον κόσμο για να ξεπεραστεί η γραφειοκρατική ηγεσία, από τα γεγονότα, από την κίνηση του κόσμου για αγώνα. Αυτή η στρατηγική ακολουθείται από τις Παρεμβάσεις.

Ζητάει όμως πολλά.

Ζητάει:

α) ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΠΑΞΙΩΣΕΙ όσον αφορά το κομμάτι του αγώνα, δυνάμεις που ξέρει ότι «δεν τραβάνε», που μάλλον θα τον «πουλήσουν», να επανομιμοποιήσει τελικά όλο το συνδικάτο που δεν το εμπιστεύεται (αυτό έγινε ακριβώς με τη ΔΟΕ το 2006, επανομιμοποιήθηκε ένα συνδικάτο και βασικά η ΠΑΣΚ που είχε απαξιωθεί στο ξεπούλημα του 1997. Αυτό προσπάθησε να κάνει η Α.Φατούρου, λέγοντας ν’ απεργήσουν έστω 500 συνδικαλιστές την τελευταία στιγμή – έτσι θα σωνόταν η τιμή της ΟΛΜΕ που τώρα έχει πάει κατά διαόλου)

β) ΝΑ ΠΟΡΕΥΤΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ, ΜΕ «ΜΙΣΟ ΣΧΕΔΙΟ», γιατί οι κυβερνητικές παρατάξεις δεν βάζουν κάτω ή δε δέχονται συγκεκριμένο, ολοκληρωμένο σχέδιο που έχει πιθανότητες επιτυχίας π.χ. πραγματικό μπλοκάρισμα των Πανελλαδικών Εξετάσεων (αυτό π.χ. προϋποθέτει ομάδες απεργιακής περιφρούρησης φτιαγμένες πριν την απεργία). Δεν χρειάζεται σοβιετικός σχεδιασμός για να ξεκινήσει ένας αγώνας, αυτό το ξέρει και το λέει ακόμα και το ΠΑΜΕ, αλλά πρέπει να έχεις ένα μπούσουλα για το τι πας να κάνεις, τι θα ζητήσεις ακριβώς, πως θα πιέσεις ακριβώς, που και πως θα ψάξεις συμμαχίες κ.α. Τελικά, σ’ αυτή τη στρατηγική που ακολουθούν οι Παρεμβάσεις, ζητείται να στηρίξει ο κόσμος το «μισό σχέδιο» και με την εκκίνηση του αγώνα να φτιάξει το «άλλο μισό» (π.χ. απεργιακές επιτροπές)Και είναι κάτι που μπορεί να συμβεί, μπορεί και όχι. Στην απεργία π.χ. του 2006, υπήρξε δυναμική με το που ξεκίνησε ο αγώνας αλλά μέχρι και το τέλος της 1ης εβδομάδας της απεργίας δεν υπήρχε ολοκληρωμένο σχέδιο για το που πάμε και πως. Ήταν η δεύτερη βδομάδα, μετά την απαξίωση των δασκάλων από την Υπουργό Γιαννάκου και την αντιμετώπιση από τα ΜΑΤ, που ο κόσμος μπήκε με διαφορετικό τρόπο στο παιχνίδι. Από ένα σημείο δε και μετά, δεν γίνονταν απεργία διαρκείας (και ας ήταν έτσι στα χαρτιά), η απεργία είχε μετατραπεί από τον κόσμο σε κυλιόμενη, τα περισσότερα σχολεία έκλειναν συγκεκριμένες μέρες και η όποια πίεση εκφραζόταν κυρίως στο δρόμο με ογκώδεις πορείες διαμαρτυρίας μαθητών, δασκάλων, καθηγητών και λίγων φοιτητών. Η απεργία εκφραζόταν επίσης με διάφορες κατά τόπους πορείες και εκδηλώσεις από κοινού με τους γονείς. Μέχρι και σχολεία καταλήφθηκαν από απεργούς και γονείς. Η οικονομία όμως (παραγωγή-διανομή-κατανάλωση) δεν μπλόκαρε καθόλου (παρά μόνο στις μεγάλες πορείες), δεν μπήκαν άλλοι κλάδοι εργαζομένων στο παιχνίδι, ούτε οι αγωνιζόμενοι φοιτητές δεν «συναντήθηκαν» με τους δασκάλους (ξεκίνησαν πάλι αγώνα το Γενάρη του 2007). Την κυβέρνηση δεν την ενδιέφερε που η εκπαίδευση δεν λειτουργεί (και ας μίλησε μετά, τιμωρητικά, για «αναπλήρωση των χαμένων ωρών» που δεν εφαρμόστηκε). Το μόνο που έμεινε το 2006 ήταν μια αίσθηση απονομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής στην παιδεία και στην κοινωνία γενικότερα, το γεγονός ότι όλοι μιλούσαν για την ηρωική προσπάθεια των δασκάλων, το δίκιο των εκπαιδευτικών, τα προβλήματα του σχολείου, την αναλγησία της κυβέρνησης, τις ογκώδεις πορείες μετά από πολλά χρόνια. Ακόμα και οι δημοτικές εκλογές εκείνου του φθινοπώρου επισκιάστηκαν από την απεργία. Για ένα Κράτος, όμως, που δεν ενδιαφέρονταν από τότε για την εκπαίδευση των παιδιών (και σήμερα η σχολική αποτυχία/διαρροή το βολεύει για να παράγει υποτιμημένους εργάτες των 400 ευρώ – δεν έχει πρόβλημα με τα κλειστά σχολεία εκτός εξετάσεων), για έναν κλάδο που δεν μπορεί να κάνει άμεση οικονομική ζημιά παρά μόνο αν προκαλέσει γενικό ξέσπασμα και εμπλοκή και άλλων εργαζομένων (οι εκπαιδευτικοί είναι οι εργαζόμενοι με τη μεγαλύτερη κοινωνική διεισδυτικότητα/απήχηση, μπαίνουν σε κάθε σπίτι και είναι «διανοούμενοι», μπορούν να πείσουν για το δίκαιο του αγώνα τους), ήταν αναμενόμενο ότι η απεργία του 2006 είχε τη μορφή διαμαρτυρίας (και όχι μπλοκαρίσματος), είχε ελάχιστα οφέλη και έχει μείνει στη μνήμη των δασκάλων τελικά ως αναποτελεσματικός αγώνας. Ας το κρατήσουμε αυτό για τις επόμενες μάχες.

γ) αφού ο κόσμος εμπιστευτεί ξανά τις παρατάξεις (που τις ταυτίζει με το συνδικάτο γενικά) και το κέλευσμα για απεργία, αφού αρχίσει και λειτουργεί με θέληση για αγώνα, με ενέργειες και πρωτοβουλίες που πιέζουν προς την επιτυχία του αγώνα, θα πρέπει ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ, ΣΤΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ (όταν θα πάει π.χ. να πουλήσει τον αγώνα), θα πρέπει να ξεπεράσει τη γραφειοκρατία με δικές του μορφές οργάνωσης π.χ. απεργιακές επιτροπές.

Αν σκεφτούμε τώρα λίγο τα (α), (β) και (γ) δηλαδή την εμπιστοσύνη-επανανομιμοποίηση του συνδικάτου, την πόρευση με «μισό σχέδιο» και την επιβολή της θέλησης της βάσης για «αποτελεσματικό αγώνα» στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, μπορούμε πιο εύκολα να καταλάβουμε που «κόλλησε» η απεργία της ΟΛΜΕ από τη μεριά του κόσμου.

Ένας σημαντικό κομμάτι κόσμου[6] εμπιστεύτηκε την εισήγηση της ΟΛΜΕ  (με βαριά καρδιά, καχύποπτα, ήξερε για τις εκλογές και το συνέδριο και το παιχνίδι των παρατάξεων), δέχτηκε να πορευτεί με «μισό σχέδιο» σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση για τους εκπαιδευτικούς, με το μέγιστο ρίσκο, (εδώ η βαριά καρδιά βάρυνε και άλλο π.χ. όταν δεν άκουσε κανένα συγκεκριμένο τρόπο στις συνελεύσεις των ΕΛΜΕ για αντιμετώπιση της επιστράτευσης ή ακόμα χειρότερα όταν του έλεγαν ότι θα αψηφήσει την επιστράτευση αλλά συμβολικά!) και όπως είναι φυσικό, μετά από αυτές τις δύο καταστάσεις, δεν θέλησε να επιβληθεί στην αλλαγή της απόφασης στη Γενική Συνέλευση των Προέδρων των ΕΛΜΕ. Δεν θέλησε να επιβληθεί γιατί με βαριά καρδιά εμπιστεύτηκε την ΟΛΜΕ, γιατί με βαριά καρδιά δέχτηκε κρίσιμο αγώνα χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο, χωρίς απαντήσεις σε καίρια ζητήματα π.χ. πως θα περιφρουρηθούν τα εξεταστικά. Γιατί δεν είχε προλάβει ακόμα να συγκροτήσει δικές του αγωνιστικές μορφές π.χ. επιτροπές. Ήταν όμως η ανάγκη του για αγώνα που τον έφτασε στα δύο πρώτα σημεία, στο (α) και (β), και αυτό δεν πρέπει να μας διαφύγει. Η κατάσταση της επιστράτευσης συνεχίζεται και δημιουργεί απογοήτευση, αναξιοπρέπεια, θυμό.

 1.5  Τα γεγονΟτα

Στην απεργία που δεν έγινε εμφανίστηκε και μια τρίτη στρατηγική της Αριστεράς, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, αντιφατική: λέω ναι, μετά λέω όχι, εν τέλει φαίνεται να φέρομαι επικοινωνιακά, όπως και οι δύο κυβερνητικές παρατάξεις. Αυτή η παράταξη καθορίστηκε από τον κυβερνητισμό, την ισορροπία στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, την έλλειψη πολιτικής πρωτοβουλίας/ευθύνης από το ΣΥΡΙΖΑ, και όχι από την ανάγκη να γίνει ένας αγώνας που θ’ ανοίξει «περάσματα» ευρύτερης σύγκρουσης. Αντίθετα, η μόνη παράταξη που θέλησε να γίνει ο αγώνας για ν’ ανοίξει περάσματα, ήταν αυτή των Παρεμβάσεων (αν και όχι σύσσωμη). Η στρατηγική των Παρεμβάσεων θα πρέπει να δεχτεί γόνιμη κριτική, στη βάση των γεγονότων και στη βάση των «προϋποθέσεων» που δεν υπήρξαν και που σύμφωνα με τις άλλες παρατάξεις και τους πρόεδρους των ΕΛΜΕ παρεμπόδισαν το ξεδίπλωμα της απεργίας.

Γεγονότα:

1) Οι ΕΛΜΕ δεν είχαν μαζικότητα το προηγούμενο διάστημα και ελάχιστες είχαν συζητήσει για απεργία μέσα στις πανελλήνιες. Δεν υπήρχαν επιτροπές αγώνα (με οργάνωση, συντονισμό, σχέδιο) πριν ξεκινήσει η απεργία (μόνο στα Γιάννενα έμαθα για μία). Οι Παρεμβάσεις περίμεναν ότι η απεργία, η σύγκρουση, θα τα ξεδίπλωνε όλα μονομιάς. «Μια σπίθα θ’ ανάψει τον κάμπο» σε όλα τα επίπεδα, εντός και εκτός κλάδου. Για τον εκπαιδευτικό κόσμο, ειδικά τώρα που ρισκάρει, τέτοιες φράσεις δεν είναι πια αρκετές. Δεν είμαστε στο 2006. Δεν πιάνει μόνο η επίκληση στο συναίσθημα σε διακηρύξεις-λογύδρια. Χρειάζονται άμεσες σχέσεις, διάλογος, ν’ ακούσουμε τον κόσμο, στέρεες προτάσεις αγώνα με ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ π.χ. χτίσιμο απεργιακού ταμείου από κάθε σύλλογο/ΕΛΜΕ ή από πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών όταν οι τοπικοί σύλλογοι δεν κινούν τίποτα.

2) Όλα κινήθηκαν από «τα πάνω». Η μορφή μπήκε ξαφνικά από την ΟΛΜΕ, από τα πάνω, μέσα στο Πάσχα. Το περιεχόμενο το ίδιο. Η δημόσια συζήτηση έγινε μηντιακά, με μια πρωτόγνωρη λύσσα απέναντι στην ιδέα της απεργίας στις πανελλήνιες. Στα σχολεία δεν υπήρξε καν μια εβδομάδα ζύμωσης. Fasttrack διαδικασίες.

3) Αν τα πράγματα πήγαιναν χωρίς την επιστράτευση, οι ΕΛΜΕ θα είχαν πολύ μικρότερη μαζικότητα και ο κόσμος μικρότερη διάθεση για αγώνα. Όλοι γνώριζαν και για το συνδικαλιστικό παιχνίδι του συνεδρίου.

4) Η επιστράτευση λειτούργησε καταλυτικά. Η επιστράτευση έκανε το δημόσιο υπάλληλο, ιδιωτικό. Απεργείς, απολύεσαι. Πρωτόγνωρη πίεση για ανθρώπους που εργάζονται χρόνια στο προνοιακό καθεστώς του δημοσίου τομέα. Η Κυβέρνηση επίτηδες έκανε προληπτική επιστράτευση, για να «παγώσει» ο κόσμος τελείως, να μπει συνειδησιακά στο «γύψο». Αλλά εμφανίστηκαν αντίθετα αποτελέσματα. Φάνηκε από τη Δευτέρα το βράδυ, φάνηκε κυρίως την Τρίτη στις συνελεύσεις των ΕΛΜΕ. Η ΟΛΜΕ στο μεταξύ βρίσκεται στον «αυτόματο πιλότο»: κατεβάζει την ίδια εισήγηση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα της επιστράτευσης, ότι είναι ένα νέο πολιτικό γεγονός που ξεπερνά το εκπαιδευτικό ζήτημα και συνάμα οδηγεί σε πρωτόγνωρη εσωτερική και εξωτερική σύγκρουση τους εκπαιδευτικούς.

5) Συμμαχίες: από την αρχή της πρότασης για αγώνα, ούτε η ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, ούτε το ΠΑΜΕ, δεν ήθελαν τον αγώνα. Τον μποϋκόταραν. Οι δάσκαλοι αιφνιδιάστηκαν και αυτοί από την κινητικότητα της Δευτεροβάθμιας. Οι άλλοι κλάδοι, σε άσχημη κατάσταση και αυτοί, περίμεναν τις εξελίξεις. Θα βγει απεργία πράγματι από τους καθηγητές; Στην επιστράτευση; Τα δε κόμματα της Αριστεράς δεν πήραν την ευθύνη για μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση.

6) Η απεργία κλείνει από τα πάνω (όπως άνοιξε) και δεν ανοίγει ρουθούνι. Δεν υπήρξε ούτε ένα όργανο αγώνα που ν’ αντισταθεί στο «πραξικόπημα» του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ. Είτε ως ΕΛΜΕ, είτε ως επιτροπή αγώνα.

 1.6  Οι «προϋποθEσεις» ή τι κάνουμε το ΦθινOπωρο;

Τι μας έλειψε; Ο Παπαχρήστος είπε ότι δεν μας στήριξε η ΑΔΕΔΥ. Το ΠΑΜΕ είπε ότι δεν είχαμε συμμαχία με τους γονείς. Ότι δεν είχαμε σχέδιο. Πολλά πράγματα έλειψαν. Πράγματα που τα ξέρουμε από παλιότερες εμπειρίες…

1) Συζήτηση μέσα στα σχολεία. Χρειάζεται περισσότερη συζήτηση για το «τι έχουμε πάθει, τι θα πάθουμε, τι θα κάνουμε». Οι εκπαιδευτικοί, όπως και οι περισσότεροι εργαζόμενοι, νιώθουν ότι δεν έχουν συλλογική οργάνωση που θα τους προστατέψει. Το συνδικάτο υποτίθεται ότι είναι για να προστατεύει τους εργαζομένους. Ο κόσμος όμως δεν πιστεύει ότι οι περισσότεροι συνδικαλιστές θα το κάνουν αυτό. Ειδικά μετά το φιάσκο της ΟΛΜΕ. Όπως στους περισσότερους εργασιακούς χώρους, η εργατική τάξη έχει μείνει «ξεκρέμαστη». Αυτή η αίσθηση του τίποτα δεν υπάρχει συλλογικό, τίποτα δεν γίνεται, επιβάλλει εκκωφαντική σιωπή, οδηγεί στην ατομικοποίηση. Στην εποχή που ζούμε, με τα πολλαπλά προβλήματα, όπου η προσωπική, διακριτή ταυτότητα/μοναδικότητα των περισσότερων (ειδικά των μεγαλύτερων σε ηλικία) εργαζομένων έχει δεχτεί καίρια πλήγματα (διότι καταλαβαίνουν πια ότι όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι), δεν είναι ο ατομικισμός, το «εγώ», η προσωπική ταυτότητα που οδηγεί τον κόσμο μακριά από τη συλλογικότητα αλλά το γεγονός ότι έπαψε η συλλογικότητα και ιδιαίτερα ο συνδικαλισμός να έχει οποιοδήποτε νόημα, αποτελεσματικότητα και δημιουργικότητα για τον κόσμο.  Δεν είμαστε στην ατομικιστική, καταναλωτική αποχαύνωση του 2004. Τα τελευταία 3 χρόνια ο κόσμος έψαξε συλλογικά μονοπάτια. Και αν τον απογοητεύσουν στρέφεται στην ατομική λύση, στο άτομο, στην οικογένεια, στην απολιτίκ Χρυσή Αυγή της οργής. Ο ίδιος ο εκπαιδευτικός που δεν ασχολείται με τα «κοινά» στο σχολείο μπορεί να είναι πολύ «ενεργός πολίτης» σε ένα κοινωνικό εγχείρημα που βρίσκει νόημα, μπορεί να μιλήσει, δεν τον κάνει ν’ ασφυκτιά από το χείμαρρο του συνδικαλιστικού παιχνιδιού. Όπως και να’ χει, πρέπει να σπάσει αυτή η σιωπή για να ξεκινήσει κάτι σωστά. Πρέπει να συζητηθεί ο ρόλος του συνδικάτου και των συνδικαλιστών, τι έκαναν τρία χρόνια, ποιοι έχουν τις μεγαλύτερες ευθύνες, αλλά και εμείς τι κάνουμε τόσο καιρό, τι ευθύνες έχουμε; Είναι τόσο σάπιο το συνδικάτο, από πάνω ως κάτω, που πρέπει να το αφήσουμε και να φτιάξουμε νέα συλλογική οργάνωση, με μεγαλύτερη άμεση εμπλοκή του κόσμου; Μήπως να ψηφίσουμε άλλους, καλύτερους συνδικαλιστές, να πάρουν άλλοι την ηγεσία στο συνδικάτο; Μήπως να μιλάμε συνεχώς ως σχολείο, να πιέζουμε ως σχολείο για να καθορίζουμε τα πράγματα και να μην είμαστε έρμαιο των εκάστοτε συνδικαλιστών και των παιχνιδιών τους; Τι κάνουμε[7]; Και ποια προβλήματα είναι τα πιο καίρια που πρέπει να παλέψουμε τώρα;

2) Ομαδοποιήσεις, παρέες «αγώνα» μέσα στα σχολεία. Όσοι πιστεύουν ότι τα πράγματα δεν πάνε άλλο και πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε, πρέπει να έρθουν κοντά. Να ζυμωθούν και να ζυμώσουν και άλλους συναδέλφους. Η παρέα αγώνα φτιάχνεται πρώτα στο σχολείο μας, στο δικό μας, το γειτονικό μας, εκεί που 50 άτομα μας ξέρουν με το μικρό μας όνομα, συνάδελφοι και γονείς. Χωρίς ομάδες/παρέες αγώνα, χωρίς σχέσεις του κόσμου «από τα κάτω», οι αγώνες δεν αντέχουν τις πιέσεις. Και οι σκληροί αγώνες του μέλλοντος θέλουν γερά πόδια, όχι πήλινα. Κανείς δεν θ’ απεργήσει αν κινδυνεύει με απόλυση και αν δεν πιστεύει ότι έστω μια ομάδα συναδέλφων και γονιών στο σχολείο του δεν θα τον αφήσει μόνο. Μόνος κανείς δεν αγωνίζεται παρά εμείς, οι οσιομάρτυρες της Αριστεράς…

3) Επιτροπές Αγώνα: ένα βήμα παραπάνω. Εδώ δεν έχουμε παρέα σχολείου, εδώ βρίσκουμε συναδέλφους-συναγωνιστές από το Σύλλογο ή την περιοχή για να κάνουμε ανοιχτή δουλειά στον κόσμο. Συνήθως φτιάχνονται με το ξεκίνημα του αγώνα ή λίγο πριν.

4) Συντονισμός των Επιτροπών Αγώνα. Όπως είπα κανείς δεν εμπιστεύεται το συνδικάτο, πόσο μάλλον τώρα. Κατά τόπους, ανά περιοχή, ΕΛΜΕ, σύλλογο, πρέπει να υπάρχουν επιτροπές αγώνα που θα έρθουν κοντά να συζητήσουν. Αυτό είναι ένα προχωρημένο στάδιο. Αν δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτό τώρα, από το φθινόπωρο. Αλλά όχι να πάμε πάλι σε πρόταση αγώνα (ή ακόμα χειρότερα σε αγώνα) χωρίς να έχει στηθεί τίποτα.

5) Ενημέρωση των μαθητών και γονέων. Αυτό το έχουμε αρκετά καλά νομίζω, σε επίπεδο σχολείου, γειτονιάς. Είναι πολύ κρίσιμο να μπει και η νεολαία στο παιχνίδι.

6) Άνοιγμα σε άλλους εργαζομένους, πριν ακόμα αρχίσει ένας αγώνας. Ενημέρωση. Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι ο συντονισμός των κλάδων θα γίνει από τα πάνω, από τις ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ή από τις ΔΟΕ-ΟΛΜΕ. Πρέπει οι επιτροπές αγώνα να πάνε ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ σε άλλους εργαζομένους, σε χώρους δουλειάς που βρίσκονται σε αγώνα ή έχουν κοινά προβλήματα (π.χ. ΜΕΤΡΟ, Υγεία, ΟΤΑ), σε λαϊκές συνελεύσεις, σε γειτονιές, να βάλουν τα ζητήματα ΜΕ ΑΜΕΣΟ ΤΡΟΠΟ στους εργαζόμενους και όχι έμμεσα, μέσω των Δ.Σ. των Σωματείων ή των Ομοσπονδιών (που μπορεί να θάψουν τα ζητήματα). Να τα βάλουν όχι κλαδικά αλλά κοινωνικά, ζητώντας ΚΟΙΝΟ ΑΓΩΝΑ με συγκεκριμένες ημερομηνίες έναρξης, με συγκεκριμένο μήνα επίθεσης. Δεν μπορούμε να αφήνουμε την ενημέρωση, τη διαμόρφωση συνείδησης μόνο στα εχθρικά media. Δεν μπορούμε να ζητάμε μόνο την αλληλεγγύη των άλλων. Δεν μπορούμε πάλι να μη συμμετέχουμε πολλοί κλάδοι μαζί. Η εκπαίδευση δεν θα νικήσει αν δεν νικήσει η κοινωνία. Η ΟΛΜΕ έκανε έκκληση για συστράτευση τη στιγμή που ελάχιστοι είχαν κινηθεί από τη βάση της προς την κοινωνία.

7) Διάφορα πρακτικά μέτρα για την επιτυχία του αγώνα όπως: α) ομάδα συγκεκριμένη που θα μιλά στα ΜΜΕ από το συντονιστικό των επιτροπών αγώνα για να μην καπελώνει κανείς τη δημόσια εικόνα του β) ομάδα ιστοσελίδας/ενημέρωσης μέσω του Διαδικτύου γ) ταμείο αλληλοβοήθειας/απεργιακό σε κάθε σχολείο ή σύλλογο ή περιοχή και κεντρικό απεργιακό ταμείο του συντονιστικού επιτροπών αγώνα δ) ομάδα νομικής υποστήριξης για μάζεμα κλητεύσεων επιστράτευσης, προετοιμασία για τις δίκες, για τις συλλήψεις σε διαδηλώσεις κτλ. ε) ομάδα πρώτων βοηθειών για τις πορείες ζ) ομάδες περιφρούρησης στο δρόμο με τη βοήθεια και άλλων εργαζομένων και νεολαίων. Αυτό το τελευταίο έχει καίρια σημασία σε μια περίοδο όπου ο κοινωνικός αυτοματισμός δεν λειτουργεί έτσι όπως θα τον ήθελε η κυβέρνηση (παρά την εξαιρετική «δουλειά» των ΜΜΕ), ο κόσμος δείχνει δυνατότητες ότι μπορεί «να σπάσει το γύψο» και μόνο η ΩΜΗ ΒΙΑ έχει παραμείνει στο καθεστώς όπως αμέτρητες κινητοποιήσεις έχουν δείξει..

Τέλος, η εμπειρία όλων των προηγούμενων αγώνων στην εκπαίδευση πρέπει ν’ αποτιμηθεί κριτικά, και αυτή η αποτίμηση να γίνει κτήμα της βάσης. Ξέρουμε πια ότι αν πάμε μόνοι μας, μόνο δάσκαλοι ή μόνο καθηγητές ή μόνο εκπαιδευτικοί, δεν θα φτάσουμε μακριά. Ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε τα επίσημα όργανα των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ που είναι ξεπουλημένα. Ξέρουμε ότι το κλείσιμο των δημοτικών σχολείων είναι ακίνδυνο, δεν νοιάζεται η κυβέρνηση για τα μικρά παιδιά που δεν πηγαίνουν στο σχολείο. Ξέρουμε ότι το κλείσιμο των Γυμνασίων-Λυκείων είναι εν δυνάμει επικίνδυνο γιατί απελευθερώνει τους μαθητές της Δευτεροβάθμιας[8], τη νεολαία. Ξέρουμε ότι πέρα από τις πορείες, τις κατά τόπους εκδηλώσεις, παραστάσεις διαμαρτυρίας κτλ. χρειάζεται πάνω απ’ όλα ΜΠΛΟΚΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΟΝΕΣΟΥΝ.

Μ’ αυτή την έννοια είναι καλύτερο να πάμε σε μαζικό αγώνα για 2, μάξιμουμ 3 εβδομάδες, να το έχουμε ξεκαθαρίσει στο κόσμο ότι πάμε για λίγη χρονικά διάρκεια αλλά για να κάνουμε

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΓΩΝΑ που ούτε και εμείς τα φανταζόμαστε.

Από το να κάνουμε μόνο πορείες στο κέντρο της πόλης, να ξεποδαριαζόμαστε τρώγοντας ξύλο και δακρυγόνα (αυτά δεν τ’ αποφεύγουμε πια) να προσπαθήσουμε να βάλουμε σε εφαρμογή ένα

ΜΑΖΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ όπως:

  • Να ζητήσουμε από τους μαθητές να προχωρήσουν σε αγώνα μαζί μας με ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΣΧΟΛΕΙΩΝ. «Κλείστε τα σχολεία, σώστε το μέλλον σας, ελάτε στις δράσεις μαζί με τους δασκάλους σας».
  • Να μαζευτούμε λοιπόν 1 μέρα έξω από τους ΟΑΕΔ στις διάφορες γειτονιές, να βγάλουμε τα έπιπλα από κάθε ΟΑΕΔ στο δρόμο (όπως έκαναν πριν από μερικά χρόνια στη Γαλλία με το κίνημα του CPE για να αναδείξουν το πρόβλημα της ανεργίας και επισφαλούς εργασίας). Δεν έχει νόημα να ζητάμε αφηρημένα στήριξη από τους 1.340.000 διαλυμένους ανέργους. «Τέλος η κοροϊδία, μέτρα για την ανεργία». Να μας δουν εμάς οι άνεργοι να παρεμβαίνουμε στους ΟΑΕΔ.
  • Να μπλοκάρουμε 1 μέρα την είσοδο σε συνοικιακές τράπεζες π.χ. της Εθνικής μαζί με γονείς, ανέργους, συνταξιούχους κτλ. να κάνουμε μπλόκα σε όλες τις γειτονιές, αναδεικνύοντας ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν από την καπιταλιστική κρίση. Ζητάμε από τους τραπεζικούς υπαλλήλους να πάρουν επιτέλους θέση και ν’ απεργήσουν μαζικά. Έχουν μεγάλη υλική δύναμη. Οι δε υπάλληλοι της Εθνικής δεν είναι τόσο τρομοκρατημένοι γιατί το καθεστώς της Εθνικής είναι ημι-δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα, η Εθνική είναι αυτή που κερδίζει περισσότερο απ’ όλη την ιστορία της κρίσης, της ανακεφαλαιοποίησης κτλ. Είναι ακόμα η μεγαλύτερη τράπεζα στη χώρα και θα τους πονέσει αν δεν δουλέψει για 1 μέρα. Ας χάσουνε λίγα κέρδη. Θα πέσει ξύλο; Σίγουρα. Θα έχουμε συλλήψεις; Σίγουρα. Για σκεφτείτε όμως να συμβαίνει αυτό σε 50 υποκαταστήματα της Εθνικής στη χώρα, από την Αλεξανδρούπολη ως τα Χανιά…
  • Να πάμε 10.000 εκπαιδευτικοί, εργαζόμενοι, γονείς κτλ. να μπλοκάρουμε την έξοδο από το εμπορικό λιμάνι στον Πειραιά για 1 μέρα και να ζητήσουμε από τους λιμενεργάτες και τους ναυτεργάτες να μπουν στο παιχνίδι για ν’ ακυρωθεί η κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
  • Την άλλη μέρα να πάμε στο σταθμό Λαρίσης. «Σιδηροδρομικοί, σταματήστε τα τρένα».
  • Καλύτερα να κλείσουμε τα ακυρωτικά μηχανήματα εισιτηρίων σε 10 μεγάλους σταθμούς του ΜΕΤΡΟ για να διακινείται ο κόσμος τζάμπα ζητώντας από τους εργάτες του ΜΕΤΡΟ να σπάσουν την επιστράτευση.
  • Καλύτερα 1 μέρα να κλείσουμε τις εφορίες στις γειτονιές, ζητώντας από τους εφοριακούς να μην εισπράττουν φόρους, να βγουν σε απεργία ή να κάνουν λευκή απεργία. 50 εφορίες κλειστές, όχι άλλοι φόροι!
  • Καλύτερα 1 μέρα να κάνουμε παρεμβάσεις στα κτίρια της ΔΕΗ της χώρας, στη διοίκηση, ζητώντας από τη ΓΕΝΟΠ να καλέσει απεργία ΤΩΡΑ, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, τις απολύσεις, το χαράτσι και το φούσκωμα των λογαριασμών της λαϊκής οικογένειας. Η ΓΕΝΟΠ έχει μεγάλη δύναμη αν πραγματικά κατεβάσει τους διακόπτες…
  • Καλύτερα 1 μέρα να βρούμε τα αδέρφια μας από τους ΟΤΑ κλείνοντας τα Δημαρχεία της χώρας, ζητώντας από τους συμπολίτες μας να πετούν τα σκουπίδια τους μπροστά από τα γραφεία των κομμάτων της κυβέρνησης, ζητώντας από τους ΟΤΑτζήδες να βγουν ξανά στο σεργιάνι του αγώνα. Στα Δημαρχεία καλούμε τους Δήμους να πάρουν θέση υπέρ του αγώνα, καλούμε τους πολίτες για Δημόσιες Συνελεύσεις.
  • Καλύτερα τέλος να κάνουμε εμείς κατάληψη στη ΓΣΕΕ καλώντας ΕΜΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΥΠΑΚΟΗ και ΜΕΓΑ Συλλαλητήριο στο Σύνταγμα, Σάββατο ή Κυριακή πρωί, και να πάρουν όλα τα σωματεία απόφαση για 24ΩΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.

Καλύτερα να βάλουμε τη φαντασία μας για το ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΛΟΚΑΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝ ΕΧΟΥΜΕ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΞΥΛΟ (ΤΟ ΞΑΝΑΛΕΩ – Ο,ΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΑΠΟΦΥΓΟΥΜΕ),

γιατί ουτοπία είναι να νομίζουμε ότι οι εκπαιδευτικοί θα σταματήσουμε μόνοι, μόνο με απεργία και πορεία, τις απολύσεις και την πολιτική της ολικής καταστροφής. Ο μόνος αγώνας που πραγματικά θα προασπίσει το δημόσιο σχολείο είναι ο αγώνας της κοινωνίας για την ανατροπή αυτών των πολιτικών.

mr_sun_light

Σημειώσεις:


[1] Οι κλάδοι των εκπαιδευτικών –με την αρωγή του Κράτους- έχουν διαιρεθεί σε 3 κομμάτια με πραγματικές, υλικές διαφορές: στο ένα άκρο οι γυρολόγοι αναπληρωτές/ωρομίσθιοι χωρίς μόνιμη σχέση με το σχολείο, χωρίς μόνιμη σχέση με τον αγώνα. Στη μέση, τα «αξιολογημένα» παιδιά του ΑΣΕΠ, οι χιλιάδες που διορίστηκαν μετά το ’98, στη δεκαετία του 2000. Εκπαιδευτικοί με αυξημένα προσόντα, που «πέρασαν με το σπαθί τους», που είχαν προσδοκίες καριέρας στο σχολείο, ετών 30-40. Μια γενιά με μικρά μωρά, χωρίς τις εμπειρίες αγώνα του ’97-’98 και ίσως και του 2006. Χωρίς ακόμα, πολλοί από αυτούς, να έχουν γυρίσει πίσω στον τόπο από τον οποίο κατάγονται. Είναι οι περιβόητοι συνάδελφοι με τα λιγότερα από τα 12 χρόνια προϋπηρεσίας – τόσα ορίζει το Προεδρικό Διάταγμα για τις αναγκαστικές μετακινήσεις, αυτούς χτυπάει το Κράτος. Και αυτοί που προστατεύονται είναι οι παλιοί: η γενιά των πενηντάρηδων (40-50 ετών), της επετηρίδας, που έδωσε πολλές μάχες (’97, ’98, 2006 – πρόκειται για την πιο αξιόμαχη γενιά εκπαιδευτικών) και των εξηντάρηδων (εκεί βρίσκεται η συμπαγής εκλογική πελατεία των κυβερνητικών παρατάξεων).[]

[2] Καίριο πλήγμα δέχτηκαν πρώτοι οι γυμναστές και μετά οι πληροφορικάριοι.[]

[3] Η έννοια του «μάστορα» ή του «τεχνικού» (και όχι του εργάτη) αφορά τον εξειδικευμένο εργαζόμενο που ελέγχει ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο και το χρόνο παραγωγής, που διαθέτει ένα βαθμό εργατικού ελέγχου και η υπαγωγή του στο κεφάλαιο είναι «τυπική». Για το πέρασμα των εκπαιδευτικών στα Πανεπιστήμια της Αγγλίας από την «τυπική» υπαγωγή στην «πραγματική» υπαγωγή στο κεφάλαιο, δες D.Harvie, «Αλλοτρίωση, τάξεις και περιφράξεις στα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου», στο «Κρίση, Αναδιάρθρωση και Ταξική Πάλη στα Πανεπιστήμια», Εκδόσεις Κόκκινο Νήμα, Ιούνης 2008. []

[4] Για το εργαλείο της εργατικής έρευνας υπάρχουν λίγα πράγματα στην Ελλάδα. Μια σύντομη εισαγωγή θα βρείτε στο http://wwwpraxisred.blogspot.gr/2012/12/blog-post_5145.html  []

Το βιβλίο «Η έφοδος στον Ουρανό: Ταξική Σύνθεση και Ταξική Πάλη στον Ιταλικό Αυτόνομο Μαρξισμό» του Steve Wright καθώς και το «Τηλεφωνικά Κέντρα, εργατική έρευνα, κομμουνισμός» της ομάδας Kolinko (και τα δύο από τις εκδόσεις Κόκκινο Νήμα), είναι βιβλία που παρουσιάζουν το θεωρητικό πλαίσιο της εργατικής έρευνας. Ιδιαίτερα το πρώτο παρουσιάζει και το ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο.

Άλλο ένα βιβλίο που σχετίζεται με τη θεωρία της εργατικής έρευνας είναι το «Η προλεταριακή εμπειρία» του Claude Lefort, από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα, 2008 (δείτε καιhttp://rizospastes.blogspot.gr/2008/09/blog-post_11.html).  Παραδείγματα εργατικής έρευνας στην Ελλάδα είναι οι συνεντεύξεις στο «Ο δρόμος, ο εργάτης, η μηχανή και η μέθοδος» που αφορά τους εργαζόμενους με μηχανάκι και εκδόθηκε από τη Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα, 2004 καθώς και το πιο άρτιο μέχρι σήμερα βιβλίο «Ακούστε καλά τι λένε οι φοιτητές: μια ανταγωνιστική έρευνα για το λόγο και τη δράση των φοιτητών στο κίνημα του 2006-2007», εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι, Αθήνα, 2010 που θα το βρείτε και στοhttp://anti-research.blogspot.gr/

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι ακόμα η εργατική μαρτυρία του Αμπντέλ Μαμπρουκί που εκδόθηκε με τον τίτλο «Η γενιά της επισφάλειας» το 2007 και υπάρχει στοhttp://generationprecaire.blogspot.gr/ . Τέτοιες εργατικές μαρτυρίες υπάρχουν πολλές αλλά δεν είναι συστηματικές έρευνες. Τέλος, υπάρχει και μια έρευνα που έγινε με δασκάλους για την απεργία του 2006 αλλά δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε. Εδώ θα βρείτε το πρώτο ερωτηματολόγιο εργατικής έρευνας από τον ίδιο τον Μαρξ: http://katalipsiesiea.blogspot.gr/2011/04/1880.html

[5] Εδώ να πούμε ότι σε επίπεδο στάσεων εργασίας, 24ωρων ή 48ωρων απεργιών κ.α. κινητοποιήσεων το ΚΚΕ δεν έχει πρόβλημα να συμμαχήσει με τους λύκους. Όταν πρόκειται για αγώνα σοβαρό, διαρκείας, συγκρουσιακό, αγώνα δηλαδή με βαριές ευθύνες, εκεί ακολουθεί τη στρατηγική ή τον ελέγχω πλήρως ή δεν τον στηρίζω καθόλου και κατηγορώ τους άλλους. []

[6] Πολύς λόγος έγινε για τη μαζικότητα και αν ήταν αρκετή. Η εμπειρία στην εκπαίδευση δείχνει ότι ένα 20-30% μπορεί να ξεκινήσει τον αγώνα και να συμπαρασύρει τη σχετική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, ανάλογα βέβαια με την εξέλιξη των πραγμάτων και τα διακυβεύματα. Δεν έχει νόημα να περιμένουμε στην εκπαίδευση ότι το 51% θα πει «ναι». Οι 20.000 καθηγητές των συνελεύσεων ήταν αρκετοί για να γίνει η απεργία αλλά οι παρατάξεις φοβήθηκαν μήπως λόγω επιστράτευσης μείνουν οι μισοί.

[7] Για τον συνδικαλισμό, ένα καλό κείμενο που έχει γραφτεί φέτος για τις νέες συνθήκες που ζούμε είναι της Δ.Κουτσουμπά, «Το εργατικό κίνημα, τα συνδικάτα και η οργάνωση από τα κάτω». Θα το βρείτε στο http://ektosgrammis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1864:2013-03-11-08-12-15&catid=108:ergazomenoi&Itemid=493

[8] Στο κείμενο «Τhe Political Feasibility of Αdjustment» που έγινε αρκετά γνωστό στην Ελλάδα (δες π.χ. http://aneksartiti.wordpress.com/2010/09/16/the-political-feasibility-of-adjustment/  και http://tvxs.gr/news/user-post/tha-prolaboyn-oi-astoi-kai-i-xoynta-papadimoyοι αστοί δηλώνουν ξεκάθαρα ποιους κλάδους θα πρέπει να προσέξουν. Ενέργεια (π.χ. ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, διακίνηση πετρελαίου και βενζίνης με βυτιοφόρα) και τις μεταφορές (λιμάνια, πλοία, τρένα, μετρό κτλ.). Τα σχολεία είναι επικίνδυνα όταν κλείνουν γιατί απελευθερώνουν τη νεολαία, τους μαθητές.

Αναδημοσίευση από: http://skya.espiv.net/2013/05/29/%CF%8C%CF%81%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%8B%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CE%BD-%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%85/

Κορνήλιος Καστοριάδης: Για τον Σπύρο Στίνα

STINAS

 

Κείμενο που εκφωνήθηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας στο πολιτικό μνημόσυνο το Μάρτιο του 1989.

Με το θάνατο τον Στίνα χάθηκε όχι μόνο ένας ήρωας αλλά ένας τύπος ανθρώπου που η σημερινή κοινωνία δεν φαίνεται πια ικανή να δημιουργήσει κι ούτε καν και να ανεχθεί. Αρχίζοντας να σκέφτομαι για το τι θα σας έλεγα σήμερα μου ήρθε στο νου ο ομηρικός στίχος «ανδρός ον ουδ’ αινείν τοίσι κακοίσι θέμις» (ενός άντρα ούτε και να τον παινούν αυτοί οι κακοί δεν ταιριάζει) και θα τον διόρθωνα λέγοντας «ανδρός ον ουδ’ αινείν ημίν κακοίσι θέμις». Να τον πει κανείς άγιο θα ήταν ύβρις. Ό, τι και να κάνει ένας άγιος το κάνει με την ακράδαντη ψευδαίσθηση πως κάποτε και κάπου θα πληρωθεί. Αλλά η αφάνταστα βασανισμένη ζωή τον Σπύρου – δεκαετίες στην Ακροναυπλία, Αίγινα, νησιά, τμήματα μεταγωγών, τμήμα καταδίκων στη Σωτηρία γιατί ήταν χρόνιος φυματικός – ζωή που ο άνθρωπος αυτός δεν έφαγε, όταν ήταν αφυλάκιστος, συχνά ζεστό φαί και που δεν τη γλύκανε ούτε μια γυναίκα ούτε ένα παιδί, δεν έβρισκε ούτε στήριγμα, ούτε παρηγοριά σε καμιά εξωκόσμια υπόσχεση. Μόνη τον εστήριζε η ελπίδα πως η ανθρωπότητα θα μπορέσει κάποτε να ανδρωθεί και να ελευθερωθεί. Τα τελευταία τον χρόνια, παρά την απόγνωση που του δημιουργούσε η σύγχρονη κατάσταση, προσπαθούσε με αγωνία να αποκρυπτογραφήσει μέσα στη χαώδη πραγματικότητα και τα μικροσκοπικότερα σημεία που θα μπορούσαν να δείξουν πως το κίνημα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, το πραγματικό επαναστατικό κίνημα, μένει πάντα ζωντανό.

Σε όλες τις συναντήσεις μας από πολλά χρόνια – από το 1980 ίσως – η κουβέντα του κυμαινόταν συνεχώς ανάμεσα σε δύο πόλους. Από τη μια μεριά οι ελπιδοφόρες ενδείξεις που μπορούσε να προσφέρει η παγκόσμια πολιτική σκηνή, π.χ. το πολωνικό κίνημα της Αλληλεγγύης, η δημιουργία του κόμματος των εργαζομένων του Λούλα στη Βραζιλία το ’83 και οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν. Η προσοχή του ήταν πάντα στραμμένη στις κινήσεις όλων των λαών, γιατί για τον Σπύρο ο διεθνισμός δεν ήταν ιδεολογία, ήταν η ίδια του η φύση. Στην ίδια θετική στήλη του λογαριασμού έμπαιναν οι επισκέψεις που του έκαναν συνεχώς νέοι – βρίσκοντας τον δεν ξέρω πως – άτομα, ομάδες ανώνυμες ή και οργανωμένες που ξαφνικά απρόσκλητοι πήγαιναν να τον βρουν, για να του πουν τη συμφωνία τους, για να αντλήσουν από αυτόν ιδέες και πείρα. Απρόβλεπτες και απροσδόκητες συζητήσεις που τον χαροποιούσαν αφάνταστα και όταν μιλούσε γι’ αυτές, όταν έλεγε πως ήρθαν να με δουν νέοι από την Καισαριανή, από την Κοκκινιά, κάποιοι που θέλουν να αποσχισθούν από το κόμμα κ.λπ., έβλεπε αμέσως κανείς το βλέμμα του και τη φωνή του να αναζωπυρώνονται. Στην άλλη στήλη, την αρνητική, του λογαριασμού έμπαινε ολοένα και περισσότερο η απόγνωση και η αηδία μπρος στην εξέλιξη της σύγχρονης ανθρωπότητας, τουλάχιστον στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες: η απάθεια, η ιδιωτικοποίηση, ο κυνισμός, ο εγωισμός, η αποσύνθεση των ιδεών και των συμπεριφορών, η ατομική και ομαδική αποβλάκωση με την τηλεόραση, το ποδόσφαιρο και τα παρόμοια.

Στο αγωνιώδες ερώτημα, για όποιον πιστεύει πάντα στην ελευθερία και στη δικαιοσύνη, «Πως φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο;» ξαναγυρνούσε συνεχώς. Όταν συναντιόμαστε με ρωτούσε επίμονα, σαν να μπορούσα εγώ να του απαντήσω. Ή σαν να μπορούσε οποιοσδήποτε να δώσει μια εξήγηση – όπως εξηγούμε μια έκλειψη σελήνης ή μια πυρκαγιά – στο χαώδες αυτό σύνολο των τάσεων και των φαινομένων που κάνουν τη σημερινή ανθρωπότητα να βαδίζει προς την καταναλωτική αποχαύνωση, την εμπορευματοποίηση των πάντων, την πιο χυδαία χειραγώγηση της λεγόμενης κοινής γνώμης, την κυνική κυριαρχία της οικονομικής και πολιτικής γραφειοκρατίας και ολιγαρχίας.

Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι η επιμονή με την οποία ο Σπύρος γύριζε και ξαναγύριζε στο θέμα τον αρχικού, αν μπορώ να πω, εκτροχιασμού του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος. Και επάνω σ’ αυτό το πρόβλημα θα ήθελα να θίξω δύο θέματα· το ένα, μπορώ να πω, ιστορικό περισσότερο, το άλλο, ίσως, λίγο φιλοσοφικότερο.

Το ιστορικό σχετίζεται άμεσα με όλη την εξέλιξη των ιδεών του Σπύρου η οποία πολύ γρήγορα, εκτός από μια παρένθεση που θα αναφέρω από τη στιγμή που συναντηθήκαμε είναι παράλληλη με τη δική μου. Για να μην επανέλθω, πάνω σε αυτό, θα πω ότι ο Σπύρος από την αρχή υποδέχθηκε με ενθουσιασμό όλη τη δουλειά που έγινε στο Socialisme ou Barbarie και μόλις μπόρεσα να ξανακατέβω στην Ελλάδα, το Νοέμβρη του ’54, διαπίστωσα την τέλεια συμφωνία μας πάνω και στα πρωτεύοντα και στα δευτερεύοντα θέματα. Αυτήν την εξέλιξη, για την οποία μερικά στοιχεία δίνει ο ίδιος ο Σπύρος στο βιβλίο του «Αναμνήσεις», κάποιος θα πρέπει κάποια μέρα να την περιγράψει λεπτομερώς και να την αναλύσει. Εδώ θα ήθελα μόνο να επισημάνω μερικά καίρια σημεία. Πολύ σύντομα, όπως το θύμισε ο Γιάννης Ταμτάκος, όταν η Τρίτη Διεθνής μπήκε στην εγκληματική εκείνη περίοδο, μία από τις εγκληματικές, αφού δεν ήταν και καμιά που να μην ήταν εγκληματική, που την ονόμασε τρίτη περίοδο, ο Σπύρος «έκοψε» φυσικά με το ΚΚΕ που τον διέγραψε και αμέσως προχώρησε σε μια ριζική κριτική του σταλινισμού και γρήγορα έφθασε στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, απόπειρα μεταρρύθμισης ή εξυγίανσης των κομμουνιστικών κομμάτων και της Τρίτης Διεθνούς ήταν αδύνατη. Ένα άρθρο του, του 32 ή του 33 αν θυμάμαι καλά, υποστήριζε από τότε την ανάγκη δημιουργίας νέας Διεθνούς και διακήρυττε το θάνατο της Τρίτης Διεθνούς (από την άποψη την επαναστατική) ενώ ο ίδιος ο Τρότσκυ την εποχή εκείνη πίστευε ακόμα ότι μια πάλη μέσα στη Διεθνή ήταν δυνατή.

Ο Τρότσκυ την εποχή εκείνη επίστευε ακόμα στη Διεθνή και, ως γνωστόν, μόνο μετά τη γερμανική καταστροφή του 33 δέχθηκε την ιδέα ότι τα ΚΚ και η Διεθνής ήταν ανεπίδεκτοι οποιασδήποτε μεταρρύθμισης και ότι χρειαζόταν μια νέα επαναστατική οργάνωση.

Γρήγορα κατόπιν, και πάντως στην Ακροναυπλία, το 37 ίσως ή 38, (τα χαρτιά υπάρχουν και είναι παρακρατημένα – παράνομα από κάθε άποψη – από τους τότε τροτσκιστές συντρόφους του) ο Σπύρος, σε συζητήσεις με τους επίσημους τροτσκιστές, και με την αυστηρή πολιτική και κοινωνική λογική και συνέπεια που τον χαρακτήριζε, είχε φθάσει στο συμπέρασμα ότι το σύνθημα του Τρότσκυ για την «άνευ όρων υπεράσπιση του εργατικού κράτους», δηλαδή της λεγομένης ΕΣΣΔ, σε περίπτωση πολέμου, ήταν απαράδεκτο.

Αυτό το θέμα, το περίφημο ρωσικό ζήτημα, δηλαδή ο κοινωνικός χαρακτήρας του καθεστώτος στη Ρωσία, πάντα απασχολούσε, και με επιμονή, τον Σπύρο.

Εκείνη είναι η εποχή, το τέλος του ’42, αρχές ’43, που με τη μεσολάβηση ενός αγαπημένου μου και πεθαμένου φίλου συνάντησα κι εγώ για πρώτη φορά τον Σπύρο κι αμέσως εντυπωσιάστηκα – όσο ίσως ποτέ στη ζωή μου – από την οξύτητα, την τόλμη, την αδιαλλαξία της πολιτικής σκέψης του και προσχώρησα στην οργάνωση που εμψύχωνε μαζί με τον Δημοσθένη Βουρσούκη, τον Γιάννη Ταμτάκο κι άλλους αγωνιστές. Τότε ήταν η εποχή της Κατοχής και της λεγομένης Αντίστασης. Από την αρχή ο Σπύρος είχε χαράξει μια σωστή διεθνιστική γραμμή εναντίον της τροτσκιστικής γραμμής που υποστήριζε το λεγόμενο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Θυμάμαι, ακόμα, πως προσπαθούσαμε και κατορθώναμε γερμανικά γραμμένες διεθνιστικές προκηρύξεις να τις ρίχνουμε στους γερμανικούς στρατώνες που βρίσκαμε στην περιοχή Αττικής. Αυτό που ήταν το καίρια ασθενές σημείο των αναλύσεων μας κατά την κατοχή ήταν η ανάλυση του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της δυναμικής τους και των σκοπών τους. Το κατάλοιπο της τροτσκιστικής αυταπάτης που μας εβάραινε και που δεν είχαμε ακόμα απορρίψει ήταν η ιδέα ότι τα σταλινικά κόμματα είχαν αστικοποιηθεί, όπως 40 ή 50 χρόνια πριν είχε αστικοποιηθεί η ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία.

Η ώρα της αλήθεια εσήμανε το Δεκέμβρη του ’44. Τι είδους αστικό ή ρεφορμιστικό κόμμα ήταν αυτό που, αν αφήσουμε κατά μέρος τη σκοτεινή και όχι τελείως γνωστή ιστορία των δισταγμών και του ηλιθίου τρόπου με τον οποίο η σταλινική διεύθυνση, από τη δική της άποψη, έδωσε τη μάχη των Αθηνών, προσπαθούσε να καταλάβει την εξουσία με τα όπλα, έσφαζε τους πάντες και τα πάντα κ.λπ. Και τι κινούσε και υποκινούσε τις μάζες που το ακολουθούσαν; Σ’ αυτό το σημείο δημιουργήθηκε η μόνη πολιτική διαφωνία που είχα στη ζωή μου με τον Σπύρο. Πιθανόν για να σώσει κάτι από το κλασικό σχήμα, πιθανόν διότι πράγματι η κατάσταση για κάποιον που είχε τραφεί μέσα στον μαρξισμό ήταν τερατωδώς ακατανόητη, πιθανόν διότι η κατάσταση ήταν τραγική – να βλέπεις τον κοσμάκη να κατεβαίνει από την Καισαριανή, από το Παγκράτι, να ανεβαίνει απ’ το Περιστέρι και να είναι έτοιμος να σκοτωθεί και εσύ να ξέρεις ότι αυτό για το οποίο σκοτώνεται είναι για να εγκαταστήσει εδώ στρατόπεδα συγκεντρώσεως και σταλινική δικτατορία – για κάποιον απ’ όλους αυτούς τους λόγους, ίσως για όλους μαζί, μετά από το Δεκέμβρη ο Σπύρος υποστήριξε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, σ’ ένα κείμενο που δεν ξέρω αν σώζεται, ότι επρόκειτο για ένα ιδιόρρυθμο στρατιωτικό κίνημα που απηχούσε πραξικοπηματικές τάσεις των στρατιωτικών στελεχών του ΕΛΑΣ. Για μένα, αντίθετα, όπως άλλωστε το έχω γράψει, τα Δεκεμβριανά ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η Αποκάλυψις, όχι του Ιωάννου αλλά του… Ιωσήφ και του… Νικολάου. Τα γεγονότα αυτά, η πολιτική του κόμματος, η στάση των μαζών ήταν τελείως αχώνευτα μέσα στα κλασικά σχήματα – όχι μόνο στα τροτσκιστικά ούτε καν και στα λενινιστικά αλλά τελικά ακόμη, αν ακριβολογούμε, και μέσα στα μαρξιστικά σχήματα θεώρησης της κοινωνίας και της Ιστορίας. Έδειχναν που επήγαινε ο σταλινισμός, ήταν φως φανάρι ότι αν οι σταλινικοί είχαν πάρει την εξουσία στην Ελλάδα θα είχαν εγκαταστήσει ένα καθαρά σταλινικό καθεστώς σαν κι αυτό που υπήρχε στη Ρωσία κι αργά ή γρήγορα θα ξεκαθάριζαν και τους αστούς και τους μεσαίους αστούς και τους αριστερούς διαφωνούντες κι οποιονδήποτε δεν συμφωνούσε μαζί τους και δεν γινόταν πειθήνιο όργανο τους. Αυτό φυσικά, το λέω χωρίς καμία έπαρση, επαληθεύθηκε μαζικά απ’ ό,τι συνέβη μετά (δεν το ξέραμε τότε) και στη Γιουγκοσλαβία και στις άλλες χώρες, είτε υπήρχε ρωσικός στρατός είτε δεν υπήρχε. Απλά και μόνο με τη δύναμη των σταλινικών κομμάτων, τα οποία φυσικά, μέσα σε συνθήκες κατοχής, όπως και αργότερα σε άλλες χώρες (Βιετνάμ και αλλού) σε συνθήκες εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, ανέπτυσσαν ένα τεράστιο στρατιωτικό μηχανισμό, επάνω στον οποίο στηριζόντουσαν για να καταλάβουν την εξουσία.

Πάντως, αυτή η διαφωνία κράτησε λίγο καιρό, ίσως μέχρι το ’45 και αρχές του ’46, και γρήγορα βρεθήκαμε πάλι σύμφωνοι και η ιδεολογική συνέχεια δεν έχει άλλη ιστορία από την ιστορία των ιδεών του Socialisme ou Barbarie, με τις οποίες ο Σπύρος συμφώνησε από την αρχή ως το τέλος και σε όλες τις προοδευτικές εξελίξεις και αναθεωρήσεις του κλασικού μαρξισμού που έγιναν μέσα σ’ αυτό το περιοδικό και μέσα στα γραπτά μου. Αλλά μέσα σ’ αυτήν την εξέλιξη πάντα ξαναγύριζε στο θέμα που εγώ, δικαίως ή αδίκως, θεωρούσα πια κλεισμένο. Γιατί η ρωσική επανάσταση εκφυλίστηκε; Γιατί, όταν πια ξεπεράσαμε την ιδέα του εκφυλισμού και καταλάβαμε ότι ο μπολσεβικισμός και ο ίδιος ο Λένιν από την αρχή δεν είχαν καμία σχέση με την επανάσταση, γιατί λοιπόν εμφανίστηκε ο μπολσεβικισμός και ο Λένιν; Και πως απέκτησαν την εμπιστοσύνη των μαζών; Γιατί η Ρόζα Λούξεμπουργκ έμεινε φωνή βοώσα εν τη ερήμω; Γιατί η θεωρία του Μαρξ περιέλαβε, από την αρχή, στοιχεία που έκαναν δυνατή, αν όχι αναπόφευκτη, αυτή την εξέλιξη και έκαναν επίσης δυνατή την επίκληση της από όλους τους γραφειοκράτες και τους δήμιους;

Σ’ αυτά τα ερωτήματα εγώ προσπάθησα να απαντήσω. Και νομίζω ότι απάντησα, όσο είναι δυνατόν να απαντήσει κανείς σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Συνελόντι ειπείν, απάντησα: Ότι ο Μαρξ ο ίδιος και ο μαρξισμός είχαν υποστεί βαθιά επίδραση του καπιταλιστικού φαντασιακού της εποχής του, ότι όλα αυτά τα στοιχεία τα καπιταλιστικά εμπεριέχονται στο έργο του Μαρξ, ότι αυτά τα στοιχεία επέτρεψαν μια ορισμένη εξέλιξη της ιδεολογίας και της σοσιαλδημοκρατικής και εκείνης των μπολσεβίκων αλλά και ότι (το έγραψα ήδη από το ’58 σ’ ένα κείμενο που λέγεται «Προλεταριάτο και οργάνωση») η ίδια η εργατική τάξη είχε αφήσει να διεισδύσουν μέσα της οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες του καπιταλισμού, είχε αρχίσει να πιστεύει στους ηγέτες της, στους ειδικούς και, συνεπώς, άφησε να δημιουργηθεί μια γραφειοκρατία η οποία δήθεν να την εκπροσωπεί.

Ο Σπύρος συνεχώς, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψει να εγκρίνει και να επικροτεί αυτά που έγραφα, ξαναγύριζε πάντα σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Το γιατί δεν το ξέρω. Ίσως κάτι στο βάθος των απαντήσεων μου δεν του πήγαινε. Δεν τολμώ να πω ότι δεν το αφομοίωνε, μάλλον σαν να μην του αρκούσε. Ίσως, και αυτό περιέχει ένα τραγικό στοιχείο από το οποίο ποτέ δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, υπήρχε η διαφορά των γενεών. Εγώ το ’45 ήμουν 23 ετών. Η ζωντανή επαναστατική παράδοση για μένα ήταν βιβλία. Και η πρώτη φορά που είδα μάζες στο δρόμο ήταν στις 3 Δεκεμβρίου του ’44 στην Αθήνα, που ήταν έτοιμες να κρεουργήσουν όποιον εγώ θεωρούσα επαναστάτη και εμένα τον ίδιο φυσικά.

Του Σπύρου η πείρα δεν ήταν αυτή. Εκείνος είχε ζήσει μια εποχή που η εργατική τάξη ήταν πραγματικά επαναστατική (τουλάχιστον κατά περιόδους και στα τμήματα της). Η Θεσσαλονίκη του ’20 – ’23 ήταν πάντοτε το σημείο αναφοράς του. Θυμάμαι τον θαυμασμό του για τις καπνεργάτριες της Θεσσαλονίκης όταν κατέβαιναν με τα τσόκαρα και συγκρούονταν με τους χωροφύλακες. Ίσως λοιπόν και αυτό να συνέβαλε ώστε να μην μπορεί να δεχθεί ότι, όσο ηρωική και κοσμοϊστορική και αν υπήρξε η προσπάθεια της εργατικής τάξης κατά τον 19ο και κατά το πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα, δεν κατόρθωσε να φέρει το αποτέλεσμα που της φαινόταν προδιαγεγραμμένο. Ίσως επίσης η τρομερή αντίφαση ανάμεσα στην ιδέα μιας, όπως και να το κάνουμε, μεσσιανικής τάξης και στη διαπίστωση ότι αυτή η τάξη συνεχώς ξανάπεφτε κάτω από την επιρροή ξένων και εχθρικών στοιχείων της ρεφορμιστικής και κομμουνιστικής γραφειοκρατίας τον εμπόδιζε να απαλλαγεί από αυτή την σχεδόν έμμονη ιδέα.

Φυσικά, αυτό ποτέ δεν τον εμπόδισε να δει, να καταλάβει, να χαιρετήσει με ενθουσιασμό τα νέα απελευθερωτικά κινήματα που εμφανίσθηκαν στη δεκαετία τον ’60 και κατόπιν τα κινήματα των σπουδαστών, των νέων, των γυναικών, των μειονοτήτων κ.λπ. Στα τελευταία χρόνια νομίζω, από τις συζητήσεις που είχαμε κάνει, είχε ξεπεράσει τον μύθο της εργατικής τάξης. Όμως ξαναγύριζε στο ερώτημα που θα μπορούσα να το ξαναδιατυπώσω με τη μορφή: Τί πήγε στραβά; Πού άρχισε ο εκτροχιασμός;

Και εδώ γεννιέται ένα φιλοσοφικότερο, αν μπορώ να πω, ερώτημα. Θα μπορούσε να είχε υπάρξει μια διαφορετική εξέλιξη του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος; Θα μπορούσαν οι τάσεις που ήταν τόσο εμφανείς στην Παρισινή Κομμούνα, στα πρώτα Σοβιέτ, στα Εργατικά Συμβούλια στη Γερμανία και βόρειο Ιταλία το ’18 και ’19, στην Ισπανία το ’36-’37 και ιδιαίτερα στην Καταλονία, να είχαν φθάσει στους σκοπούς τους; Νομίζω ότι, εξαιρώντας την Παρισινή Κομμούνα και τα Ουγγρικά Συμβούλια μετά το ’56, το βασικό στοιχείο για να σκεφθούμε αυτή την ερώτηση είναι η ακόλουθη διαπίστωση: Όλα αυτά τα κινήματα της εργατικής τάξης σπανίως νικήθηκαν από τους εξωτερικούς τους εχθρούς. Σχεδόν πάντα κατέρρευσαν από μέσα, «εκφυλίσθηκαν» όπως λέγαμε τότε, δηλαδή έπεσαν κάτω από τον έλεγχο μιας γραφειοκρατίας που τα ίδια την είχαν δημιουργήσει.

Εκ των υστέρων, και χωρίς να είμαστε εγελιανοί, μπορούμε να πούμε ότι χωρίς αυτή τη γραφειοκρατία και την πείρα της γραφειοκρατικοποίησης, το Επαναστατικό Κίνημα δεν θα μπορούσε να πάει παρακάτω, και δεν θα μπορούσαμε εμείς σήμερα να σκεφθούμε ότι ο πραγματικός σοσιαλισμός, δηλαδή μια αυτόνομη, αυτοκυβερνούμενη και αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία, και το κίνημα που θέλει να φθάσει σε μια τέτοια κοινωνία, δεν κινδυνεύει τόσο από εξωτερικούς εχθρούς αλλά από την ίδια την τάση των ανθρώπων να πιστεύουν στους ηγέτες και τους ειδικούς, να παραιτούνται, να αποσύρονται, δηλαδή να παύουν να προσπαθούν να πραγματοποιούν την ίδια τους την αυτονομία μέσα σ’ ένα αυτόνομο συλλογικό κίνημα.

Κι έτσι ερχόμαστε στη σημερινή κατάσταση και στο σημερινό πρόβλημα. Γιατί βεβαίως αυτό που παρατηρούμε σήμερα γύρω μας, και που τόσο συχνά έφερνε σε απελπισία τον Σπύρο, είναι η επέκταση και η επικράτηση των χαρακτηριστικών που ανέφερα προηγουμένως, της απάθειας, της ιδιωτικοποίησης, της ανευθυνότητας, του εγκλωβισμού του καθενός στον μικρούλη του ατομικό χώρο. Και αυτό σε μια εποχή που τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα είναι πρωτοφανούς κρισιμότητας και απειλούν την ίδια τη ζωή πάνω στον πλανήτη.

Αν, πως και πότε θα βγούμε από αυτή την κατάσταση, κανένας δεν μπορεί να το προβλέψει. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι να κάνουμε προβλέψεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι ο καθένας μας, εκεί που βρισκόμαστε, έστω και ως άτομα, ακόμα περισσότερο όταν μπορούμε ομαδικά, να συνεχίσουμε την πάλη για την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, να συνεχίσουμε τον αγώνα για μια αυτόνομη κοινωνία αποτελούμενη από αυτόνομα άτομα, αγώνα στον οποίο αφιέρωσε την ηρωική και μαρτυρική ζωή του ο Σπύρος Στίνας.

Αναδημοσίευση από: http://stinas.vrahokipos.net/biography/kastoriadis.htm

 

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΙΕΡΑΡΧΙΚΟΥΣ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ

agora

Οι καταλήψεις και οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι  αποτελούν συλλογικά εγχειρήματα επανοικειοποίησης της καθημερινής ζωής, με όρους ελευθερίας – ισότητας – αλληλεγγύης –  χαριστικότητας – απελευθέρωσης της δημιουργικότητας.

Είναι η θράκα που καίει κάτω από τη στάχτη της κοινωνικής ερημοποίησης που μας επιβάλλουν.

Είναι κοινωνικά αναχώματα απέναντι στο φασισμό και την καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Είναι πειράματα που προσπαθούν στο παρόν  να ιχνηλατήσουν την προοπτική μιας ριζικά διαφορετικής κοινωνίας, αυτόνομης και αντιιεραρχικής, βασισμένης στην αλληλοβοήθεια και τη συλλογική αυτοδιεύθυνση της κοινωνικής ζωής, με όρους ισότητας και σεβασμού των διαφορετικοτήτων.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΙΕΡΑΡΧΙΚΟΥΣ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ

ΟΥΛΑΛΟΥΜ (ελευθεριακή πολιτική συλλογικότητα)

Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ…ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ

images (2)

Τα ξημερώματα της Δευτέρας 5 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα επιχείρηση εκκένωσης 3 καταλήψεων από την αστυνομία. Αυτές ήταν το στέκι ΤΕΙ Πατρών, το «Μαραγκοπούλειο» και το Παράρτημα του Πανεπιστημίου, το οποίο αποτελεί ιστορική κατάληψη καθώς υπήρξε και κέντρο αγώνα ενάντια στη Χούντα του 67. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης συνελήφθησαν 5 άτομα που βρίσκονταν στην κατάληψη «Μαραγκοπούλειο» αλλά και προσήχθησαν αλληλέγγυοι που προσπάθησαν να προσεγγίσουν το σημείο.

Η επίθεση του κράτους στις καταλήψεις στην Πάτρα δεν είναι σίγουρα τυχαία, καθώς στην πόλη υπάρχει δυναμική αντιφασιστική παρουσία και αρκετές δομές αντίστασης στο υπάρχον εκμεταλλευτικό σύστημα. Θεωρούμε όμως αναγκαίο να τονίσουμε πως η επίθεση αυτή δεν είναι ξεκομμένη από τη συνολική επίθεση στην κοινωνία, αντίθετα εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο καταστολής των κοινωνικών αγώνων. Περιπτώσεις όπως οι εισβολές σε άλλους κατειλημμένους και αυτοοργανωμένους χώρους (Βίλλα Αμαλίας, Σκαραμαγκά, Λέλας Καραγιάννη, Δέλτα, στέκι ΑΣΟΕΕ κ.α.),οι σχεδιασμένες επιθέσεις σε μετανάστες με βασανισμούς, δολοφονίες και απελάσεις , η άγρια καταστολή στον αναρχικό χώρο που αποτελεί ένα από τα πιο μαχόμενα κομμάτια της κοινωνίας με παράνομες φυλακίσεις, βασανισμούς και συλλήψεις, οι επιστρατεύσεις στους εργαζομένους του μετρό, στους ναυτεργάτες και στους καθηγητές, το κλείσιμο της ΕΡΤ αλλά και το τσάκισμα κάθε μορφής αντίστασης που αποκλίνει από τον κρατικό έλεγχο επιβεβαιώνουν το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» που εφαρμόζει το κράτος και το κεφάλαιο καθημερινά μέσω της αστυνομίας, των ΜΜΕ και διάφορων άλλων μηχανισμών. Αυτό το δόγμα έχει σαν σκοπό την επιβολή της «κανονικότητας» και του προτύπου του «φιλήσυχου πολίτη», ο οποίος θα υπακούει πιστά στις επιταγές των αφεντικών και θα συναινεί στην υποτίμηση της εργασίας του και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής του.

Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως οι κυρίαρχοι, δεν περιορίζονται μονάχα στην εκκένωση των καταλήψεων, εντούτοις διαδίδοντας πλήθος κατηγοριών π.χ. «εστίες ανομίας» και «μονάδες παραμονής περιθωριακών ατόμων» μέσω των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης προσπαθούν να δυσφημίσουν και να διαστρεβλώσουν τη σημασία των καταλήψεων με σκοπό να ενταθεί ο κοινωνικός κανιβαλισμός και κοινωνικά κομμάτια να στραφούν ενάντια σε αυτές. Από την πλευρά μας δεν έχουμε παρά να υπερασπιστούμε τον πραγματικό ρόλο των δομών του ελευθεριακού/αναρχικού κινήματος και να απαντήσουμε στη ρητορική του κράτους. Αρχικά είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι καταλήψεις είναι μέρος της κοινωνίας και να σημειώσουμε πως για μας δεν είναι «τα ντουβάρια τους», αλλά οι σχέσεις και οι συντροφικοί δεσμοί που αναπτύσσονται. Οι καταλήψεις είναι πεδίο αλληλεγγυης και αλληλοβοήθειας, συλλογικοποίησης, οριζόντιας οργάνωσης, κοινωνικοπολιτικής ζύμωσης και εναντίωσης σε ανταγωνιστικές, ρατσιστικές και φασιστικές αντιλήψεις. Οι αγωνιστές που δραστηριοποιούνται σε καταλήψεις δεν έπαψαν ποτέ μέσα από συνελεύσεις να λαμβάνουν μέρος σε κοινωνικούς/ταξικούς/αντιφασιστικούς αγώνες, να διοργανώνουν δημιουργικές δραστηριότητες όπως συζητήσεις, θεατρικές παραστάσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, προβολές ,συλλογικές κουζίνες, συναυλίες κ.α. Τέλος , ιστορικά οι καταλήψεις πραγματοποιούνταν και για το ζωτικό ζήτημα της στέγασης.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν τον κοινωνικό και αγωνιστικό χαρακτήρα των καταλήψεων. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η έμπρακτη αλληλεγγύη όχι μόνο κομματιών που στεγάζονται στις καταλήψεις αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Θεωρούμε επίσης επιτακτικό ζήτημα την σταθερή οργάνωση αυτών των δομών μεταξύ τους, για την αποτελεσματικότερη υπεράσπιση τους, για την ενδυνάμωση τους και για ένα πιο ουσιαστικό άνοιγμα στην κοινωνία. Ακόμα να τονίσουμε πως οι καταλήψεις δεν είναι ουτοπικές νησίδες ελευθερίας, αντίθετα αποτελούν κέντρα αγώνα και εστίες ρήξης με τους εξουσιαστές και το κεφάλαιο στο σήμερα και προετοιμάζουν το έδαφος για το μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσα από την κοινωνική επανάσταση.

ΚΑΜΙΑ ΔΙΩΞΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

senza classi
ελευθεριακή συλλογικότητα

Ανανδημοσίευση από: http://senzaclassi.squat.gr/2013/08/06/%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%83-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%83-%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B8/