Επιμέλεια μετάφρασης: Κωνσταντίνα Μαγγίνα
Αναδημοσίευση από: http://afterhistory.blogspot.gr/2013/10/blog-post_16.html
Αναδημοσίευση από: http://afterhistory.blogspot.gr/2013/10/blog-post_16.html
Σκαλίζοντας κάτι χαρτιά για ένα άλλο θέμα, έπεσα πρόσφατα σε ένα άρθρο που είχε δημοσιεύσει πριν από πέντε περίπου χρόνια στο Βήμα ο εθνικός μας «καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών» (σύμφωνα με την ίδια του την αυτοπαρουσίαση κάτω από το άρθρο), με τίτλο Γλωσσικές παραχαράξεις. Η «Μακεδονική» των Σκοπίων και τα περί σλαβομακεδονικής μειονότητας.
Ακόμη και χωρίς τον υπότιτλο, δεν θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς για ποιο σκοπό γράφτηκε το άρθρο: φυσικά για να προσδώσει και από τη σκοπιά της γλωσσολογίας περιωπή επιστημοσύνης στη γνωστή παραληρηματική θεωρία ότι η δημοκρατία της Μακεδονίας, οι κάτοικοί της, ο πολιτισμός τους, κάθε στοιχείο της κοινωνικής τους ζωής, είναι «ανύπαρκτοι». Η συμβολή αυτή είναι κρίσιμη, διότι, σε αντίθεση π.χ. με τους ιστορικούς και εν μέρει τους αρχαιολόγους, η ελληνική γλωσσολογική κοινότητα, προς τιμήν της, υπήρξε μάλλον απρόθυμη να συνεργήσει σε αυτή την κακόγουστη παράσταση. Και πράγματι, το άρθρο, από τη στιγμή που δημοσιεύθηκε, προστέθηκε και αυτό στο κιτ με τα «συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία» που κουβαλάν μαζί τους όλοι οι μακεδονομάχοι του διαδικτύου και εκσφενδονίζουν κατά των απίστων με την πρώτη ευκαιρία, όντας σίγουροι ότι τους «αποστομώνουν».
Διαβάζοντας όμως το άρθρο, διαπιστώνει κανείς ότι αυτή που θα άξιζε το χαρακτηρισμό «ανύπαρκτη» είναι μάλλον η θεμελίωση της θέσης που θέλει να υποστηρίξει. Για να μην πω ότι είναι στα όρια της διανοητικής και πολιτικής ανεντιμότητας.
Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος ο λόγος του Μπαμπινιώτη δεν μοιάζει καθόλου επιστημονικός ως προς τη μορφή του. Είναι ένας λόγος φλύαρος, παλιλλογικός, δημαγωγικός, γεμάτος παρενθέσεις, θαυμαστικά, εισαγωγικά –κυρίως αυτά- και υποτιμητικές, έως και σχεδόν απειλητικές εκφράσεις κατά παντός υπευθύνου ή ανευθύνου. Είναι φανερό ότι πρόκειται για έναν λόγο δικανικού τύπου, που δεν παριστάνει καν ότι σκοπεύει να αναζητήσει αμερόληπτα την αλήθεια –όπως υποτίθεται ότι κάνει η επιστήμη-, αλλά είναι ρητά απολογητικός υπέρ ενός εκ των δύο διαδίκων.
Η επίφαση επιστημοσύνης συνίσταται στην επίκληση κάποιων βιβλιογραφικών αναφορών σε τέσσερις υποσημειώσεις. Από τις τέσσερις, η πρώτη αφορά ένα άρθρο που συνέγραψε … ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης, ενώ η δεύτερη έναν συλλογικό τόμο στον οποίο είχε αυτός την «επιστημονική» (ο χαρακτηρισμός ανήκει επίσης στον ίδιο) επιμέλεια. Ως προς αυτή τη δεύτερη, μάλιστα, ο κ. πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού ψέγει την «Ελληνική Πολιτεία» που δεν χαλάλισε ακόμα κανένα μυστικό ή φανερό κονδύλιο για την «ευρύτερη διάδοση» του τόμου. Επί λέξει, την κατηγορεί ότι «δεν έστερξε ποτέ – μολονότι ζητήθηκε – να προβεί σε έκδοση τού βιβλίου στην αγγλική γλώσσα, ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές οι ελληνικές επιστημονικές θέσεις επί τού θέματος». (Ίσως κάτι ήξερε η «Ελληνική Πολιτεία» και δεν το έκανε).
Οι άλλες δύο, –και εδώ είναι το ζουμί-, αφορούν έργα ξένων επιστημόνων, με αυτές δε –και με την όλη σκηνοθετική παρουσίασή τους- επιδιώκεται να δημιουργηθεί στον αναγνώστη η εντύπωση ότι η θέση περί «ανυπαρξίας της ψευδώνυμης μακεδονικής των Σκοπίων» είναι αυτονόητη αλήθεια την οποία συμμερίζεται σύμπασα η διεθνής επιστημονική κοινότητα. Για να το επιτύχει αυτό, όμως, το άρθρο προβαίνει σε μία απροκάλυπτη και εξαιρετικά χοντροκομμένη χειραγώγηση.
Παραθέτω αυτούσιο παρακάτω το κείμενο των δύο αυτών υποσημειώσεων, διατηρώντας την ορθογραφία και τη μορφοποίηση του πρωτοτύπου:
3. Ο μεγάλος ιταλός ινδοευρωπαϊστής γλωσσολόγος Vittore Pisani (Il Macedonico, περιοδικόPaideia 12, 1957, σ. 250) γράφει «πράγματι ο όρος μακεδονική γλώσσα [εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων] είναι προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης». Ο δε ειδικός σλαβιστής γλωσσολόγος, ο Γάλλος Αndrι Vaillant (Le probleme du Slave Macidonien περιοδικό Bulletin de la Sociitι deLinguistique de Paris 39, 1938, σ. 205), είναι αυτός που τονίζει ότι «το όνομα Bulgari είναι στηνπραγματικότητα η εθνική ονομασία των Σλάβων τής Μακεδονίας, πράγμα που δείχνει πως (οι Σλάβοι τής περιοχής αυτής) υιοθέτησαν το όνομα Βούλγαροι που τους έδωσαν οι Σέρβοι».
4. Ο γερμανός γλωσσολόγος Heinz Wendt, (Sprachen 1961, σ. 285, λ. Slawische Sprachen), μιλώντας για τις σλαβικές γλώσσες, λέει: «Αν κατατάξει κανείς τις σλαβικές γλώσσες με βάση τη σημερινή τους δομή, πρέπει να θεωρήσει τη Βουλγαρική και τη Μακεδονική, [εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων] λόγω των εξεχουσών δομικών ιδιαιτεροτήτων τους, ως αυτοτελή ομάδα και να την αντιπαραθέσει προς όλες τις άλλες σλαβικές γλώσσες».
O επιστήμονας ως ταχυδακτυλουργός
Ακόμα και σε αυτό το «επιστημονικό» τμήμα του άρθρου, είναι εμφανής η δικολαβίστικη προσπάθεια εντυπωσιασμού τού αναγνώστη: ο κ. καθηγητής της Γλωσσολογίας δεν αρκείται να αναφέρει το όνομα του συγγραφέα του άρθρου στο οποίο παραπέμπει, αλλά αισθάνεται την ανάγκη να παρεμβάλει όχι ένα, όχι δύο, αλλά τέσσερα εγκωμιαστικά επίθετα ανάμεσα στο άρθρο και το κύριο όνομα. Πράγμα που, σε ένα επιστημονικό άρθρο, θα ήταν απλώς γελοίο. Ο μόνος λόγος να αναφερθεί ότι ο συγγραφέας αυτός είναι «μεγάλος Ιταλός ινδοευρωπαϊστής γλωσσολόγος» είναι η ανάγκη του Μπαμπινιώτη να προσδώσει κύρος στα λεγόμενά του. Η δε αναφορά σε ένα στοιχείο τελείως αδιάφορο από επιστημονική άποψη όπως είναι η εθνικότητα του συγγραφέα –την οποία ούτως ή άλλως θα ήταν εύκολο να μαντέψουμε με βάση το όνομά του- έχει προφανώς το νόημα «κοιτάξτε, δεν τα λέω μόνο εγώ, τα λένε και ξένοι».
Ωστόσο, αυτή η παραπομπή, και η επόμενη, μας κάνει να υποπτευθούμε ακριβώς αυτό που θέλει να διαψεύσει: ότι, ακριβώς, τα λέει μόνο αυτός.
Πράγματι, όπως φαίνεται καθαρά στο απόσπασμα, αλλά και στον ίδιο τον τίτλο του άρθρου του μεγάλου Ιταλού ινδοευρωπαϊστή γλωσσολόγου, ο συγγραφέας αυτός δέχεται την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, χωρίς εισαγωγικά, χωρίς να τη θεωρεί «ψευδεπίγραφη» ή «παραχαραγμένη»!!! [1]
Το ίδιο ακριβώς εξάλλου ισχύει και για τα άλλα δύο έργα, τόσο εκείνο του ειδικού σλαβιστή Γάλλου γλωσσολόγου όσο και εκείνο του Γερμανού: και οι δύο χρησιμοποιούν απερίφραστα τον όρομακεδονική γλώσσα! Γι’ αυτό, και στις δύο περιπτώσεις, ο Μπαμπινιώτης παρεμβαίνει απροκάλυπτα στο κείμενο προσθέτοντας ο ίδιος μέσα σε αγκύλες τη φράση «[εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων]» και τις δύο φορές που εμφανίζεται στα αποσπάσματα ο όρος «μακεδονική γλώσσα».
Με αυτό το μεγαλοπρεπές καπέλωμα, όμως, η στήριξη που παρέχουν τα παραθέματα αυτά στη θέση περί «ανυπαρξίας της γλώσσας των Σκοπίων» είναι ισοδύναμη με εκείνη της φράσης «ρώτα και τον μπάρμπα μου τον ψεύτη». Διότι το τι «εννοεί» ο συγγραφέας είναι μία αυθαίρετη και αντιδεοντολογική υπόθεση του Μπαμπινιώτη! Εμείς βλέπουμε τι έγραψαν οι μεγάλοι ή λιγότερο μεγάλοι γλωσσολόγοι, και αυτό που έγραψαν είναι «μακεδονική». Εάν εννοούσαν κάτι άλλο, τίποτε δεν τους εμπόδιζε να έγραφαν αυτό το άλλο. Δεν το έγραψαν όμως[2].
Θα είχα την τάση να πω ότι, αν υπάρχει εδώ κάποια παραχάραξη, αυτή είναι ακριβώς η προσπάθεια του Μπαμπινιώτη να βάλει τους «μεγάλους» συναδέλφους του να λένε άλλα από αυτά που πραγματικά είπαν. Ο χαρακτηρισμός όμως αυτός δεν είναι κατάλληλος, για τον απλούστατο λόγο ότι η πλαστογράφηση, κατά ένα σχεδόν … μπρεχτικό τρόπο, γίνεται μπροστά στα μάτια του θεατή, και δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρύψει το μηχανισμό της!
Η εξαπάτηση δηλαδή είναι τόσο οφθαλμοφανής και παιδαριώδης, που δεν μπορεί να εξαπατήσει παρά μόνο όσους είναι διατεθειμένοι να εξαπατηθούν· δεν μπορεί να πείσει παρά μόνο τους ήδη πεπεισμένους.
Και ποιοι είναι αυτοί; Είναι φυσικά οι θεατές μπροστά στα μάτια των οποίων εξελίσσεται αυτή η επιτέλεση, και οι οποίοι μοιράζονται την ίδια επιθυμία με τον περφόρμερ, και τυφλώνονται απ’ αυτή· δεν βλέπουν τη λαθροχειρία επειδή δεν θέλουν να την δουν. Όπως το κοινό ενός ταχυδακτυλουργού προσέρχεται στο θέαμα με την προσδοκία να γοητευθεί και να τον χειροκροτήσει, ή όπως το κοινό ενός παπατζή παρασύρεται να παίξει από την επιθυμία του να κερδίσει μολονότι ξέρει ότι τα χαρτιά είναι πιθανότατα σημαδεμένα.
Για όποιον δεν συμμετέχει στην επιθυμία αυτής της σκηνοθεσίας, το συμπέρασμα που βγαίνει από το άρθρο δεν μπορεί παρά να είναι ένα: όλη η διεθνής γλωσσολογική κοινότητα αποδέχεται την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας. Διότι ο Μπαμπινιώτης, πριν δημοσιεύσει ένα τέτοιο άρθρο, μπορούμε να υποθέσουμε πως έψαξε μανιωδώς ό,τι σχετικό υπάρχει και δεν υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία που θα μπορούσε να στηρίξει τη θέση του. Το μόνο όμως που βρήκε είναι τρία δημοσιεύματα, γραμμένα το 1938, το 1957 και το 1961 αντίστοιχα, εκ των οποίων τα δύο μιλάνε ρητά για μακεδονική γλώσσα, ενώ ούτε το τρίτο αμφισβητεί την ύπαρξή της. Άρα δεν πρέπει να υπάρχει κανείς εκτός Ελλάδος (και ίσως Βουλγαρίας) που να την αμφισβητεί.
[1] Ο λόγος για τον οποίο ο Μπαμπινιώτης αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα να παραθέσει τον τίτλο «Il Macedonico» (εφόσον δεν μπορεί να τον πλαστογραφήσει και αυτόν χωρίς να εκτεθεί ανεπανόρθωτα) είναι ότι, ως αντιστάθμισμα, στο άρθρο αυτό βρίσκει τη διατύπωση πως η μακεδονική είναι «προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης». (Τι λες ρε παιδί μου! Πέφτω από τα σύννεφα! Μια γλώσσα, προϊόν πολιτικής προέλευσης; Απίστευτο. Εγώ νόμιζα ότι οι γλώσσες φυτρώνουν από τα δέντρα. Εκτός κι αν εννοεί ότι είναι μόνο ουσιαστικά πολιτικής προέλευσης, όχι και τυπικά όπως η ελληνική).
[2] Όχι τίποτε άλλο, αλλά ο κ. τ. πρύτανης είχε την απαίτηση να πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος τη μετάφραση των διανοητικών του επιτευγμάτων ώστε να τα απολαύσει και ολόκληρη η οικουμένη. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε το αποτέλεσμα: “the Macedonian language [the author here means the language of Skopje] …”. Αν όμως κυκλοφορούσε παγκοσμίως ένα άρθρο, στο οποίο ένας γλωσσολόγος παρεμβαίνει με αγκύλες μέσα στο παράθεμα ενός άλλου γλωσσολόγου –τον οποίο μάλιστα δηλώνει ότι θεωρεί «μεγάλο»- για να τον διορθώσει και να εξηγήσει στους υπόλοιπους γλωσσολόγους «τι εννοεί» κατά βάθος παρόλο που λέει το αντίθετο, θα γελούσε και το παρδαλό κατσίκι.
Ο κυρίαρχος δημοσιογραφικός χυλός μας εξοικείωσε, τα τελευταία χρόνια, με τον χαρακτηρισμό «ποντικώνας». Η φωτογραφία, τραβηγμένη την Κυριακή, 1η Δεκεμβρίου 2013, αποδεικνύει περίτρανα το αντίθετο!
Μία πρόταση διαλόγου για τη Χαλκίδα
Του Γιώργου Παπαχριστοδούλου
Τι θα μπορούσε να γίνει με τη Δημοτική Αγορά της Χαλκίδας; Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία, όπως πληροφορηθήκαμε, ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, η απόφαση χαρακτηρισμού του ιστορικού κτίσματος ως διατηρητέου μνημείου, δημιουργεί νέα δεδομένα (με δεδομένη την πολύχρονη εγκατάλειψη του κτιρίου κι ενόψει των επικείμενων δημοτικών εκλογών).
Το διαιωνιζόμενο αίσχος της Δημοτικής Αγοράς στη Χαλκίδα είναι μία ακόμη απόδειξη (ίσως η πιο κατάπτυστη) της συνεχούς διαπλοκής και υποκρισίας όσων κυβέρνησαν και συνεχίζουν να κυβερνούν την πόλη. Απόδειξη, επίσης, ανικανότητας αλλά και έλλειψης προοπτικής αφού μάλλον η μόνη τους επιδίωξη είναι η εξυπηρέτηση ή η εξουσιαστική διαχείριση συγκρουόμενων οικονομικών συμφερόντων, στην τετραετία που αναλογεί στον καθένα. Το ότι όμως τόσα χρόνια δεν καθάριζαν το χώρο της εγκαταλελειμμένης δημοτικής αγοράς προκαλώντας εσκεμμένα (όπως οι ίδιοι δηλώνουν χωρίς να ντρέπονται) δυσοσμία και βρωμιά στο κέντρο της πόλης για να εκβιάσουν την οργή των πολιτών (όπως οι ίδιοι παραδέχονται), πώς να το χαρακτηρίσουμε; Είναι γελοίοι και επικίνδυνοι. Πώς είναι δυνατόν όμως τέτοιου είδους εξουσιαστικοί τσαμπουκάδες να επιβάλλονται σε μια ολόκληρη πόλη και κανένας να μην μιλάει;
Το ζήτημα ξαναφούντωσε την προηγούμενη εβδομάδα με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να επιτρέψει την κατεδάφιση της Δημοτικής Αγοράς, λύνοντας τα χέρια στα αρπακτικά που εποφθαλμιούν το χώρο τόσα χρόνια. Καμία μέριμνα για τον κοινωνικό χαρακτήρα, την ιστορική μνήμη, καμία αναφορά στο τμήμα της Δημοτικής Αγοράς το οποίο αποτελεί ένα από τα πρώτα οικοδομήματα σε ρυθμό BAUHAUS στην Ελλάδα. Τι τους νοιάζει; Ένα τους νοιάζει: η ανάπτυξη, οι μπίζνες δηλαδή.
Αναδημοσιεύουμε το κείμενο που είχε μοιράσει το Μαύρο Πιπέρι το 2006, την τελευταία φορά που κορυφώθηκε η συζήτηση γύρω από το θέμα και το οποίο παραμένει ακόμη επίκαιρο.
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Ή ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ;
“Μπρος στην αναγκαιότητα γρήγορης κατασκευής ολόκληρων πόλεων, χτίζουμε νεκροταφεία από μπετόν – αρμέ, όπου μεγάλες μάζες του πληθυσμού είναι αναγκασμένες να πλήττουν μέχρι θανάτου…Για τους αστούς που κατεδαφίζουν και ανοικοδομούν την πόλη τους καθημερινά το μόνο που αξίζει την αιωνιότητα είναι η αυξανόμενη ροή βραχύβιων προϊόντων” I.S
Ζούμε σε μια πόλη όπου τίποτα σχεδόν από την μακραίωνη ιστορία της δεν έμεινε όρθιο. Όλα σχεδόν τα ιστορικά κτίρια και κτίσματά της, κατεδαφίστηκαν στο βωμό του κέρδους και της δήθεν ορθολογικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα τη σύγχρονη τσιμεντούπολη στην οποία ζούμε. Όσα λίγα απέμειναν εγκαταλείπονται στο έλεος της αυτοκαταστροφής. Το κοινό χαρακτηριστικό στο διάβα της ιστορίας, είναι η ενεργητική συνενοχή και συμμετοχή όλων των δημοτικών αρχών που εξουσίασαν τις τύχες και τη μορφή της πόλης. Αποκορύφωμα η σημερινή δημοτική εξουσία η οποία με ύποπτο τρόπο εμμένει στη λύση της κατεδάφισης της δημοτικής αγοράς. Γιατί άραγε; Δεν υπάρχει λόγος να αναρωτιόμαστε, πρέπει να το θεωρούμε πια δεδομένο και γι’ αυτούς και για τους όποιους επόμενους επίδοξους δημοτικούς άρχοντες: σίγουρα κατευθύνονται με μοναδικό κριτήριο τη λογική της “οικονομικής ανάπτυξης” εξυπηρετώντας οικονομικά συμφέροντα που θα επενδύσουν πάνω στη λεηλασία του αστικού τοπίου. Μας κυβερνάνε ανδρείκελα και σίγουρα η ευθύνη είναι και δική μας αφού τους ψηφίζουμε και τους ανεχόμαστε συνήθως ασυζητητί.
Στην κοινωνία που ζούμε, σχεδόν σε κάθε τομέα, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, που ελέγχουν και καθορίζουν τις επιλογές, είναι μια μικρή ομάδα ανθρώπων (πραγματική ολιγαρχία), ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπων το μόνο που έχει να κάνει είναι να δέχεται αυτές τις αποφάσεις παθητικά, να υπόκειται σε έλεγχο, να περιορίζει τη δράση της στα στενά όρια των επιλογών που έχουν ληφθεί από τα πάνω. Στηρίζονται πάνω στη γενικευμένη απάθεια και δρουν ανενόχλητοι στην ουσία. Ως πότε όμως;
Απόδειξη η καθημερινή μας ζωή στην πόλη, σε κάθε επίπεδο του δημόσιου λεγόμενου βίου. Άμεσο παράδειγμα το ζήτημα της κατεδάφισης ή της αποκατάστασης της δημοτικής αγοράς.
Το θέμα, αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα στο βάθος τους ( δηλαδή από την προοπτική μιας πραγματικά δημοκρατικής, ανθρώπινης, οικολογικά ευαίσθητης και αυτόνομης πόλης), είναι πολύπλοκο. Το δίλημμα που τίθεται είναι αληθινό στην προφάνειά του και ψευδές στο βάθος. Κουβαλάει δηλαδή όλη την αντιφατικότητα του καπιταλιστικού πολιτισμού. Είναι αληθινό γιατί όντως μπροστά στη ριζικότητα του ερωτήματος τασσόμαστε υπέρ της αποκατάστασης του κτιρίου, της διατήρησης του ιστορικού του χαρακτήρα. Το διατηρητέο πατάει πάνω στο νήμα που μας συνδέει με την ιστορία της πόλης. Αποτελεί κομμάτι της τοπικής συλλογικής μνήμης. Ο καπιταλισμός ποτέ δε σεβάστηκε αυτή τη μνήμη, καταστρέφει όλα τα ιστορικά και φυσικά ριζώματα των ανθρώπινων κοινωνιών. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, τρανό παράδειγμα οι σύγχρονες απάνθρωπες μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου και η τρομερή οικολογική κρίση του πλανήτη. Παντού οι δημόσιοι χώροι κοινωνικής συνεύρεσης συρρικνώνονται, μεταβάλλονται σε απρόσωπα εμπορικά κέντρα ή σε οδούς που οδηγούν σε αυτά. Μέσα στην οχλοβοή των καταναλωτικών συναλλαγών υποθάλπεται η σιωπή της ίδιας της κοινωνίας. Οπότε η διεκδίκηση, η απαίτηση να αποκατασταθεί ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας της δημοτικής αγοράς είναι μορφή αντίστασης απέναντι στη λεηλασία της ιστορικής μνήμης και του οικιστικού περιβάλλοντος της πόλης. Ο καπιταλισμός προσκρούει πάνω στα διατηρητέα κτίρια, στα αρχαιολογικά μνημεία και ευρήματα, γιατί δεν ξέρει τι να τα κάνει, αντιφάσκουν με την ισοπεδωτική λογική του. Έρχονται από άλλες εποχές, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δεν υποτάσσονταν και δεν κατευθύνονταν από την πρωτοκαθεδρία του οικονομικού παράγοντα. Αποτελούν ρωγμές στην ομοιομορφία του αστικού τοπίου. Η διεκδίκηση λοιπόν αυτή, δεν είναι νοσταλγική προσκόλληση στο παρελθόν, συντηρητική εξύμνηση μιας χαμένης παράδοσης, φόβος απέναντι στην οικοδόμηση του καινούργιου. Είναι η διεκδίκηση ενός ιστορικού χώρου κοινωνικής συνεύρεσης και πρέπει να αναζητήσουμε τους τρόπους πολλαπλασιασμού τέτοιων χώρων μέσα στον ιστό της πόλης.
Από την άλλη, το ζήτημα στο βάθος του είναι ψευδές αν δε βγούμε από την καπιταλιστική λογική που μας μετατρέπει σε απαθή τηλεχαυνωμένα καταναλωτικά όντα και δεν αναζητήσουμε την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας η οποία θα αρνείται το αποκομμένο από τη φύση, αποπνικτικό αστικό περιβάλλον. Το δίλημμα είναι ψευδές, αφού είτε με τη μια είτε την άλλη μορφή, ο συγκεκριμένος χώρος θα δομηθεί για να εξυπηρετήσει την αέναη δίχως νόημα κίνηση του κεφαλαίου, των εμπορευμάτων, του χρήματος και θα παραδοθεί στους ξέφρενους ρυθμούς της κατανάλωσης. Το ζήτημα είναι ψευδές, γιατί το διατηρητέο μέσα στο σύγχρονο απάνθρωπο πολεοδομικό τοπίο, μετατρέπεται συνήθως σε φανταχτερή μούμια απογυμνωμένη από την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα. Δε θα δώσουμε εμείς λύση στην επενδυτική δυσπραγία, στο ότι μερικοί χώροι μένουν ανεκμετάλλευτοι με όρους τσεπώματος, γιατί αυτό το ανεκμετάλλευτο της υπόθεσης αφορά αυτούς που έχουν υλικό συμφέρον από τις οιεσδήποτε αλλαγές στη χρήση των πραγμάτων και των χώρων.
Τασσόμαστε λοιπόν μαχητικά υπέρ της αποκατάστασης και της διατήρησης του ιστορικού χαρακτήρα της δημοτικής αγοράς, γιατί θεωρούμε αυτή τη μάχη αντίσταση ενάντια στην κατεδαφιστική καπιταλιστική λαίλαπα.
Επιθυμούμε όμως να πάμε τα πράγματα πάρα πέρα και να ξαναθέσουμε το δημοκρατικό αίτημα στη ριζικότητά του. Θέλουμε να αποκαταστήσουμε το νόημα της δημοκρατίας με τη βαθιά, την πραγματική σημασία της λέξης.
Με αφορμή λοιπόν το ζήτημα που έχει ανακύψει στην αγορά, πέρα από το άμεσο αίτημα για τη διάσωση και αποκατάσταση ενός χαρακτηρισμένου διατηρητέου κτιρίου, είναι ευκαιρία να διερωτηθούμε γύρω από το θέμα μιας πραγματικά δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης της πόλης. Ποιος πρέπει να αποφασίζει τελικά για τη μορφή της πόλης μέσα στην οποία θα ζει; Τι σημαίνει δημοτική αγορά; Αν η λέξη “δημοτική” δεν είναι μια ψεύτικη λέξη, μια απάτη γύρω από την οποία μια ολιγαρχία αποφασίζει για τη ζωή μας, τότε το μόνο νόημα που μένει είναι ότι οι δημότες, οι πολίτες με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, είναι αυτοί που πρέπει να αποφασίζουν, για οτιδήποτε τους αφορά και δικαιωματικά τους ανήκει. Είναι εφικτό, αρκεί να βγούμε από την απάθεια και να γίνουμε τα πραγματικά ενεργά υποκείμενα της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνία είναι δική μας αυτοδημιουργία, άρα ο λόγος και η πράξη πρέπει να ανήκει σε εμάς και όχι σε μια ολιγαρχική εξουσία που θα αποφασίζει δήθεν για το καλό μας.
Τα πράγματα στην κοινωνία δεν είναι εύκολα, αξίζει όμως τον κόπο να παλέψουμε. Λίγη μαγιά θα φουσκώσει το ψωμί.
Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού
Απρίλιος 2006 Χαλκίδα
«…Η αναρχία προσδιορίζεται και διακρίνεται λόγω της μεθόδου μέσω της οποίας τα ίδια της τα υποκείμενα λαμβάνουν τις αποφάσεις και λόγω της αρχής της αυτό-διεύθυνσης των υποθέσεων χωρίς την ύπαρξη μιας εξουσίας θεσμισμένης από τα πάνω που θα επιβάλλει τη θέληση της, και όχι λόγω του τύπου της εξέγερσης που θα χρησιμοποιήσει. Είμαστε αναρχικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να εξεγερθούμε, αλλά γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε κάτι το εναλλακτικό, το οποίο θα τείνει στη μέγιστη δυνατή πολιτική, κοινωνική και υπαρξιακή ελευθερία.
Οι εξεγέρσεις και οι διάφορες μορφές της επανάστασης με κανέναν τρόπο δεν είναι μια δική μας ιδιαιτερότητα, δεν είναι αυτό που μας διακρίνει. Οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των ισλαμιστών, μέχρι και των φασιστών, εφόσον καταπιέζονται και εμποδίζονται να εκφραστούν, τείνουν να εξεγείρονται, προκειμένου ν’ απελευθερωθούν απ’ ότι τους καταπιέζει. Αλλά η εξέγερση τους και, εφόσον υπάρξει, η επανάσταση τους, έχουν μια γεύση καθόλα διαφορετική από τη δική μας, αναμφιβόλως αντίθετη. Αυτοί, με ιδεολογικές αιτιολογήσεις και ιδανικά διαφορετικά μεταξύ τους, θέλουν την εγκαθίδρυση μιας νέας ισχυρής εξουσίας, απόλυτης, ολοκληρωτικής, θεοκρατικής.
Εξεγείρονται απέναντι στην υπάρχουσα εξουσία επειδή θέλουν να μπουν στη θέση της και να κυριαρχήσουν πάνω στους ανθρώπους. Εμείς, όταν καταφέρουμε να εξεγερθούμε, αντιθέτως, θα θέλουμε να γκρεμίσουμε όχι μόνο την υπάρχουσα εξουσία, αλλά και κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απουσία ιεραρχίας και κυρίαρχης εξουσίας. Δεν παρουσιαζόμαστε ως εκ τούτου σαν εξεγερτικοί, αλλά κυρίως ως φανατικοί εραστές της ελευθερίας, όλης της δυνατής ελευθερίας, της αυτοκυβέρνησης, της θέλησης να μην μας κυβερνούν από τα πάνω και να ζούμε και να συμβιώνουμε με τους άλλους χωρίς βίαιη επιβολή, με αλληλεγγύη, αμοι-βαιότητα και τη μέγιστη συναινετική συμφωνία.
Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε όμως να παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε τόπους ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης, λέγοντας όχι στη διδαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και άκεντροι τόποι, χωρίς ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργικοί και χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. Στιγμές συλλογικής αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά σχολεία, ελευ-θεριακοί δήμοι οργανωμένοι από τα κάτω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να προβεί σε κοινούς πειραματισμούς και οτιδήποτε άλλο έρχεται στο μυαλό που αντιπροσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία επιθυμούμε.
Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία τελικά, ικανή ν’ ανατρέψει τα υπάρχοντα μοντέλα και το συλλογικό φαντασιακό. Αν ενώ διαδίδεται δεχτεί την επίθεση από τις θεσμισμένες εξουσίες, ενίοτε θα αμυνθεί και θα εξεγερθεί για να διατηρήσει το δικαίωμα της στην ελεύθερη επιλογή, στην ελεύθερη σκέψη, στον ελεύθερο πειραματισμό. Είναι δυνατόν να υπάρξει! Και, πιστέψτε με, είναι πολύ πιο ισχυρή και θορυβώδης από οποιαδήποτε εκπυρσοκρότηση όπλου ή έκρηξη βόμβας, από οποιονδήποτε πόλεμο, οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια…». Α. Πάπι, 1986
Απόσπασμα από το εγχειρίδιο του κοινωνικού αναρχισμού.
Αναδημοσίευση από : http://eleftheriakos.gr/node/261#sdendnote14sym (Παράθεμα 14)
Σ’ έναν κινηματικό χώρο που επιδιώκει την αποτύπωση των γεγονότων απαλλαγμένη από κομματικά πλαίσια και καθεστωτική λογοκρισία η αναγκαιότητα των μέσων αντιπληροφόρησης είναι αναμφισβήτητη. Η ύπαρξή τους για τον αντιεξουσιαστικό χώρο είναι αυτονόητη. Εξηγείται από την ίδια τη φύση της ενημέρωσης που αντιτίθεται στον προπαγανδιστικό χαρακτήρα των κατεστημένων μέσων πληροφόρησης. Εξηγείται επίσης από την ανάγκη ύπαρξης ενός χώρου έκφρασης εκείνων που τα ΜΜΕ επιμένουν να αγνοούν, να περιθωριοποιούν και κατ’επέκταση να απομονώνουν.
Αυτή η ανάγκη δεν είναι σύγχρονη. Στην Ελλάδα οι πρώτες αναρχικές εφημερίδες εμφανίστηκαν στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Πάτρας και του Πύργου στα τέλη του 1800. Συγκεκριμένα, ο αναρχικός σύλλογος της Πάτρας εκδίδει την εφημερίδα «Επί τα Πρόσω»(1896) και του Πύργου την εφημερίδα «Νέον Φως» (1898).
Στην παρούσα εισήγηση, ωστόσο, θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά στα μέσα αντιπληροφόρησης που διαμορφώθηκαν απο το 1985 και μετά, όταν ο Αναρχικός χώρος πέρασε σε μια φάση που αναζητούσε την οργάνωση του.
Μία από τις πρώτες σχετικές εφημερίδες που κυκλοφόρησαν ήταν η ΔΟΚΙΜΗ (1985-1987). Με πρωτοβουλία κάποιων ατόμων που συμμετείχαν στην συγκεκριμένη εφημερίδα και συντρόφων από διάφορες συλλογικότητες έγιναν πολλές συνελεύσεις που κατέληξαν στην διεξαγωγή μιας διήμερης πανελλαδικής συνάντησης την Άνοιξη του 1987. Αυτή κατέληξε στην ίδρυση της Ένωσης Αναρχικών και την έκδοση της εφημερίδας ΑΝΑΡΧΙΑ σε πανελλαδικό επίπεδο που σήμανε και το τέλος της εφημερίδας ΔΟΚΙΜΗ.
Αργότερα μια ομάδα συντρόφων που συμμετείχαν στην Ένωση Αναρχικών διαφώνησαν σε επίπεδο αξιών με τη συλλογικότητα και προχώρησαν στην δημιουργία της Συσπείρωσης Αναρχικών και την έκδοση της εφημερίδας ΕΝΑΝΤΙΑ το 1988 και του περιοδικού ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ γύρω στο 1990. Η εφημερίδα ΕΝΑΝΤΙΑ σταμάτησε να εκδίδεται μετά την αποχώρηση κάποιων από την Συσπείρωση Αναρχικών. Τότε η Συσπείρωση Αναρχικών αποφάσισε την έκδοση της εφημερίδας ΕΞΕΓΕΡΣΗ και σήμερα συμμετέχει στον κύκλο σύνταξης της εφημερίδας ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Μερικοί από εκείνους που αποχώρησαν από την Συσπείρωση Αναρχικών έβγαλαν αργότερα το ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ που σήμερα ονομάζεται ΜΑΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ.
Παράλληλα με την έκδοση της εφημερίδας ΕΝΑΝΤΙΑ (1988) από την Συσπείρωση Αναρχικών στην Αθήνα, η Ένωση Αναρχικών Θεσσαλονίκης αποφάσισε την έκδοση της εφημερίδας ΕΚΤΟΣ ΝΟΜΟΥ σε τοπικό επίπεδο.
Μια από τις πιο πολυσυλλεκτικές και δημοφιλείς αναρχικές εφημερίδες με ανταποκριτές σε όλη την Ελλάδα ήταν η ΑΛΦΑ. Κυκλοφορούσε ως εβδομαδιαία αναρχική εφημερίδα από το 1994 μέχρι το 1998. Έβγαλε συνολικά σχεδόν 150 φύλλα που διακινούνταν πανελλαδικά στα περίπτερα μέσω πρακτορείου. Με αυτόν τον τρόπο συνέβαλε στη γνωστοποίηση του αναρχισμού σε κόσμο εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, γεγονός που έπαιξε ρόλο τόσο στη δημιουργία στεκιών εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης όσο και στην πανελλαδική δικτύωση του αναρχικού χώρου. Επίσης συνέβαλε στη διεθνή δικτύωση του χώρου και στη γνωριμία με νέες για την Ελλάδα τάσεις του αντιεξουσιαστικού κινήματος και της αυτονομίας. Για παράδειγμα είχε κάθε βδομάδα μια σελίδα για την “ιστορία της ελευθερίας”, είχε αρκετά διεθνή νέα και είχε δημιουργήσει την πρώτη αντιεξουσιαστική ιστοσελίδα στην Ελλάδα. Άλλο ένα χαρακτηριστικό της ήταν ο πολυτασικός της χαρακτήρας εμφανής στην ποικιλία των άρθρων της. Η ΑΛΦΑ περιλάμβανε κείμενα που μιλούσαν για την αφορμαλιστική εξεγερσιακή οργάνωση αλλά και κείμενα αναρχοχριστιανών, κείμενα αναρχοσυνδικαλιστικά και αναρχοπάνκ,κλπ. Την ιδέα της δικτύωσης και του πολυτασικού χαρακτήρα μπορούμε να εντοπίσουμε σήμερα σε διάφορα σχετικά εγχειρήματα που έχουν δημιουργηθεί ως απάντηση στις συνθήκες (καθεστωτική προπαγάνδα, καταστολή, κλπ.) που εξακολουθούν να υπάρχουν. Σήμερα βέβαια υπάρχουν πολλά νέα μέσα (blogs, webpages, social networks) που χρησιμοποιούνται στον χώρο της αντιπληροφόρησης. Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί την αναγκαιότητα ύπαρξης εντύπων.
Η ανάγκη ύπαρξης εντύπων παρά την πληθώρα ηλεκτρονικών μέσων (blogs, webpages, twitter, social networks) μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί. Πρώτον, η άμεση πρόσβαση σε αυτά τα νέα μέσα δεν είναι δυνατή για όλο τον πληθυσμό. Δεύτερον, οι ειδήσεις που παρουσιάζονται στα διάφορα ηλεκτρονικά μέσα μπορούν εύκολα να αλλοιωθούν τόσο από όσους ενδιαφέρονται να προβάλλουν το δικό τους ιδεολογικό πλαίσιο όσο και από τους μηχανισμούς της εξουσίας. Η υπερκάλυψη της καθαυτής είδησης από προσωπικές απόψεις είναι ένα παράδειγμα τέτοιας αλλοίωσης. Τα έντυπα αντιθέτως επιτρέπουν τον διαχωρισμό των προσωπικών αναλύσεων από την καταγραφή των γεγονότων, χαρακτηριστικό του οποίου την αναγκαιότητα τονίζουν διάφορα μέσα αντιπληροφόρησης στην Ελλάδα όπως η Άπατρις και το anarchypress.gr.
Μερικές αναφορές στο παρόν
Γκιλοτίνα
Η εφημερίδα ΓΚΙΛΟΤΙΝΑ αποτελεί μια συλλογική και αυτοοργανωμένη προσπάθεια από αναρχικούς/ες – αντιεξουσιαστές/στριες από το Αγρίνιο και γύρω περιοχές στον χώρο της αντιπληροφόρησης. Είναι ενάντια σε εμπορευματικές λογικές και λογικές κέρδους, ιδιοτελείας και διαμεσολάβησης. Πάνω σ’ αυτές τις βάσεις έχουν στήσει ένα ανεξάρτητο δίκτυο πληροφορίας και επικοινωνίας σε τοπικό επίπεδο.
Μαύρη Σημαία
Η αναρχική εφημερίδα ΜΑΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ εκδίδεται 15 χρόνια στα Εξάρχεια από τη συντακτική ομάδα των Αλληλέγγυων Αναρχικών (Solidarios). Κυκλοφορεί σε άτακτα χρονικά διαστήματα και διακινείται χωρίς αντίτιμο.
Ρεσάλτο
Η εφημερίδα δρόμου, ΡΕΣΑΛΤΟ εκδίδεται από το 2005 από τη συνέλευση του ομώνυμου στεκιού, περιλαμβάνοντας ζητήματα τόσο τοπικού όσο και γενικότερου (κεντρικού) χαρακτήρα, επιδιώκοντας την ανάπτυξη μιας κοινωνικής συνείδησης ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Τυπώνεται σε 5.000 αντίτυπα και μοιράζεται σε δρόμους, πλατείες, σχολεία, λαϊκές αγορές, εργασιακούς χώρους και κοινωνικές-πολιτικές παρεμβάσεις χωρίς κανενός είδους αντίτιμο. Το κόστος της έκδοσης καλύπτεται αποκλειστικά από τη συνέλευση του στεκιού και είναι ρητή και αδιαπραγμάτευτη η άρνηση οικονομικής στήριξης του εγχειρήματος από κρατικά ή ευρωπαϊκά κονδύλια, κομματικά ταμεία ή τοπικές αρχές, δημοτικές παρατάξεις ή «μη» κυβερνητικές οργανώσεις, ιδιώτες «χορηγούς» ή διαφημιστές.
Διαδρομή Ελευθερίας
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ εκδίδεται από τον Απρίλιο του 2002 ως Μηνιαία Πανελλαδική Αναρχική Εφημερίδα. Αρχικά συμμετείχαν στο εγχείρημα διάφορες συλλογικότητες. Σήμερα την εφημερίδα εκδίδουν τρείς από αυτές, συγκεκριμένα η Συσπείρωση Αναρχικών, η Αναρχική Αρχειοθήκη και ο Αναρχικός Πυρήνας Ξανά στους Δρόμους. Τον Σεπτέμβριο του 2013 εκδόθηκε το 130ο τεύχος της εφημερίδας που διατίθεται σε διάφορα σημεία της Ελλάδας (Αττική, Θεσσαλονίκη, Πάτρα) έναντι χρηματικού αντίτιμου (1,50 ευρώ).
Αντίπνοια
Το πρώτο τεύχος της εφημερίδας ΑΝΤΙΠΝΟΙΑ τυπώθηκε τον Απρίλη του 2009 σε 5.000 φύλλα. Μοιράζεται στο δρόμο στις γειτονιές του Κουκακίου, των Πετραλώνων και του Θησείου, καθώς και σε αυτοοργανωμένους χώρους, στέκια και καταλήψεις. Όπως αναφέρει και η συντακτική ομάδα, η διακίνησή της είναι χωρίς αντίτιμο. Η εφημερίδα εκδίδεται με τη χρηματική (και όχι μόνο) συνεισφορά όσων δραστηριοποιούνται στο ομώνυμο στέκι και δεν έχει καμία σχέση με δημοτικές αρχές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, κόμματα ή άλλους συλλόγους.
Ροσιναντε
Η αναρχοσυνδικαλιστική εφημερίδα ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ διευθύνεται από την συντακτική ομάδα της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε. Σκοπός της είναι η προώθηση του αναρχοσυνδικαλισμού και του επαναστατικού συνδικαλισμού μέσα στα σωματεία και τους εργασιακούς χώρους, καθώς και η πληροφόρηση πάνω σε εργατικά ζητήματα. Τα κείμενα με υπογραφή εκφράζουν μεν την άποψη του συντάκτη τους, αλλά έχουν τη γενική έγκριση της συντακτικής ομάδας, εκτός και αν αναφέρεται διαφορετικά. Η αναπαραγωγή των κειμένων είναι ελεύθερη και η συντακτική ομάδα ζητά μόνο να αναφέρεται η πηγή τους.
Δράση
Η εφημερίδα «ΔΡΑΣΗ» είναι μια διμηνιαία εφημερίδα, που διανέμεται δωρεάν σε εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους και απευθύνεται σε όλο τον κόσμο της εργασίας. Η βάση της λειτουργίας της είναι οι ανοιχτές αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις στις οποίες καλείται να συμμετάσχει καθένας-μιά ενδιαφερόμενος-η.
Ο στόχος της είναι να συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός πολύμορφου μαζικού χειραφετημένου κινήματος του κόσμου της εργασίας, αποτελώντας παράλληλα φωνή αντιπληροφόρησης και ανοιχτό βήμα έμπρακτων μορφών αλληλεγγύης και συσπείρωσης του κόσμου της εργασίας.
Άπατρις
Η εφημερίδα δρόμου Άπατρις ξεκίνησε το 2009 από το Ηράκλειο και για ένα χρόνο έβγαινε σε τοπικό επίπεδο. Το 2010 ξεκίνησαν να συνεργάζονται στο εγχείρημα και σύντροφοι/συντρόφισσες από άλλες περιοχές της Κρήτης. Από τότε και για περίπου 2,5 χρόνια η Άπατρις εκδιδόταν ως παγκρήτια αναρχική εφημερίδα. Το προσεχές τεύχος, που θα εκδοθεί τη δεύτερη εβδομάδα του Οκτωβρίου 2013, θα είναι πανελλαδικό.
Η βασική θέση της αρχικής εκδοτικής ομάδας, σύμφωνα με το editorial του πρώτου φύλλου (Μάρτιος 2009), ήταν οτι οι υπάρχουσες δομές πληροφόρησης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο πραγματικής ενημέρωσης και ελεύθερης έκφρασης κι ως εκ τούτου οποιαδήποτε προσπάθεια ρεφορμιστικού χαρακτήρα είναι μη αποτελεσματική. Ως μέσο αντιπληροφόρησης η Άπατρις δύναται να συμβάλλει στην συνδιαμόρφωση ενός ανεξάρτητου κοινωνικού λόγου. Γι’αυτό άλλωστε τονίζεται και η προσωπική ευθύνη του κάθε συγγραφέα. Οι ίδιοι αναφέρουν σχετικά: “Σκοπός αυτής της έκδοσης δεν είναι να βγεί μια κοινή γραμμή ή αντζέντα που να προτείνει τη σωστότερη λύση. Σκοπός μας είναι να ακουστούν απόψεις που δεν είναι απαραίτητο να συμφωνούν απόλυτα, απόψεις και γεγονότα που επιμελώς θάβονται από τα μέσα μαζικής εξημέρωσης και αλλοιώνονται υπό το βάρος των εξουσιαστικών συμφερόντων, αλλά και να αφουγκραστούμε τις εξελίξεις γύρω μας ώστε να αναπτύξουμε το λόγο μας και τις πράξεις μας.“
Η Άπατρις έκανε πρόσφατα ένα κάλεσμα για συνάντηση των ήδη υπάρχοντων μέσων αντιπληροφόρησης της Ελλάδας η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά στις 29 Ιουνίου 2013 στο Ηράκλειο. Σ’αυτήν πήραν μέρος διάφορες συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της αντιπληροφόρησης (athens indymedia, candia alternativa, radio revolt, 98 fm, espiv, Άπατρις, κα). Παρόμοιες κινήσεις είχαν γίνει και στο παρελθόν (Θες/κη 2011, Αθήνα) με αφορμή την καταστολή της λειτουργίας διαφόρων μέσων, οι οποίες είχαν τονίσει την ανάγκη ύπαρξης πιο οργανωμένων και τακτικών συναντήσεων σε πανελλαδικό επίπεδο.
Η πρόταση της ‘Απατρις για τη συνάντηση του Ιουνίου είχε δύο σκέλη. Το ένα αφορούσε την επιθυμία του ανοίγματος της Άπατρις σε πανελλαδικό επίπεδο, το οποίο τελικά αποφασίστηκε κι ως εκ τούτου το επόμενο τεύχος θα είναι πανελλαδικό. Σ’αυτό πλαίσιο συζητήθηκαν οι βάσεις της συνεργασίας όσων ενδιαφέρονταν να συμμετέχουν στην έκδοση μιας αποκεντρωμένης πανελλαδικής Άπατρις. Η συζήτηση κατέληξε στα εξής βασικά σημεία όσον αφορα την οργάνωση και τη λειτουργία της:
1. Η δομή της πανελλαδικής Άπατρις
Για την αποκεντρωμένη λειτουργία αυτού του εγχειρήματος αποφασίστηκε η δημιουργία διαφόρων συντακτικών ομάδων καθεμία από τις οποίες θα λειτουργεί σε τοπικό επίπεδο. Σύμφωνα με την αρχική θέση της Άπατρις σχετικά με την ατομική ευθύνη του συγγραφέα τονίζεται οτι κάθε συντακτική ομάδα θα αποτελείται από άτομα των οποίων η συμμετοχή σε άλλες πολιτικές συλλογικότητες δεν μπορεί να δεσμεύει ή να επηρεάζει την λειτουργία της εφημερίδας ή της κάθε τοπικής συντακτικής ομάδας. Κατ’ επέκταση η συντακτική συνέλευση δεν μπορεί να γίνει μέσο επικύρωσης αποφάσεων ειλημμένων σε συνελεύσεις ξένες προς την Άπατρις.
2. Τα καθήκοντα των συντακτικών ομάδων
Κάθε συντακτική ομάδα δεσμεύεται να συνεισφέρει ένα συγκεκριμένο αριθμό σελίδων σε κάθε τεύχος. Για παράδειγμα η συντακτική ομάδα της Αθήνας θα συνεισφέρει αρχικά 6 σελίδες, η αντίστοιχη ομάδα της κεντρικής Ελλάδας 3 σελίδες, κοκ. Αυτός ο αριθμός μπορεί να αλλάξει ανάλογα με τις συνθήκες. Αυτό σημαίνει οτι κάθε συντακτική ομάδα μπορεί να διεκδικήσει επιπλέον ύλη ανάλογα με την επικαιρότητα. Οι συντακτικές ομάδες κάθε περιοχής θα ασχολούνται με τα εξής:
3. Η ύλη της Άπατρις
Προτεραιότητα στη δημοσίευση έχουν με τη σειρά
Τα κείμενα που δε θα εμφανίζονται σε ένα τεύχος θα μπορούν να δημοσιεύονται είτε στην ηλεκτρονική σελίδα της Άπατρις είτε στο επόμενο φύλλο εφόσον θεωρείται σημαντικό. Όπως αναφέρθηκε η ύλη της κάθε συντακτικής ομάδας δε θα συγγράφεται από το σύνολο της αλλά το κάθε μέλος θα δεσμεύεται και θα προτείνει κάτι προς συγγραφή το οποίο και θα υπογράφει. Αυτό, ωστόσο, δε θα εμποδίζει μια συντακτική ομάδα να γράψει ένα συλλογικό κείμενο εφόσον αυτό αποφασιστεί στη συνέλευσή της. Επίσης είναι δυνατή η συνεργασία μελών διαφορετικών συντακτικών ομάδων εάν αυτό είναι επιθυμητό και εφικτό. Εάν μια συντακτική ομάδα δεν καλύψει τον αριθμό των σελίδων για τις οποίες έχει δεσμευτεί το κενό θα συμπληρώνεται από κείμενα άλλων συντακτικών ομάδων.
4. Ο συντονισμός των συντακτικών ομάδων
Η Άπατρις επιθυμεί να λειτουργήσει και σε πανελλαδικό επίπεδο χωρίς αρχισυνταξία από συγκεκριμένα άτομα αλλά με βάση την ενεργή συμμετοχή του καθενός. Για να μοιραστεί η αρχισυνταξία σε όλα τα μέλη δημιουργείται ένα φόρουμ, το οποίο θα αποτελεί τον χώρο στησίματος της εφημερίδας όσον αφορά την θεματολογία της. Σ’αυτό θα ανεβαίνουν όλα τα προς δημοσίευση κείμενα κάτω από τα οποία θα γίνονται διορθώσεις, σχόλια και προτάσεις, τα οποία βέβαια δεν θα είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτικά για τον συγγραφέα κάθε άρθρου.
5. Διανομή και κόστος
Η διανομή και το κόστος διευθετείται σύμφωνα με τον κανόνα “Καθένας συνεισφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του και καταναλώνει ανάλογα με τις ανάγκες του”. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από την αρχική ευθύνη κάθε συντακτικής ομάδας για την κάλυψη των εξόδων που προκύπτουν από τα φύλλα που θα μοιράζονται σε τοπικό επίπεδο (με συναυλίες, κουτί ενίσχυσης, κλπ.)υπάρχει και η δυνατότητα κάλυψης μέρους αυτών των εξόδων από το κεντρικό ταμείο.
Το δεύτερο σκέλος της συνάντησης (Ιούνιος 2013) αφορούσε τη σχέση της πανελλαδικής Άπατρις με τα τοπικά εγχειρήματα αντιπληροφόρησης. Η Άπατρις είναι ξεκάθαρη ως προς την επιθυμία της να λειτουργήσει συμπληρωματικά ως πλατφόρμα αντιπληροφόρησης που θα ενισχύει τα σχετικά τοπικά εγχειρήματα σε τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι αυτό της αυτομόρφωσης η οποία θα προωθηθεί και θα ενισχυθεί μέσα απο μια σειρά σεμιναρίων για τη χρήση των εργαλείων έκδοσης ενός εντύπου. Το δεύτερο αφορά τις τεχνικές υποδομές και περιλαμβάνει την υλική και συμβουλευτική υποστήριξη των τοπικών εκδοτικών κινήσεων στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Το τρίτο επίπεδο σχετίζεται με τη δημιουργία ενός σταθερού και οργανωμένου δικτύου αντιπληροφόρησης σε πανελλαδικό επίπεδο. Τονίζεται οτι σ’αυτό το δίκτυο θα συμμετέχουν κινηματικά ραδιόφωνα, ιστοσελίδες και έντυπα. Αυτή η οριζόντια δικτύωση των μέσων αντιπληροφόρησης σε εθνικό επίπεδο προκύπτει από την ανάγκη ενισχυσης της πρωτογενούς παραγωγής ειδήσεων, της διασταύρωσης των πληροφοριών και της συνεπαγόμενης αποφυγής της καθεστωτικής προπαγάνδας. Η ίδια ανάγκη, δεδομένων των σημερινών συνθηκών (κρατική καταστολή, εργατική τρομοκρατία, κλπ.),υπάρχει φυσικά και σε διεθνές επίπεδο. Κατ’επέκταση η Άπατρις επιθυμεί τη δημιουργία συνεργασιών με ανάλογα εγχειρήματα του εξωτερικού με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός διεθνούς δικτύου μέσων αντιπληροφόρησης. Σ’αυτό το πλαίσιο ξεκινούν οι πρώτες συνεργασίες της Άπατρις με περιοδικά όπως η Brand (Σουηδία) και η La miccia (Ιταλία). Οι εν λόγω συνεργασίες θα κινηθούν αρχικά σε επίπεδο ανταλλαγής μεταφρασμένων άρθρων που θα δημοσιεύονται στην Άπατρις.
Υπάρχει επίσης μια πρόταση δημιουργίας μιας κεντρικής ιστοσελίδας στην οποία τα διάφορα τοπικά εγχειρήματα αντιπληροφόρησης από όλη την Ευρώπη θα ανεβάζουν άρθρα τους. Τη μετάφραση των κειμένων μπορεί να αναλαμβάνουν είτε οι ίδιες οι τοπικές ομάδες αντιπληροφόρησης είτε μεταφραστικές ομάδες που δραστηριοποιούνται στον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Τονίζεται ότι απώτερος σκοπός αυτής της παρουσίασης δεν είναι μόνο η γνωστοποίηση των σχετικών εγχειρημάτων στην Ελλάδα, και ειδικότερα της Άπατρις, αλλά κυρίως η έκφραση της ανάγκης να δημιουργηθεί ένα δίκτυο σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτό καλούνται να συμμετέχουν τόσο συλλογικότητες, δηλαδή ομάδες που δραστηριοποιούνται σε ήδη υπάρχοντα σχετικά εγχειρήματα του εξωτερικού, όσο και άτομα που δραστηριοποιούνται ή ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν στον χώρο της αντιπληροφόρησης.
Κείμενο από την παρουσίαση της εφημερίδας δρόμου Άπατρις στο διήμερο αναρχικό φεστιβάλ βιβλίου στο Μάλμο της Σουηδίας.
Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/anarchist-newspapers/
ΤΗΣ ΜΑΡΙΛΕΝΑΣ ΠΑΤΕΡΑΚΗ
MARIUS TURDA, Modernism and Eugenics, Nέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2010
«Η ευγονική είχε μια καίρια συμβολή στην κατασκευή ενός ‘ένδοξου εθνικού παρελθόντος’, μέσω φυλετικών τυπολογιών, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για ένα αποκαθαρμένο εθνικό μέλλον. Ο σχεδιασμός αυτός περιλάμβανε όμως και την κατασκευή ενός εσωτερικού ή εξωτερικού Άλλου, διαφορετικού σε κάθε εθνική περίπτωση. Οι ευγονικές ιδέες συνέβαλλαν έτσι στην στοχοποίηση τόσο ατόμων όσο και πληθυσμιακών ομάδων και ευνόησαν το ιδεολόγημα περί συλλογικής ευθύνης για το έθνος και τη φυλή».
Τα τελευταία είκοσι χρόνια η ευγονική δεν εξετάζεται πλέον ως ένα πεπερασμένο επεισόδιο της ιστορίας, συνδεδεμένο σχεδόν αποκλειστικά με τη ναζιστική Γερμανία. Ο Marius Turda ανήκει σε μια ομάδα ερευνητών που μελετά ζητήματα ευγονικής σε κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Με το βιβλίο αυτό επιχειρεί μια σφαιρική προσέγγιση, έχοντας ως κύριο στόχο να καταδείξει την ισχυρή σχέση μοντερνισμού και ευγονικής στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, για την περίοδο 1870-1940. Ως το πρώτο έργο μιας σειράς που έχει ως κεντρικό στόχο να διευρύνει την έννοια του μοντερνισμού, πέρα από τα πεδία της τέχνης και της αισθητικής, αυτό δεν στοχεύει σε μια συνολική ιστορία της ευρωπαϊκής ευγονικής αλλά σε μια προσέγγιση που θα δείξει ότι η ευγονική αποτελεί μια εμβληματική έκφραση της νεωτερικότητας. Ο Turda αναδεικνύει την πολυμορφία της ευγονικής στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, εστιάζοντας στην κοινή επιδίωξη των ευγονιστών για ένα βιολογικά υγιές εθνικό σώμα και στην συναφή με αυτή βιολογική αναπαράσταση του έθνους.
Στο πρώτο κεφάλαιο παραθέτει στοιχεία απαραίτητα για την κατανόηση των απαρχών του ευγονικού κινήματος. Οι μεγάλες μεταβολές των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, ευνόησαν την ανάπτυξη μιας σειράς φόβων σχετικά με το μέλλον τους, οι οποίοι αποκρυσταλλώθηκαν σε έναν ευρύτερο επιστημονικό, υποτίθεται, λόγο περί “εκφυλισμού”. Γεννημένη σε αυτό το κλίμα, η ευγονική αποτελούσε μια γνώση υβριδικής μορφής. Συνδυάζοντας επιστημονική γλώσσα, θρησκευτικές πεποιθήσεις και πολιτικές βλέψεις, οι ευγονιστές έθεσαν ως στόχο τους την ορθολογική διαχείριση της ανθρώπινης ζωής, για την αντιμετώπιση της βιολογικής παρακμής. Όλα τα παραπάνω στοιχεία εμφανίζονται στο λόγο του εισηγητή του όρου “ευγονική” (1883), Francis Galton. Σύμφωνα με τον Turda, ο συνδυασμός τους την εντάσσει εξαρχής στα πλαίσια του προγραμματικού μοντερνισμού. Παρόμοιες, αν και όχι ίδιες αρχές, διέπουν τις πρώτες εθνικές ευγονικές εταιρείες, καθώς και τα πρώτα διεθνή δίκτυα. Τα δίκτυα αυτά εμφανίζονται στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, έχοντας όμως περιορισμένη απήχηση στην κοινωνία και το κράτος.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Turda παρουσιάζει τις μεγάλες αλλαγές που επέφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στο ευγονικό κίνημα. Κατά τη διάρκειά του, αναπτύχθηκαν εντός του κινήματος μια σειρά διαφωνίες, οι οποίες ανέδειξαν μια πλειάδα ευγονικών τάσεων. Ο πόλεμος ευνόησε τελικά την είσοδο της ευγονικής στο πολιτικό προσκήνιο, στο μέτρο που βοήθησε στην επικράτηση της αντίληψης του έθνους ως βιολογικού οργανισμού. Έτσι οι ευγονιστές εμφανίστηκαν ως εκείνοι που διέθεταν την τεχνογνωσία για τη “ρύθμιση” της υγείας του, στρεφόμενοι προς το κράτος ως το μοναδικό φορέα που θα μπορούσε να υλοποιήσει τις προτάσεις τους.
Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται ο ρόλος της ευγονικής στην ανάπτυξη τεχνολογιών εθνικής βελτίωσης από το 1919 ως το 1933. Η ανοικοδόμηση των κρατών που ενεπλάκηκαν στον πόλεμο και η εμφάνιση νέων κρατών που αναδύθηκαν από τις Συνθήκες Ειρήνης του 1919-20, δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος για τους ευγονιστές. Η ευγονική ρητορική διαχέεται στην κοινωνία, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι των εκσυγχρονιστικών σχεδίων. Παρόλο που οι ευγονικές προτάσεις δεν υιοθετήθηκαν τις περισσότερες φορές, συζητήθηκαν έντονα στην Ευρώπη. Η ευγονική ως νεωτερικό εγχείρημα το οποίο θα φρόντιζε για την υγεία του έθνους, λειτουργούσε αμφίσημα: από τη μια οδηγούσε στην ένταξη ορισμένων ατόμων στα νεωτερικά συστήματα υγείας και πρόνοιας, από την άλλη κατέληγε στο στιγματισμό και αποκλεισμό άλλων ατόμων και πληθυσμιακών ομάδων. Η εμπλοκή της ευγονικής σε ζητήματα αναπαραγωγής και οικογενειακού προγραμματισμού, που οδηγούσαν σε κατασταλτικές πολιτικές, την έφερε κάποιες φορές αντιμέτωπη με την εκκλησία. Οι σχέσεις εκκλησίας ευγονικής είναι γενικά εξαιρετικά αμφίσημες. Παρόλα αυτά, η καθολική εκκλησία έλαβε επίσημη θέση εναντίον της, με την εγκύκλιο Casti Connubii του 1930.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο καλύπτει την περίοδο 1933-1940, ο Turda εξετάζει τη σχέση της ευγονικής με τις βιοπολιτικές αναπαραστάσεις του έθνους. Επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους η ευγονική είχε μια καίρια συμβολή στην κατασκευή ενός “ένδοξου εθνικού παρελθόντος”, μέσω φυλετικών τυπολογιών, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για ένα αποκαθαρμένο εθνικό μέλλον. Ο σχεδιασμός αυτός περιλάμβανε όμως και την κατασκευή ενός εσωτερικού ή εξωτερικού Άλλου, διαφορετικού σε κάθε εθνική περίπτωση. Οι ευγονικές ιδέες συνέβαλλαν έτσι στην στοχοποίηση τόσο ατόμων όσο και πληθυσμιακών ομάδων και ευνόησαν το ιδεολόγημα περί συλλογικής ευθύνης για το έθνος και τη φυλή.
Αντλώντας από την μεθοδολογία της ιστορίας των εννοιών (Begriffsgeschichte) και έχοντας στη διάθεση του ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, ο Turda συνθέτει μια κοινωνική και πολιτική ιστορία της ευγονικής. Υιοθετεί τη γραμμή των πρόσφατων μελετητών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την ευγονική ως μια καθόλα νόμιμη επιστήμη για την εποχή της. Διαφωνεί με αυτό που περιγράφει ως αναχρονιστικό χαρακτηρισμό της ευγονικής ως “ψευδοεπιστήμη”, στη βάση κάποιων επιστημολογικών κριτηρίων που διατυπώθηκαν αργότερα. Ο Turda τοποθετείται ρητά ενάντια στην ιδέα περί αυτονομίας της επιστήμης, θεωρώντας την επιστήμη αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, μας παρέχει ένα πανόραμα των ευγονικών ιδεών ανά την Ευρώπη, στη βάση μιας σύγκρισης εθνικών περιπτώσεων. Η ένταξη στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι των ευγονιστών των Βαλκανίων, της Τουρκίας, της Ουγγαρίας και άλλων χωρών της περιφέρειας, και τα δίκτυα που αναπτύσσονται με το κέντρο, αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά σημεία του βιβλίου του.
Στην προσπάθεια του συγγραφέα να συνθέσει μια συνεκτική ιστορία, προκύπτουν και κάποιες παραλείψεις. Για παράδειγμα, ο Turda παραβλέπει την αντίθεση κάποιων γενετιστών στην νομιμότητα του ευγονικού εγχειρήματος που αναπτύσσεται στην δεκαετία του 1930, παράλληλα με την κριτική της καθολικής εκκλησίας. Επίσης, η ανάπτυξη ευγονικών ιδεών και πρακτικών στις γερμανικές μειονότητες των ανατολικών χωρών δεν συνδέεται στο βιβλίο σχεδόν καθόλου με το σχέδιο του “ζωτικού χώρου” που ανάπτυξε το Τρίτο Ράιχ.
Οι μελετητές συμφωνούν πλέον ότι η ευγονική αφορά όλο τον 20ο αιώνα, εξέλαβε και άλλες μορφές, που δεν εξετάζονται στο συγκεκριμένο έργο, ενώ είχε λάβει μια παγκόσμια διάσταση. Το βιβλίο του Turda προσφέρει μια συμπαγή και συνεκτική διεπιστημονική ιστορία της ευρωπαϊκής ευγονικής, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη του βιοπολιτικού εθνικού κράτους.
Η Μαριλένα Πατεράκη είναι υποψήφια διδάκτωρ στην ιστορία της τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αναδημοσίευση από: http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=754559