Category Archives: Αταξινόμητα

Συγκρούσεις στη Μεγάλη Παναγία

Σήμερα Τετάρτη 10/7 κάτοικοι της Μεγάλης Παναγίας συγκεντρώθηκαν στο βουνό από τις 7:30 το πρωί μετά από πρόσκληση από το Δασικό Συνεταιρισμό Μεγ.Παναγίας για κουρμπάνι.Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στη θέση Οξάρες .Η διακριτική αλλά ενοχλητική παρουσία της αστυνομίας σε συνδυασμό με το χλευασμό των οδηγών των οχημάτων της εταιρίας όξυνε την κατάσταση.Υπήρχε συνεχής επικοινωνία με τη συγκέντρωση συμπαράστασης προς τους 2 συναγωνιστές στον Πολύγυρο.Μόλις διαδόθηκε το γεγονός της προφυλάκισης των 2 συναγωνιστών,αμέσως στήθηκε μπλόκο στο δασικό δρόμο και μετά από σύντομη συνέλευση γύρω στις 3:30 το μεσημέρι,οι κάτοικοι αποφασίζουν να κινηθούν προς την πρώτη διασταύρωση της Μεγάλης
Παναγίας(Αη Λευτέρης). Αποφασίζεται διαμαρτυρία και αναρτούνται πανό αλληλεγγύης προς τους 2 συναγωνιστές.Η αστυνομία δεν άργησε να εμφανιστεί.Απρόκλητα και αιφνιδιαστικά κάνει χρήση χημικών και κρότου λάμψης σε ευθεία βολή,χτυπώντας το πλήθος στο ψαχνό.Οι κάτοικοι αντιστέκονται και ξεκινάνε οδομαχίες μέσα στη Μεγάλη Παναγία.Συλλαμβάνουν κάτοικο 73 χρονών.Από τις ευθείες βολές χημικών προκλήθηκαν τραυματισμοί ένας εκ των οποίων τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι,όπως επίσης προκλήθηκαν και εστίες φωτιάς πολύ κοντά σε σπίτια.Οι οδομαχίες συνεχίζονται μέχρι στις 21:00 ενώ η αστυνομία κάνει υποχώρηση.Οι κάτοικοι ανασυγκροτούνται και ξαναστήνουν μπλόκο στο ίδιο σημείο.Αναμένουμε εξελίξεις.
Υ.Γ:Ο 73χρονος που συνέλαβαν τα ΜΑΤ κατά την επιχείρησή τους,βρίσκεται στο νοσοκομείο απο σοβαρά χτυπήματα.

Δικαίωση: Ένοχη η ΟΙΚΟΜΕΤ για το δολοφονικό βιτριόλι στην Κωνσταντίνα Κούνεβα

του Αντρέα Πετρόπουλου

Ευθύνες για τη δολοφονική επίθεση κατά της Κωνσταντίνας Κούνεβα καταλόγισε στην εργοδότρια εταιρεία ΟΙΚΟΜΕΤ με χθεσινή του απόφαση το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, επιδικάζοντας στην εταιρεία το ποσό των 250.000 ευρώ. Μάλιστα, από τα χρήματα αυτά, τα 80.000 ευρώ είναι άμεσα καταβλητέα.
Κόλαφος η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου για την εταιρεία που καλείται να καταβάλει 250.000 ευρώ, τα 80.000 άμεσαΗ χθεσινή απόφαση είναι η πρώτη (δικαστική) νίκη της Κωνσταντίνας Κούνεβα σε βάρος των εργοδοτών της, καθώς το δικαστήριο αναγνώρισε ευθαρσώς τις ευθύνες της εταιρείας. Στο σκεπτικό της απόφασης σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι η ΟΙΚΟΜΕΤ (εργολάβος εταιρεία καθαρισμού των σταθμών του ΗΣΑΠ) φέρει ευθύνη για τη δολοφονική επίθεση με βιτριόλι που δέχθηκε η Κ. Κούνεβα στις 22 Δεκεμβρίου του 2008.Η επίθεση αναγνωρίζεται ως “εργατικό ατύχημα”, καθώς έγινε αμέσως μετά την αποχώρηση της παθούσας από την εργασία της και ενώ η εταιρεία είχε αρνηθεί την αλλαγή βάρδιας που ζητούσε επίμονα η Κ. Κούνεβα, έχοντας επισημάνει στους προϊσταμένους της τις διαδοχικές απειλές που δεχόταν για τη ζωή της λόγω της συνδικαλιστικής της δράσης.«Η δράση της Κωνσταντίνας ενοχλούσε», είχε δηλώσει κατά την ακροαματική διαδικασία τον περασμένο Φεβρουάριο η δικηγόρος της Κ. Κούνεβα, Δάφνη Βαγιανού, και αναφερόμενη στην αγωγή σημείωνε: “Είναι μια αγωγή που εντάσσεται στη διαδικασία περί εργατικού ατυχήματος, χωρίς φυσικά να είναι εργατικό ατύχημα, απλά σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται”. Σχετικά με το σκεπτικό της αγωγής, η δικηγόρος της Κούνεβα σημειώνει πως «από το 2006, αλλά κυρίως το 2007 και το 2008, η Κωνσταντίνα είχε λόγω της συνδικαλιστικής της δράσης στοχοποιηθεί από όλες τις πλευρές». «Είχε δημιουργηθεί ένας κλοιός απειλών και από τους δικούς της εργοδότες αλλά και στον ευρύτερο εργασιακό χώρο, ενώ η Κωνσταντίνα έμεινε απροστάτευτη. Λόγω των απειλών είχε ζητήσει να μην τη βάζουν βραδινή βάρδια για να μην αναγκάζεται να γυρίζει νύχτα ή τουλάχιστον να τοποθετηθεί σε έναν σταθμό του ΗΣΑΠ κοντά στο σπίτι της, στα Πετράλωνα. Φυσικά, αυτά δεν έγιναν ποτέ. Όχι μόνο δεν εκπληρώθηκαν τα αιτήματα, αλλά η αδιαφορία ήταν πλήρης, αν και είχε καταφύγει και στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα”.Πηγή: avgi.gr

ΠΡΩΤΟ ΚΑΙ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΑΚΡΑIΦΝΟΥΣ ΡΑΤΣΙΣΤΗ ΑΔΩΝΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ

Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΛΟΒΕΡΔΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟ /ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΠΟΜΠΕΥΣΗ ΤΩΝ ΟΡΟΘΕΤΙΚΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ΩΣ ΑΠΕΙΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

Υπουργείο Ρατσισμού, Υπουργείο Απανθρωπισμού, Υπουργείο Αρρώστιας, ή όπως θέλει ας το ονομάζει, πλέον, ο καθένας, αλλά επ΄ ουδενί Υπουργείο Υγείας, όπως, έστω κατ΄ όνομα, ήταν μέχρι τώρα. Ο Αδωνις έβαλε από την πρώτη μέρα την φαιόχρωμη σφραγίδα του. Δεν είναι τυχαίο που ένας από τους πρώτους ανθρώπους που συνάντησε αμέσως μόλις ορκίστηκε ως Υπουργός, ήταν ο Λοβέρδος, προφανώς για να τον μυήσει σε όσα ρατσιστικού/φασιστικού χαρακτήρα είχε ο ίδιος εισάγει, αλλά έμειναν στη μέση. Η σύλληψη, φυλάκιση και διαπόμπευση των οροθετικών ιερόδουλων και η στρατοπεδοποίηση της κοινωνίας μέσω της δημιουργίας «υγειονομικής ζώνης» για τον εγκλεισμό των μεταναστών (αλλά, εν συνεχεία, και των τοξικοεξαρτημένων και των αστέγων) ως «επικινδύνων» για την «δημόσια υγεία», ήταν το έργο που σημάδεψε οριστικά αυτόν τον χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της σύγχρονης «κοινοτοπίας του κακού», που εμβληματικός της, ιστορικά, εκπρόσωπος ήταν, για την Χάνα Αρεντ, ο Αϊχμαν. Ο Λοβέρδος ανήκει στην ίδια οικογένεια.

Ο Αδωνις Γεωργιάδης συνιστά το «βήμα παραπέρα» σ΄ αυτό το ακροδεξιό/νεοναζιστικό τόξο, που ακουμπά χωρίς καμιά, πλέον, «συστολή», την Χρυσή Αυγή και που συσπειρώνεται για ένα αμείλικτο κοινωνικό πόλεμο εξόντωσης των κάθε είδους «διαφορετικών», αποκλεισμένων και εξαθλιωμένων. Δεν είναι τυχαίο που ένα άτομο με το προφίλ του Αδωνι τοποθετήθηκε σ΄ ένα χώρο όπως αυτός της Υγείας που, ιστορικά, αποτελεί, πέραν των άλλων, και ένα βασικό μοχλό κοινωνικού ελέγχου, μέσα από την λειτουργία του υγειονομικού θεσμού ως τέτοιου, μέσα από τις «υγειονομικές ζώνες», τον στρατοπεδικό εγκλεισμό/καραντίνα, τις διάφορες κατασταλτικές μεθοδεύσεις διαμέσου της «ιατρικοποίησης» της εκάστοτε κρίσης. Ας μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος εγκλεισμός των εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους ναζί, πριν το Αουσβιτς και τους θαλάμους των αερίων, ήταν με το πρόσχημα του κινδύνου που υποτίθεται ότι, «ως εβραίοι», αντιπροσώπευαν για την «δημόσια υγεία», κυρίως για επιδημία φυματίωσης – καληώρα όπως ήδη θεωρούσε ο Αδωνις για τους μετανάστες πριν καν αναλάβει ως Υπουργός Υγείας. Με το κλείσιμο και νοσοκομείων επί θύραις, τις μετακινήσεις και απολύσεις προσωπικού και από τον χώρο της Υγείας να επαπειλούνται και την περαιτέρω δημιουργία των όρων για τον αποκλεισμό της πλειονότητας της κοινωνίας εκτός πάσης δυνατότητας λήψης υπηρεσιών υγείας, η στρατηγική της τρόικας, μέσω προσώπων ακραιφνώς ρατσιστικής, εθνικιστικής και φασιστικής κοπής όπως ο Αδωνις, είναι η κλιμάκωση ενός κοινωνικού/ταξικού πολέμου μέχρις εσχάτων, με μια προσπάθεια συσπείρωσης των πιο εξαθλιωμένων και απελπισμένων στρωμάτων, της κοινωνικής σκόνης που παράγει η κρίση, σπέρνοντας αποπροσανατολισμό, σύγχυση και παθητικοποίηση, καλλιεργώντας την κοινωνική παράλυση και ευελπιστώντας ακόμα και στην ενεργητική κινητοποίηση κάποιων εξ΄ αυτών, στην λογική του κοινωνικού κατακερματισμού και κανιβαλισμού, στο έργο της κατεδάφισης – ακόμα κι΄ αν αυτή η κατεδάφιση στρέφεται εν τέλει και εναντίον τους.

Ισως, όμως, μια κυβέρνηση με έναν Αδωνι στο Υπουργείο Υγείας (όπως και με ένα Κυριάκο Μητσοτάκη από την άλλη) να είναι και σημάδι ότι το τέλος της είναι κοντά….

2/7/2013

Σχόλιο από psyspirosi.gr

 

Θεωρία και Πρακτική της Άµεσης Δράσης στον Κοινωνικό Αναρχισµό

p11

«Δεν µπορεί να υπάρξει κοινωνία βασισµένη στην αυτοδιεύθυνση χωρίς αυτενέργεια. Πράγµατι, η επανάσταση είναι η αυτενέργεια στην πιο ανεπτυγµένη µορφή της: είναι άµεση δράση τραβηγµένη µέχρι το σηµείο εκείνο όπου οι δρόµοι, η γη και τα εργοστάσια φτάνουν να απαλλοτριωθούν από τον αυτόνοµο λαό».

Murray Bookchin, «Αυθορµητισµός και Οργάνωση»

Εισαγωγή

Θα ήταν λάθος αν συγχέαµε την άµεση δράση σαν µέθοδο χειραφέτησης του κοινωνικού αναρχισµού, µε µια αντίληψη ενός ακατέργαστου και πολλές φορές επιπόλαιου ακτιβισµού, απλά δηλωτικού της παρουσίας του αναρχικού κινήµατος. Πολλά χρόνια πριν, ο Ιταλός αναρχικός Λουίτζι Φάµπρι είχε επισηµάνει την ανάπτυξη ενός µπουρζουάδικου ρεύµατος µέσα στους κόλπους του αναρχικού κινήµατος, το οποίο έδινε περισσότερη σηµασία στην αισθητική αξία που περιβάλλει την εξέγερση ως µια ροµαντική χειρονοµία ανυπακοής, παρά στην πραγµατοποίηση µιας συγκεκριµένης δράσης ως εφαλτήριο και ως ορθολογικό βήµα ενταγµένο σε µια ευρύτερη στρατηγική κοινωνικής απελευθέρωσης.[i] Η ροµαντική διάσταση µάλιστα ενός εξεγερτικού εγχειρήµατος γίνεται εντονότερη στον βαθµό που η εξέγερση συνιστά µια τολµηρή αλλά απελπισµένη πράξη εναντίωσης σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάµεις. Παροµοίως, µπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η χειρονοµία είναι ηρωική ακριβώς διότι είναι από τα πριν καταδικασµένη σε αποτυχία. Έτσι, ο εξεγερτικός οίστρος που υιοθετεί σαν δική του µια αντίληψη της «δράσης για την δράση», ουσιαστικά έχει ως προϋπόθεση για την ανάδειξη του «ηθικού της µεγαλείου» την αµφίβολη κοινωνική χρησιµότητα της όπως γράφει ο Φάµπρι, δηλαδή την τελική ήττα της στο κοινωνικό πεδίο.[ii] Η διαπίστωση αυτή είναι εξόχως σηµαντική δεδοµένου ότι στο σύγχρονο αναρχικό κίνηµα ηγεµονεύει η πεποίθηση ότι η άµεση δράση αφορά κυρίως µαζικές πρακτικές δυναµικής αντιπαράθεσης στους δρόµους µε τις δυνάµεις καταστολής, χωρίς ωστόσο η λαϊκή αντιβία να αποτελεί οργανικό µέρος κι επακόλουθο µιας συνολικότερης εξεγερτικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια, η λαϊκή αντιβία µε τον τρόπο που αυτή εκδηλώνεται δεν συνιστά τακτική στην υπηρεσία ενός απώτερου προγραµατικού στόχου, ή µιας σειράς από επαναστατικά, αντισυστηµικά µέτρα που θα θεσµοποιήσουν την αυτοθέσµιση της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Αντίθετα, στόχος φαίνεται να είναι η ίδια η αντιβία ως τεκµήριο ταξικής συνειδητοποίησης µιας µερίδας διαδηλωτών και ως µέθοδος πρόσκαιρης εκτόνωσης του µίσους που είναι φυσικό να νιώθει το µεγαλύτερο µέρος της δοκιµαζόµενης κοινωνίας για τον αστυνοµικό στρατό κατοχής της «δηµοκρατίας».

Η επιπόλαιη αυτή άποψη έχει αµφισβητηθεί αποτελεσµατικά στο παρελθόν από έναν παραδοσιακό υπέρµαχο της άµεσης δράσης, τον Γάλλο αναρχικό συνδικαλιστή Εµίλ Πουζέ, ο οποίος γράφοντας στις αρχές του εικοστού αιώνα, παρατηρούσε: «Μερικοί άνθρωποι που έχουν µια πολλή επιφανειακή αντίληψη για τα πράγµατα, εξαντλούν το περιεχόµενο της άµεσης δράσης σε ένα όργιο από σπασµένα παράθυρα. Αν αρκεστούµε σε έναν τέτοιον ορισµό – ο οποίος ευφραίνει τις καρδιές των τζαµάδων – θα σήµαινε ότι υιοθετούµε µια πολλή στενή ερµηνεία για τον τρόπο που πρέπει να ασκείται η δύναµη του προλεταριάτου».[iii] Βέβαια ούτε και η αναρχοσυνδικαλιστική ερµηνεία της άµεσης δράσης είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες των υποτελών κοινωνικών οµάδων στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης, όπως αυτές διαµορφώνονται στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας που διανύουµε. Η άµεση δράση, που ως θεωρητικό «δόγµα» περικλείει τόσο την έµφαση στην αυτοστοχαστική δράση του κοινωνικού υποκειµένου, όσο και στην αυτοτέλεια των µέσων που θα χρησιµοποιήσει για να φέρει σε πέρας την αντισυστηµική αλλαγή, είναι η µέθοδος επαναστατικής δράσης που είναι κατεξοχήν συµβατή µε τις αρχές και τους στόχους ενός ελευθεριακού πολιτικού κινήµατος. Αποτέλεσµα αυτού του γεγονότος, ήταν ο προσδιορισµός της µορφής και του περιεχοµένου της άµεσης δράσης να γίνει αντικείµενο φιλονικίας ανάµεσα στους αναρχοσυνδικαλιστές, οι οποίοι απέδιδαν στον όρο την έννοια της µεγάλης, προλεταριακής Γενικής Απεργίας που θα γονατίσει τον καπιταλισµό, και τους αναρχοκοµουνιστές, υπέρµαχους µιας γενικευµένης και βίαιης εξέγερσης των µαζών που θα σαρώσει τα πάντα στο πέρασµα της.[iv] Από την πλευρά µας, θα πρέπει πάση θυσία να υπερβούµε αυτόν τον ιδεολογικό διαχωρισµό. Η ιστορία έχει δείξει άλλωστε ότι η µεγαλύτερη ελευθεριακή επανάσταση της εποχής µας, η ισπανική επανάσταση του 1936, µπόρεσε πρόσκαιρα τουλάχιστον να επικρατήσει επειδή συνδύασε µε αποτελεσµατικό τρόπο στοιχεία και από τις δύο µεταβατικές στρατηγικές. Η κήρυξη γενικής απεργίας στους βιοµηχανικούς τοµείς που είχε υπο τον έλεγχο της ήταν η άµεση απάντηση της CNT στην προσπάθεια βίαιης ανάληψης της εξουσίας από τους φασίστες πραξικοπηµατίες, ενώ το τελειωτικό χτύπηµα στην αντιδραστική συνοµωσία δόθηκε στα οδοφράγµατα από το ένοπλο προλεταριάτο. Από την εµπειρία της, σε πρώτη φάση, νικηφόρας ελευθεριακής επανάστασης θα πρέπει να αντλήσουµε χρήσιµα διδάγµατα και να τα ανακτήσουµε εφαρµόζοντας τα στην πράξη, ειδικά στις σηµερινές αντικειµενικές και υποκειµενικές συνθήκες µέσα στις οποίες δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε η εργατική αυτοδιαχείριση, ή η προσχεδιασµένη ένοπλη εξέγερση να επαρκούν από µόνες τους ως µεταβατικές στρατηγικές ενός καθολικού προτάγµατος για την κοινωνική απελευθέρωση.

Για µια νέα θεωρία του αυθορµήτου

Ποιος όµως ήταν ο καθοριστικός παράγοντας χάρη στον οποίο η εργατική τάξη της Ισπανίας µπόρεσε να κινητοποιήσει τις δυνάµεις της άµεσα και µαζικά και να κάµψει την αντίσταση των καταπιεστών της; Κατά την άποψη µας, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι η αναγκαία συνθήκη της κοινωνικής επανάστασης ήταν η ύπαρξη ενός µαζικού αναρχικού κινήµατος µε µακροχρόνια παρουσία σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, µε καλά οργανωµένες και ανθεκτικές ελευθεριακές δοµές και µε ξεκάθαρη και αποσαφηνισµένη αντίληψη σχετικά µε τους θεσµούς µε τους οποίους επιθυµούσε να αντικαταστήσει του ετερόνοµους θεσµούς του καπιταλιστικού συστήµατος. Πρέπει µάλιστα να σηµειώσουµε ότι ενώ η αναρχοκοµουνιστική FAI συνιστούσε έναν δεύτερο, διακριτό εξεγερτικό πόλο µέσα στις γραµές του οργανωµένου αναρχικού κινήµατος, το γεγονός αυτό δεν στάθηκε εµπόδιο στην συνύπαρξη των ρευµάτων του αναρχοκοµουνισµού και του αναρχοσυνδικαλισµού, ούτε αποτέλεσε τροχοπέδη για την καλλιέργεια του επιθυµητού βαθµού ενότητας και αγωνιστικής σύµπνοιας ανάµεσα στους αναρχικούς ακτιβιστές στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης.

Οι µεταµοντέρνοι οπαδοί της άµεσης δράσης ενδέχεται να εγείρουν ενστάσεις αναφορικά µε το κατά πόσο η συγκρότηση ενός µαζικού προγραµατικού κινήµατος µε δική του κοσµοθεωρία και προδιαγεγραµένη µεθοδολογία και στόχους, µπορεί να αποδειχτεί συµβατή µε έναν αυθόρµητο ξεσηκωµό των µαζών που θα παράξει τις δικές του µορφές αυτοοργάνωσης και συλλογικής αυτοάµυνας. Πράγµατι, αν ερµηνεύσουµε το «αυθόρµητο» ως συνώνυµο µιας έµφυτης συλλογικής παρόρµησης που υποβόσκει για χρόνια κι έπειτα εκδηλώνεται απροσδόκητα, αν αυθορµητισµός σηµαίνει το µη-προµελετηµένο κι εκείνο που είναι εντελώς αδύνατο να προσεγγίσουµε µέσω των διεργασιών της νόησης, τότε η πολιτική δραστηριότητα ενός κινήµατος δεν έχει κάποιον ρόλο να επιτελέσει για να φέρει πιο κοντά τον ριζοσπαστικό κοινωνικό µετασχηµατισµό. Μάλιστα, µπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ως φορέας µιας σειράς από προκαθορισµένες αντιλήψεις σχετικά µε τον ενδεδειγµένο τρόπο οργάνωσης της αυτοδιευθυνόµενης κοινωνίας, το ελευθεριακό κίνηµα θα µπορούσε να επιδράσει ακόµη και αρνητικά και να καταπνίξει τον πλούτο των δοµών αυτοοργάνωσης που θα αναδυθούν µε «φυσικό» τρόπο από τα κάτω, µόλις το τεχνητό εµπόδιο της εξουσίας του Κράτους παραµεριστεί.[v] Σε τούτη την περίπτωση όµως, ο στόχος της κοινωνικής απελευθέρωσης τοποθετείται έξω από το πεδίο της συνειδητής συλλογικής δράσης των κοινωνικών υποκειµένων. Μπορεί φαινοµενικά η δυνατότητα για ατοµική και συλλογική απελευθέρωση να συναρτάται άµεσα µε την δράση των εξεγερµένων µαζών, ωστόσο είναι φανερό ότι η ελπίδα αυτή απορρέει πρώτα και κύρια από µια µηχανιστική ερµηνεία της ανθρώπινης φύσης, η οποία ρέπει διαρκώς κι εξορισµού προς την κοινωνική αυτοδιεύθυνση και την αυτονοµία. Η έµφαση δεν βρίσκεται στην αυτοστοχαστική δραστηριότητα του απελευθερωτικού υποκειµένου, αλλά στην πραγµάτωση λανθανουσών ιδιοτήτων που εµπεριέχονται σε «αντικειµενικές» τάσεις της κοινωνικής εξέλιξης ή της «πραγµατικής» φύσης του ανθρώπου.

Παρόλα αυτά, όπως έχει γράψει ο Μάρραιη Μπούκτσιν, το αυθόρµητο δεν πρέπει να ταυτίζεται µε «την απουσία λογικά επεξεργασµένης συµπεριφοράς και συναισθηµάτων. Ο αυθορµητισµός είναι η συµπεριφορά, το συναίσθηµα και η σκέψη που είναι απαλλαγµένη από εξωτερικό καταναγκασµό, από επιβεβληµένους περιορισµούς. Είναι η αυτό-ελεγχόµενη, εσωτερικά καθοδηγούµενη συµπεριφορά, συναίσθηµα και σκέψη, όχι µια ανεξέλεγκτη υπερχείλιση από πάθος και δράση. Από την σκοπιά του ελευθεριακού κοµουνισµού, ο αυθορµητισµός υπονοεί την ικανότητα του ατόµου να λειτουργεί µε αυτοπειθαρχία και να διαµορφώνει ορθές κατευθύνσεις για την κοινωνική του δράση. Στον βαθµό που το άτοµο εξαλείφει τα εµπόδια της κυριαρχίας που καταστέλλουν την αυτενέργεια του, µπορούµε να πούµε ότι αυτός/η δρα, αισθάνεται και σκέπτεται αυθόρµητα».[vi] Ο ορισµός αυτός του αυθόρµητου, µε τον οποίο βρισκόµαστε σε πλήρη συµφωνία, έχει όµως και κάποια λογικά επακόλουθα. Η απουσία έξωθεν επιβεβληµένων ορίων στην δράση των κοινωνικών υποκειµένων συνεπάγεται ότι τα υποκείµενα αυτά είναι σε θέση να δηµιουργήσουν από µόνα τους τις συνθήκες και να παράξουν τις κοινωνικές δοµές µέσα στις οποίες η αυτοθέσµιση τους είναι δυνατή. Από αυτήν την διαλεκτική της απελευθέρωσης δεν µπορούµε να ξεφύγουµε, αφού η αναπαραγωγή της ετερόνοµης κοινωνίας προϋποθέτει από την φύση της την ανισοκατανοµή όλων των µορφών δύναµης µέσω των ιεραρχικών κοινωνικών δοµών και την συνακόλουθη απώλεια της αυτονοµίας των οµάδων που βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής πυραµίδας. Η πεµπτουσία της ταξικής καταπίεσης έγκειται ακριβώς στην θεσµοποιηµένη ανισοµέρεια δύναµης και βασίζεται τόσο στην άνιση πρόσβαση της κάθε κοινωνικής µονάδας στις συστηµικές πηγές εξουσίας, όσο και στην ιεραρχική διάρθρωση της κάθε κοινωνικής µονάδας στο εσωτερικό της.[vii] Η υποτάξη του συστήµατος καθώς και τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώµατα, δεν διαθέτουν κανένα µέσο για να επηρεάσουν την διαδικασία λήψης αποφάσεων, να διαµορφώσουν από κοινού τις βασικές παραµέτρους που καθορίζουν το περιεχόµενο της κοινωνικής ολότητας, ή να επιδράσουν στην ανάπτυξη κι εξέλιξη συγκεκριµένων πεδίων της οργανωµένης κοινωνικής συµβίωσης σύµφωνα µε τα συµφέροντα, τις ιδέες και τις επιδιώξεις τους (πολιτική, οικονοµία, κοινωνία, κουλτούρα, περιβάλλον, κλπ.).[viii] Αποτέλεσµα αυτής της εξουσιαστικής κοινωνικής συνθήκης είναι η δηµιουργία µιας σχέσης καθολικού ετεροκαθορισµού ανάµεσα στις κυρίαρχες συστηµικές ελίτ και τις µη-προνοµιούχες κοινωνικές οµάδες, ως προς τις γενικές συνθήκες της ύπαρξης τους (π.χ. πολιτικό και οικονοµικό σύστηµα), τις αξίες και πεποιθήσεις που υποχρεώνονται να εσωτερικεύσουν, αλλά και ως προς τα όρια της δράσης την οποία µπορούν να αναλάβουν µέσα στο θεσµικό πλαίσιο του συστήµατος.

Η αναγκαία συνθήκη για να αµφισβητήσει µια κοινωνική µονάδα την υποτελή της θέση στον παγιωµένο κοινωνικό καταµερισµό εργασίας είναι η αναβάθµιση της ταξικής οργάνωσης στο εσωτερικό της, είτε µέσω µιας αναπαραγωγής σε µικρότερη κλίµακα των ιεραρχικών δοµών και σχέσεων που διέπουν την ετερόνοµη κοινωνική ολότητα ως σύνολο, είτε µέσω της δηµιουργίας αµεσοδηµοκρατικών θεσµών που ισοκατανέµουν την δύναµη ανάµεσα στα µέλη της. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή των µονοθεµατικών κινηµάτων που έχουν σαν στόχο την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης µιας συγκεκριµένης κοινωνικής οµάδας και την ανέλιξη της οµάδας αυτής στην κοινωνική ιεραρχία, χωρίς ωστόσο να αµφισβητείται η ύπαρξη της κοινωνικής ιεραρχίας αυτής καθ’ εαυτής. Αντίθετα, η δεύτερη περίπτωση προϋποθέτει ένα συνολικό πρόταγµα κοινωνικής απελευθέρωσης που αµφισβητεί τους ίδιους του θεσµούς που καθιερώνουν τον κοινωνικό καταµερισµό της εργασίας, αφού οι αυτόνοµοι, αυτοοργανωµένοι θεσµοί δεν είναι δυνατό να ευδοκιµήσουν και να επιβιώσουν για πολύ µέσα σε ένα ιεραρχικά διαρθρωµένο κοινωνικό σύστηµα. Επιπλέον, τα εξωτερικά όρια της δράσης ενός παρόµοιου κινήµατος, ο χαρακτήρας των σχέσεων που αναπτύσσει µε άλλες κοινωνικές οµάδες και η παρέµβαση του σε διάφορα πεδία του οργανωµένου κοινωνικού βίου εξακολουθούν να καθορίζονται σε τελική ανάλυση από το ετερόνοµο κοινωνικό παράδειγµα.

Έτσι, µπορούµε να πούµε ότι η επαρκής συνθήκη για την κατάκτηση της ατοµικής και συλλογικής αυτονοµίας είναι η ανάληψη συλλογικής δηµιουργικής δράσης µε στόχο την κατάλυση των συστηµικών δοµών που αναπαράγουν τους δεσµούς εξάρτησης των κατώτερων στρωµάτων από τις πολιτικές και οικονοµικές ελίτ και την αντικατάσταση τους από θεσµούς που θα θεσµοθετήσουν σχέσεις ισοκατανοµής της δύναµης, αλληλεγγύης και συλλογικής στήριξης στο πλαίσιο µιας αυτόνοµα οργανωµένης κοινωνικής ολότητας. Με άλλα λόγια, η θεµελιώδης προϋπόθεση για την κατάκτηση της κοινωνικής αυτονοµίας είναι η εµπλοκή των κοινωνικών υποκειµένων που συγκαταλέγονται ανάµεσα στα θύµατα του διεθνοποιηµένου καπιταλισµού σε µια Κοινωνική Πάλη µε αντισυστηµικό περιεχόµενο, που θα επιζητά την κατάργηση του υπάρχοντος θεσµικού πλαισίου και την ριζική αλλαγή της κοινωνίας σύµφωνα µε τα ελευθεριακά πρότυπα. Από αυτή την άποψη, ο αυθορµητισµός ως ανεξάρτητη µορφή σκέψης και δράσης, όχι µόνο δεν είναι ασύµβατος, αλλά στην ουσία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός απελευθερωτικού προτάγµατος, γύρω από το οποίο θα οικοδοµηθεί ένα µαζικό ελευθεριακό κίνηµα µε αντισυστηµικούς στόχους και στρατηγική.

[i] L. Fabri, Bourgeois Influences on Anarchism, http://www.anarkismo.net/article/14544.

[ii] L. Fabri, στο ίδιο, http://www.anarkismo.net/article/14544.

[iii] E. Pouget, Direct Action, http://libcom.org/library/direct-action-emile-pouget.

[iv] «Σε τέτοιες κρίσιµες καταστάσεις η γενική απεργία παίρνει τη θέση των οδοφραγµάτων των πολιτικών εξεγέρσεων του παρελθόντος. Για τους εργάτες, η γενική απεργία αποτελεί τη λογική συνέπεια του σύγχρονου βιοµηχανικού συστήµατος, του οποίου είναι σήµερα τα θύµατα και συνάµα τους προσφέρει το ισχυρότερο όπλο, που διαθέτουν στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, δεδοµένου ότι αναγνωρίζουν τη δύναµη τους και µαθαίνουν πώς να χρησιµοποιούν κατάλληλα αυτό το όπλο». R. Rocker, Αναρχισµός και Αναρχοσυνδικαλισµός (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 49.

[v] Νοµίζουµε ότι αυτή την µοιρολατρική αντίληψη έκφρασε και ο αναρχικός στοχαστής Γκούσταβ Λαντάουερ στον δυσµενή απολογισµό που έκανε για την δράση της CNT και τον ρόλο που αυτή έπαιξε στην αρνητική τροπή που πήρε η ελευθεριακή επανάσταση στην Ισπανία. Ο Λαντάουερ υποστήριξε ότι «…ως επανάσταση µπορούµε να θεωρήσουµε όλα όσα οι εργάτες, αναρχικοί ή όχι, έκαναν από ένστικτο τις πρώτες µέρες, τότε που ξεκίνησαν όλα. Στη συνέχεια, όταν προσπάθησαν να αποκρυσταλλώσουν οργανωτικά τις κατακτήσεις τους, η πολιτική και η εξουσία της διέφθειρε». A. Paz, Ταξίδι στο Παρελθόν (Κουρσάλ), σελ.90. Η θέση αυτή είναι πολύ κοντά σε µια αντεπαναστατική αποκήρυξη της ικανότητας του ανθρώπου να προβαίνει σε συνειδητή έλλογη δράση, αφού αν την αποδεχτούµε σαν γενικό κανόνα θα ήταν σαν να αποδεχόµασταν ότι κάθε προσπάθεια θεσµικής κατοχύρωσης της επανάστασης οδηγεί αναπόδραστα στην αντεπανάσταση. Και βέβαια αν η επανάσταση εξαρτάται αποκλειστικά από το «ένστικτο», τότε η ύπαρξη ενός συνειδητού αναρχικού κινήµατος είναι πράγµατι µια πολυτέλεια. Καλό βέβαια θα ήταν να θυµόµαστε ότι η εµπλοκή των αναρχικών οργανώσεων σε µια «πολιτική» συνδιαλλαγή µε τους αστούς «δηµοκράτες» επιβλήθηκε από την ανάγκη της επικράτησης στον πόλεµο εναντίον των φασιστών, πράγµα που οι αναρχικοί δεν µπορούσαν να καταφέρουν από µόνοι τους. Και καλό θα ήταν επίσης να έχουµε κατά νου ότι η χρονική στιγµή που ξέσπασε η επανάσταση δεν επιλέχθηκε από τους αναρχικούς, αλλά επιβλήθηκε σε αυτούς από τους φασίστες πραξικοπηµατίες, εξού και τα προβλήµατα που αντιµετώπισε το αναρχικό κίνηµα σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής την επαύριον της αναρχικής επανάστασης.

[vi] M. Bookchin, On Spontaneity & Organization, http://theanarchistlibrary.org/library/murraybookchin-on-spontaneity-and-organisation.pdf.

[vii] T. Fotopoulos, Class Divisions Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol6/takis_class.htm.

[viii] Ας θυµηθούµε για παράδειγµα την ηρωική αντίσταση των κατοίκων της Κερατέας και της Χαλκιδικής στην καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος που προωθείται µε εντολή των οικονοµικών ελίτ και φυσικά την άνωθεν επιβεβληµένη σαλαµοποίηση ενός µεγάλου µέρους της ελληνικής κοινωνίας µέσω της βίαιης συστηµικής αναδιάρθρωσης που πραγµατοποιείται µε οδηγό τις ανάγκες κερδοφορίας του εγχώριου και διεθνοποιηµένου κεφαλαίου µέσω των µνηµονίων. http://antisystemic.wordpress.com/

Άµεση δράση και λαϊκή αντιβία

Ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει κατά την γνώµη µας να στρέφεται η άµεση δράση, προς την δηµιουργία δηλαδή ενός κινήµατος αρκετά ισχυρού ώστε να επιβάλλει µε την δράση του στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης την εφαρµογή των αρχών του προτάγµατος του κοινωνικού αναρχισµού σε όλο και περισσότερες σφαίρες της κοινωνίας, µέχρι τον τελικό στόχο της ανατροπής των βασικών θεσµών του συστήµατος. Η διαπίστωση αυτή δεν σηµατοδοτεί κατ’ ανάγκη την προσφυγή σε βίαιες µορφές δράσης. Το βίαιο δεν είναι πάντοτε κι επαναστατικό. Όπως γράφει ο Φωτόπουλος, η βία αναφέρεται στο µέσον που επιλέγουµε να χρησιµοποιήσουµε και όχι τους στόχους που προσπαθούµε να υλοποιήσουµε.[ix] Από την άλλη, η πρώτες ιστορικά καταγεγραµένες ενέργειες του σύγχρονου προλεταριάτου που µπορούν να ταξινοµηθούν ως εκφάνσεις της λογικής που διέπει την άµεση δράση, ήταν ενέργειες που είχαν να κάνουν µε την άµεση ικανοποίηση των υλικών αναγκών των φτωχότερων τάξεων, δηλαδή µε την φυσική επιβίωση και την αναπαραγωγή τους µέσα στην υπάρχουσα κοινωνική συγκυρία. Για παράδειγµα, µπορούµε να αναφερθούµε στην λεγόµενη «Ανταρσία του Αλευριού» του 1837, κατά την διάρκεια της οποίας οι απόκληροι της πόλης της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ εξεγέρθηκαν ενάντια στις υπέρογκες αυξήσεις των τιµών που τους εµπόδιζαν να έχουν πρόσβαση σε διατροφικά είδη πρώτης ανάγκης (αλεύρι, σιτάρι, κλπ.) και απαλλοτρίωσαν µε τη βία εκατοντάδες βαρέλια µε αλεύρι και σιτάρι από τις αποθήκες του µεγαλέµπορου Ε. Χαρτ.[x]

Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι στον βαθµό που η ικανοποίηση των άµεσων προλεταριακών αναγκών γίνεται ολοένα και δυσχερέστερη µέσα σε ένα καπιταλιστικό θεσµικό πλαίσιο που µπορεί να αναπαραχθεί µόνο µε την προϋπόθεση της περαιτέρω συγκέντρωσης της οικονοµικής δύναµης και κατ’ επέκταση της περαιτέρω υποβάθµισης του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωµάτων, η διαρκής σύγκρουση µε το υφιστάµενο καθεστώς νοµιµότητας που προστατεύει και κωδικοποιεί τις σχέσεις εκµετάλλευσης και κυριαρχίας είναι µονόδροµος για ένα κίνηµα που αποβλέπει στην λαϊκή χειραφέτηση. Η ίδια η ανάγκη της αυτοσυντήρησης των οµάδων που απαρτίζουν την υποτάξη του συστήµατος ενδέχεται να επιβάλλει επιθετικές ενέργειες, όπως η βίαιη απαλλοτρίωση αγαθών από τα καπιταλιστικά κέντρα διανοµής, που συνιστούν από µόνες τους εµπράγµατη κριτική στο ιερό για τον καπιταλισµό δικαίωµα της ατοµικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, δεν βρισκόµαστε σήµερα στα 1837, την εποχή της ανταρσίας της Φιλαδέλφειας. Η λεηλασία ενός σούπερ-µάρκετ είναι µια επιβεβληµένη ενέργεια που συνάδει µε τα τυπικά κριτήρια της άµεσης δράσης, όµως δεν παύει να συνιστά µια αµυντική ενέργεια, µια ενέργεια που αποσκοπεί στην απλή αναπαραγωγή της τάξης µέσα στο σύστηµα. Αντίθετα, η επίλυση των προβληµάτων διαβίωσης των λαϊκών στρωµάτων σε µόνιµη βάση, µέσα από ένα πρόταγµα που ανατρέπει την οικονοµία της αγοράς και βάζει στη θέση της µια οικονοµία βασισµένη στον ελευθεριακό σοσιαλισµό χωρίς αγορά και χρήµα, είναι ο βασικός παράγοντας που θα επιτρέψει στις µη-προνοµιούχες κοινωνικές οµάδες να αποκτήσουν την αυτονοµία τους στην σφαίρα της οικονοµίας και ν’ αποτινάξουν τους δεσµούς εκµετάλλευσης κι εξάρτησης που αναπτύσσονται αυτόµατα µέσα στις οικονοµικές ιεραρχίες του συστήµατος.

Είναι πιθανό ότι πριν γίνει αυτό, πολλοί σύντροφοι κι ακτιβιστές θα καταλήξουν όµηροι στα χέρια της νεοφιλελεύθερης χούντας εξαιτίας της αναγκαιότητας που υπάρχει για την πραγµατοποίηση αυτών των δυναµικών ενεργειών. Γι’ αυτό και πιστεύουµε ότι είναι ανάγκη το κίνηµα να οργανώσει όσο γίνεται καλύτερα ανθεκτικές δοµές αλληλεγγύης και συλλογικής στήριξης στους πολιτικούς κρατούµενους που φοβόµαστε ότι θα πολλαπλασιαστούν στη διάρκεια του αγώνα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να τρέφουµε αυταπάτες αναφορικά µε τις δυνατότητες που υπάρχουν να απελευθερώσουµε τους συντρόφους µας µέσα από µια καλά οργανωµένη νοµική παρέµβαση. Το µόνο πράγµα που µπορεί να προστατεύσει τους αιχµάλωτους συντρόφους είναι η πολιτική ενδυνάµωση της τάξης µέσα από ένα ελευθεριακό αντισυστηµικό κίνηµα. Άποψη µας είναι ότι µόνο εφόσον έχουµε κατορθώσει να οικοδοµήσουµε ένα συµπαγές κίνηµα µε υπολογίσιµη δύναµη στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης, θα µπορούµε να επιβάλλουµε όρους στο νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτικό Κράτος και να πετύχουµε ίσως µια υπό όρους απελευθέρωση των αιχµαλώτων, στα πρότυπα της ανταλλαγής κρατουµένων στην οποία επιδίδονται αντιµαχόµενες παρατάξεις εν καιρώ πολέµου.

Στην πολιτική µυθολογία του σύγχρονου εξεγερτικού αναρχισµού η στιγµή της εξέγερσης ερµηνεύεται ως η στιγµή σύλληψης κι εκρηκτικής εκκόλαψης της νέας κοινωνίας. Μιλάµε για µια χαοτική κατάσταση, όπου µέσα από την γενικευµένη κατάρρευση θα αναβρύσει βάσει µιας προϋπάρχουσας νοµοτέλειας ένας νέος τύπος ισότιµων κοινωνικών σχέσεων και µια κοινωνία βασισµένη στην αλληλεγγύη και τον κοµουνισµό. Σύµφωνα µε την πιο εκλεπτυσµένη εκδοχή αυτού του διανοητικού ρεύµατος, αυτή της κοµουνιστικοποίησης, τα µέτρα που θα υποχρεωθεί να πάρει το προλεταριάτο µέσα σε συνθήκες κρίσης του καπιταλισµού, θα είναι αυτά που θα δηµιουργήσουν, σχεδόν ανεξάρτητα από την θέληση των δρώντων υποκειµένων, το υπόβαθρο για την µετάβαση στην απελευθερωτική κοµουνιστική συνθήκη.[xi] Από την πλευρά µας, θα θέλαµε να διαβεβαιώσουµε τον αναγνώστη ότι δεν είµαστε µπλανκιστές, θιασώτες της εκτέλεσης ενός συνωµοτικού εξεγερτικού πλάνου σε προκαθορισµένο τόπο και χρόνο. Οπωσδήποτε όµως, ακόµη και οι µπακουνικοί ζηλωτές της ισπανικής FAI που στα χρόνια ανάµεσα στο 1880 και στο 1935, συνωµότησαν αµέτρητες φορές για να οργανώσουν δεκάδες εξεγέρσεις στην ισπανική ύπαιθρο, ακόµη και αυτοί οι «άνθρωποι της δράσης» κατανοούσαν τον λαϊκό ξεσηκωµό ως εφαλτήριο µιας διαδικασίας που παράλληλα αποτελούσε και την αποκορύφωση της αθόρυβης κινηµατικής δουλειάς που έκαναν επί χρόνια.[xii] Παρά τις συστηµατικές συκοφαντίες των κρατιστών σοσιαλιστών, η αναρχική αντίληψη περί της εξεγερτικής διαδικασίας δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, προϊόν ενός ασυγκράτητου βολονταρισµού που δεν λαµβάνει υπόψη τους ταξικούς συσχετισµούς δύναµης και δεν λαµβάνει µέτρα για µια όσο το δυνατόν καλύτερη οργάνωση των ταξικών δυνάµεων της αυτονοµίας, προτού παρακινήσει τις «µάζες» να ριχτούν σε µια µετωπική και πολλές φορές θανάσιµη σύγκρουση µε τον ταξικό εχθρό τους. Υπό αυτή την έννοια, η εξέγερση ήταν πάντα το επιστέγασµα µιας µακράς απελευθερωτικής διαδικασίας και η κατάσταση µέσα στην οποία το αναρχικό κίνηµα διακήρυσσε την αυτονοµία του, εκδήλωνε την πρόθεση του να αναµετρηθεί µε τις αρχές και συσσώρευε εµπειρίες για τις επαναστατικές µάχες που θα έρχονταν στο µέλλον.[xiii]

Επανερχόµενοι στο σήµερα και στο ενδεχόµενο της έκρηξης µιας παλλαϊκής εξέγερσης ενάντια στην συστηµική χούντα, ο χώρος θα µπορούσε ενδεχοµένως να τυπώσει και να µοιράσει ένα εγχειρίδιο αντιµετώπισης καταστολής των διαδηλώσεων, προκειµένου να µεταδώσει στον ανυποψίαστο κόσµο την «τεχνογνωσία» για να προβάλλει αποτελεσµατική αντίσταση στην καταστολή και να αναβαθµίσει έτσι το επίπεδο της σύγκρουσης στον δρόµο. Όµως, ποιο θα ήταν το νόηµα του να τρέψουµε σε φυγή τους µπάτσους που φυλάνε το κοινοβούλιο, αν προηγούµενα δεν είχαµε αποφασίσει τι θα κάνουµε µε το κοινοβούλιο όταν αυτό πέσει στα χέρια µας;[xiv] Επιπλέον, ποιος είναι αυτός που θα δώσει µάχη σώµα µε σώµα µε τους µπάτσους για να κερδίσει απλώς µια µάχη στην µακριά βεντέτα µε τις δυνάµεις καταστολής, αλλά χωρίς να µπορεί να υπολογίζει στην ύπαρξη ενός συνολικού στρατηγικού σχεδίου για να επικρατήσει στον καθολικό κοινωνικό πόλεµο που έχουν εξαπολύσει εναντίον µας οι ελίτ; Ήδη έχει αρχίσει να εντυπώνεται στις συνειδήσεις των λιγότερο «µπαρουτοκαπνισµένων» κοµατιών της δοκιµαζόµενης κοινωνίας ότι µε διαδηλώσεις και πορείες διαµαρτυρίας, όσο µαχητικές κι αν είναι αυτές, ελάχιστα πράγµατα φαίνεται να µπορούν να αλλάξουν ως προς τον καταποντισµό της κοινωνικής θέσης τους και την αποτροπή της χειροτέρευσης του βιοτικού τους επιπέδου.[xv]

Συνεπώς, πιστεύουµε ότι πρέπει να εργαστούµε προς την κατεύθυνση της δηµιουργίας ενός αυτόνοµου λαϊκού κινήµατος, που µε την συγκρουσιακή δράση και την αντισυστηµική πολιτική γραµή του θα βοηθήσει στην οργάνωση της ταξικής αυτοάµυνας των ετεροκαθοριζόµενων στρωµάτων της κοινωνίας και θα οξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις σε σηµείο εκρηκτικό, επιταχύνοντας µε αυτόν τον τρόπο τις διεργασίες που µπορούν να οδηγήσουν σε καθολική ρήξη της κοινωνίας µε τους θεσµούς και τις αξίες της ετερονοµίας. Η ανάπτυξη προτάγµατος θα δώσει σηµείο αναφοράς στις εξεγερσιακές διαδικασίες κι ένα σχέδιο δράσης σε εκείνες τις κοινωνικές οµάδες που συγκαταλέγονται ανάµεσα στα θύµατα της παγκοσµιοποίησης κι έχουν κάθε συµφέρον να αποτινάξουν την επικυριαρχία που ασκούν οι ελίτ πάνω στις ζωές και στα όρια της ανάπτυξης τους ως κοινωνικές οµάδες αλλά και µεµονωµένα άτοµα. Το ελευθεριακό πρόταγµα µπορεί να συγκεντρώσει γύρω του όλες τις δυνάµεις της λαϊκής χειραφέτησης και να προσδώσει βάθος σε µια εξέγερση, καθιστώντας την µε αυτόν τον τρόπο πολύ πιο ανθεκτική απέναντι στην συστηµική καταστολή κι εµβαθύνοντας το περιεχόµενο της δηµιουργώντας παρακαταθήκες για το µέλλον, µε την µορφή µόνιµων και βιώσιµων θεσµών αυτοκυβέρνησης του κινήµατος. Όπως έγραψε ο Κροπότκιν σχετικά µε την προλεταριακή εξέγερση που κατέληξε στην ανακήρυξη της Παρισινής Κοµούνας: «Αν το θέµα ήταν απλώς το πώς θα µπορούσαµε καλύτερα να αναπτύξουµε µια θεωρία, θα έπρεπε να πούµε ότι οι θεωρίες, ως τέτοιες, δεν έχουν και µεγάλη σηµασία. Αλλά όσο µια νέα ιδέα δεν βρίσκει µια ξεκάθαρη και λεπτοµερή µορφή µε την οποία να διατυπώνεται, µια µορφή που θα βγαίνει µε φυσικό τρόπο µέσα από τα πράγµατα όπως αυτά υπάρχουν στην πραγµατικότητα, τότε δεν πρόκειται να αιχµαλωτίσει τα µυαλά των ανθρώπων , ούτε θα µπορέσει να τους εµπνεύσει ώστε να εισέλθουν σε έναν αποφασιστικό αγώνα. Οι άνθρωποι δεν ρίχνονται στο άγνωστο χωρίς µια θετική και καθαρά διαµορφωµένη ιδέα που θα τους χρησιµεύσει, ούτως ειπείν, σαν εφαλτήριο όταν αυτοί βρίσκονται ακόµη στο ξεκίνηµα».[xvi]

Στρατιωτικοποίηση της εξέγερσης;

Το συµβάν της εξέγερσης ως αφετηρία και όχι ως κατάληξη του απελευθερωτικού κινήµατος, έχει προσλάβει κάποια «τεχνικά» χαρακτηριστικά που αποβλέπουν τόσο στην υποδαύλιση της εξεγερσιακής κατάστασης όσο και στην διασπορά της στον χώρο και τον χρόνο. Παροµοίως, η µεταµοντέρνα εξεγερτική στρατηγική αναλώνεται σε µια συνεχή ενασχόληση µε την σηµειολογία των διαδηλώσεων. Το αν θα πορευτούµε «ειρηνικά» ή µε στόχο την σύγκρουση, την διάταξη των πανό, την πρόθεση που επέδειξε η κάθε πολιτική δύναµη να παραµείνει στο Σύνταγµα και να κοιτάξει στα µάτια τον στρατό κατοχής, τον τρόπο µε τον οποίο θα οργανωθούµε «στρατιωτικά» για να µπορέσουµε να αντισταθούµε στην καταστολή των µπάτσων, την συµετοχή ή όχι µεγάλου τµήµατος διαδηλωτών στις συγκρούσεις ή την ηθική νοµιµοποίηση που παρέχουν σε αυτές µε την στάση τους έναντι των µπάτσων, κλπ. Αφού µια επεισοδιακή πορεία θεωρείται από τους νέο-εξεγερσιακούς ως αυτοτελές εξεγερτικό συµβάν και αφού η ίδια η εξέγερση εκλαµβάνεται ως ικανή να παράξει τα δικά της υποκείµενα που µπορεί να µας οδηγήσουν στην κοινωνική χειραφέτηση, είναι λογικό όλο και περισσότερη έµφαση να δίδεται στην επεξεργασία µεθόδων και τεχνικών που θα εξυπηρετούν την όξυνση και γενίκευση της σύγκρουσης ως αυτοσκοπό.

Εδώ πλέον η εξέγερση δεν παράγεται από το υποκείµενο, αλλά το υποκείµενο παράγεται από την εξέγερση. Έτσι, η αντιβία των ριζοσπαστικών ρευµάτων αυτονοµείται και αποκόπτεται ως έναν βαθµό από το κυρίως σώµα της διαδήλωσης. Οργανώνεται σε µικρές κι ευέλικτες οµάδες «κοµάντο» που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και µπορεί να αποκλίνουν σηµαντικά από τα προδιαγεγραµένα όρια της πορείας, µεταφέροντας την δράση τους σε σηµεία όπου τα µέτρα ασφαλείας είναι λιγότερο ισχυρά για να επιτεθούν σε συµβολικούς αντικαπιταλιστικούς στόχους όπως γραφεία τραπεζών, καταστήµατα πολυεθνικών εταιρειών, παραρτήµατα µεγάλων εµπορικών αλυσίδων, κλπ. Το «hit & run» είναι µια τέτοια πρακτική που ρέπει προς µια πλήρη αυτονόµηση της µαζικής λαϊκής αντιβίας σε επίπεδο δράσης, στόχων και τακτικής από το κινηµατικό της περιβάλλον, µια αντίληψη που ορισµένες φορές στηρίζει και ενισχύει την λαϊκή κινητοποίηση αναβαθµίζοντας τον χαρακτήρα της, ενώ άλλες φορές βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία µε τις διαθέσεις και τις επιδιώξεις του πλήθους.[xvii] Όχι τυχαία, στην Γένοβα το 2001 υπήρχαν τµήµατα του µαύρου µπλοκ που πραγµατοποίησαν επιθέσεις σε όλο το µήκος και το πλάτος της πόλης, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να συγκεντρώσουν τα «πυρά» τους ενάντια στην καλά φρουρούµενη «κόκκινη ζώνη» στο κέντρο της πόλης. Χαρακτρηιστικό παράδειγµα, η επίθεση κατά των φρουρών στις φυλακές Marassi την δεύτερη µέρα των κινητοποιήσεων.[xviii]

Μια ακόµη πιο διαχωρισµένη αντίληψη της αντιβίας εκφράζεται από την «Ταξιαρχία Curious George» στην µπροσούρα της µε τίτλο «Υπερασπίζοντας το χάος της άµεσης δράσης».[xix] Στο κείµενο αυτό, η εξεγερτική άµεση δράση ερµηνεύεται αποκλειστικά µε όρους «στρατιωτικής» αποτελεσµατικότητας, η οποία προσµετράται από την ικανότητα των φορέων της σύγκρουσης να διασπείρουν αποτελεσµατικά το χάος στην µητρόπολη. Σίγουρα, δεν ανήκουµε σε αυτούς που απαξιώνουν την αναγκαιότητα για αποτελεσµατικότητα της λαϊκής αντιβίας. Ούτε θεωρούµε ότι «λαός» είναι µόνο εκείνο το κοµάτι των διαδηλωτών που µε την στάση του καθορίζει ή όχι την ηθική νοµιµοποίηση της σύγκρουσης, γιατί κάτι τέτοιο συνεπάγεται εξορισµού την µη-συµετοχή του κοµατιού αυτού στις εξεγερτικές µορφές δράσης. Θα ήταν σαν να ισχυριζόµασταν ότι η ηθική νοµιµοποίηση των ανατρεπτικών διαθέσεων ενός τµήµατος του αγωνιζόµενου λαού, προέρχεται πάντα από εκείνο το κοµάτι της κοινωνίας που δεν συµερίζεται έµπρακτα τις ίδιες επιθετικές διαθέσεις.

Ο Δεκέµβρης έδειξε τον τρόπο µε τον οποίο η διάχυση της αντιβίας από ένα µειοψηφικό κοινωνικό υποκείµενο, µπορεί να οδηγήσει στην δηµιουργία εξεγερσιακών συνθηκών. Η ύπαρξη της εξέγερσης δεν είναι νοητή χωρίς την προσωρινή αναστολή ή έστω παρακώλυση της λειτουργίας των καπιταλιστικών παραγωγικών δοµών, των εµπορευµατικών ροών του κεφαλαίου και των δικτύων διακίνησης αγαθών του συστήµατος. Και στο αρχικό στάδιο µιας εξέγερσης, η παύση αυτή µπορεί να γίνει αντιληπτή µόνο ως µια προσωρινή χαοτική κατάσταση, µια «αταξία» στην θέση της καλά οργανωµένης κανονικότητας, µε την ανάθεση παγιωµένων ρόλων και καθηκόντων που συνεπάγεται αυτή η κανονικότητα για την καθηµερινή δραστηριότητα του καθένα από εµάς ξεχωριστά.

Το πρόβληµα ωστόσο έγκειται αλλού. Η αντιβία είναι απαραίτητη ως µέθοδος εξωτερικής επιβολής του µπλοκαρίσµατος της συστηµικής µηχανής από το ανταγωνιστικό κίνηµα και µπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή µιας εξεγερσιακής κατάστασης, αλλά από µόνη της δεν επαρκεί για να παρατείνει και να αναπαράξει τις εξεγερσιακές συνθήκες. Για να γίνει αυτό, χρειάζονται πολιτικές ενέργειες σε κεντρικό επίπεδο, όπως ήταν η κατάληψη της Νοµικής, του κτηρίου της ΓΣΕΕ και της Λυρικής τον Δεκέµβρη, οι οποίες θα αποσπάσουν έστω προσωρινά κάποιες ζώνες κοινωνικής αναπαραγωγής από το σύστηµα, µε ρητό στόχο την αναδιοργάνωση τους σε ελευθεριακή βάση. Αυτή η ανάδειξη της αµεσοδηµοκρατικής διάστασης της εξέγερσης είναι που µετατρέπει ένα µειοψηφικό εξεγερτικό εγχείρηµα αντισυστηµικής αλλαγής, σε δυνητικά πλειοψηφικό πολιτικό πρόταγµα που δεν ετεροκαθορίζει αυτούς που δεν συµετέχουν από την πρώτη στιγµή.[xx] Η δηµιουργία αυτών των απελευθερωµένων ζωνών, δεν έχουν καµία σχέση µε µια διαδικασία διατύπωσης αιτηµάτων προς τις ελίτ, αλλά αντίθετα µπορούν να αποτελέσουν συντονιστικά κέντρα αγώνα και αυτόνοµα συλλογικά όργανα που συνοµοσπονδιοποιούνται για να αποφασίσουν τα µέτρα που χρειάζονται προκειµένου να θεσµοθετηθούν οι νέες επαναστατικές δοµές της γενικευµένης κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης.

Από την άλλη, ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην συµπύκνωση της εξεγερτικής δραστηριότητας σε µια µονοδιάστατη προοπτική διάρρηξης της κανονικότητας διαµέσου των «ταραχών», είναι η προαναφερθείσα εµονή µε την σηµειολογία µέσω της αναγόρευσης της σύγκρουσης σε ύψιστο κριτήριο ριζοσπαστικοποίησης των υποτελών κοινωνικών στρωµάτων. Θεωρούµε νίκη για τα ριζοσπαστικά ρεύµατα αν πετύχουµε µε την στάση µας και το παράδειγµα µας να ακυρώσουµε στην πράξη την συναίνεση που υπάρχει ανάµεσα στις ελίτ και τους ρεφορµιστές για τον εγκλωβισµό της λαϊκής άµεσης δράσης στις προκάτ φόρµες της ειρηνικής διαµαρτυρίας. Όταν δε όλες οι προϋποθέσεις συγκλίνουν και αποκορυφώνονται σε ένα µεγάλο εξεγερσιακό γεγονός (Γένοβα 2001, απεργιακό διήµερο 28-29/06/2011, 12 Φλεβάρη 2012), τότε η ιδεολογική «πρωτοπορία» του χώρου βγαίνει και µιλάει µε ικανοποίηση για την µεγάλη εξέγερση της µιας µέρας.[xxi] Αν όµως οι εξεγέρσεις δεν είναι παρά παροδικές εκρήξεις λαϊκής δυσαρέσκειας, που σε βάθος χρόνου αφήνουν ανέπαφη την λειτουργία του συστήµατος, τότε η στρατηγική του εξεγερτικού αναρχισµού δεν συνιστά µέθοδο ανατροπής του συστήµατος, αλλά στην καλύτερη περίπτωση µια συλλογική άσκηση των πιο ετοιµοπόλεµων κοµατιών του χώρου στην αυτοϊκανοποίηση, µια διαδραστική εµπειρία όπου ο χώρος έχει την ευκαιρία να βιώσει για λίγο τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις του.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν αποβλέπουν στο να τεκµηριώσουν την ανάγκη για µια απόρριψη της εξεγερτικής στρατηγικής, αλλά στην αναγκαιότητα µιας δραστικής αναθεώρησης της. Στο θεωρητικό οικοδόµηµα του κλασικού αναρχοκοµουνισµού, η εξέγερση είναι η στιγµή της κορύφωσης της διαρκούς ταξικής πάλης. Ζητήµατα όπως η εξεύρεση οπλισµού για τους εξεγερµένους, η οργάνωση της άµυνας των κατειληµένων χώρων (εργοστάσια, δηµόσιες υπηρεσίες, κλπ.) ήταν ζητήµατα τακτικής φύσης των οποίων η όσο το δυνατό καλύτερη διευθέτηση ήταν απαραίτητη για να διασφαλιστεί η καθολική επικράτηση των καταπιεσµένων, δηλαδή η κατάλυση του Κράτους και η απαλλοτρίωση των παραγωγικών µέσων από τους εξεγερµένους. Με άλλα λόγια, ο αναρχικός κοµουνισµός ανέκαθεν ενστερνιζόταν τον αναπόφευκτο χαρακτήρα της εξέγερσης, αλλά σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσε να οριστεί µονοσήµαντα ως «εξεγερσιακός» αναρχισµός. Η εξέγερση ήταν απλά ένα µέρος του ευρύτερου απελευθερωτικού προγράµατος του κοινωνικού αναρχισµού.

Μεταρρύθµιση και Επανάσταση

Αναφέραµε πιο πάνω ότι δεν έχουµε το περιθώριο να εναποθέσουµε τις ελπίδες µας για την αυτοάµυνα µας απέναντι στην κατασταλτική µανία ενός ηµιφασιστικού αντιπροσωπευτικού καθεστώτος, µόνο σε οµάδες νοµικής βοήθειας, όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις τους κι όσο άρτια οργανωµένες κι αν είναι αυτές. Η χρήση νοµικών και συνταγµατικών µέσων δεν πρόκειται να εξασφαλίσει ελευθερία κινήσεων για το κίνηµα, αφού τα αστικά δικαιώµατα που ενσωµατώνονται στην ηγεµονική κρατική µορφή, δεν είναι δυνατό από την φύση τους να χρησιµοποιηθούν για να υπονοµεύσουν την κυριαρχία του ίδιου του Κράτους.[xxii] Η εκάστοτε συνταγµατική µορφή της Κρατικής εξουσίας δεν είναι παρά η καταστατική επικύρωση των βασικών θεσµών και δοµών χάρη στις οποίες αναπαράγεται η συστηµική κυριαρχία, σύµφωνα µε την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης και τον ταξικό συσχετισµό δυνάµεων που επικρατούσε την δεδοµένη χρονική στιγµή κατάρτισης του συντάγµατος. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαµε ότι πρόκειται για µια συνθήκη ειρήνης / ανακωχής ανάµεσα σε εµπόλεµες κοινωνικές οµάδες, ένα νοµικό έγγραφο που κωδικοποιεί την επικράτηση του κυρίαρχου µπλοκ εξουσίας απέναντι στον αντίπαλο κοινωνικό συνασπισµό.

Οι λεγόµενες «συνταγµατικές ελευθερίες» δεν έχουν καµία απολύτως αξία αν δεν υποστηρίζονται από πραγµατική δύναµη της τάξης στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης. Μόλις η ταξική ισχύς συρρικνωθεί ή εισέλθει σε µια φάση ύφεσης µέσω της υποχώρησης της ταξικής συνειδητοποίησης, τα «κατοχυρωµένα από τον νόµο» δικαιώµατα, είτε καταπατώνται µε βάρβαρο τρόπο, ή εξαλείφονται ολοσχερώς µε «δηµοκρατικά» µέσα, µέσω µιας αναθεώρησης του συντάγµατος. Οι ταξικές αντιθέσεις είναι δοµικό φαινόµενο σε µια ιεραρχική κοινωνία. Ως εκ τούτου, η χορήγηση ή κατάργηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωµάτων υπαγορεύεται ανάλογα µε τις πραγµατικές ανάγκες του εγγενούς ανταγωνισµού ανάµεσα στις κοινωνικές µονάδες που κατέχουν κυρίαρχες ή υποτελείς θέσεις στον κοινωνικό καταµερισµό της εργασίας. Όταν τα θεσµοποιηµένα δικαιώµατα γίνονται εµπόδιο στην εκδήλωση της απροκάλυπτης ταξικής υπεροχής που έχουν αποκτήσει οι ελίτ, τότε πολύ απλά είτε καταστρατηγούνται µε κυνικό τρόπο, ή διαγράφονται από τον καταστατικό χάρτη της αντιπροσωπευτικής «δηµοκρατίας».

Υπάρχει µια αξιοσηµείωτη σύγκλιση απόψεων πάνω στο ζήτηµα της χιµαιρικής φύσης των τυπικών δικαιωµάτων της αντιπροσωπευτικής «δηµοκρατίας». Ο θεωρητικός της απολυταρχίας Καρλ Σµιττ δεν µασάει τα λόγια του γύρω από το θέµα όταν γράφει: «Δια του εµφυλίου πολέµου αποφασίζεται η περαιτέρω τύχη αυτής της [πολιτικής] ενότητας. Αυτό ισχύει για ένα συνταγµατικό αστικό κράτος δικαίου, παρ’ όλες τις συνταγµατικές δεσµεύσεις του κράτους, όχι λιγότερο, αλλά µάλλον ακόµη πιο αυτονόητα απ’ ότι για οποιοδήποτε άλλο κράτος. Διότι, όπως λέει ο Lorenz Von Stein, στο ‘συνταγµατικό κράτος’ το σύνταγµα είναι ‘η έκφραση της κοινωνικής τάξης, η ύπαρξη της ίδιας της συγκροτηµένης σε κράτος αστικής κοινωνίας. Όταν υποστεί επίθεση, τότε ο αγώνας πρέπει να αποφασιστεί εκτός του συντάγµατος και του δικαίου, δηλαδή µε τη βία των όπλων’».[xxiii] Τι άλλο µπορεί να σηµαίνει αυτό το εδάφιο εκτός από µια ανοικτή παραδοχή ότι όλες οι µορφές ετερόνοµης τάξης προέρχονται από και βασίζονται σε τελική ανάλυση για την υπεράσπιση τους στην οργανωµένη κρατική βία; Αλλά και ο Πέτρος Κροπότκιν αφού εκφράζεται µε τον πιο απαξιωτικό τρόπο για την υποτιθέµενη «απαραβίαστη» ισχύ των αστικών συνταγµάτων[xxiv], µας υπενθυµίζει πολύ σωστά ότι, «Οι άγγλοι εργάτες κατάκτησαν το δικαίωµα να δηµιουργούν ενώσεις και να κάνουν απεργίες, δηµιουργώντας στην πράξη τα συνδικάτα τους και απεργώντας εναντίον των διαταγµάτων του Κοινοβουλίου και των απαγχονισµών του 1813, και καταλαµβάνοντας, πριν από πενήντα χρόνια τα εργοστάσια. Μόνο χτυπώντας µε τα κάγκελα του Χάιντ Παρκ την αστυνοµία που τον εµπόδιζε, επιβεβαίωσε τελείως πρόσφατα ο λαός του Λονδίνου, ενάντια σε µια συνταγµατική κυβέρνηση, το δικαίωµα του να διαδηλώσει στους δρόµους και τα πάρκα της πρωτεύουσας».[xxv] Τέλος, ο Χάουαρντ Ζιν, ο οποίος συνέγραψε µια λεπτοµερειακή ιστορία των λαϊκών κινηµάτων στις ΗΠΑ από την εποχή του Κολόµβου µέχρι τις µέρες µας, εκφράζει την πεποίθηση ότι, «…οι εργάτες αποκόµισαν τα µεγαλύτερα οφέλη τους από τις αυθόρµητες εξεγέρσεις, πριν από την οργανωτική αναβάθµιση και την επίσηµη αναγνώριση των εργατικών σωµατείων: “Την περίοδο της Οικονοµικής Ύφεσης – πριν από την ίδρυση των εργατικών σωµατείων – η επιρροή των εργατών έφτασε στο ζενίθ και µπόρεσαν να αξιώσουν µεγαλύτερες παραχωρήσεις από την κυβέρνηση. Εκείνη την περίοδο η δύναµη τους δεν πήγαζε από το συνδικαλισµό, αλλά από την διακοπή της παραγωγικής διαδικασίας”».[xxvi]

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται πρόδηλο ότι τα πάντα είναι συνάρτηση της δύναµης που είναι σε θέση να κινητοποιήσουν τα ετεροκαθοριζόµενα κοινωνικά στρώµατα, που µε την σειρά της εξαρτάται από το επίπεδο της ταξικής τους οργάνωσης και το επίπεδο της αντισυστηµικής συνειδητοποίησης τους. Είµαστε της άποψης, ότι η δύναµη που απορρέει από την ταξική συσπείρωση µπορεί να πάρει σάρκα και οστά και να εκδηλωθεί ως µοχλός υπεράσπισης των συµφερόντων των ασθενέστερων τάξεων, µόνο µέσα από την συγκρότηση της υποτάξης σε ένα µαζικό ελευθεριακό κίνηµα µε αντισυστηµικό πρόγραµα και στρατηγική µετάβασης στην ακρατική κοινωνία. Αν καταφέρουµε να φτάσουµε σε αυτό το επίπεδο συνειδητοποίησης, θα µπορέσουµε επίσης να διακρίνουµε ότι το δίληµα ανάµεσα σε µια ρεφορµιστική γραµή αντίστασης στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα και σε µια µαξιµαλιστική εµονή στην προοπτική της κοινωνικής επανάστασης, στην πραγµατικότητα στερείται νοήµατος και δεν υφίσταται. Είναι µάταιο να διεξαγάγουµε αγώνα για να διατηρήσουµε τα «κεκτηµένα» της σοσιαλδηµοκρατικής περιόδου της νεωτερικότητας, αφού και µόνο η από τα πάνω προσπάθεια αναδιάρθρωσης του συστήµατος γύρω από τον άξονα της οριστικής εξάλειψης αυτών των δικαιωµάτων, δείχνει ότι εξέλειπαν οι οργανωµένες ταξικές δυνάµεις της αυτονοµίας που θα µπορούσαν να καταπολεµήσουν αυτή την εξέλιξη, ενθαρρύνοντας έτσι τις κυρίαρχες ελίτ να περάσουν στην αντεπίθεση.

Οι ελίτ δεν έχουν κανέναν λόγο να προβούν σε παραχωρήσεις, αν οι «από κάτω» δεν έχουν έρθει σε µερική έστω ρήξη µε το ετερόνοµο κοινωνικό παράδειγµα, αν δεν έχουν το δικό τους εναλλακτικό φαντασιακό και δεν έχουν αναβαθµίσει το επίπεδο οργάνωσης της τάξης τους προκειµένου να επιβάλλουν «επαναστατικώ δικαίω» την συλλογική βούληση τους στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης. Η συσσωρευµένη ιστορική εµπειρία του εργατικού κινήµατος παγκοσµίως δείχνει ότι οι φιλολαϊκή µεταρρύθµιση δεν µπορεί αφ’ εαυτής να αποτελέσει στρατηγικό στόχο για το ανταγωνιστικό κίνηµα. Οι πολιτικές ελευθερίες και τα εργασιακά δικαιώµατα, η δηµόσια εκπαίδευση και η υγειονοµική περίθαλψη, η κοινωνική ασφάλιση και το κράτος πρόνοιας, πέρα από µακροοικονοµικές δοµές που διασφάλιζαν την ανάπτυξη και την οµαλή λειτουργία του συστήµατος της οικονοµίας της αγοράς κατά την σοσιαλδηµοκρατική περίοδο της νεωτερικότητας, ήταν και υποπροϊόντα της εξέλιξης της Κοινωνικής Πάλης σε τοπικό, εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο, η οποία διεξήχθη µε τελικό διακύβευµα την κατάργηση της αντιπροσωπευτικής «δηµοκρατίας» και του συστήµατος της οικονοµίας της αγοράς και την µετάβαση σε µια εναλλακτική µορφή οργάνωσης της κοινωνίας.

Δεν είναι µάλιστα καθόλου τυχαίο ότι πολλές από αυτές τις µεταρρυθµίσεις που συνέβαλλαν έτσι ώστε να καταστεί ηπιότερος ο αντίκτυπος των διαλυτικών, αντικοινωνικών τάσεων που είναι εγγενείς στον τρόπο λειτουργίας του συστήµατος της οικονοµίας της αγοράς, οφείλουν την ύπαρξη τους στις πρωτοβουλίες που ανέλαβε να υλοποιήσει «από τα πάνω» το «προοδευτικό» κίνηµα των κρατιστών σοσιαλιστών που κατείχε την εξουσία στις ανεπτυγµένες καπιταλιστικές χώρες του Βορρά από το 1945 µέχρι τα µέσα περίπου της δεκαετίας του 1970. Αντιλαµβάνεται λοιπόν κανείς ότι καµία αντίσταση στην συστηµική αναδιάρθρωση δεν µπορεί να ευδοκιµήσει αν δεν υφίσταται αντισυστηµικό κίνηµα που να βοηθά τις «µάζες» να δουν πέρα από το καταθλιπτικό παρόν, ατενίζοντας ένα καλύτερο και ριζικά διαφορετικό µέλλον. Όπως γράφει ο Ζιν για την άνοδο του «προοδευτικού» θεσµικού κινήµατος στις ΗΠΑ, «Ο πανικός [της εξέγερσης] του 1907 και η αυξανόµενη δύναµη των σοσιαλιστών, των Βιοµηχανικών Εργατών του Κόσµου και των εργατικών σωµατείων επέσπευσαν την διαδικασία των µεταρρυθµίσεων […] Δινόταν πλέον έµφαση “στον δελεασµό και τις παραχωρήσεις”».[xxvii] Εντελώς επιγραµατικά θα λέγαµε ότι όποιος περιορίζεται να αγωνίζεται για την µεταρρύθµιση, πιθανότατα θα εισπράξει τελικώς την πιο αµείλικτη αντεπανάσταση.

Ζητήµατα οργάνωσης της τάξης

Ελπίζουµε από τα παραπάνω, να έχουµε τεκµηριώσει επαρκώς την επιτακτική ανάγκη για µια ποιοτική αναβάθµιση της πολιτικής παρέµβασης του αναρχικού χώρου, που συγκροτηµένος σε ένα οµόσπονδο αλλά ενιαίο κίνηµα, θα µπορέσει να λειτουργήσει ως καταλύτης και εµψυχωτής µιας ευρύτερης διαδικασίας κοινωνικής απελευθέρωσης και να συνευρεθεί δηµιουργικά µε εκείνα τα τµήµατα της κοινωνίας που λογίζονται από τις ελίτ ως πλεονάζων πληθυσµός και ήδη έχουν αναπτύξει µια πολύµορφη αντίσταση στον οδοστρωτήρα της αναδιάρθρωσης. Έτσι, θα πρέπει ξανά να καταπιαστούµε µε το ζήτηµα της συνεισφοράς των αναρχικών σε θέµατα οργάνωσης της Κοινωνικής Πάλης των υποτελών κοινωνικών τάξεων (µορφή και περιεχόµενο, τακτική και στρατηγική). Δεν αρκεί να παροτρύνουµε την κοινωνία να «αυτοοργανώσει» τις αντιστάσεις της. Αυτό είναι κάτι που η συντριπτική πλειοψηφία της αγωνιζόµενης κοινωνίας το έχει ήδη κατανοήσει βιωµατικά και που της έχει επιβληθεί από τις περιστάσεις. Κατά την άποψη µας, ο αναρχικός χώρος µπορεί να µετατραπεί σε υπολογίσιµη δύναµη αναµόρφωσης της κοινωνίας στον βαθµό που θα µπορέσει να επιδράσει στις δυσµενείς για τις δυνάµεις της αυτονοµίας υπάρχουσες υποκειµενικές συνθήκες. Αν κατορθώσει να λειτουργήσει ως σηµείο αναφοράς για τα λαϊκά στρώµατα, συντελώντας µε τις παρεµβάσεις του στην αναβάθµιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του αγώνα τους και στο πέρασµα τους από την αντίσταση, στην απελευθέρωση.

Από αυτή την άποψη, θα ήταν χρήσιµο να ανατρέξουµε στο κείµενο της κριτικής που άσκησε ο Λουίτζι Φάµπρι στους πλατφορµιστές αναρχικούς, διότι µέσα σε αυτό ο Φάµπρι πραγµατεύεται ερωτήµατα µε τα οποία µας φέρνει ξανά αντιµέτωπους η ιστορική ταξική συγκυρία. Είναι γεγονός ότι ο Φάµπρι αντιτίθεται στις οργανωτικές διευθετήσεις της πλατφόρµας, διαβλέποντας τον κίνδυνο για την ανάδειξη µιας συγκεντρωτικής ηγεσίας στην αξίωση των πλατφορµιστών για µια ξεχωριστή αναρχική οργάνωση.[xxviii] Αν ήδη υπάρχει µια µαζική (εργατική) οργάνωση διαποτισµένη από τις αναρχικές ιδέες και αξίες, τότε ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης µιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης, αναρωτιέται ο συγγραφέας. Συµφωνούµε µε τον Φάµπρι, στον βαθµό που η αυτοδιάλυση και η σταδιακή απορρόφηση της από τα αµεσοδηµοκρατικά όργανα της γενικευµένης αυτοδιεύθυνσης σε όλα τα επίπεδα, µπορεί να αποτελέσει τον µοναδικό στόχο που αρµόζει στις αρχές µιας ελευθεριακής πολιτικής οργάνωσης. Η αυτοδιάλυση αυτή δεν χρειάζεται να περιµένει την αντισυστηµική αλλαγή για να συµβεί, αλλά µπορεί να επέλθει και µέσω της ένωσης των αναρχικών συλλογικοτήτων µε κινηµατικές δοµές αυτοδιεύθυνσης µέσα στις οποίες η υποτάξη συσπειρώνεται και αναδεικνύεται σε πολιτική δύναµη, µε αυξηµένη κοινωνική απεύθυνση και διευρυµένη εµβέλεια στην διεξαγωγή της Κοινωνικής Πάλης ακόµη και στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής σκηνής.

Αναγκαία προϋπόθεση θα ήταν ωστόσο η διάδοση των ελευθεριακών αρχών και η προηγούµενη υιοθέτηση του ελευθεριακού προτάγµατος από τα κοινωνικά υποκείµενα που συµετέχουν στον αγώνα. Και δεν µιλάµε εδώ µόνο για την µορφή οργάνωσης, την διαδικασία λήψης αποφάσεων που επιλέγει ένα κίνηµα. Το Σύνταγµα έδειξε τον τρόπο µε τον οποίο µια ελευθεριακή µορφή οργάνωσης µπορεί κάλλιστα να συµβαδίζει µε την έλλειψη ταξικής συνειδητοποίησης και την απουσία ριζοσπαστικής κοινωνικής ανάλυσης από την µεριά των εµπλεκοµένων. Ένα καλό παράδειγµα είναι αυτό του αναρχικού αγωνιστή Αµπέλ Παθ, ο οποίος µιλάει µε θαυµασµό για τον τρόπο που ο ζωντανός ελευθεριακός κοµουνισµός είχε εξαπλωθεί αυθόρµητα σε όλες τις πτυχές του οργανωµένου βίου στο επαναστατηµένο χωρίο Juneda της Καταλωνίας, σε σηµείο µάλιστα που οι παλιές πολιτικές πεποιθήσεις είχαν παραµεριστεί προς όφελος της νεοπαγούς κοινωνικής αρµονίας. Γράφει, «Το εκπληκτικό είναι ότι οι πολιτικές δυνάµεις του χωριού, η και το , είχαν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο συµφωνίας, ώστε είχαν περιορίσει τον πολιτικό τους χαρακτήρα προς όφελος της κοινής ζωής. Η διάλυση και διάχυση τους στην κολεκτίβα αποτελεί περίφηµο επαναστατικό δίδαγµα».[xxix] Βέβαια, ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει σε προηγούµενο σηµείο του βιβλίου πώς οι έµπειροι και συνειδητοποιηµένοι αγωνιστές της CNT και της FAI ήταν εκείνοι που όταν έφτασε η ώρα µπήκαν µπροστά και µέσω της ακούραστης εργασίας και του ανιδιοτελούς παραδείγµατος τους, µετέδωσαν στους συγχωριανούς τους το πνεύµα και τις βασικές οργανωτικές αρχές του ελευθεριακού κοµουνισµού. Με άλλα λόγια, η αυθόρµητη, δηλαδή αυτόνοµη, δράση των µαζών γονιµοποιήθηκε, εµψυχώθηκε και εµπλουτίστηκε από εκείνους τους ακτιβιστές που για χρόνια αγωνίζονταν για την διάδοση του ελευθεριακού σοσιαλισµού και την κατάλληλη στιγµή ανέλαβαν δράση για να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους να οργανώσουν την ζωή τους µε έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο. Ας µην παραγνωρίζουµε λοιπόν το γεγονός ότι αν το αναρχικό προλεταριάτο είχε αποκτήσει συνείδηση της ικανότητας του να διευθύνει συλλογικά την παραγωγή, αυτό το όφειλε κατά ένα µεγάλο µέρος στην µακροχρόνια επιµορφωτική δράση των αναρχικών, στην εκστρατεία «ριζοσπαστικού διαφωτισµού» της CNT, της FAI και των διάσπαρτων ελευθεριακών οµάδων. [xxx] Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάµε ότι η CNT και το POUM «εξατµίστηκαν» µέσα σε µια πρωτόγνωρη κοινωνική συνθήκη που το ίδιο το οργανωµένο αναρχικό κίνηµα είχε φροντίσει να υποθάλψει µέσω της συστηµατικής δουλειάς και να καλλιεργήσει σταδιακά στην ισπανική ύπαιθρο, χωρίς να περιµένει µοιρολατρικά την δηµιουργία παρόµοιων συνθηκών ex nihilo από τα τρίσβαθα της ψυχής του ισπανικού βιοµηχανικού και αγροτικού προλεταριάτου.

* Φυσικά, δεν ξεχάσαµε το κρίσιµο ζήτηµα της εργατικής αυτοδιαχείρισης. Με αυτό θα καταπιαστούµε σε επόµενο µας κείµενο.

[i] L. Fabri, Bourgeois Influences on Anarchism, http://www.anarkismo.net/article/14544.

[ii] L. Fabri, στο ίδιο, http://www.anarkismo.net/article/14544.

[iii] E. Pouget, Direct Action, http://libcom.org/library/direct-action-emile-pouget.

[iv] «Σε τέτοιες κρίσιµες καταστάσεις η γενική απεργία παίρνει τη θέση των οδοφραγµάτων των πολιτικών εξεγέρσεων του παρελθόντος. Για τους εργάτες, η γενική απεργία αποτελεί τη λογική συνέπεια του σύγχρονου βιοµηχανικού συστήµατος, του οποίου είναι σήµερα τα θύµατα και συνάµα τους προσφέρει το ισχυρότερο όπλο, που διαθέτουν στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, δεδοµένου ότι αναγνωρίζουν τη δύναµη τους και µαθαίνουν πώς να χρησιµοποιούν κατάλληλα αυτό το όπλο». R. Rocker, Αναρχισµός και Αναρχοσυνδικαλισµός (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 49.

[v] Νοµίζουµε ότι αυτή την µοιρολατρική αντίληψη έκφρασε και ο αναρχικός στοχαστής Γκούσταβ Λαντάουερ στον δυσµενή απολογισµό που έκανε για την δράση της CNT και τον ρόλο που αυτή έπαιξε στην αρνητική τροπή που πήρε η ελευθεριακή επανάσταση στην Ισπανία. Ο Λαντάουερ υποστήριξε ότι «…ως επανάσταση µπορούµε να θεωρήσουµε όλα όσα οι εργάτες, αναρχικοί ή όχι, έκαναν από ένστικτο τις πρώτες µέρες, τότε που ξεκίνησαν όλα. Στη συνέχεια, όταν προσπάθησαν να αποκρυσταλλώσουν οργανωτικά τις κατακτήσεις τους, η πολιτική και η εξουσία της διέφθειρε». A. Paz, Ταξίδι στο Παρελθόν (Κουρσάλ), σελ.90. Η θέση αυτή είναι πολύ κοντά σε µια αντεπαναστατική αποκήρυξη της ικανότητας του ανθρώπου να προβαίνει σε συνειδητή έλλογη δράση, αφού αν την αποδεχτούµε σαν γενικό κανόνα θα ήταν σαν να αποδεχόµασταν ότι κάθε προσπάθεια θεσµικής κατοχύρωσης της επανάστασης οδηγεί αναπόδραστα στην αντεπανάσταση. Και βέβαια αν η επανάσταση εξαρτάται αποκλειστικά από το «ένστικτο», τότε η ύπαρξη ενός συνειδητού αναρχικού κινήµατος είναι πράγµατι µια πολυτέλεια. Καλό βέβαια θα ήταν να θυµόµαστε ότι η εµπλοκή των αναρχικών οργανώσεων σε µια «πολιτική» συνδιαλλαγή µε τους αστούς «δηµοκράτες» επιβλήθηκε από την ανάγκη της επικράτησης στον πόλεµο εναντίον των φασιστών, πράγµα που οι αναρχικοί δεν µπορούσαν να καταφέρουν από µόνοι τους. Και καλό θα ήταν επίσης να έχουµε κατά νου ότι η χρονική στιγµή που ξέσπασε η επανάσταση δεν επιλέχθηκε από τους αναρχικούς, αλλά επιβλήθηκε σε αυτούς από τους φασίστες πραξικοπηµατίες, εξού και τα προβλήµατα που αντιµετώπισε το αναρχικό κίνηµα σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής την επαύριον της αναρχικής επανάστασης.

[vi] M. Bookchin, On Spontaneity & Organization, http://theanarchistlibrary.org/library/murraybookchin-on-spontaneity-and-organisation.pdf. [vii] T. Fotopoulos, Class Divisions Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol6/takis_class.htm.

[viii] Ας θυµηθούµε για παράδειγµα την ηρωική αντίσταση των κατοίκων της Κερατέας και της Χαλκιδικής στην καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος που προωθείται µε εντολή των οικονοµικών ελίτ και φυσικά την άνωθεν επιβεβληµένη σαλαµοποίηση ενός µεγάλου µέρους της ελληνικής κοινωνίας µέσω της βίαιης συστηµικής αναδιάρθρωσης που πραγµατοποιείται µε οδηγό τις ανάγκες κερδοφορίας του εγχώριου και διεθνοποιηµένου κεφαλαίου µέσω των µνηµονίων.

[ix] T. Fotopoulos, The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for a New Antisystemic Movement Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol7/takis_movements.htm.

[x] H. Zinn, Ιστορία του λαού των Ηνωµένων Πολιτειών (Αιώρα), σελ. 250-2.

[xi] Για περισσότερα βλ. B. Astarian, Δραστηριότητα Κρίσης και Κοµουνιστικοποίηση (Πρακτορείο Rioters).

[xii] Χωρίς να παραγνωρίζουµε την σηµασία που είχαν οι εγχώριες παραδόσεις της κοινοκτηµοσύνης για το πρόσφορο έδαφος που βρήκε ο αναρχοκοµουνισµός στις κοινότητες της ισπανικής αγροτιάς.

[xiii] Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι το αναρχικό κίνηµα δεν κλήθηκε να πληρώσει βαρύ φόρο αίµατος για τις εξεγερσιακές «ασκήσεις επί χάρτου» των ακτιβιστών της FAI. Από την άλλη, µπορούµε να πούµε ότι οι πνιγµένες στο αίµα αλλεπάλληλες εξεγέρσεις ήταν το αµόνι πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε για χρόνια η επαναστατική θέληση του αγροτικού και βιοµηχανικού αναρχικού προλεταριάτου της Ισπανίας.

[xiv] Εδώ φυσικά αναφερόµαστε όχι στο ίδιο το κοινοβούλιο (που ξέρουµε πολύ καλά τι πρέπει να το κάνουµε, εφόσον καταφέρουµε κάποτε να πλησιάσουµε αρκετά κοντά) αλλά στους συλλογικούς θεσµούς που θα αποτελέσουν την διάδοχη κατάσταση για την εγκαθίδρυση µιας αυτόνοµης, αυτοδιευθυνόµενης κοινωνίας.

[xv] Αυτή η συνειδητοποίηση και ο φόβος της καταστολής είναι κατά την γνώµη µας οι δύο βασικοί παράγοντες που εξηγούν την µειωµένη προσέλευση στις τελευταίες απεργιακές συγκεντρώσεις.

[xvi] P. Kropotkin, The Commune of Paris, http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/kropotkin/pcommune.html.

[xvii] Χαρακτηριστικότερο παράδειγµα που µας έρχεται κατά νου είναι φυσικά το περιστατικό µε τους νεκρούς στο υποκατάστηµα της Marfin, ένα χτύπηµα που κατά γενική οµολογία επέφερε ένα µούδιασµα και µια προσωρινή αναστολή των κινητοποιήσεων για µεγάλο χρονικό διάστηµα, την στιγµή που η πολιτική ελίτ υλοποιούσε την µνηµονιακή νοµοθεσία µε ιλιγγιώδη ταχύτητα.

[xviii] Μπροσούρα, Genova Libera, Ο εξεγερτικός αγώνας ενάντια στην παγκόσµια κυριαρχία και τη ρεφορµιστική διεθνή (Άνεµος).

[xix] Curious George Brigade, Υπερασπίζοντας το χάος της άµεσης δράσης, https://rioters.espivblogs.net/2009/10/06/%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%8 3%CF%80%CE%AF%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-

  • CF%84%CE%BF-%CF%87%CE%AC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-
  • CE%AC%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CF%81%CE%AC/.

[xx] Από αυτή την άποψη, οι µεταµοντέρνοι εξεγερσιακοί κακώς επιχαίρουν για το γεγονός ότι µεγάλες εξεγέρσεις της υποτάξης, όπως ήταν αυτές του Λος Άντζελες το 1992, των Γαλλικών προαστίων το 2005 και της Αγγλίας το 2011 δεν βρήκαν πολιτική έκφραση όχι µέσα από την διατύπωση αιτηµάτων και την συνδιαλλαγή µε τις αρχές, αλλά µέσω της µετατροπής του υγιούς ταξικού µίσους που εκφράσανε, σε ζωογόνα και δηµιουργική δύναµη για την θέσµιση της αυτόνοµης, κοµουνιστικής κοινωνίας.

[xxi] Μια τέτοια περίπτωση είναι και το βιβλίο που εξέδωσε η Αναρχική Αρχειοθήκη το 2011 για τα γεγονότα του 1995 στο Πολυτεχνείο, µε τίτλο «Η Εξέγερση: Πολυτεχνείο, 1995». Περισσότερα στο, http://anarchypress.wordpress.com/2011/11/02/k%CF%85%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CF%8 6%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF-%CF%84%CE%BF-

  • CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF-%CE%B7-
  • CE%B5%CE%BE%CE%B5%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-
  • CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B5/.

[xxii] «Τι γίνονται, στην πράξη, το άσυλο της κατοικίας και το απαραβίαστο των επιστολών όταν η αστική τάξη αποφασίζει να παραιτηθεί απ’ αυτά για να δώσει στην κυβέρνηση την ευχέρεια να την προστατεύσει από τους επαναστάτες;». P. Kropotkin, Η αναρχική οργάνωση της κοινωνίας (Κατσάνος), σελ.16.

[xxiii] C. Schmitt, Η Έννοια του Πολιτικού (Εκδόσεις Κριτική), σελ.73.

[xxiv] «Τα συντάγµατα που κατά περιόδους κουρελιάζονται, πετάνε σαν κίτρινα φύλλα που τα ρίχνει στο ποτάµι ο φθινοπωριάτικος άνεµος! Δεν πειράζει, πάντα ξαναγυρίζει κανείς στους πρώτους του έρωτες. Όταν κουρελιαστεί και το δέκατο έκτο σύνταγµα, θα κάνουµε ένα δέκατο έβδοµο!». P. Kropotkin, στο ίδιο, σελ. 11.

[xxv] P. Kropotkin, στο ίδιο, σελ.15.

[xxvi] H. Zinn, στο ίδιο, σελ. 445.

[xxvii] H. Zinn, στο ίδιο, σελ.389.

[xxviii] L. Fabri, Για ένα σχέδιο αναρχικής οργάνωσης, http://anthostoukakou.blogspot.gr/2012/08/blog-post_1434.html.

[xxix] A. Paz, στο ίδιο, σελ.260.

[xxx] Ντολγκοφ

Αναδημοσίευση από: http://antisystemic.wordpress.com/2013/05/08/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CF%81%CE%AC%CF%83%CE%B7%CF%82/

Περίπτωση Κώστα Σακκά: μια υποσημείωση στα περιθώρια της ιστορίας

ypo

 

Η περίπτωση Σακκά είναι μια ακόμα ηθική μπλόφα του μηχανισμού καταστολής. Μια βουβή υπόθεση χρόνων μνημονίου και κοινωνικού αυτοματισμού. Ο Σακκάς είναι καταχωνιασμένος εδώ και τριάντα μήνες σ’ ένα μπουντρούμι και περιμένει να δικαστεί. Περιμένει έστω μια στημένη δίκη στην οποία θα μπορέσει να αρθρώσει το λόγο του και να παρουσιάσει τις απόψεις του. Περιμένει να βρει το δίκιο του ή να μάθει πως το δίκιο που περιμένει, εδώ, βαφτίζεται άδικο και πληρώνεται ακριβά. Ο Σακκάς οδηγήθηκε εσχάτως στην απεργία πείνας και στο ψυχορράγημα γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Γιατί πρέπει να ακουστεί και να διαλαλήσει τα τρία χρόνια του εγκλεισμού του χωρίς δίκη, αλλά και την πρόθεσή του να υπερασπιστεί τις όποιες επιλογές του, μπροστά στον κρατικό Ιαβέρη που τον χρησιμοποιεί ως πιόνι στην κοινωνική σκακιέρα των συγκρούσεων. Ο Σακκάς δήλωσε και δηλώνει αναρχικός. Πολέμιος του Κράτους και της τάξης που διαχειρίζεται κομβικά τις ζωές μας. Την εργασία, την υγεία, την εκπαίδευση, το δημόσιο χώρο, τον πολιτισμό. Ο Σακκάς αντιπροσωπεύει για τους κρατούντες την πάλλουσα νεανική ορμή που δεν δέχεται την εκμετάλλευση και δεν συμβιβάζεται με το υποκατάστατο ζωής που πλασάρει ο σπαρακτικά ανθρωποφαγικός ιμπεριαλισμός. Έχει το δέρμα, τα χείλη και τα μάτια των νεολαίων που πατικώνει ο ανταγωνισμός και ο κερδοσκοπικός οίστρος του κεφαλαίου. Έχει την καύλα να αλλάξει τον κόσμο, όχι από παραξενιά και υπερβάλλον ακτιβισμό, αλλά ως χρέος στον εαυτό του, στους συντρόφους του, αλλά και στους αδύναμους που περιφέρονται δίπλα του και δίπλα μας σα σκιές, παραδομένοι στα χέρια του ευσπλαχνικού παπαδαριού και των μη κυβερνητικών του οργανισμών. Ο Σακκάς είναι η εύκολη λεία αφού δεν κρύφτηκε στο Σύριζα αμολώντας επαναστατικές πορδές μέσα στο κοινοβουλευτικό σελοφάν. Ο Σακκάς είναι προορισμένος απ’ το σύστημα να λειτουργεί εκφοβιστικά για όσους σκέφτονται σαν κι αυτόν. Να ντροπιάζεται και να εξευτελίζεται απ’ τα καθεστωτικά μέσα που χορδίζουν τις μικροαστικές αυταπάτες και λοιδορούν κάθε ζωτική ικμάδα. Το αλυσσόδεμα της ζωής του Σακκά και ο εγκλεισμός του είναι το αλυσσόδεμα χιλιάδων υπάρξεων στο κατάρτι της ανάπτυξης και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Είναι το προανάκρουσμα της βίαιης καταστολής κάθε επαναστατικής πράξης, που έχει στο κέντρο της την ανατροπή της οικονομίας της αγοράς και την ανάδειξη του ιστορικού ρόλου της τάξης που υφίσταται σήμερα την πιο βάρβαρη εκμετάλλευση. Ο Σακκάς δεν σπούδασε στο Γέιλ οικονομικά και ξεπάστρεμα λαών. Δεν λογαριάζει με λογιστικό μολύβι τις ανθρώπινες ανάγκες, πετώντας όσους περισσεύουν απ’ την ανθρωποφαγική ανάπτυξη στον καιάδα του κοινωνικού περιθωρίου. Ο Σακκάς δεν υπήρξε πορτιέρης κάποιας αστικής ιδεολογίας, ούτε γορίλας της Χρυσαυγής με επιτελικό ρόλο εκκαθάρισης ανθρώπινων υπάρξεων που ο πολιτικός ορθός αμοραλισμός βάφτισε λαθραίες. Ο Σακκάς δεν βούλιαξε στην κόκα χορεύοντας τράνς στη Μύκονο η στο Κωσταλέξη της μικροαστικής ενδοχώρας, αλλά, κάθε φορά που έβλεπε στα παράλια της Εύβοιας πνιγμένα γυναικόπαιδα που ξέβραζαν τα δουλεμπορικά, έβγαζε και μια κραυγή, έριχνε και μια χριστοπαναγία, έγραφε κι ένα σύνθημα, αφύπνιζε συνειδήσεις. Ο Σακκάς δεν είναι ούτε ήρωας, ούτε οσιομάρτυρας. Είναι ένας αιχμάλωτος που του αρνούνται τη δίκη. Είναι ένας πολιτικός κρατούμενος στα κελιά που χτίστηκαν με δημοκρατικά φράγκα. Είναι ένα παιδί που θέλει να ζήσει, να φάει, να ερωτευτεί και να κοιμηθεί χωρίς το δεσμοφύλακα στο προσκεφάλι του και χωρίς τη μπότα του πονηρού γραφειοκράτη και του στρατηγού της καταστολής, που τον πατάει στο λαιμό, στερώντας του τον αέρα της ελευθερίας και το νεράκι μιας δροσερής πηγής.

Αναδημοσίευση από: http://dromos.wordpress.com/2013/07/08/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CF%80%CF%84%CF%89%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1-%CF%83%CE%B1%CE%BA%CE%BA%CE%AC-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CF%89%CF%83/

 

Ludwig Bauer, Μεσαίωνας, 1932

bau

Το δοκίμιο του Ludwig Bauer, γραμμένο το 1932,  είναι σαν να γράφτηκε για το σήμερα της Ευρώπης. Μισαλλοδοξία, φανατισμός, ψυχική ακαμψία, μαζικοποίηση, ρατσισμός, νεοναζισμός: Μια πυκνή πνευματική καταχνιά εξαπλώνεται εκ νέου.

LUDWIG BAUER

Μεσαίωνας, 1932[1]

(Μετάφραση Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος)
 —

    Το τρένο της Ιστορίας τρέχει προς τον νέο Μεσαίωνα που τον ζούμε ήδη χωρίς και να μπορούμε, ακριβώς επειδή τον ζούμε και να τον φανταστούμε. Όλη η ανθρωπότητα έχει κόψει εισιτήριο γι’ αυτό το δρομολόγιο. Ο 19ος αιώνας έχει πεταχτεί στη χωματερή∙ ο Μουσολίνι έχει ανακαλύψει ότι ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του Λόγου, υπήρξε ο βλακωδέστερος των αιώνων. Και τώρα, το γερμανικό υποκατάστατο του Μουσολίνι, με όλους τους αλαζονικούς αντιδιανοούμενους προφεσόρους του, έχει αναλάβει να συνεχίσει την εκτροχιασμένη πορεία του Ιταλού. Διότι κατά τον περασμένο αιώνα η ανθρωπότητα κάλυψε όλη την απόσταση από το «εμείς» στο «εγώ», ανακάλυψε ότι το κράτος αποτελεί ένα αναγκαίο κακό και άναψε τη δάδα των ατομικών δικαιωμάτων, η οποία τώρα κινδυνεύει να σβήσει μέσα σε μια πυκνή πνευματική καταχνιά. Σήμερα επικρατεί η βαθιά επιθυμία ν’ απαλλαγούμε από το βάρος του «εγώ» – γεννιόμαστε με μια στολή, ξεφορτωνόμαστε την ψυχή μας και υποτασσόμαστε στη μάζα. Η ανεκτικότητα αντικαθίσταται από τον φανατισμό, το χαμόγελο από την ψυχική ακαμψία.

Το άτομο σκοντάφτει πάνω σ’ έναν τοίχο και κάνει γκελ προς το παρελθόν.

Είτε πρόκειται για τον χιτλερισμό ή τον φασισμό, είτε πρόκειται για τους Heimehren[2] ή τους Camelots du roi της Action Française[3], όλοι τους απεχθάνονται την πνευματική διαύγεια και τείνουν στον μυστικισμό και την αυτοειδωλοποίηση. Το νόημα της ζωής δεν είναι πλέον η ελευθερία του ατόμου αλλά η μαζικοποίηση του μέσα στη φυλή, στην τάξη και στο έθνος. Έτσι εμφανίζεται εκείνος ο τύπος ανθρώπου που του αρέσει να στρατολογείται, που βρίσκει απόλαυση στη μαζική πίστη. Απορρίπτει με περιφρόνηση τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού∙ γι’ αυτόν δεν υπήρξε ποτέ ο Βολταίρος. Μέσα από τη σύγχυση μιας ανθρωπότητας που δραπέτευσε από τον εαυτό της γεννήθηκε η σημερινή γενιά που δεν βλέπει καμιά χρησιμότητα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην ελευθερία της σκέψης και στην ανεκτικότητα∙ και ό,τι καλύτερο έχει με ηρωικές προσπάθειες κατακτηθεί ανά τους αιώνες εμφανίζεται στα μάτια αυτής της γενιάς αδιάφορο ή και βλαβερό. Επικρατούν διάφορα δόγματα – «πρέπει» τούτο, «πρέπει» τ’ άλλο – ώσπου φτάνουμε τελικά στο δόγμα ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η σκέψη. Το κάθε τι έχει ήδη καθοριστεί, και όποιος προβάλλει μια άρνηση, μια αμφισβήτηση ή μια αντίθετη άποψη είναι αντάρτης και αιρετικός. Αυτή η στενότητα πνεύματος και η αμβλύνεια είναι τυπικά μεσαιωνικά γνωρίσματα και συγκριτικά – αντίθετα από την εσφαλμένη αντίληψη του Διαφωτισμού πάνω σ’ αυτό – ο Μεσαίωνας, παρά την αυστηρότητά του, παρά τον πεισματικά αποκλειστικό του χαρακτήρα, θα μπορούσε να ανακηρυχτεί ως ένας χαμένος παράδεισος. Και τα ίδια ισχύουν και στην οικονομία: παρατάμε τώρα τον κόσμο της οικονομίας σπάζοντας τους δεσμούς μεταξύ των λαών και ξαναζωντανεύουμε τις παρωχημένες συντεχνίες, λαχταρώντας ολοένα περισσότερο καταναγκασμό και υποταγή. Αποφεύγουμε την ευθύνη, θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν υιοθετώντας το σωτηριολογικό δόγμα που κατευθύνει και τακτοποιεί τα πάντα. Θα μας σώσει μήπως το τρίτο Ράιχ; Μα αυτό, αγαπητοί μου, υπήρξε ήδη για ένα μεγάλο διάστημα στο παρελθόν και ήταν μία από τις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας. Η ατομική πρωτοβουλία εξουδετερωμένη, η σκέψη αμαρτωλή, βέβηλη από κάθε άποψη. Η ανθρωπότητα ένα γκέτο ηλιθιότητας, μίσους και δεισιδαιμονίας. Θεόσταλτη ευκαιρία και παρηγοριά των καταπιεσμένων ήταν η δυνατότητα να καταπιέζουν κι αυτοί κάποιους άλλους. Καταμερισμός: άλλοι προορίζονταν να μαστιγώνουν και άλλοι να μαστιγώνονται. Μικρός και στενός ο κόσμος, επίφοβο το μακρινό.

Εκεί ακριβώς επιστρέφουμε και πάλι. Μόνο που τώρα βρισκόμαστε στο 1932 και ορμάμε να βουτήξουμε μέσα του με την ταχύτητα ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου. Χαρακτηριστικό αυτής της βουτιάς είναι ότι η μηχανή λειτουργεί αναπότρεπτα υπέρ της οπισθοδρόμησης. Διότι είμαστε ανήμποροι να κυριαρχήσουμε πάνω της, μας έχει ήδη νικήσει. Έτσι αναζητάμε προστασία σε συγκεντρώσεις βίας και επινοούμε για μας έναν νέο ρομαντισμό. Η τάξη ή η φυλή ανακηρύσσεται ως νέα αριστοκρατία. Μήπως δεν γελάει ο κόσμος με τους ματαιόδοξους Γάλλους που καμαρώνουν με αυταρέσκεια για τα κόκκινα κορδελάκια στις μπουτονιέρες τους; Μ’ αυτούς δηλαδή που αποδίδουν οι ίδιοι σ’ ολόκληρο το λαό τους την ανωτερότητα της νορδικής αριστοκρατίας; Πόσα πρέπει να θυσιαστούν γι αυτά τα μπιχλιμπίδια: η ελευθερία, η καλοσύνη, η ειρήνη, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια – όλα αυτά για τα οποία είχαν παλέψει και υποφέρει οι καλύτεροι ανάμεσα μας. και αντ’ αυτών δικαιώνεται, έστω και εκ καθήκοντος, η αλαζονεία των μαζών. Το παλαιό κράτος δεν μπόρεσε να δαμάσει την ξέφρενη μηχανή. Το νέο κράτος, που στην πραγματικότητα είναι ακόμα πιο παλιό, είναι εξίσου ανίκανο να το κάνει: μπορεί όμως να μας αποζημιώσει οδηγώντας μας σε ένα σκοτάδι όπου η δυστυχία είναι απείρως πιο εξαπλωμένη και κατά συνέπεια μη ορατή πλέον.

Το εγώ εξαφανίζεται.

Το άτομο υπολογίζεται μόνο ως τμήμα του συνόλου. Γίνεται όργανο μιας ελεγχόμενης ομάδας, και σοβιετικοί, φασίστες, ναζιστές και «Ιππότες του Βασιλέως» έχουν το θράσος να καθορίζουν για λογαριασμό του το νόημα της ύπαρξης του. Το ίδιο το άτομο δεν έχει το δικαίωμα να προσδιορίσει τα όρια του, να ορίζει την ευτυχία του. Επιστρέφει στην ανωριμότητα αφήνοντας άλλους να πράττουν για λογαριασμό του και η μόνη υποχρέωση που έχει είναι ν’ αφήνει σε άλλους την επιλογή της μοίρας του. Αυτή η σύνθλιψη της προσωπικότητας είναι δυνατή μόνο με τα μηχανικά εργαλεία αφομοίωσης: εφημερίδες, κινηματογράφος και ραδιόφωνο εκπαιδεύουν τον κόσμο και διαβρώνουν το διαφορετικό, ενδυναμώνουν και προωθούν την καλλιέργεια της μαζικής ψυχής. Το παράδοξο είναι ότι μια όσο ποτέ άλλοτε ομοιόμορφη ανθρωπότητα σχίζεται από βαθύτατες ρωγμές και οχυρώνεται πίσω από αόρατες μαγικές γραμμές: τα σύνορα. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί όλο και περισσότερο ένα απλό κομμάτι και όχι πλέον ένα όλον, κι έτσι όλο και πιο λίγο χρειάζεται την ανοχή, τον σεβασμό και την προσωπική αξιοπρέπεια. Και γιατί άλλωστε θα τα χρειαζόνταν αφού ουσιαστικά κι ο ίδιος μόνο φαινομενικά υπάρχει; Τα πάντα έχουν μετατοπιστεί στο πεδίο του φετίχ, της τάξης, της φυλής, του κόμματος και του κράτους. Είτε ακούμε ετυμηγορίες ενός δικαστηρίου στη Λειψία που μας φέρνουν στο νου σύγχρονο κυνήγι μαγισσών, είτε ακούμε τον πρίγκιπα της Ουαλίας να συμβουλεύει τον λαό του ν’ αγοράζει μόνο αγγλικά προϊόντα είναι το ίδιο: Μεσαίωνας. Όλες οι καστρόπορτες έχουν κλείσει, όλες οι γέφυρες έχουν σηκωθεί κι έξω απ’ τα τείχη της πολιτείας ο εχθρός παραμονεύει τη λεία του. Κι όλοι έχουνε γίνει εχθροί ολωνών. Εχθρός δεν είναι μονάχα ο ξένος πολίτης αλλά και οι στοίβες ρουχισμού, οι σωροί του άνθρακα, τ’ αποθέματα σιταριού – όλο το έχει του άλλου είναι ο εχθρός […]

Μεσαίωνας 1932 – ένας Μεσαίωνας που θέλει να πιστέψει αλλά που πραγματικά δεν το μπορεί πια. Αν και αναγκαστικά σε μια κατάσταση ενότητας, μέρα με τη μέρα διχάζεται περισσότερο. Πρόκειται απλώς για ένα επεισόδιο; Ακόμα κι αν ήταν έτσι, θα μπορούσε να καταστρέψει σε μια μέρα περισσότερα απ’ όσα έχουν φτιάξει ευφυέστεροι αιώνες. Ο αέρας μυρίζει βλακεία και άνοια. Καιρός να διαβάσουμε Βολταίρο – κι ακόμα περισσότερο καιρός να ξαναρθεί ένας Βολταίρος.

[1] Ludwig Bauer, “Mittelalter, 1932”, Das Tagebuch 13 (2/1/1932). Από το εξαίρετο βιβλίο Φωνές από τη Βαϊμάρη, Μετάφραση – Επιμέλεια Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα, 2011.

[2]  Heimehren: παραστρατιωτικές ομάδες στη Γερμανία.

[3] Action Française: Ακροδεξιά γαλλική οργάνωση. Η «μητέρα» όλης της γαλλικής ακροδεξιάς. Ιδρύθηκε το 1898 και το 1940 έσπευσε να στηρίξει και να συνεργαστεί με την κυβέρνηση του Βισύ και τον γερμανικό στρατό κατοχής. Διαλύθηκε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έκτοτε πληθώρα ακροδεξιών οργανώσεων διεκδίκησαν την κληρονομιά της.

Αναδημοσίευση από: http://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/2012/09/30/ludwig-bauer-mittelalter-1932/

Λόρενς Φερλινγκέτι, Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος για να γεννηθείτε

 

ferling

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που η ευτυχία
δεν είναι πάντα
και τόσο διασκεδαστική
αν δεν σας νοιάζει μια δόση κόλασης
που και που
όταν όλα πάνε καλά
γιατί ακόμα και στον παράδεισο
δεν τραγουδούν
όλη την ώρα

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν
όλη την ώρα
ή έστω απλώς λιμοκτονούν
κάποιες ώρες
στο κάτω κάτω δεν πειράζει
αφού δεν είστε εσείς

Α, ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας πολυνοιάζουν
λίγα ψόφια μυαλά
στις ψηλότερες θέσεις
ή μια δυο βόμβες
που και που
στα ανεστραμμένα σας πρόσωπα
ή άλλες τέτοιες απρέπειες
απ’ τις οποίες μαστίζεται η κοινωνία μας
με τους διακεκριμένους άνδρες της
και τους κληρικούς της
και τους λοιπούς αστυφύλακες
και τις διάφορες φυλετικές διακρίσεις της
και τις κοινοβουλευτικές ανακρίσεις της
και τις άλλες δυσκοιλιότητες
που η τρελή μας σάρκα
θα κληρονομήσει

Ναι ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος
για ένα σωρό πράγματα όπως το να κάνεις
κουταμάρες
και να κάνεις έρωτα
και να είσαι λυπημένος
και να τραγουδάς φτηνά τραγούδια και να έχεις
εμπνεύσεις

*Μετάφραση: Ρούμπη Θεοφανοπούλου

Γιατί δεν εξεγείρονται;

piazza

Σε τούτη, πράγματι, τη σχέση με το Λόγο (που δεν πρέπει να συνταυτίζουμε με τη στεγνή λογική) μπορούμε να εντοπίσουμε και να διαβάσουμε καθαρότερα τη ριζική διαφορά μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης. Γιατί χαρακτηριστικό της εξέγερσης είναι η αφετηριακή δυσπιστία της και η ολοένα και πιο φτωχή σχέση της με το Λόγο καθώς προχωρεί, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται μεταξύ αλαλίας και λεκτικών σημάτων −ενώ της επανάστασης η αφετηριακή εμπιστοσύνη και η ολοένα και πλουσιότερη σχέση της μαζί του.

 

Στη συνηθισμένη πλέον ερώτηση:«Γιατί, παρά τις τρομερές πιέσεις και την αυξανόμενη εξαθλίωση, οι άνθρωποι σήμερα δεν εξεγείρονται;», η απάντησή μας είναι: Λάθος! Οι άνθρωποι σήμερα εξακολουθούν να εξεγείρονται! Μπορεί ακόμα και να σπάνε μαζικά και να καίνε δρόμους και συνοικίες για μέρες ολόκληρες. Εκείνο που δεν κάνουν,είναι το άλμα από την εξέγερση στην επανάσταση. Οι άνθρωποι σήμερα −το λέμε χρόνια τώρα− μπορεί να εξεγείρονται, αλλά δεν επαναστατούν.

Υπάρχει βέβαια η άποψη που λέει,μικρό το κακό, διότι η εξέγερση προηγείται της επανάστασης και τελικά οδηγεί στην επανάσταση. Πάνω σε τούτη την άποψη μάλιστα, έχει στηριχτεί κι ένας ορισμένος «φετιχισμός της εξέγερσης», πολύ χαρακτηριστικός θα λέγαμε του πνεύματος της ύστερης νεωτερικότητας. Όμως η άποψη αυτή δεν αποτελεί απλώς μια«μηχανιστική μεταφορά» παλιότερων εμπειριών στο σήμερα, αλλά μια λάθος ανάγνωσή τους. Στην ουσία, δεν αντιλαμβάνεται την κρίσιμη διαφορά μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης. Για να την πούμε με δυο λόγια: Η εξέγερση σηματοδοτεί μια απλή αντίδραση στις κυρίαρχες συνθήκες χωρίς να προσκομίζει νέες, διαφορετικές συνθήκες ζωής, ενώ η επανάσταση αποτελεί εκδήλωση νέων τρόπων ζωής που, καθώς εκδιπλώνονται, σαρώνουν τους κυριαρχούντες. Το πρώτο, λοιπόν, δεν οδηγεί οπωσδήποτε στο δεύτερο. Πρόκειται για δυο διαφορετικά δέντρα με διαφορετικές ρίζες και όχι για το ίδιο δέντρο σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξής του.

Λίγο αναλυτικότερα: Η εξέγερση απορρέει από μια θυμική αντίδραση, που ο κραδασμός της κυμαίνεται από την έντονη αγανάκτηση έως την λυσσαλέα οργή, και στην οποία ώς ένα βαθμό εμπλέκονται, συνοδευτικά, κάποιες πρόχειρες ιδέες σχετικά με την καταπίεση, την εκμετάλλευση, την εξουσία, κ.ο.κ., αλλά από την οποία λείπει το βασικό μετασχηματιστικό υλικό που είναι απαραίτητο για να υπάρξει επανάσταση. Αυτό το μετασχηματιστικό υλικό γεννιέται από την (διαφορετική από την εξέγερσης) ειδική ρίζα της επανάστασης. Κι η ρίζα αυτή είναι κατά πρώτιστο λόγο ανθρωπολογική.

Η επανάσταση ριζώνει στη σύλληψη ενός ανθρωπολογικού τύπου(δηλαδή μιας απάντησης στο κοινωνικά θεμελιακό ερώτημα, «τι είναι ανθρώπινο και τι απάνθρωπο;») ριζικά διαφορετικού από τον κυρίαρχο και θρέφεται από όλες τις εκδηλώσεις του −τα ζωντανά παραδείγματά του, θα λέγαμε− σε όλα τα πεδία της ζωής κάτω από τις κυρίαρχες συνθήκες ήδη.Έτσι η επανάσταση δεν έχει σαν μόνο καύσιμο το συνδυασμό καταπίεση+θυμική αντίδραση, όπως η εξέγερση, αλλά

  • αντλεί από ένα πολύ  πλουσιότερο ψυχοδιανοητικό έδαφος,
  • θρέφεται από πολύ μεγαλύτερη ποικιλία πηγών, από γραμμές παραδόσεων έως ακολουθίες οραματισμών,

και κυρίως

  • έχει ως καύσιμο την ολοένα και ευκρινέστερη έλλογη διαύγαση (με τραγούδια και με Χάρτες, με ποίηση και με Συντάγματα, με εικόνες και με Παραμύθια, με το θέατρο και με αφηγήσεις…) της ανθρωπολογικής της βάσης.

Σε τούτη, πράγματι, τη σχέση με το Λόγο (που δεν πρέπει να συνταυτίζουμε με τη στεγνή λογική) μπορούμε να εντοπίσουμε και να διαβάσουμε καθαρότερα τη ριζική διαφορά μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης. Γιατί χαρακτηριστικό της εξέγερσης είναι η αφετηριακή δυσπιστία της και η ολοένα και πιο φτωχή σχέση της με το Λόγο καθώς προχωρεί, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται μεταξύ αλαλίας και λεκτικών σημάτων −ενώ της επανάστασης η αφετηριακή εμπιστοσύνη και η ολοένα και πλουσιότερη σχέση της μαζί του.

Από αυτή τη διαφορά μπορούμε να συμπεράνουμε και κάτι ακόμα. Απ’ ό,τι φαίνεται να δείχνει η Ιστορία, οι μεγάλες, οι ριζικές κοινωνικές αλλαγές δεν πραγματοποιούνται παρά αφού προηγουμένως οι κοινωνίες πέσουν στο ανθρωπολογικό Μηδέν. Τούτη η πορεία προς το ανθρωπολογικό Μηδέν, δηλαδή προς τον εκμηδενισμό του κυρίαρχου ανθρωπολογικού τύπου, σημαδεύεται οπωσδήποτε από μια γενικευμένη ψυχική διάλυση, κατά την οποία τα υποκείμενα

  • αφήνονται ολοένα και περισσότερο έρμαια των ιδιωτικών-μιμητικών επιθυμιών τους∙
  • χάνουν ολοένα και ευκολότερα το θάρρος τους, τη μεγαλοψυχία και τη γενναιοψυχία τους, και ξεπέφτουν είτε στην καθαρή δειλία (εξού και η αυξανόμενη εμπιστοσύνη σε «μάγκες» που «θα καθαρίσουν την κατάσταση»), είτε σε μια αυτοκτονική ή τυφλή βιαιότητα∙

και τέλος

  • είτε δυσπιστούν ολοένα και πιο πολύ προς το Λόγο (συγχέοντας π.χ. τον παρορμητισμό με τη γνησιότητα και αγανακτώντας με κάθε «δεύτερη σκέψη»), είτε εμπιστεύονται μόνο τις πτωχευμένες εκείνες εκφράσεις του που τους παρουσιάζονται, παρηγορητικά και ως αναπλήρωση της παραφροσύνης τους, με τη μορφή λεκτικών σημάτων και τεχνικών οδηγιών (εξού η άνθιση διαφόρων θρησκοαθρησκοπνευματικών τεχνικών, «γνωστικιστικής» συνήθως προέλευσης, όπως και η ανάθεση στην επιστήμη του ρόλου που κατείχε κάποτε η μαγεία, κ.λπ.).

Έτσι, δεδομένης της σχέσης τους με το Λόγο, μπορούμε να πούμε ότι η εξέγερση διαφέρει από την επανάσταση και κατά το ότι η μεν πρώτη συνδέεται κυρίως με αυτή την πτωτική πορεία των κοινωνιών προς το ανθρωπολογικό Μηδέν, ενώ η δεύτερη με την έξοδό τους από αυτό. Ίσως εδώ μάλιστα, στο γεγονός ότι η πτώση στο Μηδέν προηγείται χρονικά της εξόδου από αυτό, να ριζώνει και η παρερμηνεία που προαναφέραμε, κατά την οποία «η εξέγερση και η επανάσταση είναι το ίδο δέντρο σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης» και «η εξέγερση οδηγεί τελικά στην επανάσταση» −παρερμηνεία που ελπίζουμε να ξεκαθάρισε κάπως η παραπάνω ανάλυση της διαφορετικής φύσης και ρίζας τους.

 Το ερώτημα λοιπόν, με το οποίο ξεκινήσαμε, έχει κιόλας μετασχηματιστεί. Το ζητούμενο δεν είναι το «γιατί οι άνθρωποι σήμερα δεν εξεγείρονται», αλλά γιατί δεν επαναστατούν. Έχοντας δώσει εδώ μερικά στοιχειώδη δεδομένα για μια απάντηση, με αυτό θ’ ασχοληθούμε κάπως διεξοδικότερα σε επόμενη ανάρτησή μας.
(συνεχίζεται)
Αναδημοσίευση από: http://networkedblogs.com/MOKzo

H Oρατή Ακροδεξιά / Του Νικόλα Σεβαστάκη

 sev
Διαχρονικά, ο δεξιός ριζοσπαστισμός (είτε ως «αντιπλουτοκρατικός» σωβινισμός είτε ως εθνοφυλετισμός) επενδύει περισσότερο στις εμπειρίες του ξεριζώματος, του αποπροσανατολισμού και της απώλειας του κόσμου. Από την προδρομική εποχή του Μωρίς Μπαρές μέχρι σήμερα, η ακροδεξιά ορίζει ως έσχατο δεινό τον «ξεριζωμένο» όχι τον εκμεταλλευόμενο ή ταξικά δυναστευόμενο άνθρωπο. Η αντιμεταναστευτική ρητορεία βασίζεται άλλωστε στην ιδέα ότι ο Έλληνας έγινε ξένος στον τόπο του, ότι ο τόπος μας «έχει κατακτηθεί» από μια ξένη δύναμη. Με άλλα λόγια, η εθνική/ εθνοτική αλλοτρίωση, έτσι όπως την προβάλλει ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός, εμφανίζεται ως η ουσία των υλικών και πολιτικών ηττών μιας ολόκληρης περιόδου.
Η ρατσιστική ακροδεξιά ριζώνει, στρατολογεί, οργανώνει «τάγματα ασφαλείας». Η φυσική παρουσία των ανθρώπων της πάει παράλληλα με τη διείσδυση των απόψεών της στις διαδικτυακές κυψέλες, στον σχολιασμό των μπλογκς και στο δηλητήριο των social media.  Φυσικά για όποιον μπαίνει καθημερινά δυο και τρεις φορές σε λεωφορεία ή ψωνίζει ακόμα από μικρά μαγαζιά, τα σχήματα ερμηνείας του κόσμου και οι συνταγές ορθοπραξίας της ακροδεξιάς καταγράφουν αξιοσημείωτη παρουσία. Μια ολόκληρη γωνιά του  ελληνικού «καφενείου», των τόπων της λαϊκής κοινωνικότητας, αναδίδει την ατμόσφαιρά της. Το ίδιο συμβαίνει στους δρόμους και στις λαϊκές αγορές.
Οι εξηγήσεις για το φαινόμενο, παρά τις σημαντικές αποχρώσεις, εντάσσονται στο γενικό και μάλλον νωθρό σχήμα «η μεγάλη κρίση υποθάλπει τα άκρα». Οι συντηρητικές φιλελεύθερες φωνές σπεύδουν να κατακεραυνώσουν, κατά τα συνήθη, τον «λαϊκισμό της ανομίας» ως τον βασικό φορέα εκκόλαψης όλων των κοινωνικών και πολιτιστικών δεινών. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το ίδιο νήμα συνδέει τα πιο διαφορετικά φαινόμενα λαϊκής διαμαρτυρίας, κοινωνικού θυμού και απείθειας των τελευταίων δυο χρόνων: ανάμεσα στην Κόρινθο της Χρυσής Αυγής και στις Κερατέες ή στα Δεν Πληρώνω των προηγούμενων χρόνων, δεν υφίσταται καμιά ουσιαστική διαφορά. Το πνεύμα της ανομίας και της άρνησης απλώθηκε σαν ζοφερό πέπλο πάνω από την ελληνική κοινωνία στο όνομα της δυσφορίας για τα Μνημόνια και της αγανάκτησης για την κατάρρευση του μοντέλου ευημερίας το οποίο διαμορφώθηκε στη διάρκεια μιας αριστερόστροφης (η περίφημη «αριστερή ιδεολογική ηγεμονία») Μεταπολίτευσης.
Απέναντι σε αυτή την πασίγνωστη πια αφήγηση, το σύνολο σχεδόν της Αριστεράς θεωρεί ότι ο εκφασισμός της κοινωνίας είναι συνέπεια της οικονομικής αιμορραγίας των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων. Το επιχείρημα λέει ότι το οξύ κοινωνικό πρόβλημα και συγχρόνως η εμπλοκή των νεοφιλελεύθερων ελίτ διακυβέρνησης στην αναπαραγωγή του, ωθούν στην απόγνωση μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το πρόβλημα της ακροδεξιάς δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το γενικότερο ζήτημα  των αυταρχικών εκτροπών που προωθούνται και από φορείς του mainstream πολιτικού συστήματος. Η αντιμετώπισή του φαινομένου επαφίεται στην ανάπτυξη ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος το οποίο και θα υπερασπιστεί τις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης απέναντι στον πολύμορφο κοινωνικό δαρβινισμό και στις ρατσιστικές του εκβλαστήσεις.
Όπως και αν οργανώνεται όμως η εξήγηση για το ακροδεξιό ρεύμα, οι δυο παραδοσιακοί της πυλώνες, ο φιλελεύθερος νομικισμός και ο κοινωνιοκεντρικός οικονομισμός, δυσκολεύονται απέναντι σε αυτόν τον αντίπαλο. Ο φιλελεύθερος νομικισμός σπεύδει να εντάξει την ακροδεξιά στη χώρα του «ανορθολογισμού» ή αλλιώς στην επικράτεια των λαϊκιστικών παρεκκλίσεων από τη νομιμότητα. Συνηθίζοντας στις συνοπτικές αναγωγές και σε μια ορισμένη σοφία του κοινού νου, καλλιεργεί την ιδέα ότι η έξοδος από την κρίση (μέσα από την ορθολογική καπιταλιστική αναμόρφωση μιας ιδιαίτερης περίπτωσης, της ελληνικής) θα γεννήσει μια πιο θετική κοινωνική ψυχολογία και συγχρόνως μια νέα ιστορική ευκαιρία για την ηγεμονία του ορθολογικού Κέντρου. Τα άκρα (δηλαδή, κατά το οικείο σχήμα, αμφότεροι οι αριστεροί και δεξιοί αρχαϊσμοί) θα χάσουν σταδιακά την αίγλη τους με το κοπιώδες πέρασμα σε μια νέα φάση ευρωπαϊκής ασφάλειας για τη χώρα και την τραυματισμένη μεσαία τάξη της.
Ας σκεφτούμε όμως και την αριστερή στάση απέναντι στην πρόκληση της διάχυτης ακροδεξιάς. Εδώ και πολλούς μήνες  ένα πράγμα έχει γίνει κάτι παραπάνω από φανερό: ότι η συνηθισμένη προσφυγή στο «κοινωνικό» δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση των εθνικιστικών/ ρατσιστικών λόγων και πρακτικών. Πολύ απλά: το κοινωνικό δεν αρκεί διότι η ακροδεξιά, όπως διαμορφώνεται πλέον στη βάναυση «κασιδιάρικη» εκδοχή της, είναι με τον δικό της τρόπο κοινωνική και πληβειακή, προστατευτική και «αντικατοχική»˙ διεκδικεί, δηλαδή, τη δική της εκδοχή κοινοτισμού και φιλολαϊκού «κοινωνισμού» προωθώντας έναν σωβινισμό της πρόνοιας στο πλαίσιο μιας επιθετικής αμφισβήτησης των ελίτ και των καθεστωτικών ισορροπιών τους. Αυτό σημαίνει ότι το αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο και η διαρκής επικέντρωση στις κοινωνικές καταστροφές των μνημονιακών πολιτικών δεν αγγίζουν την υπόγεια δυναμική του ωμού αντιφιλελεύθερου ριζοσπαστισμού: αυτός ο τελευταίος επιχειρεί πλέον την αντιστροφή/ επανιδιοποίηση των αξιών του αντιφατικού κινήματος των πλατειών, ένα εναλλακτικό προς την Αριστερά μοντέλο λαϊκής εξέγερσης. Παράγει μια απτή, ευανάγνωστη και δραστική μετάφραση των διάσπαρτων αντι-ελίτ και ηθο-αναμορφωτικών  ευαισθησιών που κυκλοφορούν ευρέως. Κολυμπάει, άνετα, στο γενικευμένο τιμωρητικό σύνδρομο το οποίο εκτρέφεται από την ατομική δυσθυμία και την κοινωνική ατροφία.
Τέλος, υπάρχει ένα θέμα πιο μακρινό από τα άμεσα και συγχρόνως περισσότερο απαιτητικό για τη σκέψη μας. Σε ένα από τα γνωστότερα κείμενά του, την Επιστολή για τον Ανθρωπισμό, ο Xάιντεγκερ, μιλώντας για τον μαρξισμό, λέει το εξής: η διάσταση της κοινωνικής αλλοτρίωσης είναι ιστορικά ουσιώδης αλλά όχι οντολογικά πρωταρχική. Το οντολογικά πρωτεύον, συνεχίζει, είναι η «απώλεια του οίκου», το ξερίζωμα και η εμπειρία της ανεστιότητας. Για τον Χάιντεγκερ, ο οποίος στο σημείο αυτό επαναλαμβάνει μια βασική πεποίθηση των οπαδών της «συντηρητικής Επανάστασης» του Μεσοπολέμου, η κοινωνική θεωρία της αλλοτρίωσης, ιδίως στην εκδοχή της ως αποξένωσης των παραγωγών στην καπιταλιστική συνθήκη, δεν είναι ικανή να αναγνωρίσει αυτή την άλλη θεμελιακή διάσταση.
Διαχρονικά, ο δεξιός ριζοσπαστισμός (είτε ως «αντιπλουτοκρατικός» σωβινισμός είτε ως εθνοφυλετισμός) επενδύει περισσότερο στις εμπειρίες του ξεριζώματος, του αποπροσανατολισμού και της απώλειας του κόσμου. Από την προδρομική εποχή του Μωρίς Μπαρές μέχρι σήμερα, η ακροδεξιά ορίζει ως έσχατο δεινό τον «ξεριζωμένο» όχι τον εκμεταλλευόμενο ή ταξικά δυναστευόμενο άνθρωπο. Η αντιμεταναστευτική ρητορεία βασίζεται άλλωστε στην ιδέα ότι ο Έλληνας έγινε ξένος στον τόπο του, ότι ο τόπος μας «έχει κατακτηθεί» από μια ξένη δύναμη. Με άλλα λόγια, η εθνική/ εθνοτική αλλοτρίωση, έτσι όπως την προβάλλει ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός, εμφανίζεται ως η ουσία των υλικών και πολιτικών ηττών μιας ολόκληρης περιόδου.
Θα αναρωτηθεί κάποιος ποια σχέση μπορεί να έχει η ακροδεξιά των μαχαιρωμάτων, των στολών παραλλαγής και των καταδρομικών επιχειρήσεων για την «εκκαθάριση της χώρας» με την ανεστιότητα. Το ερώτημα φυσικά δεν εγείρεται με αυτή τη γελοία μορφή. Αυτό που εννοώ εδώ είναι ότι υπάρχουν διάχυτες προ-πολιτικές αγωνίες ταυτότητας και μια δυσφορία εξαιτίας της θλιβερής μεταμόρφωσης των πλαισίων ζωής, του βιωματικού τοπίου των ανθρώπων. Η εικόνα του «κέντρου της Αθήνας» λειτουργεί πλέον ως συμβολικό ισοδύναμο κάθε υπαρξιακού ξεριζωμού και βιοτικού ξεπεσμού ανεξάρτητα από τα αίτιά τους. Η «απώλεια του οίκου» συνδέεται με τη συρροή μη ελεγχόμενων και παράδοξων αλλαγών στη δομή της καθημερινότητας. Μια τέτοια αίσθηση απώλειας και βιωματικής πρόσκρουσης σε ένα «χαοτικό πραγματικό» επιτείνεται αλλά δεν παράγεται από την προϊούσα οικονομική κατάρρευση συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων.
Πέρα λοιπόν από την κοινωνική οδύνη λειτουργούν εν τέλει και άλλες κλίμακες φόβων σε αστικά (και όχι μόνο σε αστικά) περιβάλλοντα όλο και πιο εχθρικά. Δεν έχει νόημα να στιγματίζει κανείς αυτούς τους φόβους ως ανορθολογικούς ή συντηρητικούς: αποτελούν μια διάσταση υπαρκτή, έναν παράγοντα σημαντικό για την πρακτική ζωή αλλά και για τις μύχιες πολιτικές διαθέσεις των ανθρώπων σε μια εποχή όπου αυτοί (όλοι μας δηλαδή) καταμετρούν κάθε λογής απώλειες και όχι μόνο τα χαμένα τους εισοδήματα.
Η Αριστερά πιστεύει κατά κανόνα ότι η σκοπιά του κοινωνικού συμφέροντος, δηλαδή ένα είδος οικονομικού ορθολογισμού των στρωμάτων που πλήττονται, θα καταφέρει να διαλύσει τον  ζόφο που πλανιέται πάνω από τη χώρα. Πολλές φορές ωστόσο άλλες αγωνίες, ξένες προς το κοινωνικό πρόβλημα, παράδοξες για κάθε ανάλυση με όρους συμφερόντων και κατανομής πόρων, προσδιορίζουν τις κοινωνικές συμπεριφορές και την αυτοσυνείδηση των πολιτών. Η διείσδυση του εθνορατσισμού και η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς «τιμωρητικής βίας» είναι φαινόμενα που μπορεί να έχουν μεγαλύτερο βάθος και συνέπειες στο μέλλον. Για αυτό τον λόγο πρέπει να αναθεωρηθεί η αντίληψη που θεωρεί ότι μια «ταξική» ορθολογική επιλογή αποτελεί την μοναδική απάντηση.
Αναδημοσίευση από: http://bibliotheque.gr/?p=6788

“Η ναζιστική βία – Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία”

Φυλακές, εργοστάσια, στρατώνες

του Enzo Traverso | Μετάφραση Τάσος Μπέτζελος  

Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Ιταλός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο παρουσιάζει την ιδιαίτερη οπτική του για τη ναζιστική βία και το φαινόμενο του ναζισμού γενικότερα (περιοδικό No pasaran, τχ. 10-11, 2002). Αφορμή για τη συζήτηση ήταν η έκδοση του βιβλίου του Έντσο Τραβέρσο Η ναζιστική βία – Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία. Όπως υποδηλώνει και ο υπότιτλος του βιβλίου, ο Έντσο Τραβέρσο επιχειρεί κυρίως να αναδείξει τη σχέση του ναζισμού με τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία, σε αντιπαράθεση με απόψεις που (σήμερα ακόμα) διατείνονται ότι ο ναζισμός ήταν ξένο σώμα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Τουναντίον, ο Έντσο Τραβέρσο αναδεικνύει τις ευρωπαϊκές ρίζες του ναζισμού, και τη σύνδεσή του με τις αλλαγές που επήλθαν κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα στους θεσμικούς μηχανισμούς των αστικών κρατών και στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία. Από τη συζήτηση παραλείψαμε, για λόγους οικονομίας χώρου, ένα μέρος που αφορούσε κυρίως τη σχέση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας με το ναζισμό, τις βιολογικές αναφορές του ναζιστικού ρατσισμού και τη σημασία του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.

– Ο ναζισμός θεωρούνταν επί μακρόν μια τραγική παρένθεση για την ιστορία της Δύσης. Παρότι είναι αποδεκτό ότι αποτέλεσε μια τρομακτική εμπειρία που αναδιαμόρφωσε τη δυτική συνείδηση και τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο, από την άλλη υπάρχει συνήθως η αίσθηση ότι ο ναζισμός αναδύθηκε από το πουθενά. Το βιβλίο σας δείχνει ότι η ναζιστική βία δεν προέκυψε τυχαία και ότι εγγράφεται σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον.

Πιστεύω, από αυτή την άποψη, ότι σήμερα καταγράφεται μια ορισμένη οπισθοδρόμηση, ακόμη και στο επίπεδο της ιστοριογραφίας. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύχθηκε μια πολύ σημαντική ιστοριογραφία για το ναζισμό και το φασισμό, η οποία –τουλάχιστον κατά τις δεκαετίες του 1960, του 1970 και εν μέρει του 1980– προσπαθούσε να αναγάγει το ναζισμό και το φασισμό στις ευρωπαϊκές ρίζες τους. Τουναντίον, εδώ και μια δεκαπενταετία, διαπιστώνω ότι υπάρχει μια ολοένα και εντονότερη τάση να αποσυνδεθεί ο ναζισμός από την πορεία του δυτικού κόσμου και της νεότερης Ευρώπης. Σήμερα για παράδειγμα, ο Ερνστ Νόλτε, σε αρκετά κείμενά του εδώ και μια εικοσαετία τουλάχιστον, υποστηρίζει ότι ο ναζισμός μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά ως αντίδραση στον μπολσεβικισμό, στη Ρώσικη Επανάσταση, και ότι επομένως είναι ένα φαινόμενο που γεννήθηκε από τον κομμουνισμό. Ο Φρανσουά Φυρέ, πολύ γνωστός ιστορικός της Γαλλικής Επανάστασης ο οποίος λίγο πριν από το θάνατό του δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο Το παρελθόν μιας αυταπάτης –μια ιστορία του κομμουνισμού κατά τον 20ό αιώνα–, προτείνει μια νέα ερμηνεία σύμφωνα με την οποία ο φασισμός και ο ναζισμός αφενός και ο κομμουνισμός αφετέρου είναι δύο παράλληλα φαινόμενα αντίδρασης στη φιλελεύθερη Δύση, που ναι μεν αντιτίθενται αμοιβαία αλλά και αλληλοτροφοδοτούνται.

Υπάρχουν και άλλες ερμηνείες, όπως του Γκολντχάγκεν, που έχει συζητηθεί πολύ στη Γαλλία, και ο οποίος ανάγει το ναζισμό σε μια γερμανική παθολογία. Θα επρόκειτο, εκ νέου, για μια αποκλειστικά γερμανική ιστορία η οποία θα είχε τελειώσει το 1945, αφού κατά τον Γκολντχάγκεν μετά το 1945 οι Σύμμαχοι «διαπαιδαγώγησαν» τους Γερμανούς και ξερίζωσαν το «γερμανικό μικρόβιο». Τελικώς, όλες αυτές οι εξηγήσεις, που είναι πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη, ενίοτε και αντιφατικές, συμμερίζονται τουλάχιστον μια θέση για το ναζισμό ως κάτι ξένο στη Δύση και την Ευρώπη. Πρόκειται επομένως για μια οπτική άκρως απολογητική προς τη σημερινή δυτική φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, η οποία διαλαλεί: Έχουμε απαλλαγεί από τα τέρατα του ολοκληρωτισμού από το 1945, η ιστορία επανήλθε στις ράγες της και ζούμε έκτοτε στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη ερμηνεία και θεωρώ ότι από ιστοριογραφική σκοπιά σηματοδοτεί μια ορισμένη οπισθοδρόμηση. Συνεπώς, αντιτίθεμαι σε αυτές τις κυρίαρχες αναγνώσεις, τουλάχιστον από την οπτική γωνία αυτού που ονομάζεται δημόσια χρήση της ιστορίας, δηλαδή των ερμηνειών που γνωρίζουν μεγαλύτερη απήχηση και συναντούν περισσότερη συναίνεση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τον Τύπο. Τάσσομαι ενάντια σε όλα αυτά για να επισημάνω τις βαθιές ρίζες του ναζισμού στη δυτική ιστορία.

– Αναφέρεστε στις φυλακές, τα εργοστάσια, τους στρατώνες που αναπτύχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και που αποτελούν κατά τη γνώμη σας προδρομικές μορφές του σύγχρονου συστήματος στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Θεωρώ ότι για να κατανοήσουμε την εμφάνιση του συστήματος των στρατοπέδων συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, σε γενικές γραμμές μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει να προσπαθήσουμε να μελετήσουμε την ανατομία του, να ερευνήσουμε τις δομές του, ώστε να εξηγήσουμε την ανάδυση του φαινομένου των στρατοπέδων συγκέντρωσης σε σχέση με το οποίο τα στρατόπεδα εξόντωσης είναι απλώς μία εκδοχή, με μια νέα επιδίωξη. Για να κατανοήσουμε αυτό το σύστημα πρέπει να συλλάβουμε τις διάφορες πλευρές του που εμφανίζονται πολύ νωρίτερα, από τις αρχές του 19ου αιώνα, διότι το σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι απλώς η συγχώνευση και η σύνθεση όλων αυτών των στοιχείων. Ένα τέτοιο στοιχείο, για παράδειγμα, είναι η σύγχρονη φυλακή την οποία μελέτησε ο Μισέλ Φουκώ, ως τόπο εκγύμνασης των σωμάτων και όχι πλέον μόνο, όπως προηγουμένως, ως τόπο εξιλέωσης και αναμόρφωσης. Η φυλακή της βιομηχανικής επανάστασης είναι ένας καταπιεστικός μηχανισμός που επιδρά τόσο στο πνεύμα όσο και στο σώμα, και αποτελεί ένα μέρος αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί –πάντοτε με βάση τον Φουκώ– σύστημα βιοπολιτικής κυριαρχίας. Η σύγχρονη φυλακή ως τόπος εκμάθησης της πειθαρχίας, των κοινωνικών ιεραρχιών, αλλά και ως τόπος οδύνης, εξαχρείωσης και αποπροσωποποίησης εμφανίζεται ήδη τον 19ο αιώνα. Στη βάση της φυλακής υπάρχει μια αρχή περίκλεισης που λειτουργεί τόσο στα εργοστάσια όσο και στους στρατώνες. Είναι η εδραίωση αυτού που ο Μαξ Βέμπερ θα ονομάσει σύγχρονη ορθολογικότητα, συγχρόνως διοικητική και παραγωγική. Όλα αυτά τα στοιχεία επανεμφανίζονται τελικώς στο σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Θεωρώ λοιπόν ότι πρέπει να εξετάσουμε πώς γεννιούνται όλα αυτά τα στοιχεία με τη Βιομηχανική Επανάσταση, πώς αναπτύσσονται με τον βιομηχανικό καπιταλισμό και, μετά τη μείζονα ιστορική ρήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πώς ανοίγουν το δρόμο στο σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

– Υπάρχει και το εργοστάσιο, που και αυτό επίσης το θεωρείτε πρόπλασμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης, κυρίως μέσω των σύγχρονων μεθόδων εργασίας και βιομηχανικής παραγωγής, δηλαδή μέσω του τεϊλορισμού και του φορντισμού.

Ασφαλώς, διότι το Άουσβιτς λειτουργεί ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου και πτωμάτων, ως στρατόπεδο που αναπαράγει όλα τα τυπικά γνωρίσματα του σύγχρονου εργοστασίου με έναν καταμερισμό εργασίας τεϊλορικού τύπου, με μια επιστημονική διοίκηση και οργάνωση της εργασίας, με μια ορθολογική κατάτμηση της «παραγωγικής διαδικασίας». Πέραν του γεγονότος ότι το συγκεκριμένο εργοστάσιο δεν παράγει εμπορεύματα αλλά πτώματα, σκοπός του είναι η εξόντωση μιας ανθρώπινης ομάδας που δεν θεωρείται άξια να ζει ή θεωρείται ασύμβατη με τη ναζιστική φυλετική τάξη πραγμάτων. Αν το Άουσβιτς λειτουργεί ως εργοστάσιο παραγωγής νεκρών, αυτό σημαίνει ότι ο ναζισμός ενσωμάτωσε στη σύλληψη των εγκλημάτων του και στην πολιτική του κάποιες παραμέτρους που προσιδιάζουν στον καπιταλισμό. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει βέβαια ότι ο ναζισμός συνιστά αναπόφευκτη κατάληξη του καπιταλισμού, και ότι ο φορντισμός βρίσκει μοιραία την έκφρασή του στους θαλάμους αερίων ή σε ένα σύστημα εξόντωσης. Υπάρχει ασφαλώς μια διαφορά, δεδομένου ότι ένα εργοστάσιο παράγει εμπορεύματα που ρίχνονται στην αγορά ώστε να πραγματοποιηθούν κέρδη, ενώ στο Άουσβιτς δεν πραγματοποιείται κανένα κέρδος. Αντιθέτως, υπάρχει μια διαδικασία θανάτωσης και εξόντωσης που είναι απολύτως ανορθολογική όχι μόνο από κοινωνική και ανθρώπινη άποψη, αλλά και από οικονομική και στρατιωτική άποψη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπάρχει εν προκειμένω χάσμα ανάμεσα στην οικονομική ορθολογικότητα του καπιταλισμού και την «ορθολογικότητα» των ναζιστικών μεθόδων εξόντωσης. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης ενσωμάτωσε τους μηχανισμούς του εργοστασίου και την ορθολογικότητα που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στον καπιταλισμό. Από αυτή την άποψη, πιστεύω ότι υπάρχει ένας οργανικός δεσμός, ακόμη κι αν δεν πρόκειται για σχέση αιτίας προς αποτέλεσμα ούτε βέβαια για σχέση ταύτισης.

– Με τη δίκη του Άιχμαν και τις συζητήσεις της τελευταίας δεκαετίας στη Γαλλία γύρω από τον Βισύ και τη δίκη του –συνεργάτη των ναζί– Μορίς Παπόν, είναι εξίσου σημαντικό να υπενθυμίσουμε το ρόλο που έπαιξαν σε αυτή τη διαδικασία εξόντωσης οι υπάλληλοι, οι γραφειοκράτες και οι εκτελεστές.

Υπάρχει μια ευρεία βιβλιογραφία που είχε μελετήσει αυτό το φαινόμενο πολύ πριν από εμένα. Η γραφειοκρατία παίζει έναν θεμελιώδη ρόλο στο σύστημα της ναζιστικής κυριαρχίας και εξόντωσης, και αυτή η ναζιστική γραφειοκρατία λειτουργεί ακριβώς όπως κάθε σύγχρονη γραφειοκρατία. Αναπαράγει όλα τα γνωρίσματα της γραφειοκρατίας που, κατά τον Μαξ Βέμπερ, ενσαρκώνει τον δυτικό ορθολογισμό. Αυτή η γραφειοκρατία, που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του συστήματος, αναλαμβάνει να εκτελεί εντολές, να υλοποιεί καθήκοντα χάρη στις ικανότητες και την εμπειρία που έχει αποκτήσει. Λειτουργεί με βάση την αρχή της ηθικής μη ευθύνης. Ένας καλός υπάλληλος είναι κάποιος που εκτελεί την εργασία του, που είναι έμπιστος, αλλά που δεν αναρωτιέται για τη σκοπιμότητα του καθήκοντός του. Σε αυτό ακριβώς το σημείο επικεντρώνεται η Χάνα Άρεντ όταν μιλά για την κοινοτοπία του κακού. Συνεπώς, η ναζιστική γραφειοκρατία είναι μια σύγχρονη, ορθολογική, βαθιά δυτική γραφειοκρατία ως προς τη φύση και τη λειτουργία της, η οποία είναι απαραίτητη για την έκλυση της ναζιστικής βίας. Μπορεί να λειτουργεί ως εξάρτημα σε αυτό το γρανάζι καταστροφής χωρίς καν να εξετάζει το ρόλο που έχει αναλάβει. Η ορθολογικότητά της είναι απαραίτητη για τη λειτουργία ενός συστήματος θανάτωσης χωρίς υποκείμενο. Οι ευθύνες κατακερματίζονται σε τέτοιο βαθμό που τελικώς εξαφανίζονται και κονιορτοποιούνται.

Εξάλλου, γνωρίζουμε πράγματι ότι μετά τον πόλεμο θα καταδικαστούν, στη Νυρεμβέργη για παράδειγμα, ορισμένοι αξιωματούχοι του ναζιστικού συστήματος εξουσίας. Αλλά για να εδραιωθεί ένα τέτοιο σύστημα καταστροφής, εκτόπισης και εξόντωσης απαιτείται η συμβολή δεκάδων ή μάλλον εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που δεν έχουν κατ’ ανάγκην επίγνωση ότι συμμετέχουν σε μια εγκληματική δραστηριότητα, και οι οποίοι μπορούν ούτως ή άλλως να απεκδυθούν τις ευθύνες τους λέγοντας: «Μα εγώ εκτέλεσα απλώς ένα καθήκον που από μόνο του δεν είχε τίποτα το εγκληματικό». Για παράδειγμα, ζητούν απλώς από κάποιον που είναι υπεύθυνος στους σιδηροδρόμους να επιτρέψει στα τρένα να κινηθούν, και δεν τον αφορά αν τα τρένα μεταφέρουν εμπορεύματα, φαντάρους ή εβραίους που κατευθύνονται σε ένα στρατόπεδο θανάτωσης. Δεν θέτει στον εαυτό του αυτό το ερώτημα που δεν έχει θέση στο πλαίσιο της εργασίας του και υπερβαίνει την επαγγελματική δεοντολογία του. Επομένως, η ναζιστική γραφειοκρατία είναι απλώς η εγκληματική παρεκτροπή μιας λειτουργίας που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Γι’ αυτό ακριβώς ο ναζισμός έχει βαθιές ρίζες στη δυτική κοινωνία. Ζητούμενο δεν είναι, όπως κάνει ο Γκολντχάγκεν, να αποσυνδεθεί ο ναζισμός από την πορεία της Δύσης και να παρουσιαστεί ως κάτι απολύτως αλλόκοτο και παθολογικό. Ασφαλώς, υπάρχει μια ναζιστική παθολογία και, ασφαλώς, το ναζιστικό καθεστώς δεν είναι ένα κανονικό καθεστώς, αλλά ένα καθεστώς εξαίρεσης. Αλλά τούτη η εξαίρεση έχει ρίζες που βυθίζονται στην ιστορία της Δύσης: Πρόκειται για ένα καθεστώς εκτός κανόνα που προϋποθέτει εντούτοις τις κανονικές δομές του σύγχρονου κόσμου.

– Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου σας αναφέρεστε πιο συγκεκριμένα στον ναζιστικό αντισημιτισμό. Βρισκόμαστε κάπως μπροστά σε ένα παράδοξο, καθώς εξηγείτε ότι η κατάληξη του ναζιστικού αντισημιτισμού, δηλαδή η ακραία εξοντωτική βία, ακολούθησε μια βιομηχανική και άκρως ορθολογική διαδικασία, όπως είδαμε, ενώ συγχρόνως ο ναζιστικός αντισημιτισμός βλέπει τους εβραίους ως ενσάρκωση της αφηρημένης και απρόσωπης νεωτερικότητας. Θα μπορούσατε να διασαφηνίσετε αυτό που φαίνεται παράδοξο ή έστω αρκετά εκπληκτικό;

Η αναπαράσταση του εβραίου ως ενσάρκωσης αυτής της αφηρημένης και υπολογιστικής ορθολογικότητας ανήκει στον γερμανικό πολιτισμό, αλλά γενικότερα στον δυτικό πολιτισμό και στον σύγχρονο αντισημιτισμό που αναπτύσσεται, κατά τη μετάβαση από τον 19ο στον 20ό αιώνα, τόσο στη Γαλλία (ας σκεφτούμε την υπόθεση Ντρέιφους) όσο και στη Γερμανία. Για τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό, ο εβραίος είναι κατά κάποιον τρόπο η ενσάρκωση μιας μισητής, απεχθούς και βδελυρής νεωτερικότητας. Ο εβραίος είναι η ενσάρκωση της ανώνυμης πόλης, της μαζικής κοινωνίας, του βιομηχανικού και κυρίως του χρηματιστικού καπιταλισμού, και συνεπώς μιας παρασιτικής οικονομίας. Ο εβραίος είναι επίσης, στο πολιτικό επίπεδο, η ενσάρκωση της δημοκρατίας, διότι αυτή τού επέτρεψε να χειραφετηθεί και να γνωρίσει μια αξιοσημείωτη κοινωνική και πολιτική άνοδο. Ο εβραίος ενσαρκώνει επομένως ό,τι οι Γερμανοί ονομάζουν Zivilisation –που δεν αντιστοιχεί καθόλου στη γαλλική σημασία της λέξης civilisation–, δηλαδή τον νεότερο πολιτισμό με την αμιγώς υλική έννοια του όρου. Ο Zivilisation καταστρέφει τον πολιτισμό. Υπάρχει συνεπώς αυτή η αναπαράσταση για τον εβραίο που είναι αρκετά διαδεδομένη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό της εποχής, και την οποία κληρονομεί ο ναζισμός. Η καινοτομία του ναζισμού είναι ότι υιοθετεί αυτή την αντίληψη για τον εβραίο, αλλά ωθεί στα άκρα τον αντισημιτισμό της, διότι για το ναζισμό ο εβραίος δεν είναι μόνο η ενσάρκωση της ορθολογικής νεωτερικότητας, αλλά και η ενσάρκωση της επανάστασης, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού και της ηγετικής ομάδας της ΕΣΣΔ. Ο ναζισμός μετατρέπει τρόπον τινά τον εβραίο σε μεταφορά, και επινοεί κυρίως αυτή τη νέα φιγούρα του εβραίου διανοούμενου ως έκφραση αυτής της απεχθούς νεωτερικότητας, ως ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης (για παράδειγμα, ο Τρότσκι ή ο Λένιν που γίνεται εβραίος στα μάτια των ναζί) και ως ενσάρκωση της Επανάστασης. Η εξόντωση των εβραίων είναι επομένως αναγκαία για να υλοποιηθεί η κοσμοθεωρία και το σχέδιο κυριαρχίας των ναζί.

Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι η εξόντωση των εβραίων είναι επίσης, στα μάτια του ναζισμού, ένα αναγεννητικό καθήκον, ένας αγώνας χειραφέτησης, μια σταυροφορία. Ο πόλεμος εξόντωσης διεξάγεται σε ένα πνεύμα σταυροφορίας, για τη ναζιστική φιλολογία και προπαγάνδα, διότι επιτρέπει στον γερμανικό καπιταλισμό να αναγεννηθεί. Αυτή ακριβώς η αντίφαση βρίσκεται στον πυρήνα του ναζισμού. Ο τελευταίος είναι ένας συνδυασμός ανάμεσα αφενός σε μια ρομαντική εξιδανίκευση του γερμανικού παρελθόντος, μια αποστροφή για τη βιομηχανική κοινωνία, για τις πόλεις που απομακρύνουν τους ανθρώπους από τη φύση και τα δάση της Γερμανίας, μια γερμανική μυθολογία που είναι προσκολλημένη στο παρελθόν, και αφετέρου στη λατρεία της σύγχρονης τεχνικής, τη λατρεία της δύναμης που ταυτίζεται με το χάλυβα, τη βιομηχανία κ.λπ. Ο αντισημιτισμός επιτρέπει έτσι να συμφιλιωθεί η ρομαντική απόρριψη της νεωτερικότητας και η λατρεία της τεχνικής. Ο καπιταλισμός γίνεται γόνιμος, θετικός, δημιουργικός υπό τον όρο να έχει ξεφορτωθεί τη χρηματιστική και κερδοσκοπική του διάσταση την οποία ενσαρκώνει ο εβραίος. Για τους ναζί, η Ευρώπη θα αναγεννηθεί αφ’ ης στιγμής απαλλαγεί από αυτό το υπολογιστικό πνεύμα του εβραίου που είναι ταυτοχρόνως χρηματιστής και επαναστάτης, παρασιτικό στοιχείο, καπιταλιστής και μπολσεβίκος. Ο ναζιστικός αντισημιτισμός παρουσιάζει επομένως αντιφατικές πλευρές, αλλά ενοποιεί αυτή την ορμή που μεταφράζεται σε ένα πόλεμο σταυροφορίας, σε έναν λυτρωτικό αγώνα, για να μιλήσουμε με θρησκευτικούς όρους. Το αποτέλεσμα είναι μια πολιτική εξόντωσης, η οποία διεξάγεται με ορθολογικές και σύγχρονες μεθόδους, προκειμένου να καταστραφεί η (εξ ορισμού εβραϊκή) νεωτερικότητα και να υποταχτεί ο Zivilisation στη ναζιστική κοσμοθεωρία. Η έννοια της «συντηρητικής επανάστασης» συνοψίζει καλά αυτή την αντίφαση που επισημάνατε και η οποία βρίσκεται στην καρδιά του ναζισμού.

– Σε σχέση με τη φύση του ναζισμού, υπάρχουν ορισμένες πολύ μειοψηφικές θέσεις που έχουν αναπτυχθεί από μια υπεραριστερή οπτική και οι οποίες γνώρισαν μια ορισμένη απήχηση. Αυτές οι θέσεις εξηγούν –εν συντομία– ότι ο φασισμός και ο ναζισμός είναι απλώς μια μορφή του καπιταλισμού, ταυτίζουν τα δύο συστήματα και δεν διακρίνουν κάποια βαθύτερη διαφορά ανάμεσα στα θεμέλιά τους, τις στοχεύσεις τους, και μάλιστα –για τους πιο ακραίους από όσους υποστηρίζουν τέτοιες θέσεις– ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μέσα. Καταδεικνύετε, όπως είδαμε, στο βιβλίο σας τη θεμελίωση του ναζισμού στην ιστορία της Δύσης και της φιλελεύθερης Ευρώπης. Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η φύση της ρήξης ανάμεσα στο καπιταλιστικό σύστημα και στο ναζισμό; Υπάρχει μια θεμελιώδης ρήξη και, εάν όντως υπάρχει, σε ποιο επίπεδο τοποθετείται;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει θεμελιώδης ρήξη, και θεωρώ ότι αυτή είναι μία από τις αδύναμες πλευρές των θεωριών του ολοκληρωτισμού. Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά, για παράδειγμα, ανάμεσα στον σοβιετικό κομμουνισμό αφενός, και στο ναζισμό και το φασισμό αφετέρου, στο βαθμό που ο κομμουνισμός εγκαθιδρύθηκε στην εξουσία, στη Ρωσία, αφού πρώτα απαλλοτρίωσε τις παλαιές κυρίαρχες τάξεις ως επακόλουθο μιας κοινωνικής επανάστασης, ενώ ο φασισμός και ο ναζισμός δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την εξουσία των παραδοσιακών ελίτ. Η φασιστική Ιταλία όπως και η ναζιστική Γερμανία παραμένουν καπιταλιστικές χώρες. Επί Χίτλερ, οι μεγάλες γερμανικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις συνεργάζονται μέχρι το τέλος με το ναζιστικό καθεστώς, και είναι γνωστό ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης υπάρχουν γερμανικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται το εργατικό δυναμικό των εκτοπισμένων. Υπάρχει μια συνέργεια ή μάλλον μια οργανική σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το φασισμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χίτλερ ήταν απλώς πράκτορας του γερμανικού ιμπεριαλισμού ή υποχείριο του μεγάλου γερμανικού κεφαλαίου, σύμφωνα με μια γελοιογραφική οπτική ή κάποιες ερμηνείες που πλέον κανείς δεν υπερασπίζεται. Η ιστοριογραφία (και επίσης αρκετοί μαρξιστές, αν λάβουμε υπόψη τα γραπτά του Τρότσκι ή του Ντανιέλ Γκερέν τη δεκαετία του 1930 ή τα μεταγενέστερα γραπτά ορισμένων θεωρητικών της Σχολής της Φραγκφούρτης) επισήμανε τις πληβειακές ρίζες των φασιστικών κινημάτων και των ηγετών τους. Πιστεύω κυρίως ότι η ναζιστική πολιτική εξόντωσης δεν εξηγείται από τον καπιταλισμό και ότι δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τις ναζιστικές γενοκτονίες ως επακόλουθα μιας πολιτικής που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα του γερμανικού μεγάλου κεφαλαίου.

Από την άλλη, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι ο ναζισμός ήταν μια μορφή αντικαπιταλισμού, αλλά δεν υπάρχει σχέση αιτίας προς αποτέλεσμα, και δεν γίνεται να εξηγηθεί η πολιτική εξόντωσης με βάση το κέρδος ή τα συμφέροντα του γερμανικού καπιταλισμού. Αυτή η θέση, που την υπερασπιζόταν παλιότερα η επίσημη ιστοριογραφία της Ανατολικής Γερμανίας, έχει καθαρά ιδεολογική βάση. Ο ναζισμός έχει μια σχέση με τον καπιταλισμό, αλλά δεν ανάγεται σε αυτόν, καθώς έχει επίσης την αυτονομία του. Η ναζιστική κοσμοθεωρία έχει μια ιστορία και ρίζες βαθύτατα συνδεδεμένες με την ιστορία της Δύσης, χωρίς όμως να απορρέει αυτομάτως από τους μηχανισμούς λειτουργίας του καπιταλισμού ή από τα συμφέροντα των καπιταλιστικών τάξεων. Ο καπιταλισμός προσαρμόζεται σε κάθε πολιτικό καθεστώς και σε κάθε ιδεολογία, αρκεί να μην αμφισβητούν την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την αγορά, την κυκλοφορία των κεφαλαίων, το κέρδος κ.λπ. Πιστεύω ότι οι εκχυδαϊσμένες μαρξιστικές ερμηνείες, ας τις πούμε έτσι, ή οι υπεραριστερές ερμηνείες επιφέρουν ένα βραχυκύκλωμα που παραμορφώνει τελείως την ιστορική προοπτική.

Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος

Αναδημοσίευση από: http://www.rednotebook.gr/details.php?id=8710