Category Archives: Αταξινόμητα

Ένας αναρχικός άνεμος στη γεωγραφία

geogranar

 

 

 

 

Η γεωγραφία και ο αναρχισμός συνδέονται ιστορικά μέσω μιας ελάχιστα γνωστής αλλά ουσιαστικής ιστορίας που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα και περιλαμβάνει γεωγράφους όπως ο Elisée Reclus και ο Pierre Kropotkine, που ήταν επίσης κορυφαίοι υποστηρικτές και στοχαστές του αναρχισμού. Μαζί με άλλους αναρχικούς γεωγράφους, όπως ο Leon Metchnikoff, ο Charles Perron ή ο Mikhail Dragomanov, συμμετείχαν στη συγκρότηση του αναρχικού κινήματος στη δεκαετία του 1880 στην Ευρώπη, μετά τη διάλυση της πρώτης Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων.
Αυτή η σύμπτωση δεν είναι τυχαία γιατί η αναρχική θεωρία και πρακτική έχουν κοινά σημεία με τη γεωγραφία, αλλά δεν εξαρτάται η μία από την άλλη. Αυτοί οι γεωγράφοι έχουν δει στο χώρο και στην κομμουναλιστική ή φεντεραλιστική προοπτική μοχλούς τόσο ατομικής όσο και συλλογικής χειραφέτησης. Ακόμα κι αν οι κυρίαρχοι αναρχικοί θεωρητικοί της προηγούμενης γενιάς, όπως ο Pierre-Joseph Proudhon ή ο Michel Bakounine, ενδιαφέρονταν περισσότερο για τον τομέα της κοινωνιολογίας ή των πολιτικών επιστημών, ένα μεγάλο μέρος του έργου τους μπορεί να αναλυθεί από γεωπολιτική σκοπιά.
Ενώ ο Μαρξ και οι μαρξιστές έλκονται από την ιστορία και συνεπώς από το χρόνο, οι αναρχικοί ενδιαφέρονται για το χώρο και ως εκ τούτου για το περιβάλλον. Η ελευθερία έχει ανάγκη από αέρα. Η ιστορία φαίνεται να είναι πιο επιδεκτική, πιο επιβλητική, κάτι το οποίο γίνεται κατανοητό από το  “καθήκον της μνήμης” που έχει. Ο χώρος μπορεί να προσδιοριστεί, αλλά πάντα υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι σπάνε το κλουβί. Το έργο δεν έχει ολοκληρωθεί, διότι ακόμη κι αν το Τείχος του Βερολίνου έπεσε, μπορεί να βρει κανείς τείχη κατά μήκος του Ρίο Γκράντε, στην Παλαιστίνη, στη Θέουτα,  στην Κύπρο, στο Panmunjom ή αλλού – και η λίστα συνεχίζεται… Αλλά κανένα συρματόπλεγμα, κανένας φράχτης δε θα εμποδίσει τους φτωχούς να κερδίσουν τους πλούσιους τόπους ή την ελευθερία.
Η μαρξιστική θεώρηση φαίνεται τελεολογική στους αναρχικούς γεωγράφους με την προγραμματισμένη διαδοχή της από τους τρόπους παραγωγής που οδηγούν αναπόφευκτα στον κομμουνισμό. Ο Reclus και ο Kropotkine τόνισαν, ωστόσο, από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού, όχι μόνο δεν περιορίζεται στη συγκέντρωση του βιομηχανικού κεφαλαίου στα χέρια κάποιων μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά πολλαπλασιάζει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και διατηρεί την αγροτική τάξη.
Σύμφωνα με αυτούς, αυτή η διαδικασία δεν εξαρτάται μόνο από τη διάδοση της ηλεκτρικής ενέργειας που επιτρέπει διάσπαρτη εγκατάσταση, αλλά και από την ανάπτυξη των μεσαίων τάξεων. Σε αντίθεση με την μαρξιστική ανάλυση που σχηματοποιεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, οι αναρχικοί γεωγράφοι λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη αυτών των νέων τάξεων, που όπως έχει ήδη ειπωθεί από τον Proudhon, περιπλέκουν το παιχνίδι των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων. Όσον αφορά την αγορά, διαφοροποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο σε έναν ανταγωνισμό από τις νέες χώρες. Ο Reclus προαναγγέλλει έτσι την παρακμή του Ηνωμένου Βασιλείου και την εμφάνιση της Κίνας.
Το ενδιαφέρον των αναρχικών γεωγράφων για το χώρο και το περιβάλλον έρχεται σε αντιστοιχία με την εμπειρία τους. Η άρνηση τους για τον σοβινισμό των εθνών ή των μικρών πατρίδων συνοδεύεται από μια αγάπη για το ταξίδι – η οποία έχει επιλεγεί ή έχει επιβληθεί (ο Reclus, ο Kropotkine και ο Metchnikoff έχουν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, αλλά ήταν επίσης και πολιτικοί εξόριστοι) – που τους επιτρέπει να γνωρίσουν από κοντά τους λαούς, την ποικιλομορφία τους, αλλά και την κοινότητά τους, πέρα από τις γνώσεις που παρέχει μια βιβλιοθήκη. Η επαφή με την “υγιή φύση”, όπως την αποκαλεί ο Reclus, ευνοεί τη συμφυή σε κάθε άτομο και κοινωνία ποιητική και αισθητική διάσταση. Δεν την βλέπουν σαν κάτι που πρέπει να απομονωθεί. Ο Reclus  δεν είναι “urbaphobe 1“, δεδομένου ότι η πόλη μπορεί να είναι το μέρος της δυστυχίας και του πολιτισμού. Με την προσκόλλησή τους στο δαρβινισμό ότι όλα αλλάζουν, ο “αγώνας για τη ζωή” αντισταθμίζεται από την “αμοιβαία βοήθεια” ή την “αλληλοβοήθεια” εντός και μεταξύ των ειδών.
Ο Reclus, ο Kropotkine και ο Metchnikoff πολεμούν με αποφασιστικότητα τις ιδέες του Malthus, εκτιμώντας ότι ο λόγος του για το πεπερασμένο είναι μόνο ένα μέσο για την αστική τάξη και τα κράτη να αρνηθούν  να μοιραστούν τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι. Οι πόροι θα πρέπει να διαχειριστούν αποτελεσματικά. Η κύρια αιτία σπατάλης τους είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία και ο νόμος της αγοράς. Ο Kropotkine θεωρεί ότι οι πρώτοι σοσιαλιστές έκαναν λάθος με το να στηρίξουν το συνεταιριστικό τους σχέδιο στην παραγωγή, ενώ έπρεπε να ξεκινήσουν από την κατανάλωση: να σκεφτούν τις ανάγκες και να οργανωθούν αναλόγως.
Τέλος, η γεωγραφία αυτών των αναρχικών βασίζεται σε δύο πυλώνες της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής: την κοινότητα και την ομοσπονδία των κοινωνικοοικονομικών οργανισμών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κοινοτισμός του εικοστού αιώνα, τον οποίο ο Kropotkine θεωρεί το ιδεώδες χειραφέτησης στις ελεύθερες πόλεις του Μεσαίωνα έως την Γαλλική Επανάσταση ή την Ελβετική Συνομοσπονδία, τους έχει εμπνεύσει, παρά την καταστολή της Κομμούνας του Παρισιού (1871) που σηματοδότησε επίσης την αποτυχία της Πρώτης Διεθνούς.
Αλλά η κοινότητα, το τοπικό, το μικρό, δεν αρκούν, υπό τον κίνδυνο των τοπικών εγωισμών ή της εντροπίας: είναι αναγκαία η ανταλλαγή, ο δεσμός, η ομοσπονδία υπό τη μορφή συμβάσεων διμερών (αμοιβαία υποχρέωση μεταξύ των μερών) και αθροιστικών (ισοδυναμία τελών, δικαιωμάτων, και υποχρεώσεων). Αυτές οι συμβάσεις βασίζονται στην επιτακτική (που απαγορεύεται από το γαλλικό Σύνταγμα) και ανακλητή εντολή. Ενάντια στο χάος της παγκόσμιας αναταραχής και στην αποτυχία των εναλλακτικών λύσεων – η δύσκαμπτη κοινωνική δημοκρατία, ο κομμουνισμός της δικτατορίας, ο επαναστατικός εθνικισμός ή η πολιτική οικολογία – μια γενιά ανακαλύπτει εκ νέου τη σκέψη και τη δράση αυτών των αναρχικών γεωγράφων. Γεωγράφοι συγκεντρώνονται μέσω διεθνούς δικτύωσης – δίκτυο αναρχικών γεωγράφων – για να τους γνωρίσουμε και να κάνουμε πράξη τον τρόπο σκέψης τους.
Ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των κοινωνικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο έχουν μια γεωγραφική πρακτική: κατάληψη των δημόσιων χώρων με τους αγανακτισμένους και κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων στην Τυνησία, την Αίγυπτο και την Τουρκία επανοικειοποίηση των δημοσίων χώρων, όπως στην Ελλάδα, ζώνες υπεράσπισης ενάντια σε άχρηστα έργα όπως στη Notre-Dame -des-Landes ή στην κοιλάδα Susa, οργάνωση οικονομικών κυκλωμάτων μικρών ή διαφορετικών με προγράμματα παρακολούθησης και αξιολόγησης της αρκτικής ή με τοπικά συστήματα συναλλαγών. Στην Oaxaca στο Μεξικό ή στο Port Said, ο κοινοτισμός παραμένει ζωντανός…
Από τη σύγκλιση μιας αναρχικής γεωγραφικής σκέψης με αυτές τις δράσεις μπορεί να αναπτυχθεί μια νέα ελπίδα της χειραφέτησης.
1: urbaphobie: η εχθρικότητα προς την πόλη
Πηγή: Liberation
Επιμέλεια μετάφρασης: Κωνσταντίνα Μαγγίνα

Αναδημοσίευση από: http://afterhistory.blogspot.gr/2013/10/blog-post_16.html

ΑΝΟΙΚΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ «ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ ΟΛΟΥΣ!»

futuro

ΑΝΟΙΚΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ
 
 «ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ ΟΛΟΥΣ!»[1]
 
Διεκδικώντας το δικαίωμα όλων στην δημόσια ψυχική υγεία
Αντιστεκόμενοι στην κατασταλτική ψυχιατρική και
στην εξαθλίωση που επιβάλλουν κυβέρνηση και μνημόνιο
Οργανώνοντας εστίες αντίστασης και διεκδίκησης
για μια άλλη κουλτούρα στην ψυχική υγεία
 
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013, 10:00
 
κεντρικό κτήριο Πανεπιστημίου Αθηνών (Προπύλαια)
Πανεπιστημίου 30
Αμφιθέατρο «Γιάννης Δρακόπουλος»
(είσοδος από Ρήγα Φεραίου)
 
Είμαστε επαγγελματίες εργαζόμενοι και άνεργοι στο χώρο της ψυχικής υγείας που μας  πνίγει η βαρβαρότητα της ασκούμενης ψυχιατρικής. Είμαστε άνθρωποι που έχουμε διαγνωστεί από επαγγελματίες που δε μας άκουσαν, που τα συμπτώματα μας φροντίσανε να μας τα διαγράψουν με ηλεκτροσόκ και φάρμακα παρά να μας ακούσουν ως ανθρώπους που έχουμε τραυματιστεί. Είμαστε γονείς και φίλοι ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία που σπάνια αν όχι ποτέ δεν μπήκαμε σε έναν ανοικτό διάλογο με επαγγελματίες για την πολυπλοκότητα των προβλημάτων που αναδύθηκαν όλα αυτά τα χρόνια στην καθημερινότητά μας.
Βιώνουμε όλοι μας τις συνέπειες μιας παγκόσμιας κρίσης που στην ελληνική πραγματικότητα έχει ήδη δημιουργήσει σε όλους/ες μας ανασφάλεια και απογοήτευση. Βλέπουμε στο ήδη απαξιωμένο δημόσιο σύστημα ψυχικής υγείας να διαγράφεται ένα μέλλον ακόμα πιο δυσοίωνο. Στο πνεύμα του πιο άκρατου νεοφιλελευθερισμού οι επιταγές είναι ξεκάθαρες: ιδιωτικοποίηση της παρεχόμενης φροντίδας και περίθαλψης, εργασιακή επισφάλεια και εκτόπιση των πιο αδύναμων από τους ψυχικά πάσχοντες στο δρόμο στο «μοντέλο όσο πιο αδύναμος τόσο πιο περιττός». Και γνωρίζουμε πολύ καλά πως η αδυναμία αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν κοινωνικών συνθηκών. Συνδεόμαστε γιατί εξαθλιωμένοι και επισφαλείς εργαζόμενοι σημαίνει αύξηση της ψυχιατρικής καταστολής. Συνδεόμαστε γιατί ο λόγος των άμεσα ενδιαφερομένων μας είναι αναγκαίος για τη διάνοιξη θεραπευτικών διεξόδων. Συνδεόμαστε γιατί το επιχειρούμενο fast trackκλείσιμό των ψυχιατρείων  που προγραμματίζεται μας αφορά όχι γιατί τα θέλουμε ανοικτά αλλά ακριβώς γιατί κανείς δε μιλάει για το τι εννοείται ως κλείσιμο και τι ως άνοιγμα: ως  ανοικτή πόρτα και άνοιγμα στην κοινότητα, ως ανοικτή ακρόαση και ανοικτός διάλογος. Αντίθετα ο ψυχιατρικός μονόλογος ήδη αρθρώνει λόγο περί «υποχρεωτικής κατ’ οίκον νοσηλείας», μιλάει για την αναγκαιότητα ίδρυσης δικαστικών ψυχιατρείων, φέρνει στην επικαιρότητα το ηλεκτροσόκ ως εξωραϊσμένη και σαφώς οικονομικότερη πρακτική. Με αιχμή της επικαιρότητας τις ανεκδιήγητες αποφάσεις του υπουργού τηλεπωλήσεων και τηλεαπολύσεων για τα ψυχιατρεία και τον αγώνα που έχει ήδη ξεκινήσει για την κατάργηση στην πράξη της παρακράτησης των συντάξεων των ενοίκων δομών ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης καλούμε σε μια ανοικτή συνάντηση συζήτηση.
Καλούμε καθένα και καθεμία που ενδιαφέρεται σε μια συνάντηση που, όπως έλεγε και Γιώργος Γιαννουλόπουλος μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του, πρόκειται για ένα θέμα που μας αφορά όλους.
Καλούμε λοιπόν σε μια συνάντηση γιατί το χρειαζόμαστε στη ροή ενός αγώνα διεκδίκησης και ανατροπής, γιατί έχουμε ανάγκη να αρθρώνεται αντίλογος στον κυρίαρχο ψυχιατρικό λόγο, αυτόν που από θέσπισής του πορεύεται χέρι χέρι με τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο.
Καλούμε όσους/ες ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν ισότιμα σε μια ανοικτή συζήτηση για να δημιουργήσουμε τις σχέσεις εκείνες που θα αποτελέσουν θεμέλια για τη διαμόρφωση ενός πολύμορφου κινήματος στο χώρο της ψυχικής υγείας.
Καλούμε σε μια συνάντηση διεκδίκησης καταρχήν των αυτονόητων αλλά για να πάμε πέρα από το υπάρχον μοντέλο. Μαζί με χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγεία, επιζήσαντες της ψυχιατρικής, οικογένειες και φίλους, μαζί με επαγγελματίες και κάθε ενδιαφερόμενο/η για να πάρουμε την (ψυχική) υγεία στα χέρια μας.
Πρωτοβουλία
για τη δημιουργία ενός πολύμορφου
κινήματος στο χώρο της ψυχικής υγείας

[1] Από τίτλο ομιλίας του Γιώργου Γιαννουλόπουλου στη μνήμη του οποίου οργανώνεται η συνάντηση

 

Η μακεδονική γλώσσα και τα παπατζηλίκια τού κ. Μπαμπινιώτη

του Άκη Γαβριηλίδη

Σκαλίζοντας κάτι χαρτιά για ένα άλλο θέμα, έπεσα πρόσφατα σε ένα άρθρο που είχε δημοσιεύσει πριν από πέντε περίπου χρόνια στο Βήμα ο εθνικός μας «καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών» (σύμφωνα με την ίδια του την αυτοπαρουσίαση κάτω από το άρθρο), με τίτλο Γλωσσικές παραχαράξεις. Η «Μακεδονική» των Σκοπίων και τα περί σλαβομακεδονικής μειονότητας.

Ακόμη και χωρίς τον υπότιτλο, δεν θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς για ποιο σκοπό γράφτηκε το άρθρο: φυσικά για να προσδώσει και από τη σκοπιά της γλωσσολογίας περιωπή επιστημοσύνης στη γνωστή παραληρηματική θεωρία ότι η δημοκρατία της Μακεδονίας, οι κάτοικοί της, ο πολιτισμός τους, κάθε στοιχείο της κοινωνικής τους ζωής, είναι «ανύπαρκτοι». Η συμβολή αυτή είναι κρίσιμη, διότι, σε αντίθεση π.χ. με τους ιστορικούς και εν μέρει τους αρχαιολόγους, η ελληνική γλωσσολογική κοινότητα, προς τιμήν της, υπήρξε μάλλον απρόθυμη να συνεργήσει σε αυτή την κακόγουστη παράσταση. Και πράγματι, το άρθρο, από τη στιγμή που δημοσιεύθηκε, προστέθηκε και αυτό στο κιτ με τα «συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία» που κουβαλάν μαζί τους όλοι οι μακεδονομάχοι του διαδικτύου και εκσφενδονίζουν κατά των απίστων με την πρώτη ευκαιρία, όντας σίγουροι ότι τους «αποστομώνουν».

Διαβάζοντας όμως το άρθρο, διαπιστώνει κανείς ότι αυτή που θα άξιζε το χαρακτηρισμό «ανύπαρκτη» είναι μάλλον η θεμελίωση της θέσης που θέλει να υποστηρίξει. Για να μην πω ότι είναι στα όρια της διανοητικής και πολιτικής ανεντιμότητας.

Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος ο λόγος του Μπαμπινιώτη δεν μοιάζει καθόλου επιστημονικός ως προς τη μορφή του. Είναι ένας λόγος φλύαρος, παλιλλογικός, δημαγωγικός, γεμάτος παρενθέσεις, θαυμαστικά, εισαγωγικά –κυρίως αυτά- και υποτιμητικές, έως και σχεδόν απειλητικές εκφράσεις κατά παντός υπευθύνου ή ανευθύνου. Είναι φανερό ότι πρόκειται για έναν λόγο δικανικού τύπου, που δεν παριστάνει καν ότι σκοπεύει να αναζητήσει αμερόληπτα την αλήθεια –όπως υποτίθεται ότι κάνει η επιστήμη-, αλλά είναι ρητά απολογητικός υπέρ ενός εκ των δύο διαδίκων.

Η επίφαση επιστημοσύνης συνίσταται στην επίκληση κάποιων βιβλιογραφικών αναφορών σε τέσσερις υποσημειώσεις. Από τις τέσσερις, η πρώτη αφορά ένα άρθρο που συνέγραψε … ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης, ενώ η δεύτερη έναν συλλογικό τόμο στον οποίο είχε αυτός την «επιστημονική» (ο χαρακτηρισμός ανήκει επίσης στον ίδιο) επιμέλεια. Ως προς αυτή τη δεύτερη, μάλιστα, ο κ. πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού ψέγει την «Ελληνική Πολιτεία» που δεν χαλάλισε ακόμα κανένα μυστικό ή φανερό κονδύλιο για την «ευρύτερη διάδοση» του τόμου. Επί λέξει, την κατηγορεί ότι «δεν έστερξε ποτέ – μολονότι ζητήθηκε – να προβεί σε έκδοση τού βιβλίου στην αγγλική γλώσσα, ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές οι ελληνικές επιστημονικές θέσεις επί τού θέματος». (Ίσως κάτι ήξερε η «Ελληνική Πολιτεία» και δεν το έκανε).

Οι άλλες δύο, –και εδώ είναι το ζουμί-, αφορούν έργα ξένων επιστημόνων, με αυτές δε –και με την όλη σκηνοθετική παρουσίασή τους- επιδιώκεται να δημιουργηθεί στον αναγνώστη η εντύπωση ότι η θέση περί «ανυπαρξίας της ψευδώνυμης μακεδονικής των Σκοπίων» είναι αυτονόητη αλήθεια την οποία συμμερίζεται σύμπασα η διεθνής επιστημονική κοινότητα. Για να το επιτύχει αυτό, όμως, το άρθρο προβαίνει σε μία απροκάλυπτη και εξαιρετικά χοντροκομμένη χειραγώγηση.

Παραθέτω αυτούσιο παρακάτω το κείμενο των δύο αυτών υποσημειώσεων, διατηρώντας την ορθογραφία και τη μορφοποίηση του πρωτοτύπου:

3. Ο μεγάλος ιταλός ινδοευρωπαϊστής γλωσσολόγος Vittore Pisani (Il Macedonico, περιοδικόPaideia 12, 1957, σ. 250) γράφει «πράγματι ο όρος μακεδονική γλώσσα [εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων] είναι προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης». Ο δε ειδικός σλαβιστής γλωσσολόγος, ο Γάλλος Αndrι Vaillant (Le probleme du Slave Macidonien περιοδικό Bulletin de la Sociitι deLinguistique de Paris 39, 1938, σ. 205), είναι αυτός που τονίζει ότι «το όνομα Bulgari είναι στηνπραγματικότητα η εθνική ονομασία των Σλάβων τής Μακεδονίας, πράγμα που δείχνει πως (οι Σλάβοι τής περιοχής αυτής) υιοθέτησαν το όνομα Βούλγαροι που τους έδωσαν οι Σέρβοι».

4. Ο γερμανός γλωσσολόγος Heinz Wendt, (Sprachen 1961, σ. 285, λ. Slawische Sprachen), μιλώντας για τις σλαβικές γλώσσες, λέει: «Αν κατατάξει κανείς τις σλαβικές γλώσσες με βάση τη σημερινή τους δομή, πρέπει να θεωρήσει τη Βουλγαρική και τη Μακεδονική, [εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων] λόγω των εξεχουσών δομικών ιδιαιτεροτήτων τους, ως αυτοτελή ομάδα και να την αντιπαραθέσει προς όλες τις άλλες σλαβικές γλώσσες».

O επιστήμονας ως ταχυδακτυλουργός

Ακόμα και σε αυτό το «επιστημονικό» τμήμα του άρθρου, είναι εμφανής η δικολαβίστικη προσπάθεια εντυπωσιασμού τού αναγνώστη: ο κ. καθηγητής της Γλωσσολογίας δεν αρκείται να αναφέρει το όνομα του συγγραφέα του άρθρου στο οποίο παραπέμπει, αλλά αισθάνεται την ανάγκη να παρεμβάλει όχι ένα, όχι δύο, αλλά τέσσερα εγκωμιαστικά επίθετα ανάμεσα στο άρθρο και το κύριο όνομα. Πράγμα που, σε ένα επιστημονικό άρθρο, θα ήταν απλώς γελοίο. Ο μόνος λόγος να αναφερθεί ότι ο συγγραφέας αυτός είναι «μεγάλος Ιταλός ινδοευρωπαϊστής γλωσσολόγος» είναι η ανάγκη του Μπαμπινιώτη να προσδώσει κύρος στα λεγόμενά του. Η δε αναφορά σε ένα στοιχείο τελείως αδιάφορο από επιστημονική άποψη όπως είναι η εθνικότητα του συγγραφέα –την οποία ούτως ή άλλως θα ήταν εύκολο να μαντέψουμε με βάση το όνομά του- έχει προφανώς το νόημα «κοιτάξτε, δεν τα λέω μόνο εγώ, τα λένε και ξένοι».

Ωστόσο, αυτή η παραπομπή, και η επόμενη, μας κάνει να υποπτευθούμε ακριβώς αυτό που θέλει να διαψεύσει: ότι, ακριβώς, τα λέει μόνο αυτός.

Πράγματι, όπως φαίνεται καθαρά στο απόσπασμα, αλλά και στον ίδιο τον τίτλο του άρθρου του μεγάλου Ιταλού ινδοευρωπαϊστή γλωσσολόγου, ο συγγραφέας αυτός δέχεται την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, χωρίς εισαγωγικά, χωρίς να τη θεωρεί «ψευδεπίγραφη» ή «παραχαραγμένη»!!! [1]

Το ίδιο ακριβώς εξάλλου ισχύει και για τα άλλα δύο έργα, τόσο εκείνο του ειδικού σλαβιστή Γάλλου γλωσσολόγου όσο και εκείνο του Γερμανού: και οι δύο χρησιμοποιούν απερίφραστα τον όρομακεδονική γλώσσα! Γι’ αυτό, και στις δύο περιπτώσεις, ο Μπαμπινιώτης παρεμβαίνει απροκάλυπτα στο κείμενο προσθέτοντας ο ίδιος μέσα σε αγκύλες τη φράση «[εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων]» και τις δύο φορές που εμφανίζεται στα αποσπάσματα ο όρος «μακεδονική γλώσσα».

Με αυτό το μεγαλοπρεπές καπέλωμα, όμως, η στήριξη που παρέχουν τα παραθέματα αυτά στη θέση περί «ανυπαρξίας της γλώσσας των Σκοπίων» είναι ισοδύναμη με εκείνη της φράσης «ρώτα και τον μπάρμπα μου τον ψεύτη». Διότι το τι «εννοεί» ο συγγραφέας είναι μία αυθαίρετη και αντιδεοντολογική υπόθεση του Μπαμπινιώτη! Εμείς βλέπουμε τι έγραψαν οι μεγάλοι ή λιγότερο μεγάλοι γλωσσολόγοι, και αυτό που έγραψαν είναι «μακεδονική». Εάν εννοούσαν κάτι άλλο, τίποτε δεν τους εμπόδιζε να έγραφαν αυτό το άλλο. Δεν το έγραψαν όμως[2].

Θα είχα την τάση να πω ότι, αν υπάρχει εδώ κάποια παραχάραξη, αυτή είναι ακριβώς η προσπάθεια του Μπαμπινιώτη να βάλει τους «μεγάλους» συναδέλφους του να λένε άλλα από αυτά που πραγματικά είπαν. Ο χαρακτηρισμός όμως αυτός δεν είναι κατάλληλος, για τον απλούστατο λόγο ότι η πλαστογράφηση, κατά ένα σχεδόν … μπρεχτικό τρόπο, γίνεται μπροστά στα μάτια του θεατή, και δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρύψει το μηχανισμό της!

Η εξαπάτηση δηλαδή είναι τόσο οφθαλμοφανής και παιδαριώδης, που δεν μπορεί να εξαπατήσει παρά μόνο όσους είναι διατεθειμένοι να εξαπατηθούν· δεν μπορεί να πείσει παρά μόνο τους ήδη πεπεισμένους.

Και ποιοι είναι αυτοί; Είναι φυσικά οι θεατές μπροστά στα μάτια των οποίων εξελίσσεται αυτή η επιτέλεση, και οι οποίοι μοιράζονται την ίδια επιθυμία με τον περφόρμερ, και τυφλώνονται απ’ αυτή· δεν βλέπουν τη λαθροχειρία επειδή δεν θέλουν να την δουν. Όπως το κοινό ενός ταχυδακτυλουργού προσέρχεται στο θέαμα με την προσδοκία να γοητευθεί και να τον χειροκροτήσει, ή όπως το κοινό ενός παπατζή παρασύρεται να παίξει από την επιθυμία του να κερδίσει μολονότι ξέρει ότι τα χαρτιά είναι πιθανότατα σημαδεμένα.

Για όποιον δεν συμμετέχει στην επιθυμία αυτής της σκηνοθεσίας, το συμπέρασμα που βγαίνει από το άρθρο δεν μπορεί παρά να είναι ένα: όλη η διεθνής γλωσσολογική κοινότητα αποδέχεται την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας. Διότι ο Μπαμπινιώτης, πριν δημοσιεύσει ένα τέτοιο άρθρο, μπορούμε να υποθέσουμε πως έψαξε μανιωδώς ό,τι σχετικό υπάρχει και δεν υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία που θα μπορούσε να στηρίξει τη θέση του. Το μόνο όμως που βρήκε είναι τρία δημοσιεύματα, γραμμένα το 1938, το 1957 και το 1961 αντίστοιχα, εκ των οποίων τα δύο μιλάνε ρητά για μακεδονική γλώσσα, ενώ ούτε το τρίτο αμφισβητεί την ύπαρξή της. Άρα δεν πρέπει να υπάρχει κανείς εκτός Ελλάδος (και ίσως Βουλγαρίας) που να την αμφισβητεί.


[1] Ο λόγος για τον οποίο ο Μπαμπινιώτης αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα να παραθέσει τον τίτλο «Il Macedonico» (εφόσον δεν μπορεί να τον πλαστογραφήσει και αυτόν χωρίς να εκτεθεί ανεπανόρθωτα) είναι ότι, ως αντιστάθμισμα, στο άρθρο αυτό βρίσκει τη διατύπωση πως η μακεδονική είναι «προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης». (Τι λες ρε παιδί μου! Πέφτω από τα σύννεφα! Μια γλώσσα, προϊόν πολιτικής προέλευσης; Απίστευτο. Εγώ νόμιζα ότι οι γλώσσες φυτρώνουν από τα δέντρα. Εκτός κι αν εννοεί ότι είναι μόνο ουσιαστικά  πολιτικής προέλευσης, όχι και τυπικά όπως η ελληνική).

[2] Όχι τίποτε άλλο, αλλά ο κ. τ. πρύτανης είχε την απαίτηση να πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος τη μετάφραση των διανοητικών του επιτευγμάτων ώστε να τα απολαύσει και ολόκληρη η οικουμένη. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε το αποτέλεσμα: “the Macedonian language [the author here means the language of Skopje] …”. Αν όμως κυκλοφορούσε παγκοσμίως ένα άρθρο, στο οποίο ένας γλωσσολόγος παρεμβαίνει με αγκύλες μέσα στο παράθεμα ενός άλλου γλωσσολόγου –τον οποίο μάλιστα δηλώνει ότι θεωρεί «μεγάλο»- για να τον διορθώσει και να εξηγήσει στους υπόλοιπους γλωσσολόγους «τι εννοεί» κατά βάθος παρόλο που λέει το αντίθετο, θα γελούσε και το παρδαλό κατσίκι.

Αναδημοσίευση από: http://nomadicuniversality.wordpress.com/2013/12/12/%CE%B7-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B7%CE%BB%CE%AF%CE%BA/

Χαλκίδα: Δημοτική αγορά δημόσια, κοινωνική, για όλους

gatonia agora

 

Ο κυρίαρχος δημοσιογραφικός χυλός μας εξοικείωσε, τα τελευταία χρόνια, με τον χαρακτηρισμό «ποντικώνας». Η φωτογραφία, τραβηγμένη την Κυριακή, 1η Δεκεμβρίου 2013, αποδεικνύει περίτρανα το αντίθετο!

Μία πρόταση διαλόγου για τη Χαλκίδα

Του Γιώργου Παπαχριστοδούλου

Τι θα μπορούσε να γίνει με τη Δημοτική Αγορά της Χαλκίδας; Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία, όπως πληροφορηθήκαμε, ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, η απόφαση χαρακτηρισμού του ιστορικού κτίσματος ως διατηρητέου μνημείου, δημιουργεί νέα δεδομένα (με δεδομένη την πολύχρονη εγκατάλειψη του κτιρίου κι ενόψει των επικείμενων δημοτικών εκλογών).

Αναγκάζει δε τους πολίτες να τοποθετηθούν.
Πριν υποκύψουμε στην ασεβή ακράτεια ενίων δημοτικών συμβούλων οι οποίοι ήδη μαρσάρουν μπουλντόζες για να κατεδαφίσουν το κτίριο (συμμερίζονται μήπως την άποψη ότι «αρχιτεκτονική είναι εκείνο που δίδει ωραία ερείπια»!) ή υιοθετήσουμε τον εμφανή ρατσισμό εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας περί «χρηστών ναρκωτικών τα οποία στεναχωρήθηκαν με την απόφαση», ας στοχαστούμε μερικά πράγματα:
ι ήταν και είναι η Αγορά;
-Γιατί λαϊκή;
-Γιατί δημοτική;
Κατά τη γνώμή μου, η αγορά έχει διττή έννοια: αφενός αναφέρεται στις εμπορικές δραστηριότητες αφετέρου στις δημόσιες – κοινωνικές δραστηριότητες, στον χώρο δηλαδή όπου ο πολίτης σχηματίζει γνώμη και του δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχει άμεσα στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Τη δημοτική αγορά της Χαλκίδας, όπως και τις υπόλοιπες στον ελλαδικό χώρο, τις έχουμε ταυτίσει κυρίως με την πρώτη έννοια, κάτι φυσιολογικό, από τη στιγμή που οι αγορές συνιστούν πεδία καθημερινών εμπορικών συν-αλλαγών.
Η αγορά, ωστόσο, είναι κάτι πέρα από το ένα απλό, ψυχρό σύνολο με μανάβικα, χασάπικα, ψαράδικα, καφενείο, παντοπωλείο, τα οποία λειτούργησαν στον χώρο της λαϊκής της Χαλκίδας: η αγορά συγκροτεί, με μία διευρυμένη έννοια, έναν τόπο επικοινωνίας, και επαφής, ανταλλαγής απόψεων, πεδίο κοινωνικής συν-ύπαρξης.
Δεδομένης της κοινωνικής της λειτουργίας για την ύπαρξη και διαιώνιση του νοήματος της πόλης, η δημοτική αγορά της Χαλκίδας αποτέλεσε αυτό που οι αρχιτέκτονες ονομάζουν τοπόσημο. Σημάδι δηλαδή αναγνώρισης της πόλης και της ψυχής της– όπως συμβαίνει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, με τον πορθμό του Ευρίπου, το Κόκκινο Σπίτι, το ναό της Αγίας Παρασκευής, τον σταθμό των τρένων, το τζαμί, το καφέ «Βυζαντινό» (παλιότερα, καφενείο του «Μανώλη του τρελού»).
More than a market (κάτι παραπάνω από μία εμπορική αγορά): η Αγορά και η πλατεία της υπήρξαν διαχρονικοί τόποι συνδεδεμένοι με την τοπική ιστορία: εκεί πραγματοποιούνταν οι προεκλογικές ομιλίες των πολιτικών, εκεί αναφέρουν μαρτυρίες ότι πρωτολειτούργησαν το Εργατικό Κέντρο, το πρώτο Μουσείο της πόλης, η Φιλαρμονική του Δήμου, η Τουριστική Αστυνομία. Ακόμη κι όταν οι πολλοί γοητεύτηκαν από την επέλαση του γκλάμουρ και υπέκυψαν στην κυριαρχία των πολυκαταστημάτων (τα οποία άλωσαν την τοπική αγορά), η Δημοτική Αγορά και οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται γύρω της αποτελούν ένα ζωντανό κομμάτι της συλλογικής μνήμης των λαϊκών τάξεων, σημείο πρόσβασης για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα τόσο της πόλης όσο και της ευβοϊκής ενδοχώρας (μέχρι την μεταφορά του σταθμού των υπεραστικών ΚΤΕΛ από την Φαβιέρου εκεί ψώνιζαν οι κάτοικοι των χωριών). Έτσι τη γνώρισε και ο υπογράφων: είτε κατεβαίνοντας από Προκόπι, είτε φεύγοντας για Νεροτριβιά, είτε ανεβαίνοντας για ψώνια από το Κάστρο.
Συνύπαρξη ρυθμών
Όσο για την αρχιτεκτονική της: όπως μας πληροφορεί το τοπικό τμήμα του Τεχνικού Επιμελητηρίου στην διαφωτιστική γνωμοδότησή του προς τον Δήμο Χαλκιδέων (2010) συνυπάρχουν δύο ρυθμοί: ο απλός νεοκλασικός (κτίσματα επί των οδών Βενιζέλου-Αρεθούσης και Κριεζώτου, Α΄ φάση οικοδόμησης, 1887) και το μοντέρνο κίνημα του Μεσοπολέμου – BAUHAUS (κτίσματα επί της οδού Νεοφύτου, Β’ Φάση οικοδόμησης, 1931). Η σημερινή κατάσταση ερειπίου, για την οποία την απόλυτη ευθύνη φέρουν οι κατά καιρούς εξουσιομανείς διαχειριστές της δημοτικής εξουσίας που συγκάλυψαν άστοχες παρεμβάσεις στο σώμα του κτιρίου, δεν μας επιτρέπει βέβαια να φανταστούμε ότι η Αγορά, εάν αποκατασταθεί, πράγμα εφικτό όπως αναφέρει η προαναφερθείσα γνωμοδότηση του ΤΕΕ, θα αποτελέσει ένα μοναδικό μνημείο αφήγησης της αρχιτεκτονικής ιστορίας της πόλης.
Τουναντίον, διαβάζουμε δημοσιογραφικές υστερίες του περί «ποντικώνα» ή αναφορές περί «ντροπής της Χαλκίδας που πρέπει να τελειώσει άμεσα», όπως δήλωσε ο ιθύνων νους της προσφυγής(2006), τότε δήμαρχος, νυν βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, Δημ. Αναγνωστάκης. Με την ευκαιρία επειδή ο κ. Αναγνωστάκης μιλά για «ποικιλώνυμα πολιτικά, οικονομικά και επαγγελματικά συμφέροντα, που αντιστρατεύτηκαν την κοινή προσπάθεια πολιτών και φορέων της τοπικής μας κοινωνίας» να μην προχωρήσει ο χαρακτηρισμός ΟΦΕΙΛΕΙ ΑΜΕΣΑ να τα κατονομάσει. Ο δημόσιος βίος δεν μπορεί να πορεύεται με υπονοούμενα και γενικότητες. Οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουμε όλα τα δεδομένα ώστε να αποφασίσουμε για τα κοινά (έστω κι αν στην πραγματικότητα αντιμετωπιζόμαστε ως υπήκοοι-ψηφοφόροι του κομματο-πελατειακού συστήματος το οποίο συνήθως στηρίζει την περίφημη «οικονομία της αγοράς»).
Η Αγορά είναι λοιπόν αγορά επειδή στεγάζει δραστηριότητες που υπερβαίνουν την στενά εμπορική διάσταση και συγκροτούν έναν δημόσιο χώρο, λαϊκή επειδή εκεί συνυπάρχουν καθημερινοί άνθρωποι, δημοτική επειδή ανήκει στο δήμο, δηλαδή στους πολίτες, σε όλους, όχι τους ιδιώτες ή τους εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους.
Τι πόλη, τι αγορά θέλουμε
Ως πολίτες οι οποίοι ενδιαφέρονται για τη μνήμη της πόλης, μνήμη που συνδέεται και με το δικαίωμα στην πόλη, την ανεμπόδιστη πρόσβαση όλων στο δημόσιο χώρο δηλαδή ανεξαρτήτως της οικονομικής ή άλλης δύναμης, οφείλουμε να πάρουμε θέση για ένα θέμα το οποίο δεν είναι τεχνικό, θέμα «ειδικών» ή επιστημόνων, αλλά βαθιά πολιτικό.
Τι πόλη θέλουμε λοιπόν; Τι λαϊκή αγορά θέλουμε; Τι ζωή θέλουμε; Το κυρίαρχο σύστημα τοπικής εξουσίας έχει τη δική του πρόταση: μία δημοτική αγορά που είτε θα κατεδαφιστεί για να γίνει πάρκο είτε θα ανοικοδομηθεί για να αποτελέσει πεδίο αμιγώς κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων.
Μία άλλη πρόταση, η οποία αυτονόητα πρέπει να εμπλουτιστεί, θα ήθελε μία Λαϊκή Αγορά:

  • δημόσιο, ελεύθερο, κοινωνικό χώρο, μακριά από την κρατική κηδεμονία και την ιδιωτική υστεροβουλία, ο οποίος θα μπορούσε να στεγάζει καταστήματα- σημεία διανομής προϊόντων της ευβοϊκής γης τα οποία έχουν παραχθεί με σεβασμό στη φύση και χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου προς άνθρωπο, προϊόντα από συνεταιρισμούς, σημεία διανομής προϊόντων οικοτεχνίας και παραδοσιακής τέχνης.
  • Με προτεραιότητα στον αυτόνομο παραγωγό , όχι τις πολυεθνικές. Επιπλέον θα μπορούσε να λειτουργήσει ως τόπος για χαριστικά παζάρια κοινωνικής αλληλεγγύης, να στεγάσει το κοινωνικό παντοπωλείο και άλλες δομές του δήμου, ως κέντρο τεχνών, με χώρο για πολιτιστικές εκδηλώσεις, ως σημείο εκμάθησης της αρχιτεκτονικής ιστορία της πόλης, ως τόπος που θα στεγάσει αναζητήσεις της νεολαίας, θα καλύψει ανάγκες της τρίτης ηλικίας, θα εντάξει δημιουργικά τους μετανάστες στην τοπική κοινωνία. Με δωρεάν ασύρματο ίντερνετ, βιβλιοθήκη, κλπ.
  • Ε, ας φτιαχτεί και ένα μικρό, συνεργατικό κυλικείο-καφέ που θα προσφέρει τα βασικά και το τυχόν πλεόνασμά του θα διατίθεται για κοινωφελείς σκοπούς.
Κριτήριο δηλαδή θα πρέπει να είναι η κάλυψη των κοινωνικών-οικολογικών αναγκών σε συνδυασμό με τη διατήρηση τη αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Χαλκίδας, όχι το κέρδος. Τα χρήματα από τις δραστηριότητες (ενοίκια, κλπ.) θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν και την αποκατάσταση του κτιρίου. Τη γενική εποπτεία σε θέματα διαχείρισης και διαφάνειας του όλου εγχειρήματος να έχει ένα σώμα πολιτών, κληρωτών και άμεσα ανακλητών, οι οποίοι κάθε χρόνο θα ελέγχουν τα πεπραγμένα και θα καταθέτουν δημόσια τον απολογισμό.
Όλα αυτά ασφαλώς έχουν ως προϋπόθεση οι πολίτες να το θελήσουν συμμετέχοντας μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες στη λήψη των αποφάσεων και παράλληλα το κτιριακό σύνολο της Αγοράς θα αντιμετωπιστεί ως ενιαίο σύνολο με την ομώνυμη, γειτονική πλατεία η οποία κακόπαθε από τη δικτατορία του αυτοκινήτου και την ανοησία των δημοτικών αρχών που έφτιαξαν μία από τις ασχημότερες «πλατείες» – γκαράζ στο κέντρο νεοελληνικής πόλης.
Άμεσα να διενεργηθεί αυτοψία από ανεξάρτητη επιτροπή για την στατικότητα του κτιρίου, να καθαριστεί ο χώρος, να διενεργηθεί αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ιδεών για το σύνολο αγορά-πλατεία και παράλληλα να κατατεθούν δημόσιες προτάσεις από φορείς και πολίτες με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Αναδημοσίευση από: http://xarmada.blogspot.gr/2013/12/blog-post.html

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ: ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Ή ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ;

agora111

Το διαιωνιζόμενο αίσχος της Δημοτικής Αγοράς στη Χαλκίδα  είναι μία ακόμη απόδειξη (ίσως η πιο κατάπτυστη) της συνεχούς διαπλοκής και υποκρισίας όσων κυβέρνησαν και συνεχίζουν να κυβερνούν την πόλη. Απόδειξη, επίσης, ανικανότητας αλλά και έλλειψης προοπτικής αφού μάλλον η μόνη τους επιδίωξη είναι η εξυπηρέτηση ή η εξουσιαστική διαχείριση συγκρουόμενων οικονομικών συμφερόντων, στην τετραετία που αναλογεί στον καθένα. Το ότι όμως τόσα χρόνια δεν καθάριζαν το χώρο της εγκαταλελειμμένης δημοτικής αγοράς προκαλώντας εσκεμμένα (όπως οι ίδιοι δηλώνουν χωρίς να ντρέπονται) δυσοσμία και βρωμιά στο κέντρο της πόλης για να εκβιάσουν  την οργή των πολιτών (όπως οι ίδιοι παραδέχονται), πώς να το χαρακτηρίσουμε; Είναι γελοίοι και επικίνδυνοι. Πώς είναι δυνατόν όμως τέτοιου είδους εξουσιαστικοί τσαμπουκάδες να επιβάλλονται σε μια ολόκληρη πόλη και κανένας να μην μιλάει;

Το ζήτημα ξαναφούντωσε την προηγούμενη εβδομάδα με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να επιτρέψει την κατεδάφιση της Δημοτικής Αγοράς, λύνοντας τα χέρια στα αρπακτικά που εποφθαλμιούν το χώρο τόσα χρόνια. Καμία μέριμνα για τον κοινωνικό χαρακτήρα, την ιστορική μνήμη, καμία αναφορά στο  τμήμα της Δημοτικής Αγοράς το οποίο αποτελεί ένα από τα πρώτα οικοδομήματα σε ρυθμό BAUHAUS στην Ελλάδα.  Τι τους νοιάζει; Ένα τους νοιάζει: η ανάπτυξη, οι μπίζνες δηλαδή.

Αναδημοσιεύουμε το κείμενο που είχε μοιράσει το Μαύρο Πιπέρι το 2006, την τελευταία φορά που κορυφώθηκε η συζήτηση γύρω από το θέμα και το οποίο παραμένει ακόμη επίκαιρο.

agor

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Ή ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ;

“Μπρος στην αναγκαιότητα γρήγορης κατασκευής ολόκληρων πόλεων, χτίζουμε νεκροταφεία από μπετόν – αρμέ, όπου μεγάλες μάζες του πληθυσμού είναι αναγκασμένες να πλήττουν μέχρι θανάτου…Για τους αστούς που κατεδαφίζουν και ανοικοδομούν την πόλη τους καθημερινά το μόνο που αξίζει την αιωνιότητα είναι η αυξανόμενη ροή βραχύβιων προϊόντων”  I.S

Ζούμε σε μια πόλη όπου τίποτα σχεδόν από την μακραίωνη ιστορία της δεν έμεινε όρθιο. Όλα σχεδόν τα ιστορικά κτίρια και κτίσματά της, κατεδαφίστηκαν στο βωμό του κέρδους και της δήθεν ορθολογικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα τη σύγχρονη τσιμεντούπολη στην οποία ζούμε. Όσα λίγα απέμειναν εγκαταλείπονται στο έλεος της αυτοκαταστροφής. Το κοινό χαρακτηριστικό στο διάβα της ιστορίας, είναι η ενεργητική συνενοχή και συμμετοχή όλων των δημοτικών αρχών που εξουσίασαν τις τύχες και τη μορφή της πόλης. Αποκορύφωμα η σημερινή δημοτική εξουσία η οποία με ύποπτο τρόπο εμμένει στη λύση της κατεδάφισης της δημοτικής αγοράς. Γιατί άραγε; Δεν υπάρχει λόγος να αναρωτιόμαστε, πρέπει να το θεωρούμε πια δεδομένο και γι’ αυτούς και για τους όποιους επόμενους επίδοξους δημοτικούς άρχοντες: σίγουρα κατευθύνονται με μοναδικό κριτήριο τη λογική της “οικονομικής ανάπτυξης” εξυπηρετώντας οικονομικά συμφέροντα που θα επενδύσουν πάνω στη λεηλασία του αστικού τοπίου. Μας κυβερνάνε ανδρείκελα και σίγουρα η ευθύνη είναι και δική μας αφού τους ψηφίζουμε και τους ανεχόμαστε συνήθως ασυζητητί.
Στην κοινωνία που ζούμε, σχεδόν σε κάθε τομέα, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, που ελέγχουν και καθορίζουν τις επιλογές, είναι μια μικρή ομάδα ανθρώπων (πραγματική ολιγαρχία), ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπων το μόνο που έχει να κάνει είναι να δέχεται αυτές τις αποφάσεις παθητικά, να υπόκειται σε έλεγχο, να περιορίζει τη δράση της στα στενά όρια των επιλογών που έχουν ληφθεί από τα πάνω. Στηρίζονται πάνω στη γενικευμένη απάθεια και δρουν ανενόχλητοι στην ουσία. Ως πότε όμως;
Απόδειξη η καθημερινή μας ζωή στην πόλη, σε κάθε επίπεδο του δημόσιου λεγόμενου βίου. Άμεσο παράδειγμα το ζήτημα της κατεδάφισης ή της αποκατάστασης της δημοτικής αγοράς.

Το θέμα, αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα στο βάθος τους ( δηλαδή από την προοπτική μιας πραγματικά δημοκρατικής, ανθρώπινης, οικολογικά ευαίσθητης και αυτόνομης πόλης), είναι πολύπλοκο. Το δίλημμα που τίθεται είναι αληθινό στην προφάνειά του και ψευδές στο βάθος. Κουβαλάει δηλαδή όλη την αντιφατικότητα του καπιταλιστικού πολιτισμού. Είναι αληθινό γιατί όντως μπροστά στη ριζικότητα του ερωτήματος τασσόμαστε υπέρ της αποκατάστασης του κτιρίου, της διατήρησης του ιστορικού του χαρακτήρα. Το διατηρητέο πατάει πάνω στο νήμα που μας συνδέει με την ιστορία της πόλης. Αποτελεί κομμάτι της τοπικής συλλογικής μνήμης. Ο καπιταλισμός ποτέ δε σεβάστηκε αυτή τη μνήμη, καταστρέφει όλα τα ιστορικά και φυσικά ριζώματα των ανθρώπινων κοινωνιών. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, τρανό παράδειγμα οι σύγχρονες απάνθρωπες μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου και η τρομερή οικολογική κρίση του πλανήτη. Παντού οι δημόσιοι χώροι κοινωνικής συνεύρεσης συρρικνώνονται, μεταβάλλονται σε απρόσωπα εμπορικά κέντρα ή σε οδούς που οδηγούν σε αυτά. Μέσα στην οχλοβοή των καταναλωτικών συναλλαγών υποθάλπεται η σιωπή της ίδιας της κοινωνίας. Οπότε η διεκδίκηση, η απαίτηση να αποκατασταθεί ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας της δημοτικής αγοράς είναι μορφή αντίστασης απέναντι στη λεηλασία της ιστορικής μνήμης και του οικιστικού περιβάλλοντος της πόλης. Ο καπιταλισμός προσκρούει πάνω στα διατηρητέα κτίρια, στα αρχαιολογικά μνημεία και ευρήματα, γιατί δεν ξέρει τι να τα κάνει, αντιφάσκουν με την ισοπεδωτική λογική του. Έρχονται από άλλες εποχές, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δεν υποτάσσονταν και δεν κατευθύνονταν από την πρωτοκαθεδρία του οικονομικού παράγοντα. Αποτελούν ρωγμές στην ομοιομορφία του αστικού τοπίου. Η διεκδίκηση λοιπόν αυτή, δεν είναι νοσταλγική προσκόλληση στο παρελθόν, συντηρητική εξύμνηση μιας χαμένης παράδοσης, φόβος απέναντι στην οικοδόμηση του καινούργιου. Είναι η διεκδίκηση ενός ιστορικού χώρου κοινωνικής συνεύρεσης και πρέπει να αναζητήσουμε τους τρόπους πολλαπλασιασμού τέτοιων χώρων μέσα στον ιστό της πόλης.
Από την άλλη, το ζήτημα στο βάθος του είναι ψευδές αν δε βγούμε από την καπιταλιστική λογική που μας μετατρέπει σε απαθή τηλεχαυνωμένα καταναλωτικά όντα και δεν αναζητήσουμε την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας η οποία θα αρνείται το αποκομμένο από τη φύση, αποπνικτικό αστικό περιβάλλον. Το δίλημμα είναι ψευδές, αφού είτε με τη μια είτε την άλλη μορφή, ο συγκεκριμένος χώρος θα δομηθεί για να εξυπηρετήσει την αέναη δίχως νόημα κίνηση του κεφαλαίου, των εμπορευμάτων, του χρήματος και θα παραδοθεί στους ξέφρενους ρυθμούς της κατανάλωσης. Το ζήτημα είναι ψευδές, γιατί το διατηρητέο μέσα στο σύγχρονο απάνθρωπο πολεοδομικό τοπίο, μετατρέπεται συνήθως σε φανταχτερή μούμια απογυμνωμένη από την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα. Δε θα δώσουμε εμείς λύση στην επενδυτική δυσπραγία, στο ότι μερικοί χώροι μένουν ανεκμετάλλευτοι με όρους τσεπώματος, γιατί αυτό το ανεκμετάλλευτο της υπόθεσης αφορά αυτούς που έχουν υλικό συμφέρον από τις οιεσδήποτε αλλαγές στη χρήση των πραγμάτων και των χώρων.
Τασσόμαστε λοιπόν μαχητικά υπέρ της αποκατάστασης και της διατήρησης του ιστορικού χαρακτήρα της δημοτικής αγοράς, γιατί θεωρούμε αυτή τη μάχη αντίσταση ενάντια στην κατεδαφιστική καπιταλιστική λαίλαπα.
Επιθυμούμε όμως να πάμε τα πράγματα πάρα πέρα και να ξαναθέσουμε το δημοκρατικό αίτημα στη ριζικότητά του. Θέλουμε να αποκαταστήσουμε το νόημα της δημοκρατίας με τη βαθιά, την πραγματική σημασία της λέξης.
Με αφορμή λοιπόν το ζήτημα που έχει ανακύψει στην αγορά, πέρα από το άμεσο αίτημα για τη διάσωση και αποκατάσταση ενός χαρακτηρισμένου διατηρητέου κτιρίου, είναι ευκαιρία να διερωτηθούμε γύρω από το θέμα μιας πραγματικά δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης της πόλης. Ποιος πρέπει να αποφασίζει τελικά για τη μορφή της πόλης μέσα στην οποία θα ζει; Τι σημαίνει δημοτική αγορά; Αν η λέξη “δημοτική” δεν είναι μια ψεύτικη λέξη, μια απάτη γύρω από την οποία μια ολιγαρχία αποφασίζει για τη ζωή μας, τότε το μόνο νόημα που μένει είναι ότι οι δημότες, οι πολίτες με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, είναι αυτοί που πρέπει να αποφασίζουν, για οτιδήποτε τους αφορά και δικαιωματικά τους ανήκει. Είναι εφικτό, αρκεί να βγούμε από την απάθεια και να γίνουμε τα πραγματικά ενεργά υποκείμενα της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνία είναι δική μας αυτοδημιουργία, άρα ο λόγος και η πράξη πρέπει να ανήκει σε εμάς και όχι σε μια ολιγαρχική εξουσία που θα αποφασίζει δήθεν για το καλό μας.

Τα πράγματα στην κοινωνία δεν είναι εύκολα, αξίζει όμως τον κόπο να παλέψουμε. Λίγη μαγιά θα φουσκώσει το ψωμί.

pipe

Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού

Απρίλιος 2006 Χαλκίδα

 

 

Andrea Papi – Είμαστε αναρ­χικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να εξεγερ­θούμε …

ANARQ.jpg

 

«…Η αναρχία προσδιορίζεται και διακρίνεται λόγω της με­θόδου μέσω της οποίας τα ίδια της τα υποκείμενα λαμβάνουν τις αποφάσεις και λόγω της αρχής της αυτό-διεύθυνσης των υπο­θέσεων χωρίς την ύπαρξη μιας εξουσίας θεσμισμένης από τα πάνω που θα επιβάλλει τη θέληση της, και όχι λόγω του τύπου της εξέγερσης που θα χρησιμοποιήσει.  Είμαστε αναρ­χικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να εξεγερ­θούμε, αλλά γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε κάτι το εναλλα­κτικό, το οποίο θα τείνει στη μέγιστη δυνατή πολιτική, κοινω­νική και υπαρξιακή ελευθερία.

Οι εξεγέρσεις και οι διάφορες μορφές της επανάστασης με κανέναν τρόπο δεν είναι μια δι­κή μας ιδιαιτερότητα, δεν είναι αυτό που μας διακρίνει. Οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των ισλαμι­στών, μέχρι και των φασιστών, εφόσον καταπιέζονται και εμ­ποδίζονται να εκφραστούν, τείνουν να εξεγείρονται, προκει­μένου ν’ απελευθερωθούν απ’ ότι τους καταπιέζει. Αλλά η ε­ξέγερση τους και, εφόσον υπάρξει, η επανάσταση τους, έχουν μια γεύση καθόλα διαφορετική από τη δική μας, αναμφιβό­λως αντίθετη. Αυτοί, με ιδεολογικές αιτιολογήσεις και ιδανικά διαφορετικά μεταξύ τους, θέλουν την εγκαθίδρυση μιας νέας ισχυρής εξουσίας, απόλυτης, ολοκληρωτικής, θεοκρατικής.

Ε­ξεγείρονται απέναντι στην υπάρχουσα εξουσία επειδή θέλουν να μπουν στη θέση της και να κυριαρχήσουν πάνω στους αν­θρώπους. Εμείς, όταν καταφέρουμε να εξεγερθούμε, αντιθέ­τως, θα θέλουμε να γκρεμίσουμε όχι μόνο την υπάρχουσα ε­ξουσία, αλλά και κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απουσία ιεραρχίας και κυρίαρχης εξουσίας. Δεν παρουσιαζόμαστε ως εκ τούτου σαν εξεγερτικοί, αλλά κυρίως ως φανατικοί ερα­στές της ελευθερίας, όλης της δυνατής ελευθερίας, της αυτοκυβέρνησης, της θέλησης να μην μας κυβερνούν από τα πά­νω και να ζούμε και να συμβιώνουμε με τους άλλους χωρίς βίαιη επιβολή, με αλληλεγγύη, αμοι-βαιότητα και τη μέγιστη συναινετική συμφωνία.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε ό­μως να παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε τόπους ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης, λέγοντας όχι στη δι­δαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και άκεντροι τόποι, χωρίς ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργι­κοί και χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. Στιγμές συλλογικής αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά σχολεία, ελευ-θεριακοί δήμοι οργανωμένοι από τα κά­τω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να προβεί σε κοινούς πει­ραματισμούς και οτιδήποτε άλλο έρχεται στο μυαλό που αντι­προσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία επιθυμούμε.

Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία τελικά, ικανή ν’ ανατρέψει τα υπάρχοντα μοντέλα και το συλλογικό φαντασιακό. Αν ενώ διαδίδεται δεχτεί την επίθεση από τις θεσμισμένες εξουσίες, ενίοτε θα αμυνθεί και θα εξεγερθεί για να διατηρήσει το δι­καίωμα της στην ελεύθερη επιλογή, στην ελεύθερη σκέψη, στον ελεύθερο πειραματισμό. Είναι δυνατόν να υπάρξει! Και, πιστέψτε με, είναι πολύ πιο ισχυρή και θορυβώδης από ο­ποιαδήποτε εκπυρσοκρότηση όπλου ή έκρηξη βόμβας, από οποιονδήποτε πόλεμο, οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια…».   Α. Πάπι, 1986

Απόσπασμα από το εγχειρίδιο του κοινωνικού αναρχισμού.

Αναδημοσίευση από : http://eleftheriakos.gr/node/261#sdendnote14sym (Παράθεμα 14)

Γιῶργος Σαραντάρης, Δὲν εἴμαστε ποιητές

Sarantaris_02

Δὲν εἴμαστε ποιητὲς
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβόμαστε
Καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνάς.

Από τη συλλογή
Σὰν Πνοὴ τοῦ Ἀέρα. 

Ιστορική αναδρομή αναρχικών εφημερίδων στην Ελλάδα και το εγχείρημα της εφημερίδας ” Άπατρις ” σήμερα

apat

Σ’ έναν κινηματικό χώρο που επιδιώκει την αποτύπωση των γεγονότων απαλλαγμένη από κομματικά πλαίσια και καθεστωτική λογοκρισία η αναγκαιότητα των μέσων αντιπληροφόρησης είναι αναμφισβήτητη. Η ύπαρξή τους για τον αντιεξουσιαστικό χώρο είναι αυτονόητη. Εξηγείται από την ίδια τη φύση της ενημέρωσης που αντιτίθεται στον προπαγανδιστικό χαρακτήρα των κατεστημένων μέσων πληροφόρησης. Εξηγείται επίσης από την ανάγκη ύπαρξης ενός χώρου έκφρασης εκείνων που τα ΜΜΕ επιμένουν να αγνοούν, να περιθωριοποιούν και κατ’επέκταση να απομονώνουν.

Αυτή η ανάγκη δεν είναι σύγχρονη. Στην Ελλάδα οι πρώτες αναρχικές εφημερίδες εμφανίστηκαν στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Πάτρας και του Πύργου στα τέλη του 1800. Συγκεκριμένα, ο αναρχικός σύλλογος της Πάτρας εκδίδει την εφημερίδα «Επί τα Πρόσω»(1896) και του Πύργου την εφημερίδα «Νέον Φως» (1898).

Στην παρούσα εισήγηση, ωστόσο, θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά στα μέσα αντιπληροφόρησης που διαμορφώθηκαν απο το 1985 και μετά, όταν ο Αναρχικός χώρος πέρασε σε μια φάση που αναζητούσε την οργάνωση του.

Μία από τις πρώτες σχετικές εφημερίδες που κυκλοφόρησαν ήταν η ΔΟΚΙΜΗ (1985-1987). Με πρωτοβουλία κάποιων ατόμων που συμμετείχαν στην συγκεκριμένη εφημερίδα και συντρόφων από διάφορες συλλογικότητες έγιναν πολλές συνελεύσεις που κατέληξαν στην διεξαγωγή μιας διήμερης πανελλαδικής συνάντησης την Άνοιξη του 1987. Αυτή κατέληξε στην ίδρυση της Ένωσης Αναρχικών και την έκδοση της εφημερίδας ΑΝΑΡΧΙΑ σε πανελλαδικό επίπεδο που σήμανε και το τέλος της εφημερίδας ΔΟΚΙΜΗ.

Αργότερα μια ομάδα συντρόφων που συμμετείχαν στην Ένωση Αναρχικών διαφώνησαν σε επίπεδο αξιών με τη συλλογικότητα και προχώρησαν στην δημιουργία της Συσπείρωσης Αναρχικών και την έκδοση της εφημερίδας ΕΝΑΝΤΙΑ το 1988 και του περιοδικού ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ γύρω στο 1990. Η εφημερίδα ΕΝΑΝΤΙΑ σταμάτησε να εκδίδεται μετά την αποχώρηση κάποιων από την Συσπείρωση Αναρχικών. Τότε η Συσπείρωση Αναρχικών αποφάσισε την έκδοση της εφημερίδας ΕΞΕΓΕΡΣΗ και σήμερα συμμετέχει στον κύκλο σύνταξης της εφημερίδας ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Μερικοί από εκείνους που αποχώρησαν από την Συσπείρωση Αναρχικών έβγαλαν αργότερα το ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ που σήμερα ονομάζεται ΜΑΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ.

Παράλληλα με την έκδοση της εφημερίδας ΕΝΑΝΤΙΑ (1988) από την Συσπείρωση Αναρχικών στην Αθήνα, η Ένωση Αναρχικών Θεσσαλονίκης αποφάσισε την έκδοση της εφημερίδας ΕΚΤΟΣ ΝΟΜΟΥ σε τοπικό επίπεδο.

Μια από τις πιο πολυσυλλεκτικές και δημοφιλείς αναρχικές εφημερίδες με ανταποκριτές σε όλη την Ελλάδα ήταν η ΑΛΦΑ. Κυκλοφορούσε ως εβδομαδιαία αναρχική εφημερίδα από το 1994 μέχρι το 1998. Έβγαλε συνολικά σχεδόν 150 φύλλα που διακινούνταν πανελλαδικά στα περίπτερα μέσω πρακτορείου. Με αυτόν τον τρόπο συνέβαλε στη γνωστοποίηση του αναρχισμού σε κόσμο εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, γεγονός που έπαιξε ρόλο τόσο στη δημιουργία στεκιών εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης όσο και στην πανελλαδική δικτύωση του αναρχικού χώρου. Επίσης συνέβαλε στη διεθνή δικτύωση του χώρου και στη γνωριμία με νέες για την Ελλάδα τάσεις του αντιεξουσιαστικού κινήματος και της αυτονομίας. Για παράδειγμα είχε κάθε βδομάδα μια σελίδα για την “ιστορία της ελευθερίας”, είχε αρκετά διεθνή νέα και είχε δημιουργήσει την πρώτη αντιεξουσιαστική ιστοσελίδα στην Ελλάδα. Άλλο ένα χαρακτηριστικό της ήταν ο πολυτασικός της χαρακτήρας εμφανής στην ποικιλία των άρθρων της. Η ΑΛΦΑ περιλάμβανε κείμενα που μιλούσαν για την αφορμαλιστική εξεγερσιακή οργάνωση αλλά και κείμενα αναρχοχριστιανών, κείμενα αναρχοσυνδικαλιστικά και αναρχοπάνκ,κλπ. Την ιδέα της δικτύωσης και του πολυτασικού χαρακτήρα μπορούμε να εντοπίσουμε σήμερα σε διάφορα σχετικά εγχειρήματα που έχουν δημιουργηθεί ως απάντηση στις συνθήκες (καθεστωτική προπαγάνδα, καταστολή, κλπ.) που εξακολουθούν να υπάρχουν. Σήμερα βέβαια υπάρχουν πολλά νέα μέσα (blogs, webpages, social networks) που χρησιμοποιούνται στον χώρο της αντιπληροφόρησης. Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί την αναγκαιότητα ύπαρξης εντύπων.

Η ανάγκη ύπαρξης εντύπων παρά την πληθώρα ηλεκτρονικών μέσων (blogs, webpages, twitter, social networks) μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί. Πρώτον, η άμεση πρόσβαση σε αυτά τα νέα μέσα δεν είναι δυνατή για όλο τον πληθυσμό. Δεύτερον, οι ειδήσεις που παρουσιάζονται στα διάφορα ηλεκτρονικά μέσα μπορούν εύκολα να  αλλοιωθούν τόσο από όσους ενδιαφέρονται να προβάλλουν το δικό τους ιδεολογικό πλαίσιο όσο και από τους μηχανισμούς της εξουσίας. Η υπερκάλυψη της καθαυτής είδησης από προσωπικές απόψεις είναι ένα παράδειγμα τέτοιας αλλοίωσης. Τα έντυπα αντιθέτως επιτρέπουν τον διαχωρισμό των προσωπικών αναλύσεων από την καταγραφή των γεγονότων, χαρακτηριστικό του οποίου την αναγκαιότητα τονίζουν διάφορα μέσα αντιπληροφόρησης στην Ελλάδα όπως η Άπατρις και το anarchypress.gr.

Μερικές αναφορές στο παρόν

Γκιλοτίνα

Η εφημερίδα ΓΚΙΛΟΤΙΝΑ αποτελεί μια συλλογική και αυτοοργανωμένη προσπάθεια από αναρχικούς/ες – αντιεξουσιαστές/στριες από το Αγρίνιο και γύρω περιοχές στον χώρο της αντιπληροφόρησης. Είναι ενάντια σε εμπορευματικές λογικές και λογικές κέρδους, ιδιοτελείας και διαμεσολάβησης. Πάνω σ’ αυτές τις βάσεις έχουν στήσει ένα ανεξάρτητο δίκτυο πληροφορίας και επικοινωνίας σε τοπικό επίπεδο.

Μαύρη Σημαία

Η αναρχική εφημερίδα ΜΑΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ εκδίδεται 15 χρόνια στα Εξάρχεια  από τη συντακτική ομάδα των Αλληλέγγυων Αναρχικών (Solidarios). Κυκλοφορεί σε άτακτα χρονικά διαστήματα και διακινείται χωρίς αντίτιμο.

Ρεσάλτο

Η εφημερίδα δρόμου, ΡΕΣΑΛΤΟ εκδίδεται από το 2005 από τη συνέλευση του ομώνυμου στεκιού, περιλαμβάνοντας ζητήματα τόσο τοπικού όσο και γενικότερου (κεντρικού) χαρακτήρα, επιδιώκοντας την ανάπτυξη μιας κοινωνικής συνείδησης ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Τυπώνεται σε 5.000 αντίτυπα και μοιράζεται σε δρόμους, πλατείες, σχολεία, λαϊκές αγορές, εργασιακούς χώρους και κοινωνικές-πολιτικές παρεμβάσεις χωρίς κανενός είδους αντίτιμο. Το κόστος της έκδοσης καλύπτεται αποκλειστικά από τη συνέλευση του στεκιού και είναι ρητή και αδιαπραγμάτευτη η άρνηση οικονομικής στήριξης του εγχειρήματος από κρατικά ή ευρωπαϊκά κονδύλια, κομματικά ταμεία ή τοπικές αρχές, δημοτικές παρατάξεις ή «μη» κυβερνητικές οργανώσεις, ιδιώτες «χορηγούς» ή διαφημιστές.

Διαδρομή Ελευθερίας

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ εκδίδεται από τον Απρίλιο του 2002 ως Μηνιαία Πανελλαδική Αναρχική Εφημερίδα. Αρχικά συμμετείχαν στο εγχείρημα διάφορες συλλογικότητες. Σήμερα την εφημερίδα εκδίδουν τρείς από αυτές, συγκεκριμένα η Συσπείρωση Αναρχικών, η Αναρχική Αρχειοθήκη και ο Αναρχικός Πυρήνας Ξανά στους Δρόμους. Τον Σεπτέμβριο του 2013 εκδόθηκε το 130ο τεύχος της εφημερίδας που διατίθεται σε διάφορα σημεία της Ελλάδας (Αττική, Θεσσαλονίκη, Πάτρα) έναντι χρηματικού αντίτιμου (1,50 ευρώ).

Αντίπνοια

Το πρώτο τεύχος της εφημερίδας ΑΝΤΙΠΝΟΙΑ τυπώθηκε τον Απρίλη του 2009 σε 5.000 φύλλα. Μοιράζεται στο δρόμο στις γειτονιές του Κουκακίου, των Πετραλώνων και του Θησείου, καθώς και σε αυτοοργανωμένους χώρους, στέκια και καταλήψεις. Όπως αναφέρει και η συντακτική ομάδα, η διακίνησή της είναι χωρίς αντίτιμο. Η εφημερίδα εκδίδεται με τη χρηματική (και όχι μόνο) συνεισφορά όσων δραστηριοποιούνται στο ομώνυμο στέκι και δεν έχει καμία σχέση με δημοτικές αρχές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, κόμματα ή άλλους συλλόγους.

Ροσιναντε

Η αναρχοσυνδικαλιστική εφημερίδα ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ διευθύνεται από την συντακτική ομάδα της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε. Σκοπός της είναι η προώθηση του αναρχοσυνδικαλισμού και του επαναστατικού συνδικαλισμού μέσα στα σωματεία και τους εργασιακούς χώρους, καθώς και η πληροφόρηση πάνω σε εργατικά ζητήματα. Τα κείμενα με υπογραφή εκφράζουν μεν την άποψη του συντάκτη τους, αλλά έχουν τη γενική έγκριση της συντακτικής ομάδας, εκτός και αν αναφέρεται διαφορετικά. Η αναπαραγωγή των κειμένων είναι ελεύθερη και η συντακτική ομάδα ζητά μόνο να αναφέρεται η πηγή τους.

Δράση

Η εφημερίδα «ΔΡΑΣΗ» είναι μια διμηνιαία εφημερίδα, που διανέμεται δωρεάν σε εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους και απευθύνεται σε όλο τον κόσμο της εργασίας. Η βάση της λειτουργίας της είναι οι ανοιχτές αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις στις οποίες καλείται να συμμετάσχει καθένας-μιά ενδιαφερόμενος-η.
Ο στόχος της είναι να συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός πολύμορφου μαζικού χειραφετημένου κινήματος του κόσμου της εργασίας, αποτελώντας παράλληλα φωνή αντιπληροφόρησης και ανοιχτό βήμα έμπρακτων μορφών αλληλεγγύης και συσπείρωσης του κόσμου της εργασίας.

Apatris18_2012-05_PE1

Άπατρις

Η εφημερίδα δρόμου Άπατρις ξεκίνησε το 2009 από το Ηράκλειο και για ένα χρόνο έβγαινε σε τοπικό επίπεδο. Το 2010 ξεκίνησαν να συνεργάζονται στο εγχείρημα και σύντροφοι/συντρόφισσες από άλλες περιοχές της Κρήτης. Από τότε και για περίπου 2,5 χρόνια η Άπατρις εκδιδόταν ως παγκρήτια αναρχική εφημερίδα. Το προσεχές τεύχος, που θα εκδοθεί τη δεύτερη εβδομάδα του Οκτωβρίου 2013, θα είναι πανελλαδικό.

Η βασική θέση της αρχικής εκδοτικής ομάδας, σύμφωνα με το editorial του πρώτου φύλλου (Μάρτιος 2009), ήταν οτι οι υπάρχουσες δομές πληροφόρησης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο πραγματικής ενημέρωσης και ελεύθερης έκφρασης κι ως εκ τούτου οποιαδήποτε προσπάθεια ρεφορμιστικού χαρακτήρα είναι μη αποτελεσματική. Ως μέσο αντιπληροφόρησης η Άπατρις δύναται να συμβάλλει στην συνδιαμόρφωση ενός ανεξάρτητου κοινωνικού λόγου. Γι’αυτό άλλωστε τονίζεται και η προσωπική ευθύνη του κάθε συγγραφέα. Οι ίδιοι αναφέρουν σχετικά: “Σκοπός αυτής της έκδοσης δεν είναι να βγεί μια κοινή γραμμή ή αντζέντα που να προτείνει τη σωστότερη λύση. Σκοπός μας είναι να ακουστούν απόψεις που δεν είναι απαραίτητο να συμφωνούν απόλυτα, απόψεις και γεγονότα που επιμελώς θάβονται από τα μέσα μαζικής εξημέρωσης και αλλοιώνονται υπό το βάρος των εξουσιαστικών συμφερόντων, αλλά και να αφουγκραστούμε τις εξελίξεις γύρω μας ώστε να αναπτύξουμε το λόγο μας και τις πράξεις μας.“

Η Άπατρις έκανε πρόσφατα ένα κάλεσμα για συνάντηση των ήδη υπάρχοντων μέσων αντιπληροφόρησης της Ελλάδας η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά στις 29 Ιουνίου 2013 στο Ηράκλειο. Σ’αυτήν πήραν μέρος διάφορες συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της αντιπληροφόρησης (athens indymedia, candia alternativa, radio revolt, 98 fm, espiv, Άπατρις, κα). Παρόμοιες κινήσεις είχαν γίνει και στο παρελθόν (Θες/κη 2011, Αθήνα) με αφορμή την καταστολή της λειτουργίας διαφόρων μέσων, οι οποίες είχαν τονίσει την ανάγκη ύπαρξης πιο οργανωμένων και τακτικών συναντήσεων σε πανελλαδικό επίπεδο.

Η πρόταση της ‘Απατρις για τη συνάντηση του Ιουνίου είχε δύο σκέλη. Το ένα αφορούσε την επιθυμία του ανοίγματος της Άπατρις σε πανελλαδικό επίπεδο, το οποίο τελικά αποφασίστηκε κι ως εκ τούτου το επόμενο τεύχος θα είναι πανελλαδικό. Σ’αυτό πλαίσιο συζητήθηκαν οι βάσεις της συνεργασίας όσων ενδιαφέρονταν να συμμετέχουν στην έκδοση μιας αποκεντρωμένης πανελλαδικής Άπατρις. Η συζήτηση κατέληξε στα εξής βασικά σημεία όσον αφορα την οργάνωση και τη λειτουργία της:

1. Η δομή της πανελλαδικής Άπατρις

Για την αποκεντρωμένη λειτουργία αυτού του εγχειρήματος αποφασίστηκε η δημιουργία διαφόρων συντακτικών ομάδων καθεμία από τις οποίες θα λειτουργεί σε τοπικό επίπεδο. Σύμφωνα με την αρχική θέση της Άπατρις σχετικά με την ατομική ευθύνη του συγγραφέα τονίζεται οτι κάθε συντακτική ομάδα θα αποτελείται από άτομα των οποίων η συμμετοχή σε άλλες πολιτικές συλλογικότητες δεν μπορεί να δεσμεύει ή να επηρεάζει την λειτουργία της εφημερίδας ή της κάθε τοπικής συντακτικής ομάδας. Κατ’ επέκταση η συντακτική συνέλευση δεν μπορεί να γίνει μέσο επικύρωσης αποφάσεων ειλημμένων σε συνελεύσεις ξένες προς την Άπατρις.

2. Τα καθήκοντα των συντακτικών ομάδων

Κάθε συντακτική ομάδα δεσμεύεται να συνεισφέρει ένα συγκεκριμένο αριθμό σελίδων σε κάθε τεύχος. Για παράδειγμα η συντακτική ομάδα της Αθήνας θα συνεισφέρει αρχικά 6 σελίδες, η αντίστοιχη ομάδα της κεντρικής Ελλάδας 3 σελίδες, κοκ. Αυτός ο αριθμός μπορεί να αλλάξει ανάλογα με τις συνθήκες. Αυτό σημαίνει οτι κάθε συντακτική ομάδα μπορεί να διεκδικήσει επιπλέον ύλη ανάλογα με την επικαιρότητα. Οι συντακτικές ομάδες κάθε περιοχής θα ασχολούνται με τα εξής:

  • Προτάσεις σχετικά με την ύλη προς δημοσίευση και απόφαση των άρθρων που θα εκδοθούν.
  • Ανταποκρίσεις σχετικά με τοπικά γεγονότα.
  • Προτάσεις για εκδηλώσεις και συνεργασίες με την Άπατρις.
  • Διαχείριση των οικονομικών ζητημάτων της εφημερίδας τοπικά (εκδηλώσεις οικονομικής ενίσχυσης, συνεισφορές από στέκια, καταλήψεις, συντρόφους, κλπ).
  • Διαχείριση της διανομής στην περιοχή τους.
  • Προτάσεις για τη γενική λειτουργία της εφημερίδας.

3. Η ύλη της Άπατρις

Προτεραιότητα στη δημοσίευση έχουν με τη σειρά

  • Επικαιρότητα και τοπικά νέα
  • Αναλύσεις όσων συμμετέχουν στο εγχείρημα
  • Επιστολές και πρωτότυπα κείμενα
  • Αναδημοσιεύσεις και ιστορικά

Τα κείμενα που δε θα εμφανίζονται σε ένα τεύχος θα μπορούν να δημοσιεύονται είτε στην ηλεκτρονική σελίδα της Άπατρις είτε στο επόμενο φύλλο εφόσον θεωρείται σημαντικό. Όπως αναφέρθηκε η ύλη της κάθε συντακτικής ομάδας δε θα συγγράφεται από το σύνολο της αλλά το κάθε μέλος θα δεσμεύεται και θα προτείνει κάτι προς συγγραφή το οποίο και θα υπογράφει. Αυτό, ωστόσο, δε θα εμποδίζει μια συντακτική ομάδα να γράψει ένα συλλογικό κείμενο εφόσον αυτό αποφασιστεί στη συνέλευσή της. Επίσης είναι δυνατή η συνεργασία μελών διαφορετικών συντακτικών ομάδων εάν αυτό είναι επιθυμητό και εφικτό. Εάν μια συντακτική ομάδα δεν καλύψει τον αριθμό των σελίδων για τις οποίες έχει δεσμευτεί το κενό θα συμπληρώνεται από κείμενα άλλων συντακτικών ομάδων.

Apatris14_2011-06_PE

4. Ο συντονισμός των συντακτικών ομάδων

Η Άπατρις επιθυμεί να λειτουργήσει και σε πανελλαδικό επίπεδο χωρίς αρχισυνταξία από συγκεκριμένα άτομα αλλά με βάση την ενεργή συμμετοχή του καθενός. Για να μοιραστεί η αρχισυνταξία σε όλα τα μέλη δημιουργείται ένα φόρουμ, το οποίο θα αποτελεί τον χώρο στησίματος της εφημερίδας όσον αφορά την θεματολογία της. Σ’αυτό θα ανεβαίνουν όλα τα προς δημοσίευση κείμενα κάτω από τα οποία θα γίνονται διορθώσεις, σχόλια και προτάσεις, τα οποία βέβαια δεν θα είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτικά για τον συγγραφέα κάθε άρθρου.

5. Διανομή και κόστος

Η διανομή και το κόστος διευθετείται σύμφωνα με τον κανόνα “Καθένας συνεισφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του και καταναλώνει ανάλογα με τις ανάγκες του”. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από την αρχική ευθύνη κάθε συντακτικής ομάδας για την κάλυψη των εξόδων που προκύπτουν από τα φύλλα που θα μοιράζονται σε τοπικό επίπεδο (με συναυλίες, κουτί ενίσχυσης, κλπ.)υπάρχει και η δυνατότητα κάλυψης μέρους αυτών των εξόδων από το κεντρικό ταμείο.

Το δεύτερο σκέλος της συνάντησης (Ιούνιος 2013) αφορούσε τη σχέση της πανελλαδικής Άπατρις με τα τοπικά εγχειρήματα αντιπληροφόρησης. Η Άπατρις είναι ξεκάθαρη ως προς την επιθυμία της να λειτουργήσει συμπληρωματικά ως πλατφόρμα αντιπληροφόρησης που θα ενισχύει τα σχετικά τοπικά εγχειρήματα σε τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι αυτό της αυτομόρφωσης η οποία θα προωθηθεί και θα ενισχυθεί μέσα απο μια σειρά σεμιναρίων για τη χρήση των εργαλείων έκδοσης ενός εντύπου. Το δεύτερο αφορά τις τεχνικές υποδομές και περιλαμβάνει την υλική και συμβουλευτική υποστήριξη των τοπικών εκδοτικών κινήσεων στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Το τρίτο επίπεδο σχετίζεται με τη δημιουργία ενός σταθερού και οργανωμένου δικτύου αντιπληροφόρησης σε πανελλαδικό επίπεδο. Τονίζεται οτι σ’αυτό το δίκτυο θα συμμετέχουν κινηματικά ραδιόφωνα, ιστοσελίδες και έντυπα. Αυτή η οριζόντια δικτύωση των μέσων αντιπληροφόρησης σε εθνικό επίπεδο προκύπτει από την ανάγκη ενισχυσης της πρωτογενούς παραγωγής ειδήσεων, της διασταύρωσης των πληροφοριών και της συνεπαγόμενης αποφυγής της καθεστωτικής προπαγάνδας. Η ίδια ανάγκη, δεδομένων των σημερινών συνθηκών (κρατική καταστολή, εργατική τρομοκρατία, κλπ.),υπάρχει φυσικά και σε διεθνές επίπεδο. Κατ’επέκταση η Άπατρις επιθυμεί τη δημιουργία συνεργασιών με ανάλογα εγχειρήματα του εξωτερικού με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός διεθνούς δικτύου μέσων αντιπληροφόρησης. Σ’αυτό το πλαίσιο ξεκινούν οι πρώτες συνεργασίες της Άπατρις με περιοδικά όπως η Brand (Σουηδία) και η  La miccia (Ιταλία). Οι εν λόγω συνεργασίες θα κινηθούν αρχικά σε επίπεδο ανταλλαγής μεταφρασμένων άρθρων που θα δημοσιεύονται στην Άπατρις.

Υπάρχει επίσης μια πρόταση δημιουργίας μιας κεντρικής ιστοσελίδας στην οποία τα διάφορα τοπικά εγχειρήματα αντιπληροφόρησης από όλη την Ευρώπη θα ανεβάζουν άρθρα τους. Τη μετάφραση των κειμένων μπορεί να αναλαμβάνουν είτε οι ίδιες οι τοπικές ομάδες αντιπληροφόρησης είτε μεταφραστικές ομάδες που δραστηριοποιούνται στον αντιεξουσιαστικό χώρο.

Τονίζεται ότι απώτερος σκοπός αυτής της παρουσίασης δεν είναι μόνο η γνωστοποίηση των σχετικών εγχειρημάτων στην Ελλάδα, και ειδικότερα της Άπατρις, αλλά κυρίως η έκφραση της ανάγκης να δημιουργηθεί ένα δίκτυο σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτό καλούνται να συμμετέχουν τόσο συλλογικότητες, δηλαδή ομάδες που δραστηριοποιούνται σε ήδη υπάρχοντα σχετικά εγχειρήματα του εξωτερικού, όσο και άτομα που δραστηριοποιούνται ή ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν στον χώρο της αντιπληροφόρησης.

Κείμενο από την παρουσίαση της εφημερίδας δρόμου Άπατρις στο διήμερο αναρχικό φεστιβάλ βιβλίου στο Μάλμο της Σουηδίας.

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/anarchist-newspapers/

Μοντερνισμός και Ευγονική

PATER

 

ΤΗΣ ΜΑΡΙΛΕΝΑΣ ΠΑΤΕΡΑΚΗ

MARIUS TURDA, Modernism and Eugenics, Nέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2010

«Η ευγονική είχε μια καίρια συμβολή στην κατασκευή ενός ‘ένδοξου εθνικού παρελθόντος’, μέσω φυλετικών τυπολογιών, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για ένα αποκαθαρμένο εθνικό μέλλον. Ο σχεδιασμός αυτός περιλάμβανε όμως και την κατασκευή ενός εσωτερικού ή εξωτερικού Άλλου, διαφορετικού σε κάθε εθνική περίπτωση. Οι ευγονικές ιδέες συνέβαλλαν έτσι στην στοχοποίηση τόσο ατόμων όσο και πληθυσμιακών ομάδων και ευνόησαν το ιδεολόγημα περί συλλογικής ευθύνης για το έθνος και τη φυλή».

Τα τελευταία είκοσι χρόνια η ευγονική δεν εξετάζεται πλέον ως ένα πεπερασμένο επεισόδιο της ιστορίας, συνδεδεμένο σχεδόν αποκλειστικά με τη ναζιστική Γερμανία. Ο Marius Turda ανήκει σε μια ομάδα ερευνητών που μελετά ζητήματα ευγονικής σε κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Με το βιβλίο αυτό επιχειρεί μια σφαιρική προσέγγιση, έχοντας ως κύριο στόχο να καταδείξει την ισχυρή σχέση μοντερνισμού και ευγονικής στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, για την περίοδο 1870-1940. Ως το πρώτο έργο μιας σειράς που έχει ως κεντρικό στόχο να διευρύνει την έννοια του μοντερνισμού, πέρα από τα πεδία της τέχνης και της αισθητικής, αυτό δεν στοχεύει σε μια συνολική ιστορία της ευρωπαϊκής ευγονικής αλλά σε μια προσέγγιση που θα δείξει ότι η ευγονική αποτελεί μια εμβληματική έκφραση της νεωτερικότητας. Ο Turda αναδεικνύει την πολυμορφία της ευγονικής στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, εστιάζοντας στην κοινή επιδίωξη των ευγονιστών για ένα βιολογικά υγιές εθνικό σώμα και στην συναφή με αυτή βιολογική αναπαράσταση του έθνους.

Στο πρώτο κεφάλαιο παραθέτει στοιχεία απαραίτητα για την κατανόηση των απαρχών του ευγονικού κινήματος. Οι μεγάλες μεταβολές των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, ευνόησαν την ανάπτυξη μιας σειράς φόβων σχετικά με το μέλλον τους, οι οποίοι αποκρυσταλλώθηκαν σε έναν ευρύτερο επιστημονικό, υποτίθεται, λόγο περί “εκφυλισμού”. Γεννημένη σε αυτό το κλίμα, η ευγονική αποτελούσε μια γνώση υβριδικής μορφής. Συνδυάζοντας επιστημονική γλώσσα, θρησκευτικές πεποιθήσεις και πολιτικές βλέψεις, οι ευγονιστές έθεσαν ως στόχο τους την ορθολογική διαχείριση της ανθρώπινης ζωής, για την αντιμετώπιση της βιολογικής παρακμής. Όλα τα παραπάνω στοιχεία εμφανίζονται στο λόγο του εισηγητή του όρου “ευγονική” (1883), Francis Galton. Σύμφωνα με τον Turda, ο συνδυασμός τους την εντάσσει εξαρχής στα πλαίσια του προγραμματικού μοντερνισμού. Παρόμοιες, αν και όχι ίδιες αρχές, διέπουν τις πρώτες εθνικές ευγονικές εταιρείες, καθώς και τα πρώτα διεθνή δίκτυα. Τα δίκτυα αυτά εμφανίζονται στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, έχοντας όμως περιορισμένη απήχηση στην κοινωνία και το κράτος.

Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Turda παρουσιάζει τις μεγάλες αλλαγές που επέφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στο ευγονικό κίνημα. Κατά τη διάρκειά του, αναπτύχθηκαν εντός του κινήματος μια σειρά διαφωνίες, οι οποίες ανέδειξαν μια πλειάδα ευγονικών τάσεων. Ο πόλεμος ευνόησε τελικά την είσοδο της ευγονικής στο πολιτικό προσκήνιο, στο μέτρο που βοήθησε στην επικράτηση της αντίληψης του έθνους ως βιολογικού οργανισμού. Έτσι οι ευγονιστές εμφανίστηκαν ως εκείνοι που διέθεταν την τεχνογνωσία για τη “ρύθμιση” της υγείας του, στρεφόμενοι προς το κράτος ως το μοναδικό φορέα που θα μπορούσε να υλοποιήσει τις προτάσεις τους.

Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται ο ρόλος της ευγονικής στην ανάπτυξη τεχνολογιών εθνικής βελτίωσης από το 1919 ως το 1933. Η ανοικοδόμηση των κρατών που ενεπλάκηκαν στον πόλεμο και η εμφάνιση νέων κρατών που αναδύθηκαν από τις Συνθήκες Ειρήνης του 1919-20, δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος για τους ευγονιστές. Η ευγονική ρητορική διαχέεται στην κοινωνία, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι των εκσυγχρονιστικών σχεδίων. Παρόλο που οι ευγονικές προτάσεις δεν υιοθετήθηκαν τις περισσότερες φορές, συζητήθηκαν έντονα στην Ευρώπη. Η ευγονική ως νεωτερικό εγχείρημα το οποίο θα φρόντιζε για την υγεία του έθνους, λειτουργούσε αμφίσημα: από τη μια οδηγούσε στην ένταξη ορισμένων ατόμων στα νεωτερικά συστήματα υγείας και πρόνοιας, από την άλλη κατέληγε στο στιγματισμό και αποκλεισμό άλλων ατόμων και πληθυσμιακών ομάδων. Η εμπλοκή της ευγονικής σε ζητήματα αναπαραγωγής και οικογενειακού προγραμματισμού, που οδηγούσαν σε κατασταλτικές πολιτικές, την έφερε κάποιες φορές αντιμέτωπη με την εκκλησία. Οι σχέσεις εκκλησίας ευγονικής είναι γενικά εξαιρετικά αμφίσημες. Παρόλα αυτά, η καθολική εκκλησία έλαβε επίσημη θέση εναντίον της, με την εγκύκλιο Casti Connubii του 1930.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο καλύπτει την περίοδο 1933-1940, ο Turda εξετάζει τη σχέση της ευγονικής με τις βιοπολιτικές αναπαραστάσεις του έθνους. Επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους η ευγονική είχε μια καίρια συμβολή στην κατασκευή ενός “ένδοξου εθνικού παρελθόντος”, μέσω φυλετικών τυπολογιών, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για ένα αποκαθαρμένο εθνικό μέλλον. Ο σχεδιασμός αυτός περιλάμβανε όμως και την κατασκευή ενός εσωτερικού ή εξωτερικού Άλλου, διαφορετικού σε κάθε εθνική περίπτωση. Οι ευγονικές ιδέες συνέβαλλαν έτσι στην στοχοποίηση τόσο ατόμων όσο και πληθυσμιακών ομάδων και ευνόησαν το ιδεολόγημα περί συλλογικής ευθύνης για το έθνος και τη φυλή.

Αντλώντας από την μεθοδολογία της ιστορίας των εννοιών (Begriffsgeschichte) και έχοντας στη διάθεση του ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, ο Turda συνθέτει μια κοινωνική και πολιτική ιστορία της ευγονικής. Υιοθετεί τη γραμμή των πρόσφατων μελετητών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την ευγονική ως μια καθόλα νόμιμη επιστήμη για την εποχή της. Διαφωνεί με αυτό που περιγράφει ως αναχρονιστικό χαρακτηρισμό της ευγονικής ως “ψευδοεπιστήμη”, στη βάση κάποιων επιστημολογικών κριτηρίων που διατυπώθηκαν αργότερα. Ο Turda τοποθετείται ρητά ενάντια στην ιδέα περί αυτονομίας της επιστήμης, θεωρώντας την επιστήμη αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, μας παρέχει ένα πανόραμα των ευγονικών ιδεών ανά την Ευρώπη, στη βάση μιας σύγκρισης εθνικών περιπτώσεων. Η ένταξη στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι των ευγονιστών των Βαλκανίων, της Τουρκίας, της Ουγγαρίας και άλλων χωρών της περιφέρειας, και τα δίκτυα που αναπτύσσονται με το κέντρο, αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά σημεία του βιβλίου του.

Στην προσπάθεια του συγγραφέα να συνθέσει μια συνεκτική ιστορία, προκύπτουν και κάποιες παραλείψεις. Για παράδειγμα, ο Turda παραβλέπει την αντίθεση κάποιων γενετιστών στην νομιμότητα του ευγονικού εγχειρήματος που αναπτύσσεται στην δεκαετία του 1930, παράλληλα με την κριτική της καθολικής εκκλησίας. Επίσης, η ανάπτυξη ευγονικών ιδεών και πρακτικών στις γερμανικές μειονότητες των ανατολικών χωρών δεν συνδέεται στο βιβλίο σχεδόν καθόλου με το σχέδιο του “ζωτικού χώρου” που ανάπτυξε το Τρίτο Ράιχ.

Οι μελετητές συμφωνούν πλέον ότι η ευγονική αφορά όλο τον 20ο αιώνα, εξέλαβε και άλλες μορφές, που δεν εξετάζονται στο συγκεκριμένο έργο, ενώ είχε λάβει μια παγκόσμια διάσταση. Το βιβλίο του Turda προσφέρει μια συμπαγή και συνεκτική διεπιστημονική ιστορία της ευρωπαϊκής ευγονικής, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη του βιοπολιτικού εθνικού κράτους.

 

Η Μαριλένα Πατεράκη είναι υποψήφια διδάκτωρ στην ιστορία της τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αναδημοσίευση από: http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=754559