All posts by oulaloum

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

PALIO TRAGOUDI

Σ’ ΑΠΟΧΤΗΣΑ

Σ’ είδα απ’ τ’ αμπέλια ν’ ανεβαίνεις
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις αχτίνες σου –
σ’ είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σου φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά,
πάνω από τους καπνούς της μάχης.

Στ’ αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σ’ απόχτησα ξέροντας πως ανήκεις
σ’ όλα τα μάτια που σε βλέπουν.

Από τη συλλογή Ουρανία 1978

ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ

Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας με αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας

Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν

Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς

Από τη συλλογή Μειλίγματα  1990

 

ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη
τ΄άσπρα της χέρια σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια
σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη
κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει
και σκουπισμένο τον αφήνει απ΄ τ΄ αγκαθόξυλα
για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,
όσοι την παν νεκροί να την πομπέψουνε
στου Κλαδισού την ποταμιά.
Θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της
ξωπίσω της πολλοί, κι αδέλφια ακόμα, τηνε περιγελούν
και την πρησμένη της κοιλιά κεντούν μ΄ ένα καλάμι …
Τ΄ αχείλι της σκισμένο δεν σαλεύει
να δώσει πάλι δίκια απόκριση στα όσα της λέγαν
σε μας παράδωσε το μετερίζι της τιμής της.
Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες
όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε την ντροπή
να δούνε τι μας καρτερεί και μας που ανταρτέψαμε
μα κείνες τήνε κλάψανε και τη μοιρολογήσανε
την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν
στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,
για θυγατέρα τους την ελογάριασαν•
με τ΄ ακριβό σταμνί του δρόμου της επλύναν
το κέρινό της πρόσωπο το παιδιακίσιο με τα δυο
γεφυρωτά της φρύδια απ΄ όπου εδιάβηκεν
η Λευτεριά με την Αγάπη για να παν αντίπερα
σ΄ άλλους καιρούς καλύτερους κι ειρηνεμένους.
Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι
παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της
και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα
να σειέται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα
κι φούντα της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.

Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής
για να της πει τ΄ αξέχαστο τραγούδι,
εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στην καλαμιά
δε τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω
σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω
μαζί με τ΄ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω …

Από τη συλλογή Βορεινό Προάστιο, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Γαβριηλίδης Αθήνα, 2008)

Δος μου όνομα

Ποια είμαι; Ποια είμαι;
μα την αλήθεια, δε θυμάμαι.
Μάργωσε η μνήμη μου, έρχεται χιόνι
τ’ ακούω, απ’ τα βουνά που κατεβαίνει
ριγούν οι ευκάλυπτοι. Ποιο τα’ όνομά μου;

Δος μου εσύ όνομα
που’ σαι άγγιχτος και νέος.

Η μέλλει της να φύγει και να ξεχαστεί,
η αχόρταγη είμαι των ήχων και των λόγων,
η ώριμη πριν να μεστώσει,
η άγουρη στην ωριμότητά της,
η αμφίβια όπου πατάει κι όπου πετάει μαζί.

Η μέλλει της να ξεχαστεί.

Από τη συλλογή Το λαγούτο, Αθήνα 1971

ΤΣΑΚΙΖΩ ΤΙΣ ΛΙΑΝΕΣ ΕΛΙΕΣ

Τσακίζω τις λιανές ελιές και συλλογίζομαι
όσά ΄τανε να γίνουν κι απομείναν
σύννεφα, όπου δεν ρίξαν τη βροχή
παρά τα σκόρπισεν ενάντιος άνεμος.

Θα τις γλυκάνω με το βρυσικό νερό
με τ΄άλλαγμα η πικράδα τους θα φύγει
μάραθο και λεμόνι θα τους βάλλω να ευωδιάσουνε

Μα η πίκρα η δικιά μου πως γλυκαίνει;

Ωσάν την πράσινην ελιά να με τσακίζανε
δεν θα ΄φευγα με τους προσκυνημένους.

Από τη συλλογή Κατώφλι και παράθυρο, 1962

ΒΑΣΙΛΙΚΗ Κ.

Ας ήμουν άξια να ΄στηνα τραγούδι
μεγάλο, ωσάν καράβι αρματωμένο
άφοβο του καιρού.
Τραγούδι για την ομορφιά σου, για τα νειάτα σου
και για τη μοναξιά σου,
και να ειπώ :
Το πώς εδέχτης ν΄αποθάνεις και δεν έρριξες
βλέμμα για τον Απρίλη πικραμένο
το πώς σηκώθηκες μονάχη σου
και στάθηκες μ΄ολάνοιχτα τα μάτια.

Μπροστά σου εφτά τουφέκια
πίσω σου το χάραμα
με τα τριαντάφυλλα και με τους κρόκους,
τι σούδινε κουράγιο, τι σε φτέρωνε
τι κύταζαν τα μάτια σου πέρα-μακριά
κι ήτανε τόσο ξάστερο το μέτωπό σου
ποιαν Ευτυχία, ποιαν Άνοιξη είδες να ξημερώνει
πίσω από τα τειχιά κι από τα σίδερα.
Γίνε οδηγός μου πνέμα ηρωϊκό!
Κάνε ν΄αστράψει και για μένα αναλαμπή
από τη φλόγα που σε συνεπήρε.

Από τη συλλογή Ποιήματα, (Εγκώμιο) 1957

ΟΛΓΑ ΚΑΜΠΑΝΙΕΡΗ

Ένα όνειρο, μια παιδιακίσια σκανταλιά
με τις μικρές εργάτισσες μπροστά στις μηχανές
ξεχάστηκε …
Γύρισε η λουρίδα ξαναγύρισε λεπίδα και τσεκούρι αλύπητο
της χώρισε το μπράτσο.
Δεξιά της τώρα ένα μανίκι αδειανό ανεμίζει
απ΄ τα ζερβά το χέρι της το μοναχό·
με τούτο μόνο πέρασε στ΄αντάρτικο κι εβάσταξε τουφέκι
με τούτο πάλεψε τα βάσανα της φυλακής
μ΄αυτό κεντούσε τα προικιά που δεν εχάρηκε
ποτέ της …

Από τη συλλογή Κατώφλι και παράθυρο, 1962

ΑΝΕΜΟΣ ΑΟΚΝΟΣ

Δεν έχω φόβο πια κανένα
Μέσα μου υπάρχουν
οι φόβοι μ΄όλα τους τα πρόσωπα
Η φλούδα μου σκληρή – χυμοί στο βάθος
Ιδανική εποχή ποτέ μη δύσεις

Άνεμος άοκνος σκορπάει
τη σκόνη μου στα πεύκα στρόβιλος
την ανεβάζει εκεί απ΄όπου επάρθη
φυσάει τον αναμμένο Αρκτούρο

Ήσουν η δημιουργία κάποτε θάλασσα για μένα
ήσουν ο Ωκεανός πριν δω πριν μαθητεύσω
στων άστρων το δρυμό –
πριν να γνωρίσω των αριθμών το ρίγος

Από τη συλλογή Μειλίγματα, 1990

ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΖΗΤΩ

Την αρμονία ν΄ακούσω ζητώ
τη μουσική της γαλήνης
όπως απ΄τα λιβάδια ακούγεται
την ώρα που τ΄άστρα δακρύζουν
και την πρωινή πάχνη υφαίνουν.
Τότε αναδείχνεται του αγκαθιού το φύλλο
σαν ασημένιο κέντημα πάνω στο χώμα
η εύνοια τ΄ουρανού προσγειώνεται
και προστατεύει τον ύπνο του σπόρου.
Άγια τα γήινα, μα εγώ έχω κινήσει
για των ερωτημάτων τους κόσμους,
διάλειμμα στη θλίψη η περιέργειά μου.

Ανία της έντασης
πλήξη των σχέσεων και πλήξη της μοναξιάς
να ξεφύγω θέλω και να φύγω ακμαία,
με τη γύρη των άστρων ν΄αφομοιωθώ.
Νεφέλη πάνω απ΄το κάστρο αυτό να με σηκώσει.

Από τη συλλογή Ουρανία, 1978

ΤΟΠΙΟ Β΄

Είδα το Βέλες
από τα χιόνια του να φέγγει
στους γυμνούς λόφους κρατημένο
όπως παιδί στης μάνας του το στήθος
ώρα πολέμου, ώρα αποκλεισμού.

Στάζουν οι στέγες του και κρύσταλλα
ματώνουν το μουντό πρωί
στις ράγες στο σταθμό χειμώνας
στους ώμους του Άγγελου το χιόνι.

Τον Κόστα Ράτσιν
είδα να ταλαντεύεται να πέφτει
καθώς πουλί, την τουφεκιά ν΄αντιλαλεί
να τον θρηνούν του Λόπουσνικ οι οξιές
όχι στον ύπνο μου – ύπνο δεν έχω.

Το Βέλες σκέφτομαι
κι αυτόν τον μοιρασμένο ποταμό του
που παρασύρει ατάραχος τους ρύπους
περιφρονά τις έριδες, τις βίζες.
Ενωτικός, αγαθοδαίμων.

Από τη συλλογή Ευνοημένοι, 1998

Η ΑΠΛΩΣΤΡΑ

Φυσάει αέρας στεγνωτής
κινάει τα τέλια της απλώστρας σαν τα ξάρτια,
φουσκώνει ασπρόρουχα και σκούρα μανιασμένα.

Ωσάν καράβι η αυλή μου, όπου το σπρώχνει ο άνεμος
σ΄αγνώριστα ταξίδια,
έβαλε μπρος να ξεσηκώσει τα ντουβάρια.

Σπρώχνει κι εμέ π’ απλώνω μ΄ανοιχτά τα χέρια
– έτσι λιγνή κι ανάλαφρη
σα φύλλο θα με πάρει –
και να ΄τανε να μ΄έφερνε στα πέλαγα
μακριά από τη ζωή του μόχθου και της έγνοιας. 

Από τη συλλογή Κατώφλι και παράθυρο,1962

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ

Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
να την προετοιμάσω για τα γηρατειά.
Την πείρα μου δεν έχει, βιάστηκε
ν΄αποδημήσει πριν ασπρίσουν
τα ωραία της μαλλιά.

Στον ύπνο μου τη βλέπω νέα
στις αρρώστιες, στις θλίψεις μου να με παρηγορεί
στους φόβους μου να με καθησυχάζει :
δεν είναι αλήθεια να με βεβαιώνει
γι αυτά που ακούς να λένε.
Θάνατος, κάτω κόσμος δεν υπάρχει
ποτέ δε συναντήσαμε το μαύρο καβαλάρη.

Αύρες είμαστε, αγέρας
στα φύλλα κατοικούμε
γι αυτό φθινόπωρο να΄σαι προσεκτική …

Από τη συλλογή Ευνοημένοι, 1998

Εγκώμιο

(απόσπασμα)

Πάντοτε δείλιαζες να παίρνεις·

δισταχτική είχες την παλάμη και στο δίκιο σου·

και για την πληρωμή του μεροκάματού σου

εχρώσταες χάρη.

Δε σε φελήσανε οι αγώνες μου.

Εσύ ήθελες να μείνεις πάντοτε παράμερα, και, ταπεινή,

από τον ουρανό περίμενες ανάπαψη.

Να ‘σουν κοντά μου με το χαμηλό

τσεμπέρι, το δειλό περπάτημα χωρίς ελπίδα

— ας μην περίμενες χαρά και δικαιοσύνη.

Πάρε, για σένα τα ‘φεραν τα ρόδα και τ’ αρώματα,

τα σπάνια, τ’ ακριβά του κόσμου εσέ ταιριάζουνε,

εργάτισσά μου αφρόντιστη κι αστόλιστη.

Πάρε τα τα στεφάνια και τα κρύσταλλα

με τα τριαντάφυλλα και με τις δάφνες.

Για σε θα σκύβουνε στο μάρμαρο οι τεχνίτες,

οι σμίλες θα ιστορούνε το μόχτο σου,

μ’ ανάγλυφα θα διηγούνται τα πάθη σου,

η Τέχνη θα καταδεχτεί να υψώνει αιώνια

κι άφθαρτη τη θύμησή σου.

Οι γενναίοι δοξαστήκανε κι οι ήρωες,

όσοι κρατήσαν τη Ζωή και φύλαξαν τo Δίκιο.

Τώρα περνάς εσύ με το δειλό περπάτημα, το κουρασμένο,

και μπαίνει η Ταπεινότη σου στο Ηρώο.

Φόριε τα ρούχα της δουλειάς και το τσεμπέρι,

βάστα και το ταγάρι σου με το φαΐ της φυλακής

— με τούτα τα ιερά άμφια σε θέλουμε να μπεις

στης αιωνιότητας τη δόξα!

Από τη Συλλογή Ποιήματα (1957)

Πώς παγιδεύτηκα

Πώς παγιδεύτηκα σ’ αυτό το σκοτεινό νεφέλωμα

σ’ αυτά τα δίχτυα που κλωσούν

καινούρια άστρα κι αναλώνονται

στης άναρχης δημιουργίας τις φλόγες;

Εδώ θ’ αφανιστώ και θ’ αφομοιωθώ

χωρίς τουλάχιστο το λαμπρό θάνατο

που ’χουν τα ουράνια σώματα.

Ο πόνος μ’ έφερε, ο πόνος θα μου δώσει τέλος;

Αόρατες δυνάμεις μ’ οδηγούνε όπου δεν θέλω

και με πάνε αντίθετα, πάντα αντίθετα,

η αγάπη μού δίνεται άκαιρη όταν δεν τη ζητώ,

μια καταπίεση ακόμα

κι όλο μακραίνω στην παγίδα ωστόσο μέσα.

Από τη συλλογή Ουρανία, Κέδρος, 1978

http://www.poiein.gr/archives/14085

http://www.victoriatheodorou.blogspot.gr/

César Vallejo

video-imagen-csarvallejo

Τα εννιά τέρατα

Και δυστυχώς
ο πόνος στον κόσμο μεγαλώνει συνεχώς
μεγαλώνει τριάντα λεπτά το δευτερόλεπτο, βήμα βήμα
και η φύση του πόνου είναι διπλός πόνος
και η συνθήκη του μαρτυρίου, σαρκοβόρος, αχόρταγη,
είναι διπλός πόνος
και η λειτουργία της πιο καθαρής χλόης, διπλός
πόνος
και το καλό του να είσαι, η κατήφειά μας εις διπλούν.

Ποτέ, ανθρώπινοι άνθρωποι
δεν υπήρξε τόσος πόνος στο στήθος, στο πέτο, στο πορτοφόλι,
στο γυαλί, στο κρεοπωλείο, στην αριθμητική!
Ποτέ τόση επίπονη συμπάθεια
ποτέ δεν εφόρμησε η απόσταση από τόσο κοντά
ποτέ, ποτέ η φωτιά
δεν έπαιξε καλύτερα το ρόλο του θανατερού κρύου!
Ποτέ, κύριε υπουργέ υγείας, δεν ήταν η υγεία
πιο θανάσιμη
ποτέ δεν εξήγαγε τόσο μέτωπο απ’ το μέτωπο η ημικρανία!
Ποτέ δεν είχε το κομοδίνο στο συρτάρι πόνο
η καρδιά στο συρτάρι πόνο
η σαύρα στο συρτάρι πόνο.

Η κακοτυχία μεγαλώνει, αδέλφια άνθρωποι,
πιο γρήγορα απ’ τη μηχανή, σαν δέκα μηχανές, και μεγαλώνει
με τα ζωντανά του Ρουσώ, με τα γένια μας·
κι είναι μια πλημμύρα με τα δικά της υγρά
με την δική της λάσπη, το δικό της στέρεο σύννεφο!
Το πάσχειν αντιστρέφει τις θέσεις, επενεργεί
στο ότι το υγρό στοιχείο του σώματος είναι κάθετο
ως προς το πεζοδρόμιο,
το μάτι βλέπεται και το αυτί ακούγεται
και αυτό το αυτί χτυπά εννιά φορές την ώρα
του κεραυνού, και εννιά ξεκαρδίσματα
την ώρα του σιταριού, και εννιά θυληκούς ήχους
την ώρα του θρήνου, και εννιά ύμνους
την ώρα της πείνας, και εννιά βροντές
και εννιά χτυπήματα με το μαστίγιο, μείον μιας κραυγής.

Ο πόνος μας αρπάζει από πίσω αδέρφια,
σε προφίλ
και μας οδηγεί άγριους στις ταινίες,
μας καρφώνει πάνω στα γραμμόφωνα
μας ξεκαρφώνει στο κρεβάτι, πέφτει καθέτως
πάνω στα εισιτήριά μας, τις επιστολές μας,
και είναι πολύ σοβαρό να υποφέρεις, μπορεί κάποιος να προσευχηθεί…
Γιατί σαν αποτέλεσμα
του πόνου, υπάρχουν κάποιοι
που γεννιούνται, άλλοι μεγαλώνουν, άλλοι πεθαίνουν,
και άλλοι που γεννιούνται και δεν πεθαίνουν, άλλοι
που πεθαίνουν χωρίς να έχουν γεννηθεί, και άλλοι
που ούτε γεννιούνται ούτε πεθαίνουν (η πλειοψηφία)
Και παρόμοια, ως αποτέλεσμα
του πάσχειν, είμαι θλιμμένος
ως τα νύχια, και πιο θλιμμένος ως τον αστράγαλο,
απ’ το να βλέπω το ψωμί, σταυρωμένο, το γογγύλι,
αιμόφυρτο,
το κρεμμύδι, να κλαίει,
τα σιτηρά γενικά, το αλεύρι,
το αλάτι, να γίνονται σκόνη, το νερό, να γλυστρά,
το κρασί, ένα ίδε ο άνθρωπος,
τόσο χλωμό χιόνι, τόσο φλογερός ήλιος!
Πώς, αδελφοί
να μην σας πω ότι δεν το αντέχω άλλο και
δεν μπορώ άλλο να αντέξω τόσο συρτάρι,
τόσο λεπτό, τόση
σαύρα και τόση
αντιστροφή, τόση απόσταση και τόση δίψα για δίψα!
Κύριε υπουργέ υγείας, τι να κάνω;
Αχ, δυστυχώς, ανθρώπινοι άνθρωποι
υπάρχουν, αδέρφια, υπερβολικά πολλά να κάνεις.

Μάζα

…Προκάτ τρελό σενάριο
και σκηνικά “στημένα”
μας όρισαν τα ερπετά
που ζουν στα παρασκήνια..,
κι εμείς.., “χωρίς να θέλουμε”..,
παίζουμε τη ζωή “μας”..,
ζωή απ’ τα καλούπια -τους
κι απ’ την υποταγή μας..!
Ξεκινάμε ανθρώποι…
και, μετά, στα σχολειά..,
σπουδαστήρια πετάγματος, τάχα..,
τα φτερά μας ‘ξαλείφουνε δόλια..,
κι η ζωή μας πορεία
σε σχοινί τεντωμένο…
κι από κάτ’ ένας βόθρος ανοιχτή αγκαλιά..!
Τελικά.., με κομμένα φτερά
και το πέταγμα χίμαιρα..,
καταντάμε κατθρώποι..!
Σικέ μιας Μοίρας έρμαια…
καταραμένο κλήρο
μας δώσαν σκάρτη μοιρασιά
της Γης οι Μοιροπλάστες..,
κι εμείς.., σαν τον δεχτήκαμε..,
φτιάχνουμε την ψυχή “μας”..,
ψυχή απ’ τα κουρέλια -τους
κι απ’ την ψευδαίσθησή μας..!

Ποίημα για να διαβαστεί και να τραγουδηθεί 
Για τη Δεισδαιμόνα


Ξέρω πως υπάρχει μια περσόνα
που με ψάχνει στo χέρι της, μέρα-νύχτα
και με συναντά, κάθε λεπτό, στα παπούτσια της.
Αγνοεί πως η νύχτα είναι θαμμένη
με σπιρούνια πίσω απ’ την κουζίνα;

Ξέρω πως υπάρχει μια περσόνα που αποτελείται από τα μέρη μου,
την οποία καθιστώ ακέραια όταν η μέση μου
καβαλά την ακριβολογική μικρή πέτρα της
Δεν ξέρει ότι το νόμισμα
που έχει πάνω χαραγμένη την μορφή της δεν θα επιστραφεί στο κομπόδεμά της;

Ξέρω τη μέρα,
αλλά μού έχει διαφύγει ο ήλιος·
Ξέρω την οικουμενική πράξη που επιτέλεσε στο κρεβάτι της
με ξένο θάρρος και μ’ αυτό το χλιαρό νερό, του οποίου
η επιφανειακή συχνότητα είναι ένα ορυχείο.
Είναι τόσο μικρή, ίσως, αυτή η περσόνα,
που ακόμα και τα ίδια της τα πόδια την πατούν;

Ένας γάτος είναι το όριο ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτή
στην άκρη ακριβώς της κούπας του νερού του
Την βλέπω στις γωνιές του δρόμου, το πέπλο της
να ανοίγει και να κλείνει, πρώην φοινικιά ερωτηματική…
Τι μπορεί να κάνει παρά να αλλάξει κλάμμα;

Αλλά με ψάχνει και με ψάχνει. Τι ιστορία!

(μτφρ. :Radical Desire)

Αναδημοσίευση από:

http://radicaldesire.blogspot.gr/2011/07/cesar-vallejo.html

http://tokoskino.wordpress.com/2011/10/15/cesar-vallejo-%CE%BC%CE%AC%CE%B6%CE%B1/

http://radicaldesire.blogspot.gr/2011/07/cesar-vallejo_12.html

 

Ο Σέσαρ Βαγιέχο (César Abraham Vallejo Mendoza, 16 Μαρτίου 1892 – 15 Απριλίου 1938) ήταν ένας περουβιανός ποιητής. Αν και κατά τη διάρκεια της σχετικά σύντομης ζωής του δημοσίευσε μόνο τρεις ποιητικές συλλογές, εν τούτοις θεωρείται ένας από τους μεγάλους ποιητικούς καινοτόμους του 20ού αιώνα. Πάντα ένα βήμα μπροστά απ” τα υπόλοιπα λογοτεχνικά ρεύματα, το καθένα απ” τα βιβλία του ήταν ξεχωριστό απ” τ” άλλα και, υπό μία έννοια, επαναστατικό.

Γεννήθηκε στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο, ένα απομακρυσμένο χωριό στις περουβιανές Άνδεις. Σπούδασε λογοτεχνία στο Universidad de la Libertad στο Τρουχίγιο του Περού. Η έλλειψη χρημάτων τον ανάγκασε να σταματήσει τις σπουδές του για ένα χρόνο και να εργαστεί σε μια φυτεία ζάχαρης, τη Χασιέντα Ρόμα, όπου είδε από πρώτο χέρι την εκμετάλλευση των αγροτών, μια εμπειρία που θα ασκούσε αργότερα σημαντική επίδραση στα πολιτικά του πιστεύω και στην ποιητική αισθητική του. Ο Βαγιέχο πήρε το πτυχίο του στην Ισπανική λογοτεχνία το 1915, την ίδια χρονιά που γνώρισε τη μποέμικη πλευρά του Τρουχίγιο, ειδικότερα μέσω των συνιδρυτών του APRA [1], Αντενόρ Ορίγο και Βίκτορ Ραούλ Άγια ντε λα Τόρρε.

Το 1916 μετακόμισε στη Λίμα, όπου σπούδασε, δούλεψε σαν δάσκαλος, ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική και πολιτική πρωτοπορία της εποχής και άρχισε να γράφει τα ποιήματα που το1919 θα εκδίδονταν στην ποιητική συλλογή Οι Μαύροι Μαντατοφόροι (Los Heraldos Negros). Ο Σ.Β. υπέστη διάφορες συμφορές στα επόμενα έτη: έχασε τη θέση διδασκαλίας του γιατί αρνήθηκε να παντρευτεί μια γυναίκα με την οποία είχε ερωτική σχέση, η μητέρα του πέθανε το 1920, και φυλακίστηκε για 120 ημέρες για την υποτιθέμενη υποκίνηση μιας εξέγερσης στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο. Το 1922 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή Τρίλθε (Trilce). Στο Τρίλθε, που άρχισε να το γράφει στη φυλακή, εγκαταλείπει τους γνωστούς κανόνες της ποιητικής έκφρασης και καταργεί τη γραμματική διάρθρωση της ισπανικής γλώσσας. Τα ποιήματα εδώ διαπνέονται από έναν ανανεωτικό άνεμο, ενώ πολλά φαίνεται να είναι γραμμένα σε κατάσταση παραληρήματος.

Μετά τη δημοσίευση των βιβλίων με διηγήματα Μελογραφικές σκάλες (Escalas melografiadas) και Άγρια γλώσσα (Fabla salvaje) το 1923, ο ποιητής μετανάστευσε στην Ευρώπη κάτω από την απειλή της φυλάκισης, και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του στο Παρίσι το 1938. Όλα αυτά τα χρόνια κύλησαν μέσα σε τρομερή φτώχεια στο Παρίσι, τρία ταξίδια στη Ρωσία και μερικά χρόνια στην Ισπανία στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Πέθανε στις 15 Απριλίου 1938, από μια άγνωστη ασθένεια που τώρα εικάζεται πως ήταν μια μορφή ελονοσίας. Τάφηκε στο Μοντρούζ, νεκροταφείο για τους φτωχούς.

Ο Βαγιέχο υπήρξε πρωτοπόρος γιατί έγραψε σουρεαλιστική ποίηση πριν από τους σουρεαλιστές, ασχολήθηκε με την αυτόματη γραφή πριν από τον Μπρετόν, έγραψε μοντέρνα ταυτόχρονα με τους μοντερνιστές και έγραψε ποίηση αποδομητική προτού ανακαλυφθεί ο όρος. Υπήρξε ένας κινηματίας της ποίησης πολύ προτού γεννηθούν τα ποιητικά ευρωπαϊκά κινήματα. Και για τον λόγο αυτόν η προσφορά του στο ποιητικό στερέωμα είναι μοναδική και ανεκτίμητη.

Σημειώσεις

  1.  Alianza Popular Revolucionaria Americana ((Νότιο)Αμερικανική Λαϊκή Επαναστατική Συμμαχία).

(Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%AD%CF%83%CE%B1%CF%81_%CE%92%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%AD%CF%87%CE%BF)

 

 

Μαύρο, σχεδόν μπλε βαθύ

leconomista
Στο πολύκροτο φιλμ «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» ο σκηνοθέτης Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ επιχείρησε να δείξει κάτι που οι περισσότεροι απωθούσαν ως σκέψη: ότι ο ναζισμός δεν προέκυψε στη Γερμανία από ιστορικό ατύχημα ούτε μόνο από το «τραύμα των Βερσαλλιών» και την οικονομική κρίση, αλλά ήταν απότοκος μιας μακράς πολιτισμικής παράδοσης που περιείχε σπέρματα της ιδεολογίας του ή λίπανε το έδαφος για να βλαστήσει και να θεριέψει αυτό το τερατώδες γέννημα.
Ενας έλληνας Ζίμπερμπεργκ, αν και είναι απίθανο να εμφανιστεί, θα έβρισκε μπόλικο υλικό για μια αντίστοιχη γενεαλογία του φαινομένου της Χρυσής Αυγής. Ακούμε ολοένα ότι το κόμμα αυτό είναι αντισυστημικό. Αν όμως «σύστημα» είναι οι κρατούσες πεποιθήσεις ή δοξασίες ενός λαού για τον εαυτό του και τον έξω κόσμο, αυτές που καλλιεργούνται από την κρατική εκπαίδευση, τη λόγια παράδοση και τη δημώδη κουλτούρα, τότε η ΧΑ είναι το αυθεντικότερο συστημικό κόμμα. Ολες τις πρώτες ύλες της ιδεολογίας, της ρητορικής και της πρακτικής της τις αντλεί από το κατεστημένο εθνικό αφήγημα, όπου υπάρχουν διάσπαρτες. Και δεν τις μεταποιεί καν. Απλώς τις συναθροίζει, τις συναρμόζει και, όπου είναι ανάγκη, τις προεκτείνει.
Για τη ΧΑ η έννοια του έθνους ανάγεται στην έννοια της φυλής. Αλλά ούτε δική της είναι αυτή η ιδέα ούτε χρειάστηκε να την αντιγράψει από το «Mein Kampf». Μας είναι πολύ οικεία από την εγχώρια διανοητική εργαλειοθήκη. Η ποίηση και η πεζογραφία μας, για παράδειγμα, βρίθουν λυρικών και δοξαστικών αναφορών στην «ελληνική φυλή», όπου ο όρος χρησιμοποιείται με τρόπο που υπαινίσσεται κάτι αρχέγονο, διαχρονικά αναλλοίωτο και εξ υπαρχής ομοιογενές. Στη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους, δηλαδή, δεν μπορεί να συμμετείχαν και άλλες «φυλές» εκτός από την ελληνική. Υπάρχουν βέβαια κάτι Αρβανίτες, κάτι Βλάχοι κ.λπ., αλλά η εθνική ιστοριογραφία, λαογραφία και ανθρωπολογία μας έχουν αποδείξει και εξακολουθούν να αποδεικνύουν με ζηλευτή, αν και κάπως νευρική εφευρετικότητα, ότι και αυτοί όλοι είναι «φυλετικά» Ελληνες. Δεν έμενε για τη ΧΑ παρά να κάνει ένα μικρό, εύλογο βήμα παραπέρα: αυτό το θαυματούργημα που λέγεται ελληνική φυλή και διατηρήθηκε ανόθευτο τρεις χιλιάδες (ή και τριακόσιες χιλιάδες) χρόνια δεν μπορούμε να το αφήσουμε τώρα να μολυνθεί από τα ξένα, κατώτερα γονίδια που κουβαλούν οι μετανάστες. Θα τους πολεμήσουμε διά ροπάλου, μαχαιριού και περιστρόφου, ώσπου να ξεκουμπιστούν.
Η ελληνική «φυλή» είναι περικυκλωμένη γεωγραφικά από άλλες «φυλές» που την επιβουλεύονται. Στην περίπτωση όμως αυτών των μοχθηρών γειτόνων η λέξη «φυλή», όπως βλέπουμε από την εθνική γραμματεία μας, δεν παράγει τις ευγενείς αντηχήσεις που τη συνοδεύουν όταν χρησιμοποιείται για τον Ελληνισμό: παραπέμπει σε βαρβαρικά φύλα, που έχουν τόσο περίσσευμα σε απληστία, επιθετικότητα και αιμοβορία όσο έλλειμμα σε πολιτισμό. Γι’ αυτό η Ελλάδα πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε πολεμική επιφυλακή. Η στρατιωτικοποίηση του Εθνους, αρχίζοντας από την παιδεία, είναι μια ιδέα που έχει βρει πλήθος υποστηρικτών μεταξύ των θεωρητικών μας, όχι μόνο σε μακρινές και πολιτικά έκρυθμες εποχές αλλά ακόμη και τη δεκαετία του 1990. Και ούτε περιορίζεται στη θεωρία. Οι μαθητικές παρελάσεις σε στρατιωτικό στυλ, φαινόμενο μοναδικό για σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, έχουν θιασώτες ακόμη και στις γραμμές της αριστερής διανόησης. Ο μιλιταρισμός της ΧΑ δεν είναι τόσο εξωτικό φρούτο όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Εκτός από τους όμορους βαρβάρους το έθνος μας αντιμετωπίζει και έναν άλλο, ακόμη πιο επικίνδυνο εχθρό: τη Δύση, που είναι (όλως συμπτωματικά…) η μήτρα του κοινοβουλευτισμού. Εδώ, πρόκειται για σύγκρουση που κρατάει χίλια χρόνια και βάλε. Ιστορικοί, αρθρογράφοι, δοκιμιογράφοι, μυθιστοριογράφοι μας από το δεξιό ώς το αριστερό άκρο του ιδεολογικού φάσματος ανακαλύπτουν, εκθέτουν και σχολιάζουν κάθε τόσο σε τόνο δραματικής προειδοποίησης καινούργιες εκφάνσεις του μίσους των Δυτικών για τον Ελληνισμό και της άοκνης προσπάθειάς τους να τον εξοντώσουν, καινούργιες αποδείξεις της δυτικής υπαιτιότητας για όλα τα δεινά που μας έχουν βρει (ανάμεσά τους και το κράτος που λέγεται Ελλάδα). Θρησκευτικοί φιλόσοφοι, μυστικιστές και ιεράρχες έχουν χύσει τόνους μελάνι για να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει σημείο επαφής ανάμεσα στο θεολογικό υπόβαθρο του δυτικού και του ορθόδοξου (πνευματικά ανώτερου, φυσικά) πολιτισμού. Εξ αντιθέτου, όλη αυτή η φιλολογία, με εντυπωσιακή τη συμβολή της κομμουνιστικής πλευράς, συντηρεί τον μύθο του ξανθού γένους, την ιδέα μιας Ρωσίας πάγια φιλικής και υποστηρικτικής για τα συμφέροντά μας, από τους τσάρους ώς τον Πούτιν. Ο φιλοπουτινισμός της ΧΑ έχει βαθύτερες και πιο απλωμένες πολιτισμικές ρίζες από αυτόν των ακροδεξιών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης.
Ούτε ο αντισημιτισμός της φύτρωσε σε κανένα θερμοκήπιό της. Για εκατομμύρια Ελληνες οι Εβραίοι είναι, μαζί με τους Δυτικούς (με τους οποίους άλλωστε συνεργούν), ο προαιώνιος εχθρός του Ελληνισμού. Η σταθερή άρνηση ή αποσιώπηση αυτού του φαινομένου εγγυάται τη διαιώνισή του. Πριν από χρόνια, ένα μυθιστόρημα που τόλμησε να θεματοποιήσει την ιστορία της «συνωμοσίας του αίματος» ξεσήκωσε κατακραυγή και μηνύσεις. Ελάχιστα έχουν γραφτεί (και αυτά με απόσταση ασφαλείας από την Ελλάδα) για ό,τι ακολούθησε στη Θεσσαλονίκη τη μεταφορά των Εβραίων της στο Αουσβιτς. Εξάλλου, αν έπρεπε να κρίνουμε μόνο από τη λογοτεχνία μας, η εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη υπήρξε το πολύ περιθωριακή. Ολα αυτά είναι ελάχιστα δείγματα από τα πάμπολλα, δυστυχώς, συμπτώματα εβραιοφοβίας και λανθάνοντος αντισημιτισμού στην Ελλάδα.
Σε καμία χώρα του κόσμου η διδασκαλία της Ιστορίας στη δημόσια εκπαίδευση δεν ευθυγραμμίζεται με την ιστορική αλήθεια. Αλλά πουθενά αλλού, τουλάχιστον στην Ευρώπη, η ιστορική αλήθεια δεν υποφέρει τόσο πολύ όσο στο ελληνικό σχολείο. Ο μέσος Ελληνας κουβαλάει από τα θρανία μια τόσο στρεβλή αντίληψη για την ιστορία της χώρας του ώστε η επαφή του με κάποιους κοινούς τόπους των ιστορικών, όπως έγινε με τη σειρά του Σκάι για το ’21 πριν από λίγα χρόνια, τον σοκάρει και τον εξαγριώνει. Αν προσθέσουμε την εθνική ξιπασιά που συντηρεί ανόητους μύθους, όπως αυτός για τις πέντε εκατομμύρια λέξεις της ελληνικής γλώσσας, θα δούμε σε πόσο ευνοϊκό έδαφος ρίχνει τον δηλητηριώδη σπόρο του ο χρυσαυγίτικος εθνικισμός.
Μια απομυθοποίηση της ΧΑ θα έδειχνε ότι αυτό το «αντισυστημικό» κόμμα αρδεύεται από τη νερομάνα του συστήματος. Αλλά τότε θα απομυθοποιούνταν και το ίδιο το σύστημα. Θα το αντέχαμε;
Αναδημοσίευση από: http://www.tanea.gr/opinions/all-opinions/article/5131067/mayro-sxedon-mple-bathy/

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (ΠΟΙΗΣΗ)

_2_1_1

 

ΘΑ ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ

Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις.

Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα

χαράζοντας γραμμές

εδώ θα επιμένεις δίχως βία

χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση

ποτέ στην περιφρόνηση

κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις

κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι

για το ξυλουργείο

να δέχονται περήφανοι

την εκτόρνευσή τους

και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα

σαν πιόνια.

Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές

των πετρωμάτων

σάμπως να ’σουν σίγουρος πως θα ’ρθει μια μέρα

όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.

Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας

θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις

υπολογίζοντας την κλίση που θα ’χουν τα επίπεδα

θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου

θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Έτσι που γυρίσαμε
γυαλίζουνε οι ράγιες στο σκοτάδι
απ’ την πολλή σιωπή
έτσι που γυρίσαμε
βρήκαμε τους εισπράκτορες σφαγμένους
και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο
θα μας περισσεύει
και τα τέσσερα χρόνια
γι’ αυτό που λέγαμε ζωή μας
θα μας λείπουν
έτσι που γυρίσαμε κ’ οι δρόμοι προχωράνε
τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία
σε πένθιμους φακέλλους
κι αυτό ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! Ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
       την ταυτότητά μου.

              1952

ΦΡΟΝΤΙΣΕ 

Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν 
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων. 
Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγματικότητας 
όπως κάθε δάχτυλο είναι μιά προέκταση στο δεξί σου χέρι. 
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού 
να συνεφέρουν με χαστούκια 
όσους λιποθύμησαν 
          μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους 

ΠΡΟΑΓΩΓΗ 

Όλα ήταν έξοχα χτες βράδι
τόσο που κρυσταλλώθηκε η θάλασσα στους βράχους
κ’ έγινε αλάτι
τόσο που κρυσταλλώθηκαν τα σύννεφα ψηλά στον ουρανό
κ’ έγιναν αστέρια
τόσο που κρυσταλλώθηκε δω κάτω η σιωπή μας
κ’ έγινε φιλί.
Όλα ήταν έξοχα χτες βράδι
μόνο που ήρθαν ίσως με κάποια καθυστέρηση
όπως φτάνει στον πεσόντα
η διαταγή προαγωγής του σε υποδεκανέα.

ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

‘Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο
μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.

ΓΥΜΝΑΣΜΑ

Δοκίμαζε, συνέχιζε τα γυμνάσματά σου.

Κοίτα που κ’ η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς

ουρανό και φύκια

πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα.

ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΝΥΧΤΑ

Όπου νά ’ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της

βροχής. Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια. Τί ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη

μαρκίζα γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της. Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα του.

Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα

συρματόσκοινα.

Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.

Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνιά της

χαραυγής. Απίθωσα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης. Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.

Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος. Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια και είταν μονάχα δυό μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυό μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου μονάχα δυό.

1947

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός,

όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που

  κουβαλάς στον ώμο.

Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα

μπορεί να τύχει να γλυστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων

μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.

Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια

κι όσο μπορείς μη σκύβεις

για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.

Βάδιζε πάντα σταθερά

σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η

  καρδιά του.

Να εκμεταλλεύεσαι

κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων

για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου

πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.

Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις

σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού

εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.

Προς το παρόν, νάσαι πολύ προσεχτικός

όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς

  στον ώμο.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ

Για να χτίσουν μιά καλύβα

Παίρνουν κοκκινόχωμα νερό ζυμώνουνε τη λάσπη με τα πόδια

ρίχνοντας άχυρο τριμμένο για να δέσουν τα πλιθιά όταν

τ’ αραδιάσουνε στον ήλιο.

Εμείς το μόνο πούχαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο

συρματόπλεγμα.

Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου

μ’ αυτά τα υλικά

χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο

να τον μεταμορφώσουμε

Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται

Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες.

Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά

για τις λιποψυχίες μας

είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας

να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια

τη στάχτη και το αίμα.

Ποιητική

1

Αξίζει δεν αξίζει

στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα

προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου

που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες

επικυρώνοντας με φως

τις εκτελέσεις

2

Η κάθε μου λέξη

αν την αγγίξεις με τη γλώσσα

θυμίζει πικραμύγδαλο.

Απ’ την κάθε μου λέξη

λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί

και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.

3

Η μόνη ξιφολόγχη μου

είταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.

Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ

στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα

ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου

και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε με  έχουνε διαβάσει.

Άη-Στράτης 1951

ΑΝΑΤΟΛΗ ΗΛΙΟΥ

                                                                        στον Γιάννη Ρίτσο

Είταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουν οι φανοστάτες. Δεν είχε

καμιά αμφιβολία, το ‘ξερε πως όπου να ναι θα ανάβανε, όπως και

κάθε βράδι άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την

ακρίβεια στη νισίδα ασφαλείας, για να δει τους φανοστάτες να ανά-

βουν ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.

  Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του μάτι δεξιά, το αρι-

στερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα

μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’εκείνη την άβολη

στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.

Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και

ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε,

ούτε εκείνο το βράδι, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθι-

ζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.

   Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε, χάραξε εντελώς

ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλει, ταυτόχρονα,

απ’τον κάθετο δρόμο και απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο…

                                                                      Παρίσι, 1971

Η ΑΝΑΜΜΕΝΗ ΛΑΜΠΑ

Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π. Γ.

σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο

θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας

έτσι που νότιζε για χρόνια τους τοίχους του κελιού

είταν αναπόφευκτο

να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της

και ν’ ακουστεί σαν ουρλιαχτό

σαν εκπυρσοκρότηση.

Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας

κι άλλα στην καθοδήγηση

θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα

πως εγώ είμουνα μονάχα παραλήπτης

των όσων μου ’στελναν

γραμμένα με λεμόνι οι φυλακισμένοι

και των δυο ημισφαιρίων.

Αν μου πρέπει τιμή

είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη

μέσα στην κάμαρά μου

κ’ έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων

κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές

πάνω από τη φλόγα.

(“Ευθύτης Οδών” )

 

Έλα λοιπόν, εσύ ο πιο γεροδεμένος

φορτώσου τον βαρύγδουπο τον μεγάλο Στάλιν
και ρίχ’ τον στη φωτιά.
Έλα, κουνήσου, δεν το βλέπεις
πως κουβαλάω κιόλας τον Ιλίτς;
Όσο οι φλόγες θα φουντώνουν
και θα σκορπίζονται οι στάχτες
Εμείς θα διαρρυθμίσουμε τούτον
τον νεκρότοπο σε βιβλιοθήκη.
Ποιος ξέρει;
Μια και το ’χουν συνηθίσει
ίσως να ’ρχονται και πάλι οι αντιπροσωπείες
μόνο που αντί να προσκυνάνε το δέρμα τους
που στέγνωσε
σαν άγραφη διφθέρα
θα σκύβουνε στα έργα τους
θα τα διαβάζουν και θα κρίνουν

Άρης Αλεξάνδρου, «Ποιήματα (1941-1974)»  εκδόσεις ύψιλον, β΄ έκδοση: εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1981

Νοσηρή κατάσταση

William_Hogarth 1
William Hogarth, Η προεκλογική εκστρατεία, 1753

Του Γιώργου Ν. Οικονόμου. Δρ Φιλοσοφίας

Οι περισσότερες κομματικές δυνάμεις εξέφρασαν την ικανοποίησή τους και πανηγύρισαν για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014. Ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή βγήκε πρώτος, η ΝΔ αν και δεύτερη και αρκετά συρρικνωμένη επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεπέρασε τις πέντε μονάδες διαφορά, το νεοναζιστικό κόμμα επειδή βγήκε τρίτο, το ΠΑΣΟΚ επειδή δεν έπεσε στο 5%, το ΚΚΕ επειδή ανέβασε το ποσοστό του, το Ποτάμι επειδή με την πρώτη του εμφάνιση έπιασε σημαντικό ποσοστό και ο Καρατζαφέρης επειδή βγήκε από την ανυπαρξία. Όλοι σχεδόν πανηγύρισαν που ο περιβόητος ελληνικός «λαός» τους δικαίωσε, τους αντάμειψε για το έργο τους που υποτίθεται επιτελούν αόκνως προς όφελος του «λαού». Υπήρξαν φυσικά και οι πενθούντες (ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγοι) αλλά ουδείς μίλησε για την μεγάλη αποχή, περίπου 44%, η οποία δηλώνει κατά μεγάλο μέρος αποδοκιμασία των εκλογών και του πολιτικού συστήματος και είναι ο ουσιαστικός «νικητής» των εκλογών.

Οι πανηγυρισμοί των κομμάτων πάνω στο λεηλατημένο και πληγωμένο κοινωνικό σώμα δηλώνουν την νοσηρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται το πολιτικό σύστημα. Δηλώνουν με έμφαση πως οι εκλογές τούς μόνους που ωφελούν είναι οι πολιτικοί και τα κόμματα και πως το μόνο που ενδιαφέρει τα τελευταία είναι το δικό τους συμφέρον. Διότι και αυτές οι εκλογές, όπως και όλες οι προηγούμενες, δεν προσέφεραν κάτι καλύτερο στα χειμαζόμενα κοινωνικά στρώματα. Το μόνο που προσφέρουν είναι η ψευδαίσθηση της συμμετοχής στην πολιτική και οι φρούδες ελπίδες πως κάτι θα αλλάξει. Αυτό που αλλάζει όμως είναι η θέση των κομμάτων, ο συσχετισμός τους και η εναλλαγή τους στην εξουσία.

Το πρώτο ζήτημα που ανέδειξαν αυτές οι εκλογές είναι η προσχώρηση ενός τμήματος της κοινωνίας στις ακραίες βάρβαρες καταστάσεις, όπως εκφράζονται από την εγκληματική ναζιστική οργάνωση, της οποίας οι μισοί βουλευτές βρίσκονται στη φυλακή και οι άλλοι μισοί είναι υπόδικοι. Εδώ η νοσηρότητα εκπηγάζει και από το κοινωνικό σώμα. Και επειδή στην Ελλάδα υπάρχει τεράστιο έλλειμμα παιδείας, πολιτισμού και δημοκρατικών αντιλήψεων, μπορεί η νοσηρότητα αυτή να επεκταθεί υπό μορφή επιδημίας, όπως έχει γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν. Οι σκηνές βίας και τρομοκρατίας στη βουλή και στους δρόμους με τους ναζιστές να διαλύουν κάθε έννοια έννομης τάξεως, σε συνδυασμό με άλλα φαινόμενα, όπως αυτό του Μπαλτάκου, του Πειραιά και του Βόλου, είναι ένδειξη της νοσηρής κατάστασης που επωάζεται στους θεσμούς.

Εδώ βρίσκεται το δεύτερο ζήτημα που ανέδειξαν οι εκλογές: επιβεβαιώθηκαν και στερεώθηκαν οι προσβάσεις και η επιρροή του ναζιστικού μορφώματος και της ακροδεξιάς στους κρατικούς μηχανισμούς, στον Στρατό, στην Αστυνομία, στο Λιμενικό, στην Εκκλησία και στο Δικαστικό σώμα. Οι θεσμοί αυτοί πλαισιώνουν το πλέγμα συμφερόντων που ασκεί ανέκαθεν την εξουσία και λαμβάνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις αποφάσεις – τα ΜΜΕ, τους τραπεζίτες, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους εφοπλιστές και τους μεγαλοεργολάβους – υποστηριζόμενο από τα κόμματα της Δεξιάς, της Ακροδεξιάς και του Κέντρου (ΠΑΣΟΚ). Όλοι αυτοί δεν είναι κατά του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού ούτε υπέρ των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, πολλώ δε μάλλον υπέρ του «σοσιαλισμού». Επιθυμούν και απεργάζονται αυταρχικές λύσεις, πράγμα που έκαναν αρκετές φορές στο παρελθόν και απέδειξε εμπράκτως ο επικίνδυνος Α. Σαμαράς με την αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά του – ακροδεξιοί συνεργάτες, υπόθεση Μπαλτάκου, γκεμπελική προπαγάνδα, κλείσιμο της ΕΡΤ, περιφρόνηση του κοινοβουλίου, πρόωρο κλείσιμο της βουλής.

Στο πλαίσιο αυτό, το τρίτο βασικό ερώτημα που ανακύπτει είναι τι θα κάνει με όλο αυτό το πλέγμα εξουσίας και νοσηρής κατάστασης – συστήματος και κοινωνίας – μία ενδεχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς. Δεδομένου ότι ο σχηματισμός κυβέρνησης δεν σημαίνει και ουσιαστική άσκηση εξουσίας, δύο ενδεχόμενα διαγράφονται μέσα στα πλαίσια της ρεαλιστικής πολιτικής. Πρώτον, η Αριστερά δεν συγκρούεται με το πλέγμα εξουσίας και συμφερόντων, απλώς προβαίνει σε μερικές επουσιώδεις μεταρρυθμίσεις και αφήνει το σύστημα ανέπαφο να συνεχίζει την νικηφόρα πορεία του και αυτή να επωφελείται από τα προνόμια και τα αγαθά της διακυβέρνησης, τα οποία δεν είναι ευκαταφρόνητα. Δεύτερον, η Αριστερά έχει αποφασίσει να συγκρουσθεί, όπως διαφαίνεται σε ορισμένα υπερφίαλα και θερμόαιμα στελέχη της. Σε αυτήν την περίπτωση όμως θα έπρεπε να έχει διασαφηνίσει τα μελλοντικά μέτρα διακυβέρνησης και τον τρόπο σύγκρουσης, διότι τα οχυρά της εξουσίας δεν πίπτουν επειδή αυτά θα αναγνωρίσουν την «ανωτερότητα» των ιδεών και του ήθους της Αριστεράς.

Όμως τίποτε τέτοιο δεν διαγράφεται στον ορίζοντα, διότι η Αριστερά δεν προτείνει λ.χ. χωρισμό Εκκλησίας και πολιτείας ούτε εκκαθάριση της Αστυνομίας, του Στρατού και του Δικαστικού σώματος από τα φιλοναζιστικά και φιλοχουντικά στοιχεία ούτε σημαντικές συνταγματικές αλλαγές. Ούτε επίσης φαίνεται να προετοιμάζεται μαζί με την κοινωνία -τον μοναδικό σύμμαχο που μπορεί να έχει σε περίπτωση πολιτικής σύγκρουσης. Επομένως το πιο πιθανό είναι η επιλογή της πρώτης οδού, η μη σύγκρουση. Οφείλει όμως στην περίπτωση αυτή η Αριστερά να ενημερώσει την κοινωνία και να μη δημιουργεί υπέρογκες προσδοκίες, πράγμα το οποίο φαίνεται απίθανο να πράξει. Εν ολίγοις η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά δύσκολη με ένα πολιτικό σύστημα ανάλγητο και ανίκανο, με μία κοινωνία διχασμένη, φοβισμένη και ηττημένη, οδεύουσα πρός τη δυστοπία.

Αναδημοσίευση από: http://oikonomouyorgos.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html  και http://eagainst.com/articles/noshrh-katastash-commentsarefree/

Ζοζέ Σαμαράγκου, Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα …

art

Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου….Και μιας και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα τη μάνα που σας γέννησε.”

Ζοζέ Σαμαράγκου

Πιερ Ντιμενίλ – Στοχαζόμενοι την οικονομία με τον Κορνήλιο Καστοριάδη *

abajo1

Μετάφραση: Νίκος Γιαννίκας για το 5ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα (σ.145-165)

* Pierre Dumesnil, «Penser l’economie avec Cornelius Castoriadis». Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εξαμηνιαία επιθεώρηση του M.A.U.S.S. (Mouvement anti-utilitariste dans les sciences sociales [Αντι-ωφελιμιστικό κίνημα στις κοινωνικές επιστήμες]), ν. 15, 2000, σσ 171-185.

Προοίμιο

Είμαστε δίχως αμφιβολία πολλοί εμείς που θυμόμαστε τα φοιτητικά μας χρόνια ως μια μελαγχολική περίοδο, διακοπτόμενη από μερικές στιγμές διανοητικής απόλαυσης, των οποίων η ένταση μεγάλωνε με την επίγνωση της σπανιότητάς τους. Καταλύτες τους μερικοί καθηγητές ή ενίοτε κάποιοι συμμαθητές. Τα ονόματά τους υπάρχουν στις αναμνήσεις μας. Πίστευα, αφελώς, πως το Πανεπιστήμιο ήταν ο τόπος της άνθησης του πνεύματος. Έχοντας επιλέξει να σπουδάσω οικονομικά όχι για να γίνω επιχειρηματίας αλλά για να κατανοήσω τον κόσμο και-γιατί όχι;-να μάθω πώς θα μπορούσαμε να τον αλλάξουμε, κατάλαβα πολύ νωρίς ότι δεν βρισκόμουν μπροστά στους κατάλληλους ανθρώπους: οι καθηγητές, στην πλειοψηφία τους και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στο λύκειο, μιλούσαν και σκέφτονταν σαν επιχειρηματίες.

Η διαφώτιση ήρθε από εξωτερικούς παράγοντες. Κάποιοι «ξαναμμένοι» στη Ναντέρ είχαν ανοίξει, χωρίς να το ξέρουν, το κουτί της Πανδώρας. Ξαφνικά, τα ταμπού και οι περιορισμοί χαλάρωσαν. Οι αναζητήσεις κάθε είδους ήταν νομιμοποιημένες. Ωστόσο αρκετά γρήγορα -όλοι το ξέρουν- κάποιοι, οι οποίοι είχαν αρχικά βρεθεί στην αντίπερα όχθη, θέλησαν να δώσουν την αντίθετη εντύπωση και ήλθαν να μας πουν πως οι ορθές ερωτήσεις και οι απαντήσεις τους βρίσκονταν στον Μαρξ ή στο Μάο και πως αυτοί τις γνώριζαν. Σχετικά με τον Μαρξ, τα κείμενά του ήταν γνωστά· βαθειά, δυσνόητα, εντυπωσιακά. Λίγοι τα είχαν πραγματικά διαβάσει. Σχετικά με τον Μάο, επρόκειτο για κοινότοπους αφορισμούς και, το σημαντικότερο, η καταπιεστική και αιματηρή πραγματικότητα της Κίνας εθεωρείτο εκ του μακρόθεν ως η νέα Γη της Επαγγελίας. O Σιμόν Λέ γιουχαϊζόταν ως «χυδαίος» συγγραφέας τη στιγμή που η Μαρία Αντονιέτα Μακιότσι[1] πλασαριζόταν ως σινολόγος.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, στο οποίο εγώ διέκρινα μια μεγάλη διανοητική σύγχυση και στο οποίο συνυπήρχαν η υποτιθέμενα ορθολογική κριτική της «αστικής κοινωνίας» στο όνομα του «επιστημονικού σοσιαλισμού» και η ειδωλολατρική υπακοή στα ιερά κείμενα, η δημοσίευση, από το 1978 και έπειτα στη συλλογή «10/18» των γραπτών ενός συγγραφέα που μου ήταν παντελώς άγνωστος ήταν κάτι το εντυπωσιακό. Διαβάζοντας λοιπόν, για πρώτη φορά, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, εντυπωσιάστηκα από την ευρύτητα και την σιγουριά της σκέψης του. Ανακάλυπτα έναν δηλωμένο επαναστάτη, με αφετηρία μια πολιτική δράση που αγνοούσα, εκείνην της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και ο οποίος δεν δίσταζε να θέσει εαυτόν ως συγγραφέα, ξεκαθαρίζοντας από το Α ως το Ω αυτά που είχε να πει και να πράξει, αναλαμβάνοντας πλήρως την σχετική ευθύνη. Ήταν αυτό που περίμενα.

Η συνέντευξη που μου παραχώρησε για το πρακτορείο τύπου Λιμπερασιόν της Κάτω Νορμανδίας[2] στο οποίο ανήκα, επιβεβαίωσε μια εντύπωση που είχα ήδη, δηλαδή πως μαζί του θα μάθαινα πολλά. Παρόλο που τυπικά δεν υπήρξα μαθητής του, μέσα από τα κείμενά του και τις σπάνιες συναντήσεις μας συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλον στην παιδεία μου. Του είμαι απεριόριστα ευγνώμων. Για μια ζωή.

Από την άφιξή του στη Γαλλία το 1945 και μέχρι το θάνατό του το Δεκέμβριο του 1997, ο Κορνήλιος Καστοριάδης ανέλαβε ταυτόχρονα και διαδοχικά πολλές δραστηριότητες: επαγγελματίας οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ, συνιδρυτής (με τον Κλωντ Λεφόρ) και βασικό μέλος της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, διευθυντής σπουδών στην Ανωτάτη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες, ψυχαναλυτής, συγγραφέας, φιλόσοφος. Αυτή η πολλαπλότητα περιέχει επίσης και μια ενότητα, εκείνη ενός ανθρώπου κυριαρχημένου από ένα ασίγαστο πάθος για την πολιτική, για την γνώση, για την ανθρωπότητα. Στρατευμένος διανοούμενος; Μάλλον αδέσμευτος. Δημοκρατικός πολίτης, ελεύθερος να λάβει τον λόγο μιλώντας στο όνομά του και πέρα από κάθε υποταγή στην κυρίαρχη Γνώμη. Αυτή η ανυποταξία φανερώνεται σ’ όλη τη διανοητική του διαδρομή μέσα από μια δυνατή πολεμική από την οποία απουσιάζει η επιείκεια. Ταυτόχρονα, αυτή η ανυποταξία είναι επίσης δηλωτική του γεγονότος ότι το «κοινωνικο-ιστορικό», για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του, δεν ανάγεται στην επιστήμη, όπως έχουν δηλώσει ορισμένοι -εξαπατώντας πολλούς περισσότερους-, αλλά εν τέλει ακριβώς στην γνώμη. Αυτό δεν σημαίνει πως επειδή δεν είναι επιστημονικές, όλες οι γνώμες είναι ισότιμες. Αντιθέτως, η συνοχή τους πρέπει να υποβάλλεται στον διαρκή και ανηλεή έλεγχο της έλλογης 3 συζήτησης και της ιστορίας. Στο σημείο αυτό είναι ίσως προτιμότερο να του δώσουμε το λόγο:

«Ο διανοούμενος πρέπει να θέλει για τον εαυτό του την ιδιότητα του πολίτη όπως όλοι οι άλλοι, ενώ θέλει επίσης το ρόλο του εκπροσώπου, δικαίω, της καθολικότητας και της αντικειμενικότητας. Δεν μπορεί να σταθεί στο πεδίο αυτό παρά μόνο εάν αναγνωρίσει τα όρια που του θέτει η υποτιθέμενη καθολικότητα και αντικειμενικότητά του· οφείλει να αναγνωρίσει, και αυτό όχι απλά στα λόγια, πως αυτό που θέλει να πει είναι μια ακόμη δόξα, μια άποψη και όχι μια επιστημονική θέση. Οφείλει κυρίως να αναγνωρίσει πως η ιστορία είναι ο χώρος στον οποίο εκδιπλώνεται η δημιουργικότητα όλων, ανδρών και γυναικών, μορφωμένων και αναλφάβητων, μιας ανθρωπότητας δίχως την οποία αυτός δεν είναι παρά ένα άτομο. Και μάλιστα αυτό δεν πρέπει να γίνει πρόσχημα για να καταπιεί δίχως κριτική τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, για να υποκλιθεί μπροστά στην ισχύ της αριθμητικής υπεροχής» («Οι διανοούμενοι και η ιστορία», από τον τρίτο τόμο της συλλογής, Τα Σταυροδρόμια του Λαβύρινθου με τίτλο: Ο θρυμματισμένος κόσμος, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Κ. Σπαντιδάκης, Αθήνα, Ύψιλον, 1992, σ. 123).

Η οικονομία ως δόξα.

Η κατάδειξη του ότι το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας ανήκει στο κοινωνικο-ιστορικό και ότι αυτά που πρεσβεύει ανήκουν πρωτίστως στο πεδίο της δόξας, της άποψης, ενίοτε ακόμη και σε εκείνο της τέχνης, υπήρξε κατά κάποιον τρόπο σταθερή του θέση για τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνια, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου κειμένου της ζωής του[4]. Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός δηλώνει ορθολογικός ή ότι ο σοσιαλισμός θεωρήθηκε ως επιστημονικός δεν είναι παρά οι παραλλαγές μιας και της αυτής ιδεολογικής θέσης: μιας οικονομίας που δεν εκδηλώνεται πια ως πολιτική και που θεωρεί εαυτόν επιστήμη. Βεβαίως, έχοντας δουλέψει για 25 χρόνια στην υπηρεσία Στατιστικών και Οικονομικών Μελετών του ΟΟΣΑ, ο Καστοριάδης γνωρίζει πως η πρακτική ποσοτικοποίηση της οικονομίας αποτελεί συστατική μοναδικότητα του αντικειμένου της, αλλά γνωρίζει επίσης πως αυτός ο αριθμητικός αυθορμητισμός είναι ταυτόχρονα μια πραγματικότητα που περιορίζει τον καθένα στην καθημερινή του δραστηριότητα αλλά και μια απάτη.

Πρόκειται για την απάτη της εφεκτικότητας του εξορθολογισμού-μαθηματικοποίησης της οικονομίας συνολικά, με θεμέλιο το υποτιθέμενο χάρισμα του αριθμού και με τις εξής δύο εκφάνσεις: αφενός την «εμπειρική» πλευρά του ζητήματος, με την οικονομετρία 5 ν’ αναλώνεται εις μάτην εδώ και μισό αιώνα -με μέσα υπολογισμού που γίνονται όλα και πιο ισχυρά- στην προσπάθεια να ανακαλύψει σταθερότητες, αμετάβλητες τιμές ή «νόμους»· αφετέρου την θεωρητική πλευρά του ζητήματος και κυρίως το ζήτημα της αξίας· αξίας-εργασίας καθώς και αξίας-χρήσης. Σχετικά με τον «νόμο της αξίας» κυρίως, ο οποίος ισχυρίζεται πως μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα του μέτρου στην οικονομία, η θέση του Καστοριάδη αναπτύσσεται με μαεστρία και καλύπτοντας μεγάλο εύρος του ζητήματος στο κείμενό του «Αξία, ισότητα δικαιοσύνη και πολιτική. Από τον Μαρξ στον Αριστοτέλη και από τον Αριστοτέλη σ’ εμάς»[6]. Δεν μπορώ παρά να σας παραπέμψω σ’ αυτό το κείμενο, καθώς και στα υπόλοιπα «οικονομικά» κείμενά του (αυτή η κατηγοριοποίηση θα πρέπει βεβαίως να ακολουθείται με μέτρο), εφόσον δεν θέλω να παράσχω μια κακή παράφρασή τους υπό το πρόσχημα της ερμηνείας. Και στο πλαίσιο των δικών μου αναζητήσεων στην οικονομία, θ’ αρκεστώ να υποδείξω εδώ αυτό που μου εμπνέει, έχοντας επίγνωση των κινδύνων που ενέχει, μια «συμπαθής» ανάγνωση του έργου του Καστοριάδη, ελπίζοντας πως αυτή η επιλεκτική και περιορισμένη οπτική και η ελευθερία της φαντασίας μου δεν θα τον προδώσουν.

Αξία και θέσμιση. Η περίπτωση της φύσης.

Εν τέλει, τα πράγματα αξίζουν ό,τι αξίζουν, έχουν τη μια ή την άλλη τιμή, ως τελική συνέπεια των πρωταρχικών θεσμισμένων αξιών τις οποίες η κοινωνία θέτει στον εαυτό της και τις οποίες ορίζει με ταυτολογικό τρόπο -αυτό αξίζει γιατί αυτό αξίζει, αυτό αξίζει περισσότερο γιατί αυτό αξίζει περισσότερο κ.λ.π.- αλλά αποκρύβοντας από τον εαυτό της αυτήν την θέσμιση· ως προς το σημείο αυτό είναι ετερόνομη. Αλλά απ’ όπου κι’ αν το πιάσουμε το ζήτημα, είτε από την πλευρά της Αξίας-εργασία είτε από εκείνη της Αξίας-χρήση[7], η έρειση σε τέτοιες θεσμισμένες αξίες, σε τέτοιες Πρώτο-αξίες, είναι αναπόφευκτη. Μεταβάλλοντας αυτές τις αξίες, μεταβάλλεται ακαριαία η γκάμα των ανταλλασσόμενων προϊόντων, το πόσο «επιθυμητά» είναι από την κοινωνία, η «σειρά προτίμησής» τους, η τιμή τους στην «αγορά» και ο υπολογισμός του κόστους παραγωγής τους.

Ας πάρουμε το πιο συνηθισμένο παράδειγμα: Η κοινωνία θεσμίζει σήμερα διαφορετικά τη Φύση απ’ ότι στις απαρχές του καπιταλισμού[8] και έτσι αυτό που ήταν λογιστικά αδιόρατο και δίχως βάρος, δωρεάν, διαφανές και ελαφρύ σαν τον αέρα, αρχίζει να εμφανίζεται στους λογαριασμούς και να αποκτά ένα ανυπολόγιστο βάρος και κόστος. Σ’ αυτή την φαινομενική χαριστικότητα της φύσης αντιστοιχεί η «λησμονιά» της λογιστικής εγγραφής, η παράλειψη υπολογισμού του «κόστους απόσβεσης[9]», η οποία θα ήταν απαραίτητη για την χρηματοδότηση της αποκατάστασης του φυσικού «κεφαλαίου» και της συντήρησής του σε ένα επίπεδο που το καθιστά μεταβιβάσιμο ή, για να παραμείνουμε εντός της λογιστικής ορολογίας, για να επαναφέρουμε τα «πάγια στοιχεία» της φύσης σε μια κατάσταση που επιτρέπει τη μεταβίβασή τους. Ξέρουμε πως ο μη υπολογισμός της απόσβεσης μειώνει τα έξοδα και μπορεί να επιτρέψει την μείωση του κόστους -και επίσης την τιμή πώλησης, δημιουργώντας ή επεκτείνοντας μια βιώσιμη αγορά- για μια συγκεκριμένη περίοδο, όσο τα μηχανήματα συνεχίζουν να λειτουργούν· όμως αργά ή γρήγορα αυτό πληρώνεται με την εξαφάνιση της παραγωγικής κληρονομιάς και έτσι με την -ενίοτε βάναυση- εξαφάνιση της ικανότητας παραγωγής καθεαυτής. Είναι ο βασικός κίνδυνος που διατρέχουμε, εμείς και οι απόγονοί μας, με το να μην επιδιορθώνουμε και να μην διαχειριζόμαστε ορθά την φυσική μεγαμηχανή την οποία κληρονομήσαμε δωρεάν. Οι δικαιολογίες που στηρίζουν αυτή την αδιαφορία αφορούν στην ιδέα μιας φύσης ανεξάντλητης[10] , ή στην αυθόρμητη ή τεχνητή αναγέννησή της σε κάποια μελλοντική στιγμή τεχνολογικής και επιστημονικής παντοδυναμίας· ή ακόμα και στην αντικατάσταση[11] του φυσικού «κεφαλαίου» από το τεχνητό κεφάλαιο. Ωστόσο, ορισμένες βλάβες είναι μη αναστρέψιμες, δίχως δυνατότητα αντικατάστασης και, το γνωρίζουμε ήδη, πολλές άλλες πρόκειται να επέλθουν αναπόφευκτα. Σ’ εμάς εναπόκειται να διαλέξουμε ποια στοιχεία της φυσικής κληρονομιάς θα διαφυλάξουμε, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό· εκτός εάν πούμε κυνικά και ξεκάθαρα -αλλά ποιος τολμά να το κάνει;- πως όλα αυτά έχουν μηδαμινή σημασία ή, με ακόμα μεγαλύτερη υποκρισία, πως «η αγορά» θα κρίνει -το οποίο και αποτελεί το βασικό επιχείρημα και την κοινή πρακτική των «υπερ-φιλελεύθερων» αλλά και την κοινή οπορτουνιστική καθημερινή πρακτική σχεδόν όλων των υπολοίπων ημών.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Σύμφωνα με τους στατιστικούς υπολογισμούς του βιολόγου Εντουαρντ Ουίλσον, η καταστροφή των τροπικών δασών (καλύπτουν το 7% της γήινης επιφάνειας του πλανήτη αλλά φιλοξενούν το 50% των φυτικών και ζωικών ειδών) προκαλούν την εξαφάνιση 17.500 φυτικών και ζωικών ειδών κάθε χρόνο. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι εάν ο τωρινός ρυθμός εξαφάνισης των ειδών είναι πιο γρήγορος από εκείνον των γεωλογικών περιόδων μαζικής εξαφάνισης -ορδοβίκια, δεβόνια, πέρμια, τριασική και κρητιδική. 12 Η διαφορά με αυτές τις γεωλογικές περιόδους είναι ότι αυτή τη φορά εμείς είμαστε εδώ και εμείς είμαστε υπεύθυνοι για αυτή την εξαφάνιση.

Συνέπεια του τρόπου με τον οποίο θεσμίζουμε τη φύση είναι το γεγονός ότι το Πραγματικά Καθαρό Συνολικό Προϊόν -το οποίο θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως το ΑΕΠ μείον την απόσβεση του τεχνητού κεφαλαίου και την απόσβεση του «φυσικού» κεφαλαίου- μπορεί να είναι ανυπολόγιστα θετικό ή αρνητικό ανάλογα με το εάν θεωρήσουμε το κόστος -και άρα την απόσβεση- των φθορών που δεν είναι δυνατόν να αντικατασταθούν ως μηδαμινό ή άπειρο.

Οι νεοκλασσικοί οικονομολόγοι θ’ απαντούσαν πως μπορούν να λύσουν ή να ξεδιαλύνουν το ζήτημα αυτό μέσα από υπολογισμούς, δίχως να μιλούν για το κόστος της αποκατάστασης, δηλαδή για την απόσβεση, αλλά για την αξία του φυσικού «κεφαλαίου», οριζόμενη ως επικαιροποιημένο[13] ποσό μελλοντικών κερδών που προέρχονται από τη χρήση αυτού του «κεφαλαίου». Προκειμένου ν’ αποφασίσουμε την καταστροφή ή τη διατήρηση, δίχως να θέτουμε το ζήτημα της απόσβεσης, θ’ αρκούσε λοιπόν να συγκρίνουμε τη συνολική ροή επικαιροποιημένων κερδών τα οποία προέρχονται από τη μία ή την άλλη επιλογή χρήσης. Η αξία του μη αντικαταστάσιμου φυσικού «κεφαλαίου» δεν θα ήταν ανυπολόγιστη αλλά «μόνο» ίση με τη μέγιστη ροή επικαιροποιημένων συνολικών κερδών που προέρχονται από την «καλύτερη» από τις αποκλειστικές δυνατές επιλογές. Αν η καταστροφή μέχρι τη συντέλεια του κόσμου είναι η καλύτερη επιλογή, γιατί να θέσουμε στον εαυτό μας το ζήτημα της αποκατάστασης; Αν η διατήρηση είναι η καλύτερη επιλογή, δεν υπάρχει τίποτα που να πρέπει να αποκατασταθεί μέσα από δομικές παρεμβάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν υπάρχει λόγος να υπολογιστεί το κόστος απόσβεσης. Ετσι, η αξία του κεφαλαίου θα ήταν ίση με:

Screenshot from 2014-07-01 10:26:03

όπου Pij είναι το αναμενόμενο κέρδος για τη χρονιά i το οποίο αποδίδεται στην επιλογή j -με j=1,…, Ν-, α το ποσοστό επικαιροποίησης και t ο χρονικός ορίζοντας της δραστηριότητας.

Για παράδειγμα, αν τα αναμενόμενα -ύστερα από επικαιροποίηση- συγκεντρωτικά κέρδη των φαρμακευτικών εταιριών από την μη καταστροφική χρήση του «φυσικού εργαστηρίου» του δάσους της Κόστα Ρικα είναι μεγαλύτερα από εκείνα της καταστροφικής χρήσης, τότε αυτό το δάσος πρέπει να διασωθεί. Η διαφορά ανάμεσα στο αναμενόμενο -ύστερα από επικαιροποίηση- κέρδος καθεμιάς από αυτές τις δύο χρήσεις του δάσους συνιστά ένα όριο ανώτερο από την αξία του φυσικού «κεφαλαίου» καθ’ αυτού (άλλες μη καταστροφικές χρήσεις είναι επίσης εφικτές ταυτόχρονα ή σε δεύτερο χρόνο -και οποίες αποτελούν στην ολότητά τους μία επιλογή). Το πρόβλημα περιπλέκεται, καθώς ξέρουμε, από το γεγονός ότι οι υπό εξέταση επιλογές, καταστροφικές ή μη καταστροφικές, δεν ωφελούν πάντα τους ίδιους ενδιαφερόμενους. Κατά γενικό τρόπο, ο πλούσιος Βορράς θρηνεί την καταστροφή της μεγάλης βιοποικιλότητας του Νότου, ο οποίος με τη σειρά του θρηνεί την χαμηλή -σε σχέση με τα αναμενόμενα κέρδη- χρηματική αποζημίωση που ο Βορράς είναι έτοιμος να του παράσχει, θέλοντας να παραιτηθεί από αυτή την καταστροφή και συνεπώς και από τα συνεπαγόμενα έσοδα που διασφαλίζουν την καθημερινή του επιβίωση. Βέβαια, η προτεινόμενη «λύση» και αξιοποίηση έπονται της θέσμισης των Πρώτο-αξιών οι οποίες δεν ανάγονται στους σχετικούς υπολογισμούς.

Καταρχάς, το να ορίζει κανείς ότι η αγορά αποφασίζει, είναι η Πρώτο-αξία του καπιταλισμού. Αυτό πωλείται; Μπορεί να πωληθεί; Τι όφελος μπορεί να αποφέρει η φύση; Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα. Ας τολμήσουμε να πούμε πως, ακόμα και αν η απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν ήταν αδύνατο να καθοριστεί, εφόσον -πρωτίστως- προϋποθέτει μια πλήρη καταγραφή των εμπορικών επιλογών του παρόντος και μια συνολική πρόβλεψη για εκείνες ενός μέλλοντος πιθανολογούμενου -πράγμα ανέφικτο- η θέση της ως πρωταρχικής και μοναδικής προκαλεί αποστροφή. Απ’ την άλλη πλευρά, όπως και σε κάθε υπολογισμό επικαιροποίησης, η επιλογή του χρονικού ορίζοντα, καθώς και του ποσοστού επικαιροποίησης (του ποσοστού μελλοντικής απώλειας αξίας του κεφαλαίου) κουβαλούν το βαρύ φορτίο μιας αντίληψης θεσμισμένης, πολιτισμικής, για τον χρόνο και τους απογόνους μας. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την τιμή αυτών των παραμέτρων, τα αποτελέσματα ποικίλουν αρκετά (εν δυνάμει, για μια ακόμα φορά, από το μηδέν έως το άπειρο). Υποθέτοντας ότι α=0 και t‒›∞, οι οποίες θα ήταν οι αριθμητικές τιμές της υπερ-διαφύλαξης, ο υπολογισμός χάνει κάθε σημασία. Ωστόσο, ποιες είναι οι αριθμητικές τιμές μιας «λογικής» διαφύλαξης; Αυτό εξαρτάται από τις Πρωτο-αξίες μας[14].

Καταλαβαίνουμε γιατί επίσημα αρκούμαστε με σύνεση στο ΑΕΠ, το οποίο αγνοεί την απόσβεση του τεχνητού κεφαλαίου, αδυνατώντας να την υπολογίσει πραγματικά (η φορολογική του αναγνώριση, θεμελιωμένη στο ιστορικό κόστος και άρα στην απουσία της τεχνολογικής μεταβολής στην γκάμα των προϊόντων και των μέσων παραγωγής είναι μια σύμβαση -μη πραγματική από οικονομικής απόψεως)· αγνοεί επίσης την απόσβεση ή απαξίωση του φυσικού «κεφαλαίου». Βεβαίως, αυτή η χρηματιστική ή λογιστική σύνεση αντιστοιχεί σε μια ασύνετη πραγματική στάση, μια αδρά-
νεια η οποία επιταχύνει τον «αργό θάνατο» της φύσης. Αυτή η λογιστική «παράλειψη» βαθιά απωθημένη σε κοινωνικό επίπεδο, αποτελεί μια άρνη-
ση πολιτικής διαβούλευσης.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης δεν υπήρξε ούτε ο πρώτος ούτε ο μοναδικός -σκέφτομαι εδώ τον Νικολά Γκεορκέσκου-Ρέγκεν- που επεσήμανε την ασύνετη στάση μας απέναντι στην φύση· αλλά πιστεύω πως η ευρύτητα της ανθρωπολογικής του οπτικής είναι ασυναγώνιστη. Για τον Καστοριάδη, αυτό το συλλογικό θράσος που προσιδιάζει στην ύβρη, στην αμετροέπεια του ήρωα της αρχαίας τραγωδίας 15 είναι μια «τάση [16] » προς την «απεριόριστη επέκταση της ορθολογικής κυριαρχίας» η οποία αποτελεί την «πυρηνική κοινωνική φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού» και η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια «ψευδο-ορθολογική ψευδο-κυριαρχία [17] ». Αυτή η τάση δεν γνωρίζει όρια και αποτελεί ένα παραλήρημα παντοδυναμίας το οποίο, από μόνο του, μας οδηγεί στο χάος.

Αξίες, καταλογισμός, απόδοση

Το πραγματικά καθαρό συνολικό προιόν -ΠΚΣΠ 18 -, το οποίο θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως την πραγματικά προστιθέμενη αξία στον κόσμο όπως τον παραλαμβάνουμε και αφότου αφαιρέσουμε τις βλάβες που προκαλούμε στον κόσμο που παραδίδουμε, είναι ένα μετρήσιμο μέγεθος το οποίο εξαρτάται αναπόφευκτα από τις Πρωτο-αξίες που θέτει η κοινωνία στον εαυτό της. Αυτό καταδεικνύεται από τον «απλό» μηχανισμό απόσβεσης ή διαφύλαξης της φύσης. Ωστόσο, αν εγκαταλείψουμε αυτή τη συνολική οπτική στα πράγματα, τότε η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο.

Η ιδέα πως το σύνολο του σύγχρονου οικονομικού «συστήματος» είναι μια σύνθεση διακριτών ενοτήτων και πως είναι εφικτό να καταλογίσουμε ορθολογικά την συνεισφορά καθεμίας στο συνολικό προϊόν προκειμένου να της κατανείμουμε ισότιμα ένα μέρος αυτού, είναι σύμφωνα με
τον Καστοριάδη μια «απόλυτη απάτη»[19] .

Το σχήμα της σύνθεσης-αποσύνθεσης βασίζεται στην ταύτιση της ιδιοκτησίας ή ατομικότητας με την διακριτότητα. Ταύτιση στην οποία βασίζεται η «αυθόρμητη» λογιστική της αγοράς, των συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων[20] ή μεταξύ ενδιαμέσων γενικότερα (αντιπροσώπων, χρηματιστών, μεσολαβητών κ.λπ.). Με άλλα λόγια, παρόλο που υπάρχει κτηματολόγιο, ή γενικότερα μια τοπολογία της ιδιοκτησίας, δεν υπάρχει τοπολογία της οικονομίας· ή, τουλάχιστον, αυτά τα δύο δεν συμπίπτουν αυθόρμητα: οι «εξωτερικότητες» ή οι εξω-λογιστικές ροές υπάρχουν παντού, και όχι μόνο στον τομέα του φυσικού περιβάλλοντος. Η πλήρης καταγραφή τους δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί. Η ιδέα της ιδιοκτησίας ως στεγανού τόπου παραγωγής ή κατανάλωσης, η οποία θα ήταν διαπερατή μόνο από λογιστικά εντοπίσημες εμπορικές συναλλαγές και θα επηρεαζόταν μόνο από αυτές, είναι ψευδής. Δεν υπάρχει φυσική στεγανότητα της ιδιοκτησίας, οι «διαρροές» είναι πολλαπλές· η διασπορά και η διάδοση εκτός αγοράς στοιχείων που παράγουν κόστος ή όφελος αποτελεί κανόνα. Οι κάθε είδους μολύνσεις του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν τα πιο γνωστά αρνητικά παραδείγματα. Έτσι, και παρά την ευνοϊκή βροχόπτωση, η Βρετάνη, το έδαφος της οποίας παρουσίασε ευτροφία εξαιτίας της χρήσης λιπασμάτων, δεν θα καταφέρει να παράγει πραγματικά πόσιμο νερό αν δεν επενδύσει μαζικά στην επεξεργασία του[21] .

Ακόμα πιο σημαντική, καθώς και πιο δύσκολη να εντοπιστεί, είναι και η απουσία στεγανότητας της παραγωγικής μονάδας και των ατόμων που περιλαμβάνει σε σχέση με το «κοινωνικο-ιστορικό» περιβάλλον. Αυτή η συνθήκη, σε μια πρώτη προσέγγιση, θα μπορούσε να ορισθεί ως ένας τρόπος γενίκευσης αυτού που οι εφημερίδες αποκαλούν διαρροή εγκεφάλων· ή, συμμετρικά, brain-drain. Στη διαρροή αυτή αντιστοιχεί κλασσικά η -οπορτουνιστική ως αποτέλεσμα τύχης ή συνειδητά παροτρυνόμενη- χρήση, από μια άλλη χώρα, ανθρωπίνων ικανοτήτων που χρηματοδοτήθηκαν και αποκτήθηκαν στην χώρα προέλευσης, δίχως πραγματικό εμπορικό αντάλλαγμα. Αυτή η «αποστράγγιση» δίχως ακριβή λογιστική καταγραφή και υπολογισμό, που ισχύει για όλες τις χώρες, ισχύει επίσης και για το εσωτερικό της κάθε χώρας, από τη μια επιχείρηση στην άλλη, από το σχολείο στην επιχείρηση, από τη δημόσια σφαίρα στην ιδιωτική κ.λπ.· ωστόσο πρόκειται εδώ για μια δευτερεύουσα πλευρά αυτής της γενίκευσης.

Κατά τρόπο πιο ριζικό, πέρα από κάθε μεταφορά, θα τολμούσα να πω πως και ο ίδιος ο εγκέφαλος, βυθισμένος διαρκώς μέσα στο κοινωνικο-ιστορικό, δεν είναι στεγανός. Ασταμάτητα, από τον νου και από το σώμα, η κοινωνία διαπερνά το άτομο. Αναβλύζει από μέσα του. Πριν από τη γέννηση, μέσα από τη φωνή της μητέρας, και μετά την παιδική ηλικία, μετά το σχολείο, το λύκειο, το πανεπιστήμιο κ.λπ. Ουσιαστικά, ακόμα και μέχρι τα πιο βαθιά γεράματα, η κοινωνία διαμορφώνει, παραμορφώνει και μεταμορφώνει το άτομο, διασφαλίζοντας έτσι, προς το καλύτερο και προς το χειρότερο, την παιδεία του. Μέσα από τη γλώσσα 22 , από την κουλτούρα, από τα καθημερινά αντικείμενα, τα μνημεία, τις αξίες που προάγει ή που απορρίπτει, τις φαντασιακές σημασίες που την συνιστούν ως μοναδική, η κοινωνία κατακλύζει το άτομο. Και απ’ την άλλη, στο βαθμό που του αναλογεί και δίχως να το θέλει, δίχως να το γνωρίζει και δίχως να μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση, έξω από κάθε είδους εμπορική σχέση, το άτομο κατακλύζει την κοινωνία στην οποία ανήκει.

Ωστόσο, είναι αυτό ακριβώς το κοινωνικό άτομο, το συνεχώς «διαπερατό», που εισέρχεται και εξέρχεται κάθε μέρα από το εργαστήρι του, το κτήμα του, το γραφείο του, την κατοικία του κ.λπ. παράνομα, χωρίς τελωνειακούς δασμούς· και όχι ένα εμπόρευμα ταξινομημένο και τιμολογημένο από κάποιο εργοστάσιο που παράγει παραγωγούς και καταναλωτές. Το άτομο, όντας πάντοτε ολοκληρωτικά κοινωνικό, είναι ως τέτοιο μια διαρκής εξωτερικότητα για την οικονομία, ή μια πηγή -παραγωγής ή κατανάλωσης- η οποία ξεπερνά κάθε εφικτό λεπτομερή λογιστικό εντοπισμό. Ωστόσο, αυτό το ξεπέρασμα που προσφέρει το άτομο λόγω της «κοινωνικο-ιστορικής» διάστασής του είναι εκείνο που του επιτρέπει να προσαρμοστεί στην παραγωγική[23] συλλογικότητα στην οποία ανήκει, αποτελώντας ταυτόχρονα συστατικό στοιχείο της. Πέρα από τους ρητούς κανόνες συντονισμού, οι οποίοι είναι σημαντικοί αλλά δευτερεύοντες, το συνανήκειν στην ίδια κοινωνία -ή σχεδόν στην ίδια, για την περίπτωση της εκ των υστέρων μύησης-, στην καπιταλιστική κοινωνία, εξασφαλίζει τη συνοχή[24], την ενότητα και την εύπλαστη προσαρμοστικότητα της συλλογικότητας, δίχως τις οποίες η σύγχρονη παραγωγή θα ήταν ως τέτοια αδύνατη.

Η ακρίβεια και η εξατομίκευση της εγχρήματης αμοιβής -αυτός ο μισθός ή αυτό το εισόδημα με ακρίβεια λεπτού- δεν θα πρέπει συνεπώς να παραπέμπουν ούτε να παρομοιάζονται με την ακρίβεια της ατομικής απόδοσης η οποία υποτίθεται πως ακολουθεί την λογιστική ακρίβεια του καταλογισμού του προϊόντος (της «προστιθέμενης αξίας»). Στην πράξη ισχύει το αντίθετο, αλλά το καμουφλάρει η θεωρία. Η εγχρήματη απόδοση -τόσα στην ιδιοκτησία του κεφαλαίου, τόσα στην εργασία γενικά, τόσα σε κάθε συγκεκριμένη κατηγορία μισθωτού- προηγείται και «δικαιολογεί» τον καταλογισμό[25]. Η απόδοση και συνεπώς ο καταλογισμός είναι στην πραγματικότητα κυρίως πολιτικό ζήτημα και δευτερευόντως οικονομικό. Μπορεί να είναι οικονομικό ζήτημα βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, εξαιτίας της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού σε κάποιες κατηγορίες επαγγελμάτων ή κάποιου «συγκεκριμένου στοιχείου του ενεργητικού», αλλά πηγάζει κατ’ ουσίαν από μια ιστορική αδράνεια που έχει θεσμισθεί ως «φυσιολογική»: την άνιση αναδιανομή των μισθών και των εισοδημάτων, την οποία αναπαράγει πολλαπλασιάζοντας την, μειώνοντάς την ή μεταβάλλοντας τους εκάστοτε επωφελούμενους ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων και τις σχετικές με την κερδοφορία και την απόδοση συνθήκες σε κάθε δεδομένη στιγμή.

Επιπλέον, αντίθετα με την δογματική και παράδοξη οπτική του ακραίου φιλελευθερισμού, ακριβώς επειδή το χρήμα δεν κυριαρχεί απόλυτα στο δημόσιο και ιδιωτικό χώρο -με άλλα λόγια, επειδή δεν είναι ακόμα όλα προς πώληση ή τιμολόγηση 26 -, καταφέρνει η κοινωνία και η οικονομία να υπάρχει. Όμως, μήπως αυτόν τον δωρεάν κοινωνικό πόρο τον καταστρέφει ο σύγχρονος καπιταλισμός μέσα από την επέκτασή του; Σε κάθε περίπτωση, αυτό πιστεύει ο Καστοριάδης όταν γράφει για παράδειγμα:

«Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε καταστρέφοντας οριστικά μια ιστορική κληρονομιά που δημιουργήθηκε κατά τις προηγούμενες εποχές και την οποία είναι ανίκανος να αναπαράγει. Αυτή η κληρονομιά περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την τιμιότητα, την ακεραιότητα, την ευθύνη, την καλοκαμωμένη δουλειά, τον σεβασμό προς τους άλλους κ.λπ. Ωστόσο, σε ένα καθεστώς που δηλώνει συνεχώς, έργω και λόγω, πως το χρήμα είναι η μόνη αξία και πως η μόνη τιμωρία είναι εκείνη που ορίζεται από τον ποινικό κώδικα, για ποιους λόγους οι δικαστές δεν θα έβγαζαν στο σφυρί τις αποφάσεις τους;[27]»

Ολιγάρκεια, ισότητα και παιδεία

Ο Τόμας Μόρ, θεμελιωτής του όρου -αν όχι και του είδους- «Ουτοπία»[28] είχε, απ’ ότι θυμόμαστε, δομήσει τον συλλογισμό του αντιστρέφοντας συστηματικά τις θεσμισμένες αξίες του εμπορικού καπιταλισμού του 16 ου -17 ου αιώνα, όπου συνυπήρχαν η ακραία χλιδή για ένα μικρό αριθμό ανθρώπων και η ακραία φτώχεια για τη μεγάλη πλειοψηφία. Στο νησί της Ουτοπίας τα παιδιά παίζουν με παιχνίδια φτιαγμένα από υλικά τα οποία θεωρούνταν πολύτιμα την εποχή του Ερρίκου του 8 ου της Αγγλίας και μαθαίνουν, αφού μεγαλώσουν, ν’ απαξιώνουν ή να θεωρούν ως κάτι ευτελές τον χρυσό, τον άργυρο, τα διαμάντια και όλες τις θεσμισμένες μορφές του «πλούτου». Για ποιο λόγο επικαλούμεθα, έπειτα από 450 χρόνια, τον Μόρ, ενώ μιλάμε για τον Καστοριάδη; Νομίζω πως η συσχέτιση των δύο συγγραφέων δεν είναι εντελώς άτοπη. Η διαπίστωση πως, και για τους δύο, η επιθυμητή ανατροπή της υπάρχουσας κοινωνίας περνά από την αντιστροφή των ίδιων κεντρικών αξιών είναι όντως ανησυχητική.

Ισότητα 29 και ολιγάρκεια είναι μεταξύ των αξιών της Ουτοπίας και είναι επίσης, για τον Καστοριάδη, συνθήκες μιας «αυτόνομης κοινωνίας». Ωστόσο, εδώ ακριβώς βρίσκεται η απόσταση μεταξύ των δύο συγγραφέων: το να χαρακτηρίσουμε το έργο του Καστοριάδη ως ουτοπία είναι λάθος, όχι επειδή θέλω να το «υπερασπιστώ» απέναντι στην απαξίωση με την οποία -από τον Μαρξ και έπειτα- αντιμετωπίζουν ορισμένοι τον όρο αυτό, αλλά για λόγους ουσίας.

Ο πιο σημαντικός εξ αυτών είναι δίχως αμφιβολία, πέρα από την τεράστια ιστορική απόσταση που χωρίζει την βιομηχανική καπιταλιστική κοινωνία με τις αλλοτινές ουτοπίες, η ρητή απουσία από το έργο του μιας σχολαστικής περιγραφής της λειτουργίας του οίκου, της ιδιωτικής σφαίρας. Αυτή η περιγραφή, στην πλειοψηφία των ουτοπιών, παίρνει τη μορφή πουριτανικών ηθικών συνταγών οι οποίες -πρωτίστως στον Μορ- είναι ανησυχητικές και, για να πούμε την αλήθεια, μέσα από μια σύντηξη της ιδιωτικής με τη δημόσια σφαίρα, πρόδρομοι του «ολοκληρωτισμού». Η ουτοπία δεν κινδυνεύει λοιπόν να είναι «η χώρα του πουθενά», περίπτωση κατά την οποία θα διατηρούσε, σαν λογοτεχνικό της είδος, την κριτική και ανατρεπτική της δύναμη, αλλά μια χώρα πραγματικά υπαρκτή, με την αστυνομία και την λογοκρισία της.

Στον τομέα αυτό, η ιστορία κατέστησε ορισμένους, άλλοτε κριτικούς και ενίοτε «επαναστάτες», τόσο «συνετούς» που να αποκηρύσσουν κάθε ιδέα ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Για τον Καστοριάδη, αυτή η αποκήρυξη δεν είναι παρά μια υποταγή στην «αγία Πραγματικότητα», ένας εκβιασμός του είδους «η την κυρία Θάτσερ ή τα Γκουλάγκ» 30 , τον οποίο κατήγγειλε αμέτρητες φορές. Ισότητα και ολιγάρκεια, για αυτόν, δεν μπορούν να επενδυθούν ως θετικές φαντασιακές σημασίες, και όχι απλά ως αντεστραμμένες σημασίες, παρά με τρόπο ελεύθερο, από υποκείμενα τα οποία απελευθερώνονται αφ’ εαυτά από την σχεδόν ψυχαναγκαστική εξάρτησή τους από την οικονομία, επειδή έχουν κατανοήσει πως «[…] το τίμημα της ελευθερίας είναι η καταστροφή της οικονομίας ως κεντρικής και, ουσιαστικά, μοναδικής αξίας»[31]. Η ισότητα και η ολιγάρκεια θα ήταν, ανάμεσα σε άλλα, σημάδια και μέσα απελευθέρωσης· όμως αυτό που συνεπάγεται αυτή η απελευθέρωση ως προς τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής είναι ένα ζήτημα που οφείλει να παραμείνει ανοικτό, καθότι εξαρτάται από την ανθρώπινη δημιουργικότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας, της οποίας η ιστορική πορεία είναι εκ των προτέρων άγνωστη.

Δεν διέφυγε βεβαίως της προσοχής του Καστοριάδη το γεγονός ότι η ψυχική επένδυση[32] σε τέτοιου είδους αξίες είναι αντίθετη από τις «επιθυμίες των σύγχρονων ανθρώπων». Αρκεί να θίξουμε δημοσίως το ζήτημα της ισότητας των μισθών ή των εισοδημάτων για να χαρακτηριστούμε στην καλύτερη ως παράλογοι και ακόμα περισσότερο το ζήτημα της ολιγάρκειας για να διαπιστώσουμε την απωθητική του επίδραση σε σχεδόν όλους, συμπεριλαμβανομένων και των «προοδευτικών οικολόγων». Υπήρξα προσωπικώς μάρτυς όλων αυτών. Προφανώς, αυτά τα ζητήματα δεν είναι της μόδας και αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Όλη η παιδεία μας, ολόκληρη η ψυχική μας δόμηση μέσα από τον διαποτισμό μας από το κοινωνικο-ιστορικό και κυρίως από τον ακραίο καθημερινό εκθειασμό της αντι-ολιγάρκειας, της κατανάλωσης για την κατανάλωση, κυρίως μέσα από την περίφημη διαφήμιση, συμβάλλουν στην τωρινή κατάσταση. Για να πούμε την αλήθεια, αυτή η αντι-ολιγάρκεια είναι συστατικό στοιχείο του σύγχρονου καπιταλισμού 33 και τρέφεται ακριβώς από την ανισότητα για να θεμελιώσει την ιδεολογική της δικαίωση, απαξιώνοντας την ολιγάρκεια ως σύνθημα των «πλουσίων». Στο σημείο αυτό ο Καστοριάδης θα συναντούσε εκ νέου την Ουτοπία, με ένα άλλο νόημα, «ακίνδυνο» στα μάτια των επιτιμητών της, μιλώντας για την «χώρα του ποτέ και του πουθενά» καθότι υπερβολικά μακρινή από την τωρινή.

Πως μπορεί ν’ αντιστραφεί πραγματικά και με τρόπο ελεύθερο, και όχι μόνο στη φαντασία, η παιδεία μας; Αυτή θα μπορούσε να είναι η αποτύπωση του τεράστιου πολιτικού ζητήματος που θέτει σχετικά με την οικονομία ο Καστοριάδης.

Αντί επιλόγου: Εμπλουτίζοντας την ολιγάρκεια;

Είναι προφανές ότι το ζήτημα της ολιγάρκειας είναι για τον Καστοριάδη στενά συνδεδεμένο με το οικολογικό ζήτημα, με την διαπίστωση ότι το καπιταλιστικό πρόταγμα της απεριόριστης επέκτασης θα προσκρούσει αναγκαστικά -προσκρούει ήδη- σε ένα φυσικό όριο. Είναι επίσης προφανές πως η ολιγάρκεια έχει να κάνει με την «τελική κατανάλωση», εκείνη των «νοικοκυριών» (του οίκου), και άρα με αυτό που αποκαλούμε «επίπεδο ζωής» ή «πλούτο». Πρόκειται βεβαίως για ένα «καυτό» πολιτικό ζήτημα. Η αποφυγή του και η δυσαρέσκεια που προκαλεί η επίκλησή του είναι κατανοητές: κάτω από τον εκλογέα βρίσκεται ο εγωιστής καταναλωτής και όχι ο πολίτης που ενδιαφέρεται για το κοινό καλό. Είναι σημαντικό σχετικά με το ζήτημα αυτό το γεγονός ότι οι επίσημες μελέτες (ΟΟΣΑ, ΕΕ, κυβερνήσεων κ.λπ.) σχετικά με την βιώσιμη ανάπτυξη αφορούν κυρίως την κριτική εξέταση των τεχνικών και των διαδικασιών παραγωγής, δηλαδή την προσφορά, και λιγότερο την οικονομία των κοινωνικών διαδικασιών διαμόρφωσης της τελικής κατανάλωσης: δηλαδή την ζήτηση και το περιεχόμενό της.

Πιστεύω επίσης ότι αυτό το ζήτημα ο Καστοριάδης το αφήνει ανοικτό· ή, το πιθανότερο, για τους λόγους που έθιξα ήδη, εκτιμούσε πως ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα. Ωστόσο, σε διάφορα σημεία -και κυρίως στις συνεντεύξεις που έδωσε- μπορούμε να διακρίνουμε κάποια ίχνη αυτού που θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με την αντίληψή του, η «καλή ζωή». Παραθέτω μερικά από μνήμης: Ένας καινούριος φίλος προτιμότερος από ένα καινούριο αυτοκίνητο· η Γη σαν τους κήπους των σπιτιών στην Αγγλία· η Γαλλία ως εξοχή και όχι ως πεδιάδα γεωμετρικά κατανεμημένη και μολυσμένη από την προσπάθεια μεγιστοποίησης της παραγωγής· η μεσαιωνική πόλη ως ιστορική δημιουργία άξια θαυμασμού· η κουλτούρα του μοιράσματος προτιμότερη από εκείνη της ιδιοποίησης κ.λπ.

Αυτή η σύντομη, ελλιπής και εκτός γενικότερου πλαισίου απαρίθμηση επαρκεί ωστόσο για να υποδείξει μια ερμηνεία του «πλούτου», η οποία δεν θα ήταν αντινομική προς την ολιγάρκεια και για την οποία «αξία χρήσης», δεν θα σήμαινε απαραίτητα ιδιοποίηση και καταστροφή από και για τη χρήση. Ο φόβος της διατροφικής λιτότητας, και συνεπώς της ελάχιστης κατανάλωσης-καταστροφής, τον οποίο προκαλεί η ολιγάρκεια, πρέπει να ξεπεραστεί, παρ’ όλο που δεν διαφεύγει από κανέναν, και σίγουρα ούτε από τον Καστοριάδη, ότι η εξαθλίωση και η πείνα είναι ένα πολιτικό σκάνδαλο για το οποίο είναι υπεύθυνες η ανισότητα και επίσης, για ακόμα μία φορά, η απουσία δημοκρατίας[34].

Βέβαια, υπάρχουν τομείς όπου η κατανάλωση δεν μπορεί παρά να είναι ιδιοποίηση και καταστροφή. Είναι η περίπτωση της κατανάλωσης τροφής και της τελικής κατανάλωσης ενέργειας ή, με πιο ευρεία έννοια, του οτιδήποτε συμβάλλει στην συντήρηση του πεινασμένου, γυμνού και ευαίσθητου στο κρύο ζώου το οποίο είμαστε. Ωστόσο, τίποτε δεν μας υποχρεώνει εκ φύσεως να επεκτείνουμε αυτήν την αναγκαιότητα σε οτιδήποτε μας διαχωρίζει από την ζωώδη κατάσταση -δηλαδή σχεδόν στα πάντα.

Πιο συγκεκριμένα, η πολιτισμική παραγωγή και η πρόσληψή της, ακόμα και στις πιο επεξεργασμένες και εκλεπτυσμένες εκδοχές της, δομείται πάντοτε με αφετηρία κάποιους ελάχιστους υλικούς περιορισμούς οι οποίοι, για να παραφράσουμε ένα παλιό διαφημιστικό σύνθημα, «δεν φθείρονται ακόμα και αν χρησιμοποιούνται από περισσότερους[35]», δηλαδή δεν μπορούν να υπάρξουν ως ερμηνευτικοί περιορισμοί παρά μέσα σε αυτή τη συνθήκη.

Ανάμεσα σ’ όλα αυτά που συνιστούν την ιδιαίτερη ανθρώπινή μας ύπαρξη βρίσκουμε, για παράδειγμα, την απόλαυση μιας συζήτησης, μιας παρτίδας σκάκι, την παρατήρηση ενός τοπίου, ενός πίνακα, την συμμετοχή σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου ή την παρακολούθησή του, την παρακολούθηση μιας παράστασης χορού, την γραφή ή την ανάγνωση ενός κειμένου. Η οικονομία των μέσων, η ολιγάρκεια, δεν συνδέεται απαραίτητα με τον πλούτο των τελικών προϊόντων, με το βάθος και την απόλαυση της ερμηνείας τους. Μερικά σημάδια πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί μπορούν καμιά φορά να εμπλουτίσουν μιαν ολόκληρη ζωή και να δημιουργήσουν μια διαχρονική «κοινότητα ανταλλαγής».

Θα πρέπει να αναλάβουμε το συλλογικό έργο εμπλουτισμού του πολιτισμικού μας «περιβάλλοντος» 36 μεταδίδοντας την απαίτηση μιας πρόσληψής του μέσα από την ανάγνωση-εμπέδωσή του και όχι από την κατανάλωσή-καταστροφή του, ως μια ερμηνευτική πορεία που δεν το καταστρέφει αλλά που αντίθετα παράγει νόημα. Ο άνεμος φυσάει κόντρα, αλλά ο σύγχρονος κυνισμός δεν έχει παρασύρει τα πάντα, ακόμα και αν, για παράδειγμα, η εργαλειοποίηση του σχολείου μέσα από την υποταγή στον οικονομικό εκβιασμό του «χρήσιμου», αυτού που «πουλάει» και κυρίως της νοοτροπίας του «πουλάω αυτό που είμαι», έχει προχωρήσει αρκετά. Ο «στιγματισμός» των αρνήσεων που συνεχίζουν παρόλα αυτά να εμφανίζονται ως «αντιδραστικών» ή ως ελιτίστικης νοσταλγίας της «αστικής» κουλτούρας ανήκει σε μια ενοχοποιητική ρητορική.

Δηλώνω αντιθέτως πως αυτές οι αρνήσεις είναι σπέρματα μιας παιδείας, η οποία, όχι μόνο δεν είναι εγγενώς οπισθοδρομική, αλλά αποτελεί ένα υλικό που πρέπει να θεματοποιηθεί, να αναπτυχθεί, να διαφοροποιηθεί απαλλαγμένο από κάθε δογματισμό και να εμπλουτιστεί με στόχο να συνδυάσει, χωρίς παραδοξότητες, το αναγκαίο και το επιθυμητό, την ολιγάρκεια και τον πλούτο. Στην προσπάθεια αυτή, η απουσία του Καστοριάδη και της μαχητικής του ειρωνείας είναι καταφανής.

_______________________________

1. Σ.τ.μ.: Maria-Antonietta Macciochi (1922-2007). Μέλος του ΚΚ Ιταλίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενεργό μέλος του αντιφασιστικού μετώπου στην Ιταλία και του φεμινιστικού κινήματος τις δεκαετίες ́50 και ́60, εγκαθίσταται στο Παρίσι την δεκαετία του ’70 αφού έρθει σε σύγκρουση με το ΚΚΙ λόγω του θαυμασμού της για το κινεζικό καθεστώς και της επαφής της με τον Αλτουσέρ. Καθιερώθηκε στους κύκλους των αριστερών διανοουμένων του Παρισιού ως σινολόγος -έπειτα από ένα ταξίδι στην Κίνα και ένα σχετικό βιβλίο όπου την περιέγραφε ως «σοσιαλιστικό παράδεισο»- και ως ειδική στη σκέψη του Γκράμσι. Ο Simon Leys (ψευδώνυμο του Pierre Ryckmans) είναι βέλγος συγγραφέας και σινολόγος, που ήδη από τη δεκαετία του ’60 είχε καταγγείλει τον μαοϊσμό και τον μύθο της «Πολιτιστικής Επανάστασης».

2. Συνέντευξη με τον Κ. Καστοριάδη, Φεβρουάριος του 1974. Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τελευταίο δελτίο του εν λόγω πρακτορείου και υπήρξε η πρώτη μιας ολόκληρης σειράς. Ένας-ένας, οι Κλωντ Λεφόρ, Ντανιελ Μοτέ, Ανρί Σιμόν- όλοι τους παλαιότερα μέλη του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα- καθώς επίσης ο Πιερ Κλάστρ και άλλοι «υπέστησαν την ανάκριση» της μικρής μας «ομάδας κρούσης» η οποία εμψύχωνε στην Καν την επιθεώρηση AntiMythes, η οποία ιδρύθηκε μετά την διάλυση του πρακτορείου τύπου Λιμπερασιόν της Κάτω Νορμανδίας, του οποίου το αρκτικόλεξο αποδιδόταν στην περιοχή και ως «Ανάλυση και Διάδοση των Αγώνων» (Σ.τ.μ: απόδοση του αρκτικόλεξου APL-BN – Agence de Presse Liberation de Basse Normandie- ως: Analyse et Popularisation des Luttes.)

3. Αυτό το αίτημα συνοχής οδηγεί τον Καστοριάδη πέρα από τα συνήθη όρια μεταξύ γνωστικών αντικειμένων και τρέφει την εξαιρετική κριτική ικανότητα του. Εξού, πιθανόν, και η «συνετή» πρόσληψη του έργου του: η οπορτουνίστικη χρήση του είναι συχνή, ενώ η παράθεση και ο αντίλογος σπάνιος.

4. Κ. Καστοριάδης, Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού, μτφρ. Ζ. Καστοριάδη, Κ. Σπαντιδάκης, Αθήνα, Ύψιλον, 1998. Ο Καστοριάδης έκανε τις τελευταίες διορθώσεις στο κείμενο αυτό τον Αύγουστο του 1997. Πέθανε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.

5. Ενισχυτικά της θέσης αυτής είναι και τα ειλικρινή, αποκαλυπτικά και διαυγή λόγια του Εντμοντ Μαλινβό, ενός διεθνώς αναγνωρισμένου οικονομολόγου-στατιστικολόγου, κλασσικού ακαδημαϊκού και καθόλου «επαναστάτη», παλιού γενικού διευθυντή του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικών Μελετών της Γαλλίας: «Όταν ήμασταν νέοι, πολλοί ανάμεσά μας επέλεξαν να αφιερώσουν τον χρόνο και την ενέργειά τους στην οικονομική έρευνα με σκοπό να βρουν τους νόμους των φαινομένων (η υπογράμμιση δική μου) των οποίων η σημασία για τις κοινωνίες μας είναι προφανής. Πρέπει να πούμε πως υποτιμούσαμε την εποχή εκείνη το εύρος της πρόκλησης: Η ανακάλυψη των νόμων αυτών μοιάζει πολύ πιο δύσκολη απ’ ότι νομίζαμε.» (Edmond Malinvaud, «Pourquoi les économistes ne font pas de découvertes» [«Γιατί οι οικονομολόγοι δεν κάνουν ανακαλύψεις;»], Annales d’économie et de gestion, τ. III, τ. 6, 1996, αναδημοσιευμένο στο Problèmes économiques, τχ. 2515, Απρίλιος 1997.)

6. Κ. Καστοριάδης, Τα σταυροδρόμια του λαβύρινθου, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Αθήνα, Ύψιλον, 1991, σσ. 303-385.

7. Είναι αλήθεια πως στο προαναφερθέν κείμενό του, ο Καστοριάδης συζητά ελάχιστα τις «“υποκειμενίζουσες” απόψεις περί αξίας», δηλαδή την οριακή θεωρία της αξίας. Συζητά περισσότερο με τον Μαρξ σχετικά με τον Αριστοτέλη και με τον ίδιο τον Αριστοτέλη. Ωστόσο, είναι προφανές πως είτε μιλάμε για την αξία-εργασία είτε για την οριακή αξία χρήσης, τα αποτελέσματα μένουν ίδια. Θα προσέθετα πως και στις δύο περιπτώσεις, ως ύστατη θεμελίωση, πέρα από το μέτρο της αξίας, προϋποτίθεται ο ορισμός μιας σχέσης τάξης ανάμεσα σε ετερόκλητα «αντικείμενα», μη συγκρίσιμα έξω από ένα κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς. Από τη σκοπιά της «χρησιμότητας» θεσμίζεται το ότι μπορούμε να αντιστοιχήσουμε κατσίκες και λάχανα· από τη σκοπιά της «αξίας-εργασία», τίθεται ότι μπορούμε να αντιστοιχήσουμε την ώρα εργασίας του κτίστη σε σχέση με εκείνη του τσαγκάρη και τελικά -κατ’ εξοχήν, όπως το λέει ο Αριστοτέλης και με τον οποίο συμφωνεί ο Καστοριάδης ενάντια στον Μαρξ- να αντιστοιχήσουμε τη δουλειά του κτίστη με εκείνη του τσαγκάρη.

8. Με το δικό του ιδιαίτερο ύφος, επηρεασμένο από την παιδαγωγική του μέριμνα και από την άρνησή του προς κάθε ερμητισμό, ο Καστοριάδης συμπυκνώνει την ασυνεπή μας στάση σχετικά με την χρήση των φυσικών πόρων με την ακόλουθη εντυπωσιακή φράση: «Ο άνθρωπος είναι […] σαν ένα παιδί που βρίσκεται μέσα σε ένα σπίτι του οποίου οι τοίχοι είναι σοκολατένιοι και τους οποίους έχει βαλθεί να τρώει χωρίς να καταλαβαίνει πως σύντομα το υπόλοιπο σπίτι θα του πέσει στο κεφάλι.» (απομαγνητοφώνηση από τον ίδιο της παρέμβασής του με τίτλο «Ποια δημοκρατία;» [ C. Castoriadis, «Quelle démocratie?» (1990), Figures du pensable, Les carrefours du labyrinthe VI, Παρίσι, Seuil, 1999, s. 145-189. (Σ.τ.μ.)] στις 5 Ιουλίου του 1990 στο συνέδριο του Σεριζύ το οποίο ήταν αφιερωμένο στο έργο του).

9. Σ.τ.μ.: Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο απόσβεση με την μία από τις δύο σημασίες του στα ελληνικά, εκείνη της φθοράς ενός παγίου περιουσιακού στοιχείου και όχι εκείνη της αποπληρωμής (π.χ: απόσβεση δανείου). Το κόστος απόσβεσης αναφέρεται προφανώς στον υπολογισμό του κόστους διαφύλαξης του φυσικού περιβάλλοντος ή διόρθωσης των φθορών που προκαλούνται από την οικονομική δραστηριότητα. Στο κόστος αυτό μπορεί να ανήκουν, για παράδειγμα, επενδύσεις στην οικολογική διαχείριση των αποβλήτων κάποιων βιομηχανικών μονάδων.

10. Στο Δοκίμιο περί της γενικής φύσης του εμπορίου (1755) ο Ρισαρ Καντιγιόν [Richard Cantillon] εκφράζει με εξαίσιο τρόπο αυτή την στάση: «Η τιμή μιας στάμνας νερού από το Σηκουάνα είναι μηδενική, γιατί πρόκειται για μια τεράστια πηγή που δεν στερεύει ποτέ· αλλά στους δρόμους του Παρισιού αυτό το νερό αποκτά μια τιμή, η οποία είναι το μέτρο ή η αξία της εργασίας του νεροκουβαλητή». Ξέρουμε πως εξελίχθηκαν τα πράγματα έκτοτε: Το εν δυνάμει πόσιμο νερό έγινε ένα σχετικά σπάνιο αγαθό και το κόστος παραγωγής του μεγαλώνει συνεχώς. Αυτή η αύξηση του κόστους δεν πρέπει να αποδοθεί στην εργασία του μεταφορέα νερού (στο κόστος των αγωγών ή των αντλιών κ.λπ.) αλλά στην εργασία αποκατάστασης του πόσιμου νερού -στη χρηματοδότηση της απόσβεσης των παγίων κεφαλαίων που επιτρέπουν την αποκατάσταση ενός νερού όλο και πιο μολυσμένου (δες παρακάτω σελ 139,
υποσημείωση 21).

11. Η αισιόδοξη υπόθεση μιας πιθανής αντικατάστασης του φυσικού «κεφαλαίου» από το τεχνητό κεφάλαιο οδηγεί σε αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «χαμηλή βιωσιμότητα», ενώ η απαισιόδοξη ή ρεαλιστική υπόθεση της συμπληρωματικότητας ανάμεσα στη φύση και στο τεχνητό κεφάλαιο οδηγεί στην «υψηλή βιωσιμότητα». Ο εισηγητής αυτή της διάκρισης, ο οποίος είναι οπαδός της υψηλής βιωσιμότητας (strong sustainability), φαίνεται πως είναι ο Χέρμαν Ντάλι (H. Daly, Toward a Steady-State-Economy, Σαν Φρανσίσκο, W.H.Freeman & Co, 1973).

12. M. Glacgant, F. Leveque, «Erosion de la diversité génétique et gestion mondiale des ressources vivantes » [«Διάβρωση της γενετικής ποικιλότητας και παγκόσμια διαχείριση των ζωντανών πόρων»], La Recherche, τ. 283, Ιανουάριος 1992.

13. Σ.τ.μ.: Η επικαιροποίηση κερδών είναι απλούστατα ο υπολογισμός της σημερινής πραγματικής αξίας μελλοντικών κερδών. Και, αντίστροφα, η επικαιροποίηση μπορεί να είναι και ο υπολογισμός της μελλοντικής απώλειας αξίας του κεφαλαίου. To κρίσιμο ζήτημα εδώ αφορά στον προσδιορισμό του ποσοστού επικαιροποίησης, το οποίο αντιστοιχεί ουσιαστικά στο κόστος του κεφαλαίου. Το ποσοστό επικαιροποίησης μπορεί να είναι, για παράδειγμα, ίσο με το επιτόκιο δανεισμού του αρχικού κεφαλαίου. Ο προσδιορισμός όμως αυτού του ποσοστού, όπως λέει παρακάτω και ο Ντιμενίλ, δεν γίνεται πάνω σε αντικειμενικές βάσεις. Με άλλα λόγια, η οικονομοτεχνική προσέγγιση του ζητήματος από τους νεοκλασσικούς, εκτός από ηθικά καταδικαστέα, είναι και αβάσιμη!

14. Σ.τ.μ.: Στην υπόθεση αυτή θα είχαμε ποσοστό επικαιροποίησης ίσο με το μηδέν, δηλαδή είτε δεν θα υπήρχε επιτόκιο δανεισμού -και άρα απουσία προσδοκίας κέρδους από χρηματιστική δραστηριότητα- είτε (στην περίπτωση που πρόκειται για χρηματοδότηση μόνο με ίδια κεφάλαια) δεν θα υπήρχε προσδοκία κέρδους από παραγωγική δραστηριότητα (για παράδειγμα, στην περίπτωση αυτή το ποσοστό επικαιροποίησης μπορεί να θεωρηθεί ίσο με το ποσοστό με το οποίο θα δανειζόταν ο επιχειρηματίας το εν λόγω κεφάλαιο συν ένα «λογικό» ποσοστό κέρδους). Σε συνδυασμό με την υπόθεση ότι ο χρονικός ορίζοντας της δραστηριότητας είναι άπειρος, αντιλαμβανόμαστε πόσο διαφορετική θα ήταν στην περίπτωση αυτή η θέσμιση της Φύσης και της σχέσης του ανθρώπου με αυτήν, του Χρόνου, της αξίας και του σκοπού της ανθρώπινης εργασίας.

15. Βλ. Καστοριάδης, «Le capitalisme est-il soluble dans la démocratie?», Le Νouvel Observateur, ειδική έκδοση του Ιουνίου του 1992. Η διαφορά με τον αρχαίο ηρωισμό είναι ότι από το «τοπικό» και το ατομικό περάσαμε στο «καθολικό» και το συλλογικό.

16. Με αυτό τον όρο ο Καστοριάδης αποδίδει τον όρο Trieb του Φρόιντ. Ο όρος τάση δεν είναι μια πιο σικ μετάφραση του όρου ορμή, αλλά απλή απόδοση μιας γερμανικής λέξης με την αντίστοιχή της στα γαλλικά.

17. Το ζήτημα της ψευδο-ορθολογικής ψευδο-κυριαρχίας έχει έναν προφανώς κεντρικό ρόλο στην καστοριαδική ανάλυση του καπιταλισμού (με μια ευρεία έννοια). Η τελευταία σχετική αναφορά του βρίσκεται βέβαια στο κείμενο Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού, ό. π.

18. Αυτή η έννοια και το αρκτικόλεξο που της αντιστοιχεί είναι δικής μου εμπνεύσεως αλλά πιστεύω πως ο Καστοριάδης δεν θα είχε αντιρρήσεις ως προς την ουσία του συλλογισμού. Είμαι επίσης πεπεισμένος, ύστερα από μια σχετική συζήτηση που είχα μαζί του, πως η προσπάθειά μου να προσεγγίσω τα οικονομικά ζητήματα με ένα μέσο τόσο αγνοημένο που έχει σχεδόν ξεχαστεί, εκείνο των λογιστικών πρακτικών στις οποίες θεμελιώνονται, θα τύγχανε της έγκρισής του. Κατ’ αυτό τον τρόπο συνεχίζω εδώ μια συζήτηση που έχει δυστυχώς διακοπεί.

19. Το ζήτημα του μη-διαχωρισμού του καταλογισμού του προϊόντος διατρέχει όλα τα οικονομικά κείμενα του Καστοριάδη: Από την «Δυναμική του καπιταλισμού» (1954) μέχρι την «Ορθολογικότητα» του καπιταλισμού (1997). Στο κείμενο που είχε ετοιμάσει για το συνέδριο του Σεριζύ και από το οποίο -την ώρα της παρουσίασης- αναγκάστηκε να αφαιρέσει τις αναφορές στην οικονομία λόγω περιορισμένου διαθέσιμου χρόνου, έγραφε: «Είναι το οικονομικό σύστημα συνολικά (μαζί και με την προηγούμενη ιστορία του) που παράγει, και όχι το τάδε εργοστάσιο ή ο δείνα εργαζόμενος. Δεν υπάρχει τοπολογία στην οικονομία, μήτε διακριτή μήτε συνεχής (προφανώς και δεν αναφέρομαι εδώ στο φυσικό περιβάλλον το οποίο υποτείνει την οικονομία και εμπλέκεται σε αυτήν)».

20. Η μη-διακριτότητα είναι επίσης ένα πρόβλημα ενδο-επιχειρησιακό. Πιο συγκεκριμένα, αφήνοντας κατά μέρος την σπάνια περίπτωση της μονοπαραγωγής, σύμφωνα με τις αποδεκτές συμβάσεις της αναλυτικής λογιστικής, τα φανερά μοναδιαία κόστη παραγωγής ποικίλουν αρκετά. Ένα παλιό (1936) αλλά πάντα επίκαιρο άρθρο του Αύγουστου Ντετέφ, «Το ζήτημα του κόστους παραγωγής», εξηγεί ξεκάθαρα γιατί δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Παραδόξως, η επίγνωση αυτής της απαραίτητης ανακρίβειας της εκτίμησης του κόστους μοιάζει να είναι σχετικά περιορισμένη στον στενό κύκλο των λογιστών και στελεχών επιχειρήσεων που στοχάζονται πάνω στα θεμέλια του αντικειμένου τους και δεν απασχολεί το δημόσιο διάλογο. Γιατί;

21. «170.000 τόνοι μεταλλικών λιπασμάτων και 237.000 τόνοι αζώτου (ή νιτρικών αλάτων) ζωικής προέλευσης (εκκρίματα βοοειδών, πουλερικών και χοιρινών) διαχέονται κάθε χρόνο στη Βρετάνη» (Le Monde, 20.02.1999). Μια από τις αιτίες αυτής της διάχυσης -με σεβασμό στα όρια της ιδιοκτησίας- είναι ότι, αδιαφορώντας για τη χωροταξία που επιβάλλει το κτηματολόγιο, τα επιφανειακά ύδατα των 71 καντονιών της Βρετάνης ξεπερνούν κατά τρείς φορές το όριο που έχει οριστεί από τον Π.Ο.Υ. («Παγκόσμιος Οργανοσμός Υγείας»· Σ.τ.μ.), σχετικά με την περιεκτικότητα σε νιτρικά άλατα νερού που δεν έχει υποστεί επεξεργασία, δηλαδή 50 μιλιγκραμ ανά λίτρο. Είναι αδιαμφισβήτητο πως η ιδιοκτησία δεν είναι στεγανή, ωστόσο ο υπολογισμός του κόστους αυτής της διαπερατότητας, σύμφωνα με την αρχή του μολύνω-πληρώνω, ή ακόμα καλύτερα, η διόρθωση της βλάβης που προξενείται, δεν είναι εύκολη υπόθεση!.

22. Φαίνεται πλέον κεκτημένο το ότι αυτή η εσωτερική μεταμόρφωση, μέσα από την κοινωνική εμπειρία, μέρος της οποίας αποτελεί η γλώσσα, φτάνει μέχρι τη συνεχή δια βίου τροποποίηση της λεπτής ανατομικής δομής του εγκεφάλου. Ο γλωσσολόγος Φρανσουά Ραστιέ σημειώνει σχετικά πως αυτή η φυσική πλαστικότητα του εγκεφάλου, στη σύνδεσή της με την διαδικασία μάθησης, επιτρέπει ν’ αναθεωρήσουμε με μεγαλύτερο σκεπτικισμό τις «θεωρίες
περί του έμφυτου της γλώσσας» (Rastier, Sémantique et recherches cognitives [Σημασιολογία κα γνωσιακές έρευνες], Παρίσι, PUF, 1991).

23. Ό, τι ισχύει για τις απαραίτητες συνθήκες προσαρμογής των ατόμων στη διαδικασία παραγωγής ισχύει επίσης και για την προσαρμογή της παραγωγής στην κατανάλωση. Αντιλαμβανόμαστε καμιά φορά τον πρωταρχικό ρόλο του κοινωνικο-ιστορικού συνανήκειν ακριβώς όταν απουσιάζει. Έτσι, η αδιαμφισβήτητη οικονομική σημασία του πρόσφατου παγκόσμιου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου (1998) καταδεικνύει, εκ του αντιθέτου, μέσα από την σχετική υπο-εκπροσώπηση των ΗΠΑ, την ανάγκη μιας κοινωνικής εκμάθησης, ψυχικής και σωματικής ταυτόχρονα, προκειμένου να προσαρμοστούν οι παίκτες μεταξύ τους, καθώς επίσης και οι παίκτες -ή το ίδιο το παιχνίδι- με τους θεατές· παραγωγή και κατανάλωση. Πιστεύω πως
το παράδειγμα αυτό είναι γενικεύσιμο.

24. Κατά την περίοδο που η βιομηχανία του αυτοκινήτου κατανάλωνε σε μαζική κλίμακα την εργασία των μεταναστών, έφτανε μέχρι το σημείο να χρησιμοποιεί συλλογικά εργάτες προερχόμενους από το ίδιο χωριό, ανάμεσα στους οποίους η γλώσσα και οι ιεραρχικές δομές ήταν κοινές, προκειμένου να εξασφαλιστεί αυτή η συνοχή γύρω από τη γραμμή παραγωγής.

25. Οι «φιλελεύθεροι» μας εξηγούν για παράδειγμα πως η διαφοροποίηση των μισθών υποτίθεται πως συνδέεται με την διαφορά της οριακής παραγωγικότητας. Και πως ξέρουμε ότι δυο παραγωγικότητες είναι διαφορετικές; Πώς θα τις υπολογίσουμε; Δείτε τους μισθούς, μας απαντούν.

26. Ο Γκάρι Μπέκερ -βραβείο Νόμπελ το 1992!- είναι δίχως αμφιβολία ο πιο γνωστός εκπρόσωπος αυτού του «πάθους για την οικονομία» σύμφωνα με το οποίο η ολότητα της ψυχικής και κοινωνικής ζωής υποτίθεται πως ρυθμίζεται από την «αγορά». Για μια -αναπόφευκτα ελλιπή- εικόνα των γελοίων και πενιχρών συμπερασμάτων στα οποία οδηγεί μια τέτοια αναγωγή δες: Gary S. Becker, Guitry Nashat Becker, The Economics of Life. From Baseball to Affirmative Action to Immigration. How Real-World Issues Affect our Everyday Life [Τα οικονομικά της ζωής. Από το μπέιζμπολ στη νομοθεσία κατά των διακρίσεων και τη μετανάστευση. Πώς τα ζητήματα του πραγματικού κόσμου επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή], Mc Graw-Hill, 1996.

27. Ανάμεσα στους δωρεάν ιστορικούς πόρους, ο οποίοι απουσιάζουν από τα λογιστικά βιβλία, βρίσκεται επίσης και η εμπιστοσύνη, για την οποία ορισμένοι «φιλελεύθεροι» συγγραφείς ανακαλύπτουν με μια αφοπλιστική κοινωνιολογική αθωότητα -την ευφυΐα της οποίας θα εκτιμούσε ο Καστοριάδης- πως αποτελεί την κεντρική αρετή της κοινωνικής ζωής, πάνω στην οποία βασίζεται η παραμικρή οικονομική δραστηριότητα. Σχολιάζοντας τον «διάσημο» συγγραφέα του Τέλους της Ιστορίας, τον Φράνσις Φουκουγιάμα, σχετικά με ένα πρόσφατο βιβλίο του (Trust : The Social Virtues and the Creation of Prosperity [Εμπιστοσύνη: Οι κοινωνικές αρετές και η δημιουργία της ευημερίας], ο Τζέϊμς Όγκιλβι γράφει: «Γιατί είναι η εμπιστοσύνη τόσο καίριο στοιχείο του κοινωνικού κεφαλαίου; Η διαδεδομένη στην κοινωνία δυσπιστία […] επιβάλλει ένα είδος φόρου που οι κοινωνίες εμπιστοσύνης δεν είναι υποχρεωμένες να πληρώσουν. Στις ΗΠΑ το ισοζύγιο μεταξύ ατομισμού και εμπιστοσύνης γέρνει όλο και περισσότερο υπέρ του ατομισμού. […] Έτσι τώρα πληρώνουμε τον φόρο της μειούμενης εμπιστοσύνης στους δικηγόρους» [Ogilvy James, Harvard Business Review, 1995, τ. Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου, σσ. 46-47]. Και ποιος θα πληρώσει όταν η εμπιστοσύνη στους δικηγόρους εκλείψει; Άλλοι δικηγόροι; Και όταν εκλείψει και σε αυτούς…;

28. Το πρωτότυπο κείμενο, De optimo reipublicae statu deque nova insula Utopia, εκδόθηκε από τον Έρασμο, φίλο του Μορ, το 1516 στη Λουβαίν. Η αργοπορημένη μετάφρασή του στα αγγλικά (δηλαδή σε μια πιο λαϊκή γλώσσα) το 1551, αφότου είχε μεταφραστεί στα γερμανικά, ιταλικά και γαλλικά, καταδεικνύει ίσως το ότι η Ουτοπία του Μορ δεν ήταν για το αγγλικό βασίλειο στο οποίο ανήκε-πριν την έκπτωση και την εκτέλεσή του- μια «αγνή φαντασιοκοπία» ακίνδυνη για τον ευρύτερο λαό.

29. Επιβιώνει ωστόσο στην Ουτοπία ένα ίχνος σκλαβιάς των αιχμαλώτων πολέμου και των καταδικασθέντων με βάση το κοινό δίκαιο. Οι αλυσίδες τους είναι φτιαγμένες από το πιο ευτελές υλικό της ουτοπικής κοινωνίας, τον χρυσό.

30. Η έκφραση διαφέρει ή παραμετροποιείται ανάλογα με την εποχή. Η παράθεση είναι από ένα κείμενο του 1989.

31. Αυτή η δήλωση προέρχεται από το κείμενο «Fait et à faire» [«Πεπραγμένα και πρακτέα»] του Κορνήλιου Καστοριάδη, περιλαμβανόμενο στον συλλογικό τόμο που εκδόθηκε προς τιμήν του από τον Giovanni Busino (Autonomie et autotransformation de la société. La philosophie militante de Cornelius Castoriadis [Αυτονομία και κοινωνικός αυτομετασχηματισμός. Η αγωνιστική φιλοσοφία του Κ. Καστοριάδη], Γενεύη, Droz, 1989, σ. 512) όπως, στη συνέχεια, και στον ομώνυμο τόμο με δοκίμιά του.

32. Αν και βεβαίως αγνοώ τις πληροφορίες που είχε καταφέρει να συλλέξει ο Καστοριάδης γύρω από αυτό το ζήτημα χάρη στην δραστηριότητά του ως κλινικού ψυχαναλυτή, βλέπω σ’ αυτές, εκ των προτέρων, την πηγή της συνοχής της θέσης του.

33. Βλέπε εν προκειμένω το κεφάλαιο «Ένας εφιάλτης για τους τεχνοκράτες: Τι θα γινόταν αν ο καταναλωτής επέλεγε την ολιγάρκεια;», από το βιβλίο των Guy Roustang, Bertrand Perret, L’économie contre la société [Η οικονομία ενάντια στην κοινωνία], Παρίσι Seuil, 1993.

34. Οι αρκετά λεπτομερείς αναλύσεις του Amartya Sen σχετικά με τις οικογένειες στην Ινδία, οι οποίες δείχνουν πως η ουσία του ζητήματος είναι η αναδιανομή και όχι η παραγωγή, είναι πολύ διαφωτιστικές πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.

35. Σ.τ.μ.: Ο συγγραφέας παραφράζει το γνωστό στη Γαλλία σύνθημα που συνοδεύει ως υπότιτλος την έκδοση της εβδομαδιαίας σατιρικής εφημερίδας Le Canard Enchainé. Η πρωτότυπη μορφή του συνθήματος είναι «La libérté de la presse ne s’use que quand on ne s’en sert pas», που σημαίνει: Η ελευθερία του τύπου δεν φθείρεται παρά μόνο όταν πέφτει σε αχρησία.

36. Δανείζομαι αυτόν τον όρο (entour) από τον Φρανσουά Ραστιέ λόγω της πολύ μεγάλης ορθότητάς του. Πρόκειται για μια μεταφορά του όρου Umwelt (περιβάλλον) του φον Ουεξκίλ (von Uexkull). Ο Umwelt είναι για τον βιολόγο ένα τμήμα του Welt (κόσμος), κατασκευασμένο από το έμβιο, έπειτα από επιλογή δεδομένων που προέρχονται από την αντίληψη και τη δράση του. Αυτή η επιλογή περιέχει, κατ’ ελάχιστον, τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ιδίου και του είδους του. Η μεταφορά, την οποία είχε προαναγγείλει και ο ίδιος ο φον Ουεξκιλ, προέρχεται από την τεράστια πολιτισμική και ιστορική πλαστικότητα του Umwelt του ανθρώπινου είδους γενικότερα και του κάθε συγκεκριμένου ατόμου ειδικότερα. Το entour είναι ο πολιτισμικός και ιστορικός Umwelt. Παρά το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής των δύο όρων και η κάθε μία από τις μεθόδους έχουν πολλές διαφορές, παρά την ιδιαίτερη σημασία των κειμένων και την ερμηνευτική προσέγγιση του Φρανσουά Ραστιέ, θεωρώ πως το entour γειτνιάζει με το «κοινωνικο-ιστορικό» του Καστοριάδη. Η ανάλυση, η απόδειξη ή η απόρριψη αυτής της θέσης απαιτεί μια ξεχωριστή μελέτη. Για μια παρουσίαση των λόγων για τους οποίους οι «επιστήμες του πολιτισμού» και οι «επιστήμες της φύσης», κυρίως του «ζωντανού», θα μπορούσαν να συναντηθούν, ως ένα βαθμό, στο πεδίο μιας ανανεωμένης και αποκαθηλωμένης ερμηνευτικής, βλέπε: F. Rastier, J-M. Salanskis, R. Scheps, Hermeneutique. Τextes et sciences [Ερμηνευτική. Κείμενα και επιστήμες], πρακτικά του ομώνυμου συνεδρίου του Σεριζύ (Σεπτέμβριος 1994).

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/%CF%80%CE%B9%CE%B5%CF%81-%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%AF%CE%BB-%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%B1%CE%B6%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD/

Πιοτρ Β. Ριαμπόφ – Ο άνθρωπος που εξεγείρεται: η φιλοσοφία της εξέγερσης στον Μιχαήλ Μπακούνιν και στον Αλμπέρ Καμύ

Albert_Camus

Bakunin_NadarΠρόλογος Μετάφρασης

Ο Πιοτρ Β. Ριαμπόφ είναι ιστορικός και φιλόσοφος, διδάκτωρ του Παιδαγωγικού Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Ενεργός στο αναρχικό κίνημα από το 1987, με πλούσια αρθρογραφία, επικεντρώνει το έργο του αφενός στην προβληματική του υπαρξισμού στην σύγχρονη κουλτούρα και αφετέρου στην ιστορία των κινημάτων απελευθέρωσης. Η συνοπτική, συγκριτική θέση του για τον «άνθρωπο που εξεγείρεται» στο έργο του Μπακούνιν και του Καμύ ταξιδεύει εδώ με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Ρώσου φιλοσόφου και καλεί σε μια συζήτηση για τον «εξεγειρόμενο» του σήμερα.

Μετάφραση από τα ρωσικά: ΛενΜ, Μάιος 2014

Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν και Αλμπέρ Καμύ… Αυτά τα δυο ονόματα δεν στέκονται τυχαία δίπλα-δίπλα εδώ. Και οι δύο αυτοί στοχαστές, που έζησαν σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικούς αιώνες, έκαναν την κατηγορία της «εξέγερσης» μια από τις θεμελιωτικές έννοιες των πρωτότυπων διδασκαλιών τους για τον άνθρωπο. Όμως, αν στον Μπακούνιν αυτές συναντιούνται μόνο ξεχωριστά, και όχι ενταγμένες σε ένα σύστημα ιδεών για την εξέγερση, στον Καμύ η εξέγερση γίνεται η σπουδαιότερη κατηγορία. Κατά τη γνώμη του Μιχαήλ Μπακούνιν, η εξέγερση είναι ένα από τα τρία σημαντικότερα γνωρίσματα «κάθε ανθρώπινης, τόσο ατομικής όσο και συλλογικής, παρουσίας στην ιστορία», πλάι στη ζωική φύση και τη νόηση του ανθρώπου. Είναι ακριβώς μέσα από την εξέγερση που δημιουργείται η προσωπικότητα, το έργο, η ελευθερία και συντελείται η ενσάρκωση του ανθρώπου. Με αυτόν τον τρόπο, η εξέγερση παρουσιάζεται ως η σπουδαιότερη και ειδικά ως ανθρώπινη ιδιότητα. Όμως, τι εννοεί ο Μπακούνιν με τη λέξη «εξέγερση» και εναντίον ποιου έχει στραφεί αυτή η εξέγερση;

Αντίθετα με τα διαδιδόμενα στερεότυπα, ο Μπακούνιν, αυτός ο φλογερός εξεγειρόμενος, εννοεί με την εξέγερση κάθε άλλο παρά την ολική άρνηση και την καταστροφή χωρίς όρια. Στα έργα του υποδεικνύει επίμονα τα όρια της εξέγερσης και τη σχετικότητά της. Είναι πεπεισμένος ότι η απόλυτη εξέγερση, η εξέγερση εναντίον της Φύσης ως ολότητας του κόσμου ή εναντίον της «δεύτερης φύσης», δηλαδή της Κοινωνίας, είναι αδύνατη και στερείται κάθε νοήματος. Έξω από την φύση και την κοινωνία, για τον Μπακούνιν, δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα το υπερφυσικό και δεν δόθηκε λόγος στον άνθρωπο να βγει από τα πλαίσιά τους. Η Φύση και η Κοινωνία στο σύνολό τους είναι το έδαφος στο οποίο μεγαλώνουμε, το πάτωμα στο οποίο είμαστε καταδικασμένοι να παίξουμε το παιχνίδι μας. Όμως, εναντίον της δεδομένης φύσης και της δεδομένης κοινωνίας, ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να εξεγερθεί, αναμορφώνοντας τον κόσμο και τον ίδιο μέσα στον κόσμο, εγείροντας στον αγώνα ειδικά την ανθρώπινη πραγματικότητα.

Εξάλλου το να δεχτεί κανείς όλα τα δεδομένα του περιβάλλοντος, το να συμφιλιώνεται με όλα τα δαιμόνια και τις ατέλειες του σύμπαντος, σημαίνει για τον Μπακούνιν ότι προδίδει την ανθρώπινη μοίρα, ότι παραιτείται από την ελευθερία. Είναι αδύνατη τόσο η ολική άρνηση της Φύσης και της Κοινωνίας όσο και η απόλυτη αποδοχή της δεδομένης φύσης και της δεδομένης κοινωνίας. Κατανοώντας και τους κανόνες που διέπουν τη φύση, την κοινωνία αλλά και αυτούς τους ίδιους, ο άνθρωπος ταυτόχρονα και μερικώς απελευθερώνεται από την καταπίεση αυτών των κανόνων, επεκτείνει τη ζώνη της αυτονομίας του, υπερνικά τους δεσμούς που τον αλυσοδένουν με τον περιβάλλοντα κόσμο και με αυτόν τον ίδιο.

Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι στο πλαίσιο της ανθρώπινης εξέγερσης τεράστια σημασία αποδίδεται στη νόηση και την επιστήμη, με τη βοήθεια των οποίων ο άνθρωπος αποσπάται από τον περιβάλλοντα κόσμο, σαν να «σφετερίζεται», σύμφωνα με την έκφραση του Μπακούνιν, τους κανόνες που διέπουν αυτόν τον κόσμο. Στη διαδικασία αυτής της εξέγερσης, γράφει ο Μπακούνιν, ο άνθρωπος «επιτυγχάνει σταδιακά την αποτίναξη του ζυγού της εξωτερικής φύσης, του ζυγού των δικών του φυσικών ατελειών και… του ζυγού ενός κοινωνικού οργανισμού που έχει καθιερωθεί αυταρχικά».

Εξεταζόμενη από αυτήν την οπτική γωνία, στην ανάπτυξη τόσο του κάθε ξεχωριστού ατόμου, όσο και γενικά, της ανθρωπότητας στο σύνολό της, ενυπάρχει η εξέγερση∙ η εξέγερση που στηρίζεται στην αρχική συνθήκη του περιβάλλοντος και που, ταυτόχρονα, την απαρνείται. Σε μια τέτοια πραγματεία της εξέγερσης όχι ως απόλυτης και μοναδικής πράξης, αλλά ως διαδικασίας, που συνδυάζει στο εσωτερικό της στιγμές άρνησης και δημιουργίας, εκδηλώθηκε με σαφήνεια η αριστοτεχνική διαλεκτική του Μπακούνιν, η οποία βρήκε την έκφρασή της στο διάσημο σύνθημά του: «Στο πνεύμα εκείνου που απαρνείται ενυπάρχει το πνεύμα εκείνου που δημιουργεί, το πάθος για καταστροφή συνυπάρχει με το πάθος για δημιουργία».

Περνώντας από μια γενικά φιλοσοφική εξέταση της εξέγερσης στην συγκεκριμένη μορφή της, ο Μπακούνιν στέκεται σε εκείνα τα είδη εξέγερσης, όπως η εξέγερση του ανθρώπου εναντίον της εξωτερικής φύσης (με τη στενή σημασία της λέξης), εναντίον της εσωτερικής φύσης του και ακριβέστερα, εναντίον του «ζωικού» της στοιχείου, το οποίο εκτοπίζεται από την ελευθερία που καλλιεργείται και ταυτίζεται από εκείνον με την ανθρωπότητα, εναντίον του Θεού ως του ιερού θεμελίου οποιασδήποτε ιδανικής ή πραγματικής τυραννίας, εναντίον οποιασδήποτε εξωτερικής αυθεντίας, που επιβάλλεται στο άτομο έξωθεν και ενσαρκώνεται κυρίως από το Κράτος. Η σχέση του Μπακούνιν με την εξέγερση του ατόμου εναντίον της κοινωνίας δεν είναι μονοσήμαντη. Στις περιπτώσεις, όπου η κοινωνία επηρεάζει το άτομο ωφέλιμα, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της σκέψης και της ελευθερίας, η εξέγερση, φυσικά, δεν χρειάζεται.

Σε εκείνες τις περιπτώσεις, όπου η κοινωνία συνθλίβει και υποδουλώνει το άτομο, που το διαφθείρει, η εξέγερση του ανθρώπου εναντίον της κοινωνίας, στην οποία ζει, καθίσταται απαραίτητη, ως η προϋπόθεση της πνευματικής αυτοσυντήρησής του. Ο Μπακούνιν τονίζει ότι το Κράτος, που πάντοτε εξασκεί επιρροή στον άνθρωπο με τρόπο βάναυσο, εξωτερικό και βίαιο, φαίνεται να προβοκάρει το ίδιο την εξέγερση εναντίον του, και αυτή η εξέγερση είναι πολλές φορές ευκολότερη από την εξέγερση του ανθρώπου εναντίον της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που προηγείται του ανθρώπου, τον περιβάλλει και διαμορφώνει, διακριτικά και φυσικά, ένα άτομο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή της. Σε αυτήν την περίπτωση, λέει ο Μπακούνιν, «ο άνθρωπος πρέπει, τουλάχιστον εν μέρει, να εξεγερθεί εναντίον του εαυτού του, καθώς με όλες τις υλικές, διανοητικές και ηθικές έξεις και επιδιώξεις του, ο ίδιος δεν είναι παρά ένα προϊόν της κοινωνίας».

Συνολικά, συζητώντας για τη σύλληψη της έννοιας της «εξέγερσης» στον Μπακούνιν, πρέπει να σημειωθεί ο πολυδιάστατος και αμφίσημος χαρακτήρας της στη διδασκαλία του μεγάλου ρώσου αναρχικού. Ο Μπακούνιν πραγματεύεται αυτήν την κατηγορία σε διαφορετικά σημεία της δουλειάς του, υπό ελαφρώς διακριτές οπτικές γωνίες, με διαφορετικό βαθμό γενίκευσης. Από τη μια πλευρά ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς διερευνά την «εξέγερση» με ακραία ευρύτητα, σαν συνώνυμο της ελευθερίας και της ανθρωπότητας, σαν αναπόσπαστο γνώρισμα και στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, σαν διαδικασία εξέλιξης του ανθρώπου, ο οποίος ταυτόχρονα και αναδύεται από το έδαφος της Φύσης και της Κοινωνίας, και έχει συνδεθεί με αυτό το έδαφος και το αρνείται, το μεταμορφώνει.

Πρέπει να προστεθεί ότι σε αυτές τις σκέψεις άφησε το στίγμα της η ιδέα της γραμμικής προόδου της φύσης και της κοινωνίας που αποτελεί έναν κοινό τόπο για την πλειοψηφία των στοχαστών του 19ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, ερμηνεύει την κατηγορία της «εξέγερσης» πιο στενά, μόνο σαν μια ιδιωτική στιγμή ελευθερίας, σαν ένα από τα συστατικά της, το οποίο ακόμη και σε ό,τι είναι άκρως αρνητικό, δεν εξαντλεί όλο το περιεχόμενό της. Τέλος, συχνά στα έργα του Μπακούνιν γίνεται λόγος για συγκεκριμένες μορφές εξέγερσης εναντίον συγκεκριμένων μορφών και φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας, εναντίον της θεϊκής, κρατικής ή κοινωνικής αυθεντίας, εναντίον της εξωτερικής, μη ανθρώπινης φύσης και της εσωτερικής ζωικής φύσης του ανθρώπου. Όπως ήδη σημείωσα, ο Μπακούνιν δεν συστηματοποίησε τις σκέψεις του για την εξέγερση και η ανασκόπηση τους, όπως παρουσιάστηκε εδώ, φαίνεται ελαφρώς απλοποιημένη, αλλά, συνολικά επαρκής για την ανασυγκρότησή τους.

Αυτές οι σκέψεις για την εξέγερση ήταν για τον Μπακούνιν θεμελιώδεις, διότι του επέτρεψαν να καθιερώσει σε έναν κόσμο που συνδέεται με σκληρή νομοτέλεια την ανθρώπινη αρχή, με τρόπο που να χρησιμεύει ως ένα ιδιότυπο ουμανιστικό αντίβαρο στο διακηρυττόμενο από αυτόν καθολικό ντετερμινισμό. Μολονότι αυτές οι σκέψεις δεν αναπτύχθηκαν από τον Μπακούνιν, μπορεί κανείς να υποστηρίξει χωρίς υπερβολή, ότι στη διδασκαλία του για την εξέγερση ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς ξεπέρασε την εποχή του κατά σχεδόν έναν αιώνα και αποτέλεσε προκάτοχο της υπαρξιστικής φιλοσοφίας της εξέγερσης, του Αλμπέρ Καμύ.

Ο Καμύ προσπαθεί να βρει απάντηση στο σπουδαίο ερώτημα που τέθηκε, με κάθε οξύτητα, στον άνθρωπο της σύγχρονης εποχής: τι μου απομένει να κάνω και θα μπορούσα άραγε να ζήσω, εάν ο Θεός δεν υπάρχει, ο κόσμος δεν έχει νόημα και εγώ είμαι θνητός; Για τον Καμύ, το παράλογο, ως η αρχέγονη, προ και εκτός του ανθρώπου απουσία νοήματος του σύμπαντος, έχει το στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης και ως εκ τούτου επάξια απάντηση του ανθρώπου σε αυτό το παράλογο είναι τελικά η αδιάκοπη, ανέλπιδη και ηρωική εξέγερση. Το να γνωρίζει κάποιος για το θάνατό του, να μην προσπαθεί να ξεφύγει από αυτήν την πικρή γνώση και ωστόσο να ζει, να εισάγει στον παράλογο κόσμο το δικό του ανθρώπινο νόημα, αυτό ήδη σημαίνει να «εξεγείρεται».

Σε μια τέτοια εξέγερση δημιουργούνται όλες οι ανθρώπινες αξίες: το νόημα, η ελευθερία, το έργο, η αλληλεγγύη. Για τον Καμύ, το παράλογο αρχίζει να αποκτά νόημα, όταν δεν υπάρχει συμφωνία με αυτό. Η εξέγερση είναι εξαρχής καταδικασμένη στην ήττα, όπως ο θνητός και μεμονωμένος άνθρωπος και η ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ιδίως στην εξέγερση, ο άνθρωπος, το μοναδικό ζώο που είναι ικανό για εξέγερση, για τη συνειδητοποίηση του θανάτου του, της ελευθερίας και της ευθύνης, αξιώνει και τη δική του προσωπική ατομικότητα και την πανανθρώπινη αλληλεγγύη, και το ανθρώπινο νόημα, που εκφράζεται από τον Καμύ στην λακωνική διατύπωση: «Εξεγείρομαι, άρα, υπάρχουμε». Με αυτόν τον τρόπο, η κατηγορία της «εξέγερσης» από μεταφορά ή από στενά πολιτική έννοια μεταμορφώνεται σε σημαντικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η εξέγερση, για τον Καμύ, έχει ένα δικό της τρόπο ισορρόπησης στην κόψη του ξυραφιού ανάμεσα σε δυο, φαινομενικά αντιτιθέμενες, όμως, στην ουσία συγκλίνουσες ακρότητες: την ακρότητα της ολικής αποδοχής, του κομφορμισμού και την ακρότητα της ολικής άρνησης, του μηδενισμού. Και η πρώτη και η δεύτερη οδηγούν στην καταστροφή του ανθρώπου και του ανθρώπινου κόσμου. Στην πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος απαρνείται τον αγώνα, την ελευθερία, τον εαυτό του, δέχεται τον κόσμο συνολικά, όπως είναι, με όλες τις αισχρότητες και το παράλογό του. Στη δεύτερη, χωρίς να υπομένει τον αγώνα, λιποτακτεί, αναπόφευκτα οδεύει στον αμοραλισμό, τη δολοφονία, την αυτοκτονία.

Ο Αλμπέρ Καμύ εξετάζει αναλυτικά όλα τα αδιέξοδα και τους πειρασμούς αυτής της «ουκουμενικής εξέγερσης», σκιαγραφώντας πλούσια τους συλλογισμούς του με λογοτεχνικά, ιστορικά και φιλοσοφικά παραδείγματα. Συνειδητοποιώντας το παράλογο του κόσμου, ο άνθρωπος μπορεί να τρομάξει, να στραφεί αλλού, να διαφύγει στον αντικατοπτρισμό, ή αντίθετα να φύγει από τη ζωή, όπως ο Κυρίλλοφ στους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέβσκι. Και οι δυο περιπτώσεις συνεπάγονται αυτοκτονία, διάσπαση της προσωπικότητας και της ανθρώπινης πραγματικότητας. Αντίθετα, το να ζει κανείς, χωρίς να τρέφεται από ψευδαισθήσεις, το να εισάγει στον κόσμο το νόημα, να μετασχηματίζει την οικουμένη, ολοκληρώνοντας τον άθλο του Σίσυφου, αυτό είναι δρόμος, επάξιος του ανθρώπου. Και σε αυτόν το δρόμο η προσωπικότητα διέρχεται από την αρχέγονη μοναξιά και απώλεια κάθε προσανατολισμού στην ουμανιστική αλληλεγγύη ελεύθερων ανθρώπων, που αρνούνται και την αυτοκτονία και τη δολοφονία άλλων ανθρώπων.

Πράγματι, η προσωπικότητα είναι αδιανόητη εκτός της ανθρωπότητας και όλοι οι άνθρωποι είναι ενωμένοι κάτω από ένα κοινό φορτίο, το φορτίο της γνώσης και της ελευθερίας. Ο άνθρωπος που εξεγείρεται δεν χρειάζεται ούτε δούλους, ούτε κυρίους. Χρειάζονται σε εκείνον τέτοιοι ελεύθεροι άνθρωποι. Τέτοιοι άνθρωποι δεν επιδιώκουν να χαθούν στον αντικειμενικό κόσμο, δεν ψάχνουν παρηγοριά στο είδωλο της Προόδου, της Επιστήμης ή στους ιστορικούς μύθους. Είναι ελεύθεροι και υπεύθυνοι, φέρουν με ειλικρίνεια το βαρύ φορτίο τους στη ζωή, χωρίς να προδίδουν την ανθρώπινη μοίρα. Αρνούμενοι το θεό και την αιωνιότητα, υποστηρίζουν την εποχή τους, το δικό τους πραγματικό, το μοναδικό, το ανήσυχο, το ανεπανάληπτο∙ σε τελική ανάλυση, τους εαυτούς τους.

Με το να εξεγείρεται, ο άνθρωπος δεν προσπαθεί να ξεφύγει από τον κόσμο, δεν αποδέχεται τη ολότητά του, αλλά τον μεταμορφώνει και με αυτόν τον τρόπο αυτό-ενσαρκώνεται. Εξετάζοντας του δρόμους και τις διασταυρώσεις της «οικουμενικής εξέγερσης», ο Καμύ δείχνει συγκεκριμένα ότι, στην πολιτική, η ολική άρνηση οδηγεί στην ίδια δουλεία και δικτατορία, όπως και στην ολική αποδοχή της υπάρχουσας τάξης: κάθε Προμηθέας μεταμορφώνεται σε Καίσαρα, κάθε υπεράνθρωπος αρχίζει να έχει ανάγκη από δούλους.

Φωτεινό και υποδειγματικό παράδειγμα εξέγερσης αποτελεί η τέχνη. Ο Καμύ γράφει: «Στην τέχνη δεν υπάρχει ούτε ολική άρνηση, ούτε ολική συμφωνία με αυτό που υπάρχει». Η τέχνη είναι και άρνηση και συμφωνία ταυτόχρονα. Όπως η ολική άρνηση στην τέχνη οδηγεί στον καθαρό φορμαλισμό, στην αποχώρηση και τη διαφυγή από τον κόσμο, έτσι και η ολική αποδοχή έχει ως συνέπεια τον καθαρό «φωτογραφικό ρεαλισμό». Τόσο το ένα όσο και το άλλο είναι απολύτως άγονα, ενώ ο πραγματικός δημιουργός όχι μόνο δέχεται τον κόσμο, χρησιμοποιώντας τα υλικά για τη δημιουργία του, αλλά και τον τροποποιεί, θέτοντας στην στατική ύλη του σύμπαντος το ανεπανάληπτο στίγμα του δικού του στυλ.

Έτσι, με πολυάριθμα παραδείγματα ο Καμύ δείχνει αυτές τις Σκύλες και τις Χάρυβδες της εξέγερσης, χαράζοντας τον προσανατολισμό της τραγικής, όμως ελεύθερης και σκεπτόμενης προσωπικότητας, της αλληλέγγυας με άλλες τέτοιες προσωπικότητες, του Ανθρώπου που Εξεγείρεται. Η φιλοσοφία της εξέγερσης του Καμύ είναι εξαιρετικό επίτευγμα ουμανιστικής σκέψης της σύγχρονης εποχής. Αυτή αναδύθηκε στη φλόγα της αντιφασιστικής Αντίστασης και είχε θεμελιωθεί στην κατανόηση της καταστροφικής εμπειρίας του 20ου αιώνα, που έθεσε υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου. Όμως, πολύ πριν τον Καμύ, στα μέσα του 19ου αιώνα πολλές βαθιές ενοράσεις και διαισθήσεις, που προανήγγειλαν την φιλοσοφία του για την εξέγερση, είχαν διατυπωθεί από τον Ρώσο αναρχικό Μ.Α. Μπακούνιν.

Αυτή η φιλοσοφία της Εξέγερσης, ειλικρινής και ανθρώπινη, βοηθάει τον άνθρωπο που ζει στον σκληρό, συγχυσμένο και παράλογο κόσμο μας, να βρει ένα στέρεο στήριγμα. Όμως, αυτό το στήριγμα, μια άβολη και ταπεινωτική πατερίτσα για τον κακόμοιρο ανάπηρο, είναι το όπλο της αντίστασης, με το οποίο επενδύονται τα χέρια του στρατιώτη που μάχεται στα χαρακώματα της σύγχρονης εποχής.

Αναδημοσίευση από: http://eagainst.com/articles/camus-bakunin/