Category Archives: Αταξινόμητα

#OccupyGezi, το κίνημα πολιτικής ανυπακοής καταλαμβάνει τη Σμύρνη (Ιζμίρ)


Του Στράτου Μωραΐτη // @oemoral via: RadioBubble

izmir

Στην Τουρκία, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κυβέρνησης του ΑΚP οι ατομικές ελευθερίες βρίσκονταν σε απομόνωση. Η χωρίς προηγούμενο κυβερνητική πλειοψηφία του 53% στις τελευταίες εκλογές, άνοιξε το δρόμο για ένα οριακά αυταρχικό καθεστώς στο οποίο τα MME δέχονταν πιέσεις για να αυτολογοκριθούν ενώ οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί ακτιβιστές φυλακίζονταν με ποινές που σε μέσο όρο έφταναν τον ένα χρόνο.

Παρά την πρόσφατη αποκαλούμενη ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους και τις κοινοβουλευτικές προσπάθειες για ένα σύνταγμα με διακομματική συναίνεση, μια μικρή καθιστική διαμαρτυρία στο πάρκο Gezi (κοντά στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης) ενάντια στο χτίσιμο ενός εμπορικού κέντρου που θα το εξαφάνιζε, μετατράπηκε σ’ ένα κίνημα πολιτικής ανυπακοής σ’ όλη τη χώρα – κατά του AKP και του πρωθυπουργού Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ξεκίνησε από την Ταξίμ αλλά απλώθηκε σ’ όλη τη χώρα παρά την σκληρή αστυνομική βία.

H Σμύρνη (Iζμίρ), πόλη στα νοτιοδυτικά και γνωστή για τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, ήταν μία από τις πρώτες πόλεις που υιοθέτησαν το κίνημα #OccupyGezi. Τη δεύτερη μέρα των διαδηλώσεων στην Κωνσταντινούπολη, η πόλη ξεκίνησε να συμμετέχει. Ενώ στην αρχή υπήρχε μια ειρηνική συγκέντρωση με άτομα διαφορετικών πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων τα οποία τραγουδούσαν και χόρευαν, το συλλαλητήριο μετατράπηκε σε εξέγερση όταν η αστυνομία επιτέθηκε με σκληρή βία εναντίον αυτών των 10.000 ατόμων (31 Μαΐου). Οι συγκρούσεις στους δρόμους τελείωσαν όταν η αστυνομία αποφάσισε να αποσυρθεί έπειτα από διαπραγματεύσεις και εν μέσω χειροκροτημάτων των πολιτών. Την επόμενη μέρα, η καθημερινή «ρουτίνα» ξεκίνησε εκ νέου.

Η κεντρική Σμύρνη είναι μια πόλη δομημένη γύρω από παράλληλους και διαγώνιους δρόμους που συνδέουν αρκετές πλατείες. Η 1η Ιουνίου ήταν η μέρα που στήθηκαν οδοφράγματα από τους διαδηλωτές σε κάθε πλατεία του κέντρου ενώ η αστυνομία επιτίθετο στους διαγώνιους δρόμους από την αρχή τους μέχρι τη θάλασσα, χρησιμοποιώντας δακρυγόνα, «αύρες» και πλαστικές σφαίρες. Τα οδοφράγματα κράτησαν αρκετές ώρες, έπειτα ο κόσμος υποχώρησε, μόνο για να ξαναγυρίσει μερικά λεπτά μετά από την αστυνομική επιδρομή. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβανόταν για περίπου 12 ώρες μέχρι που οι δυνάμεις καταστολής εξουθενώθηκαν από δεκάδες χιλιάδες πολίτες που αντικαθιστούσαν ο ένας τον άλλον. Κατά το απόγευμα στην Κωνσταντινούπολη, οι αρχές υποχώρησαν αφήνοντας την Ταξίμ στους διαδηλωτές, ωστόσο, η αστυνομική βία συνεχίστηκε σ’ άλλα σημεία.

Στο μεταξύ η κυβέρνηση παρέμενε σιωπηλή με εξαίρεση λίγα αόριστα σχόλια από χαμηλούς αξιωματούχους. Τα καθεστωτικά media έκαναν τους ανήξερους. Την τρίτη μέρα ο πρωθυπουργός Ερντογάν δήλωσε ότι το εμπορικό κέντρο θα χτιστεί ότι και να γίνει – έλεγε μάλιστα ότι από τη στιγμή που το AKP κέρδισε την πλειοψηφία, δεν χρειάζεται να ερωτηθεί κανένας για τη γνώμη του. Τέτοια σχόλια και άλλα όπως ‘αν χιλιάδες άνθρωποι εξεγείρονται, θα στείλει εκατομμύρια εναντίον τους’, έβαλαν «λάδι στη φωτιά» και πυροδότησαν ένα νέο κύμα αντίστασης την τρίτη μέρα.

Οι πολίτες της Σμύρνης ζητωκραύγαζαν για τους χιλιάδες που καταλάμβαναν τους δρόμους με το να χτυπούν κατσαρόλες στα μπαλκόνια τους και τους οδηγούς να χτυπούν συνέχεια τις κόρνες των αυτοκινήτων. Προς το απόγευμα όλες οι γειτονιές έγιναν ξανά ζώνες μάχης. Ένα νέο φαινόμενο που θα αποκαλέσουμε εδώ ως «κακοποιούς» εισήλθε στο προσκήνιο. Επρόκειτο για ανθρώπους με πολιτικά που κουβαλούσαν γκλοπ, ενίσχυαν την αστυνομία και κυνηγούσαν διαδηλωτές σε περιφερειακούς δρόμους, ξυλοφορτώνοντάς τους. Εκείνη την μέρα περισσότεροι από 250 άνθρωποι κρατήθηκαν στη Σμύρνη και πέρασαν τη νύχτα σε λεωφορεία της αστυνομίας, οι περισσότεροι από αυτούς χτυπημένοι και χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Είδαν γιατρό, μόνο το πρωί, γύρω στις 10 και αφέθηκαν ελεύθεροι την επόμενη μέρα.

Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, στις 5 το πρωί, το Occupy Izmir συνεχίζει τη δράση του έξω στους δρόμους. Πρόκειται για μία μη-πολιτικάντικη αντίσταση πολιτών ενάντια στην πίεση μιας κυβέρνησης που συνεχίζει να διακηρύσσει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι. Το ερώτημα 100 ετών που πλανάται στο μυαλό των Τούρκων πολιτών είναι πλέον ξεκάθαρο.

Θα συνεχίσει το κράτος να υπάρχει για τους ανθρώπους ή αυτοί θα συμπεριφέρονται σαν είναι υπήκοοί του;

Ένα είναι σίγουρο· το αύριο θα ξεκινήσει όπως σήμερα, οι άνθρωποι θα συγκεντρωθούν στις πλατείες και θα παλέψουν για ν’ ακουστεί η φωνή τους – παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός θα φύγει από τη χώρα και θα κάνει περιοδεία σε χώρες της Βόρειας Αφρικής.

femini

 

ana

turk

turki

 

Αναδημοσίευση από:  http://eagainst.com/articles/occupygezi-2/

 

Ο Αναρχισμός ως μια θεωρία οργάνωσης

 sacchetti_anarchici_09

Του Κόλιν Γουώρντ

 

Ίσως σκεφτείτε, ότι με το να περιγράφω τον αναρχισμό σαν μια θεωρία οργάνωσης ηθελημένα να προτείνω ένα παράδοξο: «αναρχία» μπορεί να θεωρείται από εσάς το αντίθετο της οργάνωσης. ‘Όμως, στη πραγματικότητα η «αναρχία» σημαίνει απουσία κυβέρνησης, απουσία εξουσίας.

Μπορεί να υπάρξει κοινωνική οργάνωση δίχως εξουσία, δίχως κυβέρνηση; Οι αναρχικοί ισχυρίζονται πως μπορεί να υπάρξει και ισχυρίζονται επίσης ότι είναι επιθυμητό να υπάρξει. Ισχυρίζονται, ότι στη βάση των κοινωνικών μας προβλημάτων είναι η αρχή της κυβέρνησης. Είναι, άλλωστε, οι κυβερνήσεις που ετοιμάζονται για πόλεμο και εξαπολύουν τον πόλεμο, ακόμα και αν είστε υποχρεωμένοι να πολεμήσετε σε αυτόν και να τον πληρώσετε. Οι βόμβες για τις οποίες ανησυχείτε δεν είναι αυτές με τις οποίες οι καρτουνίστες σχεδιάζουν τους αναρχικούς, αλλά οι βόμβες που οι κυβερνήσεις τελειοποίησαν με δικά σας έξοδα. Είναι, τελικά, οι κυβερνήσεις που φτιάχνουν και επιβάλουν τους νόμους που δίνουν τη δυνατότητα στους «έχοντες» να έχουν τον έλεγχο των κοινωνικών πόρων παρά να τους μοιράζονται με τους «μη έχοντες».

Είναι, τελικά, η αρχή της εξουσίας που διασφαλίζει ότι οι άνθρωποι θα δουλέψουν για κάποιον άλλο για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, όχι γιατί το απολαμβάνουν η έχουν τον έλεγχο επάνω στη δουλειά τους, αλλά γιατί το βλέπουν ως το μόνο μέσο βιοπορισμού.

Είπα ότι είναι οι κυβερνήσεις που κάνουν πολέμους και ετοιμάζουν πολέμους, αλλά προφανώς δεν είναι από μόνες τους. Η δύναμη μιας κυβέρνησης, ακόμα και της ποιο απόλυτης δικτατορίας, εξαρτάται από τη σιωπηρή συγκατάθεση των κυβερνωμένων.

Γιατί οι άνθρωποι συναινούν στο να κυβερνώνται; Δεν είναι μόνο ο φόβος: τι μπορεί να έχουν να φοβηθούν εκατομμύρια ανθρώπων από μια μικρή ομάδα πολιτικών; Είναι γιατί ενστερνίζονται τις ίδιες αξίες με τους κυβερνήτες τους. Κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι πιστεύουν στις αρχές της εξουσίας, της ιεραρχίας, της δύναμης. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της πολιτικής αρχής. Οι αναρχικοί, η οποίοι πάντα έκαναν τον διαχωρισμό μεταξύ τους κράτους και της κοινωνίας, εμμένουν στην κοινωνική αρχή, η οποία μπορεί να ιδωθεί όποτε οι άνθρωποι ενώνονται σε σχέσεις βασισμένες στην κοινή ανάγκη η το κοινό συμφέρον. «Το Κράτος» είπε ο Γερμανός αναρχικός Γκούσταβ Λαντάουερ, «δεν είναι κάτι που μπορεί να καταστραφεί από μια επανάσταση, αλλά είναι μια συνθήκη, μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των ανθρώπινων όντων, ένας τρόπος ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το καταστρέφουμε με το να συνάπτουμε άλλες σχέσεις, με το να συμπεριφερόμαστε διαφορετικά.»

Ο καθένας μπορεί να δει ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη οργάνωσης. Υπάρχει το είδος που σας επιβάλουν, το είδος που προέρχεται από τα επάνω και υπάρχει το είδος το οποίο πηγάζει από τα κάτω, στο οποίο κανένας δεν μπορεί να σας επιβάλει να κάνετε οτιδήποτε και στο οποίο είστε ελεύθεροι να συμμετέχετε η να φύγετε από μόνοι σας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι αναρχικοί είναι άνθρωποι που θέλουν να μεταμορφώσουν όλα τα είδη της ανθρώπινης οργάνωσης στο είδος της καθαρά εθελοντικής ένωσης όπου οι άνθρωποι μπορούν να τη διακόψουν και να ξεκινήσουν μια δικιά τους αν δεν τους αρέσει. Εγώ, κάποτε, κάνοντας μια επισκόπηση αυτού του επιπόλαιου αλλά χρήσιμου μικρού βιβλίου με τίτλο «Ο νόμος του Πάρκινσον»(*), προσπάθησα να διατυπώσω τέσσερις αρχές μιας αναρχικής θεωρίας της οργάνωσης:

ότι θα πρέπει να είναι:

(1) Εθελοντική

(2) Λειτουργική

(3) Προσωρινή

(4) Μικρού μεγέθους.

Θα πρέπει να είναι εθελοντική για προφανείς λόγους. Δεν υπάρχει κανένα νόημα στη συνηγορία μας στην ατομική ελευθερία και υπευθυνότητα αν είναι να συνηγορούμε για θεσμούς στους οποίους η συμμετοχή είναι υποχρεωτική.

Θα πρέπει να είναι λειτουργική και προσωρινή ακριβώς γιατί η μονιμότητα είναι ένας από τους παράγοντες που σκληραίνουν τις αρτηρίες ενός οργανισμού, κάνοντας τον να ενδιαφέρεται για την επιβίωση του ιδίου, υπηρετώντας τα συμφέροντα των γραφειοκρατών παρά τη λειτουργία του.

Θα πρέπει να είναι μικρού μεγέθους ακριβώς γιατί σε μικρά γκρουπ «πρόσωπο με πρόσωπο», οι γραφειοκρατικές και οι ιεραρχικές τάσεις που είναι έμφυτες σε οργανισμούς θα έχουν τη μικρότερη πιθανότητα να αναπτυχθούν. Είναι όμως από το τελευταίο σημείο από το οποίο οι δυσκολίες πηγάζουν. Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι ένα μικρό γκρουπ μπορεί να λειτουργήσει αναρχικά, είμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το πρόβλημα όλων εκείνων των κοινωνικών λειτουργιών για τις οποίες είναι απαραίτητη η οργάνωση αλλά σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. «Καλά», μπορεί να απαντήσουμε, όπως κάποιοι αναρχικοί έχουν κάνει, «αν μεγάλοι οργανισμοί είναι απαραίτητοι, μη μας υπολογίζετε. Θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτούς». Μπορούμε να το πούμε αυτό φυσικά, αλλά αν προπαγανδίζουμε τον αναρχισμό ως μια κοινωνική φιλοσοφία πρέπει να συνυπολογίζουμε και όχι να αποφεύγουμε τα κοινωνικά γεγονότα. Είναι καλύτερα για εμάς να πούμε «αφήστε μας να βρούμε τρόπους με τους οποίους μεγάλης κλίμακας λειτουργίες μπορούν να διασπαστούν σε λειτουργίες ικανές να οργανωθούν από μικρά λειτουργικά γκρουπ και τότε συνδέστε όλα αυτά τα γκρουπ με ομοσπονδιακό τρόπο.»

Οι κλασικοί αναρχικοί στοχαστές, οραματιζόμενοι τη μελλοντική οργάνωση της κοινωνίας, σκέπτονταν με όρους δύο ειδών κοινωνικών θεσμών: Σαν μια γεωγραφική μονάδα, τη κομμούνα, μια Γαλλική λέξη που μπορείτε να τη θεωρήσετε ως ισοδύναμη της λέξης «κοινότητα» η της Ρωσικής λέξης «σοβιέτ» στη αυθεντική σημασία της, αλλά που έχει επίσης και τη χροιά των αρχαίων οργανωμένων χωριών για τη καλλιέργεια γης από κοινού. Και το συνδικάτο, μια άλλη Γαλλική λέξη από την ορολογία των σωματίων εμπορίου, η το συμβούλιο των εργατών σαν μονάδα βιομηχανικής οργάνωσης. Και τα δύο έχουν οραματισθεί σαν μικρές μονάδες που θα μπορούσαν να ομοσπονδοποιηθούν μεταξύ τους για τις μεγαλύτερες υποθέσεις της ζωής, διατηρώντας την αυτονομία τους, η μια ομοσπονδοποιούμενη γεωγραφικά και η άλλη βιομηχανικά.

Το πλησιέστερο πράγμα στην καθημερινή πολιτική εμπειρία, στην ομόσπονδη αρχή που προτάθηκε από τον Προυντόν και τον Κροπότκιν θα ήταν το Ελβετικό, παρά το Αμερικάνικο, πολιτικό σύστημα. Και χωρίς να θέλω να υμνήσω το Ελβετικό πολιτικό σύστημα, μπορούμε να δούμε ότι τα είκοσι δύο ανεξάρτητα καντόνια της Ελβετίας είναι μια επιτυχημένη ομοσπονδία. Είναι μια ομοσπονδία όμοιων μονάδων, μικρών πυρήνων, και τα σύνορα των καντονιών διασχίζουν ενδιάμεσα τα γλωσσολογικά και εθνικά όρια έτσι ώστε, σε αντίθεση με πολλές ανεπιτυχείς ομοσπονδίες, η συνομοσπονδία δεν κυριαρχείται από μια η κάποιες πολιτικές μονάδες. Γιατί το πρόβλημα της ομοσπονδίας, όπως το θέτει ο Λέοπολντ Κόρ στο «Η κατάρρευση των Κρατών», είναι πρόβλημα διαχωρισμού και όχι ενότητας.

Ο Herbert Luethy γράφει για το πολιτικό σύστημα της χώρας του:

«Κάθε Κυριακή, οι κάτοικοι πολυάριθμων κοινοτήτων, προσέρχονται στις κάλπες για εκλέξουν δημόσιους λειτουργούς, να επικυρώσουν κονδύλια, η να αποφασίσουν αν θα χτιστεί ένα σχολείο η ένας δρόμος. Αφού κανονίσουν τις δουλειές της κομμούνας, ασχολούνται με τις εκλογές στα καντόνια και ψηφίζουν για θέματα των καντονιών. Στο τέλος..παίρνονται οι αποφάσεις που αφορούν την ομοσπονδία. Σε κάποια από τα καντόνια, οι κυρίαρχοι άνθρωποι ακόμα συναντιούνται σε στυλ Ρουσώ, για να συζητήσουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Αυτή η μορφή συγκέντρωσης μπορεί να ειδωθεί σαν μια σεβαστή παράδοση με μια κάποια τουριστική αξία. Αν είναι έτσι αξίζει να δει κανείς τα αποτελέσματα της τοπικής δημοκρατίας. Το πιο απλό παράδειγμα είναι το Ελβετικό σιδηροδρομικό δίκτυο, το οποίο είναι το πιο πυκνό στο κόσμο. Με μεγάλο κόστος και προβλήματα, έχει φτιαχτεί για εξυπηρετεί τις ανάγκες των πλέον μικρών κοινοτήτων και των πιο απομακρυσμένων κοιλάδων, όχι σαν μια πρόταση κέρδους αλλά γιατί έτσι ήθελε ο λαός. Είναι το αποτέλεσμα μανιασμένων πολιτικών αγώνων. Το 19οαιώνα, το «δημοκρατικό σιδηροδρομικό κίνημα» έφερε τις μικρές Ελβετικές κοινότητες σε σύγκρουση με τις μεγάλες πόλεις οι οποίες είχαν συγκεντρωτικά σχέδια…

Και αν συγκρίνουμε το Ελβετικό δίκτυο με το Γαλλικό το οποίο, με αξιέπαινη γεωμετρική κανονικότητα, είναι εξ ολοκλήρου επικεντρωμένο στο Παρίσι ώστε η ευημερία ή η παρακμή μια περιοχής, η ζωή ή ο θάνατος ολόκληρων περιοχών να έχει εξαρτηθεί από τη ποιότητα της σύνδεσης με τη πρωτεύουσα, βλέπουμε τη διαφορά μεταξύ του συγκεντρωτικού κράτους και της ομόσπονδης συμμαχίας. Ο σιδηροδρομικός χάρτης είναι ο ευκολότερος να διαβάσει κανείς με μια ματιά, αλλά ας υπερθέσουμε επάνω του μια άλλη οικονομικά δραστηριότητα καθώς και τη μετακίνηση πληθυσμών.. Η διανομή της βιομηχανικής δραστηριότητας σε όλη την Ελβετία, ακόμα και στις απομακρυσμένες περιοχές μαρτυρεί για την δύναμη και τη σταθερότητα της κοινωνικής δομής της χώρας και απέτρεψε όλες τις φρικτές συγκεντρώσεις της βιομηχανίας, με τα γκέτο και το ξεριζωμένο προλεταριάτο.»

Τα παραθέτω όλα αυτά, όπως είπα, όχι για να υμνήσω την Ελβετική δημοκρατία, αλλά για να υποδείξω ότι η ομοσπονδιακή αρχή η οποία βρίσκεται στη καρδία της αναρχικής κοινωνικής θεωρίας, είναι άξια περισσότερης προσοχής από ότι της έχει δοθεί στα συγγράμματα της πολικής επιστήμης. Ακόμα και στο πλαίσιο των συνήθων πολιτικών θεσμών η υιοθέτηση της έχει εκτεταμένα αποτελέσματα. Μια άλλη αναρχική θεωρία οργάνωσης είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε «αυθόρμητη τάξη»: Δεδομένης μιας κοινής ανάγκης, μιας συλλογικότητα ανθρώπων, μέσω της δοκιμής και του λάθους, με αυτοσχεδιασμό και πειραματισμό, θα εξελίξει τη τάξη από το χάος. Μια τάξη πιο συνεχή και πιο στενά συνδεδεμένη στις ανάγκες τους από οποιοδήποτε άλλο είδος εξωτερικά επιβεβλημένης τάξης. Ο Κροπότκιν παρήγαγε αυτή τη θεωρία από τις παρατηρήσεις του πάνω στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας και της κοινωνικής βιολογίας που οδήγησαν στο βιβλίο του «Αλληλοβοήθεια» και έχει παρατηρηθεί στις ποιο επαναστατικές καταστάσεις, σε όλους τους ad hoc οργανισμούς που ξεφυτρώνουν μετά από φυσικές καταστροφές, η σε οποιαδήποτε δραστηριότητα όταν δεν υπάρχουν οργανωτικές φόρμες η ιεραρχική εξουσία. Το όνομα που έχει δοθεί σε αυτή την έννοια είναι «Κοινωνικός Έλεγχος» στο ομότιτλο βιβλίο του Έντουαρντ Άλσγουωρθ Ρος, ο οποίος παρέθεσε στιγμές από «συνοριακές» κοινωνίες όπου, μέσω ανοργάνωτων η άτυπων μέτρων, η τάξη διατηρείται χωρίς να ωφελείται η θεσμοποιημένη εξουσία. «Η συμπάθεια, η κοινωνικότητα, η αίσθηση δικαιοσύνης και η δυσαρέσκεια, είναι αρμόδιες, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, να επεξεργαστούν για τον εαυτό τους μια αληθινή, φυσική τάξη, δηλαδή μια τάξη δίχως σχεδιασμό η τέχνη

´Ενα ενδιαφέρον παράδειγμα άσκηση αυτής της θεωρίας ήταν το Πρωτοπόρο Κέντρο Υγείας στο Peckham του Λονδίνου, που ξεκίνησε στη δεκαετία πρίν τον πόλεμο από μία ομάδα γιατρών και βιολόγων που ήθελαν να μελετήσουν τη φύση της υγείας και την υγιή συμπεριφορά αντί για τη μελέτη της άρρωστης-υγείας όπως οι υπόλοιποι του επαγγέλματος τους. Αποφάσισαν ότι ο τρόπος για να το κάνουν αυτό ήταν να ξεκινήσουν μία κοινωνική λέσχη τα μέλη της οποίας συμμετείχαν ως οικογένειες και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν διάφορες εγκαταστάσεις μεταξύ των οποίων η πισίνα, το θέατρο, τον παιδικό σταθμό και την καφετέρια, με αντάλλαγμα για την εγγραφή των μελών της οικογένειας και τη συμφωνία τους για περιοδικές ιατρικές εξετάσεις. Δινόταν συμβουλές και όχι θεραπευτική αγωγή. Με σκοπό να είναι ικανοί να αντλήσουν έγκυρα συμπεράσματα οι βιολόγοι του Peckman σκέφτηκαν ότι ήταν αναγκαίο να μπορούν να παρατηρούν τα ανθρώπινα όντα που ήταν ελεύθερα – ελεύθερα να δράσουν όπως επιθυμούσαν και να εκφράζουν τις επιθυμίες τους.

Έτσι δεν υπήρχαν ούτε κανόνες ούτε αρχηγοί. “Ήμουν το μοναδικό πρόσωπο με εξουσία” έλεγε ο Δρ Scott Williamson, ο ιδρυτής, “και τη χρησιμοποιούσα για να σταματήσω κάποιον ο οποίος χρησιμοποιούσε οποιαδήποτε εξουσία” Για τους πρώτους οχτώ μήνες υπήρχε χάος. “Με τα πρώτα μέλη των οικογενειών” λέει ένας παρατηρητής, “κατέφθασε μία ορδή από απείθαρχα παιδιά που χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το κτίριο όπως θα είχαν, πιθανά, χρησιμοποιήσει έναν τεράστιο δρόμο του Λονδίνου. Ουρλιάζοντας και τρέχοντας σαν χούλιγκανς μέσα σε όλα τα δωμάτια, σπάζοντας εξοπλισμό και έπιπλα”, έκαναν τη ζωή ανυπόφορη για όλους. Ο Scott Williamson ωστόσο, “επέμενε ότι η ηρεμία θα αποκαθιστώνταν μόνο από την αντίδραση των παιδιών στην ποικιλία των ερεθισμάτων που τοποθετήθηκαν στο δρόμο τους” και “σε λιγότερο από ένα χρόνο το χάος μειώθηκε σε μία τάξη όπου οι ομάδες των παιδιών καθημερινά μπορούσαν να βρεθούν να κολυμπάνε, να πατινάρουν, να κάνουν ποδήλατο, να χρησιμοποιούν το γυμναστήριο ή να παίζουν κάποιο παιχνίδι, περιστασιακά να διαβάζουν κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη… το τρέξιμο και η κραυγή ήταν πράγματα του παρελθόντος.

Περισσότερο δραματικά παραδείγματα του ίδιου φαινόμενου αναφέρονται από εκείνους τους ανθρώπους που ήταν αρκετά γενναίοι, ή σίγουροι να θεσμίσουν αυτοκυβερνώμενες μη-πειθαρχικές κοινότητες παραβατικών ή απροσάρμοστων παιδιών: οι August Aichorn και Homer Lane είναι τέτοια παραδείγματα. Ο Aichorn διεύθυνε αυτό το διάσημο ινστιτούτο στη Βιέννη, που περιέγραψε στο βιβλίο του Wayward Youth. Ο Homer Lane ήταν ο άνθρωπος που, μετά από τα πειράματα στην Αμερική ξεκίνησε στη Βρετανία μία κοινότητα από νέους παραβάτες, αγόρια και κορίτσια, που την αποκαλούσε Μικρή Κοινοπολιτεία. Ο Lane συνήθιζε να διακηρύσσει ότι “Η ελευθερία δεν μπορεί να δοθεί. Παίρνεται από το παιδί μέσα στην ανακάλυψη και την εφεύρεση”. Πιστός σε αυτή την αρχή, σημειώνει ο Howard Jonew, “αρνήθηκε να επιβάλει πάνω στα παιδιά ένα σύστημα διακυβέρνησης που αντέγραφε τους θεσμούς του κόσμου των ενήλικων. Η δομή αυτοκυβέρνησης της Μικρής Κοινοπολιτείας αναπτύχθηκε από τα ίδια τα παιδιά, σιγά και με πόνο για να ικανοποιήσει τις δικές τους ανάγκες.”

Οι αναρχικοί πιστεύουν στις ομάδες χωρίς ηγέτες, και εάν αυτή η φράση είναι οικεία σε εσάς είναι λόγω του παράδοξου που ήταν γνωστό στην τεχνική της ομάδας χωρίς ηγέτες που υιοθετήθηκε στο Βρετανικό και Αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου – ως μέσο επιλογής των ηγετών. Οι στρατιωτικοί ψυχίατροι έμαθαν ότι τα γνωρίσματα του ηγέτη ή του ακόλουθου δεν εκτίθενται σε απομόνωση. Όπως έγραψε κάποιος από αυτούς “ανάλογα με τη συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση –η ηγεσία ποικίλει από κατάσταση σε κατάσταση και από ομάδα σε ομάδα.” Ή όπως το είχε θέσει ο Mihael Bakunin εκατό χρόνια πριν, “Παίρνω- δίνω, έτσι είναι η ανθρώπινη ζωή. Καθένας κατευθύνει και κατευθύνεται με τη σειρά του. Επομένως δεν υπάρχει σταθερή και συνεχής εξουσία, αλλά μία διαρκής ανταλλαγή αμοιβαίας, προσωρινής και πάνω από όλα, εθελοντικής εξουσίας και υποταγής

Το σημείο αυτό για την ηγεσία τέθηκε καλά στο βιβλίο του John Comerford, Health the Unknown, για το πείραμα του Peckham:

Συνηθισμένος όπως είναι σε αυτή την ηλικία στην τεχνική ηγεσία… είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει την αλήθεια πως οι ηγέτες δεν χρειάζονται εκπαίδευση ή καθορισμό, αλλά αναδύονται αυθόρμητα όταν το απαιτούν οι συνθήκες. Μελετώντας τα μέλη στο ελεύθερο για όλου Κέντρο του Peckham, οι παρατηρητές επιστήμονες είδαν ξανά ξαν ά πως ένα μέλος ενστικτωδώς έγινε, και αναγνωρίσθηκε ενστικτωδώς αλλά όχι επίσημα, ηγέτης για να συναντηθεί με τις ανάγκες τις συγκεκριμένης στιγμής. Τέτοιοι ηγέτες εμφανίζονται και εξαφανίζονται όπως απαιτούσε η ροή του Κέντρου. Επειδή δεν ήταν συνειδητά καθορισμένοι, ούτε (όταν είχαν ικανοποιήσει το σκοπό τους) ανατρεπόταν συνειδητά. Ούτε εκδηλωνόταν οποιαδήποτε ευγνωμοσύνη από τα μέλη στον ηγέτη είτε στο χρόνο των υπηρεσιών του ή μετά την παράδοση τους. Αυτοί ακολουθούσαν την καθοδήγηση τους όσο αυτή ήταν χρήσιμη και την ήθελαν. Σκορπίζαν μακριά του χωρίς συγγνώμη όταν κάποια ευρύτερη εμπειρία τους έκανε νόημα σε μία ποιο φρέσκια περιπέτεια, που με τη σειρά της θα ξερνούσε τον αυθόρμητο ηγέτη της, ή όταν η αυτοπεποίθηση ήταν τέτοια που κάθε μορφή εξαναγκαστικής ηγεσίας θα ήταν περιορισμός για αυτούς. Μία κοινωνία, επομένως, εάν αφεθεί στις κατάλληλες συνθήκες να εκφράσει τον εαυτό της αυθόρμητα δοκιμάζει τη σωτηρία της και πετυχαίνει την αρμονία της δράσης της που η επιβεβλημένη ηγεσία δεν μπορεί να τη συναγωνιστεί.

Μην ξεγελιέστε από το γλυκό εύλογο όλων αυτών. Αυτή η αναρχική έννοια της ηγεσίας είναι αρκετά επαναστατική στις συνέπειες της όπως μπορείς να δεις εάν κοιτάξεις γύρω σου, βλέπεις παντού σε λειτουργία την αντίθετη έννοια: της ιεραρχικής, εξουσιαστικής, προνομιούχας και μόνιμης ηγεσίας. Υπάρχουν ελάχιστες συγκριτικές έρευνες διαθέσιμες για τις επιδράσεις των δύο αντίθετων προσεγγίσεων στην οργάνωση της εργασίας. Δύο από αυτές θα τις αναφέρω αργότερα· μία άλλη, σχετική με την οργάνωση των αρχιτεκτονικών γραφείων παράχθηκε το 1962 για το ινστιτούτο των Βρετανών Αρχιτεκτόνων κάτω από τον τίτλο The Architect and His Oflice. Η ομάδα που ετοίμασε αυτή την αναφορά θεμελίωσε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στη διαδικασία σχεδιασμού, που οδήγησε στην ανάδειξη διαφορετικών τρόπων εργασίας και μεθόδων οργάνωσης. Η μία κατηγοριοποιήθηκε ως κεντροποιημένη, και χαρακτηριζόταν από αυτοκρατικές μορφές ελέγχου, και την άλλη την αποκάλεσαν διάχυτη, που παρείχε αυτό που αποκαλούσαν “μία άτυπη ατμόσφαιρα ελεύθερης-ροής ιδεών” Αυτό είναι ένα πολύ ζωντανό θέμα ανάμεσα στους αρχιτέκτονες. Ο κύριος W.D Pile, με επίσημη ιδιότητα βοήθησε στην εγγύηση της κύριας επιτυχίας της μεταπολεμικής βρετανικής αρχιτεκτονικής, το πρόγραμμα κατασκευής σχολείων, καθορίζει ανάμεσα στα πράγματα που κοιτάει σε ένα μέλος της ομάδας κατασκευής αυτό: “πρέπει να έχει μία πίστη σε αυτό που αποκαλώ μη-ιεραρχική οργάνωση της εργασίας.

Η εργασία οφείλει να οργανώνεται όχι στο σύστημα των άστρων αλλά στο σύστημα του ρεπερτορίου. Ο ηγέτης της ομάδας μπορεί συχνά να είναι ένας νέο μέλος της ομάδας. Αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό εάν είναι κοινά αποδεκτό πως η ανωτερότητα βρίσκεται στην καλύτερη ιδέα και όχι στον παλαιότερο άνθρωπο” Και ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες μας, ο Walter Gropius, διακήρυττε ότι αυτό που αποκαλούσε τεχνική “της συνεργασίας ανάμεσα σε ανθρώπους, που μπορούσε να απελευθερώσει τα δημιουργικά ένστικτα του ατόμου αντί να τα καταπνίξει. Η ουσία της τεχνικής αυτής όφειλε να δίνει έμφαση στην ατομική ελευθερία για πρωτοβουλία, αντί στην εξουσιαστική καθοδήγηση ενός αφεντικού… συγχρονίζοντας την ατομική προσπάθεια μέσω ενός συνεχούς δίνω-παίρνω των μελών του…

Αυτό μας οδηγεί σε έναν άλλον ακρογωνιαίο λίθο της αναρχικής θεωρίας, την ιδέα του εργατικού ελέγχου της βιομηχανίας. Πολλοί μεγάλοι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο εργατικός έλεγχος είναι μία ελκυστική ιδέα, αλλά δεν μπορεί να υλοποιηθεί (και επομένως ανάξια να αγωνιστεί κανείς για αυτή) λόγω της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της νεωτερικής βιομηχανίας. Πώς μπορούμε να τους πείσουμε διαφορετικά; Εκτός από το να επισημάνουμε πως η αλλαγή των πηγών της εξουσίας των κινήτρων κάνει τη γεωγραφική συγκέντρωση της βιομηχανίας απαρχαιωμένη, και το πως οι αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής κάνουν τη συγκέντρωση μεγάλων αριθμών ανθρώπων περιττή, ίσως η καλύτερη μέθοδος να πείσουμε τους ανθρώπους ότι ο εργατικός έλεγχος είναι μία εφικτή πρόταση στη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας είναι δείχνοντας τα επιτυχημένα παραδείγματα αυτού που οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές αποκαλούσαν “έλεγχο οικειοποίησης” Αυτοί ήταν μερικοί και περιοριστικοί στην πραγματικότητα, όπως ήταν υποχρεωμένοι, αλλά έδειξαν πως οι εργαζόμενοι είχαν την οργανωτική ικανότητα στη βάση τους, που οι περισσότεροι άνθρωποι αρνούνται ότι την κατέχουν.

Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω μέσα από δύο στιγμές τις νεωτερικής μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας. Το πρώτο είναι το σύστημα της ομάδας εργατών, και περιγράφηκε από έναν Αμερικανό καθηγητή της βιομηχανικής και διευθυντικής μηχανικής, Seymour Melman, στο βιβλίο του Decision-Making and Productivity. Αναζητούσε, μέσω μία λεπτομερούς σύγκρισης της μανιφακτούρας του ίδιου προϊόντας, του τρακτέρ Ferguson, στο Detroit και το Coventry, Αγγλία, “να αποδείξει ότι υπήρχαν πραγματικές εναλλακτικές στον κανόνα της διεύθυνσης της παραγωγής” Η έκθεση του για τη λειτουργία του συστήματος της ομάδας εργατών επιβεβαιώθηκε από έναν μηχανικό στο Coventry, τον Reg Wright, σε δύο άρθρα της Αναρχίας. Στη βιομηχανία τρακτέρ του Standard στην περίοδο μέχρι το 1956 που πουλήθηκε, ο Melman γράφει: “Σε αυτή την εταιρεία θα δούμε ότι την ίδια στιγμή: χιλιάδες εργάτες λειτουργούσαν δυνητικά χωρίς επιτήρηση όπως συμβατικά κατανοείται, και σε πολύ υψηλή παραγωγικότητα· πληρωνόταν ο μεγαλύτερος μισθός στη βρετανική βιομηχανία· παραγόταν υψηλής ποιότητας προϊόντα σε αποδεκτές τιμές σε εργοστάσια εκτατικής μηχανοποίησης· η διεύθυνση διεξήγαγε τις υποθέσεις της σε ασυνήθιστα χαμηλό κόστος· οι επίσης οργανωμένοι εργάτες είχαν ένα ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγή της λήψης των αποφάσεων

Από την πλευρά της παραγωγής οι εργάτες, “το σύστημα της ομάδας εργασίας οδηγούσε στην παρακολούθηση των αγαθών και όχι στην παρακολούθηση των ανθρώπων” Ο Melman παραβάλει τον “αρπαχτικό ανταγωνισμό” που χαρακτηρίζει το διευθυντικό σύστημα λήψης αποφάσεων με το εργατικό σύστημα λήψης αποφάσεων στο οποίο “το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της διαδικασίας διαμόρφωσης της απόφασης είναι αυτό της αμοιβαιότητας της λήψης της απόφασης με την τελική εξουσία που βρίσκεται στα χέρια των ομαδοποιημένων εργατών καθεαυτά.” Το σύστημα ομάδας όπως περιγράφεται από τον Melman είναι πολύ όμοιο με το συλλογικό σύστημα συμβολαίου που επινοήθηκε από τον G.D.H Cole, που ισχυριζόταν ότι “το αποτέλεσμα θα ήταν να συνδέσει τα μέλη της ομάδας εργασίας μαζί σε μία κοινή επιχείρηση κάτω από την αιγίδα και τον έλεγχο τους, και να τα απελευθερώσει από την εξωτερικά επιβλημένη πειθαρχία σε σχέση με τη μέθοδο τους να γίνει η δουλειά.

Το δεύτερο μου παράδειγμα αντλείται πάλι από μία συγκριτική μελέτη των διαφορετικών μεθόδων της εργατικής οργάνωσης, που έγινε από το ινστιτούτο του Tavistock στα τέλη της δεκαετίας του 50, και αναφέρεται στο Organisational Choice του E. L. Trist, και το Autonomous Group Functioning του P. Herbst. Η σημασία του μπορεί να φανεί από τις εισαγωγικές λέξεις του πρώτου: “Η έρευνα αυτή αφορά μία ομάδα ανθρακωρύχων που ήρθαν μαζί για να αναπτύξουν έναν νέο τρόπο ομαδικής εργασίας, σχεδιάζοντας τον τύπο της αλλαγής που ήθελαν να φέρουν σε πέρας, και την ελέγχουν σε πρακτικό επίπεδο. Ο νέος τύπος της εργατικής οργάνωσης που έχει μείνει γνωστή στη βιομηχανία ως σύνθετη εργασία, έχει σε μερικά χρόνια αναδυθεί αυθόρμητα σε έναν αριθμό διαφορετικών λάκκων στο βορειοδυτικό πεδίο άνθρακα του Durham. Οι ρίζες της πάνε πίσω σε μία παλιά παράδοση η οποία έχει σχεδόν αντικατασταθεί ολοκληρωτικά στην πορεία του τελευταίου αιώνα από την εισαγωγή των τεχνικών εργασίας που βασίζονται στον τεμαχισμό καθηκόντων, τη διαφορά στο στάτους και το μισθό, και τον εξωτερικό ιεραρχικό έλεγχο.” Η άλλη αναφορά σημειώνει πως η μελέτη έδειξε “την ικανότητα των αρκετά μεγάλων ομάδων εργασίας των 40-50 μελών να δρουν αυτορυθμιζόμενοι, αυτοαναπτυσσόμενοι κοινωνικοί οργανισμοί ικανοί να συντηρούνται αφεαυτοί σε μία σταθερή κατάσταση υψηλής παραγωγικότητας” Οι συγγραφείς περιγράφουν το σύστημα με έναν τρόπο που δείχνει τη σχέση του με την αναρχική σκέψη:

Η σύνθετη οργάνωση της εργασίας μπορεί να περιγραφεί ως μία στην οποία η ομάδα παίρνει τη συνολική ευθύνη για ολόκληρο τον κύκλο των εγχειρημάτων που περιλαμβάνονται στη εξόρυξη του άνθρακα. Κανένα μέλος της ομάδας δεν έχει σταθερό εργατικό ρόλο.

Αντί για αυτό, οι άνθρωποι αναπτύσσουν οι ίδιοι, εξαρτώμενοι από τις απαιτήσεις του εν κινήσει ομαδικού καθήκοντος. Μέσα στα όρια των απαιτήσεων της τεχνολογίας και της ασφάλειας είναι ελεύθεροι να αναπτύξουν τον δικό τους τρόπο οργάνωσης και της εκτέλεσης του καθήκοντος τους. Δεν είναι το υποκείμενο σε καμιά εξωτερική αρχή σε σχέση με αυτή, ούτε υπάρχει μέσα στην ομάδα κάποιο μέλος που αναλαμβάνει την τυπική διευθυντική λειτουργία της ηγεσίας. Ενώ στη long wall συμβατική εργασία το καθήκον της εξόρυξης του άνθρακα διαχωρίζεται σε τέσσερις με οχτώ ρόλους εργασίας, που εκτελούνται από διαφορετικές ομάδες, με καθεμία να πληρώνεται σε διαφορετική τιμή, στις σύνθετες ομάδες εργασίας τα μέλη δεν πληρώνονται απευθείας για κάθε καθήκον που εκτελείται. Η συμφωνία για το μισθό όλων, αντί για αυτό, βασίζεται στη διαπραγμάτευση της τιμής για τόνους παραγόμενου κάρβουνου από την ομάδα. Το εισόδημα που αποκτάται χωρίζεται ισότιμα ανάμεσα στα μέλη της ομάδας.

Τα έργα στα οποία παραπέμπω έχουν γραφτεί για ειδικούς στην παραγωγικότητα και τη βιομηχανική οργάνωση, αλλά τα μαθήματα τους είναι καθαρά για ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την ιδέα του εργατικού ελέγχου. Αντιμέτωποι με την αντίρρηση ότι ακόμα και αν μπορούν να εμφανιστούν αυτόνομες ομάδες που μπορούν να οργανωθούν οι ίδιες σε μεγάλη κλίμακα και πολύπλοκα καθήκοντα, δεν έχει ακόμα φανεί ότι μπορούν να συντονιστούν επιτυχώς, καταφεύγουμε ξανά στη αρχή της ομοσπονδίας. Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο σχετικά με την ιδέα ότι μεγάλες μονάδες αυτόνομων βιομηχανικών μονάδων μπορούν να οργανωθούν ομοσπονδιακά και να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους. Εάν ταξιδέψετε στην Ευρώπη πάτε πάνω από τις γραμμές μίας ντουζίνας συστημάτων σιδηρόδρομων – καπιταλιστικών και κομμουνιστικών – στις οποίες φτάνουν μέσα από την ελεύθερη συμφωνία ανάμεσα σε διάφορες αναλήψεις χωρίς κεντρική αρχή. Μπορείς να στείλεις ένα γράμμα οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά δεν υπάρχει καμία ταχυδρομική αρχή – οι αντιπρόσωποι των διαφορετικών ταχυδρομικών αρχών απλά έχουν ένα συμβούλιο περίπου κάθε πέντε χρόνια.

Υπάρχουν ρεύματα, που παρατηρούνται σε αυτά τα περιστασιακά πειράματα στη βιομηχανική οργάνωση, σε νέες προσεγγίσεις προβλημάτων παραβατικότητας και εθισμού, στην εκπαιδευτική και κοινοτική οργάνωση, και στην “απο-ιδρυματοποίηση” νοσοκομείων, άσυλων, παιδικών σταθμών και πάει λέγοντας, που έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, και που λειτουργούν ενάντια στις γενικά αποδεκτές ιδέες για την οργάνωση, την εξουσία και την κυβέρνηση. Η κυβερνητική θεωρία με την έμφαση της στα συστήματα αυτοοργάνωσης, οδηγεί σε μία παρόμοια επαναστατική κατεύθυνση. Οι George και Louise Crowley, για παράδειγμα, στα σχόλια τους στην έκθεση τους Ad Hoc Committee on the Triple Revolution, (Monthly Review, Nov. 1964) σημειώνουν ότι, “Δεν το βρίσκουμε λιγότερο λογικό να αξιώσουμε μία λειτουργική κοινωνία χωρίς εξουσία από το να αξιώσουμε ένα τακτικό σύμπαν χωρίς θεό. Επομένως η λέξη αναρχία δεν πρέπει να μας φοβίζει με συνειρμούς για αταξία, χάος ή σύγχυση. Για τον άνθρωπο, που ζει σε μη ανταγωνιστικές συνθήκες ελευθερίας από τον μόχθο και την καθολική αφθονία, η αναρχία είναι απλά η ενδεδειγμένη κατάσταση της κοινωνίας.

Στη Βρετανία ο καθηγητής Richard Titmuss σημειώνει ότι οι κοινωνικές ιδέες μπορούν να είναι το ίδιο σημαντικές στο επόμενο μισό αιώνα ως τεχνολογική καινοτομία. Πιστεύω ότι οι κοινωνικές ιδέες του αναρχισμού: αυτόνομες ομάδες, αυθόρμητη τάξη, εργατικός έλεγχος, η αρχή της ομοσπονδιοποίησης, αθροίζονται σε μία συνεκτική θεωρία της κοινωνικής οργάνωσης που είναι έγκυρη και ρεαλιστικά εναλλακτική στην εξουσιαστική, ιεραρχική και θεσμική κοινωνική φιλοσοφία που τις βλέπουμε να εφαρμόζονται παντού γύρω μας. Ο άνθρωπος θα υποχρεωθεί, διακήρυττε ο Κροπότκιν, “να βρει νέες μορφές οργάνωσης για τις κοινωνικές λειτουργίες που το Κράτος ικανοποιεί μέσω της γραφειοκρατίας” και επέμενε ότι “όσο καιρό αυτό δεν γίνεται τίποτα δεν θα γίνεται” Νομίζω ότι οφείλουμε να ανακαλύψουμε πως πρέπει να είναι αυτές οι νέες μορφές της οργάνωσης. Τώρα πρέπει να κάνουμε τις ευκαιρίες πράξη.

 

Σημείωση:

 Αυτό το κείμενο δείχνει τις ομοιότητες μεταξύ του αναρχισμού και των αρχών των περίπλοκων συστημάτων που αποτελούνται από πολλές αλληλένδετες μονάδες. Ίσως, μόνο όταν αντικατασταθεί η μηχανιστική θεώρηση του κόσμου από μια κυβερνητική [1] , ο αναρχισμός ως οργάνωση να αναγνωρισθεί τελικά και να γίνει αποδεκτός.

[1](Σ.τ.Μ.)Με τον όρο “κυβερνητική” εννοούμε την : “επιστήμη συστημάτων(ή συστημική)Eνα διεπιστημονικό γνωστικό πεδίο το οποίο παρέχει έναν κοινό τρόπο σκέψης με στόχο την ανάπτυξη μεθοδολογικών πλαισίων για τη μελέτη συστημάτων με εσωτερική δομή (π.χ. κοινωνικά, ηλεκτρονικά, βιολογικά, γνωσιακά ή μεταφυσικά συστήματα).(http://en.wikipedia.org/wiki/Cybernetics )

Πηγη : https://risinggalaxy.wordpress.com/

Λουί Μπουνιουέλ

“…Αυτός ο Θεός που έχεις επινοήσει, δεν είναι παρά μια χίμαιρα, μια ηλίθια ύπαρξη που μόνο στα μυαλά των τρελών έχει θέση. Είναι ένα φάντασμα επινοημένο από την κακία των ανθρώπων, με μόνο σκοπό την εξαπάτησή τους ή να οπλίσει τον ένα εναντίον του άλλου. Αν αυτό το Υπέρτατο Ον υπήρχε πραγματικά, με όλα τα ελαττώματα με τα οποία γέμισε τα έργα του, δεν θα άξιζε εκ μέρους μας παρά μόνο περιφρόνηση και βλασφημίες…”

Ο Γαλαξίας, Luis Bunuel, 1968

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΚΦΑΣΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΑΙΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ/ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ, ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 30/5, ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ ΣΤΙΣ 21:00

Θα προβληθεί η ταινία ”Η Υπόσχεση” (La promesse) των Zαν-Πιέρ και Λικ Νταρντέν (Jean-Pierre and Luc Dardenne) και θα ακολουθήσει συζήτηση με θέμα την έξαρση του ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία και την εγκληματική δράση των νεοναζιστών.

La_promesse28Jean-Pierre_and_Luc_Dardenne29

 

 

 

 

 

Νίκος Κυριακίδης, Μυστήριο

dimoula-kiki-660

Ποιός πήρε το παγκάκι της κ. Δημουλά;
Όχι, δεν ήταν ο εργολάβος-συγγραφέας ιππότης του Παναγίου τάφου που
καθόταν από πίσω της, στην αίθουσα της Ακαδημίας.
Μιλάμε για παγκάκι, όχι πολυθρόνα
Δεν πρέπει να ήταν και οι υπόλοιποι λεγεωνάριοι, της Λεγεώνας της Τιμής
‘’ο Μεγαλόσταυρος’’, τρεμάμενοι στην ετήσια πασχαλινή τους συνάντηση.
Επίσης κι εκεί, έχει καταργηθεί το παγκάκι.
Ήταν νέγρος και ήταν νύχτα…

Αναδημοσίευση από: https://tokoskino.wordpress.com/2013/05/07/%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF/

Πέρα από τη δημοκρατία, η αναρχία


a-logo

 

Ο αναρχισμός είναι δημοκρατικός; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να έχει δύο σκέλη: ο αναρχισμός περιέχει τη δημοκρατία και συγχρόνως αξιώνει να την υπερβεί. Η πρόταση του αναρχισμού για την οργάνωση της κοινωνίας πηγαίνει πέρα από τους κανόνες της δημοκρατίας: αντιπροσωπεύει ένα πέρα από το πολιτικό ως αυτόνομης κατηγορίας από το κοινωνικό. Για την πραγματοποίηση αυτής της αντίληψης για την κοινωνική οργάνωση ( αντίληψη που μένει ακόμη να ορίσουμε, μάλλον να συγκεκριμενοποιήσουμε) η αναρχική θεωρία προτείνει την πρακτική της άμεσης δημοκρατίας ως πρώτο και θεμελιώδες βήμα για το ξεπέρασμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο Amedeo Bertolo γράφει: ”Η άμεση δημοκρατία είναι μια διακριτική προσέγγιση της πολιτικής αναρχίας (απουσία κυριαρχίας) και στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία (όπως με τον Προυντόν και τον Μπακούνιν) όσο και στην πράξη (στις διάφορες επαναστατικές καταστάσεις όπως στην Ισπανία το 1936, όπου οι αναρχικοί έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο) οι πολιτικές μορφές που προτείνονται και γίνονται αντικείμενο πρακτικής εφαρμογής είναι αυτές της άμεσης δημοκρατίας σε ομοσπονδιακή βάση”.  Η άμεση δημοκρατία, αρθρωμένη πάνω σε ομοσπονδιακή βάση, είναι λοιπόν η λύση που ανέκαθεν οι αναρχικοί πρότειναν για την οργάνωση της πολιτικής πλευράς μιας κοινωνίας ελεύθερων και ίσων. Μια πρόταση η οποία παραμένει μια μεταβλητή, η αυθεντικότερη ίσως, της δημοκρατίας. Παρόλο όμως που η άμεση δημοκρατία διευρύνει τις διαδικασίες των αποφάσεων ισότιμα προς όλα τα μέλη της κοινωνίας, μπορεί να περιέχει στοιχεία και προβληματικές της λογικής και του φαντασιακού της αντιπροσωπευτικής λεγόμενης δημοκρατίας. Βεβαίως αυτή η διεύρυνση δεν είναι μονάχα ποσοτική, το αντίθετο μάλιστα, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι η δημοκρατική πρόταση περιέχει ένα κοινό παράδειγμα σε κάθε μορφή δημοκρατίας. Παραδείγματος χάρη και στην άμεση δημοκρατία είναι δυνατόν να σχηματιστούν πλειοψηφίες και μειοψηφίες. Υπάρχει συνεπώς μια ανοιχτή ερώτηση: η μειοψηφία πρέπει να συμμορφώνεται με τη βούληση της πλειοψηφίας; Εδώ εμφανίζεται κι ένας άλλος προβληματισμός. Το κοινό αίσθημα των αναρχικών εντοπίζει στο πολιτικό όπως και στο οικονομικό δύο θεμελιώδη στοιχεία πάνω στα οποία βασίζεται η κοινωνία της κυριαρχίας. Η κοινωνία που απαλλοτριώνει τη δύναμη των πολιτών για να την εμπιστευτεί (ακόμη και στην αντιπροσωπευτική μορφή) στην αποκλειστική εξουσία μιας μειοψηφίας, βρίσκει στο οικονομικό και το πολιτικό δύο προνομιακούς χώρους αναπαραγωγής. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο ο αναρχισμός πάντα διακήρυττε τη σπουδαιότητα της «κοινωνικής επανάστασης», την αναγκαιότητα ενός ριζικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας που θα απορροφούσε μέσα στην κοινωνία αυτές τις δύο αυτονομημένες λειτουργίες. Όμως αυτές οι δύο λειτουργίες (όπως και άλλες) είναι «λειτουργίες» για την κοινωνία. Οι πόρτες της ελευθεριακής κοινωνίας δεν ανοίγουν με μια κλοτσιά ούτε το παρόν απαλείφεται με ένα απλό σβήσιμο ( ούτως ή άλλως αδύνατο). Μια πολύπλοκη κοινωνία ( και η ελευθεριακή κοινωνία είναι σίγουρα περισσότερο σύνθετη από εκείνη της κυριαρχίας, γιατί σε αυτήν απουσιάζει  η περιστολή της πολυπλοκότητας που καθορίζεται από την ίδια την κυριαρχία) έχει ανάγκη ενός χώρου, πραγματικού και συμβολικού, στον οποίο θα ορίζονται οι κανόνες που αφορούν τις αποφάσεις και τη σύνθεση των διαφορετικών και πολλές φορές αντικρουόμενων συμφερόντων: το πολιτικό, για να ακριβολογούμε. Το πολιτικό, το οποίο αν και έλαβε την κρατική μορφή δεν εξαντλείται μόνο σε αυτήν. 

Η σκέψη του ιταλού αναρχικού Amedeo Bertolo  βουτάει στα βαθιά αυτών των προβληματισμών προσπαθώντας να αποσαφηνίσει ( και σε μεγάλο βαθμό το πετυχαίνει)  τις σχέσεις (άμεσης) δημοκρατίας και αναρχίας.  Ν.Χ

 

 

του Amedeo Bertolo

 

“Εάν εκληφθεί κυριολεκτικά μια δημοκρατία πρέπει να είναι μια ακρατική κοινωνία. Η εξουσία ανήκει στο λαό στο βαθμό που ο λαός ασκεί την εξουσία ο ίδιος”. Giovanni Sartori

Το άρθρο αυτό ασχολείται με τη δημοκρατία από μια αναρχική οπτική και με τον αναρχισμό από μια δημοκρατική οπτική. Το κύριο ζήτημα είναι εκείνες οι πλευρές των δύο αυτών πολιτικών και φιλοσοφικών κατηγοριών που προκύπτουν από μια αντιπαράθεση μεταξύ τους, δηλαδή οι ουσιώδεις διαφορές και ομοιότητες μεταξύ της δημοκρατίας και του αναρχισμού. Αυτό σημαίνει ότι δε θα εξεταστούν λεπτομερώς ούτε η δημοκρατία με την έννοια που της αποδίδεται συνήθως («αντιπροσωπευτική» δημοκρατία), ούτε ο πολιτικός αναρχισμός (όπως τον βλέπουν οι αναρχικοί), ούτε ακόμα η πρωταρχική μορφή δημοκρατίας, η «άμεση δημοκρατία», που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ δημοκρατίας και αναρχισμού.

Θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερος χώρος από αυτόν που έχουμε εδώ για να εξετάσουμε λεπτομερώς όλα τα παραπάνω. Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε σύντομους ορισμούς με σκοπό μια σύγκριση, ή καλύτερα, μια γενική εκτίμηση της συμβατότητας/συγκρισιμότητάς τους. Αυτό που ελπίζω να καταδείξω είναι ότι η δημοκρατία και ο αναρχισμός δεν είναι ούτε ταυτόσημες (υπό ορισμένες συνθήκες) ούτε αντιθετικές έννοιες. Ο αναρχισμός είναι η πλέον αναπτυγμένη μορφή δημοκρατίας, ταυτόχρονα όμως εκτείνεται οπωσδήποτε πέρα από αυτήν -όπως υποστηρίζει και ο τίτλος αυτού του άρθρου. Στο ερώτημα εάν είναι δυνατό ο αναρχισμός να πάει πέρα από τη δημοκρατία θα απαντούσα ότι μπορεί, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά.

Σε μια αναλογία μ’ αυτό που έγραψα κάποτε για την ελευθερία,2 η αναρχική αντίληψη της ελευθερίας είναι και «μεγαλύτερη» και «διαφορετική» από τη φιλελεύθερη αντίληψη. Με απλούστερους όρους, αυτή η «διαφορά» έγκειται στο γεγονός ότι για τους φιλελεύθερους η ελευθερία του ατόμου περιορίζεται από την ελευθερία των άλλων, ενώ για τους αναρχικούς ενισχύεται από αυτήν. Εντούτοις, η «διαφορετική» ελευθερία των αναρχικών ενσωματώνει και την ελευθερία των φιλελεύθερων, ενώ ταυτόχρονα την υπερβαίνει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Η ποσότητα είναι ουσιαστική, εφόσον χωρίς αυτή δεν υπάρχει καμιά εγγύηση της ποιότητας’ μια «διαφορετική» ελευθερία πρέπει την ίδια στιγμή να σηματοδοτεί μια μεγαλύτερη ελευθερία. Ακόμα και θρησκευτικοί φονταμενταλιστές (χριστιανοί, μουσουλμάνοι κλπ) μιλούν για «διαφορετική» ελευθερία, η οποία όμως είναι μικρότερη ελευθερία, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο -ιδιαίτερα στο ατομικό.

Έτσι, η πολιτική ιδέα των αναρχικών είναι, και πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι, μεγαλύτερη δημοκρατία, πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο, εάν είναι να μην παραμείνει σ’ αυτήν την πλευρά της διαχωριστικής γραμμής. Αυτό είναι στην πραγματικότητα ότι υποστηρίζουν οι αναρχικοί: ότι η πολιτική τους αντίληψη είναι ταυτόχρονα ευρύτερη και διαφορετική. Έτσι, η αναρχική αντίληψη για το πολιτικό υπερβαίνει ποσοτικά και ποιοτικά την αντίστοιχη δημοκρατική αντίληψη. Αυτό ισχύει τόσο για την επικρατούσα δημοκρατική αντίληψη, την αντιπροσωπευτική, όσο και για τις περισσότερο ριζοσπαστικές, όπως αυτή της «συμμετοχικής δημοκρατίας»…,3 ακόμα και για τη λεγόμενη «άμεση δημοκρατία».4 Η αναρχική αντίληψη για το πολιτικό η – οποία θα μπορούσε να ονομαστεί «αναρχική πολιτική»- είναι στην πραγματικότητα ταυτόχρονα κάτι περισσότερο από τη δημοκρατία αλλά και κάτι διαφορετικό.

Πώς μπορεί λοιπόν κάτι να είναι ένα πράγμα και την ίδια στιγμή να είναι κάτι άλλο; Όσο δύσκολο κι αν είναι να γίνει αυτό αντιληπτό, είναι στην πραγματικότητα δυνατό. Εδώ δεν αναφερόμαστε σε πράγματα από τον φυσικό κόσμο, αλλά σε «πράγματα» από το κοινωνικο-πολιτικό φαντασιακό, των οποίων ο τρόπος του «είναι» εξαρτάται από την οπτική γωνία από την οποία θεωρούμαι. Ο αναρχισμός σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να ειδωθεί ως μια ακραία μορφή δημοκρατίας και ως μια διαφορετική μορφή οικοδόμησης του πολιτικού, ή ακόμα και ως κάτι που βρίσκεται πέραν του πολιτικού. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι έχω κατά νου συγκεκριμένους ορισμούς της δημοκρατίας (ή καλύτερα των δημοκρατιών5), οι οποίοι ήταν πάντοτε υπόρρητοι, έχουν όμως σταδιακά καταστεί περισσότερο ρητοί.

Οι ορισμοί αυτοί είναι σχετικά ουδέτεροι με δεδομένο ότι η απόλυτη ουδετερότητα δεν είναι ούτε δυνατή ούτε ωφέλιμη. Πρόκειται για ορισμούς του αναρχισμού, πρώτα και κύρια από μια αναρχική προοπτική (έχοντας κατά νου η δημοκρατική κριτική), και της δημοκρατίας από δημοκρατική προοπτική6έχοντας κατά νου την αναρχική κριτική). Πρώτα όμως θα ήθελα να κάνω μια παρέκβαση, η οποία μόνο φαινομενικώς δείχνει να είναι άσχετη και/ή προσωπική.

Παρέκβαση

Όταν έχω κακή διάθεση και κοιτάζω γύρω μου στην «ιδεολογική αποθήκη» του αναρχισμού, αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι στο βάθος ενός καταστήματος μεταχειρισμένων ειδών. Όχι σ’ ένα παλαιοπωλείο, όπως μπορεί να το έθετε κάποιος κακόβουλος εχθρός του αναρχισμού, αλλά χειρότερα -σ’ ένα κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών.

Μεταξύ των φθαρμένων από το χρόνο φράσεων, των διακηρύξεων αρχών, του λεκτικού εξτρεμισμού, των δηλώσεων αλληλεγγύης, των αναμνήσεων, αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει… μπορώ να δω ορισμένα πιο πρόσφατα κομμάτια -όχι τόσο παλαιά για να είναι αντίκες, αλλά αρκετά για να μην είναι πραγματικά μοντέρνα, δηλαδή σχεδόν σύγχρονα. Γνωρίζω ότι ο αναρχισμός έχει παραγάγει αυθεντικά και σημαντικά πράγματα κατά τα πενήντα τελευταία χρόνια (ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι-τριάντα), πράγματα που δικαιολογημένα μπορούν να χαρακτηριστούν μοντέρνα.6 Γνωρίζω επίσης ότι η αναρχική σκέψη έχει ασφαλώς διατηρήσει ορισμένες υπέροχες «αντίκες» από την κλασσική της περίοδο. Εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτές και περιφρονώντας την εφευρετικότητα και το πλούσιο δυναμικό του «μοντέρνου», το «παλαιό», δηλαδή η βίβλος, έχει χτίσει ένα καβούκι για να προστατεύσει την εύθραυστη ταυτότητά της.

Η ταυτότητα των «κλασσικών», των θεμελιωτών του αναρχισμού, ήταν τόσο ισχυρή, που αυτοί μπορούσαν ακόμα και να αντιφάσκουν με τον εαυτό τους (πραγματικά ή φαινομενικά) χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Τυχεροί! Το 1848, ο Πιερ-Ζόζεφ Προυντόν ήταν μέλος της Εθνοσυνέλευσης· το 1849, διατύπωσε μια ξεκάθαρη και ορμητική πολεμική όχι μόνο ενάντια στο κράτος και στην κυβέρνηση, αλλά και στην ίδια την πολιτική διάσταση per se. Το 1863 (στο Du Principe federatif), διαμόρφωσε ένα σχέδιο για μια αυτόνομη πολιτική σφαίρα, μιλώντας για κομμούνες, επαρχίες, περιφέρειες και, «άκουσον-άκουσον», για κυβέρνηση και κράτος.7 Μετά, ήταν ο Μιχαήλ Μπακούνιν που έγραψε στο φίλο και σύντροφο του από τη Νάπολη, τον Carlo Gambuzzi: «Θα εκπλαγείς πιθανώς ακούγοντας ότι εγώ, ένας βαθύτατα πεπεισμένος υποστηρικτής της αποχής, συστήνω τώρα στους φίλους μου να συμμετάσχουν στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση.

Εντούτοις, οι συνθήκες έχουν αλλάξει.»8 Και ποιες συνθήκες είχαν αλλάξει; Δεν ήταν πια ο παλιός καλός Μπακούνιν αναρχικός; Θα πρέπει να αστειεύεστε! Είναι απλώς ότι, ενώ ο αναρχισμός σήμερα υποστηρίζει την αποχή ως αρχή, για τον Μπακούνιν, αυτή ήταν μια στρατηγική επιλογή, ή κρίνοντας από το παραπάνω παράθεμα, θα μπορούσαμε να πούμε σχεδόν μια τακτική επιλογή.9 Μπορεί να αναρωτιέστε τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας, αλλά έχει πράγματι σχέση, έστω και εν μέρει. Η ιδέα που έχουν σήμερα οι αναρχικοί για τη δημοκρατία είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την αναρχική βίβλο, ακριβώς όπως η ιδέα που έχουν οι δημοκράτες για τον αναρχισμό (πέρα από ορισμένες ξεκάθαρες περιπτώσεις άγνοιας και δυσπιστίας) είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τη δική τους βίβλο. Ένα παράδειγμα είναι ότι «οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν». Εάν αυτή είναι μια θεμελιώδης αρχή, είναι αναπόφευκτο ότι η βίβλος υποστηρίζει όχι μόνο ότι οι αναρχικοί είναι ενάντιοι στην ψηφοφορία σ’ ορισμένες ιστορικές (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές) συνθήκες, αλλά ότι οι αναρχικοί ποτέ μα ποτέ δεν θα ψηφίσουν σ’ οποιεσδήποτε συνθήκες, και αυτό είναι ανυπέρβλητα ανόητο. Ανυπέρβλητα επειδή αποτελεί μια δήλωση πίστης απολύτως ουτοπική και η ουτοπία είναι ουσιώδες στοιχείο του αναρχισμού. Ανόητο επειδή στερείται απόλυτα της κοινής λογικής χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κανένας «εφικτός αναρχισμός», δηλαδή ένας αναρχισμός που να έχει έναν σημαντικό ρόλο στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και όχι μόνο μέσω της επανάστασης.

Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης, θα πρέπει να πω ότι είμαι πενηντα επτά χρόνων και δεν έχω ψηφίσει ποτέ σε καμία από τις εκλογικές αναμετρήσεις (οι περισσότερες από τις οποίες χαρακτηρίζονταν ως «αποφασιστικής σημασίας») στην Ιταλία τα τελευταία τριάντα δύο χρόνια. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, ή τουλάχιστον δεν είναι εδώ ο χώρος να ασχοληθούμε μ’ αυτό. Ποιο είναι λοιπόν το θέμα; Νομίζω ότι ο Μπακούνιν το συνόψισε στη σκιαγράφησή του για την μετεπαναστατική κοινωνία:

«Η βάση κάθε πολιτικής οργάνωσης σε μια χώρα πρέπει να είναι η πλήρως αυτόνομη κομμούνα, που εκπροσωπείται πάντοτε από την πλειοψηφία (η έμφαση δική μου -Α.Μ.) των ψήφων όλων των ενήλικων ανδρών και γυναικών που ζουν σ’ αυτή».10 Και πάλι: «Η εκλογή όλων των εκπροσώπων σε επίπεδο έθνους, επαρχίας και κομμούνας […] θα πρέπει να γίνεται με καθολική ψηφοφορία (η έμφαση δική μου -Α.Μ.) όλων των ενήλικων ανδρών και γυναικών.»” Και αυτό μας επαναφέρει στο θέμα μας.

Η κυβέρνηση όλων

ο Francesco Severio Merlino, αναρχικός μέχρι τα τελευταία περίπου χρόνια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα και αργότερα κάτι μεταξύ ελευθεριακού σοσιαλιστή και φιλελεύθερου σοσιαλιστή, έγραψε ότι «η κυβέρνηση όλων είναι κυβέρνηση κανενός».11 Λίγο πριν πεθάνει, έγραψε μια σημείωση σ’ ένα χειρόγραφο που υποστήριζε ότι «δημοκρατία=αναρχία». ο Merlino στράφηκε πέρα από τις ομοιότητες που είναι προφανείς για μένα και διαπίστωσε ταυτότητα [μεταξύ δημοκρατίας και αναρχίας], είτε επειδή υποτίμησε την αναρχία είτε επειδή υπερτίμησε τη δημοκρατία, είτε επειδή έκανε και τα δύο ταυτόχρονα.

Οι δυο δηλώσεις του Merlino(οι οποίες φαίνεται πράγματι ότι παρουσιάζουν ένα ζεύγος ξεκάθαρων ομοιοτήτων, κυβέρνηση απ’ όλους/δημοκρατία, κυβέρνηση από κανέναν/αναρχία) μπορούν να λειτουργήσουν ως σημείο εκκίνησης για μια βαθύτερη συγκριτική ανάλυση της δημοκρατίας και της αναρχίας, εάν συμπληρωθούν με ορισμένους χρήσιμους ορισμούς και μια τέτοια αντιπαράθεση.Εξετάζοντας κατ’ αρχήν την αναρχία, αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή (και έχει πράγματι γίνει) με διαφορετικούς τρόπους, ακόμα και από τους ίδιους τους αναρχικούς. Οι συγκεκριμένες ερμηνείες που έχουν σημασία εδώ είναι αυτές για μια κοινωνία χωρίς κυβέρνηση ή χωρίς κράτος ή χωρίς εξουσία (ή καλύτερα, χωρίς κυριαρχία).

Οι ερμηνείες αυτές απαιτούν περαιτέρω διασάφηση. Τι εννοούμε για παράδειγμα με τον όρο κυβέρνηση; Οι αναρχικοί μιλούν συχνά θετικά για την «αυτοκυβέρνηση», επομένως αυτό που αρνούνται πρέπει να είναι η «κυβέρνηση από άλλους», η διακυβέρνηση που επιβάλλεται σ’ ένα τμήμα της κοινωνίας από ένα άλλο, μια διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, παρά η διακυβέρνηση . Οσον αφορά στο κράτος, πρόκειται για μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή νομιμοποίησης και οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας. Η νομιμοποίησή του είναι ορθολογική, αποδιδόμενη από μια πραγματική ή υποτιθέμενη «λαϊκή βούληση» παρά από τη βούληση του θεού ή ποιος ξέρει ποιου άλλου. Εξακολουθεί όμως να εντάσσεται σε μια ιεραρχική αντίληψη της κοινωνίας, με το κράτος να αποτελεί ένα παράδειγμα εξουσίας ή καλύτερα κυριαρχίας,12 Το κράτος είναι ένας θεσμός (ή ένα σύνολο θεσμών), πάνω απ’ όλα όμως είναι κάτι που παρέχει την εννοιολογική θεμελίωση της σύγχρονης ταξικής κυριαρχίας.13

Όταν οι αναρχικοί αναφέρονται στην εξουσία, ουσιαστικά εννοούν πάντοτε εκείνη την «κακή» (αυτό δηλαδή που αρνούνται) ιεραρχική εξουσία που ενέχει μια σχέση προσταγής-υποταγής. Στην περίπτωση της πολιτικής εξουσίας (η οποία γίνεται πάντοτε αντιληπτή αρνητικά), αυτή δεν είναι η κανονιστική λειτουργία της κοινωνίας ούτε η «συλλογική πολιτική δύναμη»,14 αλλά ο σφετερισμός του πολιτικού σώματος της κοινωνίας με όλες του τις λειτουργίες του από μια μειονότητα. Ένα κοινωνικό σχίσμα μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων, η εξουσία την οποία αρνούνται οι αναρχικοί είναι αυτή που ασκείται σε μόνιμη βάση από τους πρώτους πάνω στους δεύτερους. Η αναρχία δεν είναι ανομία (δηλαδή η απουσία κανόνων [νόμων]), αλλά με τις απαραίτητες εξηγήσεις, αυτoνομ ία. Παρεμπιπτόντως, προτιμώ τον όρο «κυριαρχία»15 για να δηλώσω τη σφετεριστική εξουσία του «συλλογικού δυναμικού», διατηρώντας ένα περισσότερο ουδέτερο νόημα για τον όρο «εξουσία», αν και σε μια ιεραρχική κοινωνία, ο όρος αυτός εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό δυνάμει ιεραρχικός. Προτιμώ επίσης να χρησιμοποιώ τον όρο «κυριαρχία» για να αναφερθώ στις σε μόνιμη βάση ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων εκείνων που βρίσκονται εκτός της πολιτικής σφαίρας.

Εδώ συμπεριλαμβάνονται και εκείνες οι ασύμμετρες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και φύσης, των οποίων οι ρίζες μπορούν να εντοπιστούν στην ίδια έννοια της κυριαρχίας που μεταφέρθηκε από το κοινωνικό επίπεδο.16 Επιστρέφοντας στο ζήτημα της αναρχίας, πρόκειται για μια βαθύτατα ελευθεριακή αρχή οργάνωσης της πραγματικότητας, μια μη-ιεραρχική αντίληψη του κόσμου, η οποία δεν περιορίζεται στην πολιτική σφαίρα. Η «αναρχία» αποτελεί περισσότερο το πεδίο της φιλοσοφίας, της ηθικής και της αισθητικής παρά αυτό της πολιτικής, αν και είναι αυτή η πολιτική διάσταση που μας ενδιαφέρει εδώ. Εφόσον λοιπόν οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι έχουν μια αντίληψη της κοινωνίας που αρνείται την κυριαρχία, όχι όμως και τις συλλογικές λειτουργίες οργάνωσης της κοινωνίας (αρνούμενοι μόνο τις ιεραρχικές μορφές και τις συνέπειες της κυριαρχίας), μπορεί ίσως να ειπωθεί ότι οι αναρχικοί πιστεύουν σε μια κυβέρνηση/μη-κυβέρνηση, σ’ ένα κράτος/μη-κράτος, σε μια εξουσία/μη- εξουσία.

Τα παραπάνω σχήματα μόνο φαινομενικά είναι παράδοξα, εφόσον ο πρώτος όρος σε κάθε ζεύγος αναφέρεται σε μια ουδέτερη έννοια της αντίστοιχης λειτουργίας, ενώ ο δεύτερος αναφέρεται στην πραγματική λειτουργία θεμελιωμένη στην αρχή της ιεραρχίας. Όσο για το κράτος, είναι επίσης απαραίτητο να είμαστε σαφείς σε σχέση με το τι πραγματικά εννοούμε με τον όρο. Δεν εννοούμε το κράτος στην ιστορική του διαμόρφωση (η οποία, όπως σωστά έδειξαν οι αναρχικοί, είναι μια παραδειγματική μορφή της σύγχρονης κυριαρχίας, ένας κεντρικός ιεραρχικός θεσμός της πραγματικότητας και του κοινωνικού φαντασιακού της μετά το Διαφωτισμό εποχής), αλλά αντίθετα το κράτος με την έννοια μιας «πολιτείας» [republic] (res publica),17 του δημοσίου χώρου, ενός όρου που χρησιμοποιήθηκε με ουδέτερη σημασία από τους κλασικούς του αναρχισμού περισσότερες από μία φορές.

Οι λέξεις ασφαλώς φέρουν ένα βαρύ συναισθηματικό και ιδεολογικό φορτίο και για το λόγο αυτό οι αναρχικοί προτιμούν να μη χρησιμοποιούν με ουδέτερη σημασία λέξεις όπως «κυβέρνηση», «κράτος» και «εξουσία», λέξεις που έχουν μεγάλη ιστορική σημασία. Με τον ίδιο τρόπο αρνούνται τη λέξη «κόμμα» για τις πολιτικές τους οργανώσεις, μολονότι υπάρχουν αναμφισβήτητα μορφές κόμματος/μη-κόμματος. Μια τέτοια πολιτική οργάνωση αποτελεί κόμμα, επειδή πρόκειται για μια κοινωνική ομάδα που οργανώνεται για να επιδιώξει συγκεκριμένες αξίες και συμφέροντα, αποτελεί όμως και μη-κόμμα, επειδή δεν έχει καμιά ιεραρχική δομή και δεν κινείται για να κερδίσει την εξουσία.

Μορφές του πολιτικού

Ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να επιθυμούν να πάνε «πέρα από την πολιτική», οι αναρχικοί δεν έχουν κατορθώσει πλήρως να αποφύγουν, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, μορφές πολιτικής οργάνωσης που είναι συμβατές (μολονότι όχι ταυτόσημες) με τον αναρχισμό νοούμενο ως απουσία/άρνηση της κυριαρχίας.

Με τον ίδιο τρόπο, στο οικονομικό πεδίο, ενώ αναγνωρίζουν κάτι «πέρα» από την οικονομία, πρότειναν πάντοτε οικονομικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες ουσιαστικά συμπυκνώνονται σ’ ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αυτοδιεύθυνση». Οι μορφές κυβέρνησης/μη-κυβέρνησης, που προτείνουν οι αναρχικοί για τις πολιτικές λειτουργίες της κοινωνίας, μπορούν ουσιαστικά να συμπυκνωθούν σ’ ό,τι έχει οριστεί ως «άμεση δημοκρατία». Ανεξάρτητα απ’ ό,τι μπορεί να έχει πει ο Merlino, η δημοκρατία, ακόμα και στην άμεση μορφή της, δεν είναι αναρχισμός (το ίδιο ισχύει και για την αυτοδιεύθυνση). Δεν ισχύει ότι η εξουσία όλων είναι την ίδια στιγμή εξουσία κανενός ή τουλάχιστον δεν ισχύει απόλυτα. Εξακολουθεί να υφίσταται μια ορισμένη ποσότητα καταναγκαστικής εξουσίας, έστω κι αν αυτή ασκείται μέσω ηθικών κυρώσεων. Είναι εξουσία πάνω σε κάποιον, όχι εξουσία πάνω σε κανέναν. Έτσι, ακόμα και η περιορισμένη μορφή άμεσης δημοκρατίας, η δημοκρατία που λειτουργεί πρόσωπο με πρόσωπο και μέσω ομοφωνίας (δηλαδή μόνο μέσω ομόφωνων αποφάσεων), περιορισμένη ακόμα από την περιορισμένη περιοχή στην οποία ασκείται εμπράκτως, δεν είναι κατ’ ανάγκη αναρχική με όλη τη σημασία του όρου.

Μπορεί ίσως να είναι με πολιτικούς όρους, εφόσον θεωρητικά, όταν όλοι οι κανόνες είναι σταθεροί και όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από όλους και ιδιαίτερα από κάθε σχετιζόμενο με αυτές άτομο, δεν υπάρχει κυριαρχία. Η διάκριση αυτή, μεταξύ όλων και κάθε επιμέρους ατόμου, είναι σημαντική, εφόσον για την «ανθρωπολογική μορφή» που προτείνεται ως η βάση του αναρχισμού (αυτό που ένας συγγραφέας έχει αποκαλέσει κοινοτική ατομικότητα, ή «πολιτική (αυτο)κυριαρχία» (political sovereignity) δεν εδράζεται ούτε στην κοινωνία ούτε στο άτομο, αλλά στη διαρκώς ανεπίλυτη ένταση μεταξύ των δύο. Εάν επικρατεί ο πρώτος όρος, ακόμα και με μια δημοκρατική μορφή, έχουμε τυραννία. Εάν επικρατήσει ο δεύτερος όρος, θα ακολουθήσουν η αποσύνθεση και η απώλεια νοήματος.

Ο αναρχισμός είναι αξιοζήλευτα ατομικιστικός, αλλά και .γενναιόδωρα κοινοτιστικός. Και έχει πλήρη συνείδηση ότι το μοναδικό άτομο είναι επίσης αναπόφευκτα ένα κοινωνικό προϊόν και υποκείμενο. Εάν ο καθένας/μια συμμετέχει συνειδητά και ελεύθερα σε θεσμικές διαδικασίες και ταυτόχρονα σέβεται (όχι υποτάσσεται) τις διαδικασίες αυτές, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με κυριαρχία ενός μέρους της κοινωνίας, ούτε με την κυριαρχία του συνόλου πάνω στο άτομο. Υπάρχει βέβαια το σημαντικό θεωρητικό πρόβλημα των θεσμών που έχουν θεσμισθεί στο παρελθόν και βρίσκονται ακόμα σε ισχύ λόγω μιας κοινωνικής αδράνειας, θεσμών στων οποίων τη δημιουργία δεν έχει συμμετάσχει το άτομο ή θεσμών τους οποίους δεν εγκρίνει και τους οποίους δεν μπορεί να τροποποιήσει, οι οποίοι συνεπώς αποτελούν μια μορφή κυριαρχίας του παρελθόντος πάνω στο παρόν, αλλά μπορούμε για την ώρα να παραβλέψουμε το πρόβλημα αυτό.

Έτσι, εάν ο καθένας/μια κλπ… η κυριαρχία (sovereignty) εδράζεται τόσο στο άτομο όσο και στη συλλογικότητα. Σε θεωρητικό επίπεδο, η άμεση δημοκρατία στην πιο «καθαρή» μορφή της μπορεί να συμβιβάσει το φαινομενικά ασυμβίβαστο. Εντούτοις, πρόκειται για μια πολύ περιορισμένη υπόθεση: ομόφωνη άμεση δημοκρατία, που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε περιπτώσεις που δεν σχετίζονται με γενικευμένη εφαρμογή, δηλαδή σε μικρό επίπεδο και με εξαιρετική ομοιογένεια αξιών και συμφερόντων. Πέρα από αυτήν την πολύ περιορισμένη διάσταση, η εκπροσώπηση καθίσταται ουσιώδης. Εάν δεν υπάρχει μια πολύ ισχυρή ομοιογένεια, πρέπει να υπάρχει κάποιος μηχανισμός λήψης αποφάσεων πέρα και πάνω από την ομοφωνία. Εάν οι αποφάσεις ήταν πάντοτε και αποκλειστικά πραγματικά ομόφωνες, πολύ λίγες θα λαμβάνονταν, ακόμα και μέσα σε ομάδες με υψηλό επίπεδο κοινωνικής και πολιτισμικής ομοιογένειας.

Είναι αλήθεια ότι, όταν υπάρχει ένα ορισμένο επίπεδο ομοιογένειας και δεν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, μπορούν συχνά να επιτευχθούν αποφάσεις χωρίς μεγάλη δυσκολία ή εξοντωτικές συζητήσεις, εφόσον ένα άτομο (ή μια μειοψηφία) μπορεί κάλλιστα να αποσύρει την αντίθεσή του προς τις απόψεις και άρα τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Εντούτοις, αυτό θα μπορούσε ασφαλώς να ειδωθεί ως μια επιμέρους συναινετική) μορφή πλειοψηφικής απόφασης.

Όταν η συλλογικότητα που λαμβάνει αποφάσεις (είτε δέκα άνθρωποι, είτε εκατό, είτε χίλιοι…) είναι ετερογενής όσον αφορά στις αξίες και στα συμφέροντα, οι ομόφωνες αποφάσεις, ακόμα και στην πιο περιορισμένη μορφή που προαναφέρθηκε, καθίστανται δύσκολες, εάν όχι αδύνατες. Είναι σ’ αυτήν την περίπτωση που ο δημοκρατικός μηχανισμός της πλειοψηφίας φαίνεται ως το ελάχιστο κακό μεταξύ των δυνατών κριτηρίων λήψης αποφάσεων (ελάχιστα κακό σύμφωνα με την αναρχική οπτική). Οι πλειοψηφίες μπορεί να είναι απλές, απόλυτες, επαρκείς, ακόμα και υπερεπαρκείς (δύο τρίτα, τέσσερα πέμπτα, εννέα δέκατα…), παραμένουν όμως πλειοψηφίες. Όταν ο αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα απάντησε στον Μερλίνο, που τον είχε κατηγορήσει για τη θέση του ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μια πλειοψηφική απόφαση είναι καλύτερη από καμιά απόφαση…, το έκανε αποδεχόμενος κατ’ ουσίαν το κριτήριο της πλειοψηφίας.18

Η κλίμακα

Μόλις περάσουμε ένα ορισμένο αριθμητικό επίπεδο (εκατό άνθρωποι, πεντακόσιοι, χίλιοι), η άμεση δημοκρατία με την αυστηρή έννοια των πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατικών συνελεύσεων παύει να λειτουργεί. Δεν μπορεί να λειτουργήσει, επειδή προκειμένου να λειτουργεί η πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία, πρέπει αυτοί που συμμετέχουν σε μια συνέλευση να γνωρίζονται μεταξύ τους έστω και λίγο και να έχουν ένα βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πρέπει να είναι σε θέση να μιλούν μεταξύ τους και σε άλλες περιπτώσεις. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να συνεισφέρουν άμεσα στη συζήτηση που οδηγεί σε μία απόφαση, εφόσον αυτό αποτελεί ουσιώδες μέρος της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων.

Οποιοσδήποτε έχει μιαν ορισμένη εμπειρία από συνελεύσεις γνωρίζει ότι, πέρα από ένα αριθμητικό όριο, αυτές τείνουν περισσότερο προς τη δημαγωγία παρά προς την άμεση δημοκρατία, με την πλειονότητα των «συμμετεχόντων» απλώς να παραβρίσκεται. Με τον τρόπο αυτό, το «κοινό» μεταβάλλεται από συμμετέχοντες σε θεατές με διαφορετικούς βαθμούς ενδιαφέροντος, ακριβώς όπως το κοινό σ’ ένα θέατρο (ή σ’ έναν κινηματογράφο ή μια συναυλία) ή σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Μετατρέπονται από το πράγμα στην αντιπροσώπευσή του, έστω κι αν ενέχονται συναισθηματικά. Η άμεση δημοκρατία καθίσταται αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Το πρώτο ερώτημα είναι πού βρίσκεται το όριο. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: την πολυπλοκότητα των υπό συζήτηση θεμάτων, τη «δημοκρατική ωριμότητα» των συμμετεχόντων, τη γνώση τους γύρω από το θέμα, την ψυχολογική τους κατάσταση, την προθυμία τους να εμπλακούν πραγματικά στη διαδικασία λήψης της απόφασης και τη σχετική ομοιογένεια των αξιών και των πραγματικών συμφερόντων τους. Ανεξάρτητα όμως από τις συνθήκες, υπάρχει ένα όριο και δεν είναι πολύ υψηλό. Το μακροχρόνιο «ουτοπικό» πείραμα των ισραηλινών κιμπούτς καταδεικνύει ότι το ανώτατο όριο για να θεωρείται μια συνέλευση αμεσοδημοκρατική βρίσκεται στις ορισμένες εκατοντάδες ανθρώπων. Απέχει σίγουρα πολύ από τις εκατοντάδες χιλιάδες.

Το να συγκεντρώσεις έναν τέτοιο αριθμό ανθρώπων σ’ ένα στάδιο δεν σημαίνει ότι θα συζητήσουν ένα ζήτημα και θα φτάσουν σε συμφωνία επιδιώκοντας έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Ακόμα και το να θέσεις μια απόφαση στην υποθετική ηλεκτρονική ψηφοφορία ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σημαίνει ότι πρέπει να απλουστεύσεις το ζήτημα και τις πιθανές εναλλακτικές σ’ ένα δυαδικό ναι ή όχι. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτός που απλουστεύει το ζήτημα έχει ήδη κατά μια έννοια προκαθορίσει εν μέρει την απάντηση. Ούτε στο καλύτερο πιθανό σενάριο δεν μπορεί αυτό να θεωρηθεί άμεση δημοκρατία με την πραγματική έννοια του όρου.

Έτσι, πάνω και πέρα από την πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία, υπάρχει αναπόφευκτα μια διάσταση δημοκρατίας που είναι κατά κάποιο τρόπο έμμεση, τουλάχιστον στην πράξη. Υπάρχουν ομοσπονδιακές και συνομοσπονδιακές μορφές «άμεσης» δημοκρατίας. Όπως είπε ο Μπακούνιν: «κάθε οργάνωση πρέπει να λειτουργεί από τα κάτω προς τα πάνω, από την κομμούνα προς το κεντρικό όργανο, το κράτος, διαμέσου της ομοσπονδίας».19 Τέτοιες ομοσπονδιακές και συνομοσπονδιακές μορφές πρέπει αναπόφευκτα να χρησιμοποιούν κάποια μορφή «εκπροσώπησης» (τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται για να διακρίνουν αυτήν την εκπροσώπηση από την ιδιαίτερη μορφή αντιπροσώπευσης που συναντάται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία). Η μορφή την οποία έχουν δώσει οι αναρχικοί σ’ αυτήν την «ομοσπονδιακή» εκπροσώπηση (τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη) είναι αυτή της «εξουσιοδοτικής και ανακλητής» εντολής. Η εντολή αυτή μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ανακληθεί από αυτούς που την έδωσαν, δηλαδή με αμεσοδημοκρατικό τρόπο με την αυστηρή έννοια του όρου. Είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο, να φανταστούμε αυτήν την αμεσότητα ακόμα και για εντολές δεύτερου και τρίτου βαθμού (εντολοδόχοι που εκλέγονται από εντολοδόχους και ούτω καθεξής).

Η εξουσία της εντολής προκύπτει, επειδή η πολιτική είναι η τέχνη της μεσολάβησης, του συμβιβασμού και η διαδικασία λήψης των αποφάσεων (σ’ όλα τα επίπεδα, από την τοπική συνέλευση μέχρι όλα τα διαφορετικά επίπεδα εκπροσώπησης) είναι μια διαδικασία συμβιβασμού μεταξύ απόψεων και συμφερόντων, που δεν είναι απαραίτητο να είναι αντιτιθέμενα (αν και μερικές φορές είναι) όσο διαφορετικά. Πώς είναι λοιπόν δυνατό να βρεθεί μια ισορροπία στη βάση εξουσιοδοτικών, δηλαδή άκαμπτων, εντολών; Μόνο εντολές που χαρακτηρίζονται από εύλογη ευελιξία μπορούν να πετύχουν έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό.

Μεταξύ των τριών στοιχείων άμεσης δημοκρατίας που οι αναρχικοί θεωρούν ως «αναγκαία» (ομοφωνία, μια εξουσιοδοτική και ανακλητή εντολή), δύο τουλάχιστον -εάν εκληφθούν κατά γράμμα- είναι δύσκολο να συμβιβαστούν (για να το θέσουμε ήπια) με τη λειτουργία μιας κοινωνίας που είναι κατά τι περισσότερο πολύπλοκη από αυτή των Inuit (Εσκιμώοι), των Yanomani (ινδιάνοι του Αμαζονίου) ή των Nuer (από το Σουδάν). Αυτό, εάν εκληφθούν κατά γράμμα. Αξίζει να αφήσουμε προς το παρόν αυτό το ζήτημα στην άκρη και να επιστρέψουμε στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Οι κυρίαρχοι και οι κυριαρχούμενοι

Η δημοκρατία, όπως γίνεται γενικά αντιληπτή και όπως την εκθειάζουν διάφοροι αυτόκλητοι φιλελεύθεροι δημοκράτες, είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και όχι η δημοκρατία καθαυτή. Ακόμα και η «λαϊκή δημοκρατία» των πρώην αυτοαποκαλούμενων σοσιαλιστικών κρατών ήταν αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με τους δικούς της φυσικά όρους. Ακόμα και ο φασισμός ήταν με τον τρόπο του μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η «πολιτική τάξη» του αντιπροσώπευε τον ιταλικό «δήμο» ήταν απλώς οι μορφές αντιπροσώπευσης που διέφεραν από αυτές των πλουραλιστικών πολιτικών συστημάτων. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ελευθερία του λόγου, του τύπου, της συναναστροφής… ήταν περιορισμένη. Αλλά τότε ό,τι ανήκει στη φιλελεύθερη σφαίρα δεν ανήκει κατ’ ανάγκη και στη δημοκρατική.

Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι, στην αυγή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το φασιστικό καθεστώς απολάμβανε της υποστήριξης, ενεργητικής ή παθητικής, της πλειονότητας των Ιταλών, δηλαδή του λαού. Ούτε ότι η Camera dei Fasci e delle Corporazioni (η ιταλική φασιστική βουλή) δεν ήταν ένα εκλεγμένο σώμα που αντιπροσώπευε το δήμο. Ένας φίλος μου αναρχικός από την Πορτογαλία μου επεσήμανε ότι το καθεστώς του Antonio Salazar έκανε τακτικά ημιδημοκρατικές εκλογές και τις κέρδιζε όλες. Ακόμα και στις τελευταίες, λίγο πριν από την «επανάσταση των γαρυφάλλων», το καθεστώς κέρδισε μια ομολογουμένως ισχνή πλειοψηφία. Δεν προσπαθώ να θέσω στο ίδιο επίπεδο το φασισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία -τέτοιες λογικές ακροβασίες θα ταίριαζαν στο χειρότερο αναρχικό «junk shop».

Προσπαθώ απλώς να δείξω ότι ο όρος δημοκρατία καλύπτει ένα σημασιολογικό χώρο που εκτείνεται από την άμεση δημοκρατία με την αυστηρή έννοια ως την εξουσιαστική δημοκρατία, περνώντας, μέσα από μορφές περιορισμένης και ελεγχόμενης εκπροσώπησης, σε μορφές αντιπροσώπευσης που είναι γενικά περιορισμένες (πραγματικά «περιορισμένοι συνεταιρισμοί») και ανανεώνονται περιοδικά μέσω της εκλογικής διαδικασίας (με τη διπλή έννοια της εκλογής και της επιλογής), μορφές που συνενώνουν τα στοιχεία της συμφωνίας και κοινής αποδοχής σε διαφορετικούς βαθμούς.

Εάν η άμεση δημοκρατία στην «καθαρή» της μορφή αποτελεί τον έναν πόλο σ’ αυτό το συνεχές, η φιλελεύθερη εκδοχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (η οποία είναι η καλύτερη μορφή που έχει συγκροτηθεί διανοητικά ή που .. τελεί σύμπτωση το γεγονός ότι σε περιόδους κοινωνικής κρίσης, όταν τίθεται αντιμέτωπη όχι τόσο με τον κίνδυνο μιας επανάστασης αλλά ενός ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της οικονομικής δύναμης, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει επιδείξει ιδιαίτερη ευκολία ή προθυμία να «αφεθεί να μετατραπεί» στην εξουσιαστική/δεσποτική της μορφή (και σ’ ορισμένες περιπτώσεις σε πραγματική δικτατορία) για όσο χρονικό διάστημα μπορεί να χρειάζεται για την ανοικοδόμηση επαρκούς υποστήριξης προς την άρχουσα/κυρίαρχη τάξη για μια επιστροφή σε μια περισσότερο «φιλελεύθερη» μορφή δημοκρατίας.

Είναι απολύτως φυσικό ότι η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα πρέπει να βρίσκεται πλησιέστερα προς τον εξουσιαστικό πόλο παρά προς τον ελευθεριακό. Στην πραγματικότητα, αποτελεί το «ανθρώπινο πρόσωπο» της «λογικής» διάκρισης μεταξύ άρχοντα και αρχόμενου, το πολιτικό ανάλογο της διάκρισης μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας και της ιεραρχικής δομής της. Δεν υπάρχει λόγος να επεξεργαστούμε εδώ το ζήτημα αυτό, μιας και υπάρχει αφθονία κειμένων,2′ αναρχικών και μη, που έχουν καταρρίψει το μύθο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή το μύθο ότι αυτή αποτελεί πραγματική δημοκρατία με την αυθεντική έννοια του όρου. Η δημοκρατία είναι η κυβέρνηση του δήμου [ελληνικά στο κείμενο], δηλαδή του λαού. Ο δήμος έχει ορισθεί με διάφορους τρόπους: στη βάση του φύλου, της ιδιότητας του πολίτη, του πλούτου, της ηλικίας και ούτω καθεξής.20

Στην ευρύτερη μορφή του (όπως για παράδειγμα, στην Ιταλία σήμερα) περιλαμβάνει στην ουσία όλους τους πολίτες άνω των 18 ετών (πράγμα που διαφέρει από το σύνολο των κατοίκων), ανεξάρτητα από την τάξη, τον πλούτο, το φύλο και τη φυλή. Πώς λοιπόν αυτός ο δήμος, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των Ιταλών, ασκεί αυτήν την κυβέρνησή του, την «εξουσία» του; Δεν την ασκεί αυτοπροσώπως. Αυτό θα ήταν αυτοκυβέρνηση, άμεση δημοκρατία. Αντίθετα, εκχωρεί το αναγνωρισμένο δικαίωμά του σε μια εκλεγμένη ολιγαρχία, η οποία στη συνέχεια ασκεί αυτήν την εξουσία στο όνομά του. Και το θέμα δεν τίθεται σαν να υπήρχε μόνο η επιλογή μεταξύ ενός απίθανου αναρχισμού και μιας εκλογικής ολιγαρχίας (αντιπροσωπευτική δημοκρατία)… Ο Dahl21 λέει ότι μολονότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να έχει σημαντικότατα μειονεκτήματα (άλλος ένας ευφημισμός) δεν υπάρχει καλύτερη λύση…

Εντούτοις, υπάρχει. Υπάρχει η εναλλακτική της άμεσης δημοκρατίας, διαρθρωμένης σ’ ένα σύστημα ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών, με την ευρύτερη έννοια, στα πλαίσια μιας πλήρως αποκεντρωμένης πολιτικής σφαίρας, στην οποία η εξουσιοδότηση, ακόμα και των εντολοδόχων στις βασικές κοινωνικές δομές, μπορεί να ανακληθεί και να περιοριστεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις (έχοντας ωστόσο το σχετικό χώρο για ελιγμούς) και όπου η εξουσία που μεταβιβάζεται σε μια συντονισμένη κατάσταση είναι πάντοτε μικρότερη από αυτήν που δε μεταβιβάζεται. Αυτό θα αποτελούσε μια δημοκρατία στην οποία η διακυβέρνηση μιας κοινότητας δέκα χιλιάδων κατοίκων ασκείται πρωταρχικά με βάση τις δικές της αποφάσεις και όχι με βάση τις αποφάσεις της επαρχίας, της περιφέρειας κλπ, κλπ σε μια ομοσπονδιακή διαδοχή.

Αυτή θα ήταν μια δημοκρατία στην οποία οι «περιφερειακές» πολιτικές οντότητες (γειτονιές ή μικρές πόλεις ή περιφέρειες) δε συγκροτούνται στη βάση μιας κεντρικής μεταβίβασης εξουσιών από μια κεντρική εξουσία, αλλά μια δημοκρατία στην οποία το «κεντρικό» σώμα είναι ένα ομοσπονδιακό σύστημα, στο οποίο μεταβιβάζεται μερικά η εξουσία που πηγάζει από τη βάση. Δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι λέξεων. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, από την άλλη μεριά, η εξουσία λήψης αποφάσεων εκχωρείται σ’ ένα σώμα επαγγελματιών πολιτικών και η μόνη εξουσία που αφήνεται στο δήμο είναι αυτή της επιλογής των αντιπροσώπων του (υπό συνθήκες που επιτρέπουν τη διατύπωση βάσιμων αμφιβολιών σε σχέση με την πραγματική και συνειδητή ελευθερία επιλογής) και η εξουσία μεγαλώνει παρά μειώνεται καθώς κινούμαστε από την πολιτική «περιφέρεια» προς το κέντρο, από το τοπικό προς το εθνικό.

Πρόκειται για μια διαφορετική διάσταση της δημοκρατίας. Δεν είναι ο δήμος που αυτοκυβερνείται, έστω και με αντιφάσεις που δεν μπορούν να εξαλειφθούν, μπορούν όμως να ελεγχθούν από τη στιγμή που αναγνωριστεί η ύπαρξή τους, αλλά ένας δήμος στο όνομα του οποίου κυβερνά κάποιος άλλος, με ορισμένους μηχανισμούς δημιουργίας πραγματικής ή κατ’ επίφαση συναίνεσης. Υπάρχει ένα ποιοτικό χάσμα στο χαρακτήρα του φαινομενικού συνεχούς των μορφών της δημοκρατίας.

Μια δημοκρατία συμβατή με την αναρχική άρνηση της κυριαρχίας (και με πολιτικούς όρους της διάκρισης μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων) είναι αναγκαστικά μια «άμεση» δημοκρατία με την έννοια που δώσαμε παραπάνω, δηλαδή μια δημοκρατία που βασίζεται πρωταρχικά σε δημοκρατικές συνελεύσεις και με ένα αναγκαίο αλλά ελεγχόμενο σύστημα προσωρινών πολιτικών εντολοδόχων. Οι εντολοδόχοι μπορεί να εκλέγονται ή να καθορίζονται με κλήρο (γιατί όχι; -έτσι συνέβαινε με τους αξιωματούχους στην κλασική Αθήνα), θα είναι όμως πραγματικοί εκπρόσωποι. Σε καμιά περίπτωση δεν θα υπάρχει μια πολιτική τάξη (το αν αποτελείται από ένα κόμμα ή από περισσότερα δεν κάνει καμιά διαφορά) αποκομμένη από το δήμο λόγω του απλού γεγονότος ότι συγκροτείται από επαγγελματίες πολιτικούς.

Ένα μοντέλο

Το να σχεδιάζουμε μορφές άμεσης δημοκρατίας είναι ήδη μια κίνηση πέρα από τη δημοκρατία, όπως γίνεται αυτή γενικά αντιληπτή, δηλαδή ως αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία. Αυτός ο χώρος πέρα από τη δημοκρατία (όπως έχουμε ήδη πει περισσότερες από μία φορές) προϋποθέτει μια δημοκρατία που να είναι ταυτόχρονα ευρύτερη και διαφορετική. Η άμεση δημοκρατία δίνει πολύ μεγαλύτερη εξουσία σε κάθε άτομο που συναποτελεί το δήμο, διαχωρίζοντας, αποκεντρώνοντας και διαχέοντας την πολιτική δύναμη. Η άμεση δημοκρατία είναι μια διακριτική προσέγγιση της πολιτικής αναρχίας (απουσία κυριαρχίας) και στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία (όπως με τον Προυντόν και τον Μπακούνιν) όσο και στην πράξη (στις διάφορες επαναστατικές καταστάσεις όπως στην Ισπανία το 1936, όπου οι αναρχικοί έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο) οι πολιτικές μορφές που προτείνονται και γίνονται αντικείμενο πρακτικής εφαρμογής είναι αυτές της «άμεσης δημοκρατίας σε ομοσπονδιακή βάση».

Αυτή είναι μια καλή προσέγγιση του πολιτικού αναρχισμού. Δεν είναι τίποτα περισσότερο ούτε όμως τίποτα λιγότερο. Ο πολιτικός αναρχισμός θεμελιώνεται σίγουρα σε κάτι πολύ «πέρα» από αυτό, αλλά όπως το χριστιανικό ιδεώδες είναι η αγιότητα «καθ’ ομοίωση του Χριστού» και παρόλ’ αυτά οι χριστιανοί, συμπεριλαμβανομένων των αγίων, συμβιβάζονται με λιγότερα, στην πραγματικότητα με πολύ λιγότερα, με το να παλεύουν δηλαδή για το ιδανικό, το ίδιο κάνουν και οι αναρχικοί. Ο αναρχισμός προχωρά πέρα από τη δημοκρατία και κατά μία ακόμη έννοια. Όπως έχουμε ήδη πει, ο αναρχισμός είναι μια αρχή οργάνωσης της πραγματικότητας, που προχωρά πέρα από την πολιτική σφαίρα (και πράγματι πέρα ακόμα και από την κοινωνική σφαίρα, αλλά αυτό το θέμα ξεπερνά τον ορίζοντα αυτού του άρθρου). Ως μια φιλοσοφική, ηθική και αισθητική αρχή επεκτείνεται πέρα από την πολιτική αρένα (που είναι αυτή της δημοκρατίας) και πράγματι την απορρίπτει.

Εκτείνεται πέρα από αυτή, επειδή ακόμα και το ακραίο μοντέλο άμεσης δημοκρατίας δεν είναι πραγματικά επαρκές. Μια πρόσωπο με πρόσωπο συνέλευση μπορεί να περάσει ομόφωνες αποφάσεις που να είναι πραγματικά ασύμβατες με τον αναρχισμό. Η άμεση δημοκρατία της Αθήνας μπορούσε να κάψει τα βιβλία του Πυθαγόρα ή να καταδικάσει τον Σωκράτη σε θάνατο, αλλά κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν αναρχικό να αποδεχτεί το δίκαιο μιας ετυμηγορίας που τιμωρεί ετερόδοξες ιδέες. Η ομοφωνία, ή ακόμα λιγότερο η πλειοψηφία, μπορεί να γίνονται αποδεκτές από τους αναρχικούς ως το κριτήριο για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων σε συγκεκριμένα πλαίσια, ποτέ όμως ως τρόπος λήψης αποφάσεων με απόλυτους όρους σε σχέση με το τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι όμορφο και τι άσχημο. Ακόμα και οι φιλελεύθεροι θεωρούν ότι ορισμένες περιοχές «ανθρώπινων δικαιωμάτων» εκτείνονται έξω από τον πλειοψηφικό μηχανισμό και έχουν αρκετές συνειδητές αμφιβολίες σε σχέση με την εξουσία της πλειοψηφίας.

Για παράδειγμα: «σύμφωνα με το δημοκρατικό δόγμα, το απλό γεγονός ότι η πλειοψηφία θέλει κάτι είναι αρκετό για να κάνει αυτό το κάτι καλό. […] η βούληση της πλειοψηφίας καθορίζει όχι μόνο ότι κάτι είναι νόμος, αλλά και ότι είναι ένας καλός νόμος». Και πάλι: «μπορεί να γίνει τουλάχιστον αντιληπτό ότι υπό την κυριαρχία μιας πολύ ομογενοποιημένης και δογματικής πλειοψηφίας, ένα δημοκρατικό καθεστώς θα μπορούσε να είναι εξίσου καταπιεστικό με τη χειρότερη δικτατορία.»22 Υπάρχει μία ακόμα ευρύτερη ίσως έννοια κατά την οποία ο αναρχισμός υπερβαίνει την πολιτική.

Η πολιτική, όπως η οικονομία, είναι μια διάσταση της κοινωνίας που έχει καταστεί ορατή και «αυτονομηθεί» από το σύνολο των κοινωνικών λειτουργιών και έχει γίνει μια «σταθερά» της ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να ειδωθεί ως μια ιστορική δημιουργία. Τόσο η πολιτική όσο και η οικονομική λειτουργία υπήρχαν πάντοτε σε κάποια μορφή και σε κάποιο βαθμό στην κοινωνία, αλλά (με εξαίρεση το αθηναϊκό «ιντερλούδιο») μόνο στους τελευταίους αιώνες παρατηρήθηκαν, περιγράφηκαν, σκιαγραφήθηκαν, μελετήθηκαν και εξασκήθηκαν ως ανεξάρτητες κοινωνικές μορφές, αρχίζοντας από τον Μακιαβέλι, τον Χομπς κλπ και αυξανόμενα μετά τον Διαφωτισμό με την απομυθοποίηση του κόσμου και την σε «παγκόσμιο» επίπεδο αποκέντρωση και επανασυγκέντρωση της κυριαρχίας.

Ελευθεριακή δημοκρατία

Όπως η οικονομία, και σχεδόν ταυτόχρονα, η πολιτική έχει αποκτήσει και αυτή μια «αυτονομία» από το κοινωνικό μάγμα στη φαντασιακή και θεσμική αντιπροσώπευση. Η οικονομία επιδίωξε να εφαρμόσει τις δικές της κατηγορίες στα κοινωνικά φαινόμενα (η «ουτοπική» εφαρμογή της καπιταλιστικής ιδεολογίας είναι στην πραγματικότητα αδύνατη) και να τα προσαρμόσει στη δική της μορφή «λογικής».23 Η πολιτική υπήρξε περισσότερο μετριοπαθής, μολονότι όχι λιγότερο επικίνδυνη, και επιδίωξε να ερμηνεύσει τον εαυτό της «σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες». Υπήρξαν προσπάθειες διαμόρφωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τα πρότυπά της, που είχαν μεγάλη ιστορική και ιδεολογική σημασία: ο λενινισμός και εκείνες οι τριτοκοσμικές μορφές που μολύνθηκαν λίγο ή πολύ από αυτόν καθώς και ο φασισμός: «τα πάντα για το Κράτος, τίποτα έξω και εναντίον του Κράτους», όπως είπε ο Μουσολίνι. Αλλά η οικονομική, η πολιτική, η νομική, η ιδεολογική/θρησκευτική και οι άλλες λειτουργίες της κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό, λειτουργίες ενός «κοινωνικού όντος» που δεν είναι ούτε οικονομικό, ούτε πολιτικό, ούτε…

Η συνειδητοποίηση του ότι η συνολική φυσιολογία του κοινωνικού όντος έχει διάφορες διαφορετικές λειτουργίες αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στη γνώση μας, μια γνώση που είναι απαραίτητη για έναν ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Είναι όμως εξίσου σημαντικό να αναγνωρίσουμε και να αντιληφθούμε τους στενούς δεσμούς και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων οργάνων και λειτουργιών. Η «ολιστική» φαρμακευτική αγωγή μπορεί να θεωρηθεί προοδευτική, μόνο εφόσον η ανατομία και η φυσιολογία έχουν ήδη αναγνωρίσει και μελετήσει τις διάφορες διαδικασίες του ανθρώπινου σώματος, συμπεριλαμβανομένων και των ψυχοσωματικών σχέσεων για τις οποίες ελάχιστη γνώση έχουμε ως τώρα.

Η ολιστική ιδέα μπορεί να έχει αξία μόνο ως κάτι πέρα από την ανατομία και τη φυσιολογία, αλλιώς θα είναι απλώς μαγεία ή τσαρλατανισμός. Ο αναρχισμός είναι στην πραγματικότητα μια «ολιστική» αντίληψη της κοινωνίας και μπορεί μόνο να εκτείνεται πέρα από την πολιτική, την οικονομία κλπ (όχι ένα αφελές και πριμιτιβιστικό «πριν»). Ο κοινωνικός οργανισμός δεν είναι απλώς ένα σύνολο, ένας μηχανικός συνδυασμός της πολιτικής, της οικονομίας και των άλλων λειτουργιών. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία στην πολιτική σφαίρα, εάν όλοι όσοι πράττουν σ’ αυτή δεν είναι κοινωνικά ίσοι (ή ισοδύναμοι, αν προτιμάτε). Έτσι, δεν είναι δυνατό να έχουμε πολιτική δημοκρατία χωρίς οικονομική δημοκρατία,24 την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτοδιεύθυνση. Και δεν είναι δυνατόν να έχουμε αυτοδιεύθυνση, εάν οι άνθρωποι που συμμετέχουν δεν είναι ίσοι, δηλαδή χωρίς την ενοποίηση της χειρωνακτικής και της διανοητικής εργασίας.25 Και ούτω καθεξής. Η ελευθεριακή δημοκρατία (για να χρησιμοποιήσουμε έναν νεολογισμό,26που είναι λίγο ή πολύ συνώνυμος με τον εφικτό, πρακτικό αναρχισμό) είναι αδύνατη, εάν το ήθος της κοινωνίας και οι θεμελιώδεις αξίες της δεν έχουν μια ορισμένη τουλάχιστον συνάφεια με την άμεση δημοκρατία και την αυτοδιεύθυνση, δηλαδή με την ισότητα, την ελευθερία, την αλληλεγγύη και τη διαφορετικότητα με την ευρύτερη έννοια. Αυτό είναι πάνω κάτω ο αναρχισμός. Quod erat demostrandum. 27

Σημειώσεις

1. Η παρούσα μετάφραση προέρχεται από την αγγλική εκδοχή του άρθρου όπως δημοσιεύτηκε στο Democracy and Nature, vol. 5, no2, 1999 και αποτελεί αναδημοσίευση βελτιωμένης μορφής του άρθρου που είχε εμφανιστεί στην Ευτοπία, τεύχος 5, Ιούλιος 2000, σσ. 7-16.

2. Amadeo Bertolo, “I fanatici della liberta”, Volonta, no 3-4, 1996. Μια συντομευμένη μετάφραση στα αγγλικά μιας προηγούμενης μορφής αυτού του γραπτού δημοσιεύθηκε ως “Fanatics of Freedom” στο περιοδικό Our Generation, vol 23, no 2 (1992), ss. 50-66. Βλ. την ελληνική μετάφραση στην παρούσα έκδοση.

3. David Held, Modelli di dimocrazia, Μπολόνια 1989, σ. 332 (αγγλική έκδοση: Models of Democracy, Cambridge, 1987)

4. Για μια σχετικώς πλήρη συζήτηση και καλοπροαίρετη κριτική της άμεσης δημοκρατίας από μη-αναρχικές σκοπιές (την πρώτη νέο-μαρξιστική και τη δεύτερη φιλελεύθερη-σοσιαλιστική), βλέπε David Held, ό.π., σς. 157-178, και Norberto Bobbio, Il futuro della democrazia, Τορίνο, 1993, σς. 36-61.

5. Βλ. David Held, ό.π.,

6. Βλ. Murray Bookchin, Democrazia Diretta, Μιλάνο, 1993 [αγγλική έκδοση: Remaking Society, Μόντρεαλ, 1993, ελλ. Έκδ. Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, Εξάντας, Αθήνα, 1993, Σ.τ.Ε.], ‘’Communalism: The Democratic Dimension of Anarchism”, Democracy and Nature, 1995, σσ. 1-17 [ελλ. Έκδ. «Τι είναι ο κομμουναλισμός: η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού», Δημοκρατία και Φύση 1, Μάρτιος 1996, σσ. 40-56, Σ.τ.Ε.] Robert Dahl, Democracy and its Critics, Yale, 1989, Giovanni Sartori, Democrazia. Cos’e, Μιλάνο, 1993.

7. Giampietro Berti (επιμ.), La dimensione libertaria di Proudhon, Ρώμη, 1982, σ. 77.

8. Παρατίθεται επίσης στο Francois Munoz, Bakounine et la liberte, Παρίσι, 1965, σ. 228.

9. Ο Errico Malatesta επίσης, ύστερα από 25 χρόνια, έγραψε ότι «για μας η αποχή είναι ζήτημα τακτικής», αν και πρόσθεσε ότι είναι τόσο σημαντική, ώστε, όταν εγκαταλείπεται ρισκάρουμε να εγκαταλείψουμε τις αρχές μας (E. Malatesta, F.S. Merlino, Anarchismo e Dimocrazia, Ragusa, 1974. σ. 60)

10. Michail Bakunin, Liberta egiuaglianza rivoluzione, Μιλάνο 1976, σ. 93.

11. Ό.π., σ. 88

12. Παρατίθεται στο Franesco Saverio Merlino, Μιλάνο, 1993, σ. 414. [Εδώ χρωστούμε ευχαριστίες στον Γιάννη Καρύτσα που εντόπισε ένα μεταφραστικό λάθος στην πρώτη έκδοση της μετάφρασης η οποία είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Ευτοπία. Βλέπε σχετικά το σχόλιό του στο «Σχετικά με τη διαμάχη Μερλίνο-Μαλατέστα, Με αφορμή ένα μεταφραστικό λάθος», Ευτοπία 6, Δεκέμβριος 2000, σ. 17. Σ.τ.Ε.]

13. Eduardo Colombo, “Lo Statto come paradigma del potere”, Volonta, no3, 1984.

14. Βλέπε Renee Lourau, L’ Etat incoscient, Paris, 1978.

15. Giampietro Berti, (επιμ.), ό.π., σ. 45.

16. Βλ. Amadeo Bertolo, “Potere, autorita, dominio”, Volonta, no 2, 1983. Μια συντομευμένη μετάφραση στα αγγλικά δημοσιεύθηκε με τον τίτλο “Auhority, Power and Domination”, στο Laslo Sekelj (επιμ.), Anarchism, Community and Utopia, Praha, 1993, σσ. 137-166. Βλ. ελληνική μετάφραση στην παρούσα έκδοση.

17. Βλ. Murray Bookchin, The Ecology of Freedom, Palo Alto, 1982.

18. Όπως δείχνει ο E. Colombo στο “Della polis e dello spazio sociale plebeo”, Volonta, no 4, 1989 [Ελληνική μετάφραση: Ελευθεριακή Κουλτούρα, «Περί της πόλεως και του πληβειακού κοινωνικού χώρου». Το Μοναστήρι του Θελήματος 1, 1996, Σ.τ.Ε.], το publicus προέρχεται από το populicus, δηλαδή «που ανήκει στο λαό», το οποίο είναι ξεκάθαρα σχετικό με τη δημοκρατία.

19. E. Malatesta, F. S. Merlino, ό.π., σσ. 42-43.

20. Michail Bakunin, ό.π., σ. 92.

21. Βλ. Robert Dahl, ό.π., ο οποίος ξεκινά και επιχειρηματολογεί κατά της κριτικής δημοκρατίας από διάφορες σκοπιές, συμπεριλαμβανόμενης της αναρχικής, αν και στην πραγματικότητα βασίζει κυρίως την αναρχική κριτική σ’ έναν συγγραφέα που δεν είναι αναρχικός (Robert Wolff). Βλ. επίσης E. Colombo, “Della Polis”, ό.π.

22. Ο E. Colombo (“Della Polis”, ό.π.) μάλιστα λέει ότι, σύμφωνα με κάποιους ελληνιστές, ο όρος «δημοκρατία» (που δημιουργήθηκε από εχθρούς της δημοκρατίας) είναι ακατάλληλος καθώς «κράτος» σημαίνει κυριαρχία ή εξουσία που ασκείται από το ένα μέρος της κοινωνίας πάνω στο άλλο, ενώ η «νόμιμη εξουσία» είναι η αρχή. Θα ήταν συνεπώς πιο σωστό να μιλάμε για «δημαρχία» αντί για «δημοκρατία» και ίσως για «ακρατία» αντί για «αναρχία».

23. Robert Dahl, ό.π., σσ. 75-76.

24. Friedrich von Hayek, αναφέρεται στο D. Held, ό.π., σ. 314.

25. Βλ. Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy. The Critics of the Growth Economy and the need for a New Liberatory Project, Cassell, Λονδίνο, 1997 [ελλ. έκδ.: Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999, Σ.τ.Ε.]

26. Βλ. δύο «κλασσικούς» του αναρχισμού: Michail Bakunin, όπως πριν, το κεφάλαιο “Integral Education”, και Petr Kropotkin, “Fields, Factories and Workshops Tomorrow” με επιμελητή τον C. Ward, Λονδίνο, 1974, το κεφάλαιο “Intellectual and Manual Work” [ελληνική μετάφραση: Πιοτρ Κροπότκιν, Αγροί, εργοστάσια, εργαστήρια, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2005, Σ.τ.Ε.]

27. Από όσο γνωρίζω, αυτή η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Gaston Leval, Espagne Libertaire, 1936-1939, Παρίσι, 1971, σσ. 217-225.

Αναδημοσίευση από: http://eleftheriakos.gr/node/331

Οι σπόροι αυτοκτονίας

Του Eduardo Galeano

Εδώ και τριακόσια εξήντα εκατομμύρια χρόνια, τα φυτά παράγουν γόνιμους σπόρους, που δίνουν με τη σειρά τους νέα φυτά και νέους σπόρους, και ποτέ δεν μας χρέωσαν τίποτα για την εξυπηρέτηση αυτή που μας κάνουν.

Όμως το 1998 η εταιρεία Delta and Pine κατοχύρωσε την ευρεσιτεχνία που αγιάζει την παραγωγή και πώληση στείρων σπόρων, κι έτσι πρέπει υποχρεωτικά να αγοράζεις νέους σπόρους για κάθε νέα  σπορά. Στα μέσα Αυγούστου του 2006, η εταιρεία Monsanto* – με το όνομα αγίου – αγόρασε την Delta and Pine μαζί με την ευρεσιτεχνία.

Έτσι η Monsanto εδραίωσε την παγκόσμια κυριαρχία της: οι στείροι σπόροι που επίσης αποκαλούνται σπόροι αυτοκτονίας ή σπόροι τερμινέιτορ, αποτελούν μέρος του κερδοσκοπικού εμπορίου, που επίσης επιβάλλει την αγορά εντομοκτόνων, παρασιτοκτόνων και άλλων δηλητηρίων του μεταλλαγμένου φαρμακείου.

Το Πάσχα του 2010, λίγους μήνες μετά τον σεισμό, η Αϊτή έλαβε ως δώρο από την Monsanto εξήντα χιλιάδες σάκους με σπόρους που είχε παραγάγει η βιομηχανία χημικών. Οι αγρότες που συγκεντρώθηκαν να παραλάβουν τη δωρεά άναψαν τεράστια φωτιά και έκαψαν όλους τους σάκους.

Eduardo Galeano ( από το βιβλίο ”Οι μέρες αφηγούνται”, εκδόσεις Πάπυρος 2012)


* Santo = άγιος

Οι ρίζες του Ναζισμού στον ευρωπαϊκό πολιτισμό

Γραμμή παραγωγής φόνων

Το Άουσβιτς-Μπίρκεναου κατέληξε να συμβολίζει τη θηριωδία των ναζί, και τον περασμένο μήνα έγιναν επιμνημόσυνες εκδηλώσεις σε διεθνές επίπεδο για την 60ή επέτειο της απελευθέρωσής του. Ωστόσο, οι ιστορικοί είναι ακόμα διχασμένοι σχετικά με το μήνυμα του Ολοκαυτώματος, στο πλαίσιο της εξέλιξης του δυτικού πολιτισμού.

του EnzoTraverso*

Η εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης αποτέλεσε την επιτομή του απόλυτου Κακού κατά την άποψή μας σχετικά με την ιστορία του 20ού αιώνα. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι η μνήμη του Ολοκαυτώματος έγινε μια νέα πολιτική θρησκεία του δυτικού κόσμου, εκ του αντιθέτου μέτρο αξιολόγησης της νομιμότητας των δημοκρατικών θεσμών μας.

Ο καθένας θα συμφωνήσει ότι το Ολοκαύτωμα είναι μία μεγάλη, ανθρωπολογική και ηθική τομή στην ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ερμηνεία του φαινομένου. Ορισμένοι ιστορικοί τοποθετούν τη γένεσή του στον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό του Χίτλερ, άλλοι στο πλαίσιο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, και μερικοί στο πολύπλοκο, πολυκεντρικό και χαρισματικό σύστημα εξουσίας του ναζιστικού καθεστώτος. Μετά το τέλος του πολέμου, υπήρξε έντονη η τάση να αποκηρυχθεί ο Ναζισμός ως μία εκτροπή ενάντια στο δυτικό πολιτισμό, μία διαμετρική αντίθεση προς τις αξίες του Διαφωτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή η καθησυχαστική διάγνωση ήταν η βάση της κουλτούρας της Αντίστασης. Έτσι την είδαν κοινωνιολόγοι όπως ο Νόρμπερτ Ελίας, που θεώρησε την βία των ναζί ως σύμπτωμα μιας διαδικασίας κρίσης του πολιτισμού και φιλόσοφοι όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος υποστήριξε ότι η Γερμανία εντάχθηκε στη Δύση μόνο μετά το Άουσβιτς (1).

Αυτή τη διάγνωση την επεξεργάστηκε και ο ιστορικός Φρανσουά Φυρέ, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Φυρέ ερμήνευσε το ναζισμό και τον κομμουνισμό ως συμμετρικές μορφές αντίδρασης ενάντια στην αναπόφευκτη έλευση μιας φιλελεύθερης πολιτικής τάξης (2). Υπ’ αυτή την έννοια, ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι διαμετρικά αντίθετος προς την ναζιστική βαρβαρότητα. Δεν υπάρχει σημείο επαφής, προσέγγισης ούτε και συνέχεια μεταξύ των δύο.

Είναι αλήθεια, φυσικά, ότι ο Ναζισμός έβαλε στόχο την καταστροφή της οικουμενικής έννοιας της ανθρωπότητας, που είχε προωθήσει ο Διαφωτισμός και είχε εκδηλωθεί με την Γαλλική Επανάσταση, και είναι επίσης αλήθεια ότι η έννοια αυτή διατηρήθηκε και διευρύνθηκε από τις σύγχρονες δημοκρατίες της Δύσης. (Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν σχετικά με τον τρόπο που αυτές διατήρησαν και διεύρυναν την έννοια αυτή, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός του άρθρου.)

Αυτή όμως είναι η μία όψη του προβλήματος. Υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία που συνδέουν την ιδεολογία του Ναζισμού και των μεθόδων του (κυριαρχία και εξόντωση) με την ιστορία της Δύσης. Παρά τις παθολογικές ιδιαιτερότητές τους, αποτελούν ωστόσο μέρος της ιστορικής ανάπτυξης της Δύσης.

Η πρώτη σύνδεση είναι ιδεολογική. Ο ναζισμός ανέτειλε στο κοινωνικοπολιτικό στερέωμα του γερμανικού εθνικισμού, ο οποίος διασταυρώθηκε με ιδεολογικά ρεύματα, που είχαν συνολικά ισχυρή παρουσία στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού : τη Φυλετική Ανθρωπολογία, που πρέσβευε την  ιεράρχηση των ανθρωπίνων ομάδων με κυρίαρχους τους Αρίους, τον Κοινωνικό Δαρβινισμό, που περιείχε την ιδέα της φυσικής επιλογής του ικανότερου και την Ευγονική, με την αντιδραστική ουτοπία της, ενός τεχνητά δημιουργημένου ανθρώπινου είδους.

Ο σωτηριολογικός αντισημιτισμός του ναζισμού είδε την πάλη κατά των Εβραίων ως μία σταυροφορία ενάντια στο Κακό, που θα έδινε τη δυνατότητα στο γερμανικό έθνος να ελευθερωθεί από τον εσωτερικό εχθρό. Ωστόσο, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη ριζοσπαστική έκφραση μιας ιδεολογίας και ευρέως διαδεδομένων μορφών κοινωνικής διάκρισης και δίωξης, που δεν αποτελούσαν σε καμιά περίπτωση γερμανικό μονοπώλιο πριν από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η Φυλετική Ανθρωπολογία αντιπροσωπευόταν σταθερά στην Ιταλία με τον Τσέζαρε Λομπρόζο, ο Κοινωνικός Δαρβινισμός στην Αγγλία με τον Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας, η Ευγονική στις ΗΠΑ με τον Φράνσις Γκάλτον και ο αντισημιτισμός στη Γαλλία με τους Εντουάρ Ντρυμόν, Μορίς Μπαρές, Ζορζ Βασέρ ντε Λαπούζ και πολλούς άλλους.

Επιπλέον, ο παρωξυμένος εθνικισμός και ο βιολογικός ρατσισμός των ναζί ήταν στενά συνδεμένος με την κουλτούρα και την πρακτική του ιμπεριαλισμού, που είχε χαρακτηρίσει την Ευρώπη συνολικά, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η Γερμανία δεν είχε παίξει ηγετικό ρόλο σ’ αυτή την ανάπτυξη. Αντίθετα, υπήρξε όψιμος οπαδός, ενθουσιώδης μαθητής που ακολούθησε τις δύο μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, τη Γαλλία και την Βρετανία. Η φυσική ανωτερότητα της λευκής φυλής και τα επίχειρά της, η εκπολιτιστική αποστολή της Ευρώπης στην Αφρική και την Ασία, η θεώρηση του πλανήτη πέραν της Ευρώπης ως μιας τεράστιας έκτασης που θα μπορούσε να αποικιστεί, η αντιμετώπιση των αποικιοκρατικών πολέμων ως συγκρούσεων, όπου ο εχθρός ήταν ο ντόπιος πληθυσμός και όχι ο στρατός των χωρών που ήταν να κατακτηθούν, η θεωρία ότι η εξόντωση κατώτερων φυλών ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της προόδου, όλα αυτά τα βασικά στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας αποτελούσαν κοινούς τόπους στον ευρωπαϊκό πολιτισμό του 19ου αιώνα.

Ο στόχος των ναζί να κατακτήσουν το Lebensraum (ζωτικό χώρο) για τη γερμανική φυλή  στα ευρύτερα σλαβικά εδάφη της ανατολικής Ευρώπης ήταν ουσιαστικά μια μετάθεση στον Παλαιό Κόσμο του μοντέλου της αποικιοκρατικής κυριαρχίας, που είχαν προωθήσει άλλες μεγάλες δυνάμεις στην Αφρική και την Ασία για πάνω από ένα αιώνα. Από τη στιγμή που οι ναζί θεωρούσαν τους Εβραίους εχθρική φυλή, θερμοκήπιο του κομμουνισμού και ιθύνοντες του σοβιετικού κράτους, μια σταυροφορία εναντίον τους ταίριαζε, κατά τρόπο φυσικό με έναν κατακτητικό πόλεμο εξόντωσης στην Ανατολή. Στο πλαίσιο του μεγάλου σχεδίου του Χίτλερ, η κατάκτηση του Lebensraum, η καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και η εξόντωση των Εβραίων ήταν συμπληρωματικοί μεταξύ τους στόχοι, που συνέκλιναν σε ένα ενιαίο πόλεμο (3).

Ο Ναζισμός ήταν επίσης προϊόν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του απόλυτου πολέμου,  που αποτέλεσε πράγματι την εμπειρία-θεμέλιο του 20ού αιώνα. Σ’ αυτόν βρίσκονται οι ρίζες της βιομηχανικής εξόντωσης , ο  θάνατος εκατομμυρίων ανωνύμων και η αυταρχικός μετασχηματισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Όπως κατέδειξε πειστικά ο Τζορτζ Μόσε, ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος ήταν η αρχή μιας εξαχρείωσης της πολιτικής ζωής με αποκορύφωση τον Ναζισμό (4). Στο πλαίσιο των εμφυλίων πολέμων και των εξεγέρσεων που συντάραξαν τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Ιταλία μεταξύ 1918 και 1923, ο φασισμός πρόβαλε σαν ένα τυπικά αντιδραστικό, εθνικιστικό και αντιδημοκρατικό κίνημα. Υπ’ αυτή την έννοια, ήταν πραγματικά απότοκος της αντεπανάστασης που επιχειρήθηκε στη διάρκεια του «μακρύ» 19ου αιώνα, ξεκινώντας από τη συμμαχία των Αντι-Ιακωβίνων του 1793 και φτάνοντας στις σφαγές που ακολούθησαν την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού, το 1872.

Η αντεπανάσταση, όμως, του 20ού αιώνα δεν ήταν ούτε συντηρητική ούτε αμιγώς  αντιδραστική. Μάλλον κατανοούσε τον εαυτό της ως επανάσταση ενάντια στην επανάσταση. Οι φασίστες δεν κοίταζαν προς το παρελθόν : επιδίωκαν την οικοδόμηση ενός καινούργιου κόσμου. Βρήκαν τρόπους να συνεργαστούν με τις πρώην ηγετικές ελίτ, μόνο τη στιγμή ανάληψης της εξουσίας. Οι ηγέτες τους δεν προέρχονταν από τις ελίτ εκείνες αλλά από τον κοινωνικό απόπατο ενός κόσμου που είχε περιπέσει σε σύγχυση. Ήταν εθνικιστές δημαγωγοί που είχαν αποστατήσει προς τα αριστερά, όπως ο Μουσολίνι, ή λούμπεν προλετάριοι, όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το δημαγωγικό ταλέντο τους μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργήσει η γερμανική Ήττα. Απευθύνθηκαν στις μάζες, τις οποίες κινητοποίησαν με επίκεντρο οπισθοδρομικούς μύθους περί έθνους, φυλετικής και πολεμικής κοινότητας και εσχατολογικών υποσχέσεων, όπως ο μύθος περί του Χιλιετούς Ράιχ.

Η εμπειρία του πολέμου δίδαξε στους Ναζί την ανάγκη να συνδυάσουν ορισμένες αξίες που είχε κληροδοτήσει ο 19ος αιώνας, όπως τον αγώνα κατά τον 19ο αιώνα ενάντια  στον Διαφωτισμό με τον σύγχρονο ρατσισμό (επιστημονικό και βιολογικό), τη  λατρεία της τεχνολογίας και την καλλιέργεια της δύναμης και της εργατικότητας. Ωστόσο, όπως έχει με έμφαση τονιστεί από μια πλατιά κοινωνιολογική φιλολογία τα τελευταία χρόνια, το νεωτερικό πνεύμα του ναζισμού έγκειται  πάνω απ’ όλα στην πρακτική  της εξόντωσης. Η γενοκτονία που επέβαλαν οι ναζί, είχε στηριχθεί στο κρατικό μονοπώλιο βίας, το οποίο ο Νόρμπερτ Ελίας, ακολουθώντας την ερμηνεία Τόμας Χομπς, είχε ερμηνεύσει μονόπλευρα ως κινητήρια δύναμη για την κοινωνική ειρήνευση και κατά συνέπεια για τον εκπολιτισμό. Πράγματι, το μονοπώλιο της ισχύος στις απαρχές του σύγχρονου κράτους ήταν εκ των ων ουκ άνευ  όρος για τις ολοκληρωτικές γενοκτονίες και τη βία του 20ού αιώνα – κατά το το χομπσιανό τους υπόδειγμα.

Μια ανάλυση της λειτουργίας των στρατοπέδων θανάτου των ναζί αποδεικνύει τη στενή σχέση τους με τη δυτική νεωτερικότητα. Το Άουσβιτς σχεδιάστηκε με βάση την αρχή περί παραγωγικού ορθολογισμού του Τέιλορ, με το θάνατο ως τελικό προϊόν μιας «ορθολογιστικής» επεξεργασίας της πρώτης ύλης – τους εκτοπισμένους Εβραίους. Ήταν ένα εργοστάσιο μαζικής παραγωγής πτωμάτων, όπου η αλυσίδα παραγωγής ήταν: άφιξη των οχημάτων μεταφοράς, επιλογή, κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων, απέκδυση, θάλαμος αερίων και κρεματόριο.

Αναπόφευκτα, τα στρατόπεδα εξόντωσης ενσωμάτωσαν την διοικητική ορθολογικότητα που περιγράφει ο Μαξ Βέμπερ στο έργο του Οικονομία και Κοινωνία : καταμερισμός εργασίας , ιεραρχική λήψη αποφάσεων, διαχωρισμός της διαμόρφωσης ιδεών από την πραγμάτωσή τους, γραφειοκρατική διοίκηση και απέκδυση κάθε ευθύνης.

Όπως ο Μορίς Παπόν στη δίκη του στο Μπορντό, κανείς από τους κατηγορούμενους της Νυρεμβέργης δεν δέχτηκε ότι ήταν ένοχος : όλοι είχαν απλώς ακολουθήσει εντολές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρμοδιότητές τους πήραν εγκληματική χροιά μόνο στο τέλος μιας πολύπλοκης ακολουθίας δραστηριοτήτων που, οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν γνώριζαν ή εύκολα είχαν αγνοήσει. Η Χάννα Άρεντ σημειώνει ότι ο ναζισμός γέννησε ένα νέο τύπο εκτελεστή, το γραφειοκράτη στην καρέκλα του, που σκότωνε συμπληρώνοντας έντυπα (5). Τελικά, η γενοκτονική γραμμή παραγωγής απαιτούσε από μέρους των πολλών εκτελεστών που ενέχονταν σ’ αυτήν αυτοέλεγχο των ενστίκτων όπως αυτά τα καθόρισε ο Φρόυντ και στη συνέχεια ο Ελίας τα ενέταξε στην ανάλυσή του για την διαδικασία εκπολιτισμού.

Η ιστορία του Ολοκαυτώματος έχει κι αυτή το μερίδιο της σε φανατισμό, μίσος και αχαλίνωτη βία, ειδικά σε σχέση με τις σφαγές από τους SS κομάντος και τα τάγματα αστυνομικών της Βέρμαχτ. Όμως η εν ψυχρώ βιομηχανική εξόντωση  των Εβραίων στους θαλάμους αερίων είχε συλληφθεί ως μια διαδικασία που θα μπορούσε να πραγματωθεί χωρίς μίσος. Στηρίζεται περισσότερο στην έννοια του καθήκοντος που έχει ο εκτελεστής, ο οποίος κάνει τη δουλειά του αποτελεσματικά και απρόσωπα, χωρίς να αφήνει τα συναισθήματά του να παρέμβουν και  αποφεύγει σχολαστικά οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με τον τελικό σκοπό  της δουλειάς του.

Η σχέση του ναζισμού λοιπόν με το δυτικό νεωτερικό κόσμο είναι ουσιαστική για την κατανόηση της προέλευσής του ναζισμού και της ιστορίας της ναζιστικής βίας. Η φιλελεύθερη Ευρώπη του 19ου αιώνα –  το επίκεντρο του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και του αποικιοκρατικού πολέμου – ήταν το πολιτιστικό και ιδεολογικό εργαστήρι μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο ναζισμός. Αυτή η ανάπτυξη δεν ήταν αναπόφευκτη, τη στιγμή που χρειάστηκαν διάφορα ενδιάμεσα στάδια, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την κρίση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Υπάρχει όμως μια καθαρή γραμμή καταγωγής. Ταυτόχρονα το Ολοκαύτωμα, καθώς έχουν τονίσει οι Μαξ Χορκχάιμερ και Θίοντορ Αντόρνο, μαρτυρεί ταυτόχρονα μια αρνητική διαλεκτική, όπου μια τεχνική και υλική πρόοδος  μετασχηματίστηκε σε ανθρώπινη και κοινωνική οπισθοδρόμηση.

Το Άουσβιτς θα πρέπει να κατανοηθεί μέσα σ’ ένα πλατύτερο ιστορικό πλαίσιο από αυτό του ναζισμού, του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ή των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ού αιώνα. Δεν ήταν τόσο ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο, όσο μια μοναδική σύνθεση στοιχείων δρώντων στον πολιτισμό μας. Παρ’ όλη την παθολογία των εκδηλώσεών του, ο ναζισμός είχε βαθιές ρίζες στην ιστορία, τον πολιτισμό και την τεχνολογία του νεωτερικού κόσμου, και στις σύγχρονες μορφές οργάνωσης, παραγωγής και κυριαρχίας.

—————————————————————————–

1) Norbert Elias, The Germans: Power Struggles and the Development of Habitus in the 19th and 20th Centuries, Polity Press, Cambridge, 1996; Jürgen Habermas, “Eine Art Schadensabwicklung” (A way of diminishing the damage), Die Zeit, Hamburg, 11 July 1986.

(2) François Furet, The Passing of an Illusion: the Idea of Communism in the 20th Century, University of Chicago Press, Chicago, 1999.

(3) Arno J Mayer, Why Did the Heavens Not Darken?: the Final Solution in History, Pantheon, New York, 1988.

(4) George L Mosse, Fallen Soldiers: Reshaping the Memory of the World Wars, Oxford University Press, Oxford, 1990.

(5) Hannah Arendt, Eichmann in Jerusalem: a Report on the Banality of Evil, Faber, London, 1963.

*Ο Enzo Traverso είναι Ιταλός ιστορικός, ο οποίος εδώ και αρκετά χρόνια ζει και δραστηριοποιείται στη Γαλλία. Διδάσκει στο τμήμα πολιτικών επιστήμων του πανεπιστημίου Jules Verne στο Picardy της Γαλλίας. Έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα του Ολοκαυτώματος και του ολοκληρωτισμού. Έχει συγγράψει αρκετά βιβλία ανάμεσα στα οποία τα The Origins of Nazi Violence, New Press, Νέα Υόρκη 2003 και Understanding the Nazi Genocide: Marxism after Auschwitz, Pluto Press, Λονδίνο, 1999. Δυστυχώς στα ελληνικά παραμένει αμετάφραστος.

 

Μετάφραση: Γιάννης Κ.