Category Archives: Αταξινόμητα
EDUARDO GALEANO, ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Κλουβιά που ταξιδεύουν
Ο δουλέμπορος που περισσότερο αγαπούσε την ελευθερία είχε ονομάσει τα καλύτερά του πλοία ”Βολταίρος” και ‘Ρουσό”.
Μερικοί τους είχαν δώσει ευλαβικά ονόματα: ”Ψυχή”, ”Ευσπλαχνία”, ”Προφήτης Δαυίδ”, ”Ιησούς”, ”Άγιος Αντώνιος”, ”Άγιος Μιχαήλ”, ”Ιάκωβος”, ”Άγιος Φίλιππος”, ”Αγία Άννα”, ”Άμωμος Σύλληψη”.
Άλλοι εκδήλωναν την αγάπη τους για την ανθρωπότητα, τη φύση και τις γυναίκες: ”Ελπίδα”, ”Ισότητα”, ”Φιλία”, ”Ήρωας”, ”Ουράνιο Τόξο”, ”Περιστέρι”, ”Αηδόνι”, ”Κολιμπρί”, ”Επιθυμία”, ”Αξιαγάπητη Ντέπυ”, ”Μικρή Πόλυ”, ”Αγαπημένη Σεσίλια”, ”Φρόνιμη Χάνα”.
Τα πιο ειλικρινή πλοία έφεραν ονόματα όπως ”Υποτέλεια”, και ”Φρουρός”.
Όταν ένα φορτίο με εργατικά χέρια πλησίαζε το λιμάνι, δεν σήμαιναν σειρήνες, ούτε έριχναν πυροτεχνήματα για να αναγγείλουν τον ερχομό τους. Δεν ήταν ανάγκη. Ο κόσμος το καταλάβαινε από την μπόχα.
Το εμπόρευμα με τη φριχτή μυρωδιά βρισκόταν στοιβαγμένο στα αμπάρια. Οι σκλάβοι ήταν καλά δεμένοι και ακίνητοι μέρα νύχτα, ώστε να μην χαραμίζεται ούτε σπιθαμή από τον πολύτιμο χώρο. Κατουρούσαν και αφόδευαν ο ένας πάνω στον άλλο, έτσι αλυσοδεμένοι όπως ήταν αναμεταξύ τους από το λαιμό, τους καρπούς και τους αστραγάλους, και όλοι μαζί σε μεγάλες σιδερένιες μπάρες.
Πολλοί πέθαιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Κάθε πρωί, οι φύλακες πετούσαν τους μπόγους στη θάλασσα.
Τα παιδιά της οδοιπορίας
Οι άθλιες βάρκες με τους μετανάστες που καταποντίζονται στη θάλασσα είναι τα δισέγγονα εκείνων των δουλεμπορικών.
Οι σημερινοί σκλάβοι, που δεν ονομάζονται πια έτσι, έχουν την ίδια ελευθερία που είχαν και οι πρόγονοί τους, όταν τους χτυπούσαν με το μαστίγιο και τους πετούσαν στις φυτείες της Αμερικής.
Δεν φεύγουν: τους αναγκάζουν. Κανείς δεν μεταναστεύει επειδή το θέλει.
Από την Αφρική κι από πολλά άλλα μέρη, οι απελπισμένοι προσπαθούν να γλιτώσουν από τον πόλεμο, την ξηρασία, τη χέρσα γη, τα μολυσμένα ποτάμια και την άδεια τους κοιλιά.
Το εμπόριο ανθρώπινης σάρκας αποτελεί σήμερα μία από τις καλύτερες εξαγωγικές δραστηριότητες του Νότου.
Απόσπασμα από βιβλίο του Eduardo Galeano, Καθρέφτες Μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία, μετάφραση: Ισμήνη Κανσή (Εκδ. Πάπυρος)
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, λέει η γνωστή ρήση, όμως ο Γκαλεάνο έχει θέσει ως προγραμματικό στόχο της συγγραφικής του πορείας να γράψει την ιστορία που δεν πρόλαβαν να γράψουν οι ηττημένοι, οι αφανείς, οι αδύναμοι, οι ”ελάσσονες”, αλλά και αυτοί που τόλμησαν στο πέρασμα των αιώνων να ορθώσουν το ανάστημά τους σε κάθε μορφή εξουσίας, να δώσει φωνή σ’ αυτούς που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν. Στους Καθρέφτες ο Γκαλεάνο γράφει μια ”σχεδόν παγκόσμια ιστορία”, που ξεκινά από τους κοσμογονικούς μύθους και την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη και φτάνει μέχρι την αυγή του 21ου αιώνα. Σε εξακόσια αφηγήματα-βινιέτες που αναπτύσσονται χρονολογικά αλλά και θεματικά, μιλά για τον αγώνα του ανθρώπου για ζωή, για την ομορφιά, τις γυναίκες και τους άνδρες, για τον πόλεμο, την φτώχεια, τις κοινωνικές ανισότητες και τον ρατσισμό, για τον επεκτατισμό και την αδηφαγία της Δύσης, για τη φύση και την καταστροφή της, για το ποδόσφαιρο και τα ΜΜΕ.
Με τους Καθρέφτες ο Εδουάρδο Γκαλεάνο προσφέρει ένα έργο ιστορίας και πολιτικού στοχασμού επιδιώκοντας να φέρει στο φως την άλλη όψη του κόσμου, να αναδείξει τις πολλαπλές πτυχές του ιστορικού βιώματος του ανθρώπου τις οποίες αποκρύπτουν οι επίσημες, εξουσιαστικές αφηγήσεις του ιστορικού παρελθόντος.
Antifa ★ Lab
Loic Wacquant – Γκέτο και αντι-γκέτο: Μια ανατομία της νέας αστικής φτώχειας
Ο Loic Wacquant μιλά για το νέο του βιβλίο, Urban Outcasts, μία ανάλυση των μεταμορφώσεων των αμερικανικών γκέτο και των ευρωπαϊκών αστικά υποβαθμισμένων περιοχών που παρουσιάζουν συγκέντρωση μεταναστών. Υποστηρίζει ότι τα banlieues της Κόκκινης Ζώνης στη Γαλλία συγκροτούν, αυτό που ονομάζει, αντι-γκέτο: χώρους εθνικά ανομοιογενείς, με πορώδη σύνορα, φθίνοντες θεσμούς, και χωρίς μια κοινή πολιτιστική ταυτότητα. |
Στο Urban Outcasts (Απόβλητοι των πόλεων) κάνετε μια μεθοδική σύγκριση της εξέλιξης του μαύρου αμερικανικού γκέτο και της γαλλικής λαϊκής περιφέρειας ή banlieue,τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Γιατί επιχειρήσατε αυτή τη σύγκριση και τι αποκαλύπτει για το μεταβαλλόμενο πρόσωπο της φτώχειας στην πόλη;
Loic Wacquant: Αυτό το βιβλίο γεννήθηκε από τη σύγκλιση δύο σοκ, το πρώτο προσωπικό και το δεύτερο πολιτικό. Το προσωπικό σοκ ήταν η ανακάλυψη, από πρώτο χέρι, του μαύρου αμερικανικού γκέτο – ή αυτού που απέμεινε- όταν μετακόμισα στο Σικάγο κι έζησα για έξι χρόνια στην περιφέρεια της Νότιας Πλευράς της πόλης. Ερχόμενος από τη Γαλλία, σοκαρίστηκα από την ένταση της αστικής ερήμωσης, του φυλετικού διαχωρισμού, της κοινωνικής στέρησης και της βίας του δρόμου που συγκεντρώνονται σ’ αυτή την terra non grata , την οποία οι ‘απέξω’, συμπεριλαμβανομένων πολλών διανοουμένων, φοβούνται, αποφεύγουν και υποτιμούν.
Το πολιτικό σοκ ήταν ο διάχυτος ηθικός πανικός για τη γκετοποίηση στη Γαλλία και σ’ ένα μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1990, τα μέσα επικοινωνίας, οι πολιτικοί, ακόμη και κάποιοι ερευνητές, είχαν φτάσει να πιστεύουν ότι οι εργατικές γειτονιές στις περιφέρειες ευρωπαϊκών πόλεων μετατρέπονταν σε γκέτο, κατά το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών. Έτσι η δημόσια συζήτηση και η κρατική πολιτική επαναπροσδιορίζονταν προς την καταπολέμηση της ανάπτυξης των λεγόμενων γκέτο, με βάση την αντίληψη ότι υπήρχε ‘αμερικανοποίηση’ της αστικής φτώχειας, δηλαδή ότι διακρινόταν από μια όλο και βαθύτερη εθνική διαίρεση, αυξανόμενο διαχωρισμό και αχαλίνωτη εγκληματικότητα.
Το άθροισμα αυτών των δυο σοκ γέννησε το ερώτημα που έδωσε ζωή σε μια δεκαετία έρευνας: υπάρχει σύγκλιση μεταξύ των αμερικανικών γκέτο και των ευρωπαϊκών αστικά υποβαθμισμένων περιοχών που παρουσιάζουν συγκέντρωση μεταναστών, και εάν όχι, τότε τι συμβαίνει; Και τι καθορίζει τη μεταμόρφωσή τους; Για να απαντήσω σ’ αυτές τις ερωτήσεις, μάζεψα στατιστικά στοιχεία και έκανα επιτόπια παρατήρηση σ’ ένα ρημαγμένο τμήμα της ‘Μαύρης Ζώνης’ του Σικάγο και σε ένα αποβιομηχανοποιημένο προάστιο της ‘Κόκκινης Ζώνης’ του Παρισιού, μεταξύ του αεροδρομίου του Ρουασί και της πρωτεύουσας. Επίσης, κατασκεύασα ξανά την ιστορική τροχιά τους, γιατί κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι συνέβη σ’ αυτές τις παρακμασμένες γειτονιές, στη δεκαετία του 1990, αν δεν λάβει υπόψη τον πλήρη κύκλο του εικοστού αιώνα, που σφραγίστηκε από την άνθιση και, στη συνέχεια, το τέλος της βιομηχανοποίησης τύπου Φορντ και κεΪνσιανού κράτους πρόνοιας.
Τι συνέβη λοιπόν στην αμερικανική Μαύρη Ζώνη και τη γαλλική Κόκκινη Ζώνη και κατά πόσο συγκλίνουν;
Loic Wacquant:Για την αμερικανική πλευρά έδειξα ότι, μετά τις ταραχές της δεκαετίας του 1960, το γκέτο των μαύρων εξερράγη ή, αν θέλετε, κατέρρευσε, λόγω της ταυτόχρονης σύμπτυξης της οικονομίας της αγοράς και της περιστολής του κοινωνικού κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα αστική μορφή που ονομάζω υπεργκέτο, η οποία χαρακτηρίζεται από διπλό αποκλεισμό με βάση τη φυλή και την τάξη και ενισχύεται από μια κρατική πολιτική που σχετίζεται με την υποχώρηση της πρόνοιας και την αστική εγκατάλειψη. Όταν λοιπόν μιλάμε για το αμερικανικό γκέτο, επιβάλλεται να το τοποθετούμε ιστορικά και να μην το συγχέουμε με το ‘κοινοτικό γκέτο’ της δεκαετίας του 1950 και τον απόγονο του τού τέλους του αιώνα. Το κοινοτικό γκέτο ήταν ένας κόσμος παράλληλος, ‘μια μαύρη πόλη μέσα στη λευκή’, όπως αναφέρουν οι αφρο-Αμερικανοί κοινωνιολόγοι St. Clair Drake και Horace Cayton,στο σπουδαίο βιβλίο τους Black Metropolis. Χρησίμευε ως δεξαμενή ανειδίκευτων εργατικών χεριών για τα εργοστάσια και ο πυκνός ιστός των οργανώσεών του αποτελούσε ένα είδος προστασίας έναντι της κυριαρχίας των λευκών. Με την από-βιομηχανοποίηση και τη μεταστροφή στον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό, το υπεργκέτο δεν έχει οικονομική λειτουργία και στερείται κοινοτικών οργανώσεων, τις οποίες υποκατέστησαν κρατικοί θεσμοί κοινωνικού ελέγχου. Είναι ένα εργαλείο σκέτου αποκλεισμού, ένα απλό δοχείο υποδοχής για τα στιγματισμένα τμήματα του μαύρου προλεταριάτου: τους άνεργους, τους αποδέκτες της πρόνοιας, τα εγκληματικά στοιχεία και τους συμμετέχοντες στην ανθούσα παραοικονομία.
Σε ό, τι αφορά στη γαλλική πλευρά, αποδεικνύεται πως τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας και η αντίληψη πολιτικής κάνουν λάθος: οι περιφέρειες των χαμηλότερων τάξεων έχουν υποστεί μια διαδικασία εξαθλίωσης και σταδιακής αποσύνθεσης που τις απομάκρυνε από το πρότυπο του γκέτο. Το γκέτο είναι ένας εθνικά ομοιογενής θύλακας που περιλαμβάνει όλα τα μέλη μιας κατώτερης κατηγορίας και τους θεσμούς τους, αποτρέποντας την πρόκληση εντάσεων στην πόλη. Σήμερα, τα παρακμάζοντα banlieues είναι μικτά και, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, έχουν γίνει πιο ποικίλα από πλευράς εθνικής στρατολόγησης – περιλαμβάνουν συνήθως μια πλειοψηφία Γάλλων πολιτών και μετανάστες από δυο έως και τρεις ντουζίνες εθνικότητες. Η αυξανόμενη παρουσία αυτών των μεταναστών της μετα-αποικιακής εποχής οφείλεται στη μείωση του χωροταξικού διαχωρισμού τους : παλιότερα ήταν αποκλεισμένοι από τα δημόσια συγκροτήματα κατοικιών και επομένως πιο απομονωμένοι. Και οι κάτοικοι που ανέρχονται στην ταξική δομή μέσα απ’ το σχολείο, την αγορά εργασίας ή την επιχειρηματικότητα σπεύδουν να εγκαταλείψουν αυτές τις υποβαθμισμένες περιοχές.
Τα banlieues της Κόκκινης Ζώνης έχουν επίσης χάσει τους περισσότερους από τους τοπικούς θεσμούς που συνδέονταν με το Κομμουνιστικό Κόμμα (στο οποίο χρωστούν το υποκοριστικό τους), οργάνωναν τη ζωή γύρω από το τρίο του εργοστασίου, του συνδικάτου και της γειτονιάς κι έδιναν στον κόσμο συλλογική περηφάνια για την τάξη και την πόλη του. Η εθνική ανομοιογένεια, τα πορώδη σύνορα, η φθίνουσα θεσμική πυκνότητα και η ανικανότητα να δημιουργήσουν μια κοινή πολιτιστική ταυτότητα έκαναν αυτές τις περιοχές το αντίθετο των γκέτο: είναι αντι-γκέτο.
Αυτό δεν συνάδει με την εικόνα που περιγράφουν τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς και οι ακτιβιστές που κινητοποιούνται γύρω από θέματα μετανάστευσης, φυλής και υπηκοότητας, ιδιαίτερα μετά το κύμα ταραχών που σάρωσε τα banlieues των χαμηλότερων τάξεων, τον Νοέμβριο του 2005.
Loic Wacquant:Αυτή είναι μια καλή απεικόνιση, μια καίρια συμβολή της κοινωνιολογίας στην πολιτική συζήτηση: μέσα από τη διαμόρφωση ιδεών και τη συστηματική παρατήρηση, φανερώνει τα αγεφύρωτα κενά- στη συγκεκριμένη περίπτωση την πλήρη αντίφαση- ανάμεσα στη δημόσια αντίληψη και την κοινωνική πραγματικότητα. Οι μετανάστες και τα παιδιά τους στη γαλλική πόλη έχουν μάλλον αναμιχθεί παρά διαχωριστεί. Το κοινωνικό προφίλ και οι ευκαιρίες τους έχουν μάλλον πλησιάσει εκείνες των γηγενών Γάλλων αντί να είναι διαφορετικές, ακόμη κι αν πλήττονται από υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Διαχέονται περισσότερο στο χώρο, αντί να συγκεντρώνονται. Και επειδή τώρα είναι πιο ‘ενσωματωμένοι’ στην εθνική ζωή και ανταγωνίζονται για τα συλλογικά αγαθά, τους βλέπουν ως απειλή και η ξενοφοβία διογκώνεται ανάμεσα στα γηγενή τμήματα της εργατικής τάξης που απειλούνται από μια καθοδική κινητικότητα.
Οι αστικές περιφέρειες στη Δυτική Ευρώπη δεν πάσχουν από γκετοποίηση αλλά από τη διάλυση της παραδοσιακής εργατικής τάξης, που οφείλεται στην ομαλοποίηση της μαζικής ανεργίας και τη διάδοση των αβέβαιων θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης, όπως και στον διασυρμό στη δημόσια συζήτηση. Στην πραγματικότητα, η συζήτηση για τη ‘γκετοποίηση’ αποτελεί μέρος της συμβολικής δαιμονοποίησης των περιοχών των χαμηλότερων τάξεων, που γίνονται έτσι κοινωνικά ασθενέστερες και πολιτικά περιθωριοποιημένες.
Το Urban Outcasts δείχνει ότι η θέση της ‘σύγκλισης’ μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής στο πρότυπο του μαύρου γκέτο είναι εμπειρικά λανθασμένη και πολιτικά παραπλανητική. Στη συνέχεια, αποκαλύπτει την ‘ανάδυση’ ενός νέου καθεστώτος αστικής φτώχειας κι από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, διαφορετικού από το καθεστώς των πενήντα χρόνων που προηγήθηκαν και το οποίο ήταν εδραιωμένο στη σταθερή βιομηχανική εργασία και το δίκτυ ασφαλείας του κεϊνσιανού κράτους. Αυτή η προωθημένη περιθωριοποίηση τροφοδοτείται από τον κατακερματισμό της μισθωτής εργασίας, τον επαναπροσδιορισμό της κρατικής πολιτικής μακριά από την κοινωνική προστασία και προς όφελος του καταναγκασμού της αγοράς και από τη γενικευμένη αναζωπύρωση της ανισότητας- είναι η περιθωριοποίηση που παράγει η νεοφιλελεύθερη επανάσταση. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας. Είναι αναγκασμένη να παραμείνει και να αναπτυχθεί, καθώς οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν πολιτικές κατάργησης των κανόνων στην οικονομία και εμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών. Αυτή όμως η κοινωνική πραγματικότητα, που διαμορφώνεται από τη σπανιότητα και την αβεβαιότητα της εργασίας και τον μεταβαλλόμενο ρόλο του κράτους, καθίσταται πιο ασαφής από το εθνοποιημένο ιδίωμα της μετανάστευσης, τη διάκριση, και την ‘ανομοιότητα’. Πρόκειται, ασφαλώς, για πραγματικά ζητήματα, που δεν αποτελούν όμως την κινητήρια δύναμη πίσω από την περιθωριοποίηση της αστικής περιφέρειας στην Ευρώπη. Ακόμη χειρότερα, εξυπηρετούν την απόκρυψη του νέου κοινωνικού ζητήματος- την αβέβαιη εργασία και τις συνέπειές της στη διαμόρφωση του νέου αστικού προλεταριάτου του εικοστού πρώτου αιώνα.
Στο βιβλίο, υπογραμμίζετε τη συλλογική ταπείνωση που νιώθουν οι άνθρωποι που συνωστίζονται στα υπεργκέτο και τα αποβιομηχανοποιημένα banlieue. Οι κάτοικοι της Μαύρης Ζώνης έχουν χάσει τη φυλετική περηφάνια τους και οι αντίστοιχοί τους στην Κόκκινη Ζώνη έχουν χάσει την ταξική περηφάνια τους. Υποστηρίζετε ότι ο ‘εδαφικός στιγματισμός’ είναι η νέα διάσταση της αστικής περιθωριοποίησης στην Αμερική και στην Ευρώπη, στο έμπα του νέου αιώνα.
Loic Wacquant:Πράγματι, ένα από τα διακριτά χαρακτηριστικά της προωθημένης περιθωριοποίησης είναι το διάχυτο χωροταξικό στίγμα που απαξιώνει τους ανθρώπους που βρίσκονται παγιδευμένοι σε υποβαθμισμένες γειτονιές. Σε κάθε προωθημένη κοινωνία, ένας αριθμός αστικών περιοχών ή πόλεων έχουν γίνει εθνικά σύμβολα και συνώνυμα για όλα τα κακά της πόλης: το Clichy-sous-Bois (απ’ όπου ξεκίνησαν οι ταραχές του Νοεμβρίου 2005), στη Γαλλία, το Moss Side του Μάντσεστερ, στην Αγγλία, το Berlin-Neukoln στη Γερμανία, το South-Bronx στη Νέα Υόρκη κλπ. Αυτή η αυξανόμενη δυσφήμηση των υποβαθμισμένων περιοχών της μητρόπολης αποτελεί άμεση συνέπεια της πολιτικής εξασθένησης των Αφρο-αμερικανών στην πολιτική σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών και της εργατικής τάξης στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Όταν μια περιοχή θεωρείται το ‘φρικτό μέρος’ της πόλης, όπου μόνο τα αποβράσματα της κοινωνίας μπορούν να ζήσουν, όταν το όνομά της είναι συνώνυμο με τη φαυλότητα και τη βία στη δημοσιογραφική και πολιτική συζήτηση, ο σπίλος αυτού του μέρους επικαλύπτει τα στίγματα της φτώχειας και της εθνότητας ( που σημαίνει ‘φυλή’ στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποικιακή καταγωγή στην Ευρώπη). Εδώ άντλησα από τις θεωρίες του Ervin Gofman και του δασκάλου μου Pierre Bourdieu για να αναδείξω τον τρόπο με τον οποίο η δημόσια ανυποληψία που πλήττει αυτές τις περιοχές κάνει τους κατοίκους να υποτιμούν τον εαυτό τους και διαβρώνει τους κοινωνικούς δεσμούς τους. Ως αντίδραση στη δυσφήμηση του χώρου, οι κάτοικοι ακολουθούν στρατηγικές αμοιβαίας αποστασιοποίησης και πλάγιας σπίλωσης. Αποσύρονται στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και αποχωρούν από τη γειτονιά (όταν έχουν επιλογή). Αυτές οι πρακτικές συμβολικής αυτοπροστασίας προβάλλουν μια προφητεία αυτό-εκπλήρωσης μέσω της οποίας οι αρνητικές απεικονίσεις του μέρους καταλήγουν να παράγουν σε αυτό την ίδια την πολιτιστική ανομία και τον κοινωνικό ατομικισμό που, σύμφωνα με τις απεικονίσεις αυτές, υπήρχαν ήδη εκεί.
Ο εδαφικός στιγματισμός δεν υπονομεύει μόνο την ικανότητα για συλλογικό προσδιορισμό ταυτότητας και δράση των οικογενειών των χαμηλότερων τάξεων, αλλά πυροδοτεί την προκατάληψη και τη διάκριση στους ‘απέξω’, όπως οι εργοδότες και οι δημόσιες γραφειοκρατίες. Οι νέοι της La Courneuve, της στιγματισμένης πόλης της Κόκκινης Ζώνης, στα περίχωρα του Παρισιού, που μελέτησα, παραπονιούνται διαρκώς ότι πρέπει να κρύβουν τη διεύθυνσή τους όταν ψάχνουν για δουλειά, όταν γνωρίζουν κορίτσια ή πηγαίνουν σε πανεπιστήμιο έξω απ’ την πόλη τους, προκειμένου να αποφύγουν αρνητικές αντιδράσεις φόβου ή απόρριψης. Η αστυνομία τούς μεταχειρίζεται πιο αυστηρά, όταν οι άνδρες της ανακαλύπτουν ότι προέρχονται από αυτή τη σπιλωμένη πόλη που θεωρείται φοβερό ’γκέτο’. Ο εδαφικός στιγματισμός είναι ένα ακόμη εμπόδιο στο δρόμο της κοινωνικοοικονομικής ενσωμάτωσης και της πολιτικής συμμετοχής.
Σημειώστε ότι το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται στη Λατινική Αμερική μεταξύ των κατοίκων των κακόφημων favelas της Βραζιλίας, των poblaciones της Χιλής και των villas miserias της Αργεντινής. Υποπτεύομαι ότι οι κάτοικοι της Villa del Bajo Flores, της La Cava ή της Villa de Retiro στο Μπουένος Άιρες γνωρίζουν με το παραπάνω τι είναι η ‘διάκριση της διεύθυνσης’. Αυτό το εδαφικό στίγμα συνδέεται με τις υποβαθμισμένες περιοχές της αργεντίνικης πόλης για τον ίδιο λόγο που ισχύει για το υπεργκέτο των Ηνωμένων Πολιτειών και τα αντι-γκέτο της Ευρώπης: τη συγκέντρωση σε αυτά των άνεργων, των άστεγων και των μεταναστών χωρίς χαρτιά, όπως και των κατώτερων τμημάτων του νέου αστικού προλεταριάτου που απασχολείται στην παραοικονομία των υπηρεσιών. Και η τάση των κρατικών ελίτ είναι να χρησιμοποιούν το χώρο ως ‘προπέτασμα’ για να αποφεύγουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που έχουν τις ρίζες τους στη μετατροπή της εργασίας.
Αυτό το εδαφικό στίγμα δεν διευκολύνει τη μεταστροφή στο ποινικό κράτος και την εγκαθίδρυση της πολιτικής της ‘μηδενικής ανοχής’, που την παγκόσμια διάδοσή της αναλύσατε στο προηγούμενο βιβλίο σας Les prisons de la misère/ Carceles de la Miseria;
Loic Wacquant:Η σπίλωση του χώρου δίνει στο κράτος αυξημένη ελευθερία να εφαρμόζει επιθετική πολιτική ελέγχου της νέας περιθωριοποίησης που μπορεί να πάρει τη μορφή διασποράς ή ανάσχεσης, ή ακόμη καλύτερα ενός συνδυασμού των δυο προσεγγίσεων. Διασπορά σημαίνει διασκορπισμός των φτωχών στο χώρο και ανάκτηση των εδαφών που παραδοσιακά καταλαμβάνουν, με το πρόσχημα ότι οι γειτονιές τους είναι κακές ‘απαγορευμένες περιοχές’ που απλώς δεν μπορούν να διασωθούν. Αυτό συμβαίνει σήμερα με τη μαζική κατεδάφιση των δημόσιων οικιστικών συγκροτημάτων στην καρδιά του ιστορικού γκέτο της αμερικανικής μητρόπολης και των εξαθλιωμένων περιφερειών πολλών ευρωπαϊκών πόλεων. Χιλιάδες μονάδες τέτοιων κατοικιών καταστρέφονται μέσα στη νύχτα και οι κάτοικοί τους σκορπίζονται σε κοντινές περιοχές ή σε φτωχές συνοικίες, λίγο πιο μακριά, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ‘το πρόβλημα λύθηκε’. Η διασπορά των φτωχών των πόλεων μπορεί να τους καθιστά λιγότερο ορατούς και λιγότερο ενοχλητικούς πολιτικά, αλλά δεν τους δίνει δουλειά ούτε τους εξασφαλίζει ένα βιώσιμο κοινωνικό στάτους.
Η δεύτερη τεχνική για την αντιμετώπιση της αύξησης της προωθημένης περιθωριοποίησης ακολουθεί την αντίθετη τακτική: αποσκοπεί στη συγκέντρωση και συγκράτηση της αναταραχής που δημιουργούν ο κατακερματισμός της εργασίας και η αποσταθεροποίηση της εθνικής (φυλετικής ή εθνικής) ιεραρχίας, απλώνοντας ένα γερό αστυνομικό δίκτυο γύρω από την υποβαθμισμένη γειτονιά και επεκτείνοντας τις φυλακές στις οποίες τα πλέον απείθαρχα στοιχεία εξορίζονται μόνιμα. Αυτή η ποινική ανάσχεση συνοδεύεται συνήθως στο μέτωπο της κοινωνικής πρόνοιας από μέτρα που έχουν στόχο να σπρώξουν τους αποδέκτες της δημόσιας βοήθειας στις κατώτερες χαραμάδες της παραοικονομίας των υπηρεσιών, υπό την ονομασία του ‘συστήματος εκπαίδευσης ανέργων’ (Περιγράφω την εφεύρεση, στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτής της νέας πολιτικής για τη φτώχεια που παντρεύει την περιοριστική ‘εκπαίδευση ανέργων’ με την επεκτατική ‘εκπαίδευση φυλακής’, στο επόμενο βιβλίο μου Punishing the Poor/Castigar a los pobres). Αλλά η πολιτική της mano dura ή ‘μηδενικής ανοχής’ είναι επίσης καταδικασμένη σε αποτυχία. Πετώντας τους άνεργους, τους περιθωριακά απασχολούμενους και τους μικρο-εγκληματίες πίσω απ’ τα κάγκελα, τους κάνουμε ακόμα λιγότερο απασχολούμενους, ενώ αποσταθεροποιούνται ακόμη περισσότερο οι οικογένειες και οι γειτονιές των χαμηλότερων τάξεων. Η ανάπτυξη της αστυνομίας, των δικαστηρίων και των φυλακών για την ανακοπή της περιθωριοποίησης, δεν είναι μόνο εξαιρετικά δαπανηρή και αναποτελεσματική, αλλά επιδεινώνει αυτούς ακριβώς τους ασθενείς που υποτίθεται ότι θεραπεύει. Κι έτσι μπαίνουμε ξανά στον φαύλο κύκλο που επεσήμανε πριν από πολύ καιρό ο Michel Foucault: η αποτυχία της φυλακής να λύσει το πρόβλημα της περιθωριοποίησης χρησιμεύει ως δικαιολογία για τη συνεχιζόμενη επέκτασή της.
Επιπλέον, στην Αργεντινή και τις γειτονικές χώρες που υπέστησαν, στον εικοστό αιώνα, δεκαετίες αυταρχικής διακυβέρνησης, η αστυνομία είναι από μόνη της φορέας βίας και η δικαστική μηχανή ξεχειλίζει από μεροληψία. Έτσι, το ξεδίπλωμα του ποινικού κράτους στον πάτο της ιεραρχίας των τάξεων και των περιοχών ισοδυναμεί με την εκ νέου εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας στα περιθωριακά τμήματα της εργατικής τάξης. Παραβιάζει στην πράξη το ιδανικό της δημοκρατικής υπηκοότητας που θεωρητικά καθοδηγεί τις αρχές. Το κράτος δεν πρέπει να πολεμήσει το σύμπτωμα, την εγκληματική ανασφάλεια, αλλά την αιτία της αστικής αναταραχής: δηλαδή, την κοινωνική ανασφάλεια που το ίδιο το κράτος προκάλεσε καθώς έγινε ο επιμελής υπηρέτης του δεσποτισμού της αγοράς.
Αναδημοσίευση από: http://www.re-public.gr/?p=193
Ερρίκο Μαλατέστα, Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης
Στη μνήμη του Ερρίκο Μαλατέστα ο οποίος πέθανε σαν σήμερα (22/7) το 1932
Ο αριθμός αυτών που δηλώνουν αναρχικοί σήμερα είναι τόσο μεγάλος και κάτω από το όνομα αναρχία κρύβονται θεωρίες τόσο διαφορετικές και αντιφατικές, ώστε θα είχαμε πραγματικά άδικο αν τα χάναμε όταν το κοινό, που δεν είναι εξοικειωμένο με τις ιδέες μας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει αμέσως τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται κάτω από την ίδια τη λέξη, μένει αδιάφορο στη προπαγάνδα μας και μας περιφρονεί. Δεν μπορούμε φυσικά να εμποδίσουμε τους άλλους να χρησιμοποιούν όποιο όνομα θέλουν όσο για το να σταματήσουμε εμείς να λεγόμαστε αναρχικοί. Αυτό δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, γιατί ο κόσμος θα πίστευε απλούστατα ότι αλλάξαμε απόψεις.
Αυτό που όλο και όλο μπορούμε και πρέπει να κάνουμε, είναι να διαχωρίζουμε ξεκάθαρα τη θέση μας από όσους έχουν διαφορετική αντίληψη για την αναρχία και από όσους, αν και έχουν τις ίδιες θεωρητικές απόψεις με μας, βγάζουν από αυτές πρακτικά συμπεράσματα διαφορετικά από τα δικά μας. Ο διαχωρισμός της θέσης μας πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης έκθεσης των ιδεών μας και της ειλικρινούς και αδιάκοπης επανάληψης των απόψεων μας για όλα τα γεγονότα που έρχονται σε αντίθεση με τις ιδέες και την ηθική μας, χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας την υπεράσπιση κάποιου συγκεκριμένου προσώπου ή χώρου. Γιατί αυτή η δήθεν αλληλεγγύη ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ανήκουν και δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στον ίδιο χώρο, υπήρξε ακριβώς ένα από τα βασικά αίτια της σύγχυσης.
Έχουμε φτάσει στο σημείο πολλοί να εξυμνούν στους συντρόφους τα ίδια πράγματα που καταδικάζουν στους αστούς και φαίνεται ότι το μοναδικό τους κριτήριο για το αν μια πράξη είναι καλή ή κακή, είναι το αν αυτός που την έκανε δηλώνει αναρχικός ή όχι. Πολλά σφάλματα έχουν φέρει τους μεν στο σημείο να αντιφάσκει ανοιχτά η πρακτική τους με τις αρχές που διακηρύσσουν θεωρητικά και τους δε να μην ανέχονται τέτοιες αντιφάσεις. Παρόμοια πολλοί λόγοι έχουν φέρει κοντά μας ανθρώπους που στο βάθος αδιαφορούν για την αναρχία και για όλα ξεπερνούν τα στενά τους ατομικά συμφέροντα. Δεν μπορώ να παραθέσω εδώ μια μεθοδική και εξαντλητική μελέτη όλων αυτών των σφαλμάτων, θα αρκεστώ να μιλήσω για αυτά που με έχουν εντυπωσιάσει περισσότερο. Ας μιλήσουμε για την ηθική.
Δεν είναι σπάνιο να συναντάμε αναρχικούς που αρνούνται την ηθική. Στην αρχή λένε απλώς ότι σαν θεωρητική άποψη δεν παραδέχονται καμία απόλυτη, αιώνια και αμετακίνητη ηθική και στην πράξη επαναστατούν εναντίον της αστικής ηθικής, που επιδοκιμάζει την εκμετάλλευση των μαζών και καταφέρεται εναντίον όλων των πράξεων που βλάπτουν ή απειλούν τα συμφέροντα των προνομιούχων. Έπειτα σιγά-σιγά όπως συμβαίνει σε τόσες και τόσες περιπτώσεις παίρνουν το σχήμα του λόγου για επακριβή έκφραση της αλήθειας.
Λησμονούν ότι στην τωρινή ηθική πλάι στους κανόνες που προβάλουν οι παπάδες και τα αφεντιά για να κατοχυρώσουν τη κυριαρχία τους βρίσκονται και άλλοι, περισσότεροι και ουσιαστικότεροι που χωρίς αυτούς θα ήταν αδύνατη κάθε κοινωνική συμβίωση. Λησμονούν ότι το να επαναστατείς εναντίον κάθε κανόνα που επιβάλλεται με τη βία δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να μην έχεις κανένα συναίσθημα υποχρέωσης και καμία ντροπή απέναντι στους άλλους. Λησμονούν ότι για να καταπολεμήσεις σωστά μια ηθική πρέπει να τις αντιπαραθέσεις, τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη μια ηθική ανώτερη. Και καταλήγουν με τη βοήθεια της ιδιοσυγκρασίας τους να και των περιστάσεων να γίνουν ανήθικοι με όλη τη σημασία της λέξης, άνθρωποι χωρίς κανόνες συμπεριφοράς, χωρίς κριτήριο που να καθοδηγεί τις πράξεις τους, που υποκύπτουν παθητικά στη παρόρμηση της στιγμής. Σήμερα στερούνται το ψωμί τους για να βοηθήσουν ένα σύντροφο αύριο θα σκοτώσουν έναν άνθρωπο για να πάνε στις πουτάνες.
Η ηθική είναι το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που θεωρεί καλό κάποιος άνθρωπος. Μπορεί να βρίσκει κανείς κακή την κρατούσα ηθική μιας συγκεκριμένης εποχής μιας χώρας ή μιας κοινωνίας και πράγματι η αστική ηθική είναι κάτι παραπάνω από κακή, όμως δεν μπορούμε να διανοηθούμε μια κοινωνία χωρίς καμία ηθική ούτε ένα συνειδητό άνθρωπο χωρίς κανένα κριτήριο για το τι είναι καλό και κακό για τον εαυτό του και τους άλλους.
Όταν χτυπάμε την τωρινή κοινωνία, αντιπαραθέτουμε στην ατομιστική αστική ηθική την ηθική της αλληλεγγύης και προσπαθούμε να εγκαθιδρύσουμε θεσμούς που ανταποκρίνονται στο πως εμείς κάνουμε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν δεν κάναμε αυτό το πράγμα πως θα μπορούσαμε να βρούμε ότι τα αφεντικά εκμεταλλεύονται το λαό;
Μια άλλη απαράδεκτη άποψη που μερικοί την υποστηρίζουν ειλικρινά και άλλοι την χρησιμοποιούν σα δικαιολογία είναι ότι το σημερινό κοινωνικό περιβάλλον δεν σου επιτρέπει να είσαι ηθικός και ότι κατά συνέπεια μάταια πασχίζεις όταν οι προσπάθειες σου είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία, το καλύτερο είναι να εκμεταλλευόμαστε όσο μπορούμε τις περιστάσεις προς όφελος μας και να μη νοιαζόμαστε για τους άλλους, θα αλλάξουμε ζωή όταν αλλάξει η οργάνωση της κοινωνίας. Βέβαια κάθε αναρχικός καταλαβαίνει σήμερα ότι η αδυσώπητη οικονομική κατάσταση επιβάλει στον άνθρωπο να παλεύει εναντίον των άλλων ανθρώπων και βλέπει σα καλός παρατηρητής πόσο ανίσχυρη είναι η προσωπική επανάσταση ενάντια στο πανίσχυρο κοινωνικό περιβάλλον. Ένα όμως είναι εξίσου αληθινό, ότι χωρίς την προσωπική επανάσταση και χωρίς την συνεργασία με άλλους ανθρώπους επαναστατημένους με σκοπό την αντίσταση στη δύναμη του κοινωνικού περιβάλλοντος και στην προσπάθεια για μετασχηματισμό του, αυτό το κοινωνικό περιβάλλον δεν θα άλλαζε ποτέ.
Είμαστε όλοι χωρίς εξαίρεση, υποχρεωμένοι να ζούμε λίγο πολύ σε αντίθεση με τις ιδέες μας είμαστε όμως αναρχικοί ακριβώς στο μέτρο που βασανιζόμαστε από αυτή την αντίθεση και προσπαθούμε όσο είναι δυνατόν να τη μικρύνουμε. Τη μέρα που δεν θα προσαρμοζόμασταν στο περιβάλλον, δεν θα είχαμε πια τη λαχτάρα να το μετασχηματίσουμε και θα γινόμασταν και εμείς αστοί.
Άφραγκοι ίσως, αλλά όχι λιγότερο αστοί στα έργα και στις επιδιώξεις μας.
Αναδημοσίευση από: http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/theory/725-2013-07-22-10-26-50
Ο Πέτρος Κροπότκιν και οι Λαϊκές Εξεγέρσεις από την Παρισινή Κομμούνα μέχρι την Εξέγερση της Kwangju
Για να αντιληφθούμε καλύτερα την συνεισφορά του Πέτρου Κροπότκιν θα είμαστε απρόσεκτοι εάν δεν προσπαθήσουμε να συνταιριάξουμε την σκέψη του στην εποχή μας. Με την προσοχή μας στην τύχη της Μπολσεβίκικης επανάστασης ένα τέτοιο καθήκον είναι ειλικρινές. Ο Κροπότκιν από μόνος του ήταν ικανός να αναλύει την ανάπτυξη της επανάστασης και την οπισθοδρόμησή της. Πάντως, είναι λίγο πιο δύκσολο να εφαρμόσουμε την σκέψη του Κροπότκιν στην ανάπτυξη των επαναστατικών κινημάτων στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Ενώ η σκέψη του αποτελεί ζωτική σπουδαιότητα της σύγχρονης αναρχικής σκέψης, ο Κροπότκιν είναι ακόμα και σήμερα ελάχιστα γνωστός έξω από τους κύκλους αυτούς. Στη Νότια Κορέα, η Kwangju αποτελεί κεντρικό σταθμό στην ανάπτυξη της σύγχρονης δημοκρατίας κι επίσης η εξέγερση που σημειώθηκε εκεί το 1980 – στην οποία σκοτώθηκαν περίπου 2.000 άτομα – παραμένει ακόμα έξω από τα όρια της ανθρώπινης νόησης. Και στις δύο περιπτώσεις, νομίζω ότι ο Ευρωκεντρισμός παίζει έναν ρόλο στην διαδικασία αυτή της περιθωριοποίησης. Αλλά αισθάνομαι ασφαλής στο να υποστηρίξω ότι εάν ο Κροπότκιν δεν είχε ποτέ εγκαταλείψει την Ρωσία και εάν είχε, επίσης, γράψει τα ίδια βιβλία και άρθρα, έξω από την Ρωσία θα ήταν ελάχιστα γνωστός και δεν θα υπήρχε τίποτα που να τον θυμίζει σήμερα.
Ίσως συγχωρήσουμε τον Κροπότκιν για μια σειρά πράγματα. Στην κορυφή της σειράς των πραγμάτων αυτών βρίσκεται η υποστήριξή του προς την Αντάντ κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάπου αλλού στη σειρά αυτή βρίσκονται και οι Ευρωκεντρικές του προκαταλήψεις. Σήμερα κάποιος αντιμετωπίζει αυτό το είδος ανάλυσης όπως στην «Αλληλοβοήθεια» με κατάπληξη. Η χρησιμοποίηση από αυτόν των «απολίτιστων» και των «βαρβάρων» είναι περιέργως απαρχαιωμένη. Επιπλέον, στις «Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη» βρίσκουμε πλάγιες παραπομπές στα «Ασιατικά σχήματα», αναφορές σε «(…) μια Ανατολίτικη μόδα, με ένα απαίσιο τρόπο» και «ανατολίτικες διασκεδάσεις οι οποίες φαίνονταν αηδιαστικές» («Αναμνήσεις…», σελ. 76, 82, 310, στην αγγλική έκδοση). Υποθέτω ότι ο Κροπότκιν είχε σίγουρα αναπτύξει αυτές τις προκαταλήψεις, οι οποίες στην εποχή του σπανίως ήσαν υπό αμφισβήτηση.
Ο Κροπότκιν ήταν, πριν απ’ όλα, διεθνιστής. Αναλύοντας τον ρόλο της «Le Revolte» – της εφημερίδας που εξέδιδε στην Ελβετία – έγραψε: «Το να κάνεις κάποιον να νιώσει συμπάθεια με τον σφυγμό της καρδιάς του ανθρώπου, με την εξέγερσή του εναντίον της χρόνιας αδικίας, με τις προσπάθειές του να βρει νέες μορφές ζωής – αυτό πρέπει να είναι το κυριότερο καθήκον μιας επαναστατικής εφημερίδας. Είναι ελπίδα, όχι απελπισία, η οποία διεξάγει επιτυχείς επαναστάσεις» («Αναμνήσεις», σελ. 418).
Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Παράλληλα με την Ρωσική Επανάσταση και την εμπειρία του στην Δυτική Ευρώπη, ο Κροπότκιν ανέπτυξε την ανάλυση του για την επανάσταση κυρίως σε σχέση με τα κινήματα στην Γαλλία, ειδικά αυτά κατά την Επανάσταση του 1789-93 και την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Για τον Κροπότκιν, η ελεύθερη κομμούνα ήταν το μέσο και ο σκοπός μιας αυθεντικής επανάστασης. Αντιπάθησε τις αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις και τους γραφειοκράτες εκείνους οι οποίοι επεζήτησαν να θέσουν τους εαυτούς τους πάνω από τις ευθύνες και τα δικαιώματα του λαού. Πολλές φορές, κατηγόρησε αυτούς οι οποίοι κάθονταν σαν στρατηγοί από μακριά και έδιναν διαταγές στα κινήματα των δρόμων («Αναμνήσεις», σελ. 282). Μπορεί κάποιος μόνο να φανταστεί τι θα έλεγε γι’ αυτούς που κάθονται σήμερα στο σπίτι κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων και αύριο γράφουν «εγχειρίδια» γεμάτα συμβουλές για τους ακτιβιστές. Στην εποχή του, συμμετείχε σε ένοπλες διαδηλώσεις και υπερθεμάτιζε την δειλία κάτι που έπρεπε απαραιτήτως να ξεπεραστεί μέσα στο κίνημα («Αναμνήσεις», σελ. 419).
Η πίστη του Κροπότκιν στον απλό λαό ήταν απεριόριστη. Θαυμάζοντας την «αυθόρμητη οργάνωση που επέδειξε ο λαός του Παρισιού» στην Γαλλική Επανάσταση, σημείωσε ότι κάθε τμήμα της πόλης διόρισε τη δική του στρατιωτική και πολιτική επιτροπή, αλλά «ήταν στις Γενικές Συνελεύσεις, οι οποίες συγκαλούνταν το απόγευμα, όπου συζητιόταν κάθε σπουδαίο ζήτημα» («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 313). Αλλά καθώς ο καιρός περνούσε, παρατήρησε ο Κροπότκιν, αυτά τα τμήματα μετασχηματίστηκαν σε όπλα της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας (δηλαδή, σε όργανα του Κράτους). Καθώς 40.000 επαναστατικές επιτροπές απορροφήθηκαν από το Κράτος, η επανάσταση δολοφονήθηκε.
Οι θυσίες χιλιάδων ανθρώπων που έχασαν την ζωή τους στα επαναστατικά κινήματα, αποκάλυψε στον Κροπότκιν την μορφή με την οποία μια αυθεντική επανάσταση θα εμφανιστεί: την «ανεξάρτητη κομμούνα». Μέσα από τα γραφτά του, ο Κροπότκιν αντιλήφθηκε τα δημοκρατικά καθεστώτα και τις αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις ως ικανοποίηση των φιλοδοξιών των ριζοσπαστών της μεσαίας τάξης, εκείνων οι οποίοι ήθελαν μεταρρυθμίσεις του υπάρχοντος συστήματος, για να βελτιώσουν αρκετά το άτομό τους παρά να επαναστατικοποιήσουν ολόκληρη την κοινωνία («Η κατάκτηση του ψωμιού», σελ. 44, 213-14). «Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση έχει φέρει εις πέρας την ιστορική της αποστολή: έχει δώσει μια θνητή μορφή στο νόμο του δικαστηρίου» («Αναρχικός Κομμουνισμός», σελ. 68). «Η απόλυτη μοναρχία αντιστοιχήθηκε στο σύστημα της δουλοπαροικίας. Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση αντιστοιχεί στο σύστημα του καπιταλιστικού νόμου» («Αναρχικός Κομμουνισμός», σελ. 52).
Αναπτύσσοντας τις απόψεις του όσον αφορά την Παρισινή Κομμούνα του 1871, έγραψε:
«Έτσι η εξέγερση της Παρισινής Κομμούνας έφερε την λύση ενός ζητήματος, το οποίο βασάνισε κάθε αληθινό επαναστάτη. Δύο φορές έχει προσπαθήσει η Γαλλία να πετύχει ένα είδος σοσιαλιστικής επανάστασης, προσπαθώντας να το επιβάλλει μέσω μιας κεντρικής κυβέρνησης, περισσότερο ή λιγότερο διατεθειμένης να το δεχτεί: το 1793-94, όταν προσπάθησε να εισαγάγει την πραγματική οικονομική ισότητα μέσω σκληρών Γιακωβίνικων μέτρων και το 1848, όταν προσπάθησε να επιβάλει μια «Δημοκρατική Σοσιαλιστική Δημοκρατία». Και κάθε φορά αποτύγχανε. Αλλά τώρα μας έχει υποδειχθεί μια νέα λύση: η ελεύθερη κομμούνα μπορεί να το κατορθώσει στο δικό της χώρο…» («Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός», σελ. 164).
Η πολιτική μορφή μιας ελεύθερης κοινωνίας ήταν ξεκάθαρα για τον Κροπότκιν η ανεξάρτητη κομμούνα. «Αυτή ήταν η μορφή που έπρεπε να πάρει η κοινωνική επανάσταση, η ανεξάρτητη κομμούνα. Αφήστε όλη την χώρα και όλο τον κόσμο να είναι εναντίον της. Από την στιγμή που οι κάτοικοί της έχουν αποφασίσει ότι θα καταστήσουν κοινόχρηστη την κατανάλωση των εμπορευμάτων, την ανταλλαγή και την παραγωγή τους, πρέπει να την πραγματοποιήσουν μεταξύ τους». («Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός», σελ. 164). Στην αντίληψή του για την Παρισινή Κομμούνα καθώς και των Κομμούνων της Καρθαγένης και της Βαρκελώνης, που ακολούθησαν τα χνάρια της, ο Κροπότκιν δίνει σάρκα και οστά στην έννοια της Κομμούνας ως πολιτική μορφή, μεταφέροντάς την στο μέλλον:
«Εάν αναλύσουμε όχι μόνο αυτό το κίνημα, αλλά ακόμα και τις εντυπώσεις που αυτό άφησε και τις τάσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια της κοινοτικής επανάστασης, πρέπει να αναγνωρίσουμε σ’ αυτή μια υπόδειξη που μας δείχνει ότι στο μέλλον ανθρώπινες συγκεντρώσεις οι οποίες θα είναι περισσότερο προχωρημένες στην κοινωνική τους ανάπτυξη, θα προσπαθήσουν να αρχίσουν μια ανεξάρτητη ζωή και θα προσπαθήσουν, επίσης, να προσηλυτίσουν τα περισσότερο καθυστερημένα μέρη ενός έθνους για παράδειγμα, αντί να επιβάλλουν τις απόψεις τους με το νόμο και την εξουσία ή με το να υποβάλλουν τους εαυτούς τους σε ένα νόμο πλειοψηφίας, ο οποίος είναι πάντα ένας νόμος μετριότητας. Την ίδια στιγμή, η αποτυχία της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης μέσα στα πλαίσια της Κομμούνας καθεαυτής δείχνει ότι η αυτοκυβέρνηση και ο αυτοδιεύθυνση πρέπει να προχωρήσουν παραπέρα από μια απλή περιφερειακή κλίμακα. Για να είναι αποτελεσματική, πρέπει ακόμα να επεκταθεί σε ποικίλες λειτουργίες της ζωής της ελεύθερης κοινότητας». («Αναρχικός Κομμουνισμός», σελ. 51-20.
Σε μια μεταγενέστερη εργασία, ο Κροπότκιν διακήρυξε ότι μετά το 1871 «(…) η ελεύθερη κομμούνα θα είναι εφεξής το μέσο με το οποίο οι ιδέες του σύγχρονου σοσιαλισμού ίσως πραγματοποιηθούν». Και στην «Αλληλοβοήθεια» ανιχνεύει την μορφή την οποία έχει πάρει η κοινοτική συνεργασία και βρίσκεται σε εξέλιξη στην ιστορία.
Μετά το 1917, επέστρεψε στην Ρωσία. Αν και κριτικός προς τους Μπολσεβίκους, δημοσίευσε μόνο δύο μικρές σύντομες δηλώσεις για την επανάσταση, στοχεύοντας κυρίως στο να υπονομεύσει την αντεπανάσταση, τους ξένους στρατούς που στάλθηκαν στην Ρωσία. Επέδειξε, πάντως, ξανά την υποστήριξή του στην ελεύθερη κομμούνα:
«Όλες οι προσπάθειες επανένωσης κάτω από έναν κεντρικό έλεγχο των φυσιολογικά διαχωρισμένων τμημάτων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Βλέπω την στιγμή όπου κάθε μέρος αυτής της ομοσπονδίας θα είναι από μόνο του μια ομοσπονδία ελεύθερων κομμούνων και ελεύθερων πόλεων. Και πιστεύω ακόμα ότι ορισμένα μέρη της Δυτικής Ευρώπης γρήγορα θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο». (Κροπότκιν, «Γράμμα στους Εργάτες της Δυτικής Ευρώπης»).
Σε σχέση με όλες τις επαναστάσεις της εποχής του, έθεσε τον στόχο της αυθεντικής ελευθερίας, την ανεξάρτητη κομμούνα. Αλλά πώς οι λαοί θα εκπληρώσουν αυτό τον στόχο; Ποια μέσα θα χρησιμοποιηθούν; Για τον Κροπότκιν, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη: οι εξεγέρσεις θα προετοιμάσουν το έδαφος. Οι εξεγέρσεις και η ελεύθερη κομμούνα ήταν απαραίτητα βήματα για τον Κροπότκιν, επειδή πίστευε ότι ο λαός από μόνος του είναι που πρέπει να κάνει την δική του επανάσταση και όχι ένα κόμμα εμπροσθοφυλακής ή κάθε άλλη διαφορετικά οργανωμένη μικρή ομάδα. Για τις λαϊκές κινητοποιήσεις τίποτε άλλο δεν ήταν σπουδαιότερο όσο ένα κεντρικό σημείο συνάντησης, όπως ήταν, για παράδειγμα, το Palais Royal κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης:
«Αυτό το Palais Royal, με τους κήπους και τα καφενεία του, είχε γίνει μια υπαίθρια λέσχη, όπου δέκα χιλιάδες άνθρωποι όλων των τάξεων πήγαιναν κάθε μέρα να ανταλλάξουν νέα, να συζητήσουν τα διάφορα φυλλάδια, να ανανεώσουν τον ενθουσιασμό τους για μια μελλοντική δράση, να γνωρίζουν και να καταλάβουν ο ένας τον άλλον». («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ 61).
Ένα παράδειγμα για την σπουδαιότητα των σημείων συνάντησης των λαϊκών κινητοποιήσεων ήταν η 10 Ιουνίου 1789. Αφού μαθεύτηκε ότι έντεκα στρατιώτες έχουν συλληφθεί και φυλακιστεί επειδή αρνήθηκαν να γεμίσουν τα όπλα τους για να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον των πολιτών του Παρισιού, πάνω από 4.000 κόσμος πήγαν αμέσως από το PalaisRoyal να διασώσουν τους στρατιώτες αυτούς. Βλέποντας μια τέτοια μεγάλη δύναμη, οι φύλακες συμμορφώθηκαν και οι δραγόνοι, ξιφουλκώντας με ταχύτητα για να ανακόψουν το πλήθος, απέσυραν τα σπαθιά τους και συναδελφώθηκαν με τον κόσμο». («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 69). Θαυμάζοντας την αυθόρμητη μαχητικότητα του λαού στους δρόμους, ο Κροπότκιν σημείωσε ότι η κλεψιά τελείωσε – ότι τα πλήθη που είχαν τον έλεγχο των καταστημάτων δεν λεηλατούσαν – αλλά μόνο πήραν ό,τι ήταν απαραίτητο για την συλλογική τους διατροφή και την άμυνα («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 75, 106). Καθώς η εξέγερση επεκτάθηκε από την μια πόλη στις άλλες – από το Παρίσι σε σχεδόν όλη την Γαλλία – «Όλη η Ευρώπη ενθουσιάστηκε με τα λόγια και τα παραδείγματα της επανάστασης», ο Κροπότκιν ανίχνευσε πώς η εξέγερση ενοποίησε την Γαλλία με τρόπο που προηγουμένως δεν μπορούσε να φανταστεί. («Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση», σελ. 95, 177).
Μετά την Παρισινή Κομμούνα του 1871, όταν παρόμοιες εξεγέρσεις ξέσπασαν στην Καρθαγένη και στην Βαρκελώνη στην Ισπανία, κατανόησε σχεδόν ότι οι εξεγέρσεις ενέπνευσαν άλλους ώστε να ξεσηκωθούν – ένα φαινόμενο που εγώ το καταλαβαίνω ως Eros effect (δες το βιβλίο μου «The Imagination of the New Left: A Global Analysis of1968). Ο Κροπότκιν σημείωσε ότι οι εξεγέρσεις, ενώ είναι συχνά αποτέλεσμα της απελπισίας, ήταν απαραίτητες στην επανάσταση:
«Εξεγέρθηκαν ακόμα – μερικές φορές με την ελπίδα μιας τοπικής επιτυχίας – κατά την διάρκεια απεργιών ή σε μικρές στάσεις εναντίον κάποιου επίσημου που δεν ήταν αρεστός ή για να αποκτήσουν τροφή για τα πεινασμένα τους παιδιά, αλλά, τις περισσότερες φορές, χωρίς ελπίδα επιτυχίας: απλώς επειδή οι συνθήκες ήσαν ανυπόφορες. Όχι μία ή δύο ή δέκα, αλλά εκατοντάδες παρόμοιες εξεγέρσεις έχουν προηγηθεί και πρέπει να προηγηθούν κάθε επανάστασης. Χωρίς αυτές καμιά επανάσταση δεν μπορεί ποτέ να σφυρηλατηθεί». (Κροπότκιν, «Σύγχρονη Επιστήμη και Αναρχισμός».
Αργότερα διακήρυξε ότι οι εξεγέρσεις δεν είναι μόνο τα μέσα αλλά, επίσης, το κλειδί ώστε να καθοριστούν οι στόχοι της επανάστασης: «Και ίσως σημειωθεί, ως γενικός κανόνας, ότι ο χαρακτήρας κάθε επανάστασης καθορίζεται από τον χαρακτήρα και τον στόχο των εξεγέρσεων, οι οποίες προηγήθηκαν».
Με αυτές τις σκέψεις θα έλθω τώρα στην εξέγερση της Kwangju το 1980, η οποία μας προσφέρει μια εμπειρική επιβεβαίωση των ιδεών του Κροπότκιν. Παρά την κεντρική της σπουδαιότητα στο Κορεάτικο και στα δημοκρατικά κινήματα της Ασίας στη δεκαετία του 1980, σε αρκετό κόσμο η εξέγερση της Kwangju είναι άγνωστη. Θα κάνω πρώτα μια μικρή περίληψη και έπειτα θα απεικονίσω σκιαγραφήσω τα στοιχεία της εξέγερσης, ειδικά αυτά που είναι σπουδαία σε σχέση με ό,τι έχω περιγράψει ως άποψη του Κροπότκιν, για την ελεύθερη κομμούνα και τις εξεγέρσεις γενικά.
Θεμελιωδώς ανθρωπιστής, ο Κροπότκιν κατανόησε τον θάνατο και την διαφθορά που αντίκρισαν αυτοί οι οποίοι εξεγέρθηκαν με κουράγιο. Άφοβος στο να διατηρήσει μια αντίθεση αρχών στην καπιταλιστική τάξη, ακόμα και εάν φυλακιζόταν και του στερούνταν τα πολιτικά δικαιώματα, αρνήθηκε να επιτρέψει να ξεχαστούν τα βάσανα των άλλων. Διαβάζοντας τον ορισμό του για την κτηνωδία της κυβέρνησης, είναι δύσκολο να πούμε εάν αυτό συνέβη στο Παρίσι ή στην Kwangju:
«Πρέπει να πεθάνεις, ό,τι κι αν κάνεις! Εάν σε πάρουν με δεσμά στα χέρια, θάνατος! Εάν εκλιπαρήσεις για ελεημοσύνη, θάνατος! Όποιο δρόμο και να πάρεις, δεξιά, αριστερά, πίσω, μπροστά, πάνω, κάτω, θάνατος! Δεν είσαι μόνο έξω από το νόμο, είσαι και έξω από την ανθρωπότητα. Ούτε η ηλικία σου ούτε το φύλλο σου θα σε σώσει εσένα και τους δικούς σου. Πρέπει να πεθάνεις, αλλά πρώτα πρέπει να δοκιμάσεις την αγωνία της συζύγου σου, της αδελφής σου, των γιων και των θυγατέρων σου, ακόμα και αυτών στην κούνια! Μπροστά στα μάτια σου ο τραυματισμένος άνθρωπος θα συρθεί από το ασθενοφόρο και θα τρυπηθεί με τις ξιφολόγχες ή θα χτυπηθεί με ρόπαλο ή με καραμπίνα. Θα τον σύρουν και θα αφεθεί με σπασμένο πόδι ή ματωμένο μπράτσο και θα εκσφενδονιστεί σαν ταλαίπωρο δεμάτι, με βογκητά δεμάτι, στο χαντάκι. Θάνατος! Θάνατος! Θάνατος!». (Πέτρος Κροπότκιν, «Η Παρισινή Κομμούνα», 1895).
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ KWANGJU
Κατά τους περασμένους δύο αιώνες δύο ήσαν τα γεγονότα εκείνα που στάθηκαν απαράμιλλοι φάροι της αυθόρμητης ικανότητας χιλιάδων απλών ανθρώπων να αυτοκυβερνηθούν: Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 και η Λαϊκή Εξέγερση της Kwangju, το 1980. Και στις δύο πόλεις μια άοπλη μάζα πολιτών, εναντίον της κυβέρνησής τους, ανέλαβε κατ’ αποτελεσματικό τρόπο τον έλεγχο του δημόσιου χώρου, διατηρώντας τον παρά την παρουσία πολύ καλά οπλισμένων στρατιωτικών δυνάμεων που επεδίωξαν να επαναφέρουν τον «νόμο και την τάξη». Εκατοντάδες χιλιάδες λαού ξεσηκώθηκαν τότε και δημιούργησαν λαϊκά όργανα πολιτικής εξουσίας τα οποία αντικατέστησαν τις παραδοσιακές μορφές διακυβέρνησης, με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. Οι αριθμοί των εγκλημάτων έπεσαν κατακόρυφα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης και ο λαός, που πριν δεν είχε καμία ανάλογη εμπειρία, σχημάτισε μορφές φιλίας του ενός με τον άλλον.
Οι απελευθερωμένες πραγματικότητες της Κομμούνας του Παρισιού και αυτής της Kwangju αντιβαίνουν στον ευρύτατα καλλιεργημένο μύθο ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση κακοί και γι’ αυτό χρειάζονται σκληρές κυβερνήσεις ώστε να διατηρηθεί η τάξη και η δικαιοσύνη. Μάλλον, η συμπεριφορά των πολιτών κατά την διάρκεια αυτών των στιγμών της απελευθέρωσης αποκάλυψε μια έμφυτη ικανότητα για αυτοκυβέρνηση και συνεργασία.. Ήταν οι κυβερνητικές δυνάμεις και όχι ο ακυβέρνητος λαός που αντέδρασαν με μεγάλη κτηνωδία και αδικία.
Τα γεγονότα στην Kwangju ξετυλίχθηκαν μετά την δολοφονία του δικτάτορα της Νότιας Κορέας, Park Chung-Hee, από τον αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών. Με την ευφορία από την θάνατο του Park, οι φοιτητές ηγήθηκαν ενός τεράστιου κινήματος υπέρ της δημοκρατίας, αλλά ο στρατηγός, Chun Doo-Hwan, κατέλαβε την εξουσία και απείλησε με βίαιη καταστολή εάν συνεχιστούν οι διαδηλώσεις. Σε όλη την Κορέα, με μόνη την εξαίρεση την Kwangju, ο λαός κλείστηκε στα σπίτια του. Με την υποστήριξη των ΗΠΑ, η νέα στρατιωτική κυβέρνηση εξαπέλυσε εναντίον της Kwangju παραστρατιωτικά σώματα για της δώσουν ένα μάθημα. Από την στιγμή που τα σώματα αυτά έφτασαν στην Kwangju, εγκαινίασαν ένα όργιο αφάνταστης τρομοκρατίας σε βάρος του πληθυσμού. Στις πρώτες μάχες που διεξήχθησαν, στις 18 Μαΐου 1980, οι άντρες των σωμάτων αυτών έσπασαν τα κεφάλια των άοπλων φοιτητών. Καθώς οι διαδηλωτές διασκορπίστηκαν για περισσότερη ασφάλεια και ανασυγκροτήθηκαν ξανά, οι παραστρατιωτικοί επιτέθηκαν με ανανεωμένη μοχθηρία. «Μια ομάδα παραστρατιωτικών έκανε επίθεση σε κάθε ένα φοιτητή ξεχωριστά, σπάζοντας το κεφάλι του και τα κόκαλά του και κλωτσώντας τον στο πρόσωπο. Όταν τελείωναν, ο φοιτητής έμενε μια άμορφη μάζα κρέατος σε ρούχα» (Lee Jae-Eui, Kwangju Diary: Beyond the Darkness of the Age, σελ. 46). Τα σώματα των φοιτητών φορτώνονταν σε φορτηγά όπου στρατιώτες συνέχιζαν να τα χτυπούν και να τα κλωτσούν. Την νύχτα οι παραστρατιωτικοί είχαν εγκαταστήσει φρουρές σε αρκετά πανεπιστήμια.
Καθώς οι φοιτητές αμύνθηκαν, οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν ξιφολόγχες εναντίον τους και συνέλαβαν περισσότερες δεκάδες διαδηλωτών, αρκετοί από τους οποίους ξεγυμνώθηκαν, βιάστηκαν και κακοποιήθηκαν περαιτέρω. Ένας στρατιώτης κραδαίνοντας την ξιφολόγχη του σε κρατούμενους φοιτητές, ούρλιαζε: «Με την ξιφολόγχη αυτή έκοψα τα στήθια σαράντα γυναικών Viet Cong στο Βιετνάμ»! Ο τοπικός πληθυσμός είχε σοκαριστεί από την αντίδραση αυτή των παραστρατιωτικών. Οι τελευταίοι ήταν τόσο πολύ εκτός ελέγχου που μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου ακόμα και τον διευθυντή πληροφοριών ενός τοπικού αστυνομικού τμήματος, ο οποίος προσπάθησε να τους σταματήσει από το να είναι τόσο κτηνώδεις» (Kwangju Diary, σελ. 79).
Αλλά, παρά τις επιθέσεις και τις εκατοντάδες συλλήψεις, οι φοιτητές συνέχισαν να ανασυγκροτούνται και να αμύνονται. Καθώς η πόλη κινητοποιήθηκε την επόμενη ημέρα, λαός από κάθε τάξη και επάγγελμα κατέκλυσε τους δρόμους και οι φοιτητές μεταβλήθηκαν σε μειοψηφία μέσα στο πλήθος (The May 18 Kwangju Democratic Uprising, σελ. 127). Αυτή η αυθόρμητη γενίκευση του λαϊκού κινήματος ξεπέρασε τις παραδοσιακές διαιρέσεις ανάμεσα σε τάξεις, μια από τις πρώτες ενδείξεις γενίκευσης της εξέγερσης. Οι παραστρατιωτικοί, για μια ακόμα φορά, κατέφυγαν στην σκληρή κτηνωδία – σκοτώνοντας και ακρωτηριάζοντας ανθρώπους οι οποίοι έτυχε να βρίσκονται στους δρόμους. Ακόμα, οδηγοί ταξί και λεωφορείων οι οποίοι προσπάθησαν να βοηθήσουν τραυματισμένους και ματωμένους ανθρώπους, χτυπήθηκαν και μερικοί δολοφονήθηκαν. Μερικοί αστυνομικοί προσπάθησαν να απελευθερώσουν κρυφά κάποιους κρατούμενους, αλλά και αυτοί, επίσης, χτυπήθηκαν με τις ξιφολόγχες των παραστρατιωτικών (Kwangju Diary, σελ. 113). Αρκετοί αστυνομικοί απλώς πήγαν σπίτι τους ενώ ο αρχηγός της αστυνομίας αρνήθηκε να διατάξει τους άντρες του να ανοίξουν πυρ κατά των διαδηλωτών, παρά την επιμονή των στρατιωτικών να το κάνει.
Ο κόσμος αμύνθηκε με πέτρες, μπαστούνια, μαχαίρια, σωλήνες, σιδερένιες βέργες και σφυριά, εναντίον 18.000 αντρών ειδικής αστυνομίας και πάνω από 3.000 παραστρατιωτικών. Αν και αρκετοί διαδηλωτές σκοτώθηκαν, η πόλη δεν μπόρεσε να ησυχάσει. Στις 20 Μαΐου, μια εφημερίδα με τίτλο «The Militant’s Bulletin» («Το Δελτίο του Μαχητή») κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, με ακριβή νέα, διαφορετικά απ’ αυτά του επίσημου Τύπου. Στις 6 το απόγευμα ένα πλήθος 5.000 διαδηλωτών ξεχύθηκε εναντίον ενός αστυνομικού οδοφράγματος. Όταν οι παραστρατιωτικοί τους απώθησαν, αυτοί ανασυγκροτήθηκαν και άρχισαν μια καθιστική διαδήλωση. Τότε εξέλεξαν αντιπροσώπους για να προσπαθήσουν (με διαπραγματεύσεις) να διαχωρίσουν την αστυνομία από τον στρατό. Το βράδυ, η διαδήλωση αποτελείτο από 200.000 κόσμο, σε μια πόλη 700.000 πληθυσμού. Το μεγάλο αυτό πλήθος συνένωσε εργάτες, αγρότες, φοιτητές και ανθρώπους κάθε επαγγέλματος και τάξης. Εννιά λεωφορεία και πάνω από διακόσια ταξί ήσαν στην κεφαλή της διαδήλωσης, στην οδό Kumnam. Οι παραστρατιωτικοί επιτέθηκαν ξανά κτηνωδώς, αλλά αυτή την φορά ήταν ολόκληρη σχεδόν η πόλη που αμύνθηκε. Κατά την διάρκεια της νύχτας αυτοκίνητα, τζιπ, ταξί και άλλα οχήματα παραδόθηκαν στις φλόγες και οδηγήθηκαν εναντίον στις στρατιωτικές δυνάμεις. Αν και ο στρατός επιτέθηκε αρκετές φορές, η διαδήλωση τερμάτισε στην Πλατεία Δημοκρατίας. Στον σιδηροδρομικό σταθμό σκοτώθηκαν αρκετοί διαδηλωτές και στο Province Hall, γειτονικό στην Πλατεία Δημοκρατίας, οι παραστρατιωτικοί άνοιξαν πυρ στο πλήθος με όπλα M-16, σκοτώνοντας περισσότερους.
Ο λογοκριμένος Τύπος δεν ανέφερε τίποτα για τους νεκρούς. Αντίθετα, λανθασμένες πληροφορίες για βανδαλισμούς και μικρές αστυνομικές επιχειρήσεις ήσαν τα κατασκευασμένα νέα που μεταδίδονταν. Δεν έγινε κανένας λόγος για την κτηνωδία του στρατού. Αφού και τα νέα αυτά δεν έδωσαν την πραγματική διάσταση των γεγονότων, χιλιάδες κόσμος περικύκλωσε το κτίριο Τύπου. Γρήγορα η διεύθυνση και η φρουρά του κτιρίου υποχώρησαν και το πλήθος ξεχύθηκε μέσα σ’ αυτό και μην γνωρίζοντας να χρησιμοποιεί τα εργαλεία κλπ, παρέδωσε το κτίριο στις φλόγες. Το πλήθος έβαλε από τότε ως στόχους του και άλλα κτίρια.
«Την 1 την νύχτα το πλήθος κατευθύνθηκε στην Εφορία, όπου έσπασε τα έπιπλα και έβαλε φωτιά. Ο λόγος ήταν ότι οι φόροι, που έπρεπε να χρησιμοποιούνται για την βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, χρησιμοποιούνταν από τον στρατό και για την παραγωγή όπλων που σκοτώνουν τους ανθρώπους. Ήταν ασυνήθιστο το ότι πυρπολήθηκαν τα κτίρια του Τύπου και της Εφορίας ενώ προστατεύτηκαν το κτίριο της αστυνομίας και άλλα κτίρια (The May 18 Kwangju Democratic Uprising, σελ. 138).
Πάντως, εκτός από δύο κτίρια Τύπου και την Εφορία, η Επιθεώρηση Εργασίας, ο σταθμός αυτοκινήτων του Province Hall και 16 αστυνομικά οχήματα πυρπολήθηκαν και αυτά. Η τελική μάχη δόθηκε στις 4 τα ξημερώματα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν ξανά όπλα Μ-16 εναντίον του πλήθους, σκοτώνοντας αρκετούς διαδηλωτές που βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές. Άλλοι διαδηλωτές, όμως, σκαρφάλωσαν στο κτίριο και σε κολώνες, επιτiθέμενοι από εκεί στους στρατιώτες. Και εκεί ήταν που με ένα απίστευτο σθένος ο κόσμος υπερίσχυσε και εξανάγκασε σε βιαστική υποχώρηση τον στρατό.
Στις 9 το πρωί της 21ης Μαΐου, περισσότεροι από 100.00 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν ξανά στην οδό Kumnam, έχοντας απέναντί τους παραστρατιωτικούς. Μια μικρή ομάδα φώναζε ότι έπρεπε να πάει κάποιος κόσμος στο Asia Motors (μια στρατιωτική αυτοκινητοβιομηχανία) για να απαλλοτριώσει οχήματα. Μερικές δεκάδες πήγαν προς τα εκεί, φέρνοντας, όμως, πίσω μόνο 7 οχήματα (γιατί ελάχιστοι ήσαν αυτοί που ήξεραν να οδηγούν). Αλλά καθώς εμφανίστηκαν περισσότεροι που γνώριζαν οδήγηση, περίπου 350 οχήματα, μαζί και μερικά τεθωρακισμένα, έπεσαν γρήγορα στα χέρια των διαδηλωτών. Οδηγώντας τα οχήματα αυτά, οι διαδηλωτές έφτασαν σε γειτονιές και χωριά, προσπαθώντας να επεκτείνουν την εξέγερση. Μερικά οχήματα έφεραν ψωμί και νερό και αναψυκτικά από ένα εργοστάσιο της Κόκα-Κόλα. Επίσης, εξελέγησαν μερικοί διαπραγματευτές και στάλθηκαν να διαπραγματευτούν με τον στρατό. Αλλά καθώς γινόταν αυτό άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί εναντίον των διαδηλωτών, τορπιλίζοντας την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα και βάζοντας τέλος στις ελπίδες για ειρηνική διευθέτηση. Για δέκα λεπτά, ο στρατός πυροβολούσε και δεκάδες σκοτώθηκαν ενώ περίπου 500 τραυματίστηκαν.
Οι διαδηλωτές αντέδρασαν αμέσως και σε λιγότερο από δύο ώρες μετά τους πυροβολισμούς το πρώτο αστυνομικό τμήμα δέχτηκε επίθεση και πάρθηκαν όπλα. Έτσι περισσότεροι διαδηλωτές σχημάτισαν ομάδες που επιτέθηκαν σε περισσότερα αστυνομικά τμήματα και τμήματα της εθνικής φρουράς και έγιναν νέες συγκεντρώσεις σε δύο κεντρικά σημεία. Με την βοήθεια ανθρακωρύχων από την Hwasun, οι διαδηλωτές απέκτησαν μεγάλες ποσότητες δυναμίτη και άλλων εκρηκτικών (The May 18 KwangjuDemocratic Uprising, σελ. 143). Περίπου 7 λεωφορεία με εργάτριες ιματισμού πήγαν στο Naju, απ’ όπου απαλλοτρίωσαν εκατοντάδες καραμπίνες και διάφορα πυρομαχικά και τα έφεραν πίσω στη πόλη. Παρόμοιες απαλλοτριώσεις όπλων σημειώθηκαν και στις επαρχίες Changsong, Yoggwang και Tamyang. Η εξέγερση επεκτάθηκε γρήγορα και στις πόλειςHwasun, Naju, Hampyung, Kangjin, Mooan Haenam, Mokpo και αλλού, σε 16 τουλάχιστον συνολικά μέρη της νοτιοδυτικής Κορέας (The May 18 Kwangju Democratic Uprising, σελ. 164). Η ταχύτατη ανάπτυξη της εξέγερσης είναι μια ακόμα ένδειξη της ικανότητας του λαού για αυτοκυβέρνηση και αυτόνομη πρωτοβουλία. Ελπίζοντας να επεκτείνουν την εξέγερση στην Chunju και στην ίδια την Σεούλ, μερικοί διαδηλωτές προσπάθησαν να στήσουν οδοφράγματα σε εθνικές οδούς και δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, αλλά απωθήθηκαν από τον στρατό. Ελικόπτερα του στρατού άνοιξαν πυρ εναντίον οπλισμένων ομάδων διαδηλωτών από την Hwasun και την Yoggwang, οι οποίοι προσπαθούσαν να φτάσουν στην Kwangju. Εάν η δικτατορία δεν είχε υπό τον έλεγχό της τα ΜΜΕ και δεν είχε περιορίσει τα ταξίδια, τότε η εξέγερση θα εξελισσόταν σε πανεθνική κλίμακα.
Στο αποκορύφωμα των στιγμών, αναπτύχθηκε μια δομή η οποία ήταν δημοκρατικότερη από τις προηγούμενες στην πόλη. Σε συγκέντρωση στο Kwangju Park και στο Yu-TongJunction, σχηματίστηκαν οι μαχητικοί πυρήνες και η ηγεσία του κινήματος. Συγκεντρώθηκαν όπλα για να γίνει επίθεση στο Province Hall (όπου ο στρατός είχε το αρχηγείο του). Στις 5.30 το απόγευμα ο στρατός υποχώρησε και από τις 8 το βράδυ ο λαός έλεγχε την πόλη. Χαρμόσυνοι ήχοι παντού. Αν και τα όπλα του λαού, που ήσαν από την εποχή του Β’ Παγκoσμίου Πολέμου, ήσαν κατώτερα από αυτά του στρατού, ο ηρωισμός και η αφοσίωσή του αποδείχθηκαν ισχυρότερα όπλα από την τεχνική υπεροχή του στρατού. Η Ελεύθερη Κομμούνα κράτησε έξι ημέρες. Καθημερινά οι συνελεύσεις των πολιτών έδιναν φωνή στην απογοήτευση χρόνων και στις βαθιές φιλοδοξίες των απλών ανθρώπων. Τοπικές ομάδες πολιτών διατήρησαν την τάξη και δημιούργησαν έναν νέο τύπο κοινωνικής διαχείρισης – αυτόν από και για τον λαό. Συμπτωματικά, στις 27 Μαΐου – την ίδια ημέρα που η Παρισινή Κομμούνα συντρίφτηκε περίπου εκατό χρόνια πριν – η Κομμούνα της Kwangju συντρίφτηκε και αυτή από τον στρατό, παρά την ηρωική της αντίσταση. Αν και κατεστάλη κτηνωδώς το 1980, για τα επόμενα επτά χρόνια το κίνημα συνέχισε τον αγώνα και το 1987 οργανώθηκε μιας πανεθνικής κλίμακας εξέγερση, με την οποία, τελικά, έγινε ένας δημοκρατικός εκλογικός ανασχηματισμός στην Νότια Κορέα.
Ως άλλο θωρηκτό «Ποτέμκιν», ο λαός της Kwangju έχει επανειλημμένα σηματοδοτήσει την έλευση της επανάστασης – από την εξέγερση της Tonghak το 1894 και την φοιτητική εξέγερση του 1929 μέχρι την εξέγερση της Kwangju το 1980. Όπως η Παρισινή Κομμούνα και το θωρηκτό Ποτέμκιν», έτσι και η ιστορική σπουδαιότητα της Kwangju είναι διεθνής και όχι απλώς Κορεάτικη (ή Γαλλική ή Ρωσική). Η σημασία και τα διδάγματά της έχουν να κάνουν και με την Ανατολή και την Δύση και με τον Βορρά και τον Νότο. Η λαϊκή εξέγερση του 1980, όπως και αυτά τα προηγούμενα σύμβολα της επανάστασης, έχει ήδη τις επιπτώσεις της σε παγκόσμια κλίμακα. Μετά από δεκαετίες κατά τις οποίες τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα καταστέλλονταν στην Ανατολική Ασία, ένα κύμα εξεγέρσεων και στάσεων μετασχημάτισε την περιοχή. Οι επαναστάσεις του 1989 στην Ευρώπη είναι πασίγνωστες, αλλά ο Ευρωκεντρισμός συχνά προλαμβάνει την αντιστοιχία τους στην Ασία. Έξι χρόνια μετά τη εξέγερση της Kwangju ανατράπηκε η δικτατορία του Μάρκος στις Φιλιππίνες. Η Κορασόν Ακίνο και ο Kim Dae-Jung γνωρίζονταν από τις ΗΠΑ και η εμπειρία της εξέγερσης της Kwangju τους βοήθησε την πρώτη στην Μανίλα. Σε όλη την Ασία, εμφανίστηκαν λαϊκά κινήματα για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Δόθηκε τέλος στον στρατιωτικό νόμο στην Ταϊβάν το 1987. Στην Βιρμανία ένα λαϊκό κίνημα εμφανίστηκε με εκρηκτικό τρόπο τον Μάρτιο του 1988, όταν φοιτητές και εθνικές μειονότητες ξεχύθηκαν στους δρόμους της Ρανκούν και παρά την τρομερή καταστολή, το κίνημα κατάφερε να εκθρονίσει τον πρόεδρο Ne Win, μετά από 26 χρόνια διακυβέρνησης. Τον επόμενο χρόνο ακτιβιστές φοιτητές στην Κίνα άρχισαν έναν ακόμα εκτεταμένο και ανοιχτό αγώνα για δημοκρατία, για να τουφεκιστούν και δολοφονηθούν στην πλατεία Tiananmen και να καταδιώκονται για χρόνια μετά από αυτό. Η σειρά του Νεπάλ ήταν τον επόμενο χρόνο. Επτά βδομάδες διαδηλώσεων, που άρχισαν τον Απρίλιο του 1990, οδήγησαν τον βασιλιά να εκδημοκρατίσει την κυβέρνηση. Η επόμενη χώρα που απέκτησε την εμπειρία μας εξεγερτικής έκρηξης ήταν η Ταϊλάνδη, όταν η 20μερη απεργία πείνας ενός ηγετικού πολιτικού της αντιπολίτευσης έφερε στο δρόμο χιλιάδες λαού τον Μάϊο του 1992. Δεκάδες σκοτώθηκαν όταν η στρατιωτική δικτατορία κατέστειλε τις διαδηλώσεις, αλλά εξαιτίας αυτής της κτηνωδίας ο στρατηγός Suchinda Krapayoon αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Το 1988 στην Ινδονησία φοιτητές κάλεσαν σε μια «λαϊκή επανάσταση» και κατάφεραν να ανατρέψουν τον δικτάτορα Σουχάρτο. Σε συνεντεύξεις που πάρθηκαν από έναν Αμερικανό δημοσιογράφο σε πανεπιστήμια στην Ινδονησία, ειπώθηκε ότι τα λαϊκά συνθήματα που χρησιμοποιήθηκαν υιοθετήθηκαν από τις Φιλιππίνες και ότι αποτελούσε καινοτομία η κατάληψη των δημόσιων χώρων.
ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ ΚΑΙ KWANGJU
Υπάρχουν τρεις κύριοι τρόποι με τους οποίους η εξέγερση της Kwangju απεικονίζει και επαληθεύει τον σκελετό της ανάλυσης του Κροπότκιν:
1) Η ανεξάρτητη κομμούνα και η ελεύθερη διανομή των εμπορευμάτων.
Αφού εκδιώχθηκε ο στρατός από την πόλη στις 21 Μαΐου, ο καθένας το χάρηκε και το απόλαυσε με τους άλλους. Οι αγορές και τα καταστήματα άνοιξαν ξανά και το νερό, τα τρόφιμα και το ηλεκτρικό διατίθονταν κανονικά. Δεν λεηλατήθηκαν τράπεζες και συνηθισμένα εγκλήματα όπως κλεψιές, ληστείες, βιασμοί και άλλα, σπάνια συνέβαιναν ή και καθόλου. Σε καλάθια, γκαζολίνη και τσιγάρα υπήρχε έλλειψη. Καθώς μερικοί άνθρωποι προσπάθησαν να παράγουν περισσότερα κοφίνια από τον στρατό, άλλοι αντάλλασσαν τσιγάρα και άλλα πράγματα μεταξύ τους, ευτυχισμένοι γι’ αυτό. Για μερικούς ανθρώπους, το να ανταλλάσσουν τσιγάρα με άλλους συμβόλιζε ένα σπουδαίο μέρος της κοινοτικής τους εμπειρίας. Οι ιδιοκτήτες καταστημάτων οι οποίοι ακόμα είχαν τσιγάρα, έδιναν ένα πακέτο κάθε φορά για να είναι δίκαιοι με όλους. Υπήρχε μικρή έλλειψη αίματος στα νοσοκομεία, αλλά από την στιγμή που έγιναν γνωστές οι ανάγκες που υπήρχαν, κόσμος κατέκλυσε – συμπεριλαμβανομένων και βοηθών μπαρ και ιερόδουλων που επιτράπηκε και σ’ αυτές – τα νοσοκομεία για να δωρίσει αίμα. Ποσά χιλιάδων δολαρίων μαζεύτηκαν από δωρεές. Όλα αυτά τα παραδείγματα αποτελούν ενδείξεις του με πόσο αξιόλογο τρόπο ολόκληρη η πόλη λειτούργησε συλλογικά.
Για μέρες, πολίτες καθάριζαν εθελοντικά τους δρόμους, μαγείρευαν ρύζι, σερβίριζαν δωρεάν γεύματα στις αγορές και φύλαγαν φρουροί για τον φόβο μια ανέλπιστης αντεπίθεσης. Ο καθένας συνεισέφερε και έβρισκε την θέση του στη απελευθερωμένη Kwangju. Ένας νέος καταμερισμός αναδύθηκε αυθόρμητα. Η πολιτοφυλακή, της οποίας αρκετοί άντρες στέκονταν άγρυπνοι όλη νύχτα, ήταν υπόδειγμα υπευθυνότητας. Ο κόσμος αναγόρευσε την νέα πολιτοφυλακή σε Στρατό «Πολιτών» ή «οι σύμμαχοί μας» (καθώς ήταν αντίθετοι στον στρατό, «τον εχθρό μας»). Προστάτευσε τον λαό και ο λαός προστάτευσε αυτήν. Χωρίς καμιά κατήχηση και καμιά από εκείνες τις τρέλες που χαρακτηρίζει την συμπεριφορά κάθε στρατού σε όλο τον κόσμο, οι άντρες και οι γυναίκες που ανήκαν στην Πολιτοφυλακή αυτή συμπεριφέρονταν υποδειγματικά. Δεν έτρεφαν κανέναν φόβο στο να καθιερώσουν έναν νέο τύπο τάξης βασισμένης στις ανάγκες του πληθυσμού, αφοπλίζοντας όλους τους μαθητές των ανώτερων σχολείων, μια δραστηριότητα για την οποία ευθύνη φέρει επίσης και το «Δελτίο του Μαχητή» (Kwangju Diary, σελ. 71). Όταν επίκειτο η τελική επίθεση του κράτους, οι αρχηγοί της εξέγερσης πρότειναν όλοι οι μαθητές των σχολείων να γυρίσουν στα σπίτια τους, για να επιβιώσουν και να συνεχίσουν τον αγώνα μετέπειτα. Μετά από διαμαρτυρίες και με δάκρυα στα μάτια, οι νεαροί μαχητές αποχώρησαν.
2) Οι γενικές συνελεύσεις στην Πλατεία Δημοκρατίας δεν αποτελούσαν κυβερνητικό σώμα αλλά σώμα υψηλών αποφάσεων.
Η λαϊκή θέληση εκφράστηκε με καθημερινές συγκεντρώσεις γύρω από την πλατεία του Province Hall. Το μέρος αυτό που ήταν ιερό (για την εξουσία) πριν την απελευθέρωση της πόλης, μετονομάστηκε σε Πλατεία Δημοκρατίας στις 16 Μαΐου. Η ικανότητα να συγκεντρώνονται ειρηνικά χιλιάδες λαού ήταν ένα δικαίωμα που αποκτήθηκε με το αίμα αρκετών φίλων και γειτόνων. Ενστικτωδώς, ο λαός της Kwangju αναγνώρισε την πλατεία αυτή ως το πνευματικό του σπίτι και εκεί γίνονταν κάθε μέρα συγκεντρώσεις χιλιάδων ατόμων. Οι καθημερινές αυτές συγκεντρώσεις αποτέλεσαν το θεμέλιο ενός νέου είδους άμεσης δημοκρατίας όπου ο καθένας είχε δικαίωμα λόγου. Ο δημόσιος ρόλος των γυναικών ήταν εντυπωσιακός καθώς αντιτίθονταν στην υποταγή που υπέφεραν πριν. Αρκετοί άνθρωποι ήσαν ικανοί να εκφράσουν τις από καρδιάς ανάγκες τους:
«Το βασικότερο οικοδόμημα ήταν τώρα η ίδια η ενότητα του λαού. Εκφράζονταν όλα τα επαγγέλματα και οι τάξεις λαού –υπαίθριες πωλήτριες, δάσκαλοι, πιστοί διαφορετικών θρησκειών, νοικοκυρές, μαθητές, φοιτητές και αγρότες. Οι οργισμένοι λόγοι τους δημιούργησαν μια κοινή συνείδηση, μια εκδήλωση της τεράστιας ενέργειας της εξέγερσης. Είχαν έρθει τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον, δημιουργώντας μια δυνατή αίσθηση αλληλεγγύης διαμέσου της εξέγερσης. Την στιγμή αυτή η πόλη ήταν ένα και το αυτό» (KwangjuDiary, σελ. 105).
Πέντε συγκεντρώσεις έγιναν κατά την διάρκεια της απελευθέρωσης της πόλης και τεράστια πλήθη συμμετείχαν σε αυτές. Η πρώτη μαζική συγκέντρωση ήταν αυθόρμητα οργανωμένη και έγινε για να γιορταστεί η ήττα και η υποχώρηση του στρατού την επόμενη ημέρα. Στις 23 Μάιου, στην πρώτη συγκέντρωση για την δημοκρατία, το πλήθος ξεπέρασε τις 150.000 άτομα. Τελείωσε με το πλήθος να τραγουδά «Η ευχή μας είναι η εθνική ενοποίηση». Στις 24 Μαΐου πάνω από 100.000 λαού συγκεντρώθηκε. Στις 25 του μήνα ήσαν 50.000 λαού και 30.000 συμμετείχαν στην τελευταία συγκέντρωση στις 26 του μήνα. Στην τελευταία αυτή συγκέντρωση ζητήθηκε ο σχηματισμός μιας εθνικής κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας.
3) Αυθόρμητη οργάνωση.
Η ικανότητα αυτοκυβέρνησης που αναδύθηκε αυθόρμητα, πρώτα εν μέσω της μάχης και αργότερα στην διακυβέρνηση της πόλης και την τελική αντίσταση, όταν η δικτατορία αντεπιτέθηκε, είναι πέρα από κάθε λογική. Στο τελευταίο μέρος του 20ού αιώνα, τα γράμματα, τα ΜΜΕ και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση (που στην Ν. Κορέα συμπεριλαμβάνει και στρατιωτική εκπαίδευση για κάθε αγόρι) έχουν δώσει την ικανότητα σε εκατομμύρια ανθρώπους να αυτοκυβερνώνται πολύ σοφότερα απ’ ό,τι οι μικρές ελίτ που αναδεικνύονται στις θέσεις εξουσίας. Παρά την αυθόρμητη διαδικασία αντίστασης στην κτηνωδία των παραστρατιωτικών, οι άντρες και οι γυναίκες ξεσηκώθηκαν. Αρκετοί από αυτούς είχαν ελάχιστη ή και καμιά προηγούμενη πολιτική εμπειρία. Μερικοί είχαν ελάχιστη ή μη επίσημη εκπαίδευση. Όλα ξεδιπλώθηκαν σαν να ήταν μέρος συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων. Η απελευθερωμένη Kwangju οργανώθηκε χωρίς κυβερνητικές επινοήσεις ή σχεδιασμούς πολιτικών κομμάτων. Οι ιδέες του Κροπότκιν δεν θα μπορούσαν να έχουν λιγότερη επίδραση σ’ εκείνους οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της εξέγερσης απαλλοτριώνοντας οχήματα στην οδό Kumnam απ’ όσο στο πλήθος στο Palais Royal που απελευθέρωσε τους φυλακισμένους.
Δεν προϋπήρχε κανένα σχέδιο οργάνωσης, αφού σχεδόν όλοι οι ηγέτες του κινήματος είτε είχαν συλληφθεί είτε κρύβονταν μέχρι που άρχισε η εξέγερση. Την νύχτα της 17ηςΜαΐου, μέλη της στρατιωτικής μυστικής υπηρεσίας και αστυνομία εισέβαλαν σε σπίτια αγωνιστών σε όλη την πόλη, συλλαμβάνοντας την ηγεσία του κινήματος. Όσοι ηγέτες δεν συνελήφθησαν κρύβονταν. Ήδη τουλάχιστον 26 από τους ηγέτες του πανεθνικού κινήματος (συμπεριλαμβανομένου και του Kim Dae-Jung) συνελήφθησαν. Έτσι, το επόμενο πρωί ο κόσμος – πρώτα μερικές εκατοντάδες και έπειτα χιλιάδες άτομα – οργανώθηκε από μόνος του.
Η ανάδυση της ανάγκης οργάνωσης εμφανίστηκε εντελώς φυσιολογικά. Η διαδικασία ήταν προφανής στον καθέναν. Ακόμα και η κυβέρνηση δημόσια αναφερόταν στην εξέγερση σαν «κοινοτικά αυτοκυβερνώμενη». Περίπου στις 10.30 το πρωί της 22ης Μαΐου, μια ομάδα οκτώ ευαγγελιστών ιερωμένων συναντήθηκαν για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Arnold Peterson, ένας Αμερικανός βαπτιστής ιεραπόστολος, ο οποίος συνέβη να βρίσκεται στην Kwangju. Αργότερα έφερε στην μνήμη του την εκτίμηση των ιερωμένων:
«Η ομοφωνία των απόψεών τους μπορεί να συνοψιστεί με την φράση “Δεν μπορεί να γίνει”. Δεν είχε ακουστεί ξανά πολίτες μιας πόλης που είχαν εξεγερθεί να ανατρέπουν την κυβέρνησή τους χωρίς συνειδητό σχέδιο και ηγεσία» (Peterson, σελ. 49).
Υπήρχαν από πριν κάποιες ομάδες, όπως η ομάδα «Wildfire» (ένα νυχτερινό εργατικό σχολείο), η ομάδα «Clown» (μια επαναστατική θεατρική ομάδα) και η Εθνική Δημοκρατική Εργατική Ένωση, των οποίων τα μέλη συνεργάστηκαν στην έκδοση της καθημερινής εφημερίδας, «The Militant’s Bulletin» («Το Δελτίο του Μαχητή»), με την οποία έγινε μια προσπάθεια να συγκροτηθεί μια ένοπλη αντίσταση. Ανέτρεψαν με επιτυχία τον δήμαρχο και τα περισσότερα συντηρητικά μέλη του δημοτικού συμβουλίου. Συγκρότησαν μια συμμαχία αναδυόμενων ομάδων ένοπλων μαχητών, δημιούργησαν ένα δημιουργικό κέντρο, ως ένα φάσμα μεμονωμένων μαχητών οι οποίοι συνεργάστηκαν μεταξύ τους και αφιέρωσαν την δράση τους σε μια ένοπλη κατά κάποιο τρόπο αντίσταση.
Είναι σημαντικό να πούμε ότι αρκετά από τα μέλη αυτών των μαχητικών ομάδων συμμετείχαν πριν σε ομάδες μελέτης με θέμα την Παρισινή Κομμούνα, μερικοί δε με τον ποιητή και αγωνιστή Kim Nam-Ju. (Από συνέντευξη, 29 Νοεμβρίου 1999). Το 2001, ήρθα σε επαφή με 29 συμμετέχοντες στην εξέγερση. Αρκετοί από αυτούς είπαν ότι συμμετείχαν πριν σε ομάδες μελέτης, οι οποίες λίγο πριν την εξέγερση είχαν ως αντικείμενό τους την Παρισινή Κομμούνα. Ο Yoon Sang-Won (ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες που αναδύθηκαν στην απελευθερωμένη Kwangju), παρακολούθησε το 1976 μια ομιλία του Kim Nam-Ju στο βιβλιοπωλείο Nokdu, όπου μίλησε και συζήτησε με το ακροατήριο για την Παρισινή Κομμούνα. (Από συνέντευξη στις 7 Νοεμβρίου 2001). Κατά την διάρκεια της εξέγερσης, ο Yoon Sang-Won μίλησε δημόσια, τουλάχιστον μια φορά, για την Παρισινή Κομμούνα, σε συζητήσεις που είχε με άλλους σημαντικούς αγωνιστές από τον πανεπιστημιακό χώρο (Από συνέντευξη στις 22 Ιουνίου 2001). Τουλάχιστον πάνω από δέκα άλλοι σημαντικοί αγωνιστές είχαν μελετήσει την Παρισινή Κομμούνα.
Το ότι οι αγωνιστές αυτοί μελέτησαν την Παρισινή Κομμούνα πριν την εξέγερση της Kwangju, μας δείχνει κατά πόσο η κληρονομιά των εξεγέρσεων, είτε στο Παρίσι είτε στηνKwangju, συνειδητά ή όχι, εμπνέει το ανθρώπινο είδος στον αγώνα του εναντίον της καταπίεσης. Και παρά την κτηνώδη καταστολή της εξέγερσης – και στις δύο περιπτώσεις που εξετάζουμε εδώ – οι άνθρωποι άφησαν μια εμπειρία δημόσια δημιουργημένων νέων επιθυμιών και νέων αναγκών, νέων φόβων και νέων ελπίδων, στις καρδιές και στα μυαλά των συμμετεχόντων και όλων εκείνων οι οποίοι στάθηκαν στο μονοπάτι και στο κύμα των εξεγέρσεων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οι σύντομες αυτές επισημάνσεις για την εξέγερση της Kwangju δείχνουν πόσο η σκέψη του Κροπότκιν συνεχίζει να ενδυναμώνει τα επαναστατικά κινήματα. Οι πεποιθήσεις του, οι αναλύσεις του, σταχυολογημένες από το αίμα και τα βάσανα τόσων πολλών ανθρώπων, παραμένουν σε άμεση συνάφεια με τους σύγχρονους αγώνες.
Ενώ οι αντιλήψεις του Κροπότκιν είναι επίκαιρες σήμερα, θα ήταν ανόητο να μελετάμε μηχανιστικά την σκέψη του. Ιδιαίτερα όταν κάποια λάθη κοστίζουν ίσως την ζωή χιλιάδων, την επαναστατική θεωρία, ενώ καθιστούν συνειδητές τις αντιλήψεις των προηγούμενων επαναστατικών εγχειρημάτων, πρέπει να αφήνουμε τους ανθρώπους να δημιουργούν οι ίδιοι την τύχη τους.
Ευτυχώς, από μια άποψη, μια λανθασμένη –σήμερα – άποψη του Κροπότκιν ήταν η δήλωσή του ότι οι αιματοβαμμένοι φορείς της καταστολής «ποτέ δεν καταγγέλθηκαν» (Κροπότκιν, Revolutionary Pamphlets, σελ. 138). Κατά απίστευτο τρόπο, μετά την νίκη του αγώνα του Ιουνίου 1987 στην Νότια Κορέα, οι πρώην πρόεδροι Chun Doo Hwan καιRoh Tae-woo (εγκέφαλοι της αιματηρής καταστολής της εξέγερσης της Kwangju) δικάστηκαν και φυλακίστηκαν. Σπάνια στην ιστορία έχουν οι εγκέφαλοι ενός τέτοιου αιματηρού μακελέματος αναλάβει τις ευθύνες τους.
Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον, τα όνειρα του Κροπότκιν για ελευθερία και ευημερία θα αντικαταστήσουν τον παρόντα εφιάλτη της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας, του πολέμου και της στρατιωτικοποίησης.
· Ο George Katsiaficas είναι καθηγητής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Ινστιτούτο Wentworh της Βοστόνης της Μασαχουσέτης, εκδότης του «New Political Science» και συγγραφέας αρκετών βιβλίων όπως το «Subversion of Politics: European Autonomous SocialMovements» and «The Decolonisation of Everyday Life of the New left: A Global Analysis of 1968». Πρόσφατα ήταν επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Chonnam της Kwangju της Ν. Κορέας.
· Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «North–Eastern Anarchist» Νο 7 της North–Eastern Fedaration of Anarchists Communists (NEFAC – Βορειοανατολική Ομοσπονδία Αναρχοκομμουνιστών, η οποία εδρεύει και δρα στις βόρειες ΗΠΑ και τον Καναδά).
Αναδημοσίευση από: http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/history/45-world-anarchist-history/217-kwangju
Συναυλία Οικονομικής Ενίσχυσης Του Κ. Σακκά (Χαλκίδα, στη Σουβάλα, Παρασκευή 26/7, ώρα 20:00)
Οι πρωτοφανείς και αδυσώπητοι όροι που επιβλήθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό στον αναρχικό αγωνιστή Κώστα Σακκά για τον τερματισμό της παράνομης προφυλάκισής του αποτέλεσαν μια μεγάλου βαθμού δυσάρεστη έκπληξη και απέδειξαν με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο ότι το σύστημα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης είναι αμείλικτο σε όσους αγωνίζονται ενάντια στη βάρβαρη ύπαρξή του.
Ο Κ. Σακκάς συνελήφθη το Δεκέμβριο του 2010 με την κατηγορία για συμμετοχή στην οργάνωση ‘’Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς’’ και κρίθηκε προφυλακιστέος. Δύο μήνες πριν από το πέρας της 18μηνης προφυλάκισής του κι ενώ η δίκη του δεν είχε ολοκληρωθεί, του αποδόθηκε νέα κατηγορία για συμμετοχή σε ενέργειες της οργάνωσης και νέα προφυλάκιση 12 μηνών. Χωρίς να έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση για την υπόθεσή του, στις αρχές Ιουνίου το Συμβούλιο Εφετών παρέτεινε την προφυλάκισή του για άλλους 6 μήνες υπερβαίνοντας το ανώτατο όριο που προβλέπει ο νόμος και έκανε προκλητικά φανερό για ακόμη μία φορά ότι …δικό τους είναι το καρπούζι, δικό τους και το μαχαίρι.
Η αυθαίρετη αυτή απόφαση οδήγησε τον Σακκά στην ύστατη και θαρραλέα λύση της απεργίας πείνας. Μετά από 38 μέρες επικίνδυνου αγώνα και αφού είχαν πραγματοποιηθεί πολυάριθμες και πολύπλευρες δράσεις αλληλεγγύης, το κράτος αποφάσισε με …βαριά τη καρδιά τη λήξη της προφυλάκισής του με μια εμετικά εκδικητική απόφαση που περιλαμβάνει όρους που ποτέ στο παρελθόν δεν συνυπήρχαν ως πακέτο. Συγκεκριμένα, του επιβλήθηκε χρηματική εγγύηση 30.000 ευρώ, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και από την Αττική, υποχρεωτική διαμονή στη διεύθυνση κατοικίας του, εμφάνιση κάθε βδομάδα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του, αφαίρεση διαβατηρίου και ταυτότητας και απαγόρευση συνάντησης και κάθε μορφής επικοινωνίας με συγκατηγορουμένους του.
Θέλοντας, λοιπόν, να συμβάλουμε κι εμείς στην κάλυψη της χρηματικής του εγγύησής αποφασίσαμε την πραγματοποίηση μιας συναυλίας με καλλιτέχνες που καταπιάνονται με ένα μουσικό είδος το οποίο μαζί με την πανκ είχε από γεννησιμιού του ανατρεπτικό κι επαναστατικό χαρακτήρα και περιεχόμενο : το χιπ-χοπ. Ένα είδος μουσικής που αναδύθηκε από το βυθό της ασφυκτικής ανάγκης των ανθρώπων για αντίδραση ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση και που δυστυχώς έχει υποστεί και συνεχίσει να δέχεται κακοτεχνικό βιασμό από μεγάλη μερίδα δημοφιλών και μη, φωνητικών απορριμμάτων. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα κάποιοι που τιμούν την ιστορία του και το διατηρούν αυθεντικό.
Οι κινήσεις στήριξης στον Κ. Σακκά που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής έχουν αποφέρει τη συγκέντρωση ενός μεγάλου μέρους από την εγγύηση που του επιβλήθηκε. Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Γιατί όσο κι αν προσπαθούν να μας λυγίσουνε, έχουμε τα απαραίτητα εφόδια και όπλα για να μην υποκύπτουμε αλλά να στεκόμαστε στα πόδια μας. Γιατί αυτά που ορίζουν ως παρανομία είναι το μονοπάτι για την ελευθερία.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΟΜΗΡΟΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΔΙΧΤΥΑ
Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ
DIY Music Movement
Η πολιτική ουσία του λαϊκισμού
από το Βιβλίο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου Η ‘Ρωμιοσύνη’ στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού (εκδόσεις Έρασμος 1983)
Ο “Μακεδονικός τους Αγώνας”
Η αλήθεια για τον ”Μακεδονικό Αγώνα”, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα ντοκουμέντα της εποχής. Μια αλήθεια που έχει κρυφτεί και θα κρύβεται συνέχεια από το ελληνικό κράτος και τους εθνικιστές ιστορικούς που το υπηρετούν.
Συχνά πυκνά ακούμε και διαβάζουμε για τον περιβόητο Μακεδονικό αγώνα, σε ΜΜΕ, εφημερίδες, σε γιορτές, εκκλησίες ακόμα και σε συζητήσεις. Συνήθως η αναφορά σε αυτόν τον “αγώνα” γίνετε με υπερήφανο ύφος και επικούς τόνους. Η συνεχής δε επανάληψη των “άθλων” αυτών μαζί με την άγνοια όσων έτσι άκριτα υιοθετούν και μεταφέρουν τα όσα άκουσαν στο δημοτικό σχολείο, βοηθούν στην συντήρηση ενός ακόμη μύθου.
Ταπεινότατος
Νικόλαος Α. Πύρζας
Εν Αθήναις τη 2 Μαϊου 1906
Οδός Μαυρομιχάλη αριθ. 16Α
[Φάκελος Κ59Β, Γ.Α.Κ.]»
Φανταστείτε τι “εγκεφαλικά” θα πάθαιναν αυτοί οι “εγκέφαλοι” των 4 “αστέρων”, εάν οι πολιτιστικοί σύλλογοι ή ο απλός κόσμος τους ζητούσε να χορέψουν τη Σόφκα τραγουδισμένη στην μητρική Μακεδόνικη μας γλώσσα και να το έδειχναν οι ελληνικοί κρατικοί τηλεοπτικοί σταθμοί!
Μάιος 2013
Αναδημοσίευση από: http://antiethnikistiki.blogspot.gr/
Ζήσης Σαρίκας, Ανθρώπινες σκιές
Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Ζήση Σαρίκα Ανθρώπινες σκιές, Δύο αφηγήματα (εκδ. Πανοπτικόν).
«[…] Τη δεκαετία του εβδομήντα τα πράγματα άλλαξαν στην ειδυλλιακή, πρωτόγονη παρέα. Ήρθε το φως και το νερό, ασφαλτοστρώθηκε ο δρόμος, κι άρχισαν να χτίζονται παντού καινούργια σπίτια, ακόμα και συγκροτήματα. Το τοπίο πήρε να γίνεται αγνώριστο. Ωστόσο, ο ρυθμός της αλλαγής δεν ήταν ακόμη ραγδαίος, αυτό έγινε τις δυο επόμενες δεκαετίες. Η Μάγδα κατάφερε να αγοράσει ένα κτήμα κοντά στη θάλασσα και να χτίσει εκεί ένα μικρό εξοχικό. Η καθημερινότητα της οικογένειας στις διακοπές άλλαξε. Υπακούοντας στις επιταγές των καιρών, έβαλαν το κεφάλι τους στον τορβά και χρεώθηκαν ώς τα αφτιά για να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης, ένα ακόμη σπίτι. Αντικατέστησαν την αμεριμνησία, την αληθινή ξεκούραση και αναψυχή των καλοκαιρινών διακοπών με μια διατεταγμένη, συμβατική καλοπέραση, που έκρυβε πίσω της πολλή έγνοια και λάτρα. Το σπίτι ήταν ένας καινούργιος και μεγάλος μπελάς, που οικειοθελώς είχαν φορτωθεί. Είχαν απεμπολήσει για πάντα τη δυνατότητα να τη βγάζουν πρόχειρα, φτηνά, εύθυμα, με ποικίλες παρέες, δίχως πρόγραμμα και δίχως σκοπιμότητες. Στα παλιά δωμάτια που νοίκιαζαν μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν όποτε ήθελαν, να μοιράζονται με τους άλλους ενοίκους πράγματα κι αισθήματα, δίχως να τους περνάει από το μυαλό τι ήταν οι άλλοι, φτωχοί ή πλούσιοι, μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, και δίχως να τους τρώει το σαράκι να δείξουν τι ήταν οι ίδιοι. Η παλιά ζωή των διακοπών ήταν, έστω και για λίγες μέρες, απαλλαγμένοι από καταναγκασμούς και διακρίσεις, ήταν μια ταπεινή και φευγαλέα εικόνα μιας ιδεατής ισότητας, αλληλεγγύης και ευδιαθεσίας. Το ιδιόκτητο σπίτι ήταν δέσμευση. Εκείνοι όμως καμάρωναν γι’ αυτήν και κοίταζαν πώς θα την κάνουν σφιχτότερη. Το μόνο που τους έμενε τώρα ήταν να επιδεικνύονται, να ανταγωνίζονται τους γείτονες, ποιος θα έκανε καλύτερη και μεγαλύτερη σκεπή, πατζούρια, μπαξέ, γκαράζ για το αυτοκίνητο, ποιος θα έμπαινε στο μάτι των άλλων με το χρήμα και την αξιοσύνη του. Είχαν μεταφέρει τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό της πόλης στην εξοχή. Είχαν φράξει για πάντα τον μικρό κήπο μιας άλλης, πιο απλής, πιο ανέμελης, πιο ασκότιστης ζωής από εκείνη που έκαναν στο άστυ […]»
Ζήσης Σαρίκας, Ανθρώπινες σκιές. Δύο αφηγήματα, Εκδ. ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ
Η σάτιρα του κοινωνικού περίγυρου, ο περιγελασμός του παράταιρου, του «δήθεν», του «χαβαλέ», του φτιαχτού, του ξιπασμένου, του ψευτονταήδικου, του αλλοπρόσαλλου, της κομπορρημοσύνης, της ανευθυνότητας, της τεμπελιάς, της καλοπέρασης σε βάρος των άλλων, της προδοσίας των ιδεών, της κουτοπονηριάς, της χωριατιάς, της ευκόλης σαχλαμάρας, είναι καυστικότατη, συχνά καταγγελτική.
Ο μικρόκοσμος των ηρώων του Σαρίκα, όλων των ηρώων, πρωτευόντων, δευτερευόντων και κομπάρσων, διακρίνεται από κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που συνεκδοχικώς μπορούν να εννοηθούν ως συνήθη διακριτικά γνωρίσματα των μικροαστικών στρωμάτων της επαρχίας και του άστεως της δεκαετίας του’ 50, του’ 60 και του’ 70 : το ατομικό κουτσοβόλεμα με παράλληλο «ρίξιμο» των άλλων ως αυτοσκοπός, η κατασκόπευση της ζωής των διπλανών, το ακατάσχετο, εγκληματικό συχνά κουτσομπολιό, ο φραστικός πουριτανισμός που κρύβει ένα σωρό προσωπικά άπλυτα εκείνου που το εκφράζει, αρκετή μισανθρωπία συγκαλυμμένη κατά το ειωθός με συγκαταβατική, ανεκτική συμπεριφορά, που βγάζει όμως με την πρώτη ευκαιρία τα τιγρίσια νύχια της. Είναι αυτοί οι «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» του Κώστα Βάρναλη; Όχι, ακριβώς! Ο Σαρίκας φαίνεται να τους ρίχνει την μισή ευθύνη για την κοινωνική και πολιτική κατρακύλα. Ο μέσος νεοέλληνας οδηγείται στη ηθική παρακμή και στην εκμετάλλευση από πλευράς της εξουσίας με την εκούσια συμβολή του, σε σιωπηρή ή αγαστή συνεργασία με δικαστικούς υπαλλήλους, παπάδες, χωροφύλακες, ανθρώπους με έστω και μικρή τοπική ισχύ, οικονομική επιφάνεια ή κύρος, με στόχο το εύκολο κέρδος στη ζούλα, έστω και σε μικροκλίμακα. Δεν είναι αυτοί για τα μεγάλα κόλπα. Εκείνα τα έχει αναθέσει το σύστημα στους επί τούτου προπονημένους, πριμοδοτημένους μεγαλοαπατεώνες άλλης ταξικής και ιδεολογικής καταγωγής. Ο Σαρίκας, άλλοτε πλάγια και άλλοτε κατευθείαν, πολιτικολογεί όχι για να μας περάσει κάποιο μήνυμα, που προέρχεται από την βαθύχρονη και πολύμοχθη τριβή του με το πνεύμα των φιλοσόφων που έχει εμπεριστατωμένα μελετήσει αλλά με τον τρόπο που του δίδαξε η εμπειρία του από τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις σχέσεις των απλών ανθρώπων με τον νόμο και την εξουσία. Δεν κάνει κήρυγμα, ούτε προσπαθεί να προσελκύσει τον αναγνώστη του στο ιδεολογικό του πιστεύω αλλά μας μεταδίδει την ακατάπαυστη αγωνία του να αποδώσει δικαιοσύνη στα πράγματα αποτιμώντας με ειλικρίνεια και καθαρό μυαλό τις αιτίες, τα συμβάντα, τα αποτελέσματα που συνθέτουν το κοινωνικό και σε βάθος το ιστορικό φάσμα του μεταπολεμικού μας κόσμου. Οι άνθρωποι ακυρωμένοι, διαψευσμένοι από τους ηγέτες τους, την ιδεολογία τους, τη μοίρα τους, τον εαυτό τους αποδεικνύουν καθημερινώς την αλήθεια τους μέσα από παραστατικά παραδείγματα”.
http://www.panopticon.gr/index.php/menu-logotexnia/9-cat-logotexnia/84-log-sarikas-skies