Στη σειρά των κειμένων που δημοσιεύουμε σχετικά με το φαινόμενο του φασισμού, με ιδιαίτερη χαρά παρουσιάζουμε μια μετάφραση του φίλου Γιώργου Στεφανίδη.
Πρόκειται για ένα μικρό κείμενο του Αντόρνο για τον φασισμό, το οποίο είναι πολύ κοντά, χρονικά και περιεχομενικά, με τα Στοιχεία Αντισημιτισμού της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μιας και είναι η πρώτη μετάφρασή του στα ελληνικά, αλλά επιπλέον παρουσιάζει μια προβληματική για το φασιστικό φαινόμενο, η οποία δεν ακούστηκε, τουλάχιστον σε ευρεία κλίμακα, παρά τον πλούτο και την πολλαπλότητα όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, εξ αιτίας του φαινομένου Χ.Α.
Το κείμενο πραγματεύεται σημεία και ερωτήματα τα οποία σήμερα έχουν απαντηθεί (ίσως και με την συμβολή του ίδιου του Adorno). Αλλού πάλι διατηρεί την επικαιρότητά του. Κυρίως όμως έχει ενδιαφέρον στα σημεία που ακολουθεί τη γνωστή γραμμή ανάλυσης της Σχολής της Φρανκφούρτης περί ατόμου, μάζας, ανορθολογισμού αλλά και στο σημείο που αναστρέφει εκλεπτύνοντας τη θέση του.
Θα χαιρόμασταν για οποιαδήποτε σχόλια, κριτικές ή παρατηρήσεις επί του κειμένου αλλά και επί του θέματος που πραγματεύεται.
ΤΕΟΝΤΟΡ ΑΝΤΟΡΝΟ: Αντισημιτισμός Και Φασιστική Προπαγάνδα
Μετάφραση: Γιώργος Στεφανίδης
Το κείμενο βρίσκεται στο βιβλίο: Theodor Adorno, The Stars Down to Earth, εκδ. Routledge, σελ. 218-231. Είναι γραμμένο στα αγγλικά και ο τίτλος του πρωτοτύπου είναι: Anti-semitism and Fascist Propaganda.
Ευχαριστούμε την Έφη Αυγήτα για τις μεταφραστικές της παρατηρήσεις.
—•—
Οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται σε αυτήν την εργασία βασίζονται πάνω σε τρεις μελέτες που έγιναν από το Ερευνητικό Πρόγραμμα πάνω στον Αντισημιτισμό
[i] υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Αυτές οι μελέτες αναλύουν ένα εκτεταμένο σώμα αντιδημοκρατικής και αντισημιτικής προπαγάνδας, αποτελούμενο κυρίως από στενογραφημένες σημειώσεις ραδιοφωνικών ομιλιών από ορισμένους αγκιτάτορες της Δυτικής Ακτής, φυλλάδια και εβδομαδιαίες εκδόσεις. Είναι κυρίως ψυχολογικής φύσης, μολονότι θίγουν συχνά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά προβλήματα. Κατά συνέπεια, αυτό που τίθεται εδώ υπό εξέταση είναι η ψυχολογική πλευρά της ανάλυσης της προπαγάνδας παρά το αντικειμενικό της περιεχόμενο. Ο στόχος δεν ήταν μια διεξοδική πραγμάτευση των χρησιμοποιούμενων μεθόδων, ούτε η διατύπωση μιας εμπεριστατωμένης ψυχαναλυτικής θεωρίας της αντιδημοκρατικής προπαγάνδας. Περαιτέρω, έχουν παραλειφθεί δεδομένα και ερμηνείες, [που είναι] γενικώς γνωστά στους εξοικειωμένους με την ψυχανάλυση. Ο στόχος ήταν, μάλλον, να επισημανθούν ορισμένα ευρήματα, τα οποία, μολονότι προκαταρκτικά και αποσπασματικά, ενδέχεται να προτείνουν πρόσθετη ψυχαναλυτική επεξεργασία.
Το υλικό που μελετήθηκε καταδεικνύει μια ψυχολογική προσέγγιση. Γίνεται κατανοητό με ψυχολογικούς παρά με αντικειμενικούς όρους. Έχει στόχο να κερδίσει τους ανθρώπους μέσω της εκμετάλλευσης των ασυνείδητων μηχανισμών τουςπαρά μέσω της παράθεσης ιδεών και επιχειρημάτων. Η ρητορική τεχνική των φασιστών δημαγωγών δεν έχει μόνο μια διορατικά παράλογη, ψευτοσυναισθηματική φύση· πολύ περισσότερο, τα πολιτικά προγράμματα με θετικό περιεχόμενο, τα αιτήματα, πόσο μάλλον οι συγκεκριμένες πολιτικές ιδέες, δεν παίζουν παρά έναν δευτερεύοντα ρόλο σε σύγκριση με τα ψυχολογικά ερεθίσματα που απευθύνονται στο κοινό. Από αυτά τα ερεθίσματα και από άλλες πληροφορίες, παρά από ασαφείς και συγκεχυμένες [ιδεολογικές] πλατφόρμες, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να ταυτοποιήσουμε αυτές τις ομιλίες ως φασιστικές.
Ας εξετάσουμε τρία χαρακτηριστικά της κατά κύριο λόγο ψυχολογικής προσέγγισης της σύγχρονης αμερικανικής φασιστικής προπαγάνδας:
(1) Αυτή είναι
προσωποποιημένη προπαγάνδα, ουσιαστικά μη-αντικειμενική. Οι αγκιτάτορες ξοδεύουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους μιλώντας είτε για τον εαυτό τους είτε για το κοινό τους. Αυτοπαρουσιάζονται ως μοναχικοί λύκοι, ως υγιείς, συνετοί αμερικανοί πολίτες με ρωμαλέα ένστικτα, ως ανιδιοτελείς και ακάματοι· διαρρέουν ασταμάτητα πραγματικές ή φανταστικές προσωπικές λεπτομέρειες από τη ζωή τους ή τη ζωή των οικογενειών τους. Επιπλέον, φαίνονται να διαθέτουν ένα ζεστό ανθρώπινο ενδιαφέρον για τις μικρές καθημερινές ανησυχίες των ακροατών τους, τους οποίους περιγράφουν ως φτωχούς πλην τίμιους, προικισμένους με κοινή λογική πλην μη-διανοούμενους, γηγενείς χριστιανούς. Ταυτίζονται με τους ακροατές τους και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι είναι συγχρόνως σεμνά ανθρωπάκια και ηγέτες μεγάλου βεληνεκούς. Αναφέρονται συχνά στον εαυτό τους ως απλό αγγελιοφόρο του άνδρα που πρόκειται να έρθει – ένα τέχνασμα ήδη γνωστό στους λόγους του Χίτλερ. Αυτή η τεχνική πιθανώς συνδέεται στενά με την υποκατάσταση του συλλογικού εγώ με πατριαρχικές παραστάσεις
[ii]. Άλλο ένα αγαπημένο σχήμα προσωποποίησης είναι να προσκολλώνται σε ασήμαντες οικονομικές ανάγκες και να ζητιανεύουν μικρά χρηματικά ποσά. Οι αγκιτάτορες απαρνιούνται κάθε πρόσχημα ανωτερότητας, υπονοώντας ότι ο ερχόμενος ηγέτης είναι κάποιος εξίσου αδύναμος όσο και τα αδέρφια του, αλλά τολμά να ομολογήσει την αδυναμία του χωρίς αναστολές και κατά συνέπεια πρόκειται να μεταμορφωθεί στον ισχυρό άνδρα.
(2) Όλοι αυτοί οι δημαγωγοί υποκαθιστούν τα μέσα με τους σκοπούς. Φλυαρούν για “αυτό το μεγαλειώδες κίνημα”, για την οργάνωσή τους, για τη γενική αμερικανική αναγέννηση που ελπίζουν να προκαλέσουν, αλλά πολύ σπάνια λένε κάτι για τα εξής: τι υποτίθεται ότι θα επιφέρει ένα τέτοιο κίνημα, τι είναι ικανή να κάνει η οργάνωση, ή, τι σκοπεύει θετικά να κατορθώσει η μυστηριώδης αναγέννηση. Εδώ υπάρχει ένα τυπικό παράδειγμα μιας πληθωρικής περιγραφής της ιδέας περί αναγέννησης από έναν μεταξύ των πιο πετυχημένων αγκιτατόρων της Δυτικής Ακτής:
Φίλε μου, δεν υπάρχει παρά [μόνον] ένας τρόπος για να φθάσουμε στην αναγέννηση και όλη η Αμερική πρέπει να φθάσει σε αυτήν την αναγέννηση, όλες οι εκκλησίες. Η ιστορία της μεγάλης ουαλικής αναγέννησης είναι απλά αυτή. Οι άνθρωποι γίνονται απεγνωσμένοι για την αγιότητα του Θεού στον κόσμο και ξεκινούν να προσεύχονται· ξεκινούν να παρακαλούν ώστε να στείλει μια αναγέννηση (!) και οπουδήποτε πήγαν οι άνδρες και οι γυναίκες έλαβε χώρα η αναγέννηση.
Η εξύμνηση της δράσης, του γεγονότος ότι κάτι συμβαίνει, εξαλείφει και αντικαθιστά συγχρόνως τον σκοπό του αποκαλούμενου κινήματος. Ο σκοπός είναι “ότι θα μπορούσαμε να δείξουμε στον κόσμο πως υπάρχουν πατριώτες, θεοσεβούμενοι χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, που είναι ακόμη πρόθυμοι να δώσουν τη ζωή τους στην υπόθεση του Θεού, της οικογένειας και της πατρίδας”
[iii].
(3) Εφόσον ολόκληρο το βάρος αυτής της προπαγάνδας πέφτει στην προαγωγή των μέσων, η προπαγάνδα καθ’ εαυτήν γίνεται το ύψιστο περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, η προπαγάνδα λειτουργεί ως ένα είδος εκπλήρωσης επιθυμίας. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα πρότυπά της. Οι άνθρωποι λαμβάνουν “το προνόμιο της εισόδου”, έχουν, υποτίθεται, εσωτερική πληροφόρηση, θεωρούνται έμπιστοι, αντιμετωπίζονται ως η ελίτ που δικαιούται να μάθει τα συγκλονιστικά μυστικά, τα οποία αποκρύπτονται από τους παρείσακτους. Η επιθυμία για χαφιεδισμό ενθαρρύνεται και ικανοποιείται. Σκάνδαλα, κατά βάση φανταστικά, ειδικά με σεξουαλικές ακρότητες και ακολασίες, λέγονται συνεχώς· η αγανάκτηση απέναντι στη χυδαιότητα και τη βαναυσότητα δεν είναι παρά μια πολύ λεπτή, σκόπιμα διάφανη εκλογίκευση της ηδονής που προσφέρουν αυτές οι ιστορίες στον ακροατή. Περιστασιακά συμβαίνει μια παραδρομή της γλώσσας μέσω της οποίας η καπηλεία των σκανδάλων μπορεί εύκολα να ταυτοποιηθεί ως ένας σκοπός καθ’ εαυτόν. Έτσι, κάποιος δημαγωγός της Δυτικής Ακτής υποσχέθηκε κάποτε να δώσει στην επόμενη ομιλία του λεπτομερείς πληροφορίες για ένα ψεύτικο διάταγμα της σοβιετικής κυβέρνησης που οργάνωνε την εκπόρνευση της ρωσίδας γυναίκας. Ανακοινώνοντας αυτήν την ιστορία, ο ομιλητής είπε ότι δεν υπάρχει αληθινός άνδρας που δεν θα ανατρίχιαζε στο άκουσμα αυτών των γεγονότων. Η αμφιθυμία που υπονοείται στον μηχανισμό της “ανατριχίλας” είναι προφανής.
Μέχρι ενός σημείου, όλα αυτά τα πρότυπα μπορούν να εξηγηθούν ορθολογικά. Πολύ λίγοι αμερικανοί αγκιτάτορες θα τολμούσαν ανοικτά να διακηρύξουν φασιστικούς και αντιδημοκρατικούς στόχους. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, η δημοκρατική ιδεολογία έχει αναπτύξει ορισμένα ταμπού, των οποίων η παραβίαση ενδέχεται να απειλήσει ανθρώπους που εμπλέκονται σε ανατρεπτικές δραστηριότητες. Έτσι, ο φασίστας δημαγωγός εδώ είναι κατά πολύ περισσότερο περιορισμένος σε ό,τι μπορεί να πει, τόσο για λόγους πολιτικής λογοκρισίας όσο και ψυχολογικής τακτικής. Επιπλέον, μια ορισμένη αοριστία αναφορικά με τους πολιτικούς σκοπούς είναι ενδιάθετη στον ίδιο τον φασισμό. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην εγγενώς μη θεωρητική φύση του, εν μέρει στο γεγονός ότι οι οπαδοί του θα εξαπατηθούν στο τέλος και ότι επομένως οι ηγέτες πρέπει να αποφύγουν κάθε διατύπωση στην οποία πρέπει στη συνέχεια να εμμείνουν. Θα έπρεπε επίσης να σημειωθεί ότι, σε σχέση με τον τρόμο και τα καταπιεστικά μέτρα, ο φασισμός κατά τα ειωθότα υπερβαίνει τις εξαγγελίες του. Ολοκληρωτισμός σημαίνει ότι δεν υπάρχουν όρια, ότι δεν επιτρέπεται καμία ανάπαυλα, [σημαίνει] κατάκτηση με απόλυτη κυριάρχηση, πλήρης εξολόθρευση του επιλεγμένου εχθρού. Σε σχέση με αυτή τη σημασία του φασιστικού “δυναμισμού”, κάθε σαφές πρόγραμμα θα λειτουργούσε ως ένας περιορισμός, ένα είδος εγγύησης ακόμη και για τον αντίπαλο. Είναι ουσιαστικό για την ολοκληρωτική κυριαρχία ότι τίποτε δεν θα διασφαλισθεί, κανένα όριο δεν τίθεται στην αμείλικτη αυθαιρεσία.
Τελικά, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι ο ολοκληρωτισμός δεν θεωρεί τις μάζες ως αυτοκαθοριζόμενα ανθρώπινα όντα, τα οποία αποφασίζουν ορθολογικά για τη ζωή τους και επομένως πρέπει να αποκαλούνται ορθολογικά υποκείμενα, αλλά αντιμετωπίζει τις μάζες ως απλά αντικείμενα διοικητικών μέτρων που διδάσκονται, πάνω από όλα, να είναι συγκρατημένα και να υπακούν διαταγές.
Ωστόσο, αυτό ακριβώς το τελευταίο σημείο απαιτεί μια κάπως λεπτομερέστερη εξέταση, αν η σημασία του πρόκειται να υπερβεί το κλισέ για τη μαζική ύπνωση υπό τον φασισμό. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν στον φασισμό συντελείται πραγματική μαζική ύπνωση ή αν πρόκειται για μια βολική μεταφορά που επιτρέπει στον παρατηρητή να ξεμπερδεύει με την πρόσθετη ανάλυση. Η κυνική νηφαλιότητα, παρά η ψυχολογική μέθη, χαρακτηρίζει περισσότερο τη φασιστική ψυχοσύνθεση. Επιπλέον, κανένας που είχε κάποια στιγμή τη δυνατότητα να παρατηρήσει τις φασιστικές συμπεριφορές δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι ακόμα και εκείνα τα στάδια του συλλογικού ενθουσιασμού, στα οποία αναφέρεται ο όρος “μαζική ύπνωση”, έχουν ένα στοιχείο συνειδητού ελέγχου, από τον ηγέτη και από το ίδιο το ατομικό υποκείμενο, πράγμα που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αποτέλεσμα μιας απλώς παθητικής μετάδοσης. Μιλώντας ψυχολογικά, το εγώ παίζει υπερβολικά μεγάλο ρόλο στη φασιστική ανορθολογικότητα ώστε να δεχθούμε μια ερμηνεία της υποτιθέμενης έκστασης ως απλής έκφρασης του ασυνειδήτου. Υπάρχει πάντα κάτι αυτοσχέδιο, αυτεξούσιο, πλαστό αναφορικά με τη φασιστική υστερία, το οποίο απαιτεί κριτική προσοχή, αν η ψυχολογική θεωρία περί φασισμού δεν πρόκειται να ενδώσει στα ανορθολογικά συνθήματα που ο ίδιος ο φασισμός προωθεί.
Τι επιθυμεί λοιπόν να κατορθώσει ο φασιστικός, και ιδιαίτερα, ο αντισημιτικός προπαγανδιστικός λόγος; Πράγματι, ο στόχος του δεν είναι “ορθολογικός”, διότι δεν καταβάλλει προσπάθεια να πείσει τους ανθρώπους και μένει πάντα σε ένα μη επιχειρηματολογικό [non-argumentative] επίπεδο. Σε αυτήν τη συνάφεια δύο δεδομένα χρήζουν ενδελεχούς έρευνας:
(1) Η φασιστική προπαγάνδα επιτίθεται σε φαντάσματα παρά σε πραγματικούς αντιπάλους, δηλαδή, σχηματίζειπαραστάσεις του Εβραίου, ή του κομμουνιστή, και τις καταστρέφει χωρίς να ενδιαφέρεται πολύ για τη σχέση αυτών των παραστάσεων με την πραγματικότητα.
(2) [Η φασιστική προπαγάνδα] δεν χρησιμοποιεί συλλογιστική λογική [discursive logic], αλλά, πολύ περισσότερο, ειδικά στις ρητορικές επιδείξεις, είναι ό,τι μπορεί να ονομασθεί ιδεοφυγή. Η σχέση μεταξύ προκείμενων και συμπερασμάτων αντικαθίσταται από μια σύνδεση ιδεών που εδράζεται στην απλή ομοιότητα, συχνά διαμέσου συνειρμού, χρησιμοποιώντας την ίδια χαρακτηριστική λέξη σε δύο προτάσεις που λογικά είναι εντελώς άσχετες. Αυτή η μέθοδος δεν αποφεύγει απλώς τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της ορθολογικής εξέτασης, αλλά από ψυχολογική σκοπιά καθιστά ευκολότερο για τον ακροατή να “συναινέσει”. Αυτός δεν χρειάζεται να σκεφθεί κοπιαστικά, αλλά μπορεί να παραδοθεί παθητικά σε ένα ρεύμα σκέψεων στο οποίο κολυμπά.
Παρ’ όλα αυτά τα πρότυπα της παλινδρόμησης, ωστόσο, η αντισημιτική προπαγάνδα δεν είναι επ’ ουδενί ολωσδιόλου ανορθολογική. Ο όρος “ανορθολογικότητα” είναι υπερβολικά ασαφής ώστε να περιγράψει ικανοποιητικά ένα τόσο σύνθετο ψυχολογικό φαινόμενο. Πάνω απ’ όλα, ξέρουμε ότι η φασιστική προπαγάνδα, με όλη τη διαταραγμένη λογική της και τις φανταστικές διαστρεβλώσεις της, είναι συνειδητά σχεδιασμένη και οργανωμένη. Αν πρόκειται να αποκληθεί ανορθολογική, τότε χρησιμοποιείται αντί για την αυθόρμητη ανορθολογικότητα, ένα είδος ψυχοτεχνικής που παραπέμπει στην υπολογισμένη επίδραση, προφανής στις περισσότερες εκδηλώσεις της σημερινής μαζικής κουλτούρας – όπως στο σινεμά και τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Ακόμα και αν είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η ψυχοσύνθεση του φασίστα αγκιτάτορα μοιάζει κάπως με τη διανοητική σύγχυση των επίδοξων οπαδών του, και ότι οι ίδιοι οι ηγέτες “είναι υστερικοί ή ακόμα και παρανοϊκοί τύποι”, έχουν μάθει, από την τεράστια εμπειρία και το τρανταχτό παράδειγμα του Χίτλερ, πώς να χρησιμοποιούν τις δικές τους νευρωτικές ή ψυχωτικές προδιαθέσεις για σκοπούς που προσαρμόζονται πλήρως στην αρχή της πραγματικότητας (realitätsgerecht). Οι κυρίαρχες συνθήκες στην κοινωνία μας τείνουν να μεταμορφώσουν τη νεύρωση και την ήπια ψυχοπάθεια σε ένα εμπόρευμα το οποίο ο πάσχων μπορεί εύκολα να πουλήσει, μόλις ανακαλύψει ότι πολλοί άλλοι έχουν μια συγγένεια με την ασθένειά του. Ο φασίστας αγκιτάτορας είναι συνήθως ένας επιδέξιος πωλητής των δικών του ψυχολογικών ελαττωμάτων. Αυτό είναι δυνατόν αποκλειστικά εξαιτίας μιας δομικής ομοιότητας μεταξύ των οπαδών και του ηγέτη· ο σκοπός της προπαγάνδας είναι να εγκαταστήσει μια συμφωνία μεταξύ τους παρά να μεταδώσει στο κοινό οποιεσδήποτε ιδέες ή συναισθήματα που δεν είναι δικά τους εξ αρχής. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα της αληθινής ψυχολογικής φύσης της φασιστικής προπαγάνδας μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Σε τι συνίσταται αυτή η αρμονική σχέση μεταξύ του ηγέτη και των οπαδών στην προπαγανδιστική συνθήκη;
Ένα πρώτο στοιχείο προσφέρεται από τη δική μας παρατήρηση ότι αυτός ο τύπος της προπαγάνδας λειτουργεί ως ευχαρίστηση. Μπορούμε να τη συγκρίνουμε με το κοινωνικό φαινόμενο της σαπουνόπερας. Όπως ακριβώς η νοικοκυρά, η οποία έχει απολαύσει εξ αποστάσεως τα βάσανα και τα κατορθώματα της αγαπημένης της ηρωίδας για ένα τέταρτο της ώρας, αισθάνεται την ορμή να αγοράσει το σαπούνι που πουλά ο χορηγός, έτσι ο ακροατής της φασιστικής προπαγανδιστικής σκηνής, αφού αντλήσει ηδονή από αυτή, αποδέχεται την ιδεολογία που παρουσιάσθηκε από τον ομιλητή χάριν ευγνωμοσύνης για το σόου. Το “σόου” είναι πράγματι η σωστή λέξη. Το κατόρθωμα του αυτοσχέδιου ηγέτη είναι μια ερμηνεία που παραπέμπει στο θέατρο, στον αθλητισμό και τις αποκαλούμενες θρησκευτικές αναγεννήσεις. Είναι χαρακτηριστικό για τους φασίστες δημαγωγούς ότι κομπάζουν για το γεγονός ότι υπήρξαν αθλητικοί ήρωες στα νιάτα τους. Αυτός είναι ο τρόπος που συμπεριφέρονται. Ουρλιάζουν και οδύρονται, πολεμούν τον σατανά χειρονομώντας, και βγάζουν τα σακάκια τους καθώς επιτίθενται “σε αυτές τις καταχθόνιες δυνάμεις”.
Οι τύποι των φασιστών ηγετών αποκαλούνται συχνά υστερικοί. Με οποιοδήποτε τρόπο και αν έχει διαμορφωθεί η στάση τους, η υστερική τους συμπεριφορά εκπληρώνει μια ορισμένη λειτουργία. Μολονότι μοιάζουν πραγματικά με τους ακροατές τους στις περισσότερες πλευρές, διαφέρουν από αυτούς σε μια σημαντική πλευρά: δεν έχουν καμία αναστολή καθώς εκφράζονται. Λειτουργούν διαμεσολαβητικά για τους ανίκανους να εκφρασθούν ακροατές τους, λέγοντας και κάνοντας ό,τι οι τελευταίοι θα ήθελαν, αλλά είτε δεν μπορούν είτε δεν τολμούν. Παραβιάζουν τα ταμπού που η κοινωνία της μεσαίας τάξης έχει επιβάλει πάνω σε κάθε εκφραστική συμπεριφορά εκ μέρους του κανονικού, “μέσου” πολίτη. Κάποιος μπορεί να πει ότι μέρος της επίδρασης της φασιστικής προπαγάνδας επιτυγχάνεται διαμέσου αυτής της ρήξης. Οι φασίστες αγκιτάτορες αντιμετωπίζονται σοβαρά, διότι ρισκάρουν να γελοιοποιηθούν.
Οι μορφωμένοι άνθρωποι εν γένει δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν την επίδραση των ομιλιών του Χίτλερ, διότι αυτές ακούγονταν τόσο ανειλικρινείς, προσποιητές, ή, σύμφωνα με τη γερμανική λέξη, verlogen [ψευδολόγες]. Όμως είναι ψευδαίσθηση ότι οι αποκαλούμενοι συνηθισμένοι άνθρωποι έχουν μια εντελώς ανεξάντλητη έφεση προς το γνήσιο και το ειλικρινές, και απεχθάνονται το ψεύτικο. Ο Χίτλερ ήταν αγαπητός, όχι σε πείσμα των φθηνών θεατρινισμών του, αλλά ακριβώς χάρη σε αυτές, χάρη στις παραφωνίες του και τα καραγκιοζιλίκια του. Γίνονται αντικείμενο παρατήρησης ως τέτοια και εκτιμώνται. Γνήσιοι δημοτικοί τραγουδιστές, όπως ο Γκιράρντι [Girardi]
[iv] με το Fiakerlied του, είχαν πραγματικά επαφή με το κοινό τους και συχνά χρησιμοποιούσαν ό,τι μας φαίνεται ως “παραφωνίες”. Βρίσκουμε συχνά παρόμοιες εκδηλώσεις σε μεθυσμένους που έχουν χάσει τις αναστολές τους. Η συναισθηματικότητα των συνηθισμένων ανθρώπων δεν είναι επ’ ουδενί πρωτόγονο, αδιαμεσολάβητο συναίσθημα. Αντίθετα, αυτή είναι προσποίηση, μια πλαστή, ευτελής απομίμηση του πραγματικού αισθήματος, συχνά αυτοσυνείδητη και ελαφρώς περιφρονητική του εαυτού της. Αυτή η πλαστότητα είναι το ζωτικό στοιχείο των φασιστικών προπαγανδιστικών ερμηνειών.
Η κατάσταση που δημιουργείται από αυτή την έκθεση μπορεί να αποκληθεί ιεροτελεστική. Η πλαστότητα της προπαγανδιστικής ρητορείας, το κενό μεταξύ της προσωπικότητας του ομιλητή και του περιεχομένου και χαρακτήρα των λεγομένων του μπορούν να αποδοθούν στον τελετουργικό ρόλο που αναλαμβάνει όπως αναμένεται. Αυτή η τελετουργία, ωστόσο, είναι απλώς μια συμβολική αποκάλυψη της ταυτότητας την οποία ο ομιλητής εκφράζει ρητά, μια ταυτότητα που οι ακροατές αισθάνονται και σκέπτονται, αλλά δεν μπορούν να εκφράσουν. Αυτό είναι ό,τι ζητούν πραγματικά από αυτόν να κάνει· ούτε πείθονται ούτε, ουσιαστικά, πέφτουν σε παραλήρημα, αλλά έρχονται σε επαφή με τις δικές τους σκέψεις [μέσω των ομιλητών]. Η ικανοποίηση που απολαμβάνουν από την προπαγάνδα συνίσταται πιθανότατα στην κατάδειξη αυτής της ταυτότητας, ανεξάρτητα από την ένταση που πραγματικά έχει, διότι αποτελεί ένα είδος θεσμοποιημένης λύτρωσης της δικής τους αδυναμίας έκφρασης διαμέσου του βερμπαλισμού του ομιλητή. Αυτή η πράξη της αποκάλυψης και η προσωρινή εγκατάλειψη της υπεύθυνης, αυτοσυγκρατημένης σοβαρότητας είναι το αποφασιστικό πρότυπο της προπαγανδιστικής ιεροτελεστίας. Βέβαια, μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτή την πράξη της συνταύτισης ένα φαινόμενο συλλογικής παλινδρόμησης. Δεν πρόκειται απλώς για μια επαναστροφή σε παλαιότερα, πρωτόγονα συναισθήματα, αλλά μάλλον για την επαναστροφή σε μια τελετουργική συμπεριφορά στην οποία η έκφραση των συναισθημάτων επικυρώνεται από τη μεσολάβηση του κοινωνικού ελέγχου. Σε αυτό το πλαίσιο είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ένας από τους πιο πετυχημένους και επικίνδυνους αγκιτάτορες της Δυτικής Ακτής ενθάρρυνε ξανά και ξανά τους ακροατές του να ενδώσουν σε κάθε λογής συναισθήματα, να παραδοθούν στα αισθήματά τους, να φωνάξουν και να κλάψουν, επιτιθέμενοι επίμονα στο πρότυπο συμπεριφοράς του αυστηρού αυτοελέγχου που δημιουργήθηκε από τα κατεστημένα θρησκευτικά δόγματα και από ολόκληρη την πουριτανική παράδοση.
Αυτή η χαλάρωση του αυτοελέγχου, η συγχώνευση των παρορμήσεων σε μια ιεροτελεστία σχετίζεται στενά με την οικουμενική ψυχολογική αποδυνάμωση του αυτόνομου ατόμου. Μια διεξοδική θεωρία της φασιστικής προπαγάνδας θα ισοδυναμούσε με μια ψυχαναλυτική αποκρυπτογράφηση της λιγότερο ή περισσότερο αυστηρής ιεροτελεστίας που διεξάγεται σε κάθε φασιστική ομιλία. Η έκταση αυτής της εργασίας επιτρέπει μονάχα μια σύντομη αναφορά σε ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της ιεροτελεστίας.
(1) Πάνω απ’ όλα, υπάρχει η εκπληκτική στερεοτυπία ολόκληρου του υλικού της φασιστικής προπαγάνδας, το οποίο μας είναι γνωστό. Όχι μόνο κάθε ξεχωριστός ομιλητής επαναλαμβάνει αδιάκοπα τα ίδια πρότυπα ξανά και ξανά, αλλά διαφορετικοί ομιλητές χρησιμοποιούν τα ίδια κλισέ. Βέβαια, το σημαντικότερο είναι η διχοτομία του άσπρου και του μαύρου, του εχθρού και του φίλου. Η στερεοτυπία δεν εφαρμόζεται μόνο στη συκοφάντηση των Εβραίων και στις πολιτικές ιδέες, όπως την καταγγελία του κομμουνισμού και του τραπεζικού κεφαλαίου, αλλά επίσης στα φαινομενικά απομακρυσμένα θέματα και στάσεις. Έχουμε συνοψίσει μια λίστα των τυπικών ψυχολογικών μηχανισμών που εφαρμόζονται κατ’ ουσίαν από όλους τους φασίστες αγκιτάτορες, οι οποίες θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε όχι παραπάνω από τριάντα τύπους
[v]. Πολλοί από αυτούς τους μηχανισμούς έχουν ήδη αναφερθεί, όπως ο μηχανισμός του μοναχικού λύκου, η ιδέα της ακαταπονησίας, της διωκόμενης αθωότητας, του σπουδαίου ανθρωπάκου, το εγκώμιο του κινήματος ως τέτοιου, και ούτω καθεξής. Βέβαια, η ομοιομορφία αυτών των μηχανισμών μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί μέσω της παραπομπής στην ίδια πηγή, όπως
Ο αγών μου του Χίτλερ, ή ακόμα μέσω μιας οργανωτικής σύνδεσης όλων των αγκιτατόρων, όπως πραγματικά συνέβη στην περίπτωση της Δυτικής Ακτής. Όμως, η αιτία πρέπει να αναζητηθεί αλλού, αν οι αγκιτάτορες σε πολλά διαφορετικά μέρη της χώρας χρησιμοποιούν τους ίδιους συγκεκριμένους ισχυρισμούς, π.χ. οι ζωές τους έχουν απειληθεί και οι ακροατές τους θα ξέρουν ποιοι ευθύνονται αν η απειλή πραγματοποιηθεί – ένα συμβάν που ποτέ δεν λαμβάνει χώρα. Αυτά τα πρότυπα τυποποιούνται για ψυχολογικούς λόγους. Ο επίδοξος φασίστας οπαδός λαχταρά αυτή την αυστηρή επανάληψη, όπως ο χορευτής στον ρυθμό του jitterbug λαχταρά το τυποποιημένο πρότυπο των δημοφιλών τραγουδιών και γίνεται έξαλλος, όταν οι κανόνες του παιχνιδιού δεν τηρούνται αυστηρά. Η μηχανική εφαρμογή αυτών των προτύπων είναι ουσιώδης για την ιεροτελεστία.
(2) Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά πρόσωπα με υποκριτική θρησκευτική συμπεριφορά βρίσκονται ανάμεσα στους φασίστες αγκιτάτορες. Αυτό, βέβαια, έχει μια ψυχολογική πλευρά που θα συζητηθεί αργότερα. Ψυχολογικά, ωστόσο, τα δάνεια από την παρωχημένη θρησκεία, εξουδετερωμένα και κενά από κάθε συγκεκριμένο δογματικό περιεχόμενο, τίθενται στην υπηρεσία της φασιστικής ιεροτελεστικής συμπεριφοράς. Η θρησκευτική γλώσσα και οι θρησκευτικές μορφές αξιοποιούνται προκειμένου να δώσουν την εντύπωση μιας επικυρωμένης ιεροτελεστίας που διεξάγεται ξανά και ξανά από μια “κοινότητα”.
(3) Το συγκεκριμένο θρησκευτικό περιεχόμενο, όπως επίσης και το πολιτικό, αντικαθίσταται από κάτι που μπορεί σύντομα να χαρακτηρισθεί ως
λατρεία του υπάρχοντος. Η συμπεριφορά που η Έλζε Μπρούνζβικ [Else Brunswik] αποκάλεσε “συνταύτιση με το στάτους κβο” σχετίζεται στενά με αυτήν τη λατρεία. Οι μηχανισμοί που επισημαίνονται στο βιβλίο του Μακ Κλουνγκ Λι [McCloung Lee] πάνω στον ιερωμένο Κόφλιν [Coughlin]
[vi], όπως η ιδέα του άρματος εξουσίας ή το τέχνασμα της μαρτυρίας, το οποίο υπαινίσσεται την υποστήριξη διάσημων ή πετυχημένων ανθρώπων, είναι μόνο στοιχεία ενός προτύπου συμπεριφοράς που εκτείνεται πολύ μακρύτερα. Δηλώνει κατηγορηματικά πως ό,τι υπάρχει, και έχει εγκαθιδρύσει την ισχύ του, είναι επίσης σωστό – το ακλόνητο αξίωμα που πρέπει να ακολουθηθεί. Ένας από τους αγκιτάτορες της Δυτικής Ακτής περιστασιακά έφθασε μέχρι του σημείου να κατευθύνει τους ακροατές του να ακολουθούν γενικά τις συμβουλές των ηγετών τους χωρίς να προσδιορίσει τι είδους ηγέτες εννοούσε. Η ηγεσία ως τέτοια, κενή από κάθε ευδιάκριτη ιδέα ή σκοπό, εγκωμιάζεται. Η φετιχοποίηση της πραγματικότητας και των κατεστημένων σχέσεων εξουσίας τείνει, περισσότερο από καθετί άλλο, να παρακινήσει το άτομο ώστε να παραδοθεί και να ενωθεί με το υποτιθέμενο κύμα του μέλλοντος.
(4) Ένα από τα ενδιάθετα χαρακτηριστικά της φασιστικής ιεροτελεστίας είναι το υπονοούμενο, ακολουθούμενο κάποιες φορές από την πραγματική αποκάλυψη των γεγονότων που υπαινίσσεται, πιο συχνά όμως όχι. Ξανά, μια ορθολογική αιτία για αυτήν τη συνήθεια μπορεί εύκολα να δοθεί: είτε ο νόμος είτε τουλάχιστον οι κυρίαρχες συμβάσεις αποκλείουν τις δημόσιες δηλώσεις φιλοναζιστικού ή αντισημιτικού χαρακτήρα, και ο ρήτορας που θέλει να μεταδώσει τέτοιες ιδέες πρέπει να καταφύγει σε πιο έμμεσες μεθόδους. Φαίνεται πιθανό, ωστόσο, ότι το υπονοούμενο χρησιμοποιείται, και προκαλεί απόλαυση, ως μια ικανοποίηση καθ’ εαυτήν. Για παράδειγμα, ο αγκιτάτορας λέει “αυτές οι σκοτεινές δυνάμεις, ξέρετε ποιες εννοώ” και το κοινό αμέσως καταλαβαίνει ότι οι παρατηρήσεις του κατευθύνονται ενάντια στους Εβραίους. Οι ακροατές αντιμετωπίζονται έτσι ως μια ενδο-ομάδα που ήδη ξέρει όλα όσα ο ρήτορας επιθυμεί να τους πει και που συμφωνεί μαζί του πριν δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση. Η συμφωνία αισθήματος και γνώμης μεταξύ του ομιλητή και του ακροατή, η οποία αναφέρθηκε προηγουμένως, εγκαθιδρύεται από το υπονοούμενο. Λειτουργεί ως μια επιβεβαίωση της βασικής ταυτότητας μεταξύ ηγέτη και οπαδών. Βέβαια, οι ψυχαναλυτικές συνεπαγωγές του υπονοούμενου ξεπερνούν κατά πολύ αυτές τις επιφανειακές παρατηρήσεις. Αναφορά γίνεται εδώ στον ρόλο που αποδίδεται από τον Φρόυντ στους υπαινιγμούς κατά την αλληλεπίδραση μεταξύ του συνειδητού και ασυνείδητου. Το φασιστικό υπονοούμενο τρέφεται από αυτόν τον ρόλο.
(5) Η εκτέλεση της ιεροτελεστίας ως τέτοιας λειτουργεί σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό ως το ύψιστο περιεχόμενο τη φασιστικής προπαγάνδας. Η ψυχανάλυση έχει δείξει τη συνάφεια της ιεροτελεστικής συμπεριφοράς με την καταναγκαστική νεύρωση· επίσης, είναι προφανές ότι η τυπική φασιστική ιεροτελεστία της αποκάλυψης είναι ένα υποκατάστατο της σεξουαλικής ικανοποίησης. Πέραν αυτού, ωστόσο, ας μας επιτραπούν ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την ιδιαίτερη συμβολική σημασία της φασιστικής ιεροτελεστίας. Δεν απέχουμε πολύ από τον στόχο ερμηνεύοντας την ιεροτελεστία ως την προσφορά μιας θυσίας. Αν η υπόθεση είναι σωστή, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατηγοριών και των ιστοριών φρίκης, από τις οποίες βρίθουν οι φασιστικοί προπαγανδιστικοί λόγοι, είναι προβολές των επιθυμιών των ρητόρων και των οπαδών τους, ολόκληρη η συμβολική πράξη της αποκάλυψης που γιορτάζεται σε κάθε προπαγανδιστικό λόγο εκφράζει, άσχετα από τον βαθμό συγκάλυψης, τον μυστηριακό φόνο του εχθρού. Στο κέντρο της φασιστικής, αντισημιτικής προπαγανδιστικής ιεροτελεστίας υπάρχει η επιθυμία για ιεροτελεστική δολοφονία. Αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί από ένα αποδεικτικό στοιχείο από την καθημερινή ψυχοπαθολογία της φασιστικής προπαγάνδας. Ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει το θρησκευτικό στοιχείο στην αμερικανική φασιστική και αντισημιτική προπαγάνδα έχει αναφερθεί νωρίτερα. Ένας από τους ιερωμένους του φασιστικού ραδιοφώνου της Δυτικής Ακτής είπε σε μια μετάδοση:
Δεν μπορείτε να αντιληφθείτε ότι δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών, αν δεν δοξάσουμε την ιερότητα του Θεού μας, αν δεν κηρύξουμε τη δικαιοσύνη του Θεού στον κόσμο μας, αν δεν κηρύξουμε το γεγονός μιας κόλασης και ενός παραδείσου; Ότι δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών χωρίς την αιματοχυσία; Δεν μπορείτε να αντιληφθείτε ότι μονάχα ο Χριστός και ο Θεός είναι κυρίαρχοι και ότι η επανάσταση θα καταλάβει τελικά το έθνος μας;
Η μεταμόρφωση του χριστιανικού δόγματος σε συνθήματα πολιτικής βίας δεν θα μπορούσε να είναι ωμότερη από ό,τι σε αυτό το απόσπασμα. Η ιδέα ενός μυστηρίου, η “αιματοχυσία” του Χριστού, ερμηνεύεται ευθέως υπό τους όρους μιας “αιματοχυσίας” εν γένει, με το βλέμμα στραμμένο σε μια πολιτική εξέγερση. Η πραγματική αιματοχυσία υποστηρίζεται ως αναγκαία, διότι ο κόσμος έχει υποθετικά εξιλεωθεί από την αιματοχυσία του Χριστού. Ο φόνος επενδύεται με το φωτοστέφανο ενός μυστηρίου. Έτσι, η ύψιστη υπενθύμιση του θυσιασμένου Χριστού στη φασιστική προπαγάνδα είναι η φράση “Judenblut muss fliessen” (“Πρέπει να χυθεί εβραϊκό αίμα”). Η σταύρωση μεταμορφώνεται σε ένα σύμβολο του πογκρόμ. Ψυχολογικά, ολόκληρη η φασιστική προπαγάνδα είναι απλώς ένα σύστημα τέτοιων συμβόλων. Σε αυτό το σημείο πρέπει να στρέψουμε την προσοχή στην καταστροφικότητα ως την ψυχολογική βάση του φασιστικού πνεύματος. Τα προγράμματα είναι αφηρημένα και ασαφή, οι εκπληρώσεις είναι ψεύτικες και απατηλές, διότι η υπόσχεση που εκφράζεται από τον φασίστα ρήτορα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η καταστροφή καθ’ εαυτήν. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι φασίστες αγκιτάτορες επιμένουν στην εγγύτητα καταστροφών κάποιου είδους. Ενώ προειδοποιούν για τον επικρεμάμενο κίνδυνο, αυτοί και οι ακροατές τους συναρπάζονται από την ιδέα του αναπόφευκτου αφανισμού, χωρίς μάλιστα να κάνουν μια σαφή διάκριση μεταξύ της καταστροφής των εχθρών τους και των ίδιων. Αυτή η ψυχική συμπεριφορά, παρεμπιπτόντως, μπορούσε να παρατηρηθεί καθαρά κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του χιτλερισμού στη Γερμανία, και έχει μια βαθιά αρχαϊκή βάση. Ένας από τους δημαγωγούς της Δυτικής Ακτής είπε κάποτε: “Θέλω να πω ότι εσείς, άνδρες και γυναίκες, εσείς και εγώ ζούμε στην πιο φοβερή εποχή της ιστορίας του κόσμου. Ζούμε επίσης στην πιο ευγενική και πιο θαυμαστή εποχή”. Αυτό είναι το όνειρο του αγκιτάτορα, μια ένωση του φρικιαστικού και του θαυμαστού, ένα ντελίριο εκμηδένισης που μεταμφιέζεται σε σωτηρία. Η ισχυρότερη ελπίδα για την αποτελεσματική αντιπαράθεση με όλο αυτό τον τύπο της προπαγάνδας βρίσκεται στη κατάδειξη των αυτοκαταστροφικών του συνεπειών. Η ασυνείδητη ψυχολογική επιθυμία για αυτοεκμηδένιση αναπαράγει πιστά τη δομή του πολιτικού κινήματος που μεταμορφώνει τελικά τους οπαδούς του σε θύματα.
[i] Συγγραφείς: Τ.Β. Αντόρνο, Λέο Λόβενταλ [Leo Lowenthal], Πωλ Β. Μάσσινγκ [Paul W. Massing]. [Αργότερα εκδόθηκαν ως εξής: Τ.Β. Αντόρνο κ.ά., Η αυταρχική προσωπικότητα. Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1950. Λ. Λόβενταλ και Ν. Γκούτερμαν [N. Guterman],
Προφήτες της απάτης: Μια μελέτη των μηχανισμών του αμερικανού αγκιτάτορα. Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1949. Π. Μάσσινγκ,
Πρόβα για καταστροφή: Μια μελέτη του πολιτικού αντισημιτισμού στην αυτοκρατορική Γερμανία. Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1949. Ο Αντόρνο δεν αναφέρεται στη δική του μακροσκελή μελέτη της αμερικανικής φασιστικής προπαγάνδας, γραμμένη γύρω στο 1943, η οποία αναπτύσσει τα επιχειρήματα της παρούσας εργασίας αλλά δεν δημοσιεύθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του: “Ο ψυχολογικός μηχανισμός των ραδιοφωνικών λόγων του Μαρτίνου Λούθερ Τόμας [Martin Luther Thomas]”.
Άπαντα 9.1. Φρανκφούρτη, Suhrkamp, 1975.]
[ii] Μ. Χορκχάιμερ [M. Horkheimer], “Κοινωνιολογικό υπόβαθρο της ψυχαναλυτικής προσέγγισης”, στο Ε. Ζίμμελ [E. Simmel] (επ.),
Αντισημιτισμός: Μια κοινωνική ασθένεια. Νέα Υόρκη, International University Press, 1946.
[iii] Όλα τα αποσπάσματα έχουν ληφθεί κυριολεκτικά, χωρίς καμιά αλλαγή, από στενογραφημένς σημειώσεις. [Τα παραθέματα προέρχονται από τον Μάρτιν Λούθερ Τόμας.]
[iv] Διάσημος βιενέζος ηθοποιός, περίπου των αρχών του αιώνα.
[v] [Ο Αντόρνο αναλύει τριάντα τρεις “μηχανισμούς” στο “Ο ψυχολογικός μηχανισμός των ραδιοφωνικών λόγων του Μαρτίνου Λούθερ Τόμας”.]
[vi] [Α. Μακ Κλουνγκ Λι και Ε. Μπράιαντ-Λι [E. Briant-Lee] (επ.),
Η υψηλή τέχνη της προπαγάνδας: Μια μελέτη των λόγων του ιερωμένου Κόφλιν. Νέα Υόρκη, Harcourt-Brace, 1939.]